>
Στο ξεκίνημα της νέας σχολικής χρονιάς που θα μείνει στην ιστορία ως η πρώτη που «τα βιβλία και οι εκπαιδευτικοί περιμένουν τους μαθητές και όχι το αντίστροφο», αφιερώνονται οι σκέψεις που διαβάζετε. Δυο σύντομα σχόλια για την υπουργική ρήση που προσφέρεται για διάφορες αναγνώσεις: α) ουσιαστικά επισφραγίστηκε το κρυφό μυστικό της απουσίας οργάνωσης που επικρατούσε τα προηγούμενα χρόνια στην προετοιμασία της κάθε φορά νέας σχολικής χρονιάς και, β) το οργανωμένο πλαίσιο υποβάλλει και επιβάλλει σε γονείς και εκπαιδευτικούς τη λειτουργία του ως παράδειγμα για την οργάνωση κάθε σχολικής μονάδας.
Προς τι τα σχόλια αυτά; Αναζητώντας πιθανούς λόγους για τη μη προσφορά όλων των εκπαιδευτικών σε μια σχολική μονάδα, για τις διαφορές στο ύφος, τον τρόπο, τη διάθεση για δημιουργικές δραστηριότητες, που οδηγούν τους άτυπους και ταυτόχρονα αμείλικτους αξιολογητές μας – τους γονείς – από το να διατυπώνουν ποικίλα σχόλια μέχρι να αναζητούν άλλο σχολείο για τα παιδιά τους. Ενδεχομένως δηλαδή κάποιος εκπαιδευτικός να σκέφτεται ότι «αφού οι διοικούντες δε θέλουν να μου εξασφαλίσουν τα αναγκαία για να λειτουργήσω, μάλλον δε θέλουν να λειτουργήσω». Κάποιοι συνάδελφοι σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις υποστηρίζουν πως αυτή η θεώρηση έχει πλέον εμπεδωθεί από ένα μεγάλο μέρος του κλάδου και πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει.
Υπάρχει βέβαια και το δεύτερο σχόλιο για την οργάνωση κάθε σχολικής μονάδας που είναι έργο του Συλλόγου Διδασκόντων. Κυρίαρχο όργανο ο Σύλλογος Διδασκόντων σε κάθε σχολείο, καλείται τις πρώτες μέρες της σχολικής χρονιάς να πάρει αποφάσεις που θα οργανώσουν τη σχολική ζωή και θα οδηγήσουν στην καλύτερη δυνατή παραγωγή εκπαιδευτικού έργου. Δεν είναι λίγες ωστόσο οι συνεδριάσεις που ολοκληρώνουν τις εργασίες τους αναθέτοντας τις εκτός διδασκαλίας εργασίες όπως ομιλίες, εφημερίες κτλ στα μέλη του Συλλόγου. Εδώ είναι ακριβώς που μπλέκονται οι δύο θεωρήσεις/ σχόλια που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή του παρόντος κειμένου και που σαν αποτέλεσμα είναι πιθανό να έχουν «μία κατάσταση από τα ίδια». Ίσως αν συνεχιστεί με συνέπεια μια τέτοιου τύπου οργάνωση για κάμποσα χρόνια από τη μεριά της διοίκησης για να προσδοκάται πως θα αλλάξει η στάση των εκπαιδευτικών.
