Η Σχολική Μονάδα, η Τοπική Κοινωνία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση

Η Σχολική Μονάδα, η Τοπική Κοινωνία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση

Γενική παραδοχή είναι ότι εκπαίδευση αποτελεί στην ουσία και στην πράξη μια από της βασικότερες λειτουργία της κοινωνίας. Αποτελεί κατά κύριο λόγο το μέσο με το οποίο η κοινωνία δημιουργεί και ανανεώνει συνέχεια τις προϋποθέσεις ύπαρξης της, μεταδίδοντας στις επόμενες γενεές εκείνο το μέτρο της ομογένειας που την έχει κρίνει ως απαραίτητο για τη συνέχιση της και την αναπαραγωγής της.

Ως κοινωνικό φαινόμενο η εκπαίδευση είναι ένα σύνολο στοιχείων τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις αλληλεπίδρασης και αποτελούν μια ολότητα, η οποία είναι μέρος του ευρύτερου συστήματος της κοινωνίας μέσα στην οποία λειτούργει. Ο βαθμός δε αποδοχής αυτού του φαινομένου καθιστά τα μέλη της αναστοχαστικά και φιλοπρόοδα.

Όλα δε τα σύγχρονα κράτη αναγνωρίζουν το ρόλο της εκπαίδευσης στην οικονομική, κοινωνικήκαι πολιτιστική ανάπτυξη και έχουν ως βασικό στόχο τη δημιουργία ενός καλά οργανωμένου εκπαιδευτικούσυστήματος και μπορεί να επιτευχθεί με την αγαστή συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική διαδικασία φορέων( εκπαιδευτικών, γονέων μαθητών τοπικής αυτοδιοίκησης) .

Στο πλαίσιο αυτό καθοριστική σημασίαέχουν οι σχέσεις αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης ανάμεσα στο σύγχρονο σχολείο και στην τοπική κοινωνία καθώς επηρεάζονται άμεσα και μάλιστα διαφοροποιούνται ανάλογα από τις εκάστοτε τοπικές , πολιτικέςπολιτιστικές και οικονομικές συνθήκες μιας περιοχής οι οποίες ως τοπικές συμμείξεις διαφοροποιούνται συνθέτοντας την εκάστοτε τοπική πολιτιστική ιδιομορφία.

Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους (Ι. Καποδίστριας) η σχολική μονάδα βρέθηκε στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής πολιτικής και προβλήθηκε συνολικά ως βασικό κύτταρο του εκπαιδευτικού συστήματος. Ωστόσο η σχετική συζήτηση ανάδειξε το μείζον ζήτημα της αυτοδιοίκησης της σχολικής μονάδας και το σταδιακού μετασχηματισμού της από φορέα υποδοχής σε φορέα διαμόρφωσης και προσαρμογής της κεντρικής εκπαιδευτικήςπολιτικής στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας επικεντρώνοντας μεταξύ άλλων στην ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών, στην ευθύνη των τοπικών αρχών και των δήμων για την εκπαιδευτική πολιτική και τη διαμόρφωση ενός τοπικού προγράμματος σπουδών στο πλαίσιο των αξόνων που θέτει το ΥΠΔΒΜΘ και στην αποκεντρωμένη λειτουργία των σχολικών μονάδων.

Προκύπτει λοιπόν το αίτημα για ένα σχολείο ανοιχτό στην τοπική κοινωνία, δυναμικό παράγοντα αλληλεπίδρασης, ένα σχολείο που θα παρακολουθεί τις σύγχρονες εξελίξεις στο χώρο των επιστημών της αγωγής, θα αφουγκράζεται τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας και θα προσαρμόζεται σ αυτές, ένα σχολείο που θα αξιοποιεί τις δυνάμεις της τοπικής κοινωνίας και τις μορφωτικές ,πολιτιστικές και άλλες ευκαιρίες που αυτή παρέχει.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη το νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον, η παγκοσμιοποίηση, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας στοιχεία που αλλάζουν ριζικά τα δεδομένα του σχεδιασμού κάθε εκπαιδευτικής πολιτικής σε macro και ιδιαίτερα στην παρούσα καταγραφή micro τοπικό επίπεδο.

