Blogs.sch.gr
Το “Εορτολόγιο 2011”, ένα ημερολόγιο τσέπης, έκδοση του ορθόδοξου χριστιανικού περιοδικού “Αγία Λυδία”, είναι αφιερωμένο στην ελληνική ομογένεια. Με ιδιαίτερα συγκινητικό ύφος απευθύνεται στον απόδημο ελληνισμό, που αγωνίζεται να διατηρήσει την ελληνικότητά του και την πίστη του.
Εντυπωσιακή είναι η αποστροφή προς τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό: “σας θαυμάζουμε γιατί δεν αλλοιωθήκατε, γιατί δεν χάσατε τα δύο βασικά στοιχεία της ταυτότητας του Έλληνος και του Ορθοδόξου Χριστιανού…”. Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες που ζουν εκτός Ελλάδας, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι, τουλάχιστον, κάνουν προσπάθεια να διατηρήσουν αυτές τις αξίες. Ίσως να εκτιμούν σε μεγαλύτερο βαθμό την πατρίδα μας από ό,τι εμείς που δεν την στερηθήκαμε. Οι Έλληνες που δεν έχουμε ζήσει σε άλλη χώρα, δυστυχώς είμαστε μιμητές των άλλων και ξενόδουλοι, περιφρονώντας και υποτιμώντας “τα δικά μας”. Οι Έλληνες του εξωτερικού, με κάποιες εξαιρέσεις, ζουν με τη γλυκιά ανάμνηση της πατρίδας, ή έχουν κρατήσει στην ψυχή τους μια Ελλάδα αξιών. Ίσως αυτοί να θλίβονται περισσότερο με την οικτρή, σε πολλούς τομείς, κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας.
Δεν είναι απαραίτητο να προχωρήσω σε άλλα σχόλια, αρκεί ένα απόσπασμα από μία επιστολή ενός απόδημου Έλληνα, που εκφράζει κάθε ελληνική καρδιά που χτυπά εκτός συνόρων: “Έζησα πολλά χρόνια σε ξένη χώρα, ουδέποτε όμως, είτε στην λύπη μου είτε στην ευτυχία μου, δεν λησμόνησα την προσφιλή μου πατρίδα, αλλά πάντοτε προσπάθησα να την ενθαρρύνω προς την πρόοδο και την ευτυχία…”
Ήταν καιρός να γίνει και ένα μικρό αφιέρωμα, τσέπης, στον απόδημο ελληνισμό για να μην τον λησμονούμε. Γιατί, “ποια είναι τα όρια της Ελλάδος;” Μα … “η Ελλάδα είναι και εκεί όπου χτυπά ελληνική καρδιά, ελληνική παρουσία…”
Θα ξεκινήσω από μία παράγραφο του επιλόγου, που διάβασα στο βιβλίο του μοναχού Μιχαήλ “ΜΗ ΚΡΙΝΕΤΕ ΙΝΑ ΜΗ ΚΡΙΘΗΤΕ: Πώς το είπε ο Χριστός και πώς κατάντησε στην Εκκλησία του”.
“Γράφει ο Α. Δελεούζας, παλιός δάσκαλος και συγγραφέας: Βιβλίο θα πει κυκλοφορία σκέψης μέσα σε ένα λαό, θα πει αιματοφόρο αγγείο που διοχετεύει την πνευματική τροφή, που πάει να ζωογονήσει και το τελευταίο κύτταρο του οργανισμού και να το εμποδίσει να πέσει στον πνευματικό ύπνο” και συνεχίζει ο μοναχός Μιχαήλ “εμείς γνωρίζουμε ότι κι αυτό το βιβλίο μας θα απαγορευθεί να πουληθεί στα εκκλησιαστικά βιβλιοπωλεία, κατόπιν των δύο αποφάσεων που έχει βγάλει ο Χριστόδουλος στην Ιερά Σύνοδο… ο συγχωρεμένος, αλλά και ασυγχώρητος αυτός άνθρωπος…”.
Γέμισα απορία διαβάζοντας τα παραπάνω… κι ενώ σκέφτηκα αρχικά ότι η άποψη του Δελεούζα ταιριάζει πολύ στο συγκεκριμένο βιβλίο, όπως και σε άλλα βιβλία του μοναχού Μιχαήλ, μου άφησε μια πικρή γεύση η απαγόρευση της κυκλοφορίας βιβλίων που δεν λένε τίποτε άλλο παρά μόνο αλήθειες, με καλή πρόθεση, για να αφυπνιστούν οι ανθρώπινες καρδιές που έχουν πέσει σε χειμερία νάρκη και δεν μπορούν να συνέλθουν ούτε το καλοκαίρι.
Ήδη από την εισαγωγή του ο μοναχός Μιχαήλ μας προειδοποιεί για τις τυχόν επικρίσεις που θα δεχτεί. Και αυτό που κατάλαβα εγώ, είναι πως δέχεται επικρίσεις διότι προτρέπει τον άνθρωπο να χρησιμοποιήσει τη λογική του, να αναλάβει τις ευθύνες της ύπαρξής του, να μην γίνεται έρμαιο κάποιων που τον θέλουν με τυφλή υπακοή, άβουλο ον και υποταγμένο σε ανύπαρκτες αυθεντίες, αλλά να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα και με στέρεη πίστη να πορεύεται στο δρόμο του Θεού. Επανέρχομαι, όμως και σας παραθέτω τις φράσεις του: “το θέμα αυτό που θα διαπραγματευτούμε είναι ένα από τα πιο ευαίσθητα, (αφού απ’ αυτό εξαρτώνται πάρα πολλά στην πνευματική μας ζωή), αλλά και από τα πιο οδυνηρά, αφού η εκμετάλλευσή του και η διαστροφή του είναι τεράστια και τερατώδης… Η υπεύθυνη τοποθέτηση και η σοβαρή διαπραγμάτευση σημαντικών υποθέσεων και προβλημάτων της προσωπικής μας ζωής απαιτεί ένα ψυχικό πλεόνασμα, αρκετό ώστε, αφού ξοδέψουμε όσο χρειάζεται για την υπόθεση που αντιμετωπίζουμε, να μας μείνει αρκετό υπόλοιπο για να περάσουμε τη μέρα μας ήρεμοι και χαμογελαστοί.”
