vaskotoulas's misreadings

12 Δεκεμβρίου, 2014

Σχετικά με τις Μαθησιακές Δυσκολίες

Αρκετοί μαθητές εκδηλώνουν δυσκολίες στην κατάκτηση και το χειρισμό του γραπτού λόγου. Οι βασικές τους δυσκολίες στο γραπτό λόγο είναι τα λάθη φωνολογικού τύπου (διαφορετική ακουστική εικόνα, πχ μαλο αντί μήλο) και/ή ιστορικής ορθογραφίας (διατήρηση ακουστικής εικόνας, μη τήρηση κανόνων ιστορικής ορθογραφίας, πχ μήλω αντί μήλο) και η αναγνωστική τους αποκωδικοποίηση είναι κομπιαστή και συλλαβιστή. Η έμφαση που δίνεται στη διδασκαλία στην ακριβή εφαρμογή του κώδικα, οδηγεί την προσοχή αποκλειστικά στην εφαρμογή του κώδικα με αποτέλεσμα όλη η δυναμική να εστιάζει εκεί. Έτσι δε μένουν “πόροι” για την παρακολούθηση του νοήματος κατά την ανάγνωση καθώς επίσης για την πληρότητα του κειμένου. Έρευνα έχει δείξει πως παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, χρησιμοποιούν στο κείμενό τους τις λέξεις την ορθογραφία των οποίων γνωρίζουν. Έτσι το κείμενο που καταθέτουν είναι φτωχό.

Οι διδακτικές προσεγγίσεις φαίνεται να παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των κριτηρίων ποιότητας ενός κειμένου. Οφείλουμε συνεπώς να λειτουργήσουμε διδακτικά περιβάλλοντα που θα επιτρέπουν στα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες να λειτουργήσουν στο σχολείο, παράγοντας κείμενα με βάση τις εμπειρίες και τις γνώσεις τους.

9 Οκτωβρίου, 2011

>Αποχαιρετισμός στα όπλα… συγγνώμη στα ΚΕΔΔΥ

>

Μικρό χρονικό διάστημα πριν την έκδοση του τεύχους, είδε το φως της δημοσιότητας – διέρρευσε λένε κάποιοι – το προσχέδιο του νόμου για την οργάνωση των Περιφερειακών Υπηρεσιών Διοίκησης της Εκπαίδευσης Διαβάστε όλο το άρθρο »

16 Ιουλίου, 2011

>Για ένα δυναμικό μοντέλο εκπαίδευσης

>

Δεν έχω γνωρίσει μέχρι τώρα έναν εκπαιδευτικό που να του αρέσει ο χαρακτηρισμός «γραφειοκράτης». Όσες φορές έγινα μάρτυρας απόδοσης τέτοιου χαρακτηρισμού σε εκπαιδευτικούς, διαπίστωσα πως αποστρέφονταν τον όρο και τον επέστρεφαν. Όλοι μας υποστηρίζουμε δυναμικές θεωρήσεις για το εκπαιδευτικό σύστημα, που συνήθως εκφράζονται με θέσεις του τύπου «πρώτα ο μαθητής». Πέρα από τα όμορφα λόγια και τις δυναμικές θέσεις όμως, η αλήθεια που καταγράφω να αντανακλά την σχολική καθημερινότητα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απολύτως γραφειοκρατική. Αυτό προκύπτει από την ατομικότητα που συνήθως χαρακτηρίζει τους εκπαιδευτικούς στο έργο τους, την απουσία συλλογικότητας – εκτός από την υπεράσπιση εργασιακών δικαιωμάτων – και παράλληλα την ανυπαρξία καταγραφών που να αναδεικνύουν ένα διαφορετικό χαρακτήρα της παρουσίας τους στο σχολείο.

Ο εκπαιδευτικός διδάσκει, στοχοθετεί με βάση το Αναλυτικό Πρόγραμμα και την πραγμάτωσή του, όπως τουλάχιστον αυτή αντανακλάται από τα σχολικά βιβλία. Το σίγουρο είναι πως το τμήμα του δεν αποτελείται από όμοιους μαθητές, έτσι θα πρέπει να σχεδιάσει με κριτήριο τα ενδιαφέρονται και τις ικανότητες των μαθητών του. Διαχειρίζεται τυχόν κρίσεις μεταξύ των μαθητών του σχολείου και τους κατευθύνει στην υιοθέτηση συμπεριφορών αποδοχής και σεβασμού προς τον άλλο. Αν και αυτά χαρακτηρίζουν τη σχολική καθημερινότητα και αναδεικνύουν την επιστημονική διάσταση του επαγγέλματος ή λειτουργήματος – αν θέλετε – που επιτελούμε, δεν καταγράφονται ούτε αναφέρονται σε κάποιο επίσημο έγγραφο. Δεν ξέρω αν υπάρχει σχολική μονάδα που να τηρεί τέτοιο αρχείο τεκμηρίων. Έτσι, η πολύτιμη γνώση που αναδύεται από την εμπειρία της εφαρμογής χάνεται.
Σε ό,τι αφορά στην καταγραφή για τους στόχους και τα επίσημα βιβλία, προκύπτει ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Η αύξηση στο 30%, της δυνατότητας που θα δίνεται στον εκπαιδευτικό για να τροποποιήσει τις προσφερόμενες δραστηριότητες του βιβλίου, αναδεικνύει την ανάγκη ανασχεδιασμού και ανάδειξης των απαιτούμενων τροποποιήσεων προκειμένου τα βιβλία να γίνουν λειτουργικά για όλους τους μαθητές. Η ποικιλία των προσεγγίσεων αντανακλούν το ταμπεραμέντο και τις θεωρήσεις κάθε εκπαιδευτικού και φυσικά αποτελούν την πολύτιμη κληρονομιά κάθε σχολικής μονάδας. Σε κάθε περίπτωση, είναι πληροφορίες που θα βοηθήσουν τους μελλοντικούς συναδέλφους στο να διδάξουν αποτελεσματικότερα αναδεικνύοντας μάλιστα την επιστημονική διάσταση της διδακτικής καθημερινότητας. Παράλληλα θα καλλιεργήσουν τη συλλογικότητα, καθώς η επώνυμη κατάθεση άποψης θα πραγματοποιείται με την ανάλογη ευθύνη. Θα προσφέρουν πρώτης τάξης υλικό για μια ουσιαστική αξιολόγηση των βιβλίων σε διάφορα περιβάλλοντα. Τέλος, δημιουργούν τη διδακτική ιστορία της σχολικής μονάδας που σταδιακά θα αναδείξει το χαρακτήρα της.
Αντίστοιχες καταγραφές φυσικά θα μπορούσαν να υπάρξουν και για την εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών μεταξύ των μαθητών. Η καταγραφή του τρόπου αντιμετώπισής τους θα έδινε τη δυνατότητα να αναδεικνύονται τυχόν ρατσιστικές αντιλήψεις και τάσεις απέναντι σε μαθητές ανάπηρους, αλλοδαπούς, με μειωμένες επιδόσεις ή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Δεν είναι δυνατόν όλα τα σχολεία να είναι πολιτείες αγγέλων, να μην καταγράφονται βίαιες – λεκτικές ή σωματικές – εκδηλώσεις. Η συστηματική καταγραφή τους καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισής τους θα δώσει τη δυνατότητα της αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων των εκπαιδευτικών, του στοχευμένου σχεδιασμού προγραμμάτων, αφενός, πρόληψης εκδήλωσης αρνητικών συμπεριφορών και αφετέρου, εμπέδωσης συμπεριφορών εκτίμησης και βοήθειας μεταξύ των μαθητών.
Η μη ύπαρξη ενός τέτοιου αρχείου που να περιγράφει τις δυναμικές παιδαγωγικές ενέργειες των εκπαιδευτικών της σχολικής μονάδας, αποτέλεσε ουσιαστικά την αφορμή για την ανάπτυξη αυτής της πρότασης. Προβληματιστήκαμε με συναδέλφους στο σχολείο για το τι είχε γίνει σε μια ανάλογη περίπτωση με αυτή που αντιμετωπίζαμε πριν από δύο μόλις χρόνια. Η σύνθεση της σχολικής μονάδας πάνω – κάτω η ίδια, όμως οι μνήμες πάνω στο θέμα, επιφανειακές. Κανένας μας δεν μπορούσε να ανασυνθέσει την τότε πραγματικότητα με επάρκεια και τα στοιχεία που συγκεντρώναμε άφηναν κενά. Αναδύθηκε έτσι, η ανάγκη της καταγραφής ακόμη και για την ανάγκη και το ύφος της τότε παρέμβασης.
Σε όλες αυτές τις καταγραφές θέση φυσικά έχουν και οι φωτοτυπίες εμπέδωσης που για μία ακόμη σχολική χρονιά δόθηκαν στους μαθητές. Ο αριθμός τους είναι εξαιρετικά μεγάλος και το κόστος παραγωγής τους αποτελεί ένα σοβαρό κονδύλι στις λειτουργικές δαπάνες της σχολικής μονάδας. Σε απόλυτους αριθμούς φαίνεται να βρίσκεται στις πέντε πρώτες θέσεις σε μια πολυδύναμη σχολική μονάδα. Οδηγούν έτσι αβίαστα στο συμπέρασμα πως το σχολικό βιβλίο είναι ανεπαρκές για τη συγκεκριμένη σχολική μονάδα. Θα πρέπει συνεπώς να δοθεί η δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς της να καταθέσουν εμπεριστατωμένα και με τη σχετική ευθύνη την άποψή τους. Όπως κανένας εκπαιδευτικός δεν δέχεται να του κλέψουν έστω και μια ώρα από τον προσωπικό του χρόνο, έτσι και ο ίδιος θα πρέπει να σέβεται τον προσωπικό χρόνο των μαθητών του.
Η παρουσία του μαθητή στο σπίτι δεν μπορεί να είναι συνυφασμένη με την μελέτη μαθημάτων. Η κατά παραγγελία ανάγνωση και γραφή δεν είναι καθόλου σίγουρο πως οδηγεί το μαθητή στους στόχους που έχουν προσδιοριστεί. Η εργασία του θα πρέπει να αρχίζει και να ολοκληρώνεται στο σχολείο δίνοντάς του τη δυνατότητα να αναπτύξει άλλου τύπου δραστηριότητες στον υπόλοιπο χρόνο της ημέρας. Στο πνεύμα αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί το προσφερόμενο υλικό και να γίνουν οι ανάλογες τροποποιήσεις. Αν πάλι ο εκπαιδευτικός θεωρεί πως τέτοιου τύπου μέτρα ουσιαστικά οδηγούν το μαθητή σε μαθησιακές ελλείψεις, τότε η πρότασή του θα πρέπει να πάρει το σωστό προσανατολισμό για να οδηγήσει σε αποτελέσματα. Οι φωτοτυπίες δεν μπορούν να λειτουργούν είτε ως μέσο απασχόλησης του παιδιού στο σπίτι είτε ως κριτήριο ποιότητας της εργασίας του εκπαιδευτικού, καθώς ο τελικός αποδέκτης τους – ο μαθητής αν δεν κάνω λάθος – διαμορφώνει τελικά αρνητική στάση και αντίληψη για τη σχολική γνώση και τον τρόπο μελέτης που τον κατευθύνει ο εκπαιδευτικός.
Κάθε εκπαιδευτικός μπορεί να καταθέτει όλες τις τροποποιήσεις που επιχειρεί σε κάποιο φάκελλο, που θα είναι προσβάσιμος από όλους. Οι αναφορές του θα έχουν στόχο τις δραστηριότητες που προσφέρονται στο σχολικό βιβλίο και θα πρέπει να πραγματοποιούνται με γνώμονα τους μαθητές του. Μόλις διαμορφώνει σαφή άποψη για το τμήμα του, καλό είναι να συντάσσει περιγραφική έκθεση για το τμήμα του, προσδιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τις ατομικές διαφορές των μαθητών του. Τέτοιου τύπου εκθέσεις βέβαια συντάσσονται εδώ και χρόνια από τους εκπαιδευτικούς των τμημάτων ένταξης είτε με τη μορφή της αρχικής αξιολόγησης είτε με τη μορφή της τελικής αποτίμησης της παρέμβασής τους. Εξασφαλίζουν με τον τρόπο αυτό μια εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της παρέμβασής τους, πυξίδα για τις μελλοντικές τους διδακτικές παρεμβάσεις και παράλληλα σύνδεση – γέφυρα – της παρέμβασής τους με την επόμενη χρονιά.
Οι συνθήκες που επικρατούν την ώρα που γράφονται τούτες οι λέξεις δεν είναι και οι καλύτερες για πολλούς συναδέλφους που έχοντας χάσει την οργανική τους θέση βρίσκονται στη διάθεση των ΠΥΣΠΕ. Πρέπει να εκληφθούν από τον αναγνώστη ως πρόταση στην κατεύθυνση διαμόρφωσης ταυτότητας, άποψης και συλλογικότητας. Η επιστημονική ταυτότητα του εκπαιδευτικού και παιδαγωγού δεν έχει διαμορφωθεί με αποτέλεσμα άλλοι να αποφασίζουν για την καθημερινότητά μας χωρίς εμάς. Η παραχώρηση εκπαιδευτικού χώρου σε ξένους, δυστυχώς οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα με κυρίαρχο την απώλεια της εμπιστοσύνης στις ενέργειές μας. Ας δράσουμε!
Καλό καλοκαίρι!

