Το ζήτημα της πιστοποίησης των επαγγελματικών προσόντων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί ένα από τα πιο «επείγοντα» θέματα στην πολιτική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχετικά με το τρίπτυχο εκπαίδευση / κατάρτιση – πιστοποίηση – απασχόληση.
Κι αυτό γιατί τόσο πριν όσο και μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2000) η πάγια πολιτική στρατηγική βασίζεται στην αντίληψη ότι η ευρωπαϊκή σύγκλιση και ολοκλήρωση θα επιτευχθούν μόνο μέσα από την ανάπτυξη κοινών εργαλείων τα οποία θα διευκολύνουν την κινητικότητα των εργαζομένων, θα προωθούν τη δημιουργία μιας κοινής σφαίρας απασχόλησης, θα σφυρηλατούν την κοινωνική συνοχή και θα καταστήσουν την Ευρώπη μέσα από τη μάθηση την πιο ανταγωνιστική οικονομία στο διεθνές στερέωμα.
Στη δική μας περίπτωση όμως, έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα εξής:
α) Η ελληνική εμπειρία έχει αποδείξει ότι είμαστε τραγικά καθυστερημένοι στα ζητήματα αυτά. Ακόμα και σήμερα εμφανίζονται αργοί ρυθμοί σε επίπεδο προσδιορισμού των επαγγελματικών περιγραμμάτων των διάφορων τεχνικών επαγγελμάτων, των ειδικοτήτων ή των εξειδικεύσεων. Εκτός από το σύστημα πιστοποίησης της Αρχικής Κατάρτισης του ΟΕΕΚ, που απευθύνεται μόνο στους αποφοίτους των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης, η χώρα δεν διαθέτει ένα συγκροτημένο και ολοκληρωμένο σύστημα αναγνώρισης – πιστοποίησης προσόντων, το οποίο να ενσωματώνει τις άλλες μορφές κατάρτισης ή επαγγελματικής εμπειρίας που αποκτώνται κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας ενός εργαζομένου.
β) Συνέπεια της καθυστέρησης και της έλλειψης προετοιμασίας από πλευράς της ελληνικής πολιτείας αποτελεί η συνειδητά κλιμακούμενη εκχώρηση ενός νευραλγικού πεδίου στην ιδιωτική σφαίρα. Ηδη, χιλιάδες οικογένειες και εργαζόμενοι πληρώνουν πανάκριβα την πιστοποίηση της γνώσης ξένων γλωσσών και υπολογιστών σε όλη την επικράτεια προκειμένου έτσι να ενισχύσουν τα προσόντα τους στη διαδικασία εύρεσης εργασίας.
Μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ότι τα οικονομικά συμφέροντα θα είναι τεράστια, εάν εκχωρηθούν δικαιώματα πιστοποίησης και αναγνώρισης «μαθησιακών αποτελεσμάτων» – τα οποία θα σχετίζονται με σαφή επαγγελματικά προσόντα και δικαιώματα- σε ιδιωτικές εταιρείες ή σε ιδιωτικούς οργανισμούς-μαμούθ.
γ) Δυστυχώς, διαρκώς διαπιστώνεται ότι στην ελληνική κοινωνία απουσιάζουν ή υπολείπονται στοιχεία όπως: ο απαιτούμενος βαθμός τεχνογνωσίας, η εθνική στρατηγική απέναντι στις ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις, η δυνατότητα κριτικής αντιπαράθεσης σε οτιδήποτε εισέρχεται από την Ε.Ε., η αξιοπιστία των θεσμικών μηχανισμών υλοποίησης, εφαρμογής και ελέγχου των όσων προβλέπεται αντικειμενικά λόγω Ε.Ε. να υιοθετηθούν. Αυτό που συμβαίνει συχνά είναι να εφησυχάζουμε, να αφήνουμε τα πράγματα για την τελευταία στιγμή, να συρόμαστε στις ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις χωρίς δυνατότητα παρέμβασης και το πιο σύνηθες να διεκδικούμε τις κοινοτικές επιδοτήσεις στη λογική της απορρόφησης, χωρίς να υπάρχει σχέδιο το οποίο να απαντά στις δικές μας εσωτερικές ανάγκες και τα διαχρονικά μας ελλείμματα.
δ) Οι Ελληνες πολίτες βιώνουν καθημερινά την εξής αντίφαση: από τη μία βλέπουν τη χώρα να υστερεί σε βασικά ζητήματα του εκπαιδευτικού της συστήματος και από την άλλη να πασχίζει να παρακολουθήσει αυτό που συντελείται στα αναπτυγμένα κράτη. Την ίδια στιγμή που αντικειμενικά είμαστε αναγκασμένοι να δημιουργήσουμε ένα αξιόπιστο και έγκριτο εθνικό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων το οποίο να επικοινωνεί και να ευθυγραμμίζεται με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση ψυχορραγεί, η αρχική και συνεχιζόμενη κατάρτιση παραμένουν «μετέωρα» θεσμικά υποσυστήματα, τα ΤΕΙ πασχίζουν να διαμορφώσουν τη φυσιογνωμία και τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τους χωρίς ίχνος ακαδημαϊκής στήριξης και σχεδιασμού από την πολιτεία, τα επιμελητήρια ενστικτωδώς αμύνονται για τα επαγγελματικά δικαιώματα των μελών τους, τα ΚΕΣ και τα κολέγια προσπαθούν από το παράθυρο να πάρουν μερίδιο από τα πανεπιστήμια και μέσα σ’ αυτή τη δίνη η ελληνική νεολαία πασχίζει να αποκτήσει ακριβοπληρωμένα εκπαιδευτικά προσόντα τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μεταφράζονται σε μια στέρεη και αξιόπιστη επαγγελματική προοπτική.
ε) Η ανεργία των νέων καλπάζει, η σύνδεση της εκπαίδευσης / κατάρτισης με την απασχόληση διαρκώς αποδυναμώνεται, οι σπουδές μετατρέπονται σε πανάκριβη και καθαρά οικογενειακή υπόθεση και επιπροσθέτως καμία θεσμική ρεαλιστική μεταρρύθμιση δεν διαφαίνεται για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση, την ανακούφιση των ασθενέστερων, την παροχή πολλών και ίσων ευκαιριών για πρόσβαση σε μια ποιοτική δημόσια εκπαίδευση και κατάρτιση. Χωρίς υπερβολές, βιώνουμε την ηγεμονία μιας επικοινωνιακής διαχείρισης ενός «απόλυτου τίποτα» στη δίνη ενός εκπαιδευτικού συστήματος που λιμνάζει ατάραχο απέναντι σ’ αυτό που διεθνώς συντελείται.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.