Με έναν πολύ ευχάριστο, κατ΄εμέ, τρόπο θίγει ζητήματα της εκκλησίας που ίσως αποτελούν και την αιτία απομάκρυνσης πολλών από τους κόλπους της. Μέσα από απλές ιστορίες, εμπειρίες δικές του ή κάποιων άλλων που τις μοιράστηκαν μαζί του, περνά στον αναγνώστη μηνύματα που μάλλον ενδυναμώνουν την πίστη. Ακόμη και για τον αναγνώστη που δεν έχει πίστη, το έργο του μοναχού Μιχαήλ παρουσιάζει ενδιαφέρον προβάλλοντας κάποιες πανανθρώπινες αξίες, παρουσιάζοντας την εκκλησία που θα ήθελε ο Χριστός να έχουμε, με πραγματική αγάπη, δικαιοσύνη, αλήθεια, εσωτερική ελευθερία, ανωτερότητα. Απλώς, για να γίνει αντιληπτή η πρόθεση του μοναχού Μιχαήλ, ο αναγνώστης πρέπει να είναι απαλλαγμένος από κάθε προκατάληψη και να κρίνει το περιεχόμενο χρησιμοποιώντας το δικό του μυαλό κι όχι τις κριτικές άλλων. Με ελεύθερο πνεύμα, λοιπόν, πρέπει να προσεγγίσουμε και αυτό το βιβλίο, όπως και τα προηγούμενά του.
Κι ας ξεκινήσουμε από το οπισθόφυλλο: “Η ελευθερία είναι καταλυτικός παράγοντας στο πώς να διαχειριστεί κανείς την κριτική του ικανότητα. Αυτός που δεν μπορεί να κρίνει, είτε αγνοεί παντελώς το αντικείμενο που καλείται να κρίνει είτε δεν είναι ελεύθερος άνθρωπος. Εάν όμως αγωνιζόμαστε να αποκαταστήσουμε το κατ΄εικόνα στην προσωπικότητά μας, πρέπει να ξέρουμε ότι, χωρίς άπλετη ελευθερία δεν πρόκειται να προχωρήσουμε μακριά. Διότι η ελευθερία εκφράζεται και μέσα από την κριτική.”
Νιώθω την ηθική υποχρέωση να παρουσιάσω στους φίλους και συναδέλφους ένα τρυφερό βιβλίο, φόρο τιμής στη μάνα. Χρησιμοποιώ τη λέξη μάνα, διότι πάντα είχα την αίσθηση ότι αποδίδει καλύτερα το βάθος των συναισθημάτων που νιώθει κάθε παιδί για τη γυναίκα που το έφερε στη ζωή και το “ανάστησε”.
Η καλή φίλη, Μαρία Σικαλοπούλου, χρησιμοποιώντας έναν ευρηματικό τρόπο συνθέτει “το βιογραφικό λεύκωμα” της μητέρας της. Περιγράφοντας έξι φωτογραφίες, μιλά όχι μόνο για τη ζωή της μητέρας της, αλλά σκιαγραφεί και “μία ολόκληρη εποχή” χωρίς να μας κουράζει με περιττές λεπτομέρειες.
Συνηθίζω, όταν παίρνω ένα βιβλίο στα χέρια μου να διαβάζω την τελευταία του σελίδα για να διαπιστώσω αν μου κεντρίσει το ενδιαφέρον ή αν με αφήσει αδιάφορη. Αυτή τη φορά η συγκίνηση που ένιωσα ήταν εντονότατη και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το δάκρυ μου.
Επιστρέφοντας στο σπίτι συνέχισα την ανάγνωση … από την πρώτη σελίδα. Χωρίς να το θέλω ταυτίστηκα πολλές φορές. Αυτός είναι και ο λόγος που αποφάσισα να σας το “συστήσω”.
Θεωρώ ότι όλοι και όλες κάποια στιγμή ακούσαμε από τη μαμά μας να μας λέει στο τηλέφωνο “Πού είσαι… ακούγεσαι σαν να είσαι εδώ κοντά” ή νιώσαμε τη λαχτάρα της να μας συναντήσει κάθε φορά που κυλούσε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά της.
Ίσως η δική μου γενιά, αυτοί και αυτές που γεννηθήκαμε στη δεκαετία του 1960, να νιώθουμε ανάλογη αγάπη για τη μάνα με αυτή που νιώθει και η συγγραφέας. Εύχομαι, όμως, αυτό το γλυκό “βιογραφικό λεύκωμα” να αγγίξει και τις νεότερες γενιές.
Είναι όμορφο να ξεχειλίζει ο άνθρωπος από συναισθήματα ευγενικά. Έχω την άποψη ότι τότε του αξίζει ο χαρακτηρισμός “άνθρωπος”.