Ο καθηγητήςκ Γ. Μπαμπινιώτης εντοπίζει ορισμένες έκηλες αδυναμίες της εκπαίδευσής μας σε άρθρο του στο Βήμα:
1. Εχουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν αξιολογείται! Δεν γνωρίζουμε δηλαδή με υπεύθυνο, επιστημονικό, συστηματικό και επαναλαμβανόμενο τρόπο τις αδυναμίες και τις δυνάμεις τού συστήματος με το οποίο μορφώνουμε τα παιδιά μας. Ετσι δεν μπορούμε να παρεμβαίνουμε διορθωτικά και να το βελτιώνουμε. Λειτουργούμε, κατά κανόνα, εμπειρικά. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα βαδίζει από χρόνια σχεδόν με αυτόματο πιλότο!
2. Εχουμε τους εκπαιδευτικούς μας ανεπαρκώς καταρτιζομένους στα Πανεπιστήμιά μας και σπανίως επιμορφούμενους στην Εκπαίδευση. Δεν τους ετοιμάζουμε δηλαδή όσο και όπως πρέπει για εκπαιδευτικούς στα πανεπιστήμιά μας κι αφού μπουν στην Εκπαίδευση δεν υπάρχει τακτική, περιοδική, υποχρεωτική επιμόρφωση, κατάλληλα οργανωμένη και με παροχή κινήτρων. Ακατάρτιστος και ανεπιμόρφωτος εκπαιδευτικός (σε συνδυασμό με τις αδυναμίες τού εκπαιδευτικού μας συστήματος) δεν εγγυάται καμιά ποιότητα στην Παιδεία μας…
3. Εχουμε μια Τεχνική- Επαγγελματική Εκπαίδευση εκπαιδευτικά και κοινωνικά απαξιωμένη. Φαίνεται σαν να τη θεωρούμε κατάλληλη μόνο για παιδιά ενός κατώτερου Θεού! Αποτέλεσμα: η συσσώρευση υποψηφίων για σπουδές στα Πανεπιστήμια και, κατ΄ επέκταση, οι στρατιές ανέργων, υποαπασχολουμένων και υπαμειβομένων πτυχιούχων.
4. Εχουμε «πετύχει» μια γενικότερη κοινωνική απαξίωση τού δασκάλου. Η ελληνική κοινωνία δεν εμπιστεύεται τον δάσκαλο, όπως άλλωστε δεν εμπιστεύεται τον δικαστή, τον παπά, τον γιατρό, τον δημόσιο υπάλληλο κ.ά. Η αναξιοπιστία αυτή οδηγεί στην αναζήτηση όλο και περισσότερων δικλίδων ασφαλείας. Ετσι φτάσαμε σ΄ ένα αδιάβλητο μεν αλλά αναξιόπιστο και απάνθρωπο σύστημα εξετάσεων για τα πανεπιστήμια που από τη μια υπονόμευσε την έγκυρη φυσική αξιολόγηση τού μαθητή από τους δασκάλους του μέσα στο σχολείο κι από την άλλη μετέτρεψε το Λύκειο σε φροντιστήριο, χωρίς μάλιστα να εμπιστεύεται τη δουλειά που γίνεται σ΄ αυτό.
5. Εχουμε το φροντιστήριο να παίζει τον ρόλο τού Λυκείου και, στην πράξη, να υποκαθιστά το Σχολείο σε βαρύτητα, αξιοπιστία και φοίτηση. Από τη στιγμή που μια καίρια αυτοτελή μορφωτική βαθμίδα που ήταν το Λύκειο τη μετατρέψαμε σε προπαρασκευαστικό για τα Πανεπιστήμια σχολείο (χωρίς όμως να μετράει η φοίτηση και η επίδοση των μαθητών σ΄ αυτό!..), στρέψαμε τους μαθητές σ΄ ένα άλλο προπαρασκευαστικό «σχολείο», το φροντιστήριο, το οποίο- με όρους ιδιωτικής οικονομίας- λειτουργεί καλύτερα από το δημόσιο σχολείο και κατάφερε μάλιστα να γίνει και θεσμός!
6. Εχουμε ένα ξεπερασμένο εκπαιδευτικό σύστημα σχολείου, το οποίο απωθεί τους μαθητές (σχετική έρευνα έχει δείξει ότι οι μαθητές μας αισθάνονται αδιαφορία, καταπίεση, πλήξη έως απογοήτευση από το σχολείο!). Δεν αγαπούν οι μαθητές μας το σχολείο ούτε θέλουν να βρίσκονται σ΄ αυτό, γιατί πιστεύουν ότι όπως λειτουργεί δεν τους προσφέρει τίποτε ενδιαφέρον και σημαντικό για τη ζωή τους.
7. Εχουμεμεγάλες εκπαιδευτικές ανισότητες στη σχολική μας εκπαίδευση. Σχολεία χωρίς ή με εναλλασσόμενους δασκάλους, με εξαιρετικά ανόμοιες και αβοήθητες μαθητικές ομάδες, σχολεία διοικητικώς ανοργάνωτα και εκπαιδευτικώς ανυποστήρικτα. Σχολεία στο έλεος τού Θεού που λειτουργούν με τον πατριωτισμό κάποιων δασκάλων.
8. Εχουμε μια Πολιτεία που διαχρονικά στην Παιδεία και στον πολιτισμό δεν δίνει καμιά προτεραιότητα, όπως φαίνεται και από τα οικονομικά μεγέθη που διαθέτει στον Προϋπολογισμό. Παιδεία και πολιτισμός όχι μόνο έχουν διαχωρισθεί στη συνείδησή μας, αλλά έχουν υποβαθμισθεί θεσμικά, οικονομικά και κοινωνικά, με αποτέλεσμα να έχουν συσσωρευθεί με τον καιρό όγκοι προβλημάτων, τα οποία έχουν τελικά καταστεί και δυσεπίλυτα.
9. Εχουμε μια Παιδεία που, σε πολιτικό-κομματικό επίπεδο, είναι «πεδίο συγκρούσεων» αντί να αποτελεί «πεδίο συγκλίσεων». Σε όλες τις προηγμένες χώρες, αν υπάρχει ένα πεδίο που προχωρεί με σύγκλιση απόψεων, με συμπληρωματικότητα και με αμοιβαίες υποχωρήσεις, είναι η Παιδεία. Στη χώρα μας αποτελεί αντιθέτως πεδίο τεχνητού και αδικαιολόγητου κομματικού ανταγωνισμού, με ανυπολόγιστο κόστος για την ανάπτυξη τού τόπου σε όλα τα επίπεδα (κοινωνικό, οικονομικό, εθνικό).
Οι στρεβλώσεις, που πολύ αδρομερώς περιέγραψα, έχουν τόσο εδραιωθεί στη συνείδηση τού κόσμου, ώστε όταν μιλάς για μια δραστική συνολική αντιμετώπισή τους, σε κοιτούν ανήσυχα, ενίοτε τρομαγμένα, άλλοτε δύσπιστα, συχνά συγκαταβατικά, συμφωνώντας ωστόσο όλοι ανεξαιρέτως- να το πούμε κι αυτό- ότι είναι ανάγκη να γίνουν. Ενοχλεί ίσως όλους μας το ξεβόλεμα… Αλλά έχουμε άλλη διέξοδο ή άλλα περιθώρια;
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.