29 Ιανουαρίου, 2011

>Επιχειρώντας την πλήρη αναδόμηση της έννοιας του μαθητοκεντρισμού: η περίπτωση της προώθησης και χρήσης διαδραστικών πινάκων

>Η συζήτηση και η προωθητική δραστηριότητα που καταγράφεται τα δύο τελευταία χρόνια γύρω από τη χρήση διαδραστικών πινάκων στη διδασκαλία στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση βαίνει αυξανόμενη. Δεν είναι λίγες οι φωνές και οι αναφορές που υποστηρίζουν πως ένα σχολείο μπορεί να θεωρείται πλέον εξοπλισμένο μόνο αν έχει διαδραστικούς πίνακες και πως ένας εκπαιδευτικός μπορεί να θεωρείται αποτελεσματικός μόνο αν χρησιμοποιεί διαδραστικό πίνακα στη διδασκαλία του. Η φιλολογία είναι τέτοια που δεν είναι λίγα τα σχολεία που έχουν ήδη προμηθευτεί τέτοιους πίνακες. Ποια είναι ωστόσο η χρησιμότητά τους; Ποια η θέση τους στη διδακτική διαδικασία; Δύο δύσκολα και βασανιστικά – γι αυτούς που προωθούν τους πίνακες – ερωτήματα που δεν βρίσκουν εύκολες απαντήσεις πέρα των: α) καταργούμε το χαρτί, β) εξασφαλίζουμε σημειώσεις για τους μαθητές και, γ) μπορούμε να έχουμε εποπτικά μέσα όπως χάρτες, κείμενα κτλ στα οποία μπορούμε να επεμβαίνουμε σημειώνοντας ενδεχομένως πάνω τους διάφορες παρατηρήσεις χωρίς να τα καταστρέφουμε, με την έννοια πως δεν θα είναι δυνατή η χρήση τους στη συνέχεια και από κάποιον άλλο.
Ίσως κάποιος βρει κάμποσες άλλες απαντήσεις στο ερώτημα για τη χρήση των διαδραστικών πινάκων καθώς οι εφαρμογές της πληροφορικής είναι πολλές, συνεπώς στο σχεδιασμό είναι δυνατό να επινοηθούν εναλλακτικές λύσεις. Όλα τούτα ωστόσο έχουν τη θέση τους σε μια δασκαλοκεντρικού τύπου διδασκαλία. Η χρήση διαδραστικού πίνακα μπορεί να κάνει την παράδοση πιο ζωντανή, την ανακεφαλαιωτική επεξεργασία πιο συστηματική, τη διδασκαλία μοντέλων μελέτης και/ή στρατηγικών πιο παραστατική. Αυτά ωστόσο έχουν να κάνουν με τύπους δασκαλοκεντρικής διδασκαλίας, με μαθητές που παρακολουθούν την παράθεση πληροφοριών και/ή απαντούν σε ερωτήσεις ατομικά ή ομαδικά. Η ενεργητική παρέμβασή τους στον προσδιορισμό των αξόνων διαπραγμάτευσης του διδακτικού αντικειμένου δεν φαίνεται να ταιριάζει στη διδασκαλία με διαδραστικό πίνακα.
Πού μπορεί να βρίσκεται η βασική ιδέα για τη χρήση διαδραστικών πινάκων πέρα από το γεγονός πως αυτοί που τους εμπορεύονται έχουν καταφέρει να τους αναγάγουν σε ιδιαίτερο εργαλείο ποιότητας της διδασκαλίας και να προωθήσουν στην αγορά το στόκ των εταιρειών; Οι προωθητικές ενέργειες και η σπουδή με την οποία σπεύδουν πολιτικές ηγεσίες να υιοθετήσουν το μέσο, θεωρώ πως αντανακλούν παρεμβάσεις στη δουλειά μας, παρεμβάσεις επαγγελματιών που δεν έχουν καμιά σχέση με το παιδί και τη διδασκαλία του. Πριν είκοσι κάτι χρόνια βέβαια, τη θέση των διαδραστικών πινάκων στις προωθητικές ενέργειες, κρατούσε το «κλειστό» εκπαιδευτικό λογισμικό, αυτό δηλαδή που ήταν φτιαγμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να λειτουργεί όπως το βιβλίο να ενημερώνει δηλαδή πάνω σε ένα θέμα, μη επιτρέποντας την όποια παρέμβαση ή παρέκκλιση από το δρόμο που του έχει ορίσει ο κατασκευαστής του (βλέπε Ξεφτέρης, Μηχανές, Ανθρώπινο Σώμα κτλ). Με σχετική καθυστέρηση, η Πολιτεία αποφάσισε να εξοπλίσει τις σχολικές μονάδες της χώρας με λογισμικό τέτοιου τύπου («κλειστό»), χωρίς όμως να δώσει καμιά απολύτως πληροφορία για το πώς αυτό θα ενταχθεί στη διαδικασία του μαθήματος (Γκλαβάς, Βεντούρης, Κόνταρης, Κουτσής, Παπαδοπούλου, Σκαλτσάς, 2010). Η δημοσιοποίηση πάντως της πράξης πραγματοποιήθηκε και όλοι είμαστε ήσυχοι πως τα χρήματα της Ε.Ε. έπιασαν τόπο! Η επανάσταση της διακίνησης της πληροφορίας – που ωστόσο χαρακτηρίστηκε από αυθαιρεσία και από απουσία αξιολόγησής της – σε συνδυασμό με τις μεταγνωστικές θεωρίες που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο της ψυχολογίας και της διδακτικής, πολύ γρήγορα οδήγησαν στην αποκαθήλωση των κλειστών λογισμικών από το θρόνο του κυρίαρχου «προς πώληση» εκπαιδευτικού προϊόντος. Οι νέες τάσεις απαιτούν πλέον λογισμικό «ανοιχτού» τύπου, που να δίνει τη δυνατότητα στο μαθητή να μετασχηματίσει την πληροφορία, αυτή που αφειδώς προσφέρεται πλέον στο διαδίκτυο.
Ο μετασχηματισμός της πληροφορίας ωστόσο απαιτεί στρατηγικές και οι στρατηγικές κριτήρια επιλογής και χρήσης τους. Έτσι, και με δεδομένο ότι οι στρατηγικές διδάσκονται άμεσα, δασκαλοκεντρικά δηλαδή, πρέπει να αντιληφθούμε πως κάποιο σημαντικό ποσοστό της διδασκαλίας μας τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια φοίτησης στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, θα κινείται αποκλειστικά από τον εκπαιδευτικό.
Όλα τούτα έρχονται να συνθέσουν για κάποιους, μια νέα πραγματικότητα, ελκυστική, προκλητική, σαν την τηλεόραση που μαγνητίζει τα παιδικά βλέμματα. Στο νέο περιβάλλον, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, προβολείς και, φυσικά, εξαιρετικά δυναμικούς εκτυπωτές. Το κόστος εξοπλισμού μιας διδακτικής μονάδας εκτοξεύεται και κανείς δεν ενημερώνει με ποιον τρόπο θα γίνει η κάλυψή του. Αυτά βέβαια αφορούν το κομμάτι της υλικοτεχνικής υποδομής που μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολιτική απόφαση σε κεντρικό ή περιφερειακό επίπεδο. Το κομμάτι ωστόσο της ένταξης των μέσων αυτών στη διδασκαλία δεν αναφέρεται από κανένα ή αναφέρεται μόνο αποσπασματικά, τονίζοντας αποκλειστικά τη δυνατότητα επεξεργασίας των πληροφοριών στην αίθουσα. Στο σημείο αυτό υποστηρίζω βρίσκεται η παρέμβαση των διαφόρων παραγόντων της αγοράς στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών που θα χειριστούν τα μέσα αυτά είναι αποσπασματική και μέχρι πρότινος στηριζόταν σε σεμινάρια μικρής διάρκειας, αυτά που χαρακτηρίστηκαν Β΄ επιπέδου. Αν και ο αριθμός των επιμορφωμένων και πιστοποιημένων εκπαιδευτικών σε βασικές δεξιότητες των ΤΠΕ στην εκπαίδευση, μάλλον απέχει μακράν της κάλυψης του συνολικού αριθμού τους ώστε να θεωρηθεί πιθανή η υλοποίηση σε επίπεδο επικράτειας όπως προκύπτει από αξιολογήσεις του έργου (Γκλαβάς, Μπαμπά, Παπασακελλαρίου, Σκαλτσάς, Βεντούρης, 2010) ωστόσο η προώθηση των τεχνολογικών επιτευγμάτων καλά κρατεί. Η προμήθεια των πινάκων χωρίς να εξασφαλιστεί με σιγουριά ότι η χρήση τους θα ωφελήσει τους μαθητές εκ των πραγμάτων αποτελεί υπερβολή και σπατάλη εκτός κι αν με τον τρόπο αυτό καλύπτεται η ανάγκη κάποιων μεγάλων να «παίξουν» με μέσα που ελκύουν την προσοχή τους – αυτό που στην νεοελληνική αργκό εκφράζει ο όρος γκατζετάκιας – και που πιστεύουν πως θα ενδιαφέρουν και τα παιδιά.
Η παιδοκεντρική διδακτική προσέγγιση στηρίζεται στην κάλυψη των ενδιαφερόντων των παιδιών, που θα τους δώσει και κίνητρο μάθησης. Η κάλυψη όμως των ενδιαφερόντων τους δεν μπορεί να γίνει με διαλέξεις και εικόνες. Δεν μπορεί να συμβεί με διδασκαλία από την έδρα και τους μαθητές να παρακολουθούν παθητικά ένα πιο ελκυστικό πλαίσιο από αυτό του βιβλίου. Και όμως, τη στιγμή αυτή, ομάδες εργασίας στο πλαίσιο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ετοιμάζουν συνοδευτικό υλικό (διδακτικά σενάρια, παράθεση πηγών, ασκήσεις) που θα πλαισιώνει τη διδασκαλία των βιβλίων που θα κρατούν οι μαθητές και που δεν είναι άλλα από αυτά της τελευταίας πενταετίας. Οι εκθέσεις και οι παρατηρήσεις για την ανεπάρκεια κάποιων από αυτά (βλ. Μαθηματικά Β & Ε τάξεων) καθώς και το γεγονός πως υλοποιούνται από εκπαιδευτικούς που ουδέποτε διδάχτηκαν συστηματικά κάποιες έννοιες όπως προοργανωτές, φωνολογική επίγνωση, αυτορρύθμιση, μεταγνωστικές στρατηγικές, γνωστική σύγκρουση δεν ενδιαφέρει κανένα. Η μεταρρύθμιση θέλει να οικοδομήσει ψηλότερα, ακόμη και αν στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια. Εκπαιδευτικοί διαφόρων επιπέδων, σε υποδομές διαφόρων επιπέδων το μόνο που θα επιτύχουν θα είναι να τονίσουν τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των μαθητών.
Υπάρχει βέβαια και η διάσταση που τίμια και καθαρά έθεσε τη δεκαετία του 1960, ο Siegfried Engelmann που δραστηριοποιήθηκε στη διδασκαλία παιδιών που προέρχονταν από φτωχά περιβάλλοντα συστηματοποιώντας τη χρήση της άμεσης δασκαλοκεντρικής διδασκαλίας. Ο ιδιαίτερος τρόπος του, αποσκοπούσε στο να καταφέρει πρώτα να κερδίσει όχι μόνο την προσοχή του μαθητή αλλά και να του μάθει να εκτελεί με ακρίβεια ό,τι έλεγε. Ξεκινούσε με τη διδασκαλία σειράς κινήσεων στους μαθητές που μπορεί να διαρκούσε και ένα μήνα. Πιο συγκεκριμένα ο εκπαιδευτικός έδειχνε κάποιες κινήσεις στους μαθητές του και ζητούσε να τις επαναλάβουν. Σταδιακά πρόσθετε και άλλες κινήσεις μετατρέποντας την επανάληψη σε μια πράξη που απαιτούσε την απόλυτη προσοχή. Αυτό γινόταν σε όλη τη διάρκεια του ημερήσιου προγράμματος μέχρι να σιγουρευτεί πως τα παιδιά είναι πλέον προσηλωμένα. Υποστήριζε μάλιστα πως «Η εκπαίδευση δεν έχει σχεδιαστεί για να ικανοποιήσει τα προσωπικά ενδιαφέροντα κάθε παιδιού… η επιδίωξη της διαδικασίας είναι η συμμόρφωση… και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έχουμε εκπαίδευση χωρίς συμμόρφωση».
Σε αυτές τις καταστάσεις, καταγράφω την αφωνία των εκπαιδευτικών κάθε βαθμίδας. Δεν μπορούμε να επιτρέπουμε τον οποιοδήποτε να μιλά για τη δική μας δουλειά γιατί τότε εξαφανίζουμε τον αυτοσεβασμό μας. Χωρίς αυτοσεβασμό δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε τίποτε από κανένα!
Καλή Χρονιά!

