Απρ 11
18
Κάτω από (Κυδωνίες, το Αϊβαλί) από στις 18-04-2011

Χαλασμός παντού… Φωτιές, αίματα, φωνές και ουρλιαχτά… Πανικός… Ένας πατέρας κρατά στο ένα χέρι ένα μωρό και στο άλλο μία στάμνα με νερό. Δύο μικρά δίπλα του τον τραβούν από το παντελόνι και λίγο παραπίσω μια γυναίκα αδύναμη, που με δυσκολία μπορεί να περπατήσει. Έχουν φτάσει στο λιμάνι. Βλέπουν τη θάλασσα. Σε λίγο κοντεύουν, αλλά η γυναίκα σωριάζεται. Τα μικρά κλαίνε. Ο άντρας έχει πια απελπισθεί. Η απόγνωση έχει ζωγραφισθεί στο πρόσωπό του. Δεν μπορεί να πάρει τη γυναίκα του στην αγκαλιά του. Κρατά το μωρό τους. Τι να κάνει; Στην άκρη του δρόμου, σε ένα πεζουλάκι το αφήνει και δίπλα τη στάμνα. Τα δύο μικρά κλαίνε πάνω από τη γυναίκα. Απλώνουν τα χεράκια τους και προσπαθούν να τη σηκώσουν, αλλά μάταια. Ο άντρας την παίρνει στην αγκαλιά του και τα παιδιά σταματούν το κλάμα. Συνεχίζουν το δρόμο προς το λιμάνι, κρατώντας το παντελόνι του πατέρα. Δεν έχουν καταλάβει πως το μωρό δεν είναι μαζί τους. Σε λίγο επιβιβάζονται στο πλοίο που θα τους πάει στον Πειραιά, μακριά από την κόλαση του σιδήρου και της φωτιάς, να βρούνε μιαν άλλη πατρίδα.

Ο κόσμος τρέχει αλαφιασμένος. Κανένας δε δίνει σημασία στο μωρό που κλαίει απαρηγόρητο. Δύο έλληνες στρατιώτες τρέχουν κι αυτοί να σωθούν. Αν τους πιάσουν οι Τούρκοι θα τους εκτελέσουν.

-Λευτέρη! ένα μωρό!

-Άσ’ το Βασίλη! Τι να το κάνουμε;

-Θα το σκοτώσουν.

-Δεν παθαίνει τίποτε. Θα το πάρουν κάποιοι άλλοι. Πάμε. Κινδυνεύουμε.

-Ας το πάρουμε εμείς. Μπορούμε.

Αρπάζει ο Βασίλης το μωρό και τρέχει. Ακολουθεί και ο Λευτέρης με τη στάμνα.

-Θα το χρειαστούμε το νερό. Το μωρό θα διψάσει.

-Έχει λερωθεί. Κάποια στο πλοίο θα το αλλάξει.

-Τρέχα πριν έρθουν οι τσέτες. Τρέχα να προλάβουμε.

Επιβιβάζονται και οι δυο σε ένα από τα πλοία. Το μωρό δεν το αφήνουν από την αγκαλιά τους. Σε λίγο η πατρίδα ξεμακραίνει. Χάνεται από τα μάτια τους κι αναρωτιούνται αν την ξαναδούν. Σηκώνουν και το χεράκι του μωρού να χαιρετήσει τα χώματα των δικών του, τον τόπο όπου γεννήθηκε και δεν γνώρισε. Προσφυγόπουλο κι αυτό, ξεριζωμένο, μόνο του στην αγκαλιά δυο παληκαριών που μέχρι πριν λίγες μέρες κρατούσαν το όπλο. Αφήνουν πίσω τους μία πατρίδα που ήθελαν να ελευθερώσουν, πνιγμένη στο αίμα αθώων. Αφήνουν πίσω τους κάποιους δικούς τους που θα μείνουν αιώνια εκεί. Αφήνουν αναμνήσεις και ελπίδες, όνειρα που δεν πραγματώθηκαν. Φεύγουν και νιώθουν ότι προδίδουν τον τόπο τους, που τον εγκαταλείπουν, αλλά τι άλλο τους απομένει να κάνουν;

Στο καράβι όλοι άνθρωποι του πόνου. Μια μάνα που έχασε το αγοράκι της τους πλησιάζει. Ακούει το κλάμα του μωρού κι ελπίζει ότι είναι το δικό της, αλλά μάταια. Το παίρνει στα χέρια της και ξεσπά σε λυγμούς. Δεν είναι το δικό της. Το δικό της τής το άρπαξε βίαια ένας Τούρκος, λίγο πριν την ατιμάσει. Ήταν και το δικό της μηνών ακόμη το θήλαζε… Κι αυτό το πλασματάκι πεινάει. Το έχει στα χέρια της και ανακουφίζεται από τον διπλό της πόνο. Το μωρό κλαίει. Πρέπει να το καθαρίσει και να το ταΐσει. Τα παληκάρια την ευγνωμονούν. Έχουν τη στάμνα με το νερό. Πάνε σε μια γωνιά και κάνουν τοίχο με το σώμα τους, για να το θηλάσει η γυναίκα. Την προστατεύουν από τα μάτια των άλλων για να μην νιώσει ξανά ντροπή. Μα ποιος θα κοιτάξει; Όλοι έχουν τη δική τους θλίψη και κανένας δεν νοιάζεται για τέτοιο θέαμα. Ο πόνος ξαφνικά ημέρεψε τα ένστικτα των ανδρών. Ο νους τους είναι σε αυτούς που δεν είναι μαζί τους. Δεν αναζητούν εφήμερες απολαύσεις. Δεν νοιάζονται γι’ αυτά που είχαν κατά νου οι τσέτες όταν έβλεπαν μία γυναίκα. Οι ταλαιπωρίες δάμασαν τη φύση…