Ειδικότεροι στόχοι με την έννοια της εστίασης σε ένα συγκεκριμένο θέμα σε επίπεδο μονάδας σπάνια τίθενται, για παράδειγμα οι εργασίες που ανατίθενται στο σπίτι, ο τρόπος που θα ενημερώνονται οι γονείς, ο τρόπος που θα προσεγγίζονται διδακτικά αντικείμενα όπως η λογοτεχνία ή τα μαθηματικά, ο τρόπος που θα καλλιεργηθεί η διάθεση συνεργασίας και θα μειωθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των μαθητών. Υποστηρίζω με άλλα λόγια πως για να θεωρηθεί πως το σχολείο λειτουργεί, θα πρέπει να λειτουργεί ως κοινότητα. Να αποπνέει στους μαθητές και τους γονείς σιγουριά για το ποιος τους διδάσκει, για το ενιαίο της αντιμετώπισης, για τη συνεργατική διάθεση μεταξύ εκπαιδευτικών και παιδιών. Εξετάστε το ακόλουθο σενάριο: Η διαπραγμάτευση σε βάθος σε επίπεδο σχολικής κοινότητας ενός θέματος σε διάφορα επίπεδα – ανάλογα με την ηλικία των παιδιών – που θα καταλήγει σε ανακοίνωσή του ώστε να σχηματοποιείται μια πλήρης εικόνα γι αυτό και να δίνεται η αίσθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης στα παιδιά. Ένα τέτοιο πλαίσιο διαπραγμάτευσης, δίνει τη δυνατότητα τα παιδιά να συνεργαστούν, να αναπτυχθούν κίνητρα και να δημιουργηθεί ενδιαφέρον που θα οδηγήσει σε δυναμικό διάλογο και πραγματική γνώση. Είναι σαφές πως προκειμένου να υλοποιηθεί μια τέτοια θεώρηση θα πρέπει να προηγηθεί συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών. Συνεργασία που θα οδηγήσει στη δημιουργία προσφέροντας κάτι διαφορετικό στα παιδιά από τη διαπραγμάτευση ενός συγκεκριμένου βιβλίου όπως είναι η κατάσταση της διαπραγμάτευσης του βιβλίου του οργανισμού.
Αν και η εναρμόνιση των εκπαιδευτικών που διδάσκουν τα τμήματα μιας τάξης αντανακλά μια κοινή βάση για κάποια διδακτική συμπεριφορά από τη μεριά του σχολείου, δεν είναι λίγοι οι συνάδελφοι που θεωρούν πως μια απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων – στον οποίο ανήκουν – που αφορά στην εναρμόνιση της διδακτικής τους πρακτικής με μία προσυμφωνημένη βάση – αποτελεί παρέμβαση στη δουλειά τους. Ζήτημα προκύπτει και με τη διάθεση κάποιου εκπαιδευτικού να παρεκκλίνει από την επίσημη ή τη συμφωνημένη κατεύθυνση, να διδάξει με βάση τις αρχές ενός καινοτόμου και/ή ριζοσπαστικού προγράμματος. Μια πρώτη προσέγγιση βέβαια είναι πως αν δεν μπορεί να πείσει τους συναδέλφους των υπολοίπων τμημάτων της τάξης ή του σχολείου του, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποστηρίζει την εφαρμογή καινοτόμων ιδεών. Η προσέγγιση αυτή λειτουργεί και ως δικλείδα ασφαλείας για τους γονείς αφού οι υπόλοιποι εκπαιδευτικοί λειτουργούν ως κυματοθραύστης τέτοιων προσπαθειών.
Μεταφερόμαστε έτσι σε ένα εξωτερικό μεν – καθοριστικό δε ως προς την επίδρασή του – προς το θέμα ζήτημα, αυτό της πραγματικής αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της διδασκαλίας μιας μεθόδου ή ενός διδακτικού προγράμματος. Το γεγονός της μετατροπής των εκπαιδευτικών από δημιουργούς σε διεκπεραιωτές μπορεί να διασφάλισε επίπεδο διδασκαλίας σε όλη την επικράτεια, την ίδια στιγμή όμως οδήγησε τον κλάδο στο να εμπεδώσει το ένα και μοναδικό, επίσημο και αποδεκτό αυστηρά καθοδηγούμενο σύστημα. Η κατάσταση επιδεινώνεται με την απουσία και την ατολμία αξιολόγησης των επίσημων προγραμμάτων, γεγονός που ενώ θα έπρεπε να ωθεί τους εκπαιδευτικούς σε εφαρμογή καινοτόμων πρακτικών, τους κρατά σε κατάσταση παθητικής αποδοχής μετατρέποντας την εκπαίδευση από δυναμική πράξη σε γραφειοκρατική διεκπεραίωση. Οι αποδείξεις που μπορεί να ζητηθούν από κάποιον εκπαιδευτικό που επιθυμεί να διαφοροποιηθεί είναι πολύ πιθανό να μην υπάρχουν. Το δυστύχημα στη διδασκαλία – για τα σημερινά αυτοματοποιημένα ήθη –είναι πως τις περισσότερες φορές απαιτείται ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να αξιολογηθούν τα αποτελέσματά της. Όταν λοιπόν θα αξιολογηθεί μια νέα παρέμβαση τότε οι μισοί από μας μπορεί να πίνουμε καφέ στα ΚΑΠΗ!
