Ο άνθρωπος, ένα από τα πιο πρόσφατα είδη που έχουν εμφανιστεί στον πλανήτη, έχει καταφέρει, μέσα στα ελάχιστα χρόνια της ύπαρξής του, να αλλάξει ριζικά το τοπίο και τις ισορροπίες σε ένα μεγάλο πλήθος διαφορετικών οικοσυστημάτων και να παρέμβει δραστικά στην κατανομή και την εξάπλωση πολλών διαφορετικών ειδών, παρεμβαίνοντας έτσι δραστικά στην προϋπάρχουσα ισορροπία της βιοποικιλότητας του πλανήτη.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η διατροφικές και καταναλωτικές μας συνήθειες, ειδικά στον λεγόμενο Δυτικό Κόσμο, έχουν συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν την εικόνα, αφού ένα πλήθος προϊόντων που αρχικά παράγονταν και καταναλώνονταν σε λίγες και συγκεκριμένες περιοχές, τώρα καλλιεργούνται σε τεράστιες εκτάσεις σε παγκόσμια κλίμακα, αλλάζοντας δραματικά την εικόνα πολλών οικοσυστημάτων σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η ιστορία κάποιων από αυτά τα πολύτιμα προϊόντα έχει μεγάλο ενδιαφέρον και θα μπορούσε να συμβάλλει στην κατανόηση των μηχανισμών με τους οποίους η καθημερινότητά μας συνδέεται με την οικολογική ισορροπία και την βιοποικιλότητα των οικοσυστημάτων ολόκληρου του πλανήτη.
Τέτοια προϊόντα είναι το κακάο, το τσάι και ο καφές, τα οποία σήμερα καταναλώνονται από δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο και αποτελούν ένα τεράστιο κομμάτι του συνολικού τζίρου του παγκόσμιου εμπορίου. Πρόκειται για τρία μικρά δέντρα των οποίων η κατανάλωση συνδέεται με πανάρχαιες τοπικές συνήθειες, περιορισμένες αρχικά στα υψίπεδα της Αιθιοπίας (καφές), στη Νοτιοανατολική Ασία (τσάι) και στην Κεντρική Αμερική (κακάο), οι οποίες αργότερα έγιναν γνωστές, αγαπήθηκαν και εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλάζοντας την εικόνα των οικοσυστημάτων του πλανήτη.
Εδώ θα ασχοληθούμε με την ιστορία της κατανάλωσης του καφέ, μια αγαπημένη συνήθεια εκατομμυρίων ανθρώπων και ένα επικερδές εμπόριο με τεράστια κέρδη αλλά και δραματικές οικολογικές επιπτώσεις.
Το είδος Coffea arabica
Η καφεΐνη, κοινός παρονομαστής και των τριών προϊόντων που αναφέρθηκαν (καφές, τσάι, κακάο) είναι ένα αλκαλοειδές με ευεργετική επίδραση στον άνθρωπο, αποτελεί σήμερα το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο νόμιμο διεγερτικό στον κόσμο και έναν από τους εθισμούς του σύγχρονου ανθρώπου. Για τα ίδια τα φυτά, η καφεΐνη και τα παράγωγά της είναι βιοχημικά όπλα, συμβάλλοντας στην προστασία των φυτών από ασθένειες και βλαβερά έντομα.
Ο καφές εξάγεται από τους καβουρδισμένους σπόρους φυτών του γένους Coffea της οικογένειας Rubiaceae.
Το πιο σημαντικό από αυτά είναι το είδος Coffea arabica, ένας αειθαλής θάμνος με λαμπερά πράσινα φύλλα, αρωματικά λευκά άνθη και κόκκινους καρπούς σε μέγεθος κερασιού, από τους οποίους προέρχεται ο καφές Arabica.
Ιθαγενές κυρίως στην Αιθιοπία, η οποία και θεωρείται ως το κέντρο προέλευσης του φυτού, το C. arabica εξαπλώνεται ως συστατικό του τροπικού δάσους στα βουνά της νοτιοδυτικής Αιθιοπίας (επαρχίες Kaffa και Illubabor), με κάποιους επιπλέον πληθυσμούς στο Νότιο Σουδάν (Boma plateau) και στην Βόρεια Κένυα (Mount Marsabit).
Η εξημέρωση και καλλιέργεια του φυτού Coffea arabica
Η ιστορία της καλλιέργειας του φυτού C. arabica δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, παρόλο που η εξημέρωσή του στα τροπικά δάση της Αιθιοπίας είναι σχετικά πρόσφατη.
Ο μύθος λέει ότι οι ιδιαίτερες ιδιότητες του καφέ ανακαλύφθηκαν από ανθρώπους που παρατήρησαν κατσίκες οι οποίες, αφού έτρωγαν τους καρπούς του θάμνου, εμφάνιζαν μεγαλύτερη εγρήγορση και ενέργεια και στην συνέχεια τις μιμήθηκαν.