Το μωρό πια δεν κλαίει. Σε μια μητρική αγκαλιά έχει αποκοιμηθεί. Δίπλα τους έγειραν και ο Βασίλης και ο Λευτέρης. Μα αυτοί δεν κοιμούνται, σκέφτονται… Η γυναίκα έχει αποκάμει. Κοιμήθηκε κι αυτή μαζί με το μωρό, ανακουφισμένη. Λες και ξέχασε για λίγο τα βάσανά της. Λες και το βρεφικό χαμόγελο την γαλήνεψε…

Πειραιάς. Το πλοίο έφτασε. Περιμένει αρόδο. Έχει κι άλλα πλοία μπροστά. Πόσοι ξεριζωμένοι περιμένουν να αποβιβαστούν στη νέα πατρίδα; Θα είναι άραγε φιλόξενη;

Στο λιμάνι κόσμος πολύς, φωνές, κίνηση. Όλοι ψάχνουν να βρουν τους δικούς τους κι όλοι έχουν την ελπίδα ότι θα ήρθαν με το επόμενο πλοίο και τους αναζητούν. Ο Λευτέρης και ο Βασίλης δεν ψάχνουν για κανέναν. Έχουν το μωρό να φροντίσουν. Η γυναίκα δεν τα κατάφερε να έρθει στη νέα πατρίδα. Η ταλαιπωρία και η κακομεταχείριση από τους τσέτες την είχαν αποδυναμώσει. Έφυγε όμως ευτυχισμένη, κρατώντας το μωρό που της χαμογελούσε και του χαμογελούσε κι αυτή. Έφυγε παίρνοντας και δίνοντας ένα χαμόγελο αγάπης.

Τα δυο παληκάρια με το μωρό, λερωμένο και πεινασμένο, προχωρούν προς την έξοδο του λιμανού. Παίρνουν μία ανηφόρα. Πού να πάνε; Έχει γεμίσει ο τόπος πρόσφυγες.

Το μωρό κλαίει, αλλά ποιος θα ακούσει το κλάμα του; Φωνές, βουητό, θόρυβος, χαμός στο λιμάνι του Πειραιά. Τα δυο παληκάρια συνεχίζουν να προχωρούν. Σκέφτονται να βρούν ένα κατάλυμα πριν νυχτώσει. Όχι τίποτε σπουδαίο, ένα υπόστεγο, μια γωνιά κάπου στην άκρη, μην κοιμηθούν καταμεσίς. Άλλωστε είναι συνηθισμένοι. Χρόνια τώρα κοιμούνται σαν τ’ αγρίμια. Ακόμη φορούν τη στρατιωτική τους στολή. Μπορεί κάποιος Χριστιανός να τους λυπηθεί και να τους δώσει λίγο ψωμί να φάνε, μα τι σκέφτονται; Πρέπει να βρουν γάλα για το μωρό. Θα χτυπήσουν καμιά πόρτα, όλο και κάποιος θα το σπλαχνισθεί το άμοιρο…

-Στρατιώτες! στρατιώτες, ε! σείς με το μωρέλ’.

Γυρίζουν και οι δυο. Ένας νεαρός άνδρας τους ακολουθεί σε όλη την ανηφόρα. Αυτός φωνάζει.

-Τι θέλεις; ρωτά ο Βασίλης.

-Το μωρουδέλι μ’.

-Ποιο μωρό σου, απαντά ο Λευτέρης. Αυτό είναι δικό μας.

-Είναι το παιδί μου, το αγοράκι μου.

-Το αγοράκι σου; Το βρήκαμε πεταμένο σε μιαν άκρη, λερωμένο, να κλαίει και το περιμαζέψαμε.

-Θα έρχονταν οι τσέτες και θα το σκότωναν αν δεν το παίρναμε. Σε τούτον δω χρωστά που ζει ακόμη.

-Το παιδί είναι δικό μου. Εγώ το άφησα, με μία στάμνα γεμάτη νερό δίπλα του.

-Τι θα ‘κανε το παιδί; Θα σήκωνε τη στάμνα να πιεί αν διψούσε, ή θα έτρεχε να σωθεί αν έβλεπε τους τσέτες;

-Η γυναίκα μου είναι άρρωστη, με πυρετό, κι έχω άλλα δυο. Ποιον θα πρωτοέπαιρνα αγκαλιά; Ποιον θα έσωζα; Αν άφηνα τη γυναίκα και τα δυο κοριτσάκια, δεν είχαν σωτηρία. Τούτο ’δω κάποιος θα το σπλαχνιζόταν. Κι οι Τούρκοι ακόμη δεν θα το ‘σφαζαν, θα το ‘καναν δικό τους.

-Βασίλη να του το δώσουμε…

-Τι λες μωρέ; Αφήνεται παιδί; Όχι!

-Σε παρακαλώ, αλήθεια λέω…

Ξωπίσω έρχεται μια γυναίκα με δύο κοριτσάκια. Ο νεαρός άνδρας γυρίζει προς το μέρος της:

-Να η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Όλοι το λαχταράμε το μωρουδέλ’ μας. Μην μας το στερείς…

-Σας ευχαριστώ που μου το σώσατε. Ίσως έχετε δίκιο. Δεν αφήνεται παιδί. Δεν είμαι μάνα εγώ… (ξεσπά σε κλάμα) … Καλύτερα να έμενα εγώ εκεί στον χαλασμό, παρά που το αφήσαμε… (δυναμώνει το κλάμα)… Τι θα μ’ έκαναν παραπάνω με τη μαλάρια που με ταλαιπωρεί; (κλαίει με αναφιλητά)

Τα δυο παληκάρια κοιτάχτηκαν, έβγαλαν από την τσέπη τους κάτι χάπια που τους είχαν δώσει στο στρατό για τη μαλάρια. Τα έδωσαν στη γυναίκα. Έδωσαν και το μωρό στον άνδρα. Χαιρέτησαν στρατιωτικά κι έφυγαν…

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ ΑΪΒΑΛΙΩΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΑ
Β.Κ.

Απρ 11
18
Κάτω από (Κυδωνίες, το Αϊβαλί) από στις 18-04-2011

Ήταν απόγευμα Σαββάτου, μετά από τη δουλειά… μετά από μία βδομάδα χαμαλίκι, κούραση, στενοχώρια… Μόλις είχαμε πληρωθεί και με τον Λευτέρη πήγαμε στον καφενέ που μαζευόμασταν όλοι οι μικρασιάτες πρόσφυγες. Το συνηθίζαμε να πηγαίνουμε εκεί κάθε Σάββατο, να πίνουμε ένα κρασάκι και να τα λέμε… να θυμόμαστε την πατρίδα, τους δικούς μας, άλλους αδικοχαμένους και άλλους που δεν ξέραμε που ήταν… αν υπήρχαν ακόμη… Δεν θέλαμε να σκεφτόμαστε ότι δεν υπήρχαν, αλλά σιγά-σιγά συνηθίζαμε στην ιδέα ότι δεν θα τους δούμε ποτέ ξανά, όπως και την πατρίδα, το Αϊβαλί…

Το απόγευμα εκείνο είχαμε μαζευτεί αρκετοί Αϊβαλιώτες. Πιάσαμε κι ένα τραγούδι. Ήπιαμε κι ένα κρασί παραπάνω και θυμήθηκα τη μάνα μου την Πηνελόπη. Τι είδε η δόλια πριν ξεψυχήσει… Ο τοίχος του σπιτιού βαμμένος από το αίμα του πατέρα. Τον έσφαξαν οι Τούρκοι και έβαψαν τον τοίχο κατακόκκινο… Η μάνα έβαλε τις φωνές, δεν άντεξε βγήκε ουρλιάζοντας στην αυλή. Την έπιασαν οι Τούρκοι και την έδεσαν σε ένα ξύλο, έναν ξεχασμένο κορμό ξερού δέντρου, στη μέση της αυλής. Σαν να ήταν γαϊτανάκι γύρω γύρω περιέφεραν το κεφάλι του μεγάλου μου αδερφού, παλουκωμένο. Δεν άντεξε η μάνα ξεψύχησε… Αυτά τα ’μαθα από έναν πατριώτη που σώθηκε κι έφτασε κι αυτός στον Πειραιά. Εγώ ήμουν στρατιώτης τότε. Δεν πέρασα από το σπίτι πριν φύγω για την Ελλάδα. Δεν είδα ούτε τον Στρατή ούτε την Πηνελόπη… Δεν θα τους ξαναδώ… Μόνο αυτοί με βλέπουν τώρα από πάνω και προσεύχονται για μένα. Προσεύχονται και για τον Χαράλαμπο, τον Σωτήρη, τον Γιωργάκη… τα κορίτσια… Άραγε ζουν;

