Ο κλάδος των φυσικών επιστημών, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών (STEM) ήταν ανδροκρατούμενος και οι γυναίκες ήταν ελάχιστες. Η μάχη αυτών των γυναικών για να ξεφύγουν από τα δεσμά της πατριαρχίας και να μορφωθούν ήταν πολύ σκληρή. Όσες τα κατάφερναν, έρχονταν αντιμέτωπες με τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την απουσία υλικής ανταμοιβής και την υποτίμηση των ικανοτήτων τους.
Υπήρξαν παρα πολλά παραδείγματα γυναικών που διέπρεψαν στην επιστήμη τους και έβαλαν τα θεμέλια για σπουδαίες ανακαλύψεις και εφευρέσεις.
Δυστυχώς τις περισσότερες φορές, οι άνδρες συνάδελφοί τους καρπώθηκαν την επιτυχία τους και πήραν τα εύσημα από την επιστημονική κοινότητα και την κοινή γνώμη. Το όνομά τους είτε βρισκόταν στα ψιλά γράμματα των εγχειριδίων είτε απουσίαζε εντελώς.
Πρόκειται για το λεγόμενο “φαινόμενο Ματίλντα” (“Matilda effect”), το οποίο πρώτη περιέγραψε η Αμερικανίδα Ματίλντα Τζόσλιν Γκέιτζ το 1870. Ο όρος “Matilda effect” επινοήθηκε το 1993 από την Αμερικανίδα ιστορικό της επιστήμης, Μάργκαρετ Ρόσιτερ.
Ενδεικτικά παρουσιάζουμε τις ιστορίες γυναικών που η συνεισφορά τους στην πρόοδο της επιστήμης υπήρξε μεγάλη, αλλά η αναγνώριση που έλαβαν μικρή και όψιμη.
Η Αγγλίδα βιοχημικός και κρυσταλλογράφος, Ρόζαλιντ Φράνκλιν αποτελεί το κορυφαίο παράδειγμα του “φαινομένου Ματίλντα”.
Η Φράνκλιν τον Μάιο του 1952, ως ερευνήτρια στο King’s College του Λονδίνου αξιοποιώντας την κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ, τράβηξε την περίφημη “Φωτογραφία 51”.
Ήταν η πρώτη φωτογραφία που επιβεβαίωνε ότι η μορφή του DNA είναι ελικοειδής και, για πολλούς, θεωρείται η σημαντικότερη φωτογραφία του 20ού αιώνα.
Οι Τζέιμς Γουάτσον, Φράνσις Κρικ και Μόρις Γουίλκινς διεξήγαγαν και αυτοί πειράματα για να αποκωδικοποιήσουν τη μορφή του DNA.
Ο Γουίλκινς, πήρε ένα αντίγραφο της “Φωτογραφίας 51” εν αγνοία της Φράνκλιν και χωρίς την άδειά της και το έδειξε στον Γουάτσον.
Τον Απρίλιο του 1953, οι Γουάτσον, Γουίλκινς και Κρικ δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο περιοδικό Nature. Συμπεριέλαβαν τη φωτογραφία της Φράνκλιν χωρίς να κάνουν ρητή αναφορά στη συμβολή της. Όχι μόνο παραγνώρισαν τη δουλειά της, που αποτέλεσε τη βάση για την οριστικοποίηση της θεωρίας της διπλής έλικας, αλλά και εκφράζονταν με σεξιστικά και απαξιωτικά σχόλια για την Φράνκλιν.
Το 1962, στους τρεις άνδρες επιστήμονες απονεμήθηκε το βραβείο “Νόμπελ Ιατρικής “για τις ανακαλύψεις τους αναφορικά με τη μοριακή δομή των νουκλεϊκών οξέων και της σημασίας τους ως κέντρου μεταφοράς πληροφοριών σε ζωντανούς οργανισμούς“. Η Ρόζαλιντ Φράνκλιν έφυγε από τη ζωή τέσσερα χρόνια πριν, σε ηλικία μόλις 38 ετών από καρκίνο των ωοθηκών. Σύμφωνα με τον κανονισμό, το βραβείο δεν απονέμεται μεταθανάτια. Ακόμη κι αν ζούσε, όμως, είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν θα βραβευόταν.
Η Αυστριακή Λίζε Μάιτνερ, εβραϊκής καταγωγής, έμεινε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που ανακάλυψε την πυρηνική σχάση. Η ανακάλυψή της έκανε τον Άλμπερτ Αϊνστάιν να την χαρακτηρίσει ως τη ”Γερμανίδα Μαρί Κιουρί”.