Η εκμετάλλευση του καφέ πιθανόν ξεκίνησε στα τέλη του 5ου αιώνα στη νοτιοδυτική Αιθιοπία. Από εκεί τα καφεόδεντρα, πιθανόν ήδη από το 575 μ.Χ., εισήχθησαν στην Υεμένη, η οποία ήταν από τις πρώτες χώρες που ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια του καφεόδεντρου και την παρασκευή του ροφήματος του καφέ. Η Μόκα (αραβικά: المُخا, ρωμανικά: al-Mukhā), σημαντική πόλη-λιμάνι της Υεμένης στην ακτή της Ερυθράς Θάλασσας απέναντι από την Αιθιοπία, γνωστή από παλιά για το εμπόριο καφέ, αποτέλεσε για πολλά χρόνια βασικό κέντρο διακίνησης σπόρων του καλλιεργούμενου καφέ Arabica και έδωσε το όνομά της στον καφέ και τη σοκολάτα Mocha.
Κάποιους αιώνες αργότερα, στις αρχές του 16ου αιώνα, η συνήθεια του καφέ γίνεται γνωστή αρχικά στο Κάιρο και στη συνέχεια στην Ευρώπη, μέσω Βενετών εμπόρων, οι οποίοι το 1615 έφεραν κόκκους καφέ από τη Μόκα.
Αυτό σήμανε την αρχή ενός επικερδούς μονοπωλίου για τους Άραβες, το οποίο διαφύλαξαν για 100 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων παρέμειναν οι μοναδικοί προμηθευτές καφέ, καλλιεργώντας το καφεόδεντρο στα εδάφη της Υεμένης, αλλά και εισάγοντας καφέ από την Αιθιοπία και την Ερυθραία. Ο καβουρδισμένος καφές εξάγεται σε ολόκληρο τον κόσμο από το λιμάνι της Μόκα, η οποία ακμάζει μέσω του εμπορίου, φτάνοντας στην απόλυτη ακμή της τον 16ο αιώνα.
Παράλληλα με τους Ενετούς εμπόρους, τον 17ο αιώνα οι τουρκικοί στρατοί εισβολής έφεραν τον καφέ στην Ευρώπη.
Σύντομα, τα πρώτα καφέ έκαναν την εμφάνισή τους στην Βιέννη και άλλες πόλεις. Τα καφέ πολύ γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν και εξαπλώθηκαν, αποτελώντας σημεία συνάντησης δημοσιογράφων και πολιτικών, ενώ συνδέθηκαν με τις κοινωνικοπολιτικές και πνευματικές επαναστάσεις του δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου αιώνα στην Ευρώπη.
Η αρχή της εποχής της αποικιοκρατίας σήμανε το σπάσιμο του μονοπωλίου των Αράβων. Οι σπόροι του φυτού μεταφέρθηκαν από την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών στα τέλη του 17ου αιώνα στην Ιάβα, όπου και εδραίωσαν μια σημαντική βιομηχανία. Από την Ιάβα ένα φυτό μεταφέρθηκε το 1710 στους βοτανικούς κήπους του Άμστερνταμ, πολλαπλασιάστηκε και ένα μοναδικό δέντρο μεταφέρθηκε στις Δυτικές Ινδίες (Μαρτινίκα). Οι απόγονοι αυτού του φυτού στη συνέχεια εξαπλώθηκαν σε όλο τον κόσμο (Τζαμάικα, Πουέρτο Ρίκο, Αϊτή, Κούβα, Κεντρική Αμερική, Γουιάνα, Βραζιλία κ.λπ.), εδραιώνοντας την καλλιέργεια του φυτού σε παγκόσμιο επίπεδο, στη ζώνη μεταξύ των Τροπικών του Καρκίνου και του Αιγόκερω (Τροπική Ζώνη).
Στα μέσα του περασμένου αιώνα οι καλλιέργειες στην Κεϋλάνη, την Ινδία και τις Ανατολικές Ινδίες εξαφανίστηκαν από την ασθένεια της «σκουριάς του καφέ*».
Στην Κεϋλάνη (τώρα Σρι Λάνκα) η καλλιέργεια του καφέ αντικαταστάθηκε από το τσάι, για το οποίο είναι πλέον γνωστή.
Στα τροπικά δάση της Αιθιοπίας το φυτό C. arabica φαίνεται να συνυπάρχει αρμονικά με τον μύκητα του καφέ (Hemileia vastatrix), γεγονός που ενισχύει την υπόθεση ότι η Αιθιοπία αποτελεί το σύγχρονο κέντρο εξάπλωσης του φυτού.
*Coffee rust «σκουριά του καφέ»: Πάθηση των καφεόδεντρων που οφείλεται στην προσβολή από τον μύκητα Hemileia vastatrix, ο οποίος εντοπίζεται σε όλες σχεδόν τις περιοχές του κόσμου όπου καλλιεργείται ο καφές, ή από τον μύκητα H. coffeicola, ο οποίος περιορίζεται στην κεντρική και δυτική Αφρική, κυρίως στις ψηλότερες και ψυχρότερες περιοχές.