Βιβλιογραφικές Αναφορές
Bereiter, C., and Engelmann, S., (1966). Teaching Disadvantaged Children in the Preschool. Englewood Cliffs, N.J.: Prentice-Hall.
Γκλαβάς, Σ., Βεντούρης, Α., Κόνταρης, Χ., Κουτσής, Η., Παπαδοπούλου, Ε., Σκαλτσάς, Η., (2010). Αξιοποίηση εκπαιδευτικού λογισμικού στη διδασκαλία: Οι δράσεις του Π.Ι.. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 16: 5-21.
Γκλαβάς, Σ., Μπαμπά, Μ., Παπασακελλαρίου, Α., Σκαλτσάς, Η., Βεντούρης, Α., (2010). Απολογισμός των έργων Επιμόρφωσης – Πιστοποίησης εκπαιδευτικών σε βασικές δεξιότητες των ΤΠΕ στην εκπαίδευση. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 16: 226-240.
Engelmann, S. (1969). Conceptual learning. San Rafael, Calif.:Dimensions Publishing.
Engelmann, S. (1975). Your child can succeed. New York: Simonand Schuster.

11 Οκτωβρίου, 2010

>Ανακυκλώνοντας την αποτυχία: Η στρατολόγηση πελατών

>Με τον όρο στρατολόγηση νοείται η είσοδος σε μια ομάδα που έχει κάποια χαρακτηριστικά. Υπονοείται φυσικά η αποδοχή των χαρακτηριστικών της ομάδας από το άτομο προκειμένου να εξασφαλιστεί και η υιοθέτηση της ταυτότητάς της. Ο όρος εμπεριέχει επίσης τις διαστάσεις του υποχρεωτικού και αναγκαίου, αυτού που δεν μπορεί να αποφευχθεί. Οι Valtin & Naegele, (2001) χρησιμοποίησαν τον όρο κριτικάροντας την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα τους (Γερμανία) στον τομέα της αντιμετώπισης των μαθησιακών δυσκολιών. Οι μαθητές – “πελάτες” αξιολογούνται στη βάση του μοντέλου του γνωστικού ελλείμματος, μιας διαδικασίας εντοπισμού χαρακτηριστικών δηλαδή, που θεωρούνται πως θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στη γνωστική επίδοση. Τα γνωστικά ελλείμματα αποδίδονται σε εγγενείς παράγοντες, ορισμός που λειτουργεί αποσυμπιεστικά προς γονείς και εκπαιδευτικούς για τις ευθύνες τους ενώ παράλληλα τους καλύπτει με την ανάγκη παρέμβασης “ειδικού”, προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα.
Από το σημείο αυτό ξεδιπλώνεται η λειτουργία των σχετικών και των πέριξ την ειδική εκπαίδευση ιδιωτικών κέντρων. Το σενάριο λέει πως ο ασφαλισμένος εξασφαλίζει κάποιες συνεδρίες – μαθήματα – μέσω της επιτροπής του ασφαλιστικού του φορέα (διάβαζε ΙΚΑ) που μπορεί να διαρκέσουν για ένα έτος ίσως και περισσότερο. Αφού τελειώσουν τα δωρεάν μαθήματα, ο γονέας πείθεται για τη συνέχισή τους, κάτι εύκολο, αφού τα μαθήματα που έχει δεχτεί το παιδί του καθώς εστιάζονται σε δεξιότητες, οδηγούν σε αργή βελτίωση, τέτοια που να φαίνεται πως απαιτείται επιπλέον υποστήριξη. Έτσι, η διαδικασία στρατολόγησης ολοκληρώνεται και ο γονέας συντηρεί την επαγγελματική δραστηριότητα και φυσικά την οικονομική επιφάνεια του “ειδικού”.
Η διαδικασία στρατολόγησης είναι δομημένη “σοφά” προστατεύοντας τους δημιουργούς της αφού λίγοι μπορούν να σκεφτούν όλες τις παραμέτρους και αυτοί που μπορούν (διάβαζε εκπαιδευτικοί και συνδικαλιστικά τους όργανα) δεν ασχολούνται περιοριζόμενοι σε κάποιες περιπτώσεις σε ό,τι περισσεύει και γι αυτούς (διάβαζε ιδιαίτερα μαθήματα). Μια πρώτη επισήμανση είναι πως τα μαθήματα παραδίδονται σε πλαίσιο εντελώς διαφορετικό από αυτό του τμήματος που φοιτά το παιδί. Ενώ λοιπόν θα περίμενε κάποιος να προσαρμόζεται το ιδιαίτερο μάθημα – συνεδρία σύμφωνα με τους “ειδικούς” – ακριβώς στο επίπεδο του παιδιού, αυτό που καταγράφεται είναι να προσαρμόζεται το παιδί στο έτοιμο υλικό που έχει στα χέρια του κάθε “ειδικός”. Οι “ειδικοί” αυτοί ωστόσο δεν είναι καν εκπαιδευτικοί και το θέμα που προκύπτει είναι ιδιαίτερα κρίσιμο καθώς δεν μπορεί να δηλώνεται εκπαιδευτικός, παιδαγωγός ή δάσκαλος όποιος ολοκληρώνει τη φοίτηση σε όποια σχολή. Ποιες είναι λοιπόν οι σπουδές αυτών των “ειδικών” που διδάσκουν τα παιδιά; Πώς μπορεί να δηλώνεται “ειδικός παιδαγωγός” κάποιος κοινωνικός λειτουργός, λογοπαιδικός ή εργοθεραπευτής; Αν το κάνει αυτό λόγω συνάφειας με το αντικείμενο θα πρέπει να γνωρίζει πως μάλλον παραπλανά παρά βοηθά την κατάσταση. Σε συνθήκες λοιπόν εντελώς διαφορετικές από αυτές του σχολείου, οι μαθητές καλύπτουν τα κενά τους εξαιρετικά αργά ενώ την ίδια στιγμή οι συμμαθητές τους που δεν έχουν κάποια δυσκολία “τρέχουν” όχι μόνο στα μαθήματα αλλά και στα παιχνίδια αφού δεν έχουν την πίεση των απογευματινών “συνεδριών”. Η αντιμετώπιση των δυσκολιών λοιπόν πραγματοποιείται σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, με εντελώς διαφορετική ύλη και εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ένα τέτοιο πλαίσιο είναι το ζητούμενο από την άποψη της Fernald η οποία υποστήριξε πως τίποτε δεν μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία ενός παιδιού όταν επαναλαμβάνει μια διδασκαλία στην οποία την πρώτη φορά που παρακολούθησε απέτυχε. Το σχόλιό της αφορούσε την αντιμετώπιση δυσκολιών μέσω της επανάληψης της διδασκαλίας βιβλίων που είχαν ήδη διδαχτεί τα παιδιά και είχαν αποτύχει (Fernald, 1943 στο Chall, 1983). Σα να λέμε δηλαδή πως ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες που φοιτά στην τρίτη τάξη υποστηρίζεται με επανάληψη της διδασκαλίας των βιβλίων της πρώτης ή της δευτέρας τάξης ή πως το παραπάνω παιδί εμπλέκεται σε ασκήσεις που ταιριάζουν σε παιδιά νηπιαγωγείου.
Μέσα από μια τέτοια διαδικασία οι μαθητές φαίνεται τελικά να εμπεδώνουν την κατωτερότητά τους σε σχέση με τους συμμαθητές τους που δεν έχουν μαθησιακές δυσκολίες και σε ότι αφορά πάντα τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις. Θα μπορούσαμε να τους περιγράψουμε σαν τους μαθητές που αδυνατούν να κατανοήσουν ό,τι συμβαίνει στο τμήμα τους κατά τη διδασκαλία. Προκειμένου λοιπόν να βρουν μια θέση στην κοινωνική ομάδα του τμήματός τους, υιοθετούν όποιον άλλο ρόλο είναι διαθέσιμος που είναι πολύ πιθανό να μην είναι πάντα αρεστός.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η πρόταση που διαμορφώνεται για αποτελεσματική αντιμετώπιση των δυσκολιών που εκδηλώνουν οι μαθητές είναι πως αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει και παρέμβαση στο τμήμα τους ανάμεσα στους συμμαθητές τους. Η διδασκαλία τους θα πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε χρήση στρατηγικών ώστε σε πλαίσιο ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας να μπορέσουν να ενεργοποιηθούν και η ύλη που θα διδάσκονται μπορεί να είναι προσαρμοσμένη. Δεν είναι παράλογο επίσης να συμπεριλάβει κάποιος στους στόχους της διδασκαλίας και την τροποποίηση της στάσης των συμμαθητών που δεν έχουν μαθησιακές δυσκολίες ώστε να αποδεχτούν το συμμαθητή τους και να μάθουν να τον κρίνουν και να τον προσδιορίζουν πέρα από τις επιδόσεις του. Αυτές δυστυχώς καταδυναστεύουν πλέον την κοινωνία μας καθώς έχουν μεταφέρει τις πρακτικές της αγοράς σε όλες τις λειτουργίες της άρα και στην εκπαίδευση. Όπως δηλαδή λόγο ύπαρξης έχει μόνον η εταιρεία ή ο μεταπράτης ή ο βιομήχανος που καταφέρνει να παρουσιάζει κάθε χρόνο βελτιωμένες επιδόσεις (διάβαζε πωλήσεις) έτσι και στην εκπαίδευση λόγο ύπαρξης έχουν μόνο οι ικανοί. Επιστρέφοντας ωστόσο στο θέμα, γίνεται φανερό πως η εστίαση στη βοήθεια του “ειδικού” καλλιεργείται και από το όλο πλαίσιο που κινείται η οικογένεια.
Οι παραπάνω αναφορές καθώς θίγουν και τη διάσταση του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού ενδεχομένως να προκαλούν αρνητικά συναισθήματα και κάποιος να με κατηγορήσει πως κινούμαι συντεχνιακά. Μπροστά ωστόσο στις πολιτικές που δημιουργούν συνθήκες απελευθέρωσης των επαγγελμάτων είναι πιθανό κάποιοι να διεκδικήσουν το ρόλο του εκπαιδευτικού σπιλώνοντάς τον. Αναφερόμαστε σε κέρδη που θα επιδιώξουν να αποκομίσουν μέσα από την προσφορά μαθημάτων χωρίς να έχουν αποτέλεσμα. Όταν ο μαθητής είναι μικρός σε ηλικία, τα μαθήματα θα εστιάζουν στην καλλιέργεια βασικών δεξιοτήτων και όσο μεγαλώνει σε καλλιέργεια δεξιοτήτων να ξεπεράσουν τα εμπόδια που θέτουν οι εξετάσεις για την αλλαγή βαθμίδας. Κέρδη αναζήτησαν και κάποιοι εκπαιδευτικοί / παιδαγωγοί από το σύστημα αυτό όταν λειτούργησαν ως μεσάζοντες κατευθύνοντας μαθητές τους προς κάποια κέντρα. Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να καταδείξουμε την όλη τους δραστηριότητα και να τη στηλιτεύσουμε καθώς τα χρήματα αυτά κερδίζονται κοροϊδεύοντας γονείς και παιδιά.
Οι συζητήσεις για την προσφερόμενη ποιότητα δεν πρέπει να γίνονται έξω από το πλαίσιο αναφοράς. Στην έρευνα των Whinnery & Fuchs (1993) καλύτερα αποτελέσματα σε εξετάσεις βρέθηκαν να έχουν εκείνοι οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες που διδάχτηκαν πώς λειτουργούν οι εξετάσεις και έμαθαν να χειρίζονται το χρόνο τους ανάλογα, παρά οι μαθητές που διδάχθηκαν σε ένα περιβάλλον πιο ελεύθερο τη φιλοσοφία των μαθηματικών. Θα μπορέσουμε συνεπώς να συζητήσουμε για ένα νέο πλαίσιο όταν θα εξασφαλιστεί η ισότιμη συμμετοχή όλων των μαθητών. Όταν θα υπάρχει σεβασμός απέναντι στην κληρονομιά κάθε μαθητή – κάτι που μόνο ένας συνειδητοποιημένος εκπαιδευτικός στο κατάλληλο πλαίσιο μπορεί να υλοποιήσει – μπορούμε να περιμένουμε αλλαγές στις θεωρήσεις και τις στάσεις.
Οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες δεν έχουν ακόμη ασχοληθεί με την υπεράσπιση του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού, είναι ωστόσο ένα θέμα που φοβάμαι πως θα αναδυθεί στο άμεσο μέλλον. Ένα πρώτο βήμα θα μπορούσε να είναι η διεκδίκηση προσφοράς εκπαίδευσης αποκλειστικά από φορείς και προσωπικό που ανήκουν στο Υπουργείο Παιδείας. Όσο εμπλέκονται και άλλα υπουργεία – όπως για παράδειγμα το Υπουργείο Υγείας – στην υπόθεση εκπαίδευση το τοπίο θα συνεχίσει να είναι θολό (δείτε για παράδειγμα την ακόλουθη ιστοσελίδα http://www.yyka.gov.gr/prokurixeis/prokhryxh_symvashs_misthwshs_ergou_22010_EIK.pdf ).
Δεν αποκλείεται βέβαια η απάθεια απέναντι στη διαδικασία στρατολόγησης να έχει ρίζες όχι μόνο στις γενικότερες θεωρήσεις που συνδέουν τις μαθησιακές δυσκολίες με την τεμπελιά και την απροθυμία για μελέτη αλλά και στην τάση να αναζητείται ο ικανότερος που ουσιαστικά αντανακλά τον βασικό κανόνα επιβίωσης. Κάποτε όμως πρέπει να μάθουμε πως ικανότερος δεν είναι αυτός που μπορεί και “τρώει” τον άλλο αλλά αυτός που βοηθάει τον άλλο να επιζήσει.