Μετά το διδακτορικό της στη φυσική στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, η Μάιτνερ βρήκε δουλειά στο Ινστιτούτο Χημείας Kaiser Wilhelm του Βερολίνου, στο πλευρό του Γερμανού χημικού, Ότο Χαν, με το οποίο συνεργάστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της. Όταν οι Ναζί προσάρτησαν την Αυστρία, το Μάρτιο του 1938, η Μάιτνερ αναγκάστηκε να πάει στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Ο Χαν συνέχισε τα πειράματα στη Γερμανία, ενώ διατηρούσε κρυφή αλληλογραφία με τη Μάιτνερ.
Ο Χαν στα πειράματα του έβλεπε ενδείξεις για την ιδέα της σχάσης, αλλά δεν μπορούσε να δώσει μια ολοκληρωμένη θεωρητική εξήγηση. Τον “γόρδιο δεσμό” έλυσε η Μάιτνερ και ο ανιψιός της, Όττο Φρις.
Ο Χαν δημοσίευσε τα ευρήματά του χωρίς να αναφερθεί στη Μάιτνερ ως συν-συγγραφέα. Το 1944, ο Χαν τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Χημείας για την ανακάλυψη της πυρηνικής σχάσης.
Μεγάλο ρόλο στο να αποκλειστεί η Αυστριακή φυσικός από τη βράβευση έπαιξε η παραμονή της εκτός Γερμανίας, στην οποία δεν μπορούσε να επιστρέψει όσο διαρκούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ωστόσο, ο παράγοντας του φύλου υπήρξε εξίσου, αν όχι περισσότερο, καθοριστικός.
Έστερ Λέντερμπεργκ (1922-2006)
Η Αμερικανίδα μικροβιολόγος, Έστερ Λέντερμπεργκ, σπούδασε γενετική στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Από το 1946 εργάστηκε από κοινού με τον σύζυγό της Τζόσουα Λέντερμπεργκ, μοριακό βιολόγο, πάνω στη μελέτη των βακτηρίων. Το 1951, ενώ βρισκόταν στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν, η Λέντερμπεργκ ανακάλυψε τον φάγο λάμδα, ένα νέο τύπο ιού που προσβάλλει βακτήρια όπως το Escherichia coli
Ακόμη, η Λέντερμπεργκ επινόησε ένα νέο τρόπο μελέτης των μεταλλάξεων στα βακτήρια, τη λεγόμενη αναπαραγωγή αποικιών. Η μέθοδός της αφενός συνεισέφερε στην ταχύτερη μελέτη των μεταλλάξεων των βακτηρίων σε σύγκριση με πριν κι αφετέρου επέτρεψε στην ερευνητική της ομάδα να κατανοήσει την αντοχή των βακτηρίων στα αντιβιοτικά.
Όπως η Φράνκλιν και η Μάιτνερ, έτσι κι η Λέντερμπεργκ στερήθηκε το δικαίωμα να λάβει την ύψιστη τιμή του βραβείου Νόμπελ Ιατρικής. Το 1958, ο σύζυγός της, Τζόσουα Λέντερμπεργκ ήταν εκείνος που απέσπασε το βραβείο, μαζί με τους γενετιστές Τζορτζ Γουέλς Μπιντλ και Έντουαρντ Λόρι Τέιτουμ.
Στην ομιλία του, ο Λέντερμπεργκ δεν αναφέρθηκε στην καθοριστική συμβολή της συζύγου του ούτε την ευχαρίστησε γι’ αυτό, αν και ήταν παρούσα στην τελετή. Όσον αφορά το Νόμπελ, όμως, όλοι οι επιστήμονες και μελετητές συμφωνούν ότι ο Λέντερμπεργκ όφειλε αναμφισβήτητα το βραβείο στη γυναίκα του, με την οποία χώρισε το 1966.
Η Ιρλανδή αστροφυσικός, Τζόσελιν Μπελ Μπέρνελ πιστώνεται την ανακάλυψη των πάλσαρ, δηλαδή των ταχύτατα περιστρεφόμενων αστέρων νετρονίων, Πραγματοποίησε την παραπάνω ανακάλυψη το 1967, όταν έκανε το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Αν και ήταν η πρώτη που παρατήρησε τα ραδιοκύματα των πάλσαρ, η Μπέρνελ δεν κέρδισε το Νόμπελ Φυσικής το 1974.
