VIVIAN MAIER – MIA MOΝΑΔΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ

VIVIAN MAIER

Γνωρίζοντας τη Vivian Maier μέσα απ’ τις εικόνες της

Δούλεψε για πάνω από σαράντα χρόνια ως …νταντά και ασχολιόταν με τη φωτογραφία στον ελεύθερο της χρόνο: πώς αποκαλύφθηκε, μετά θάνατο, το μοναδικό της αρχείο (πάνω από 150.000 φωτογραφίες) στο ευρύ κοινό!

Youtube Βίντεο :

 

Δείτε το στο slideshare.net

 

Ετικέτες: , , ,

ΕΡΕΥΝΑ ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ Τ.Ε.Ε.

e3c50dd5b5089e34e75ae27d1015e1d3

 

 

 

 

ΕΡΕΥΝΑ ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ Τ.Ε.Ε.

Άρης Τσιατούχας

Η παρούσα έρευνα αποσκοπεί στην καταγραφή της άποψης των εκπαιδευτικών Τ.Ε.Ε. και Σ.Ε.Κ. ειδικότητας ηλεκτρολόγου και ηλεκτρονικού και αφορά :

την αξιολόγηση

  1. των αναλυτικών προγραμμάτων
  2. των βιβλίων
  3. του εργαστηριακού εξοπλισμού
  4. του γνωστικού επιπέδου των εισερχομένων μαθητών στα Τ.Ε.Ε. από τα Γυμνάσια

την καταγραφή των αναγκών

  1. επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών
  2. υποστήριξης με πρόσθετο εκπαιδευτικό υλικό

http://www.pi-schools.gr/lessons/tee/electrical/ErebnaH/ereyna.htm

Ετικέτες: , , ,

Η ανάγκη αξιοποίησης Εκπαιδευτικών Λογισμικών σε όλες της βαθμίδες εκπαίδευσης

 

Α. Τσιατούχας

Τα τελευταία είκοσι χρόνια οι νέες Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (ΤΠΕ) έχουν αναπτυχθεί εντυπωσιακά και έχουν εισχωρήσει δυναμικά σε κάθε πτυχή των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Έχουν σχεδόν ταυτισθεί με ό,τι χαρακτηρίζουμε ως ανάπτυξη. Με την ραγδαία εξέλιξή και εξάπλωσή τους, έχουν εισβάλλει αναπόφευκτα και στο χώρο της εκπαίδευσης προκαλώντας ταυτόχρονα μια νέα δυναμική στη σχολική πράξη αλλά και έντονες  επιστημονικές συζητήσεις στους κόλπους της εκπαιδευτικής κοινότητας. Κάθε χώρα που προσβλέπει στην ανάπτυξη (οικονομική, τεχνολογική κ.λπ.) επενδύει στις νέες τεχνολογίες, τις εισαγάγει στην εκπαίδευση, ενισχύει την έρευνά τους, χρηματοδοτεί τις εφαρμογές τους, προωθεί με κάθε τρόπο ό,τι έχει σχέση μ’ αυτές, ιδιαίτερα με την τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η ενσωμάτωση των ΤΠΕ στην εκπαίδευση έρχεται ως συνέχεια αντίστοιχων διαδικασιών στους τομείς της οικονομίας και της διοίκησης.

 

Η κοινωνία έχει συνειδητοποιήσει βαθύτερα την σπουδαιότητα των νέων τεχνολογιών για μια ποιοτική παιδεία που αποτελεί και την προϋπόθεση για κάθε μορφής ανάπτυξη μιας χώρας. Όμως για να είναι αποδοτική και επιτυχημένη η εφαρμογή των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία προϋποθέτει τη δημιουργία ενός νέου σχολείου, δηλαδή αλλαγή στάσεων, κανόνων, αντιλήψεων και αξιών, όλα αυτά που συνθέτουν την εκπαιδευτική κουλτούρα. Το εκπαιδευτικό σύστημα, όμως, ως συντηρητικός θεσμός, πολλές φορές αντιστέκεται στις αλλαγές με αποτέλεσμα  να αδυνατεί και να αποτυγχάνει να προετοιμάσει  επαρκώς τους νέους πολίτες οι οποίοι πρόκειται να ζήσουν σε μια κοινωνία που γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστική. Η υλοποίηση και η αποδοχή της αλλαγής του σχολείου απαιτεί όχι μόνο πολλές και ποικίλες συντονισμένες δράσεις και θεσμικές αλλαγές, αλλά χρόνο και χρήμα.

 

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η στάθμη, η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης είναι πολλοί. Ανάμεσα σ΄ αυτούς είναι ο εκπαιδευτικός, η υλικοτεχνική υποδομή, τα προγράμματα και τα βιβλία, η σχέση της με την παραγωγική διαδικασία και την κοινωνική ζωή, η οργάνωση, η διοίκηση και η λειτουργία των σχολείων. Ο καθένας από αυτούς τους παράγοντες είναι καθοριστικός για την αποδοτικότητα της εκπαίδευσης και αναντίρρητα, ο πιο καθοριστικός απ΄ όλους ήταν και θα είναι ο παράγοντας «εκπαιδευτικός». Οι νέες τεχνολογίες της πληροφορίας και των επικοινωνιών δεν έχουν σαν στόχο τον παραγκωνισμό του εκπαιδευτικού (δεν θα το μπορούσαν άλλωστε) αλλά αντίθετα αποτελούν έναν απαραίτητο και πολύτιμο βοηθό. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, το διαδίκτυο και γενικότερα οι ΤΠΕ μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσα υποβοήθησης του εκπαιδευτικού έργου και ως μέσα ενίσχυσης της μάθησης μέσω λογισμικού εφαρμογών, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «εκπαιδευτικό λογισμικό».

