Ένα άρθρο – αφιέρωμα του Παναγιώτη Νταβέλου
Ήταν σαν σήμερα, 19 Φεβρουαρίου, του έτους 1962 όταν ο Γεώργιος Παπανικολάου άφησε την τελευταία του πνοή στο Μαϊάμι των Η.Π.Α.. Έχουν περάσει 61 χρόνια από το θάνατό του, όμως μέχρι και σήμερα η διεθνής ακτινοβολία και το έργο του, παραμένουν το ίδιο λαμπρά, συνεχίζοντας να σώζονται ανθρώπινες ζωές.
Καταγόμενος από την Κύμη της Εύβοιας, ο Παπανικολάου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την Ιατρική ήδη από παιδί, μια και ο πατέρας του, Νικόλαος Παπανικολάου, ήταν καταξιωμένος γιατρός της εποχής του με τον ίδιο να έχει διατελέσει και δήμαρχο της Κύμης. Μεγαλώνοντας, έγινε εμφανής η κλίση και η αγάπη του Γεώργιου για την Ιατρική, που αποτέλεσε την αποκλειστική επιλογή του μετά την εκπλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών. Το 1898, σε ηλικία 15 ετών (!) γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1904, στην ηλικία των 21 ετών με βαθμό Άριστα.
Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Γερμανία το 1907 και τρία χρόνια μετά ανακηρύχθηκε διδάκτωρ Φυσικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου με την εργασία «Περί των συνθηκών της διαφοροποιήσεως του φύλου των δαφνιδών». Αμέσως μετά επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου νυμφεύτηκε τη Μάχη Μαυρογένους, απόγονο της Μαντούς Μαυρογένους και συμμετείχε ως γιατρός στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.
Αμέσως μετά, αυτός και η σύζυγός του, μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείας, όπου αρχικά ασχολούνταν με εξωιατρικές υποθέσεις. Καθοριστική υπήρξε για το μέλλον του Παπανικολάου, η συνάντηση και η γνωριμία του με τον διάσημο γενετιστή της εποχής Τ. Μόργκαν, ο οποίος είχε αξιοποιήσει τμήματα της πρώιμης έρευνας του. Ο Μόργκαν, ενθουσιασμένος από το έργο και την προσωπικότητα του Παπανικολάου, τον προσέλαβε στο παθολογοανατομικό εργαστήριο του Νοσοκομείου της Νέας Υόρκης, δίνοντας του την ευκαιρία που πάντα έψαχνε.
Αφιερώθηκε εξ’ ολοκλήρου στην έρευνά, όπου μελέτησε το κολπικό επίχρισμα των κατώτερων θηλαστικών και συσχέτισε τη μορφολογία του με τον ορμονικό κύκλο και τις ανάλογες μεταβολές στη μήτρα και τις ωοθήκες των ζώων. Κατάφερε να αναγνωρίσει τη διαγνωστική αξία της εξέτασης των κυττάρων του κολπικού επιχρίσματος στον άνθρωπο και να διατυπώσει το 1928 τη μελέτη του με τίτλο: «Νέα διάγνωση του καρκίνου». Μετά από πολλές πειραματικές δοκιμές σε γυναίκες, με πρώτη του σύζυγό του, Μάχη, και έχοντας πλέον βεβαιωθεί για τα έγκυρα αποτελέσματα της μελέτης του, την εφάρμοσε αρχικά στο νοσοκομείο της Νέα Υόρκης όπου εργαζόταν.
Λίαν συντόμως, η εξέταση που είχε «εφεύρει» ο Παπανικολάου εξαπλώθηκε από τη μία πόλη της Αμερικής στην άλλη και στη συνέχεια σε όλο τον κόσμο, προσφέροντας έγκυρα αποτελέσματα σε όσες γυναίκες υποβάλλοντας σε αυτό το τεστ. Η «Δοκιμασία Παπανικολάου» μπορούσε να διαγνώσει εγκαίρως και σε αρκετά πρώιμο στάδιο την ύπαρξη ή όχι του καρκίνου της μήτρας στις γυναίκες, δίνοντάς τους έγκαιρα αποτελέσματα, που μπορούσαν να τις σώσουν.
Βέβαια, το «τεστ Παπ», έλαβε σφοδρή κριτική από τους ανωτέρους του, τόσο για την εγκυρότητά του, όσο και για την πραγματική «ιδιοκτησία» της μελέτης αυτής. Κατηγορήθηκε έντονα για αντιγραφή της μελέτης άλλων γιατρών, κάτι που του στέρησε το βραβείο Νόμπελ για το οποίο είχε προταθεί δύο φορές. Κάτι τέτοιο, δεν αποδείχθηκε ποτέ, ούτε και ήταν αρκετό για να σταματήσει το σωτήριο έργο του γιατρού Παπανικολάου. Του απονεμήθηκαν πολλά αμερικάνικα ιατρικά βραβεία και μεταθανατίως το Βραβείο του ΟΗΕ. Το 1932 έγινε το πρώτο επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1949 η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών τον ονόμασε επίτιμο διδάκτορα.
Ο Γεώργιος Παπανικολάου είχε την ικανοποίηση να δει εν ζωή το έργο του να αναγνωρίζεται σε παγκόσμια κλίμακα. Μέσα από τη δύσκολη και συναρπαστική ιστορία της ζωής του, ο μεγάλος αυτός επιστήμονας και άνθρωπος κατόρθωσε με συνεχή και σκληρό αγώνα να δημιουργήσει ένα σπάνιο έργο, ένα έργο που καταξιώνει την ανθρώπινη υπόσταση και της δίνει την προέκταση μιας υπαρκτής αθανασίας.