Αυτοί που πήραν τη δόξα ήταν ο καθηγητής και επιβλέπων την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής της, Άντονι Χιούις και ο αστρονόμος Μάρτιν Ράυλ. Ήταν η πρώτη φορά που αστροφυσικοί τιμήθηκαν με το συγκεκριμένο βραβείο. Η απουσία της Μπέρνελ από την τελετή απονομής προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις πολλών επιστημόνων και της κοινής γνώμης και θεωρείται, μέχρι σήμερα, ως μία μεγάλη αδικία στην ιστορία της επιτροπής. Οι περισσότεροι δεν ήταν έτοιμοι να δεχθούν ότι μια σημαντική ανακάλυψη στην αστροφυσική θα μπορούσε να είχε προέλθει από μια νεαρή γυναίκα .
Η Τζιν Πέρντι υπήρξε Αγγλίδα νοσοκόμα και εμβρυολόγος που διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της μεθόδου της εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF). Ως “πατέρες της εξωσωματικής” αναφέρονται ο Άγγλος γυναικολόγος και μαιευτήρας, Πάτρικ Στέπτοου και ο Άγγλος ιατρικός ερευνητής, Ρόμπερτ Έντουαρντς.
Ωστόσο, χωρίς τη συμβολή της Πέρντι, δεν θα τα είχαν καταφέρει.
“Η δουλειά της Τζιν ήταν κρίσιμη. Δεν ήμασταν πια ο Πάτρικ κι εγώ. Είχαμε γίνει τριάδα“, είχε αναφέρει ο Έντουαρντς, που επέμενε να γίνεται αναφορά στο όνομά της ως πρωτοπόρου της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Ωστόσο, η βρετανική κοινή γνώμη μνημόνευε εκείνον και τον Στέπτοου.
Η Πέρντι και ο Στέπτοου, που πέθανε το Μάρτιο του 1988, δεν βραβεύτηκαν ποτέ με Νόμπελ Ιατρικής για την σπουδαία δουλειά τους. Ο Έντουαρντς το κέρδισε το 2010 και πέθανε τρία χρόνια μετά. .
Άλλες παραγνωρισμένες γυναίκες επιστημόνισσες.
Εκτός από τις παραπάνω γυναίκες επιστήμονες, υπήρξαν και άλλες που υπέστησαν διακρίσεις λόγω του φύλου τους και δεν αναγνωρίστηκαν στην εποχή τους. Μερικά ενδεικτικά ονόματα είναι
της Νέτι Στίβενς (1861-1912), της Αμερικανίδας γενετίστριας που απέδειξε ότι το φύλο ενός ανθρώπου καθορίζεται από τα χρωμοσώματα X και Y κι όχι από περιβαλλοντικούς ή άλλους εξωγενείς παράγοντες, όπως πιστευόταν μέχρι τότε. Όμως, η προσφορά της έγινε αντιληπτή πολλά χρόνια μετά το θάνατό της. Όπως έχει γραφτεί περιπαικτικά αλλά εύστοχα, “η Στίβενς ανακάλυψε τα φυλετικά χρωμοσώματα XY, αλλά δεν πήρε τα εύσημα, επειδή είχε δύο χρωμοσώματα Χ“
της Μαίρης Άνινγκ (1799-1847), της Αγγλίδας παλαιοντολόγου και συλλέκτριας απολιθωμάτων, η οποία, όταν ήταν μόλις 12 ετών, ανακάλυψε μαζί με τον αδερφό της το σκελετό του εξαφανισμένου είδους του ιχθυόσαυρου. Δεν της επετράπη ποτέ να δημοσιεύσει τα ευρήματά της σε επιστημονικό περιοδικό, διότι ήταν γυναίκα και ερευνητές χρησιμοποίησαν τις ανακαλύψεις της στις εργασίες τους χωρίς να αναφέρουν το όνομά της.
της Μαριέττας Μπλάου (1894-1970), της Αυστροεβραίας πρωτοπόρου του κλάδου της σωματιδιακής φυσικής που, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, αντιμετώπισε διακρίσεις λόγω της καταγωγής της και του φύλου της. Βραβεύτηκε από την Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών και, παρότι προτάθηκε πέντε φορές για βραβείο Νόμπελ Φυσικής, ποτέ δεν το δεν το κέρδισε. Το 1950, ο Βρετανός συνάδελφός της, Σέσιλ Φρανκ Πάουελ κέρδισε το βραβείο στηριζόμενος στη φωτογραφική μέθοδο ανίχνευσης πυρηνικών σωματιδίων που η Μπλάου είχε πρώτη εφεύρει.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή