Το μαγαζί σου- ένα σκοτεινό μαγαζί κοντά στην πιάτσα-πουλά παλιοσίδερα. Το ανοίγεις χαράματα, το αμπαρώνεις νύχτα. Δε γνωρίζει η ψυχή σου ώρα αργίας, δε μιλάς κανενός. Σε ένα χοντρό σακούλι έχεις παραχώσει τη φωνή σου. Και την ελπίδα σου δεν την ξέρει άλλη ψυχή. Κουβαλάς κάθε βράδυ το σακούλι σου στο χέρι. Είσαι ένας νόμιμος κάτοικος σε αυτήν την πόλη, κι αυτό είν’ όλο! Νόμιμος, δηλαδή νεκρός… Δεν πάσχεις, δεν υποφέρεις για τη νομιμότητά σου, αρκείσαι μονάχα στο κλειστό σακούλι σου τι κρύβεις, τι κέρδισες από τη νόμιμη παρεξήγησή της ζωής σου; Χρήμα άχρηστο- και προσκαλείς έτσι όσους μπορούν- τους τρελούς, τους μεθυσμένους, τους απόκοτους…
__________________________
Σπ. Πλασκοβίτης, Η πόλη