Βιβλιογραφικές παραπομπές
Chall, J. (1983). Learning to read: The great debate (Updated edition). NY: McGraw Hill.
Valtin, R. & Naegele, I. (2001). Correcting reading and spelling difficulties: A balanced model for remedial education. The Reading Teacher 55 (1): 36-45.
Whinnery, K., & Fuchs, L., (1993). Effects of goal and test-taking strategies on the computation performance of students with learning disabilities. Learning Disabilities Research and Practice, 8 (4): 204-214.

25 Ιουνίου, 2009

>Διαφορετικότητα και επίδοση: αφορμή για μια ιστορία

>Στο κλείσιμο της σχολικής χρονιάς και μπροστά στον προγραμματισμό της επόμενης, αναδεικνύονται διάφορες καταστάσεις που χαρακτηρίζουν την ποιότητα και τον χαρακτήρα του συστήματος. Διάλεξα να αναφερθώ σε μια πραγματική κατάσταση που προέκυψε σε ένα σχολείο της πόλης προκειμένου να διατυπώσω ένα σχόλιο για τη σχέση μεταξύ της επιδίωξης της επίδοσης και της αποδοχής της διαφορετικότητας. Μπορεί η συζήτηση για το ενιαίο σχολείο να φαίνεται πως έχει καλυφθεί μέσα από την ψήφιση νόμων, όμως όπως θα φανεί από το περιστατικό, η πραγματικότητα απέχει. Δεν ανήκει στις προθέσεις μου η στηλίτευση συμπεριφορών εκπαιδευτικών ωστόσο κάποια στιγμή θα μπορούσαμε να δούμε κι αυτή τη διάσταση ώστε να μη φαινόμαστε ανακόλουθοι όταν συζητούμε για εξασφάλιση κοινωνικών εταίρων στην προσπάθεια διεκδίκησης καλύτερων εργασιακών συνθηκών. Επίσης θα πρέπει να τονίσω πως η αναφορά μόνο στο αρσενικό γένος γίνεται προκειμένου να διαβάζεται πιο άνετα το κείμενο.
Σε δύο συστεγαζόμενα δημοτικά σχολεία, ο χωρισμός των παιδιών σε τμήματα πραγματοποιείται με βάση την απόλυτη αλφαβητική σειρά. Έτσι, το ένα σχολείο έχει τους μαθητές που το επίθετό τους ξεκινά από τα πρώτα γράμματα της αλφαβήτου και το άλλο αυτούς που το επίθετό τους ξεκινά από τα τελευταία. Μοναδικό κριτήριο αποδοχής της κατάστασης αυτής είναι για να μην υπάρχουν διαμαρτυρίες σχετικά με επιλογές παιδιών προς το ένα ή προς το άλλο σχολείο που καθώς αντανακλούν επιλογές εκπαιδευτικών ουσιαστικά οδηγούν σε εντάσεις στο σύλλογο. Με το σύστημα αυτό όλοι ήταν ικανοποιημένοι, μέχρι που ανάμεσα στους μαθητές του τελευταίου τμήματος της πρώτης τάξης βρέθηκαν τέσσερις μαθητές με ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις.
Το θέμα δεν έφτασε ποτέ στο Σύλλογο Διδασκόντων αφού ο εκπαιδευτικός θεώρησε ντροπή να ομολογήσει στους συναδέλφους του πως δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει διδακτικά τα προβλήματα των παιδιών και, οι Διευθυντές υπέθεσαν πως τα πράγματα πηγαίνουν μια χαρά αφού δεν έχει αναφερθεί τίποτε, το θέμα μάλιστα ύπαρξης μαθητών με χαμηλές επιδόσεις δεν μπήκε σε καμιά συνεδρίαση. Στο ξεκίνημα της επόμενης χρονιάς, ακολουθήθηκε η ίδια πρακτική στο χωρισμό των τμημάτων και όλα έδειχναν να πηγαίνουν μια χαρά. Ο εκπαιδευτικός ζήτησε απόσπαση για άλλο σχολείο «έτσι για αλλαγή» ταυτόχρονα όμως – μάλλον το θεώρησε ως υποχρέωσή του – ενημέρωσε τους γονείς των μαθητών του που είχαν τις υψηλότερες επιδόσεις σχετικά με τη δομή του τμήματος, τους προέτρεψε μάλιστα να πιέσουν σε κάθε κατεύθυνση για να εξασφαλίσουν την αλλαγή τμήματος για τα παιδιά τους. Οι γονείς διεκδίκησαν ό,τι τους υπέδειξε ο δάσκαλος κι έτσι το θέμα έγινε γνωστό στο Σύλλογο Διδασκόντων. Η απαίτηση των γονέων δεν ικανοποιήθηκε και οι Διευθυντές έδωσαν εγγυήσεις στους γονείς για την καλύτερη υποστήριξη.
Σε βαρύ κλίμα πια, καταγράφηκε για δεύτερη φορά πως το τελευταίο τμήμα της πρώτης τάξης είχε επίσης μεγάλο αριθμό μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες, μαθητές που οι επιδόσεις τους ήταν εξαιρετικά χαμηλές. Ο συνάδελφος που είχε το τμήμα από το τέλος του πρώτου τριμήνου ανέφερε τις δυσκολίες και από το τέλος του δεύτερου τριμήνου ξεκίνησε η υποστήριξη των παιδιών αυτών στο τμήμα ένταξης. Ο συνάδελφος, στο κλείσιμο της χρονιάς, βλέποντας πως οι δυσκολίες μάλλον οξύνονται πρότεινε την ανακατανομή των παιδιών στα τμήματα προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομαλή ένταξη των παιδιών στο εκπαιδευτικό σύστημα. Στο άρθρο 12, παράγραφος 4 του Προεδρικού Διατάγματος 201/98 αναφέρεται: «Στα συγκροτήματα που φοιτούν τσιγγανόπαιδες, παλιννοστούντες, αλλοδαποί, μαθητές που φιλοξενούνται σε ιδρύματα και γενικά μαθητές που χρειάζονται πρόσθετη βοήθεια στο διδακτικό και στον κοινωνικό τομέα, αυτοί κατανέμονται ισομερώς σε όλα τα τμήματα των συστεγαζόμενων σχολείων, …, με σκοπό την ομαλή ένταξή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα.»
Στη συζήτηση προστέθηκε και το θέμα της προηγούμενης πρώτης τάξης και πλέον ο Σύλλογος Διδασκόντων έπρεπε να αποφασίσει για το μοίρασμα των μαθητών δύο τμημάτων ή αν θέλετε τάξεων αφού θα έπρεπε να ισοκατανεμηθούν οι περιπτώσεις των μαθητών που δυσκολεύονται να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η απόφαση μόνο αβασάνιστα δεν μπορεί να ληφθεί καθώς το θέμα είναι σύνθετο. Οι μαθητές και ειδικά της δευτέρας τάξης έχουν πορευθεί επί διετία σε τμήματα στα οποία έχει αναπτυχθεί δυναμική ομάδας και κώδικας επικοινωνίας. Οι γονείς των μαθητών όλων των τμημάτων θα πρέπει να συναινέσουν στη νέα κατανομή. Το ζητούμενο, βελτιωμένες επιδόσεις από όλα τα παιδιά, δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα επιτευχθεί στις νέες συνθήκες που θα προκύψουν από τη νέα κατανομή. Χρόνια πριν, η Grace Fernald (1921) είχε αναφερθεί στην τροποποίηση των συνθηκών διδασκαλίας προκειμένου να εξασφαλιστεί επιτυχία στην κατάκτηση των στόχων του Α.Π.. Δεν αρκεί για παράδειγμα η επανάληψη της φοίτησης σε μια τάξη, δεν αρκεί μόνο η αλλαγή του διδακτικού ύφους, δεν αρκεί η αλλαγή των διδακτικών μέσων αλλά μια μελετημένη τροποποίηση προσώπων, μέσων και συνθηκών προκειμένου να οδηγηθούμε σε επιτυχία.
Έτσι ανακύπτουν σειρά θεμάτων που έχουν θιγεί από τον υπογράφοντα σε παλαιότερα κείμενα και σχετίζονται με την υιοθέτηση από τους εκπαιδευτικούς αρχών και ύφους που αποτελούν αποφάσεις Συλλόγου Διδασκόντων σε συνδυασμό με το παραμέρισμα προσωπικών θεωρήσεων. Σε κάθε περίπτωση κριτήριο υιοθέτησης διδακτικών αρχών και ύφους μπορεί να αποτελεί μόνο η ωφέλεια του μαθητή στο πλαίσιο εννοείται της διασφάλισης επαγγελματικών χαρακτηριστικών. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύεται πραγματικά ο κυρίαρχος ρόλος του Συλλόγου Διδασκόντων αφού εστιάζει στην ουσία του έργου της σχολικής μονάδας. Θεωρώ πως αυτό αποτελεί το πρώτο και πλέον καθοριστικό βήμα προς μια δυναμική θεώρηση της εκπαίδευσης, θεώρηση που δεν έχει κανένα κοινό με γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Πριν ωστόσο πραγματοποιηθούν οι παραπάνω ενέργειες, η πληροφορία διαδόθηκε στη σχολική κοινότητα συνοδευόμενη με διάφορα σχόλια που αφορούσαν τις επιδόσεις των μαθητών του ενός τμήματος σε σχέση με του άλλου. Όποιος γονέας είχε κάποια σχέση με εκπαιδευτικό του σχολείου, θεώρησε σωστό να του τηλεφωνήσει για να ζητήσει να υπερασπιστεί το καλό του παιδιού του ψηφίζοντας αυτό που ήθελε ο γονέας κατά τη συνεδρίαση! Η πίεση έφτασε στους Διευθυντές των σχολείων οι οποίοι και επιτάχυναν τις διαδικασίες. Κατά τη συνεδρίαση, απουσίασαν τα επιχειρήματα δίνοντας δυστυχώς τη θέση τους σε χαρακτηρισμούς. Οι κατηγορίες εναντίον εκπαιδευτικών ακόμη και απόντων στροβιλίστηκαν στην αίθουσα παρά το γεγονός πως κάποιοι επιχειρούσαν να αποσυμπιέσουν τις καταστάσεις. Οι προτεινόμενες λύσεις δεν προτείνονταν αλλά απαιτούνταν με κριτήριο την εμπειρία σε καθαρά δηλαδή υποκειμενική βάση. Το μόνο φανερό και αβίαστο συμπέρασμα από τη διαδικασία ήταν πως οι εκπαιδευτικοί του συγκεκριμένου σχολείου χρειάζονται εκπαίδευση στη συζήτηση.
Θα ήταν παράλειψη ωστόσο να μην αναφερθεί πως αυτά τα γεγονότα ξεδιπλώθηκαν σε συνθήκες απόλυτης υπεράσπισης των «καλών» μαθητών. Αυτών που δεν προβληματίζουν τον εκπαιδευτικό σχετικά με την κατάκτηση των όσων αναφέρονται στα βιβλία ή κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας. Τέτοιες συμπεριφορές, απόψεις και στάσεις είναι άραγε θέμα άγνοιας ή επαγγελματικής εξουθένωσης;
Έχουν διδαχτεί οι εκπαιδευτικοί τρόπους διαφοροποίησης και προσαρμογής της διδασκαλίας τους; Κι αν ακόμη διδάχτηκαν τους τρόπους και το θεωρητικό πλαίσιο, εφάρμοσαν ποτέ τη γνώση αυτή σε εκπαιδευτικές συνθήκες; Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί πως μπορεί η άποψη αυτή να αντανακλά μια θεώρηση συμπόρευσης των παιδαγωγικών τμημάτων της χώρας σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο σπουδών, δε σημαίνει όμως πως είναι έτσι τα πράγματα. Μια ματιά στο περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών κάθε τμήματος θα αναδείξει τις βαθύτατες διαφορές που επικρατούν ανάμεσα στα Παιδαγωγικά Τμήματα, σε βαθμό μάλιστα που ο όρος Παιδαγωγικό πρέπει άμεσα να επαναπροσδιοριστεί. Οι όροι επαγγελματικής εξουθένωσης από την άλλη μεριά είναι πολλοί, έχουν μάλιστα καταδειχτεί από σχετικές έρευνες και στη χώρα μας. Ένα σχόλιο ωστόσο σχετικά με τις δύο αιτίες θα πρέπει εδώ να αναφερθεί. Αν δειχτεί η πρώτη αιτία, τότε η δεύτερη δεν μπορεί να συζητηθεί αφού αναφερόμαστε σε εργαζόμενους που ουδέποτε απόκτησαν τα χαρακτηριστικά του επαγγέλματός τους προκειμένου να υιοθετήσουν και το τυπικό της συμπεριφοράς που αυτά επιβάλλουν (Διαβάστε σχετικά με την υιοθέτηση συμπεριφοράς με βάση τα προγράμματα σπουδών των σχολών κείμενα του Αλτουσέρ).
Πού να ισορροπήσει λοιπόν το κριτήριο σεβασμό στη διαφορετικότητα ή επιδίωξη στην επίδοση; Είναι και αυτό το σύστημα που θυμάται την αξία της συμμετοχής όταν τη συμφέρει βραβεύοντας και προβάλλοντας μονίμως τους πρώτους. Αυτοί δεν είναι άλλωστε που διοικούν και προΐστανται σε κάθε τομέα;
Για την ιστορία πρέπει να αναφερθεί πως ο παραπάνω Σύλλογος Διδασκόντων αποφάσισε την ελάφρυνση του αριθμού των μαθητών των τμημάτων που είχαν μαθητές με χαμηλές επιδόσεις και υποστήριξη των εκπαιδευτικών που θα αναλάβουν τα συγκεκριμένα τμήματα από όλα τα μέλη του Συλλόγου Διδασκόντων.
Καλό καλοκαίρι!

26 Μαρτίου, 2009

>Διάλογος: Ωρολόγιο πρόγραμμα στο σχολείο

>

Μπροστά στις ανακοινώσεις για το διάλογο για την παιδεία. Διάχυτη η αντίληψη πως κάτι δεν πάει καλά και πρέπει να διορθωθεί. Τι όμως; Οι εξετάσεις για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο; Όλα τα υπόλοιπα είναι εντάξει; Πού πήγαν οι εξαγγελίες για ένα σχολείο για όλους; Τα νέα αναλυτικά προγράμματα εφαρμόζονται ήδη και τα νέα βιβλία βρίσκονται στα χέρια των παιδιών όμως το έργο της προετοιμασίας των εκπαιδευτικών για να τα διδάξουν μάλλον κρίνεται ως ανεπαρκές στις συνειδήσεις τους. Χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια καταγραφή αναγκών ή κάποια αξιολόγηση συνολική ή σε κάθε βαθμίδα με βάση τις διαπιστώσεις του Υπουργού ανακοινώθηκε ο διάλογος για την εκπαίδευση θέτοντας μάλιστα ως προμετωπίδα την κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στην τριτοβάθμια, διαδικασία που θυμίζει «στημένο παιχνίδι».
Απογοητεύομαι όταν όλοι οι εμπλεκόμενοι απαιτούν ο διάλογος να γίνει με τους δικούς τους όρους: διάλογος κωφών δηλαδή. Ακόμη κι όσοι υποστηρίζουν ένα διάλογο από πραγματική μηδενική βάση κατά βάθος έχουν φτάσει σε συμπεράσματα, τα οποία φυσικά και θέλουν να επιβάλλουν. Μα είναι δυνατόν να υπάρξουν τόσοι διαφορετικοί διάλογοι; Τόσα χρόνια και οι «διαλογικές τακτικές» που καταγράφονται έχουν τρομερές ομοιότητες στο πέρασμα των χρόνων! Σα να έχει δοθεί όρκος μη διαφοροποίησης από τις συμπεριφορές του παρελθόντος!
Στις διαπιστώσεις αυτές, φτάνουν πολλοί εκπαιδευτικοί οι οποίοι μάλιστα αναρωτιούνται για το λόγο που ξεκίνησε ο διάλογος αφού οι υπεύθυνοι χάραξης της πολιτικής κάθε πολιτικού χώρου γνωρίζουν με σιγουριά το τι θα ακολουθήσει: προσχηματικός ο διάλογος. Οι εξαγγελίες και οι κομπορρημοσύνες για πραγματικό ενδιαφέρον σε ένα νευραλγικό τομέα που υπόσχεται το μέλλον του τόπου δίνουν και παίρνουν, με το βάρος φυσικά να πέφτει στους επικεφαλείς. Νιώθω ωστόσο την ανάγκη να φωνάξω πως τα πράγματα δεν πάνε καλά σε ό,τι έχει να κάνει με την έλκυση του ενδιαφέροντος των παιδιών που παρακολουθούν στο σχολείο απλά επειδή έτσι πρέπει. Δεν μπορεί τα μόνα κίνητρα εμπλοκής στην εκπαιδευτική διαδικασία να είναι είτε η επιδίωξη υψηλής βαθμολογίας είτε η αποφυγή τιμωριών! Πώς θα μπορούσε όμως να είναι κάτι διαφορετικό όταν εκ των πραγμάτων τα διδακτικά αντικείμενα διαπραγματεύονται αποσπασματικά με άμεσο αποτέλεσμα τα παιδιά να μην μπορούν να δουν τη μαγεία κάθε επιστήμης;
Πρέπει να σπάσει η αποσπασματικότητα και όχι μόνο στη θεωρητική συζήτηση για μια ολιστική θεώρηση της διδασκαλίας αλλά και στο θεσμικό της μέρος. Κανένας Σχολικός Σύμβουλος για παράδειγμα δεν πρόκειται να επικυρώσει σχολικό ωρολόγιο πρόγραμμα που θα προβλέπει διαπραγμάτευση διδακτικών αντικειμένων σε συνεχόμενες ώρες. Φαντάζομαι τη διδασκαλία με τη δυνατότητα εξάντλησης ενός θέματος σε βάθος χωρίς αγωνία για το χρόνο ή για το αν εξασφαλίστηκε η συμμετοχή όλων των μαθητών στο μάθημα. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιούνται περισσότερες από μία διδακτικές ώρες για κάθε αντικείμενο. Ενδεχομένως να διδάσκονται μόνο δύο αντικείμενα ημερησίως δηλαδή, που η διαπραγμάτευση του καθενός να διαρκεί μέχρι τρεις διδακτικές ώρες. Στο χρόνο αυτό μπορεί να αναπτυχθεί ομαδική διδασκαλία, δίνοντας στα παιδιά τις κατάλληλες κατευθύνσεις και τα υλικά εκείνα που θα τα βοηθούσαν να ανακαλύψουν μόνα τους τη γνώση. Με τον τρόπο αυτό ο συνολικός αριθμός των αντικειμένων που διαπραγματεύονται μπορεί να είναι από δέκα μέχρι είκοσι ανάλογα με το αν διατίθενται δύο ή τρεις ώρες για καθένα. Επίσης κάθε αντικείμενο θα διαπραγματεύεται μία φορά την εβδομάδα και δε θα επανέρχεται.
Σε ένα τέτοιο πρόγραμμα βρίσκει νόημα η διδασκαλία κάποιων γνωστικών αντικειμένων που απαιτούν αρκετό χρόνο όπως για παράδειγμα η παραγωγή του γραπτού λόγου σε τρία στάδια όπου το παιδί πλέον θα έχει το χρόνο να σχεδιάσει, να γράψει αλλά και να διορθώσει το κείμενό του. Κι αν για κάποιους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας το παράδειγμα που ανάφερα φαντάζει υπερβολικό, οι φιλόλογοι που διδάσκουν στα γυμνάσια ειδικά, θα το βρουν απολύτως ταιριαστό στις ανάγκες τους. Στο γυμνάσιο, η πληθώρα των αντικειμένων καθιστά ιδιαίτερα δύσκολο τον προγραμματισμό δύο συνεχόμενων ωρών διδασκαλίας με αποτέλεσμα η διαπραγμάτευση αντικειμένων όπως ο γραπτός λόγος, τα μαθηματικά ή οι φυσικές επιστήμες να δυσκολεύονται ιδιαίτερα καθώς ο χρόνος επαρκεί για ιδιαίτερα σύντομες αναφορές που φυσικά μπορεί να κάνει μόνο ο εκπαιδευτικός.
Η οργάνωση με έναν τέτοιο τρόπο της διδασκαλίας δίνει τη δυνατότητα για ένα διαφορετικό σχολείο από αυτό που ξέρουμε: το συνεργατικό σχολείο, το σχολείο που έχει θέση για όλους. Ο επιπλέον χρόνος θα δώσει τη δυνατότητα να περάσουν στα παιδιά τα ηνία του μαθήματος και στον εκπαιδευτικό να δοθεί ο ρόλος της προετοιμασίας και της καθοδήγησης. Οι αδύνατοι μαθητές θα ξεκολλήσουν από το χρόνο του ενός δευτερολέπτου που σήμερα τους δίνεται στο συμβατικό πρόγραμμα για να δηλώσουν την παρουσία τους αναλαμβάνοντας συχνά αρνητικούς ρόλους σε μια δασκαλοκεντρική τάξη. Επιχειρώντας να δώσουν απαντήσεις σταδιακά θα πιστέψουν στον εαυτό τους, θα αναλάβουν ρόλους και θα πάψουν να είναι παρίες του συστήματος.
Η εφαρμογή μιας τέτοιας διάρθρωσης του καθημερινού προγράμματος δεν μπορεί να είναι χωρίς κόστος για την πολιτεία. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ειδικά, είναι πιθανό να απαιτηθεί ο διορισμός κάποιων εκπαιδευτικών για να καλυφθεί η διδασκαλία όλων των τμημάτων ή η δημιουργία αιθουσών, κόστος ελάχιστο μπροστά στην καλλιέργεια νέων αντιλήψεων και θετικών στάσεων απέναντι στο σχολείο.