Ο Χαράλαμπος και ο Σωτήρης ήταν στρατιώτες κι αυτοί σαν εμένα. Από αυτούς γέμισα με φλόγα για την ελευθερία, για τα ιδανικά μας κι ήθελα κι εγώ να ελευθερώσω την πατρίδα. Ήμουν δεκατεσσάρων όταν δήλωσα πώς είμαι σε στρατεύσιμη ηλικία για να πολεμήσω, να μην επιτρέψω άλλο τα ιερά μας χώματα να είναι σε ξένα χέρια. Εποχές που δεν κοίταζαν ταυτότητα. Ό,τι δήλωνες ήσουν κι εγώ ήθελα να γίνω παληκάρι, ένα από τα παληκάρια τ’ Αϊβαλιού. Κι η μάνα έκλαιγε και καμάρωνε συνάμα που τα αγόρια της δεν είναι κιοτήδες, που αγαπάνε την πατρίδα και είναι έτοιμα να θυσιαστούν για τα ιερά χώματα. Πόσα χρόνια πολεμούσαμε… τέλειωσαν οι Βαλκανικοί και μπήκαμε στον Πρώτο Παγκόσμιο. Δεν προλάβαμε να καθήσουμε στο σπίτι μας να νιώσουμε τη ζεστασιά της οικογένειας, να χαρούμε τα μικρά μας αδέρφια και έγινε η απόβαση στη Σμύρνη. Ενωθήκαμε με τον Ελληνικό στρατό. Ανήκαμε στη Μεραρχία Αρχιπελάγους. Μετά ήρθε ο χαλασμός…

Κάθε Σάββατο εδώ και μήνες όλοι οι Αϊβαλιώτες… τη μια γελάμε όταν θυμόμαστε τα γλέντια στ’ Αϊβαλί… την άλλη μελαγχολούμε. Όταν γιόρταζε ο πατέρας, ανήμερα των Ταξιαρχών, κι όλο τ’ Αϊβαλί γιόρταζε. Ο Ταξιάρχης στα Μοσχονήσια, στολισμένος κι όλοι τρέχαμε εκεί για ευλογία… Στον καφενέ, συχνά, ηχούσαν τραγούδια νοσταλγίας απ’ την πατρίδα. Κάποιος έπαιρνε το μπαγλαμαδάκι και όλοι σιγοντάραμε και λέγαμε για τον πόνο του ξεριζωμού.

Εκείνο το απόγευμα ο καφενές είχε γεμίσει από Αϊβαλιώτες. Ήρθαν και κάποιοι που δεν το είχαν για στέκι. Είχε πολύ φορτίο και βρήκαν δουλειά πολλοί.

Με τον Λευτέρη καθόμασταν σε ένα τραπεζάκι στο βάθος και τα λέγαμε.  Είχαμε απορροφηθεί από τη συζήτηση… Σε λίγο ήρθε ο Μιχάλης και ο Γιώργης. Κάθισαν μαζί μας και παραγγείλαμε ακόμη μια οκά κρασί. Αχ το κόκκινο κρασί από την πατρίδα δεν συγκρίνεται με τούτου. Ούτε οι ελιές μας, το λάδι μας, αλλά Δόξα τω Θεω, που υπάρχουν κι αυτά. Μια ντομάτα κομμένη στα τέσσερα, λίγες πιπερίτσες, μελιτζανάκι κι άλλα ξινάδια είναι το μεζεδάκι μας, αλλά είναι νόστιμο γεμάτο με νοσταλγία για την πατρίδα… Όλοι είχαμε χάσει κάποιους κι όλοι δεν είχαμε βρει κάποιους δικούς μας. Παρακαλούσαμε μόνο να είναι καλά. Κουβέντα στην κουβέντα θυμηθήκαμε το σπίτι μου στην περαντζάδα. Μαζευόμασταν παληκαράκια και χαζεύαμε τις όμορφες που περνούσαν για το ζαχαροπλαστείο. Πιάσαμε κι άλλο τραγούδι να ξεχαστούμε γιατί, όπως μας έλεγαν, οι άντρες δεν κλαίνε.

Νοστάλγησα τη θάλασσα που έβλεπα από το παραθύρι του δωματίου μου και γύρισα το κεφάλι προς τη τζαμαρία να αγναντέψω τη θάλασσα του Πειραιά.

Ο Σωτήρης… Μου φάνηκε πως είδα τον μεγαλύτερο αδερφό μου… Μπα με γελούν τα μάτια μου. Πάνε πέντε χρόνια να τον δω… μου έλειψε… είναι και το κρασί… Τι να πω στους άλλους θα με περάσουν για τρελό… Δεν μπορεί… Πρέπει να είναι… Και γιατί να μην είναι; Πατριώτες μου είπαν ότι γλίτωσε από τον χαλασμό και μαζί με τον στρατό πέρασε στην Ελλάδα. Μπορεί να ‘ναι κι αυτός στον Πειραιά. Άλλωστε οι περισσότεροι εδώ βρεθήκαμε και μέσα στον καφενέ είμαστε πολλοί από τα μέρη μας. Γιατί να μην είναι ο αδερφός μου;

-Παιδί πιάσε μια οκά για τα παληκάρια εκεί στο τραπέζι δίπλα στη τζαμαρία. Κερασμένο από μένα. Στείλε κοκκινέλι.