 

Το εκπαιδευτικό λογισμικό, με αργά και διστακτικά βήματα, έχει ήδη εισβάλει, σε μικρό ποσοστό βέβαια, στην εκπαιδευτική διαδικασία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, αφού πρώτα, πριν από μερικά χρόνια, έκανε την είσοδο του στην επαγγελματική κατάρτιση. Το λογισμικό που χρησιμοποιείται στην εκπαίδευση μπορεί να διακριθεί σε :

α. λογισμικό γενικού σκοπού, το οποίο χρησιμοποιείται είτε ως εργαλείο διδασκαλίας (με την έννοια της χρήσης του στο πλαίσιο των εποπτικών μέσων) είτε ως αντικείμενο διδασκαλίας στο πλαίσιο μαθημάτων όπως: Εισαγωγή στην Πληροφορική, Χρήση Η/Υ, Εφαρμογές Πληροφορικής.

β. επαγγελματικό λογισμικό, το οποίο έχει σχεδιαστεί ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες του ευρύτερου επαγγελματικού χώρου και το οποίο απευθύνεται πρωτίστως σε επαγγελματίες.

γ. εκπαιδευτικό λογισμικό, το οποίο έχει σχεδιαστεί ειδικά για να ικανοποιήσει συγκεκριμένους παιδαγωγικούς, διδακτικούς και μαθησιακούς στόχους.

Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει λογισμικό όπως το Word, το Excel, το Power Point, το Outlook και την Access, το οποίο δεν θεωρείται εκπαιδευτικό λογισμικό και μπορεί να βρει εφαρμογή σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η γνώση της χρήσης αυτού του λογισμικού απαιτείται από την αγορά εργασίας.

 

Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει λογισμικό που απευθύνεται πρωτίστως σε επαγγελματίες, και το οποίο, στο βαθμό που καλύπτει διδακτικούς στόχους της δευτεροβάθμιας τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, μπορεί να αξιοποιηθεί στα σχολεία, αφού συμπληρωθεί με κατάλληλο βοηθητικό εκπαιδευτικό υλικό προσαρμοσμένο στα αναλυτικά προγράμματα σπουδών. Το επαγγελματικό λογισμικό πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο υποστηρικτικά όπου κρίνεται απαραίτητο σε ειδικά τεχνολογικά μαθήματα και με μέτρο. Ο σκοπός και ο στόχος αυτού του λογισμικού δεν πρέπει να είναι απαραίτητα μόνο η εκμάθηση του εργαλείου αλλά η διεύρυνση του γνωστικού ορίζοντα του μαθητή, η κατανόηση της διδακτέας ύλης από μια διαφορετική οπτική και   η υποβοήθηση της ενεργητικής προσέγγισης της μάθησης.

 

Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει το εκπαιδευτικό λογισμικό του οποίου ο βασικός στόχος από την εφαρμογή και χρήση του στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι και θα πρέπει να είναι η μάθηση. Το εκπαιδευτικό λογισμικό πρέπει να υποστηρίζει την εκπαιδευτική διαδικασία και να υλοποιεί συγκεκριμένη παιδαγωγική αντίληψη. Πρέπει να εντάσσεται στο συνολικό διδακτικό υλικό μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας και, επομένως, πρέπει να είναι σχεδιασμένο και κατασκευασμένο έτσι ώστε να διευκολύνει τη μάθηση, να εκπληρώνει συγκεκριμένους μαθησιακούς στόχους και να χρησιμοποιείται είτε ως συμπληρωματικό μέσο διδασκαλίας από τον εκπαιδευτικό είτε ως υποστηρικτικό μέσο αυτοδιδασκαλίας από τον μαθητή. Αυτή η κατηγορία λογισμικού μπορεί να βρει εφαρμογή σε όλες της βαθμίδες εκπαίδευσης.

 

Ένα κατάλληλο και σωστά σχεδιασμένο εκπαιδευτικό λογισμικό μπορεί να  καταστεί εξαιρετικά αποτελεσματικό για τον μαθητή στην διαδικασία της μάθησης. Μπορεί να ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον του μαθητή και να δραστηριοποιήσει τα κίνητρα μάθησης του. Να αποτελέσει μια φιλικότερη, ελκυστικότερη και πιο πολύπλευρη παρουσίαση της διδακτέας ύλης, να συμβάλει στην βιωματική προσέγγιση της γνώσης, να προσφέρει την δυνατότητα στον μαθητή να συμμετέχει ενεργά και να μαθαίνει μέσα από τις εμπειρίες του. Μπορεί να προκαλεί και να ενθαρρύνει την ενεργητική, τη συνεργατική, τη διερευνητική και τη δημιουργική προσέγγιση της γνώσης. Τέλος είναι ικανό να συμβάλλει στη δημιουργία νέων μορφών διδασκαλίας μέσα από τις οποίες οι μαθητές να οδηγούνται σε υψηλότερα επίπεδα κατανόησης.

 

Το κατάλληλο εκπαιδευτικό λογισμικό μπορεί να ενεργοποιήσει ως ένα βαθμό με επιτυχία  τη θέληση του μαθητή για μάθηση και να συμβάλει δυναμικά στην κατανόηση της διδακτέας ύλης. Όμως από μόνο του είναι ανεπαρκές. Εδώ χρειάζεται και η βοήθεια του ίδιου του εκπαιδευτικού, ο οποίος μέσα από σεμινάρια επιμόρφωσης, θα καταφέρει να αξιοποιήσει το εκπαιδευτικό λογισμικό στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Πρέπει να επισημανθεί ότι απαιτείται να συμπληρωθεί ο τρόπος κατάρτισής των μελλοντικών εκπαιδευτικών στα ΑΕΙ με τη διδακτική των νέων τεχνολογιών ως μέσα εκπαίδευσης.

 

Η ανάγκη ένταξης των νέων τεχνολογιών συνολικά στην ελληνική σχολική πραγματικότητα οδηγεί στην ανάπτυξη και εδραίωση μιας ενιαίας εκπαιδευτικής πολιτικής η οποία να αρχίζει από την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Η εισαγωγή των ΤΠΕ στην εκπαίδευση μπορεί να προσεγγισθεί θεωρητικά ως α) αυτόνoμo γνωστικό αντικείμενο που μπορεί να ενταχθεί στο πρόγραμμα σπουδών, β) μέσο γνώσης, έρευνας και μάθησης που διαπερνά όλα τα γνωστικά αντικείμενα και γ) στοιχείο της γενικής κουλτούρας αλλά και κοινωνικό φαινόμενο. Η εισαγωγή και, εν συνεχεία, η ένταξη των νέων τεχνολογιών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση πρέπει να ενσωματωθεί ενεργά στην εκπαιδευτική και τη μαθησιακή διαδικασία, σε όλο το φάσμα των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων (μέσο γνώσης, έρευνας και μάθησης αλλά και ως στοιχείο της γενικής κουλτούρας) και όχι ως ένα νέο αντικείμενο στο υπάρχον αναλυτικό πρόγραμμα. Σε ότι αφορά τη στάση των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης απέναντι στις ΤΠΕ, παρά την ουσιαστική και οργανωμένη έλλειψη επιμόρφωσης, είναι θετική.

Στην Κατώτερη και Ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση μπορούμε να δεχτούμε την εισαγωγή των ΤΠΕ στην εκπαίδευση εκτός από μέσο γνώσης, έρευνας, μάθησης, ως στοιχείο της γενικής κουλτούρας αλλά παράλληλα και ως αυτόνoμo γνωστικό αντικείμενο που μπορεί να ενταχθεί στο πρόγραμμα σπουδών με βασική επιδίωξη την απόκτηση γνώσεων πάνω στη λειτουργία των υπολογιστών, την εισαγωγή στον προγραμματισμό τους και την εκμάθηση χρήσης λογισμικών γενικού σκοπού όπως κειμενογράφο, λογιστικό φύλλο, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κτλ.

Στην Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση εμφανίζεται η ανάγκη ενσωμάτωσης, στο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών και επαγγελματικού λογισμικού (εκτός του εκπαιδευτικού λογισμικού που θεωρείται αυτονόητο και ίσως περισσότερο απαραίτητο σε σχέση με το Γενικό Λύκειο).

Στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση μπορεί να εστιάσει κανείς ιδιαίτερα στο επαγγελματικό λογισμικό.

 

Πρέπει επίσης να ληφθεί υπ΄ όψη και το ενδεχόμενο χρήσης ανοιχτού και ελεύθερου λογισμικού σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης. Με τον όρο «ανοιχτό και ελεύθερο» λογισμικό εννoούμε την διάθεση λογισμικού με την μορφή πηγαίου κώδικα (οπότε είναι τεχνικά δυνατές οι αλλαγές του). Επιπλέον ο «ιδιοκτήτης» του λογισμικού επιτρέπει «ελεύθερα» την τροποποίηση και την επαναδιανομή του συνήθως κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις οι οποίες περιγράφονται στην άδεια χρήσης. Tο ανοιχτό και ελεύθερο λογισμικό δημιουργήθηκε από τις εκπαιδευτικές κοινότητες (πανεπιστήμια, ινστιτούτα, ερευνητικά ιδρύματα) σαν μία φθηνή εναλλακτική λύση στο «κλειστό» και «ακριβό» λογισμικό που αναπτύσσουν και διανέμουν οι εταιρίες πληροφορικής.

Το κύριο πλεονέκτημα του «ανοιχτού και ελεύθερου» λογισμικού είναι η τεράστια διαφορά τιμής του σε σύγκριση με το «κλειστό» λογισμικό. Σαν μειονεκτήματα μπορούν να θεωρηθούν η ύπαρξη μικρού αριθμού εξοικειωμένων χρηστών, η ανεπαρκής βιβλιογραφία (ελληνικά), η ύπαρξη αμφιβολιών σχετικά με την υποστήριξη, την μελλοντική ανάπτυξη και την αξιοπιστία του και τέλος οι λίγες δημοφιλείς, στους κοινούς χρήστες, εφαρμογές.