>

>

Πρώτες μέρες της νέας ημερολογιακής χρονιάς, αμέσως μετά τις κινητοποιήσεις που ανέδειξαν τα αδιέξοδα της κοινωνίας μας. Δε μου αρέσει να αναζητώ ευθύνες μόνο στους από πάνω μα και να αναλαμβάνω το μέρος των ευθυνών που μου αντιστοιχεί. Προσωπικά ή συλλογικά θα με ρωτήσετε και θα σας πω πως η προσωπική ευθύνη οδηγεί στη συλλογική. Θέλω να μιλήσω για τους εκπαιδευτικούς που επέλεξαν να μείνουν στα σχολεία και να εργάζονται σε αυτά. Για τους εκπαιδευτικούς της τάξης, αυτούς που χρεώνονται τα παιδιά και τις προσδοκίες τους, αυτούς που τα οδηγούν στο μέλλον. Εκτός από την ευθύνη της τάξης τους ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί έχουν κι άλλον έναν ρόλο, αυτόν του μέλους του συλλόγου διδασκόντων που ο καθένας ανήκει, που σύμφωνα με κάθε νόμο και εγκύκλιο που είναι σε ισχύ, αποτελεί το κυρίαρχο όργανο διοίκησης του σχολείου τους. Υπάρχουν ωστόσο κάποιοι που θέλουν να πάρουν από τους εκπαιδευτικούς αυτό το προνόμιο, αφού ξέρουν πως με άβουλους εκπαιδευτικούς μπορούν και να κατευθύνουν τη νεολαία όπου αυτοί θέλουν και να είναι ήρεμοι πως οι επιλογές της διοίκησης θα περάσουν χωρίς κάποια συζήτηση.
«Η ευθύνη για τη λειτουργία της σχολικής μονάδας ανήκει στο διευθυντή της» είπε κάποιος. Κάποιοι – στελέχη της πολιτείας – γέλασαν και έτριψαν τα χέρια τους. Η άποψη αυτή ωστόσο δυστυχώς έχει υιοθετηθεί και από το συντριπτικό ποσοστό των συναδέλφων. Με τον τρόπο αυτό σε πρώτη φάση μεταφέρεται το βάρος της λειτουργίας της σχολικής μονάδας σε όποιον ασκεί διοίκηση οπότε η απόδοση ευθυνών βρίσκει αποδέκτη και, σε δεύτερη φάση, οδηγεί τους εκπαιδευτικούς σε παθητική στάση. Γίνεται έτσι σαφές πως ο εκπαιδευτικός που υιοθετεί παθητική στάση απέναντι στη χάραξη της πολιτικής που ακολουθεί η σχολική μονάδα μετατρέπεται σε υπάλληλο γραφείου. Το πρόβλημα για τους δασκάλους – υπαλλήλους, βρίσκεται αποκλειστικά στο τι γίνεται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του σχολείου. Το σχολείο όμως είναι ζωή και η ζωή δεν περιορίζεται σε ωράριο. Δε νομιμοποιείται η παραχώρηση βασικών δικαιωμάτων στον εργασιακό χώρο γιατί βεβαιωμένα θα οδηγήσει σε απώλεια ταυτότητας.
Με ποιο δικαίωμα παραδίδονται λοιπόν οι αποφάσεις για τη ζωή στις αποφάσεις ενός ατόμου – εν προκειμένω του διευθυντή του σχολείου από κάποιους; Η γραμμή που θα ακολουθηθεί από τη σχολική μονάδα, οι εκδηλώσεις, οι ενέργειες που θα πραγματοποιηθούν και δεν προβλέπονται από το αναλυτικό πρόγραμμα, η κατανομή και η διάθεση των κονδυλίων που πιστώνονται από την πολιτεία για τη λειτουργία της σχολικής μονάδας δεν μπορεί να βρίσκεται στην κρίση ενός ατόμου. Η μη εμπλοκή στη διαδικασία για τη λήψη καθοριστικών αποφάσεων – δηλαδή σε ισότιμη δημοκρατική συζήτηση – μπορεί να βολεύει σε πρώτη ανάγνωση όσους σκέφτονται τον τρόπο που θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις οικογενειακές ή τις κάθε είδους υποχρεώσεις τους, ουσιαστικά όμως τους περιθωριοποιεί και τους καθιστά απλούς διεκπεραιωτές αποφάσεων.
Δεν πρέπει φυσικά να περάσει από το μυαλό κανενός που διαβάζει το κείμενο αυτό πως πράττουν ορθά οι διευθυντές των σχολείων που επιδιώκουν μια κατάσταση υπερσυγκέντρωσης των αποφάσεων γύρω από το άτομό τους. Όποιος διευθυντής πιστεύει πως μπορεί μόνος του να καλύψει τις ανάγκες της σχολικής μονάδας αιθεροβατεί. Αποφάσεις σύμπλευσης – κοινής πρακτικής – όλων των εκπαιδευτικών του σχολείου σε θέματα όπως οι εργασίες στο σπίτι, οι εκπαιδευτικές επισκέψεις, η εμπλοκή των γονέων στη μαθησιακή διαδικασία, η χαλάρωση και το παιχνίδι δεν εξασφαλίζονται στο σύλλογο με εντολές. Κάτι παρόμοιο φυσικά συμβαίνει και με την αξιοποίηση των κονδυλίων που έχει η σχολική επιτροπή για να εξασφαλιστεί ποιοτικό εκπαιδευτικό έργο. Οι αποφάσεις ενός ατόμου για την αξιοποίηση των κονδυλίων αντανακλούν τις προσωπικές του θεωρήσεις για τις ανάγκες και την αντιμετώπισή τους.
Οι μέρες που εκδίδεται το τεύχος αυτό, είναι οι μέρες υποβολής των οικονομικών απολογισμών των σχολικών επιτροπών. Πριν μερικά χρόνια στην Καρδίτσα η αντιπαράθεση των συνδικαλιστών για την κατανομή των κονδυλίων από τη Δημοτική Επιτροπή Παιδείας βρισκόταν σε επίπεδο λέξεων. «Αύξηση των κονδυλίων» ζητούσαν συνδικαλιστές που υποστήριζαν την πλειοψηφούσα δημοτική παράταξη, «απόδοση των κονδυλίων» ζητούσαν όσοι υποστήριζαν την μειοψηφούσα στο Δήμο παράταξη μα την πλειοψηφούσα στο Κοινοβούλιο. Και επειδή αυτή η αντιπαράθεση δεν μπορεί να είναι χαρακτηριστικό και ιδιαιτερότητα της πραγματικότητας της πόλης, θα πρέπει να αποδοθούν οι ευθύνες σε αυτούς που διαχειρίζονται τα κονδύλια αυτά, δηλαδή τους διευθυντές. Είναι γεγονός πως κάποιοι Δήμοι χρησιμοποιούν τα κονδύλια που δίνονται για την εκπαίδευση είτε για την κάλυψη άλλων αναγκών τους με αποτέλεσμα οι σχολικές επιτροπές να υπερχρεώνονται ή να μην μπορούν να κάνουν το έργο τους όπως θα έπρεπε είτε για την εξυπηρέτηση ή την προσέλκυση ψηφοφόρων.
Αυτή η πραγματικότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευτικών και στο επίπεδο της οικονομικής διαχείρισης. Κάθε σχολική επιτροπή οφείλει να καταθέτει πρακτικό αποδοχής των χρημάτων που της αποδίδονται. Από το τυπικό μέχρι το ουσιαστικό μέρος της αποδοχής ωστόσο, παρεμβάλλεται η ενημέρωση για την αρχική κατανομή των κονδυλίων από τη Δημοτική Επιτροπή Παιδείας, στην οποία πρέπει να σημειωθεί πως συμμετέχει εκπρόσωπος από την Πρωτοβάθμια και από τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αν η αρχική κατανομή είναι ελλειμματική ή μονομερής, τότε η Σχολική Επιτροπή οφείλει να μην αποδεχτεί το ποσό της επιχορήγησης καταθέτοντας σχετικό Πρακτικό που φυσικά ως αρνητικό θα πρέπει να συζητηθεί στο Δημοτικό Συμβούλιο.
Προκειμένου βέβαια να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει τα μέλη της Σχολικής Επιτροπής να διαθέτουν κάποιον ελάχιστο χρόνο για να συζητούν πάνω στα θέματα που σχετίζονται με τη λειτουργία του σχολείου. Κι αν ακόμη τα υπόλοιπα μέλη – τα εκτός σχολικής μονάδας – αντιμετωπίζουν τη συμμετοχή τους ως αγγαρεία, ο διευθυντής του σχολείου θα πρέπει αφού ενημερώσει και συζητήσει στο Σύλλογο Διδασκόντων σχετικά να διαφοροποιηθεί και να επιδιώξει να πάρει το σχολείο του τα χρήματα που πρέπει. Η συζήτηση όμως στο Σύλλογο Διδασκόντων δεν μπορεί να γίνεται μόνο σε στιγμές πίεσης. Ο διευθυντής οφείλει να ενημερώνει το σύλλογο σχετικά με ό,τι συζητιέται και αποφασίζεται στην Επιτροπή. Ενημερώνοντάς τους για τις διαδικασίες συντηρεί το ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών και τους δίνει χώρο να εκφραστούν.
Το σχολείο είναι δικό μας, όχι μόνο αυτό του τμήματός μας αλλά όλο, ακόμη και οι διάδρομοι, η βιβλιοθήκη του, το κυλικείο. Οφείλουμε να το υπερασπιζόμαστε γιατί έτσι υπερασπίζουμε την ταυτότητά μας.
Καλή Χρονιά!