Αυτό του άρεζε. Το λευκό δεν το πολυήθελε, αλλά το κόκκινο το μπρούσκο ήταν η αδυναμία του.

-Παιδί πιάσε και μια πιπερίτσες, κερασμένες κι αυτές από μένα.

Κι αυτές του άρεζαν. Έτσι όπως τις έκανε η μάνα κανένας δεν μπορούσε να αντισταθεί.

-Ρε Βασίλη! σε έπιασαν τα χουβαρνταλίκια;

-Λευτέρη είναι πατριώτες μας… κι όχι μόνο… Δες κι εσύ αυτόν που κάθεται δίπλα στη τζαμαρία…

Γυρίζει κι ο Λευτέρης να κοιτάξει, γυρίζει κι ο Μιχάλης κι ο Γιώργης.

-Γνώριμη φάτσα, σαν τον Σωτήρη σας, μου λέει.

Το ίδιο λένε και οι άλλοι. Δεν κάνω λάθος. Δεν με γελούν τα μάτια μου. Δεν φταίει το κρασί. Είναι αυτός ο αδερφός μου.

Το παιδί του καφενείου σερβίρει το κρασί και τους λέει ότι είναι κερασμένο από μας. Σηκώνουν τα ποτήρια να μας ευχαριστήσουν. Σηκώνεται και ο Σωτήρης και φωνάζει:

-Στην υγειά σας.

Γνώριμη συνήθειά του. Πώς να πει στην υγειά σας χωρίς να σηκωθεί; Χωρίς να τιμήσει αυτόν που τον φιλεύει;

Σηκώνομαι κι εγώ και πάω προς το μέρος του. Δεν με κατάλαβε. Δεν μας κατάλαβε. Τότε ήμασταν αμούστακα. Ήμασταν ανέμελα παληκαράκια με το μυαλό στο χωρατό. Τώρα γίναμε βασανισμένοι άνδρες. Άνδρες με τους ρόζους στα χέρια και το ζωνάρι στη μέση για να σηκώνουμε το βάρος από τα φορτία. Αλλάξαμε… αυτός όχι… και τότε δούλευε έτσι σκληρά, αν και δεν είχαμε ανάγκη. Του άρεζε όμως να μην ξεχωρίζει από τους εργάτες.

-Γεια σας παιδιά. Πρώτη φορά σας βλέπω στο καφενέ. Είστε καινούριοι;

-Γειά σου και σένα. Όχι ήρθαμε κι άλλη φορά, μου απαντάει ο Σωτήρης. Ο άλλος που κάθεται μαζί του δεν μιλά, μόνο χαμογελά ευγενικά για το φίλεμα.

-Όλοι πρόσφυγες… αυτός ο καφενές έγινε το στέκι μας, να τα λέμε, να θυμόμαστε και να ξεχνάμε τον πόνο μας.

-Από πού είσαι; Εγώ είμαι από το Αϊβαλί.

-Κι εγώ Αϊβαλιώτης είμαι. Ποιο είναι το πατρικό σου; Εκείνο το διόροφο στο λιμάνι;

-Αυτό είναι που το ξέρεις;

-Έχεις αρχοντικό παράστημα και σκέφτηκα τέτοιος λεβέντης στο αρχοντόσπιτο θα ‘μενε.

-Εσύ πού έμενες;

-Κι εγώ κοντά στο λιμάνι. Το σπίτι μου είχε μια εσωτερική αυλή και στη μέση είχαμε αφήσει ένα κούτσουρο, δηλαδή τι κούτσουρο; Σωστός κορμός δέντρου. Εκεί ξεψύχησε κι η δόλια η μάνα μου…

-Η μάνα σου;

-Έφυγε με τον καημό του μεγάλου γιου της, δεν άντεξε. Της σκότωσαν τον άντρα, τον γιο. Τα άλλα τα παιδιά της δεν ήξερε που ήταν. Τρεις γιοι της στρατιώτες… τα μικρά δεν ήταν σπίτι… χαλασμός. Κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν οι άλλοι… Τι σε σκοτίζω; κάθε οικογένεια έχει και μια παρόμοια ιστορία. Κι εσύ κάτι θα ‘χεις να πεις.

-Είχα κι εγώ δυο μικρές αδερφούλες. Είχαμε κι ένα μωρό, τριών –τεσσάρων, τον Γιωργάκη… Και χάθηκαν…. Δεν έμαθα τι απέγιναν. Δεν ξέρω τι απέγινε κι ο μπαρμπα-Στρατής και η κυρα-Πηνελόπη. Άραγε ζούνε;

Συγκρατώ το δάκρυ, αλλά δεν είναι εύκολο… Δεν με αναγνωρίζει και δεν μπορεί να καταλάβει ότι τόση ώρα του μιλώ για τη δική του οικογένεια. Δεν θέλει να δεχτεί ότι η οικογένεια που ξεκληρίστηκε είναι η δική του; Και συνεχίζω…

-Είχες άλλα αδέρφια;