Η αλματώδης ανάπτυξη του βιοτικού και τεχνολογικού επιπέδου, οι απαιτήσεις και η ταχύτητα των γνώσεων, οι προκλήσεις που δέχονται οι μαθητές, οι υποχρεώσειςτης οικογένειας απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, η ανατροφή των παιδιών, οι αξίες που διαμορφώθηκαν, η κοινωνική τάξη, επηρεάζουν τη σχολική απόδοση και τη στάση του νέου απέναντι στην κοινωνία. Το παραδοσιακό σχολείο αλλάζει και η διαδικασία της μάθησης γίνεται δια βίου. Ο εκπαιδευτικός αντιμετωπίζει καθημερινά προβλήματα συμπεριφοράς, δυσκολίες κοινωνικής ένταξης των μαθητών, διαφορετικής κοινωνικής ή εθνικής προελεύσεως μαθητών, αντιδράσεις μαθητών και γονέων που από μόνο του σχολείο δεν μπορεί να επωμισθεί την ευθύνη εξ ολοκλήρου.

Αυτό απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια όλων των παραγόντων που σήμερα συμβάλουν στην εκπαίδευση, για το καλό της εκπαίδευσης.

Καθίσταται λοιπόν ανάγκη και κοινωνική αναζήτηση για ένα δημοκρατικό σχολείο, ανοιχτό στην κοινωνία και στον άνθρωπο. Για ένα σχολείο ευέλικτο που σκοπό θα έχει την καλλιέργεια σκεπτόμενων, αναστοχαστικών αυριανών πολιτών που θα συνδέει το παρελθόν με το παρόν και θα είναι προσανατολισμένο στο μέλλον, που θα συνδέεται με την τοπική κοινωνία, μέσα από διαδραστικές λειτουργίες αναπτύσσοντας στενές και αμφίδρομες σχέσεις με αυτήν.

Που θα ζει μ αυτήν μέσα αυτήν.

Ένα σχολείο με ποικίλες πρωτοβουλίες και συμμετοχικές μαθησιακές δραστηριότητες. Να αντλεί πληροφορίες και γνώσεις από τον κόσμο της εργασίας και των κοινωνικών δραστηριοτήτων και να βοηθά τους μαθητές να αποκτούν επίγνωση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών πολιτικών και ηθικών συνεπειών των πράξεων τους. Οι σχολικοί χώροι μπορούν εύκολα να γίνουν χώροι επιμόρφωσης, καλλιτεχνικής παιδείας, κέντρα μάθησης, χώροι άθλησης προσφέροντας θετικά μηνύματα πως όλη η τοπική κοινωνία βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία μάθησης.

Με την έννοια λοιπόν ότι το σχολείο δημιουργεί ευκαιρίες για την συμμετοχή της κοινότητας στη ζωή του αλλά και για την δική του συμμετοχή στην ζωή της κοινότηταςκαι αυτό θα πρέπει να επιδιώκεται και με την συνεργασία της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία έτσι και αλλιώς με την εκχώρηση πλήθος αρμοδιοτήτων (κινητή και ακίνητη περιουσία, επισκευή και συντήρηση κ.α ) καθώς και με τα όργανα λαϊκής συμμετοχής(σύλλογοι γονέων –σχολικά συμβούλια-σχολικές και δημοτικές επιτροπές παιδείας).

Ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Σε αυτό το πλαίσιο αποδεικνύεται πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της Τ.Α για την στήριξη και την συμπαράσταση στον παιδευτικό ρόλο του σχολείου. Με την συμβολή τηςστην πλήρη κάλυψη των υλικοτεχνικών υποδομών,όπως σύγχρονα, ασφαλή για τους μαθητές αλλά και άρτια αισθητικά σχολικά κτίρια, σύγχρονες και λειτουργικές σχολικές αίθουσες ευπρεπείς αύλειους χώρους και γενικά στην εξασφάλιση όλων των απαραίτητων χώρων για την στέγαση, εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των σχολείων. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα η δημιουργία και ενίσχυση και η προσαρμογή των υπαρχουσών υποδομών ώστε ναεξασφαλίζεται η πρόσβαση και η προσπελασιμότητα από τα άτομα με αναπηρίες για να υποστηρίζεται η αυτόνομη πρόσβαση σε όλους τους χώρους και η συμμετοχή τους στις εκπαιδευτικές δράσεις για την πρόσληψη του αγαθού της μόρφωσης.Η δημιουργία και η προσαρμογή των υποδομών στις απαιτήσεις των σύγχρονων προγραμμάτων σπουδών, των νέων βιβλίων, της διαθεματικής-διεπιστημονικής μεθοδολογικής προσέγγισης και της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας-μάθησης.

Η στήριξη ποικιλότροπα του θεσμού των ολοήμερων σχολείων και την ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση των προσφερομένων υπηρεσιών, ώστε να μη λειτουργούν μόνο στην κατεύθυνση της φύλαξης των μαθητών και της εξυπηρέτησης των εργαζόμενων γονέων που μπορεί να είναι ένας από τους σκοπούς του, αλλά να προσφέρουν ευκαιρίες για δημιουργική αξιοποίηση του χρόνου των μαθητών και να παρέχουν ουσιαστική κάλυψη αναγκών, όπως οι ξένες γλώσσες, η μουσική και γενικότερα η καλλιτεχνική παιδεία και η φυσική αγωγή.
Με ανάλογους σκοπούς οφείλει να προχωρήσει στην δημιουργία ολοκληρωμένων προγραμμάτων θερινής απασχόλησης των μαθητών, αξιοποιώντας τους υπάρχοντες σχολικούς χώρους.
Να επιδιώξει το σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων επιμόρφωσης γονέων και τη δημιουργία υποδομών στήριξης και συμβουλευτικής των γονέων και ενίσχυσης των μαθητών.

Ένα τέτοιο πλαίσιο θα συμβάλλει παράλληλα στη σύνδεση του σχολείου με την τοπική κοινωνία και οικονομία.
Πρέπει φυσικά να δίνονται βαθμοί ελευθερίας σε κάθε περιφέρεια, σε κάθε τοπική κοινωνία σε επίπεδο δήμου για να μπορούν οι κοινωνίες να προωθήσουν πρωτοβουλίες στην εκπαίδευση. Στην κατεύθυνση αυτή είναι απαραίτητη η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου στην κατεύθυνση μιας σταδιακής διεύρυνσης και εκχώρησης αρμοδιοτήτων και πόρων στην Τ.Α για θέματα εκπαίδευσης.

Μιας εκπαίδευσης που θα οδηγεί σε πλεονασματική κατά κεφαλή παιδεία των πολιτών στους οποίους απευθύνεται , δηλαδή σε μια πολιτισμική αναβάθμιση.

Χρειαζόμαστε ένα πλαίσιο πιο ευέλικτο για να είναι αποτελεσματικό και ικανό να ανταποκριθεί στο αίτημα της ανταγωνιστικότητας που εντείνεται. Σήμερα οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να δώσουν πολύ πιο δυναμικό παρών σε ότι αφορά το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και στον τρόπο που αυτή καλλιεργεί πολίτες για το αύριο.