28 Σεπτεμβρίου, 2008

>

>

Στις αρχές του Σεπτέμβρη, ψηφίστηκε από θερινό τμήμα εργασιών της Βουλής ο νόμος για την ειδική αγωγή. Είχε προηγηθεί ανοιχτή διαβούλευση πάνω σε σχέδιο του παραπάνω νόμου. Όποιος ενδιαφερόταν, μπορούσε να διαβάσει το σχέδιο νόμου στη σελίδα http://www.ypepth.gr/docs/sxedio_nomoy_31_3_08_080612.pdf (ενεργός διασύνδεση την 28Σεπ08) που φυσικά ανήκει στο ΥΠΕΠΘ, και να καταθέσει την άποψή του. Πολλοί, άτομα αλλά και σύλλογοι, τοποθετήθηκαν προτείνοντας τροποποιήσεις. Η Διδασκαλική Ομοσπονδία κατέθεσε την άποψή της με το έγγραφό με ΑΠ 941/6-5-08 που μπορείτε να το βρείτε στην ιστοσελίδα του Συλλόγου εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Φθιώτιδας, (ενεργός διασύνδεση την 28Σεπ08) http://syldas.pblogs.gr/2008/05/doe-gia-to-shedio-nomoy-eidikhs-agwghs.html, προμετωπίδα στην οποία έθεσε τη μη διασφάλιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της ειδικής αγωγής και, την αντίθεσή της στην υιοθέτηση του ιατροκεντρικού χαρακτήρα της ειδικής αγωγής.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης του σχεδίου νόμου στο Κοινοβούλιο, καταγράφηκαν διάφορες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, με αφορμή κάποιες διατάξεις του που αφορούσαν μείωση αποδοχών των συναδέλφων ειδικοτήτων άλλων από δασκάλων ή νηπιαγωγών που εργάζονται στην ειδική αγωγή, που οδήγησαν στη μη ψήφιση των διατάξεων αυτών, έτσι τα μισθοδοτικά έμειναν ως είχαν πριν τη ψήφιση του νόμου. Με βάση το τελικό κείμενο του ψηφισμένου και υπό έκδοση νόμου όπως δίνεται στην ιστοσελίδα του Συλλόγου Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού Ειδικής Αγωγής Αττικής http://www.seepeaa.gr/displayITM1.asp?ITMID=387 (ενεργός διασύνδεση την 28Σεπ08) κατατίθενται οι ακόλουθες σκέψεις που σχετίζονται και με τα δύο σημεία που επέλεξε η Διδασκαλική Ομοσπονδία να θέσει στην αρχή της απάντησής της.
Το πρώτο, η μη διασφάλιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της ειδικής αγωγής προκύπτει από δύο άρθρα, το πρώτο αφορά τη φοίτηση (άρθρο 6) και το δεύτερο θέματα κωφών, τυφλών και αυτιστικών μαθητών (άρθρο 7). Στο άρθρο 6, γίνεται αναφορά για παροχή ειδικής αγωγής από ιδιώτες ενώ στο άρθρο 7, γίνεται αναφορά για παρουσία ιδιωτών σε δημόσια σχολεία για προσφορά διδακτικού έργου. Πιο συγκεκριμένα:
Άρθρο 6 §4β: «Φορείς, Ν.Π.Ι.Δ., πιστοποιημένοι από το Ε.ΚΕ.ΠΙΣ., μπορούν να παρέχουν ισότιμα με τις ΣΜΕΑΕ του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Εκπαίδευση, Κατάρτιση και Συμβουλευτικές Υποστηρικτικές Υπηρεσίες σε άτομα άνω των δεκαπέντε (15) ετών με βαριά νοητική υστέρηση και συνοδές αναπηρίες.»
Μέσω της συγκεκριμένης διάταξης μπορεί να αναζητούνταν κάποιος τρόπος ευέλικτης προσαρμογής στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, είναι ωστόσο γνωστό σε όλους πως οι συνθήκες που επικρατούν σε αυτήν είναι ο έντονος ανταγωνισμός και η μη τήρηση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Όσο καλές προθέσεις κι αν αναζητηθούν στη διάταξη αυτή, η αγωνία είναι μεγάλη για την ποιότητα των υπηρεσιών που θα προσφέρουν ιδιώτες και μάλιστα με τι αντίτιμο. Σύλλογοι, Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης πιστοποιημένα από το Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης ως κατάλληλα να προσφέρουν εκπαίδευση και γενικότερα Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, θα δραστηριοποιηθούν προσφέροντας την ειδική αγωγή που θεωρούν αυτοί ως την καταλληλότερη. Στο κοντινό παρελθόν είχαν καταγραφεί αρκετές πρωτοβουλίες αστικών μη κερδοσκοπικών σωματείων που είχαν φτιαχτεί από γονείς που «πρόσφεραν» ειδική αγωγή σε πρώτους ορόφους πολυκατοικιών, λειτουργώντας ουσιαστικά ως κέντρα ημερήσιας φύλαξης. Όταν σταμάτησε η χρηματοδότηση από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, μετά από λίγο σταμάτησε και η λειτουργία των κέντρων αυτών. Σε τέτοιου τύπου αμφίβολα αποτελέσματα φαίνεται πως θα οδηγήσουν οι νέες διατάξεις καθώς κανένας ιδιώτης δεν μπορεί να εξασφαλίσει το κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, για τις κατάλληλες ειδικότητες. Με δεδομένη τη σχεδόν πενταετή λειτουργία των ΕΕΕΕΚ ανά την επικράτεια, δε θα ήταν πιο λογικό αφού καταγραφόταν οι απόψεις των εργαζομένων σε αυτά να παρθούν αποφάσεις για πιο αποτελεσματική λειτουργία;
Άρθρο 7 §4γ: «Η παράλληλη στήριξη των αυτιστικών μαθητών μπορεί επίσης να υλοποιείται και από ειδικό βοηθό που εισηγείται και διαθέτει η οικογένεια του μαθητή, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας και του Συλλόγου Διδασκόντων.» Ο όρος «παράλληλη στήριξη» κατά κάποιον τρόπο περιγράφεται στο άρθρο 6 §1β: «Σε σχολική τάξη του γενικού σχολείου, με παράλληλη στήριξη-συνεκπαίδευση, από εκπαιδευτικούς ΕΑΕ, όταν αυτό επιβάλλεται από το είδος και το βαθμό των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών. Η παράλληλη στήριξη παρέχεται σε μαθητές που μπορούν με κατάλληλη ατομική υποστήριξη να παρακολουθήσουν το αναλυτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα της τάξης, σε μαθητές με σοβαρότερες εκπαιδευτικές ανάγκες όταν στην περιοχή τους δεν υπάρχει άλλο πλαίσιο ΕΑΕ (ειδικό σχολείο, τμήμα ένταξης) ή όταν η παράλληλη στήριξη καθίσταται απαραίτητη – βάσει της γνωμάτευσης των ΚΕΔΔΥ – εξαιτίας των ειδικών εκπαιδευτικών τους αναγκών. Στην τελευταία περίπτωση η στήριξη από ειδικό εκπαιδευτικό μπορεί να γίνεται σε μόνιμη και προγραμματισμένη βάση. Την παράλληλη στήριξη εισηγείται αποκλειστικά το οικείο ΚΕΔΔΥ το οποίο με γραπτή γνωμάτευσή του καθορίζει τις ώρες της παράλληλης στήριξης κατά περίπτωση.»
Στην παραπάνω παράγραφο, περιγράφεται μια κατάσταση όπου ο εκπαιδευτικός ΕΑΕ θα διδάσκει το μαθητή μέσα στην τάξη του «γενικού σχολείου» και με κάποιο τρόπο θα τον καθοδηγεί στη ροή του μαθήματος. Πρέπει να αναφερθεί πως έχουν περιγραφεί διάφορα μοντέλα συνδιδασκαλίας καθώς το μοντέλο ένας δάσκαλος δίπλα σε ένα μαθητή που θα του μιλά χαμηλόφωνα και θα του εξηγεί, ούτε την εξέλιξη του μαθήματος μπορεί να παρακολουθήσει, ούτε εικόνα αποδοχής μπορεί να χτίσει για το μαθητή που υποστηρίζεται (ενδεικτικά http://www.teachingld.org/pdf/Alert6.pdf). Τα αδήριτα ερωτήματα είναι τα ακόλουθα: Ποιος ιδιώτης ωστόσο θα δεχτεί ο ειδικός βοηθός που αυτός πληρώνει να υποστηρίζει / να διδάσκει και άλλα παιδιά εκτός από το δικό του; Θα δεχτεί ο ειδικός βοηθός να λειτουργήσει με τους όρους που θέτει ο δάσκαλος της τάξης ή θα κάνει ό,τι του λέει ο εργοδότης του; Ποιος τελικά θα έχει τον πρώτο λόγο στο μάθημα;
Φανταστείτε τώρα το ακόλουθο σενάριο που είναι πολύ πιθανό να βγει αληθινό: α) Εγγραφή ενός παιδιού με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε ένα «γενικό» σχολείο χωρίς σ.μ.ε.α.ε.. β) Μικρό χρονικό διάστημα μετά την έναρξη των μαθημάτων, ο/η εκπαιδευτικός δηλώνει πως αδυνατεί να διδάξει το παιδί. γ) Ο γονέας προσλαμβάνει έναν ειδικό βοηθό (ας πούμε έναν πτυχιούχο Κρατικού ΙΕΚ με ειδικότητα βοηθού / συνοδού ατόμου με ειδικές ανάγκες) με μισθό που δε θα μαθευτεί ποτέ και ζητά από το σχολείο να τον δεχτεί για να διδαχτεί αποτελεσματικά το παιδί του. δ) Ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να αρνηθεί την παρουσία του ειδικού βοηθούν που πληρώνει ο γονέας καθώς δεν υπάρχουν είτε πιστώσεις για την πρόσληψη αναπληρωτή είτε πολύ απλά δεν υπάρχουν διαθέσιμοι εκπαιδευτικοί, έτσι παρά το γεγονός ότι δε συμφωνεί με την παρουσία του ειδικού βοηθού συναινεί. ε) ΚΕΔΔΥ και Σχολικοί Σύμβουλοι που σε όλο το υπόλοιπο φάσμα έχουν ιδιαίτερο ρόλο δεν έχουν πλέον κανένα λόγο, αφού η απόφαση είναι του Διευθυντή και του Συλλόγου Διδασκόντων του σχολείου. Οι αποφάσεις των συλλόγων διδασκόντων είναι αυτές που θα περιφρουρήσουν το δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης; Οι αποφάσεις των διευθυντών των σχολείων και η επιρροή τους στις αποφάσεις του συλλόγου διδασκόντων θα υπερασπίσουν την υποχρέωση της πολιτείας να τηρήσει το Σύνταγμα; Διατυπώνω το ερώτημα περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης αυτής, αφού η οικονομική επιφάνεια του γονέα του δίνει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει εκπαιδευτικό για το παιδί του – μέσα μάλιστα στην τάξη που διδάσκεται αυτό – τη στιγμή που ένας γονέας που δεν τα καταφέρνει οικονομικά δε θα μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Όποιος δηλαδή έχει χρήματα αγοράζει διαφορετικές συνθήκες εκπαίδευσης για το παιδί του;
Το δεύτερο σημείο που θίγει η Διδασκαλική Ομοσπονδία στο απαντητικό κείμενό της προς το ΥΠΕΠΘ είναι η υιοθέτηση ιατροκεντρικού χαρακτήρα για την ειδική αγωγή. Το στοιχείο αυτό προκύπτει από το άρθρο 4 §1 όπου ορίζεται ως μέλος της ομάδας διάγνωσης των ΚΕΔΔΥ παιδοψυχίατρος ή παιδίατρος με ειδίκευση στη παιδονευρολογία ή νευρολόγο με εξειδίκευση στην παιδονευρολογία. Τίθεται βέβαια ένα θέμα για την παρουσία και τη λειτουργία του παιδίατρου στην περίπτωση που πρόκειται να αξιολογηθεί κάποιος δεκαοχτάχρονος. Η ουσία είναι πως η διαγνωστική ομάδα αποτελείται από πέντε άτομα, που σημαίνει πως η διαδικασία αξιολόγησης γίνεται πιο δυσκίνητη σε σχέση με τον τρόπο που δούλευε ως τώρα.
Η ψήφιση των διατάξεων που αναφέρθηκαν στο κείμενο αυτό, δε σημαίνει πως τις καθιστά μόνιμες και πως δεν μπορούν να τροποποιηθούν. Οφείλουμε να ζητήσουμε νέα διαβούλευση καθώς αυτά δεν περιλαμβάνονται σε καμιά μορφή του σχεδίου νόμου, ακόμη και σε αυτή που κατατέθηκε προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο (http://www.seepeaa.gr/LH2Uploads/ItemsContent/349/ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ—ΤΟ-ΣΧΕΔΙΟ-ΝΟΜΟΥ-ΤΟΥ-ΥΠΕΠΘ–ΕΙΔΙΚΗ-ΑΓΩΓΗ-ΚΑΙ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΑΤΟΜΩΝ-ΜΕ-ΑΝΑΠΗΡΙΑ-Η-ΜΕ-ΕΙΔΙΚΕΣ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ-ΑΝΑΓΚΕΣ—ΟΠΩΣ-ΚΑΤΑΤΕΘΗΚΕ-ΧΘΕΣ-ΣΤΗ-ΒΟΥΛΗ.pdf ). Κλείνοντας αυτές τις σκέψεις, πρέπει να τονιστεί πως μπορεί η ειδική αγωγή να αφορά ένα μικρό ποσοστό των μαθητών ωστόσο η υποστήριξη των αδύνατων δείχνει την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος. Είναι συνεπώς θέμα όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας ο νέος νόμος και ό,τι εισάγεται από αυτόν. Δεν μπορεί η ειδική αγωγή να λειτουργήσει ως η Κερκόπορτα για την άλωση του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.