-Ναι είχα, τον μεγάλο μας, τον Μιχαλάκη, τον Χαραλάμπη, τον δεύτερό μας και τον μικρότερο τον Βασίλη. Ο Μιχαλάκης ήταν ήσυχος, δεν ήθελε τον πόλεμο. Έτρεχε στα κτήματα με τον πατέρα, ετοιμαζόταν και να παντρευτεί. Ήθελε μια ήρεμη ζωή. Ο Βασίλης ήταν ανήσυχος. Δεν μπορούσες να τον ηρεμήσεις. Προσπαθούσε να μας μιμηθεί. Τον Χαραλάμπη κι εγώ ήθελα να τον μοιάσω, αλλά κι ο σπόρος; Φύγαμε για τον πόλεμο και τον αφήσαμε πίσω. Του είπαμε εσύ κάτσε να προσέχεις τα μικρά. Εγώ και ο Χαραλάμπης ήμασταν μεγάλοι. Ο Βασίλης ήταν δεν ήταν στα δεκατέσσερα. Δεν μπορούσε να πάει στρατιώτης. Δεν το χώνεψε. Σε μια δόση που πήγα να δω τη μάνα δεν τον βρίσκω σπίτι. Δήλωσε ψέμματα και τον πήραν στο στρατό. Μικρός κι άμαθος… άραγε ζει;

Ο Σωτήρης τότε ξεσπά σε κλάμα γοερό. Δεν το περίμενα. Αυτός με μάλωνε για να μην κλαίω, γιατί μου έλεγε ότι τα παληκάρια τ’ Αϊβαλιού δεν κλαίνε. Και τώρα αυτός λυγάει για μένα…

-Ρε Σωτήρη! Τα παληκάρια τ’ Αϊβαλιού δεν κλαίνε!

Γυρίζει και με κοιτάζει. Σκουπίζει με το ανάστροφο του χεριού τα μάτια του. Είναι γεμάτος απορία. Έχει στηλώσει το βλέμμα πάνω μου και δεν λέει τίποτε. Με κοιτάζει και τον κοιτάζω. Κι ο φίλος σέβεται αυτή τη σιωπή. Θα έχουν περάσει δέκα δεκαπέντε λεπτά, όταν σπάζω τη σιωπή, τον αγκαλιάζω και του λέω:

-Αδερφέ μου!

-Αδερφέ μου;

-Δεν με κατάλαβες; Είμαι ο Βασίλης…

-Ο Βασίλης! … (παύση) … Τα μάτια του πατέρα… το παράστημα… ίδιος ο μπαρμπα-Στρατής…

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ ΑΪΒΑΛΙΩΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΑ

Β.Κ.

                Ευλογημένος τόπος οι Κυδωνίες. Σ΄ αυτόν μαρτύρησε ο Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης, στις 26 Νοεμβρίου του 1807, προστάτης των ξυλογλυπτών. Για τη μαρτυρική θυσία του Αγίου και τις αντιδράσεις των πιστών γράφει ο Φώτης Κόντογλου: «Τότε ούλος κείνος ο κόσμος χύθηκε έξω φρενών απάνου στο ζεστό κορμί. Κι άλλος σφούγγιζε το αίμα, άλλος ασπαζότανε τ’ άγιο λείψανο ή την πλάκα, άλλος ξέσκιζε ένα κομμάτι απ’ το ρούχο του, άλλος δόξαζε το Θεό. Μάταια τα τουρκιά τους χτυπούσανε με τα ραβδιά και τους κλωτσούσανε. Ο αγάς πρόσταξε να τους βαρέσουνε στα καλά, κι οι τούρκοι βάνανε τις φωνές και πέσανε με γυμνά σπαθιά απάνου στους χριστιανούς. Οι κακόμοιροι οι χριστιανοί σκορπίσανε φωνάζοντας «Κύριε ελέησον. Κύριε ελέησον» κι άλλος έχασε το φανάρι του, άλλος το ραβδί του, άλλος τα παπούτσια του, άλλος το καλπάκι του…».

 

 Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης,

διά χειρός Φωτίου Κόντογλου (

http://users.otenet.gr/~mystakid/iconsfk.htm

)

Περισσότερες πληροφορίες στις ιστοσελίδες:

http://www.pigizois.net/agiologio/lesviako_agiologio/17.htm

http://www.ehw.gr/asiaminor/forms/filePage.aspx?lemmaId=4021

Ιαν 11
18

Κωστής Παλαμάς, “Πατρίδες”


Εδώ ουρανός παντού κι ολούθε ήλιου αχτίνα,
και κάτι ολόγυρα σαν του Υμηττού το μέλι,
βγαίνουν αμάραντ’ από μάρμαρο τα κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ενός Ολύμπου η θεία Πεντέλη.

Στην ομορφιά σκοντάβει σκάφτοντας η αξίνα,
στα σπλάχνα αντί θνητούς θεούς κρατά η Κυβέλη,
μενεξεδένιο αίμα γοργοστάζ’ η Αθήνα
κάθε που τη χτυπάν του Δειλινού τα βέλη.

Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι
ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει
καθώς απάνου σ’ ασπρολούλουδο μια κάμπη,

ο λαός των λειψάνων ζη και βασιλεύει
χιλιόψυχος, το πνεύμα και στο χώμα λάμπει,
το νιώθω, με σκοτάδια μέσα μου παλεύει

Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου
και σμίγ’ η Ανατολή μ’ ένα φιλί τη Δύση,
κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου

Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία,
αχάλαστα και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

Βλέπε:

http://hellenica.blogspot.com/2007/06/blog-post.html

Ιαν 11
18
Κάτω από (Βιβλιοπαρουσίαση) από στις 18-01-2011 και με ετικέτα ,

Το “Εορτολόγιο 2011”, ένα ημερολόγιο τσέπης, έκδοση του ορθόδοξου χριστιανικού περιοδικού “Αγία Λυδία”, είναι αφιερωμένο στην ελληνική ομογένεια.  Με ιδιαίτερα συγκινητικό ύφος απευθύνεται στον απόδημο ελληνισμό, που αγωνίζεται να διατηρήσει την ελληνικότητά του και την πίστη του.

Εντυπωσιακή είναι η αποστροφή προς τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό: “σας θαυμάζουμε γιατί δεν αλλοιωθήκατε, γιατί δεν χάσατε τα δύο βασικά στοιχεία της ταυτότητας του Έλληνος και του Ορθοδόξου Χριστιανού…”. Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες που ζουν εκτός Ελλάδας, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι, τουλάχιστον, κάνουν προσπάθεια να διατηρήσουν αυτές τις αξίες. Ίσως να εκτιμούν σε μεγαλύτερο βαθμό την πατρίδα μας από ό,τι εμείς που δεν την στερηθήκαμε. Οι Έλληνες που δεν έχουμε ζήσει σε άλλη χώρα, δυστυχώς είμαστε μιμητές των άλλων και ξενόδουλοι, περιφρονώντας και υποτιμώντας “τα δικά μας”. Οι Έλληνες του εξωτερικού, με κάποιες εξαιρέσεις, ζουν με τη γλυκιά ανάμνηση της πατρίδας, ή έχουν κρατήσει στην ψυχή τους μια Ελλάδα αξιών. Ίσως αυτοί να θλίβονται περισσότερο με την οικτρή, σε πολλούς τομείς, κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας.

Δεν είναι απαραίτητο να προχωρήσω σε άλλα σχόλια, αρκεί ένα απόσπασμα από μία επιστολή ενός απόδημου Έλληνα, που εκφράζει κάθε ελληνική καρδιά που χτυπά εκτός συνόρων: “Έζησα πολλά χρόνια σε ξένη χώρα, ουδέποτε όμως, είτε στην λύπη μου είτε στην ευτυχία μου, δεν λησμόνησα την προσφιλή μου πατρίδα, αλλά πάντοτε προσπάθησα να την ενθαρρύνω προς την πρόοδο και την ευτυχία…”

Ήταν καιρός να γίνει και ένα μικρό αφιέρωμα, τσέπης, στον απόδημο ελληνισμό για να μην τον λησμονούμε. Γιατί, “ποια είναι τα όρια της Ελλάδος;” Μα … “η Ελλάδα είναι και εκεί όπου χτυπά ελληνική καρδιά, ελληνική παρουσία…”

Δεκ 10
22

Γιάννης Ρίτσος, Ποίηση και Εικόνα, μία παραγωγή του 1988, από το αρχείο της ΕΡΤ

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα σχόλια: “στο ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Γιάννης Ρίτσος, Ποίηση και Εικόνα» ο ποιητής της «Ρωμιοσύνης» αυτοβιογραφείται, μεταφέροντας μνήμες από τα παιδικά του χρόνια, τη ζωή, την εξορία του και αναλύοντας το ποιητικό και εικαστικό έργο του. Αναφέρεται στα αξιόλογα δείγματα ζωγραφικής τέχνης που αποκαλύπτουν τη μοναδικότητα, την ευαισθησία, το ρομαντισμό και τα πάθη του. Αναλύει τη λειτουργία των δύο τεχνών, αντιμετωπίζοντας τη ζωγραφική ως έναν διαφορετικό τρόπο άσκησης ποίησης… Κατά τη διάρκεια της εκπομπής ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει το ποίημα «Ο Επαναστάτης» από τη συλλογή «Τα Αρνητικά της σιωπής»…

Δεκ 10
22
Κάτω από (Ιστορία) από στις 22-12-2010 και με ετικέτα ,

“Η άλωση της Πόλης”
από το National Geographic
Σύμφωνα με τα σχόλια που περιέχονται στο σχετικό αφιέρωμα, “πεντακόσια πενήντα πέντε χρόνια μετά την Αλωσης της Πόλης και τις δραματικές εξελίξεις που οδήγησαν στην οριστική πτώση του Βυζαντίου και στην άνοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το National Geographic έρχεται να προσφέρει στο παγκόσμιο κοινό ένα συγκλονιστικό οπτικοακουστικό λεύκωμα: «1453: Η Αλωση της Πόλης».
   To ντοκιμαντέρ παραγωγής 2007-08, βασίζεται στο αρχειακό υλικό του National Geographic, “συνδυασμένο με σπάνια ντοκουμέντα, ιστορικές μαρτυρίες και κινηματογραφικές λήψεις σε όλους τους τόπους στους οποίους εξελίχθηκαν τα γεγονότα”.