 

Πρέπει να προσεχθεί και να γίνει σαφές ότι η εκπαίδευση δεν χρειάζεται απλώς «εκπαιδευτικό λογισμικό» αλλά «καλό εκπαιδευτικό λογισμικό». Δεδομένης της σημασίας της συνεισφοράς του καλού εκπαιδευτικού λογισμικού στην εκπαιδευτική διαδικασία, η αξιολόγηση του καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική. Είναι σαφές ότι, για να είναι ένα εκπαιδευτικό λογισμικό αποτελεσματικό, θα πρέπει οι εκπαιδευτικοί-μαθησιακοί αλλά και οι τεχνολογικοί στόχοι του να είναι εξαρχής σαφείς, καθορισμένοι και επιτυχημένοι. Αναφέρθηκε ήδη ότι μία από τις συνιστώσες στη μάθηση είναι η θέληση του εκπαιδευομένου να μάθει. Για να μπορεί το εκπαιδευτικό λογισμικό να παρακινήσει τη θέληση αυτή, θα πρέπει να είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε να προσελκύει και να διατηρεί το ενδιαφέρον του εκπαιδευομένου (μαθητή). Επίσης η διαδικασία απόκτησης, κατανόησης και επεξεργασίας της παρεχόμενης γνώσης από το λογισμικό στον μαθητή πρέπει να εστιάζει και να στηρίζεται στις αρχές του Εποικοδομιτισμού. Έτσι, το εκπαιδευτικό λογισμικό θα πρέπει να αξιολογείται από εκπαιδευτική- μαθησιακή αλλά και από τεχνολογική άποψη με μεγάλη προσοχή και ιδιαίτερη υπευθυνότητα, για να διαπιστωθεί ο βαθμός αποτελεσματικότητας και καταλληλότητας του, με κύριους αξιολογητές τους ειδικούς διδακτικής – παιδαγωγικής, τους εκπαιδευτές, τους εκπαιδευόμενους και τους τεχνικούς.

 

Το εγχείρημα ένταξης εκπαιδευτικού λογισμικού (δημιουργία νέου λογισμικού ή προσαρμογή υπάρχοντος κατάλληλου λογισμικού) στην εκπαιδευτική διαδικασία ενέχει σημαντικές δυσκολίες επειδή αφορά ένα χώρο χωρίς καμιά πρότερη εθνική εμπειρία και απαιτεί αλλαγές σε όλο το εύρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας: καθορισμός νέου θεσμικού πλαισίου, προσαρμογή και αναδιατύπωση των αναλυτικών προγραμμάτων, ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και σύγχρονη υλικοτεχνική υποδομή. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί, εκτός από την αξιολόγηση και την επιλογή του κατάλληλου και απαραίτητου λογισμικού, και στα προβλήματα όπως η  έλλειψη εξοπλισμού (υλικοτεχνική υποδομή και γρήγορη σύνδεση στο διαδίκτυο) στα σχολεία και η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού και κυρίως εκπαιδευτικών με άρτια γνώση των τεχνολογιών των πληροφοριών και των νέων επικοινωνιών, το εξαιρετικά μικρό ποσοστό εκπαιδευτικών με πραγματικά προσόντα στον τομέα των νέων τεχνολογιών που να τους επιτρέπουν να τις ενσωματώσουν πλήρως στις παιδαγωγικές πρακτικές τους.

 

Το εκπαιδευτικό λογισμικό αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για την υποστήριξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας και σημαντικό σύμμαχο στο δύσκολο έργο του εκπαιδευτικού.  Η γνώση δεν μεταδίδεται με απρόσωπα μέσα και γι΄ αυτό τον λόγο ο εκπαιδευτικός  ήταν και θα παραμείνει αναντικατάστατη πηγή έμπνευσης, ζωντανό παράδειγμα για τους μαθητές του και καμιά τεχνολογία δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Το εκπαιδευτικό λογισμικό δεν μπορεί και ούτε πρέπει να αποτελέσει αυτοσκοπό, ούτε να έχει ως παρενέργεια την «αφαίμαξη» της Παιδείας.

 

 

1)      Το  μετέωρο  βήμα  των Νέων  Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία,. Δημητρακάκης Κων/νος

2)      Νέες τεχνολογίες και ποιοτική Παιδεία, Γ. Μπαμπινιώτης

3)      Ηλεκτρονικός αλφαβητισμός: η άσκηση στην e-ανάγνωση πρόκληση για το ελληνικό σχολείο, Μαρία Νέζη

4)      Απόψεις εκπαιδευτικών για τη συμβολή των Νέων Τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία, Κατερίνα Κασιμάτη, Βασίλης Γιαλαμάς

5)      Πληροφορική στην Εκπαίδευση, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Τ. Μικρόπουλος και Β. Κόμης, (2000)

6)      Εκπαιδευτικό Λογισμικό. Θέματα σχεδίασης και αξιολόγησης λογισμικού υπερμέσων, Τ. Μικρόπουλος, ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ, (2000)

7)      Εισαγωγή των Τεχνολογιών της Πληροφορίας & Επικοινωνίας στο Δημοτικό Σχολείο, Ελληνική Επιστημονική Ένωση Τεχνολογιών Πληροφορίας & Επικοινωνιών στην Εκπαίδευση

8)      Προτάσεις της ΕΠΥ «Εκπαιδευτικό λογισμικό», ΕΠΥ

9)      Το Εκπαιδευτικό Λογισμικό και η Αξιολόγηση του, Χ. Παναγιωτακόπουλος , Χ. Πιερρακέας, Π. Πιντέλας, Μεταίχμιο. 2003

10)  Νέες Δικτυακές Τεχνολογίες στην Παιδεία: Προκλήσεις, Προϋποθέσεις και Αντίλογος, Ν. Μαρκάτος, Β. Βεσκούκης, Σ. Ρετάλης.

Ετικέτες: ,

Ευρωπαϊκή Σύγκληση και Ποιότητα στην Εκπαίδευση

Α. Τσιατούχας

Η εκπαίδευση αποτελεί θεμέλιο λίθο και πρωταρχικό παράγοντα της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης μιας χώρας. Είναι συγχρόνως κοινωνικό αγαθό και εθνική επένδυση. Μπορούμε να της αποδώσουμε διαστάσεις ανθρωπιστικές, πολιτιστικές, κοινωνικές και οικονομικές μια και έχει ως σκοπό να βοηθήσει τα νεαρά άτομα να αποκτήσουν ένα σύνολο διανοητικών ή και χειρωνακτικών ικανοτήτων, να διαμορφώσουν ένα σύνολο ηθικών αξιών, συγκροτημένης προσωπικότητας, δημοκρατικής συνείδησης, να συμβάλει δυναμικά στην  κοινωνική ένταξη, την κατοχύρωση ρόλου ενεργού πολίτη και την εξασφάλιση των απαραίτητων εφοδίων για την αγορά εργασίας.

Σήμερα η δημιουργία όσο το δυνατόν καλύτερων συστημάτων εκπαίδευσης έχει μεγαλύτερη σημασία παρά ποτέ. Οι εξελίξεις κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα έχουν συμβάλει ριζικά στην κοινωνική και οικονομική αλλαγή της Ευρώπης. Η παγκοσμιοποίηση και η εκδήλωσή της στους πολιτιστικούς, πολιτικούς, οικονομικούς  και περιβαλλοντικούς τομείς είναι η σημαντικότερη δύναμη πίσω από αυτόν τον μετασχηματισμό. Η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος, ειδικά στη βιομηχανία επικοινωνιών, έχει προωθήσει τη διεθνή συνεργασία αλλά και τον έντονο διεθνή ανταγωνισμό. Προκειμένου να ανταποκριθούν στις προκλήσεις οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν αναγνωρίσει τη γνώση ως τον πολυτιμότερο πόρο τους για την τροφοδότηση της οικονομικής ανάπτυξη και η επένδυση σε αυτήν θα συμβάλλει στη δημιουργία  οικονομικής και πολιτιστικής ευημερίας. Η γνώση αναγνωρίζεται ως η κατευθυντήρια δύναμη πίσω από την προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη. Η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος της κάθε χώρας καθορίζει την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη της.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αυξανόμενο ενδιαφέρον σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες για τα θέματα της εκπαιδευτικής πολιτικής, των εκπαιδευτικών συστημάτων και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Σε όλους τους τομείς της κοινωνικής πραγματικότητας συντελούνται θεμελιώδεις αλλαγές με αντίκτυπο οι παραδοσιακές ιδέες σχετικά με την εκπαίδευση και την ανατροφή των νέων να τεθούν υπό εξέταση.

Η εκπαιδευτική πολιτική μιας χώρας καθορίζεται και διαμορφώνεται πρώτιστα από τις τοπικές και εθνικές της ανάγκες. Ωστόσο ο σχεδιασμός μιας εκπαιδευτικής πολιτικής περιχαρακωμένος στα στενά όρια ενός τοπικού και εθνικού επιπέδου αποτελεί ασυμβίβαστη και επικίνδυνη πρακτική με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές ανάγκες. Καλή ιδέα είναι πάντα να ρίξει κανείς μια ματιά πάνω από τον φράχτη του κήπου του και να δει τι συμβαίνει στο σπίτι του γείτονα του. Μια τέτοια ματιά που υπερβαίνει τα εθνικά όρια των συστημάτων της εκπαιδευτικής πολιτικής καθιστά σαφές ότι πολλά προβλήματα που απασχολούν μια χώρα απαντώνται και σε γειτονικές χώρες, οι λύσεις σε ίδια προβλήματα είναι διαφορετικές από χώρα σε χώρα και οι λύσεις και οι τακτικές που ακολουθούνται σε διαφορετικές χώρες είναι στενά συνδεδεμένες με το συγκεκριμένο πολιτιστικό, ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της κάθε χώρας. Η μελέτη της δομής και της λειτουργίας της εκπαίδευσης άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η αξιολόγηση (εσωτερική ή εξωτερική) των μαθητών, των εκπαιδευτικών και γενικά του συστήματος καθώς και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών συμβάλει στην δημιουργία  ενιαίων και καλύτερων εκπαιδευτικών συστημάτων.

Η χάραξη μιας ενιαίας ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής εξαρτάται και από την δυνατότητα ανάλυσης των παραγόντων που επιδρούν ουσιαστικά στην δομή της εκπαίδευσης. Η αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση του διεθνούς ανταγωνισμού προκαλούν ριζικές αλλαγές στην παραγωγή και την εργασία. Οι οικονομικές αλλαγές και η αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας που προκύπτει από αυτές επιδεινώνουν την κοινωνική πόλωση. Η γήρανση του πληθυσμού, η μετανάστευση και ο νέος ρόλος της γυναίκας στην αγορά εργασίας αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την νέα εικόνα της κοινωνίας. Η κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας αποτελεί αναμφισβήτητο στοιχείο της νέας τάξης πραγμάτων. Εκτός από την ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας είναι απαραίτητη η πρόβλεψη των μελλοντικών κοινωνικών εξελίξεων. Τέλος ένα μεγάλο πρόβλημα στην χάραξη ευρωπαϊκής πολιτικής για την εκπαίδευση είναι η καθυστέρηση στην ανάλυση του τώρα, την πρόβλεψη του μέλλοντος, την ανάπτυξη νέων απόψεων και την εφαρμογή τους.