16 Σεπτεμβρίου, 2008

>Για την οικολογία της σχολικής μονάδας

>

Στο ξεκίνημα της νέας σχολικής χρονιάς που θα μείνει στην ιστορία ως η πρώτη που «τα βιβλία και οι εκπαιδευτικοί περιμένουν τους μαθητές και όχι το αντίστροφο», αφιερώνονται οι σκέψεις που διαβάζετε. Δυο σύντομα σχόλια για την υπουργική ρήση που προσφέρεται για διάφορες αναγνώσεις: α) ουσιαστικά επισφραγίστηκε το κρυφό μυστικό της απουσίας οργάνωσης που επικρατούσε τα προηγούμενα χρόνια στην προετοιμασία της κάθε φορά νέας σχολικής χρονιάς και, β) το οργανωμένο πλαίσιο υποβάλλει και επιβάλλει σε γονείς και εκπαιδευτικούς τη λειτουργία του ως παράδειγμα για την οργάνωση κάθε σχολικής μονάδας.
Προς τι τα σχόλια αυτά; Αναζητώντας πιθανούς λόγους για τη μη προσφορά όλων των εκπαιδευτικών σε μια σχολική μονάδα, για τις διαφορές στο ύφος, τον τρόπο, τη διάθεση για δημιουργικές δραστηριότητες, που οδηγούν τους άτυπους και ταυτόχρονα αμείλικτους αξιολογητές μας – τους γονείς – από το να διατυπώνουν ποικίλα σχόλια μέχρι να αναζητούν άλλο σχολείο για τα παιδιά τους. Ενδεχομένως δηλαδή κάποιος εκπαιδευτικός να σκέφτεται ότι «αφού οι διοικούντες δε θέλουν να μου εξασφαλίσουν τα αναγκαία για να λειτουργήσω, μάλλον δε θέλουν να λειτουργήσω». Κάποιοι συνάδελφοι σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις υποστηρίζουν πως αυτή η θεώρηση έχει πλέον εμπεδωθεί από ένα μεγάλο μέρος του κλάδου και πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει.
Υπάρχει βέβαια και το δεύτερο σχόλιο για την οργάνωση κάθε σχολικής μονάδας που είναι έργο του Συλλόγου Διδασκόντων. Κυρίαρχο όργανο ο Σύλλογος Διδασκόντων σε κάθε σχολείο, καλείται τις πρώτες μέρες της σχολικής χρονιάς να πάρει αποφάσεις που θα οργανώσουν τη σχολική ζωή και θα οδηγήσουν στην καλύτερη δυνατή παραγωγή εκπαιδευτικού έργου. Δεν είναι λίγες ωστόσο οι συνεδριάσεις που ολοκληρώνουν τις εργασίες τους αναθέτοντας τις εκτός διδασκαλίας εργασίες όπως ομιλίες, εφημερίες κτλ στα μέλη του Συλλόγου. Εδώ είναι ακριβώς που μπλέκονται οι δύο θεωρήσεις/ σχόλια που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή του παρόντος κειμένου και που σαν αποτέλεσμα είναι πιθανό να έχουν «μία κατάσταση από τα ίδια». Ίσως αν συνεχιστεί με συνέπεια μια τέτοιου τύπου οργάνωση για κάμποσα χρόνια από τη μεριά της διοίκησης για να προσδοκάται πως θα αλλάξει η στάση των εκπαιδευτικών.
Ειδικότεροι στόχοι με την έννοια της εστίασης σε ένα συγκεκριμένο θέμα σε επίπεδο μονάδας σπάνια τίθενται, για παράδειγμα οι εργασίες που ανατίθενται στο σπίτι, ο τρόπος που θα ενημερώνονται οι γονείς, ο τρόπος που θα προσεγγίζονται διδακτικά αντικείμενα όπως η λογοτεχνία ή τα μαθηματικά, ο τρόπος που θα καλλιεργηθεί η διάθεση συνεργασίας και θα μειωθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των μαθητών. Υποστηρίζω με άλλα λόγια πως για να θεωρηθεί πως το σχολείο λειτουργεί, θα πρέπει να λειτουργεί ως κοινότητα. Να αποπνέει στους μαθητές και τους γονείς σιγουριά για το ποιος τους διδάσκει, για το ενιαίο της αντιμετώπισης, για τη συνεργατική διάθεση μεταξύ εκπαιδευτικών και παιδιών. Εξετάστε το ακόλουθο σενάριο: Η διαπραγμάτευση σε βάθος σε επίπεδο σχολικής κοινότητας ενός θέματος σε διάφορα επίπεδα – ανάλογα με την ηλικία των παιδιών – που θα καταλήγει σε ανακοίνωσή του ώστε να σχηματοποιείται μια πλήρης εικόνα γι αυτό και να δίνεται η αίσθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης στα παιδιά. Ένα τέτοιο πλαίσιο διαπραγμάτευσης, δίνει τη δυνατότητα τα παιδιά να συνεργαστούν, να αναπτυχθούν κίνητρα και να δημιουργηθεί ενδιαφέρον που θα οδηγήσει σε δυναμικό διάλογο και πραγματική γνώση. Είναι σαφές πως προκειμένου να υλοποιηθεί μια τέτοια θεώρηση θα πρέπει να προηγηθεί συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών. Συνεργασία που θα οδηγήσει στη δημιουργία προσφέροντας κάτι διαφορετικό στα παιδιά από τη διαπραγμάτευση ενός συγκεκριμένου βιβλίου όπως είναι η κατάσταση της διαπραγμάτευσης του βιβλίου του οργανισμού.
Αν και η εναρμόνιση των εκπαιδευτικών που διδάσκουν τα τμήματα μιας τάξης αντανακλά μια κοινή βάση για κάποια διδακτική συμπεριφορά από τη μεριά του σχολείου, δεν είναι λίγοι οι συνάδελφοι που θεωρούν πως μια απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων – στον οποίο ανήκουν – που αφορά στην εναρμόνιση της διδακτικής τους πρακτικής με μία προσυμφωνημένη βάση – αποτελεί παρέμβαση στη δουλειά τους. Ζήτημα προκύπτει και με τη διάθεση κάποιου εκπαιδευτικού να παρεκκλίνει από την επίσημη ή τη συμφωνημένη κατεύθυνση, να διδάξει με βάση τις αρχές ενός καινοτόμου και/ή ριζοσπαστικού προγράμματος. Μια πρώτη προσέγγιση βέβαια είναι πως αν δεν μπορεί να πείσει τους συναδέλφους των υπολοίπων τμημάτων της τάξης ή του σχολείου του, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποστηρίζει την εφαρμογή καινοτόμων ιδεών. Η προσέγγιση αυτή λειτουργεί και ως δικλείδα ασφαλείας για τους γονείς αφού οι υπόλοιποι εκπαιδευτικοί λειτουργούν ως κυματοθραύστης τέτοιων προσπαθειών.
Μεταφερόμαστε έτσι σε ένα εξωτερικό μεν – καθοριστικό δε ως προς την επίδρασή του – προς το θέμα ζήτημα, αυτό της πραγματικής αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της διδασκαλίας μιας μεθόδου ή ενός διδακτικού προγράμματος. Το γεγονός της μετατροπής των εκπαιδευτικών από δημιουργούς σε διεκπεραιωτές μπορεί να διασφάλισε επίπεδο διδασκαλίας σε όλη την επικράτεια, την ίδια στιγμή όμως οδήγησε τον κλάδο στο να εμπεδώσει το ένα και μοναδικό, επίσημο και αποδεκτό αυστηρά καθοδηγούμενο σύστημα. Η κατάσταση επιδεινώνεται με την απουσία και την ατολμία αξιολόγησης των επίσημων προγραμμάτων, γεγονός που ενώ θα έπρεπε να ωθεί τους εκπαιδευτικούς σε εφαρμογή καινοτόμων πρακτικών, τους κρατά σε κατάσταση παθητικής αποδοχής μετατρέποντας την εκπαίδευση από δυναμική πράξη σε γραφειοκρατική διεκπεραίωση. Οι αποδείξεις που μπορεί να ζητηθούν από κάποιον εκπαιδευτικό που επιθυμεί να διαφοροποιηθεί είναι πολύ πιθανό να μην υπάρχουν. Το δυστύχημα στη διδασκαλία – για τα σημερινά αυτοματοποιημένα ήθη –είναι πως τις περισσότερες φορές απαιτείται ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να αξιολογηθούν τα αποτελέσματά της. Όταν λοιπόν θα αξιολογηθεί μια νέα παρέμβαση τότε οι μισοί από μας μπορεί να πίνουμε καφέ στα ΚΑΠΗ!

©2024 vaskotoulas's misreadings Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση