Μια άλλη εκδοχή για το παραμύθι με την κοκκινοσκουφίτσα!

Έχει γραφτεί ξανά το παραμύθι με την κοκκινοσκουφίτσα από πάρα πολλούς νέους συγγραφείς. Μια παραλλαγή από ένα δημοτικό σχολείο της Αττικής άλλαξε ακόμη και την αρχή. Δηλαδή άρχιζε, “Δυο φορές και δυο καιρούς ήταν…”. Πολλές παραλλαγές ήταν επιτυχημένες και ευφάνταστες κάποιες άλλες όχι τόσο. Η κοκκινοσκουφίτσα κάθε φορά εμφανίζεται με νέες παραινέσεις καθώς και παραλήψεις συμβάντων που δεν συνάδουν με την αντίληψη των νέων παιδαγωγικών μέθοδών. Στις νέες εκδόσεις, το παραμύθι, άλλοτε αλλάζει η πλοκή, άλλοτε ο χρόνος που διαδραματίζεται η ιστορία και άλλοτε οι ήρωες έχουν άλλα γνωρίσματα.

Μια αφήγηση που θεωρώ πως αξίζει να σημειωθεί, είναι μια προσπάθεια της ιταλικής προπαγάνδας κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου (Colin, 2012).  Στην έκδοση του βιβλίου Cappuccetto Rosso nell’ Africa Orientale (Η Κοκκινοσκουφίτσα στην Ανατολική Αφρική), του Armando Lodolini, το 1936, η Κοκκινοσκουφίτσα είναι Ιταλίδα, με πολλές αρετές, ικανή – «και όχι ανόητη όπως τα ξένα κορίτσια που δεν μπορούν να διακρίνουν τον λύκο από τη γιαγιά» – και στο τέλος κατατροπώνει τον λύκο. Ο σκοπός της συγκεκριμένης Κοκκινοσκουφίτσας ήταν να δικαιολογηθούν οι αποικιοκρατικές διαθέσεις της Ιταλίας.

Μια άλλη ιστορία μιλούσε από την πλευρά του λύκου (Fearn, 1988), γιατί πάντα υπάρχουν δύο πλευρές. Το παραμύθι του συκοφαντημένου λύκου. Ο λύκος καθάριζε το δάσος, που είναι το σπίτι του, από τα σκουπίδια που άφησαν κάποιοι εκδρομείς. Εμφανίστηκε ένα ύποπτο άτομο με κόκκινα ρούχα και κάτι ψέλλιζε ότι πάει στην γιαγιά του. Ο λύκος έτρεξε στο σπίτι της γιαγιάς για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα και αμφότεροι συμφώνησαν να κάνουν ένα αστείο στο κοριτσάκι. Ντύθηκε ο λύκος με τα ρούχα της γιαγιάς, ενώ η πραγματική γιαγιά κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Μόλις έφτασε η κοκκινοσκουφίτσα, άρχισε να συμπεριφέρεται προσβλητικά στον λύκο. Του έλεγε πως έχει μεγάλα αυτιά, μεγάλα δόντια, γουρλωτά μάτια. Ο λύκος θύμωσε, η κοκκινοσκουφίτσα φοβήθηκε πολύ, και άρχισε να τρέχει μέσα στο σπίτι. Ο καημένος ο λύκος προσπαθούσε να την ηρεμήσει τρέχοντας και αυτός ξοπίσω της. Τότε εμφανίστηκε ένας κυνηγός ο οποίος σημάδεψε τον λύκο. Τελευταία στιγμή κατάφερε να ξεφύγει πηδώντας έξω από το παράθυρο. Ήταν πολύ στενοχωρημένος επειδή η γιαγιά ποτέ δεν βγήκε να πει την αλήθεια. Από τότε κυκλοφόρησε μια φήμη από το κακοήθες κοριτσάκι ότι οι λύκοι είναι κακοί. Η συγκεκριμένη εκδοχή δεν καταρρίπτει τα στερεότυπα, αλλά νομίζω τα μετακινεί προς την αντίθετη πλευρά. Ο λύκος – άνδρας το θύμα, η κοκκινοσκουφίτσα-γυναικεία πλευρά, μηχανορραφεί για να έχει το δίκιο με το μέρος της άσχετα με το αν το αξίζει ή όχι.

Σε μια άλλη εκδοχή και με πιο ρομαντική διάθεση η Καπράλου, (2019), παρουσιάζει τον λύκο ερωτευμένο με την κοκκινοσκουφίτσα και τον βάζει να την περιμένει καθημερινά να την δει και να την συντροφεύσει ως το σπίτι της γιαγιάς. Πρόκειται για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, γιατί η κοκκινοσκουφίτσα ποτέ δεν ενδίδει στην αγάπη του λύκου.

Ο Ιταλός Bruno Munari επηρεασμένος από την εκδοχή του παραμυθιού της κοκκινοσκουφίτσας, όπως την έχει αποδώσει ο Ροντάρι, δημιουργεί την Ασπροσκουφίτσα (Munari, 1981). Η συγκεκριμένη ιστορία περιέχει κάποια ανατρεπτικά δεδομένα για την έκβαση του παραμυθιού. Πρώτον δεν υπάρχει η νουθεσία και ο προειδοποιητικός λόγος της μητέρας. Στην συνέχεια το στερεότυπο της αδύναμης γιαγιάς εκλείπει, γιατί αυτή, λείπει σε διακοπές στη Μαύρη Ήπειρο. Επίσης στο συγκεκριμένο παραμύθι, επικρατεί το λευκό χρώμα από το εξώφυλλο, μέχρι τις εσωτερικές σελίδες που δεν υπάρχουν εικόνες.  Στην απεικόνιση υπάρχει κενό εκεί που θα ήταν οι εικόνες, παραπέμποντας σε έναν αντισυμβατικό τρόπο ανάγνωσης και ερμηνείας της ζωγραφιάς στην παιδική λογοτεχνία, δίνοντας νέο νόημα στα παραμύθια.