Προς τι τα σχόλια αυτά; Αναζητώντας πιθανούς λόγους για τη μη προσφορά όλων των εκπαιδευτικών σε μια σχολική μονάδα, για τις διαφορές στο ύφος, τον τρόπο, τη διάθεση για δημιουργικές δραστηριότητες, που οδηγούν τους άτυπους και ταυτόχρονα αμείλικτους αξιολογητές μας – τους γονείς – από το να διατυπώνουν ποικίλα σχόλια μέχρι να αναζητούν άλλο σχολείο για τα παιδιά τους. Ενδεχομένως δηλαδή κάποιος εκπαιδευτικός να σκέφτεται ότι «αφού οι διοικούντες δε θέλουν να μου εξασφαλίσουν τα αναγκαία για να λειτουργήσω, μάλλον δε θέλουν να λειτουργήσω». Κάποιοι συνάδελφοι σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις υποστηρίζουν πως αυτή η θεώρηση έχει πλέον εμπεδωθεί από ένα μεγάλο μέρος του κλάδου και πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει.
Υπάρχει βέβαια και το δεύτερο σχόλιο για την οργάνωση κάθε σχολικής μονάδας που είναι έργο του Συλλόγου Διδασκόντων. Κυρίαρχο όργανο ο Σύλλογος Διδασκόντων σε κάθε σχολείο, καλείται τις πρώτες μέρες της σχολικής χρονιάς να πάρει αποφάσεις που θα οργανώσουν τη σχολική ζωή και θα οδηγήσουν στην καλύτερη δυνατή παραγωγή εκπαιδευτικού έργου. Δεν είναι λίγες ωστόσο οι συνεδριάσεις που ολοκληρώνουν τις εργασίες τους αναθέτοντας τις εκτός διδασκαλίας εργασίες όπως ομιλίες, εφημερίες κτλ στα μέλη του Συλλόγου. Εδώ είναι ακριβώς που μπλέκονται οι δύο θεωρήσεις/ σχόλια που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή του παρόντος κειμένου και που σαν αποτέλεσμα είναι πιθανό να έχουν «μία κατάσταση από τα ίδια». Ίσως αν συνεχιστεί με συνέπεια μια τέτοιου τύπου οργάνωση για κάμποσα χρόνια από τη μεριά της διοίκησης για να προσδοκάται πως θα αλλάξει η στάση των εκπαιδευτικών.
Ειδικότεροι στόχοι με την έννοια της εστίασης σε ένα συγκεκριμένο θέμα σε επίπεδο μονάδας σπάνια τίθενται, για παράδειγμα οι εργασίες που ανατίθενται στο σπίτι, ο τρόπος που θα ενημερώνονται οι γονείς, ο τρόπος που θα προσεγγίζονται διδακτικά αντικείμενα όπως η λογοτεχνία ή τα μαθηματικά, ο τρόπος που θα καλλιεργηθεί η διάθεση συνεργασίας και θα μειωθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των μαθητών. Υποστηρίζω με άλλα λόγια πως για να θεωρηθεί πως το σχολείο λειτουργεί, θα πρέπει να λειτουργεί ως κοινότητα. Να αποπνέει στους μαθητές και τους γονείς σιγουριά για το ποιος τους διδάσκει, για το ενιαίο της αντιμετώπισης, για τη συνεργατική διάθεση μεταξύ εκπαιδευτικών και παιδιών. Εξετάστε το ακόλουθο σενάριο: Η διαπραγμάτευση σε βάθος σε επίπεδο σχολικής κοινότητας ενός θέματος σε διάφορα επίπεδα – ανάλογα με την ηλικία των παιδιών – που θα καταλήγει σε ανακοίνωσή του ώστε να σχηματοποιείται μια πλήρης εικόνα γι αυτό και να δίνεται η αίσθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης στα παιδιά. Ένα τέτοιο πλαίσιο διαπραγμάτευσης, δίνει τη δυνατότητα τα παιδιά να συνεργαστούν, να αναπτυχθούν κίνητρα και να δημιουργηθεί ενδιαφέρον που θα οδηγήσει σε δυναμικό διάλογο και πραγματική γνώση. Είναι σαφές πως προκειμένου να υλοποιηθεί μια τέτοια θεώρηση θα πρέπει να προηγηθεί συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών. Συνεργασία που θα οδηγήσει στη δημιουργία προσφέροντας κάτι διαφορετικό στα παιδιά από τη διαπραγμάτευση ενός συγκεκριμένου βιβλίου όπως είναι η κατάσταση της διαπραγμάτευσης του βιβλίου του οργανισμού.
Αν και η εναρμόνιση των εκπαιδευτικών που διδάσκουν τα τμήματα μιας τάξης αντανακλά μια κοινή βάση για κάποια διδακτική συμπεριφορά από τη μεριά του σχολείου, δεν είναι λίγοι οι συνάδελφοι που θεωρούν πως μια απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων – στον οποίο ανήκουν – που αφορά στην εναρμόνιση της διδακτικής τους πρακτικής με μία προσυμφωνημένη βάση – αποτελεί παρέμβαση στη δουλειά τους. Ζήτημα προκύπτει και με τη διάθεση κάποιου εκπαιδευτικού να παρεκκλίνει από την επίσημη ή τη συμφωνημένη κατεύθυνση, να διδάξει με βάση τις αρχές ενός καινοτόμου και/ή ριζοσπαστικού προγράμματος. Μια πρώτη προσέγγιση βέβαια είναι πως αν δεν μπορεί να πείσει τους συναδέλφους των υπολοίπων τμημάτων της τάξης ή του σχολείου του, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποστηρίζει την εφαρμογή καινοτόμων ιδεών. Η προσέγγιση αυτή λειτουργεί και ως δικλείδα ασφαλείας για τους γονείς αφού οι υπόλοιποι εκπαιδευτικοί λειτουργούν ως κυματοθραύστης τέτοιων προσπαθειών.
Μεταφερόμαστε έτσι σε ένα εξωτερικό μεν – καθοριστικό δε ως προς την επίδρασή του – προς το θέμα ζήτημα, αυτό της πραγματικής αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της διδασκαλίας μιας μεθόδου ή ενός διδακτικού προγράμματος. Το γεγονός της μετατροπής των εκπαιδευτικών από δημιουργούς σε διεκπεραιωτές μπορεί να διασφάλισε επίπεδο διδασκαλίας σε όλη την επικράτεια, την ίδια στιγμή όμως οδήγησε τον κλάδο στο να εμπεδώσει το ένα και μοναδικό, επίσημο και αποδεκτό αυστηρά καθοδηγούμενο σύστημα. Η κατάσταση επιδεινώνεται με την απουσία και την ατολμία αξιολόγησης των επίσημων προγραμμάτων, γεγονός που ενώ θα έπρεπε να ωθεί τους εκπαιδευτικούς σε εφαρμογή καινοτόμων πρακτικών, τους κρατά σε κατάσταση παθητικής αποδοχής μετατρέποντας την εκπαίδευση από δυναμική πράξη σε γραφειοκρατική διεκπεραίωση. Οι αποδείξεις που μπορεί να ζητηθούν από κάποιον εκπαιδευτικό που επιθυμεί να διαφοροποιηθεί είναι πολύ πιθανό να μην υπάρχουν. Το δυστύχημα στη διδασκαλία – για τα σημερινά αυτοματοποιημένα ήθη –είναι πως τις περισσότερες φορές απαιτείται ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να αξιολογηθούν τα αποτελέσματά της. Όταν λοιπόν θα αξιολογηθεί μια νέα παρέμβαση τότε οι μισοί από μας μπορεί να πίνουμε καφέ στα ΚΑΠΗ!
Αφήστε μια απάντηση