ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ – ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΤΙΑΓΜΕΝΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια που είχε ένα κτήμα , με ηλιόσπορους .

Το κτήμα ήταν πολύ μεγάλο και αποφάσισαν να βάλουν ένα σκιάχτρο στην μέση , για να το προστατεύει από τα πουλιά . Όμως εκείνο δεν ήθελε να τα διώχνει επειδή τα αγαπούσε πολύ . Το ίδιο και με εμάς και με τους ηλιόσπορους . Έτσι ήρθαν τιτιβίζοντας τα πουλιά προς τα εκείνο και αυτά κάθισαν πάνω του . Εκείνο τους χαμογέλασε πλατιά , άνοιξε ορθάνοιχτα το στήθος του κι οι φίλοι του , τα πουλιά έχτισαν μία φωλιά πάνω στο αχυρένιο σώμα του .

Της Χριστίνας Τσιάτη

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα σκιάχτρο που το είχε βάλει το αφεντικό του να φυλάει ένα λιβάδι με ηλιόσπορους. Το σκιάχτρο ήθελε να έχει φίλους όμως τα πουλάκια και τα ζώα τον φοβόντουσαν επειδή τον είχαν νιώσει σαν άνθρωπο. Του είχαν φορέσει κάτι παλιόρουχα κι ένα σκισμένο καπέλο. Κανένα ζωντανό ζωάκι δεν τον πλησίαζε μέχρι που το σκιάχτρο τους μίλησε ευγενικά: «Ελάτε, μην φοβάστε, δε θα σας κάνω κακό». Τα πουλάκια τον πλησίασαν και συστήθηκαν με τη σειρά. Αφού πέρασαν λίγες μέρες το σκιάχτρο είχε αποκτήσει πολλούς φίλους… κυρίως πουλιά. Όταν τα πουλάκια αισθάνθηκαν ασφάλεια με το σκιάχτρο πήραν την απόφαση να τον ρωτήσουν: «Σκιάχτρο, μπορούμε να φτιάξουμε μια φωλίτσα πάνω σου;» Αφού το σκιάχτρο δέχτηκε, τα πουλάκια έχτισαν μια φωλιά πλάι στην καρδιά του. Όταν όμως είδε το αφεντικό του να υπάρχει πάνω στο σκιάχτρο η φωλίτσα με τα πουλιά, ξερίζωσε το σκιάχτρο και το πέταξε κάτω. Αυτό το έκανε γιατί πίστευε ότι το σκιάχτρο δεν έκανε καλά τη δουλειά που του ανέθεσε. Τα πουλάκια στεναχωρέθηκαν πολύ που το αφεντικό είχε σκοτώσει το σκιάχτρο. Έτσι κάθε πρωί που έβλεπαν το αφεντικό του πέταγαν βελανίδια από ψηλά με πολύ θυμό. Κάποια στιγμή γύρισαν και κοίταξαν το κεφάλι του σκιάχτρου. Και τότε, είδαν ένα πλατύ μεγάλο χαμόγελο…

Της Δήμητρας και Σωτήρη Σκοπελίτη.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πολυμελής οικογένεια που είχε ένα χωράφι και το έσπερνε ήλιους. Αντιμετώπιζε ένα σημαντικό πρόβλημα όταν έμπαιναν στο χωράφι του πουλιά και έτρωγαν τους ηλιόσπορους. Έτσι αποφάσισε να φτιάξει ένα σκιάχτρο για να τα διώχνει.

Πήραν άχυρα , τα έδεσαν σφιχτά στο σχήμα του ανθρώπινου σώματος, του φόρεσαν ένα παλιό σακάκι, ένα παντελόνι και ένα καπέλο, όλα του παππού και τύλιξαν, ακόμα, γύρω από το λαιμό του ένα παλιό κασκόλ  της γιαγιάς.

Όταν ετοιμάστηκε πια το σκιάχτρο, το τοποθέτησαν στη μέση του χωραφιού σε ένα μεγάλο στύλο. Το σκιάχτρο αγαπούσε όμως πολύ τα πουλιά και έτσι όπως είχε ανοιχτά τα χέρια του ήταν σα να τα καλούσε στην αγκαλιά του. Εκείνα ανταποκρινόταν στο κάλεσμά του, άλλα καθόταν στο τρύπιο του καπέλο και άλλα χτίζανε φωλιές στο αχυρένιο  του στήθος και το σκιάχτρο χαμογελούσε.