Δεκ 10
22
Κάτω από (Λογοτεχνία) από στις 22-12-2010 και με ετικέτα ,

Γιάννης Ρίτσος,

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

http://www.youtube.com/watch?v=9EcZH_9bZYE&feature=related

http://www.youtube.com/watch?v=PNpw7gqogj0&feature=related

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος,  του Ludwig van Beethoven

Δεκ 10
21

Κάτω από (Χωρίς κατηγορία) από στις 21-12-2010

Μια απλή σελίδα του blogs.sch.gr, χωρίς ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης…

Το μόνο που επιθυμεί η διαχειρίστρια της σελίδας είναι να μοιράζεται, μερικές φορές, σκέψεις και διαβάσματα με άλλους, όσους από περιέργεια ή τυχαία «συναντούν» στην περιδιάβασή τους στο διαδίκτυο και αυτήν τη σελίδα…

Ο Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895. Σε ηλικία ενός έτους έχασε τον πατέρα του, Νικόλαο Αποστολέλη, και την ανατροφή του ανέλαβε ο αδελφός της μητέρας του, ηγούμενος της μονής Αγίας Παρασκευής, Στέφανος Κόντογλου. Για να τιμήσει τον θείο του υιοθέτησε και το επώνυμό του.

“Η Μικρασιατική Καταστροφή τον έφερε, μαζί με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, πρώτα στη Λέσβο και ύστερα στην Αθήνα. Ο Κόντογλου έφυγε από το Αϊβαλί κυνηγημένος, ανέστιος, με μια εικόνα της Αγίας Παρασκευής στα χέρια, για να βρεθεί, … σε μια ελλαδική κοινωνία κατάπληκτη από την αποτυχία της, ανίσχυρη ν’ αντιδράσει και, το χειρότερο, δίχως ελπίδες.  Η ανάγκη ανόρθωσης ενός σταθερού κέντρου πνευματικής αναφοράς, ενός νέου μυθικού κόσμου εσωτερικής πίστης τον έφερε το 1923 στο Άγιον Όρος, όπου μελέτησε ­ βρισκόμενος σε «θεϊκό μεθύσι, με καρδιά που καιγότανε, σε έκσταση», όπως γράφει, ­ τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη…  Ήταν ένας φυσιολάτρης, ένας αισθητιστής «με χριστιανική ανατροφή» και ρομαντικό πάθος για τον «πεθαμένο κόσμο», στον οποίο τον μετέφεραν με την «εξωτική τους φωνή τα μυρίπνοα αυτά άνθη» (το κείμενο σε εισαγωγικά έχει αντληθεί από το

http://www.youtube.com,

από τις σχετικές αναφορές στο Φώτη Κόντογλου).

Δεν θα επεκταθώ στη βιογραφία του Φώτη Κόντογλου, καθώς είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των ιστοσελίδων στο διαδίκτυο που αναφέρονται στον Φώτη Κόντογλου και το έργο του.  Χρήσιμες πληροφορίες μπορούμε να αντλήσουμε από την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια:

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9A%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%85.

Ενώ λεπτομερής παρουσίαση της ζωής και του έργου του γίνεται στην ιστοσελίδα:

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/index.htm.

Ιδιαίτερα ευχάριστα αντλούμε πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Φώτη Κόντογλου μέσα από παλιές, υποθέτω, τηλεοπτικές εκπομπές, αποσπάσματα των οποίων βρίσκουμε στο youtube και σας τα παραθέτω:

“Φώτης Κόντογλου”, σε σκηνοθεσία Τάσου Ψαρρά

Ενδιαφέρουσα είναι και η εκπομπή: «Η ΔΕ ΠΟΛΙΣ ΕΛΑΛΗΣΕΝ», τίτλος επεισοδίου: “Ναύπλιο – Φ. Κόντογλου”, παραγωγή 1992. Γίνεται μία περιήγηση στην πόλη του Ναυπλίου, ενώ ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Γρηγόρης Βαλτινός διαβάζουν αποσπάσματα από τις ενότητες «Τ’ Ανάπλι» και «Το Παλαμίδι» του πεζογραφήματος «Ταξείδια» του Φώτη Κόντογλου. Και σύμφωνα με τα σχόλια που βρίσκουμε στο youtube, “ο συγγραφέας καταγράφει την εμπειρία του και τα συναισθήματά του, μετά από την περιήγησή του στον τόπο του. Καταθέτει τον πνευματικό του καημό και μας κοινωνεί το αθάνατο νάμα της Ιστορίας του Γένους”.