Η σχεδίαση νέων εκπαιδευτικών συστημάτων και η βελτίωση τους πρέπει να στηρίζεται στην διασφάλιση υψηλής ποιότητας στην εκπαίδευση. Η βελτίωση της ποιότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την εφαρμογή ποιοτικού ελέγχου. Η συνεχής και αποτελεσματική βελτίωση της ποιότητας και του συστήματος ελέγχου και η ενδεχόμενη προσαρμογή της ποιότητας αυτής, είναι απαραίτητες για την διασφάλιση της προσφοράς μιας παιδείας υψηλής ποιοτικής στάθμης σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.  Σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο οι συζητήσεις σχετικά με την άνοδο ή την πτώση της ποιότητας πραγματοποιούνται με βάση τις εντυπώσεις και όχι κάποια πραγματικά δεδομένα. Η συστηματική συλλογή δεδομένων με κοινούς δείκτες, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, θα επέτρεπε ευρείς συγκρίσεις και θα οδηγούσε στην πραγματοποίηση ενός μεγάλου άλματος σε ότι αφορά την βελτίωση της ποιότητας στον χώρο της εκπαίδευσης.

Η ανάπτυξη συστημάτων μέτρησης της ποιότητας απαιτεί αρκετό χρόνο και θα πρέπει να εισαχθούν σταδιακά και συνοδευόμενα από αντίστοιχες βελτιώσεις. Επιπλέον είναι τεράστιας σημασίας η διατήρηση της διαφάνειας σχετικά με τους βασικούς στόχους που επιδιώκονται. Για να εφαρμοστεί βέβαια κάποιο σύστημα μέτρησης ποιότητας με επιτυχία πρέπει να έχει την αποδοχή της ηγεσίας της εκπαίδευσης, των εκπαιδευτικών, των παιδιών και των γονέων. Μόνο αν γίνει συνείδηση ότι οι ίδιοι θα επωφεληθούνε από τα αποτελέσματα των μετρήσεων θα υποστηρίξουν αυτές τις προσπάθειες.

Η Ευρώπη έχει θέσει το θέμα της ποιότητας της εκπαίδευσης και της κατάρτισης ως ζήτημα ύψιστης σημασίας και προτεραιότητας σε όλα τα κράτη μέλη. Μέσα στο 2000, Επιτροπή Εργασίας που απαρτίστηκε από εμπειρογνώμονες 26 ευρωπαϊκών χωρών επιχείρησε να προσδιορίσει περιορισμένο αριθμό δεικτών ή συγκριτικών σημείων για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων σε εθνικό επίπεδο. Βεβαίως τα ερευνητικά δεδομένα που υπάρχουν στην Ευρώπη για τα διάφορα κράτη, μέσα από τις διεθνείς έρευνες που γίνονται κατά καιρούς, δεν καλύπτουν όλους τους τομείς των περιοχών που διερευνούν και δεν λαμβάνουν υπόψη όλες τις ιδιαιτερότητες των εκπαιδευτικών συστημάτων της κάθε χώρας. Οι 16 δείκτες εμπίπτουν σε 4 βασικές κατηγορίες προτεραιοτήτων (Επιδόσεις, Επιτυχία και μετάβαση, Παρακολούθηση της σχολικής εκπαίδευσης, Πόροι και δομές). Θεωρήθηκε ότι οι επιδόσεις των μαθητών, η σχολική επιτυχία  αλλά και η μετάβαση από τη μια βαθμίδα σε άλλη, η παρακολούθηση της εκπαίδευσης υπό μορφή αυτοαξιολόγησης, αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και του σχολικού έργου, οι πόροι ενός εκπαιδευτικού. συστήματος αλλά και οι δομές του, είναι βασικές παράμετροι – ενδείξεις για την ποιότητά του.

Η δημιουργία της κατάλληλης υποδομής αλλά και συντονισμένης έρευνας με στόχο την αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης στο εκπαιδευτικό μας σύστημα,  θα μας επιτρέψει να υλοποιήσουμε τους οραματισμούς μας για το συνεργατικό σχολείο, για τη σωστή διοίκηση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, για ευέλικτο Αναλυτικό πρόγραμμα και τόσα άλλα τα οποία συντείνουν προς μια ποιοτική εκπαίδευση. Έτσι, θα μας δοθεί η ευκαιρία και να μπορέσουμε άνετα να τεθούμε σε σύγκριση με άλλα εκπαιδευτικά συστήματα, σε κοινούς τομείς αλλά παράλληλα θα μας δοθεί η ευκαιρία για ενδοσκόπηση και για οριοθέτηση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ :

 

1. School Administration and management, Helmut Bachmann, Σύγχρονοι εκπαιδευτικοί προβληματισμοί, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, 1999

2. Integrated model of performance measurements for official quality control and improvement at central level, Roger Standaert, Bart Maes, Σύγχρονοι εκπαιδευτικοί προβληματισμοί, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, 1999

3. Δείκτες ποιότητας στην εκπαίδευση, Αθηνά Μιχαηλίδου – Ευριπίδου

4. Εκπαίδευση και αγορά εργασίας, Κων/νου Αδριανουπολίτη

5. Συγκριτική μελέτη της δομής των εκπαιδευτικών συστημάτων στην Ευρώπη, Αριστείδης Τσιατούχας, 2005

6. Δομή και Οργάνωση Εκπαιδευτικών Συστημάτων στην Ευρώπη, Αριστείδης Τσιατούχας, 2004