Τελικά, το σκιάχτρο κατάφερε με αυτό τον τρόπο να αποκτήσει παρέα τα πουλιά κι αυτά να μην τρώνε τους σπόρους της οικογένειας. Έτσι, λύθηκε το πρόβλημα, κι όλοι ζήσανε καλά κι αγαπημένα.

Του Δημήτρη Χήτα

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια οικογένεια που είχε κληρονομήσει ένα χωράφι στο διπλανό χωριό.

Στο χωράφι είχαν φυτέψει ηλιόσπορους και επειδή δεν πήγαιναν συχνά, σκέφτηκαν να φτιάξουν ένα σκιάχτρο ώστε να μη τους τρων τα πουλιά τα φυτά τους.

Όταν έφτιαξαν το σκιάχτρο, το στερέωσαν σε ένα μεγάλο ξύλο στο κέντρο του χωραφιού. Αφού τελείωσαν επέστρεψαν στο σπίτι τους. Τα πουλιά στην αρχή το παρατηρούσαν με προσοχή. Στη συνέχεια το πλησίασαν κι αυτό τους μίλησε. Αυτά τρόμαξαν και του είπανε:

-Μπορείς και μιλάς;

-Φυσικά και μπορώ.

-Τι κάνεις εδώ πέρα;

-Φυλάω τα φυτά, αλλά επειδή είστε τόσο συμπαθητικά, θα σας αφήσω να φάτε λίγα.

Το κακόμοιρο το σκιάχτρο δεν ήξερε ότι θα το ξεγελάσουνε.

Τα πουλιά κατασπαράζανε όλο και πιο πολλά φυτά. Τότε το σκιάχτρο κατέβηκε από το ξύλο και άρχισε να κυνηγάει τα πουλιά. Έτσι γλίτωσε τα υπόλοιπα φυτά. Όταν η οικογένεια πήγε στο χωράφι, το σκιάχτρο τους εξήγησε τι είχε γίνει.

Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.

Της Ειρηάννας Παπουτσή.

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριουδάκι, ζούσε μια φτωχή οικογένεια. Το μόνο αγαθό που είχε ήταν ένα χωράφι με ηλιόσπορους. Έτσι, πουλούσε τους ηλιόσπορους και έβγαζε κάποια λεφτά.

Όμως τα πουλιά, έτρωγαν τους ηλιόσπορους με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ούτε ένας ηλιόσπορος στο χωράφι. Γι’ αυτό μια μέρα η κυρία Άννα και τα παιδιά της, ο Στέφανος, η Μυρτώ και η Εύα, έφτιαξαν ένα αχυρένιο σκιάχτρο. Μάζεψαν ότι κουρέλια και παλιόρουχα είχαν που δεν ήθελαν. Ο Στέφανος βρήκε ένα μπαλωμένο παντελόνι, η Μυρτώ βρήκε ένα κουρελιασμένο κασκόλ, η Εύα ένα ψάθινο καπέλο και η κυρία Άννα βρήκε ένα παλιό πουκάμισο. Έτσι κατάφεραν να φτιάξουν το πιο όμορφο αχυρένιο σκιάχτρο στον κόσμο!

Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν και από την πρώτη κιόλας μέρα έτρεξαν στο χωράφι για να το δουν.

-Να το βαφτίσουμε! Είπε με χαρά η Μυρτώ, η μικρότερη.

-Ναι, αλλά πώς να το βγάλουμε; Ρώτησε ο Στέφανος.

-Μπάρνι, ακούστηκε μια περίεργη φωνή.

-Ποιος το είπε αυτό; Ρώτησε τρομαγμένα η Εύα.

-Εγώ, ξανακούστηκε η ίδια φωνή.

-Ποιος εγώ; Είπε τότε ο Στέφανος.

-Εγώ, το σκιάχτρο.

Όλοι γύρισαν και κοίταξαν το σκιάχτρο με θαυμασμό.

-Μιλάς; Ρώτησε η Εύα.

-Ναι, αφού με φτιάξατε με πολλή αγάπη και χαρά, μου δώσατε και φωνή!

-Τέλεια, είπε ο Στέφανος. Τώρα θα έχω κάποιον να παίζω.

-Επίσης μπορώ και να τραγουδάω… για ακούστε…

Και το σκιάχτρο ο Μπάρνι άρχισε ένα χαρούμενο τραγούδι με μια λεπτή αλλά γλυκύτατη φωνή.

-Τραγουδάς υπέροχα, είπε η Μυρτώ.

– Παιδιά, ελάτε για φαγητό, ακούστηκε η κυρία Άννα να φωνάζει.

Όσο τα παιδιά έτρωγαν, εμφανίστηκαν στο χωράφι τα πουλιά, που φοβήθηκαν το σκιάχτρο κι έφυαν.

-Εεεε! Πού πάτε; Δε θα σας κάνω κακό!

-Αλήθεια; Ρώτησε ένα σπουργίτι.

-Αλήθεια.

-Έεε! Σπουργίτια σταθείτε, φώναξε ο ένας σπουργίτης τους άλλους.

-Δηλαδή μπορούμε να τρώμε άφοβα τους ηλιόσπορους;

-Όχι βέβαια. Άκουσα όμως την οικογένεια του σπιτιού να συζητάει για ένα μεγάλο εγκαταλελειμμένο χωράφι με αρκετό σιτάρι. Έτσι μπορείτε να πηγαίνετε εκεί.

-Εντάξει, αλλά μπορούμε να ερχόμαστε εδώ να κάνουμε παρέα;

-Μα, φυσικά. Ελάτε όποτε θέλετε.

Έτσι, τα πουλιά έφυγαν χαρούμενα που είχαν αποκτήσει έναν καινούργιο φίλο. Ωστόσο τα απαιδιά μόλις που βγήκαν έξω.

-Μπάρνι, φώναξε ο Στέφανος. Θα σε πείραζε να τραγουδήσεις μπροστά σε κόσμο;

-Όχι, γιατί, τι σκέφτηκες;

-Να, σκέφτηκα να κάνουμε παραστάσεις για να βγάλουμε κάποια λεφτά.

-Ωραία, τέλεια ιδέα, ευχαρίστως να σε βοηθήσουμε. Πότε ξεκινάμε;

Το επόμενο βράδυ κιόλας, ο Μπάρνι έδωσε την πρώτη του παράσταση. Και τα πήγε φανταστικά! Ήταν και οι φίλοι του τα σπουργίτια εκεί. Η οικογένεια άρχισε να μαζεύει λεφτά. Έτσι μετακόμισε σε ένα πολυτελέστατο σπίτι και από τότε ζούσαν όλοι τους πλούσια κι ευτυχισμένα. Όσο για τα σπουργίτια, αυτά συνέχισαν να επισκέπτονται τον Μπάρνι στο καινούργιο του… χωράφι!

Της Λαμπρινής Τζίμα

Κάποτε, δηλαδή το 1964, υπήρχε μια οικογένεια από την Αθήνα που είχε μια πάρα πολύ άρρωστη θεία. Μια μέρα, ξαφνικά, πέθανε. Όταν πήγε η οικογένεια της μικρής Άννας στο δικηγόρο, τους είπε πως, πλέον, στην κατοχή τους, είχαν ένα κτήμα. Την επόμενη μέρα πήγαν στα Τρίκαλα όπου βρισκόταν το κτήμα για να το δουν.

-Πατέρα, είναι τεράστιο! Είπε η Άννα.

-Το ξέρω! Αλλά πρέπει να με βοηθήσετε να φτιάξουμε ένα σκιάχτρο για να το φυλάει.

Την ίδια κιόλας μέρα, άρχισαν τη δουλειά και σε δυο ώρες ήταν έτοιμο!

Το ίδιο απόγευμα, κάποια πουλιά πλησιάσαν το σκιάχτρο.

-Μη φοβάστε! ακούστηκε  μια δυνατή βροντερή φωνή.

-Ποιος είναι; είπε ένα πουλάκι με τη σιγανή φωνούλα του.

-Εγώ είμαι, το σκιάχτρο.

-Βοήθεια!!! φώναξαν όλα μαζί τα πουλάκια και πέταξαν μακριά.

Το σκιάχτρο ήταν στεναχωρημένο που τρόμαξε τα πουλιά. Την άλλη μέρα όμως, ήρθαν πάλι τα πουλιά και του είπαν:

-Θέλεις να γίνουμε φίλοι;

-Μα φυσικά! Αλλά, δε σας τρομάζω;

-Στην αρχή μας τρόμαξες. Μετά όμως σκεφτήκαμε ότι δεν είναι τόσο κακό να μιλάς!

Έτσι, έγιναν φίλοι. Τα πουλιά έφτιαξαν μια φωλιά κοντά στην καρδιά του.

Μια μέρα είδαν ένα χαρτί που έλεγε «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» και κάποιους ανθρώπους να δίνουν χρήματα  στον πατέρα της Άννας.

-Ευχαριστώ!

-Τίποτα κύριε Μιχάλη! Πότε μπορούμε να το πάρουμε;

-Και σήμερα, αν θέλετε, δεν υπάρχει πρόβλημα.

-Εντάξει. Έγινε! Και εκείνο το σκιάχτρο; Μπορούμε να το διαλύσουμε;

-Ναι, φυσικά! Αντίο, λοιπόν, εμείς φεύγουμε για την Αθήνα.

-Καλό ταξίδι, κύριε Μιχάλη!

Μετά από δυο μέρες, ο κύριος Γιώργος, ο νέος ιδιοκτήτης του κτήματος, διέλυσε το σκιάχτρο και τα πουλάκια έχασαν τον καλό τους φίλο.

Του Μίρη  (Μούστα Σαμί)

Πριν έξι μέρες ένα λαίμαργο και αχόρταγο κοράκι πετούσε πάνω από ένα τεράστιο χωράφι από καλαμπόκι. Εκεί που έτρωγε αμέριμνα, αναρωτήθηκε «τι είναι αυτό;». Πέταξε πάνω του και είπε: «Κατάλαβα, αυτό είναι ένα άχρηστο κούτσουρο». Τότε, αυτό το κομμάτι ξύλο θύμωσε και στεναχωρήθηκε.

Μετά από μια μέρα, ο γεωργός είπε: «αυτό το κομμάτι ξύλο πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί; Το βρήκα, αυτό θα μου χρησιμεύσει ως σκιάχτρο.» Το έντυσε με κουρελιασμένα ρούχα και με ένα σκισμένο καπέλο. Κι από τότε που είχε θυμώσει το ξύλο με το πουλί,  έδιωχνε όλα τα πουλιά.

Πέρασαν πολλές μέρες και η έχθρα του με τα πουλιά τελείωσε. Ήθελε να κάνει φίλους κι έτσι κι έγινε. Έκανε πολλούς φίλους και ήταν αχώριστοι. Ακόμα τους άρεσε να κάνουν φωλιά πάνω του.

Μια βροχερή μέρα, ήρθε στο χωράφι ο άνεμος  που φυσούσε ανελέητα και χωρίς δισταγμό και το σκιάχτρο στριφογύριζε κι έδιωξε όλα τα πουλιά. Το σκιάχτρο έμεινε μόνο του για πάντα.

Του Μπασάρ Χαμπντέχ

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας μπαμπάς με τρεις  γιους ο μπαμπάς τους ήταν αγρότης και είχε πολλά ηλιοτρόπια. Ήθελε να τα προστατεύει για αυτό έφτιαξε ένα σκιάχτρο αλλά αυτό το σκιάχτρο δεν ήταν απλό σκιάχτρο έτσι νόμιζαν τα παιδιά  του αγρότη αφού τον παρακολουθούσαν όλο το βράδυ, αυτό που έβλεπαν ήταν ότι δεν έδιωχνε τα πουλιά και ότι μιλούσε μαζί τους σαν να είχε ψυχή. Μια μέρα λοιπόν τα τρία αδέλφια πήγανε κοντά του. Όταν το σκιάχτρο τους είδε αγχώθηκε. Όμως τα παιδιά του είπαν ότι δε θα το πειράξουνε. Το σκιάχτρο αναρωτήθηκε πως ξέρουν αυτοί ότι έχει ψυχή. Τους χαμογέλασε όταν του εξήγησαν πως το είχαν παρακολουθήσει. Την άλλη μέρα ο μπαμπάς παρατήρησε ότι το σκιάχτρο δεν διώχνει τα πούλια. Γι’ αυτό πήγε να το μαζέψει. Τα παιδιά όταν κατάλαβαν τι πήγαινε να κάνει μπήκαν μπροστά να το προστατεύσουν. Τότε  ο μπαμπάς τους ρώτησε τι κάνουν εκεί πέρα. Τα παιδιά απάντησαν  ότι  αυτό  το σκιάχτρο δεν είναι απλό σκιάχτρο, ότι  νιώθεις πως έχει ψυχή. Ο μπαμπάς παραξενεύτηκε με τα λόγια τους και τότε τα παιδιά του είπαν αν δε μας πιστεύεις θα σου το αποδείξουμε. Τα παΐδια στάθηκαν μπροστά από το σκιάχτρο χαμογελαστοί και έτσι τους χαμογέλασε και αυτός. Ο μπαμπάς με ανοιχτό το στόμα τους ευχαρίστησε που τον εμπόδισαν να μαζέψει το σκιάχτρο.

Έτσι ζήσαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα.

Της Μιχαλοπούλου Νεφέλης

Μια φορά και έναν καιρό  στη μέση ενός μεγάλου χωραφιού σπαρμένου με σιτάρι, ήταν καρφωμένο στη γη ένα μικρούλι  σκιάχτρο. Στεκόταν  εκεί καταμεσής  του χωραφιού, παράξενη φιγούρα, ακοίμητος φρουρός, φόβητρο κάθε  εισβολέα.

Ντυμένο με αποφόρια, χρωματιστά  κουρέλια και  φορώντας το ψαθάκι  στο μικρό του κεφάλι  για να προστατεύεται από την κάψα του ήλιου,  παρίστανε  το «μπαμπούλα» στα σπουργίτια, ή σε άλλα μεγαλύτερα πουλιά.

Στεκόταν  όρθιο επί μήνες ακόμη και χρόνια δεν θυμόταν πόσα πια , δεν θυμόταν ούτε ποιος το έβαλε εκεί. Κοιτούσε τη μια πλευρά του χωραφιού και τον ουρανό. Παρακολουθούσε τα πουλιά που πετούσαν και ζήλευε.

Το μικρούλι σκιάχτρο ένιωθε μοναξιά, δεν είχε φίλους, δεν είχε κανέναν να μιλήσει να του πει πως πέρασε τη μέρα του, πόσο φοβόταν τις καταιγίδες, πως δεν μπορεί να κοιμηθεί και περιμένει να ξημερώσει. Παρακολουθούσε τα παιδιά που έπαιζαν στο χωράφι τα μεσημέρια του καλοκαιριού, τα φώναζε μα εκείνα δεν το πλησίαζαν, το ίδιο συνέβαινε και με τα πουλιά.

Το μικρό σκιάχτρο απορούσε: Μα τι συμβαίνει; Είμαι αόρατο; Γιατί δεν μου απαντάει κανείς;

Ήθελε να μπορούσε να πετάξει να προλάβει τα πουλιά, να τους μιλήσει και να ταξιδέψει μαζί τους στον ουρανό, γι’ αυτό κάθε βράδυ στην προσευχή του παρακαλούσε το θεό των σκιάχτρων να του δώσει φτερά για να τα καταφέρει.

Τα χρόνια περνούσαν και μαζί τους έρχονταν και έφευγαν τα καλοκαίρια χωρίς να αλλάζει τίποτα. Μονάχα τα ρούχα και το  καπέλο του άλλαξαν με καινούρια.

Στο μικρούλι σκιάχτρο (που τώρα τελευταία το απασχολούσε και γιατί δε μεγαλώνει, τόσα χρόνια μικρούλι και να χει το ίδιο ύψος;) άρεσαν πάρα πολύ τα  καινούρια ρούχα.

Ένα κατακόκκινο μπλουζάκι (ξέχασα να σας πω ότι ήταν Ολυμπιακός) και επιτέλους ένα τζιν παντελόνι σαν όλα τα παιδιά, αλλά το πιο ωραίο ήταν το καπέλο ,ένα άσπρο ναυτικό καπέλο που το σκιάχτρο μας ήταν σίγουρο ότι μύριζε θάλασσα.

Για πρώτη φορά ήταν χαρούμενο και πίστευε ότι τόσο καθαρό και περιποιημένο που ήταν, σύντομα θα έκανε φίλους.

Η αλήθεια είναι ότι με αυτά τα χρωματιστά ρούχα  το μικρούλι σκιάχτρο έπαψε να είναι τρομακτικό και τα πουλιά  άρχισαν να πετούν γύρω του και σιγά-σιγά  να τρώνε τη σοδειά.

Τις επόμενες μέρες αρκετά σπουργίτια κάθονταν στο καπέλο του ,ακόμα και στους ώμους του. Το σκιάχτρο ήταν τόσο ευτυχισμένο που χαμογελούσε συνεχώς, επιτέλους είχε αποκτήσει φίλους. Δεν στεναχωρήθηκε  ούτε όταν έμαθε από τα πουλιά ότι δεν το πλησίαζαν επειδή ήταν τρομακτικό και δουλειά του ήταν να τα διώχνει μακριά. Άλλωστε δεν το ένοιαζε πια, τώρα όλα είχαν αλλάξει.

Το μικρούλι σκιάχτρο ήθελε τόσο να κρατήσει τα πουλιά κοντά του, που άνοιξε το αχυρένιο στήθος του και αυτά έχτισαν φωλιά δίπλα στην καρδιά του. Εκεί ήταν πάντα ζεστά λόγω της ζεστής καρδιάς  του σκιάχτρου από την αγάπη που ένιωθε για τους φίλους του.

Του Παναγιώτη Σκυλόγιαννη

Ήταν κάποτε ένα σκιάχτρο. Ένα σκιάχτρο διαφορετικό από τα άλλα. Το σκιάχτρο αυτό αγαπούσε τα πουλιά και δεν  ήθελε να τα πειράζει την ώρα του φαγητού τους, όπως συνήθιζαν τα άλλα σκιάχτρα γι’ αυτό δεν ταίριαξε ποτέ του στις παρέες τους.

Κάποια μέρα τα αφεντικά του αποφάσισαν να τον βάλουν να φυλάει τους ηλιόσπορους τους. Το μικρό σκιάχτρο ήξερε ότι θα τους απογοήτευε, μα δεν μπορούσε να τους μιλήσει έτσι έλεγε Ο Πανάρχαιος Νόμος των Σκιάχτρων.

Όταν τον κάρφωσαν στο χώμα του χωραφιού ένιωσε  την παγωνιά στο κοντάρι που τον στήριζε αλλά όταν είδε τους φίλους του να έρχονται πετώντας χαλάρωσε. Τους καλωσόρισε και τους είπε να φάνε με την ησυχία τους. Τα πουλιά για να τον ευχαριστήσουν κάθισαν πάνω στο τρύπιο ξεχαρβαλωμένο του καπέλο.

Όταν τα πουλιά κατάλαβαν ότι το σκιάχτρο ήταν φίλος τους φώλιασαν δίπλα στην καρδιά του, που ήταν φτιαγμένη από άχυρο.

Αφού ο ιδιοκτήτης του σκιάχτρου έβλεπε ότι η σοδειά του θα πήγαινε σαν τροφή για τα πουλιά έστειλε το σκιάχτρο πίσω στην αποθήκη του και έβαλε ένα πιο τρομακτικό για να στέλνει τα πουλιά μακριά.

Το σκιάχτρο και τα πουλιά ήταν πολύ λυπημένα που ήταν πια χώρια.

Του Ρενάλντο Ντούρο

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα σκιάχτρο και πρόσεχε το χωράφι με τους ηλιόσπορους. Αλλά το σκιάχτρο αγαπούσε τα πουλιά και τους ανθρώπους. Έτσι, όταν τα πουλιά είδανε το σκιάχτρο, δεν το φοβήθηκαν γιατί ήταν καλό και δεν τα τρόμαζε, τα άφηνε να φάνε. Ύστερα άφησε τα πουλιά να καθίσουν στο καπέλο του. Μετά άνοιξε τα χέρια του και τα άφησε να καθίσουν στο στήθος του, πλάι στην καρδιά του.

Όταν το είδε αυτό ο αγρότης, πήρε  το σκιάχτρο, το έβαλε στην αποθήκη και το άφησε εκεί να σκουριάσει. Ύστερα, έφτιαξε ένα πιο τρομακτικό σκιάχτρο. Τα πουλιά πια δεν μπορούσαν να πάνε να φάνε τους σπόρους από το χωράφι γιατί το καινούργιο σκιάχτρο τα τρόμαζε.

Έτσι, έζησε ο αγρότης καλά κι εμείς καλύτερα.

Της Νάταλι Καστίγιο

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πλούσια οικογένεια που έμειναν μέσα σε ένα μεγάλο σπίτι με χωράφι. Εκεί ζούσανε ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.

Ώσπου μια μέρα αποφάσισαν να φυτέψουν ηλιόσπορους αντί να κατασκευαστούν μια μεγάλη αυλή με πισίνα στο κενό μέρος έξω από το σπίτι.

Περνούσαν μέρες και οι ηλιόσποροι μεγάλωναν σιγά σιγά.

-Μπαμπά, κοίτα λίγο το χωράφι μας! Είπε μια μέρα  η Αναστασία, η κόρη του Βαγγέλη.

-Ναι κορίτσι μου, δεν είναι τέλειο; απάντησε ο πατέρας της.

-Αμέ μπαμπά, είναι τέλειο, αλλά κοίτα τα πουλιά τι κάνουν στους ηλιόσπορους. Χμμμ…σκέφτηκα κάτι! Γιατί δεν βάζουμε ένα σκιάχτρο, ώστε έτσι να φύγουνε αυτά τα πουλιά, ε μπαμπά;

-Ναι, αγάπη μου, μπορούμε να κάνουμε αυτό που θες, είναι και καλή ιδέα! απάντησε ο πατέρας της χαμογελώντας.

Έτσι έστησαν ένα σκιάχτρο στη μέση του χωραφιού για να φυλάξει το χωράφι. Το σκιάχτρο αυτό, είχε μια κάπως τρομακτική εμφάνιση, επειδή ήταν ντυμένο  με παλιά ρούχα, μεγάλες μπότες και ένα τρυπημένο καπέλο στο κεφάλι. .Αυτό το σκιάχτρο όμως ήτανι πολύ διαφορετικό από τα άλλα.  Αυτό το σκιάχτρο είχει καρδιά. <<Αχυρένια καρδιά>>. Είχε γεννηθεί για να αγαπήσει τα ζώα.

Δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες, μέρες ακόμα και εβδομάδες πέρασαν, πουλιά δεν υπήρχαν καθόλου στο χωράφι.  Το σκιάχτρο στεναχωριόταν  πολύ και ένιωθε μοναξιά.

Μια μέρα στο σπίτι της Αναστασίας είχαν έρθει οι φίλες της, η Αγγελική, που έχει καλή καρδιά σαν το σκιάχτρο ,η Ηρώ ,που αγαπάει πολύ τα ζώα και η Αλίκη, που έχει ένα PETSHOP στο κέντρο της πόλης με πολλά και διαφορετικά πουλιά. Εκεί, καθώς η Αγγελική πήγε στην κουζίνα, είδε το σκιάχτρο και ένιωθε πολύ στεναχώρια γι’αυτό, γιατί βλέποντας το, κατάλαβε  τι ένιωθε αυτό το σκιάχτρο. Αποφάσισε να μιλήσει με την Αναστασία:

-Αναστασία ,φίλη μου, γιατί το ντύσατε έτσι το καημένο το σκιάχτρο σας ;Αν ήσουνα στη θέση του ,θα σου άρεσε; Μα είναι δυνατόν!

-Ε! Πρέπει να κάνουμε αυτό, γιατί αν δεν υπήρχε αυτό το σκιάχτρο, αυτό το τρομακτικό σκιάχτρο, σίγουρα τα ηλιόσπορα αυτά θα είχαν καταστραφεί σε δευτερόλεπτα, είπε η Αναστασία φωνάζοντας.

-Ξέρεις κάτι; Εγώ θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Δεν νιώθεις τα συναισθήματα των άλλων! Γιατί δε δοκιμάζετε  να τον ντύσετε με ωραία ρούχα; Ε; Έλα τώρα!

-Εγώ δεν  συμφωνώ μ’ αυτό.

Είχε βραδιάσει, και οι φίλες της είχαν φύγει. Η Αναστασία πήγε στο δωμάτιό της και σκέφτηκε ότι αυτό που είπε η Αγγελική ίσως  και να ήταν σωστό.  Κάπως σωστό δηλαδή… .Αποφάσισε λοιπόν να πάρει μερικά καινούρια της ρούχα, άνοιξε το φως προς στο χωράφι και σιγά σιγά τα έβαλε στο σκιάχτρο.

-Σκιάχτρο μου, μακάρι να με συγχωρέσεις γι’ αυτό που σου ’χω κάνει. Μακάρι  να είχα καταλάβει πώς νιώθεις. .Δεν έπρεπε να σε κάνω τόσο τρομακτικό μόνο και μόνο για να φυλάξεις το χωράφι μας. Ήμουνα εγωίστρια. Συγνώμη!

Το Σκιάχτρο ήταν χαρούμενο με τα καινούρια του ρούχα αλλά ακόμα δεν είχαν έρθει πουλιά. Ένα βράδυ, είδε ένα περιστέρι κουρασμένο και λυπημένο.

-Ε ,εσύ! Γιατί ήρθες εδώ; Γιατί δεν με φοβάσαι ; ρώτησε.

-Εε ,εσύ! Γιατί είσαι τόσο χαζός; Δεν με βλέπεις ; Δε βλέπεις ότι έχω σπάσει τα φτερά μου;

-Συγνώμη!

-Δεν πειράζει. Γιατί είσαι τόσο στεναχωρημένος;

-Επειδή είμαι ΜΟΝΟ ένα σκιάχτρο που δεν έχει φίλους. Θες να γίνουμε φίλοι;

-Αμέ! Μα γιατί δεν έχεις φίλους ;Είσαι πολύ όμορφος! Μοιάζεις και με τον Σταν!

-Χαχαχαχα! Αστείοο! Πρώτη φορά γέλασα. Ευχαριστώ φίλε μου.

-Κάνω ότι μπορώ για τον καινούριο μου φίλο. Έχω μια ιδέα, εγώ δεν είμαι περιστέρι; Χμμ…μπορώ να καλέσω την οικογένειά μου και τους φίλους μου να έρθουν εδώ, για να σε κάνουμε χαρούμενο φιλαράκο μου!

-Χαχαχα! Ωραίο ανέκδοτο!

-Όχι, αλήθεια λέω, μπορώ να το κάνω.

-Γλυκιά μου περιστέρα, κουκλάρα μου, αλήθεια μπορείς να το κάνεις; Αχ ευχαριστώ πάρα πολύ. Σου χρωστάω πολλά!

-Τίποτα σου λέμε! Εμμ, είμαι αγόρι γι’ αυτό  μην με λες κουκλάρα! Χαχαχα!

Το Σκιάχτρο αφού γνώρισε το περιστέρι, άρχισε όλο και όλο να γελάει, ώσπου μια μέρα, έφτασαν επιτέλους στο χωράφι. Το Σκιάχτρο, αφού δεν βρήκαν που να μείνουν οι καινούριοι του φίλοι σκέφτηκε να χ­τίσει μια φωλιά πλάι στη μεγάλη αχυρένια του καρδιά. Και ζήσανε χαρούμενα και ευτυχισμένοι.