Ξενιστή για τους μύκητες αποτελούν τα είδη Coffea arabica (ποικιλία arabica) and Coffea canephora (ποικιλία robusta), τα δύο εμπορικά σημαντικότερα είδα καφεόδεντρου, και ίσως και 25 ακόμα ή περισσότερα είδη του γένους Coffea.
Η εικόνα σήμερα
Σήμερα, το είδος Coffea arabica καλλιεργείται εντατικά σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές και ο καφές αποτελεί ένα από τα πιο πολύτιμα γεωργικά προϊόντα, καθώς είναι, σε χρηματική αξία, το σημαντικότερο αγροτικό προϊόν στο διεθνές εμπόριο.
Οι περισσότεροι κόκκοι καφέ στον κόσμο παράγονται στη Νότια Αμερική, με την Βραζιλία να έχει το μεγαλύτερο μερίδιο παραγωγής (34%). Μία από τις περιόδους της οικονομικής επέκτασης της Βραζιλίας τον δέκατο ένατο αιώνα έγινε γνωστή ως ο κύκλος του καφέ και συνέβαλε στην καταστροφή ενός από τα σημαντικότερα κέντρα της παγκόσμιας βιοποικιλότητας, αυτού του δάσους του Ατλαντικού.
Η Αιθιοπία, χώρα προέλευσης του καφεόδεντρου, καλύπτει σήμερα μόλις το 0,3% της παγκόσμιας παραγωγής καφέ.
Η «σκουριά του καφέ» (“Coffee rust”) εξακολουθεί να αποτελεί απειλή για τις καλλιέργειες καφέ στις χώρες παραγωγής και είναι η πιο σημαντική ασθένεια του καφέ στον κόσμο.
Άγριοι πληθυσμοί C. arabica απαντώνται κυρίως στα ορεινά τροπικά δάση της νοτιοδυτικής Αιθιοπίας, όμως σήμερα απειλούνται σοβαρά από την κλιματική αλλαγή, από παράσιτα και ασθένειες, από την αποψίλωση των δασών και από την εισαγωγή στο γενετικό τους υλικό γονιδίων από καλλιεργούμενες ποικιλίες.
Η μείωση των άγριων πληθυσμών των ειδών του γένους Coffea είναι ένα ευρέως αναγνωρισμένο πρόβλημα, ωστόσο τα άγρια είδη Coffea δεν βρίσκονται σε καθεστώς προστασίας.
Καθώς πίνουμε λοιπόν το καφεδάκι μας, χωρίς συνήθως να έχουμε ιδέα από ποια περιοχή του κόσμου έχει προέλθει και κάτω από ποιες συνθήκες έχει καλλιεργηθεί, ας αναλογιστούμε μήπως θα ήταν χρήσιμο να είχαμε, ως καταναλωτές, περισσότερες πληροφορίες στην διάθεσή μας για ένα προϊόν το οποίο καταναλώνουμε καθημερινά και σε ποσότητα, αφού η καλλιέργεια του καφέ συνδέεται όχι μόνο με ένα πολύ επικερδές εμπόριο, αλλά και με πολύ σημαντικές περιβαλλοντικές – και όχι μόνο – επιπτώσεις στα οικοσυστήματα από τα οποία προέρχεται, καθώς και σε αυτά στα οποία καλλιεργείται.
Πηγές:
Arneson, P. (2000). Coffee rust. doi:10.1094/PHI-I-2000-0718-02
Harris, S. (2021). Coffea arabica L. (Rubiaceae). (Oxford Botanic Garden and Arboretum, Oxford University Herbaria, Department of Plant Sciences University of Oxford) Ανάκτηση από Oxford Plants 400: https://herbaria.plants.ox.ac.uk/bol/plants400/Profiles/CD/Coffeaarabica
International Coffee Organization (ICO). (n.d.). International Coffee Organization (ICO). Retrieved from International Coffee Organization (ICO): https://www.ico.org/
Meyer, F. G. (1965, Apr. – Jun.). Notes on Wild Coffea arabica from Southwestern Ethiopia, with Some Historical Considerations. Economic Botany, 19(2), σσ. 136-151. Ανάκτηση από http://www.jstor.com/stable/4252587
Smith, R. F. (1985). A History of Coffee. In M. N. Clifford, & K. C. Willson (Eds.), Coffee: Botany, Biochemistry and Production of Beans and Beverage (pp. 1-12). Boston, MA: Springer US. doi:10.1007/978-1-4615-6657-1_1
Wikipedia, the free encyclopedia. (n.d.). Mokha. Retrieved from Wikipedia, the free encyclopedia: https://en.wikipedia.org/wiki/Mokha
Μανέτας, Γ. (2022). Περί φυτών αφηγήματα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.