Ετικέτες: ,

Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση και Ποιότητα

Α. Τσιατούχας

Στην αναπτυσσόμενη οικονομία της γνώσης, τίποτα δεν φαίνεται να είναι σημαντικότερο για τον πλούτο και την ευημερία των εθνών από ένα ειδικευμένο και μορφωμένο εργατικό δυναμικό. Εάν η Ελλάδα θέλει να ευημερήσει στο μέλλον, πρέπει να επενδύσει με ωριμότητα στην εκπαίδευση. Δεδομένου ότι όσο πιο νωρίς αποκτηθεί γνώση θα γεννήσει μετέπειτα νέα γνώση (Heckman, 2000), μια υγιής βασική εκπαίδευση θέτει μόνιμα θεμέλια στα οποία η εξειδικευμένη γνώση μπορεί να στηριχτεί αργότερα. Και δεδομένου ότι η εξειδικευμένη γνώση μπορεί γρήγορα να χάσει την αξία της, στα ταχύτατα μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα της παγκόσμιας οικονομίας, η βασική γνώση που αποκτάται στα σχολεία είναι η μόνη που παραμένει αναλλοίωτη και δεν υποβιβάζεται η αξία της.

Ένα προφανές πρόβλημα για την πολιτική εκπαίδευσης στην Ευρώπη είναι ότι η επένδυση περισσοτέρων χρημάτων στην εκπαίδευση δεν απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα κατά τη διάρκεια του τελευταίου τετάρτου του αιώνα. Εάν η Ευρώπη θέλει να αυξήσει την εκπαιδευτική απόδοση των σπουδαστών της, πρέπει να βελτιώσει την θεσμική δομή των συστημάτων εκπαίδευσής της. Αντίστοιχα η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει τις δαπάνες για την εκπαίδευση αλλά παράλληλα να βελτιώσει το εκπαιδευτικό της σύστημα.

Η εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν πρέπει να εστιάσει μόνο στην παροχή περισσότερων πόρων στα σχολεία αλλά στη βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος στο οποίο τα σχολεία λειτουργούν. Η δαπάνη περισσότερων χρημάτων μέσα σε ένα θεσμικό σύστημα που παρέχει φτωχά αποτελέσματα δεν θα βελτιώσει την απόδοση των μαθητών. Περισσότερη προσοχή πρέπει να δοθεί στον τρόπο με τον οποίο τα αποτελεσματικά συστήματα εκπαίδευσης μπορούν να οργανωθούν. Οι εκπαιδευτικές πολιτικές θα είναι μόνο επιτυχείς εάν εισαγάγουν και αναπτύξουν τα κατάλληλα κίνητρα μέσα στα εκπαιδευτικά συστήματα τα οποία θα βελτιώσουν την απόδοση και θα αξιοποιήσουν το κόστος.   

Τα σχολεία που παρέχουν στους μαθητές  μια εξαιρετικά καλή μόρφωση έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Οι διευθυντές και οι εκπαιδευτικοί  σε αυτά τα σχολεία θεωρούν τη διδασκαλία και την εκμάθηση ως πρωταρχικό σκοπό του σχολείου,  και διακατέχονται από υψηλές προσδοκίες όσον αφορά την πρόοδο των μαθητών τους,  ανεξάρτητα από το κοινωνικό υπόβαθρό τους. Επίσης τα σχολεία αυτά έχουν κοινωνικούς κανόνες που  επιβάλλονται με συνέπεια, και ανταμείβουν τη θετική απόδοση τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών.

Ο  εκπαιδευτικός είναι ο   σημαντικότερος παράγοντας για την δημιουργία ενός  καλού σχολείου.

Η καλή κατάρτιση και η παιδαγωγική ικανότητα είναι απαραίτητα εφόδια, εντούτοις δεν αποτελούν την μοναδική προϋπόθεση ενός καλού εκπαιδευτικού. Επιπλέον, ένας καλός εκπαιδευτικός χαρακτηρίζεται από ορισμένες προσωπικές ικανότητες και κίνητρα.

Η λύση δεν βρίσκεται στην ιδανική παιδαγωγική μέθοδο, μια μέθοδο που ίσως να μην υπάρχει. Πολλοί εκπαιδευτικοί, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, ενδιαφέρονται για ποιες παιδαγωγικές μέθοδοι πρόκειται να χρησιμοποιηθούν, και σε μικρότερη έκταση με αυτό καθεαυτό τον στόχο της διδασκαλίας.

Η κατάρτιση των εκπαιδευτικών είναι απαραίτητη και επιβάλλεται να αποτελεί ουσιαστικό κριτήριο, αλλά από μόνη της δεν μπορεί να συμβάλει στην δημιουργία ενός καλού σχολείου. Καταρχήν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού πρέπει να είναι ελκυστικό με τέτοιο τρόπο ώστε να προσελκύσει εκείνους που κατέχουν τις καλύτερες επαγγελματικές προϋποθέσεις για να γίνουν καλοί εκπαιδευτικοί (επιστημονική, παιδαγωγική κατάρτιση και διάθεση). Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να βρίσκονται σε μια συνεχή διαδικασία επιμόρφωσης ώστε να παρακολουθούν και να εφαρμόζουν όλες τις σύγχρονες εξελίξεις τόσο στον χώρο της παιδαγωγικής όσο και στο καθεαυτό αντικείμενο της επιστήμης τους. Να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τις δυνατότητες και τις ικανότητές τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, να διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο σε έναν χώρο εργασίας που χαρακτηρίζεται από σαφείς στόχους και προσδοκίες, που πρέπει να υποστηρίζει, να εμπνέει και να παρέχει την απαραίτητη ανατροφοδότηση κατά τη διάρκεια της καθημερινής εργασίας, καθώς επίσης και να ανταμείβει τις ουσιαστικές και γόνιμες προσπάθειες. Επίσης στους διευθυντές πρέπει να ανατεθεί ένας υπεύθυνος και σημαντικός ρόλος σε ότι αφορά την ανάπτυξη και την παροχή της ποιότητας στην εκπαίδευση. Αν δεχθούμε ότι ποιότητα εκπαίδευσης σημαίνει ικανότητα του εκπαιδευτικού δυναμικού να παρέχει αποτελεσματική εκπαίδευση, τότε απαιτείται και ποιότητα διοίκησης, δηλαδή καθοδήγηση, παρακίνηση, αξιοποίηση, αξιολόγηση, και αναμφίβολα οδηγούμαστε στην ανώτερη ηγεσία της εκπαίδευσης μέσω της απαίτησης για ποιοτικό και αποτελεσματικό management.