Γιατί η Τ.Α έχει τη δυνατότητα άμεσης εποπτείας, την οποία δεν μπορεί να έχει η κεντρική διοίκηση, και με τον τρόπο αυτό η κοινωνία μπορεί να συμβάλλει στην ποιότητα.Η αποκέντρωση και γιατί όχι η αποσυγκέντρωση, θα πρέπει να διαπνέεται από την απελευθέρωση των δυνάμεων που διαθέτει κάθε κοινωνία, γιατί η ανταγωνιστικότητα είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό της σύγχρονης παγκόσμιας κοινωνίας και θα χάσουμε ως χώρα και ως κοινωνία αν δεν το λάβουμε υπόψη μας. Επιπλέον η αρχή της διαφάνειας σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο λειτουργεί πολύ περισσότερο καθώς είναι σαφώς πιο ευδιάκριτο κάθε τι που γίνεται.
Θα πρέπει το κεντρικό κράτος με το πλαίσιό του να διασφαλίζει την παρεχόμενη εκπαίδευση, μέχρι ένα σημείο, το ελάχιστο για όλους τους πολίτες με βάση την αρχή της ισοπολιτείας και της συνοχής. Από εκεί και πέρα θα πρέπει να υπάρχει ένα σαφώς οροθετημένο πεδίο που θα αφορά και θα εμπίπτει στην αρμοδιότητα των τοπικών κοινωνιών, κάθε δήμου, κάθε Περιφέρειας. Έτσι θα λειτουργήσουν και οι τοπικές κοινωνίες δημιουργικά, ανταγωνιστικά μεταξύ τους, θα αναλαμβάνουν τις ευθύνες των συνεπειών των λανθασμένων αποφάσεών τους και δεν θα τις αναζητούν αλλού συνάγοντας όλα τα θέματα σε ζητήματα κομματικής αντιπαράθεσης.

Σίγουρα υπάρχουν περιθώρια για βελτίωση με τις νέες κοινωνικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί. Απαιτείται όμως γενικότερη αναδιάρθρωση στο σύστημα της παιδείας. Δε μπορεί να γίνει αποσπασματικά. Απαιτείται μια γενναία δομικά και εκ βάθρων, συνολική μεταρρύθμιση, γενικότερη πολιτική αποκέντρωσης, ώστε να είναι δυνατή μια ολοκληρωμένη παρέμβαση, στα όρια της αποκέντρωσης για την παρεμβατική δυνατότητα των τοπικών κοινωνιών σε θέματα εκπαίδευσης, ένα γενικό πλαίσιο που πιθανόν μέσα εκεί να είναι όλα εναρμονισμένα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αποσπασματικά κάτι τέτοιο δε μπορεί να γίνει. Απενοχοποίηση και μόνο αποτελεί, να δίνονται στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αρμοδιότητες στην εκπαίδευση, που μάλιστα δεν συνοδεύονται από αντίστοιχους, επαρκείς πόρους. Ασφαλώς αναγκαιότητα αποτελεί να διευρυνθούν οι αρμοδιότητες αυτές σταδιακά και σε βάθος χρόνου ,για να γίνουν ομαλά οι απαραίτητες προσαρμογές. Πρέπει να αποφύγουμε την άκριτη μεταφορά του ευρωπαϊκού παραδείγματος στην ελληνική Τ.Α, όταν μάλιστα στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις η ΤΑ διαχειρίζεται σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό εσόδων από κρατικούς πόρους, γιατί τόσο το πολιτιστικό τους περιβάλλον όσο και το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις κοινωνίες αυτές είναι τελείως διαφορετικό.
Πρέπει κεντρικά να διασφαλίζονται τα βασικά στις επιδιώξεις και τους στόχους και η ισότητα ευκαιριών, καθώς και ο έλεγχος και ο συντονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο και κατόπιν να προχωρούμε σε εξειδικεύσεις—προσαρμογές σε τοπικό επίπεδο χωρίς κίνδυνο για εκπαίδευση πολλών ταχυτήτων.

Οι φορείς της αυτοδιοίκησης αναγνωρίζουν ότι η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων σε θέματα εκπαίδευσης προς την τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να συνοδευτεί με τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος εμφάνισηςήδιεύρυνσης των ανισοτήτων στο επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης, τόσο μεταξύ σχολικών μονάδων διαφορετικών δήμων, όσο και μεταξύ σχολικών μονάδων του ίδιου δήμου. Η τάση αυτή καταγράφηκε σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων χρηματοδότησης των σχολείων στους δήμους, οδήγησε σε διαφορές στο ύψος της χρηματοδότησης μεταξύ δήμων και σε εμφανείς αποκλίσεις στην ποιότητα της εκπαίδευσης. Ανάμεσα στα μέτρα αντιμετώπισης του κινδύνου ανάπτυξης παιδείας πολλών ταχυτήτων έμφαση πρέπει να δοθεί στα εξής:1) Οι αρμοδιότητες που θα μεταβιβαστούν πρέπει να συνοδεύονται από τους απαραίτητους πόρους.
2) Οι διατιθέμενοι πόροι πρέπει να κατανέμονται ανά περιφέρεια, δήμο και σχολική μονάδα με αντικειμενικά κριτήρια.
3) Η Τ.Α πρέπει να στελεχωθεί με το απαραίτητο επιστημονικό προσωπικό που θα επιμορφώνεται τακτικά, θα καλύπτει τις ανάγκες και θα συμβάλλει στη χάραξη μιας υπεύθυνης πολιτικής για μια σύγχρονη παιδεία.Φορείς επικοινωνίας με την σχολική κοινότητα θα είναι το εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και όχι ο πλειοψηφών δημοτικός σύμβουλος αμφίβολης πνευματικής και εκπαιδευτικής επάρκειας.

4) Το Κράτος να διατηρήσει τον επιτελικό του ρόλο στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, καθώς και τον στρατηγικό έλεγχο, το συντονισμό και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων του εκπαιδευτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, ώστε να διασφαλίζονται τα βασικά στις επιδιώξεις και τους στόχους καθώς και την διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού καθώς ελλοχεύεις ο κίνδυνος οι εκπαιδευτικοί να γίνονται έρμαια της βούλησης του κάθε τοπικού ή περιφερειακού άρχοντα.

5) Η εκπαίδευση αποτελεί τοπική υπόθεση με την έννοια ότι η τοπική κοινωνία συμπληρώνει, εξειδικεύει και αξιολογεί, με βάση τις ιδιαιτερότητες, την παράδοση, κ.λπ. τους στόχους και τα προγράμματα που χαράσσονται κεντρικά, αλλά και τα αποτελέσματα, που παράγονται.6) Ο τοπικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης εδράζεται στο σημείο επαφής αφενός της ανάγκης σύνδεσης της Παιδείας με τις ιδιαίτερες συνθήκες, ανάγκες, δυνατότητες, βιώματα της κάθε τοπικής κοινωνίας και αφετέρου της αμεσότητας,την οποία εξασφαλίζει ως φορέας διοικητικών αρμοδιοτήτων η ΤΑ. Από την άλλη, τα όρια του τοπικού χαρακτήρα της δημοκρατικής εκπαίδευσης περιορίζονται από την ανάγκη εξασφάλισης ισότητας εκπαιδευτικών ευκαιριών σε εθνικό επίπεδο.
Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι απαιτείται ένα μοντέλο όπου ο Δήμος θα ασκεί ουσιαστική εκπαιδευτική πολιτική. Χρειάζεται ένα γενναίο Κράτος που θα προχωρήσει σε πραγματική αποκέντρωση-αποσυγκέντρωση. Από εκεί και πέρα η εκπαίδευση πρέπει να ανοίξει και να γίνει πιο ελκυστική και να απαντά σε υπαρκτές ανάγκες που συνδέονται με το βίωμα και τον τόπο.

Κεχαγιάς Στέργιος

Δάσκαλος-Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Παγγαίου

Αφήστε μια απάντηση