Οι εθνικές αρχές μπορούν να συμβάλουν, όχι μόνο μέσω της χρηματοδότησης των σχολείων, ή με τον καθορισμό των εθνικών στόχων υπό μορφή νομοθεσίας και προγραμμάτων σπουδών, αλλά και με την ανάπτυξη μιας εθνικής υποδομής.

Είναι σημαντικό να δοθεί στα σχολεία και στους δήμους περισσότερη ελευθερία ώστε να οργανώνονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο οποίος πρέπει να είναι προσαρμοσμένος στις ιδιαίτερες ανάγκες και ικανότητες τους. Παράλληλα οι εθνικές αρχές οφείλουν να θέσουν τους στόχους και να παρέχουν τον έλεγχο ο οποίος θα αξιολογεί εάν οι εθνικοί στόχοι επιτυγχάνονται για κάθε μεμονωμένο μαθητή, και για το σύνολο του σχολείου.

Μπορούμε να επιτύχουμε ένα ποιοτικό σχολείο αν συνεχώς προσπαθούμε να το βελτιώσουμε. Η βελτίωση της ποιότητας επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερα με την προσπάθεια αποφυγής των λαθών, παρά με τη διόρθωσή τους. Ο σωστός και μακροχρόνιος σχεδιασμός καθώς επίσης και οι στρατηγικές λήψης μέτρων για την δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων ώστε να λειτουργούν και να εξελίσσονται αποτελεσματικά οι διαδικασίες βελτίωσης της εκπαίδευσης αποτελούν την αναγκαία και απαραίτητη λύση για την επίτευξη ποιοτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

Η ποιότητα στη εκπαίδευση αντιστοιχεί στην ποιότητα όλου του εκπαιδευτικού έργου, στην ποιότητα της διοίκησης, στην ποιότητα της χρηματοδότησης και του εξοπλισμού των σχολείων και τέλος στην ποιότητα των ίδιων των εκπαιδευτικών που αποτελούν τον θεμέλιο λίθο του σχολείου.

Η ποιοτική διοίκηση στον χώρο της εκπαίδευσης απαιτεί στελέχη που να διαθέτουν χαρακτηριστικά καλού manager και εκπαιδευτή, εξοικειωμένα με τις βασικές αρχές του εκπαιδευτικού management, της διοίκησης και διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού και των εκπαιδευτικών συστημάτων.

Η επιμόρφωση και κατάρτιση του εκπαιδευτικού δυναμικού πρέπει να αποτελέσει μέτρο στρατηγικής. Οι επιμορφωτικές ανάγκες πρέπει να διαμορφώνονται με βάση τις μελλοντικές εξελίξεις, ώστε να ανταποκρίνονται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των νέων εξελίξεων των ερευνητικών δεδομένων και της παιδαγωγικής. Πρέπει να είναι συνεχής και αποτελεσματική.

Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών μπορεί να αποδειχθεί ένα θαυμάσιο εργαλείο εάν έχει σαν σκοπό την επαγγελματική αξιοπιστία και βελτίωση. Για να εισαχθεί η αξιολόγηση στα σχολεία πρέπει να γίνουν πολλές αλλαγές με μεγάλη προσοχή και ευθύνη από όλους και πρέπει απαραιτήτως να γίνει αποδεκτή από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας αλλιώς είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι Mathias και Jones αναφέρουν ότι ‘η αξιολόγηση είναι δικαίωμα για όλους τους εκπαιδευτικούς και αποτελεί μια διαδικασία με αυτούς για αυτούς’. Η αξιολόγηση πρέπει να είναι ένα εργαλείο που θα δίνει την δυνατότητα να κρίνει την επάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος συνολικά ή μερικά. Βέβαια το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα αν είναι ανεπαρκές ή κακά σχεδιασμένο είναι αδύνατο να δώσει σωστά προετοιμασμένους εκπαιδευτικούς. Ένας ανεπαρκής εκπαιδευτικός δεν μπορεί να υπηρετήσει κανένα εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και ένα ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να διασωθεί από επαρκείς εκπαιδευτικούς.

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

The Situation in Primary and Secondary Education in Norway, 2nd edition June 2003, Ministry of Education and Research

Η ποιότητα στη διοίκηση του ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης, Φασουλής Κώστας, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Μια εξέταση της σχέσης μεταξύ της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, Κώστας Αρχοντάκης

First Prize, Erich Gundlach και Ludger Wößmann, EIB Papers 2001

Ετικέτες:

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση