Η ύπαρξη αυτής της διάχυτης ακτινοβολίας φωτονίων είχε προβλεφθεί θεωρητικά στα τέλη της δεκαετίας του 1940 από τους Gamow, Alpher, Herman, καθώς και άλλους, οι οποίοι μάλιστα υπολόγισαν ότι η θερμοκρασία που της αντιστοιχεί δεν πρέπει να υπερβαίνει τα περίπου 5 Κ πάνω από το απόλυτο μηδεν.
Το 1965 οι Arno Penzias και Robert Wilson ανακάλυψαν τυχαία τη μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου (CMBR) και τιμήθηκαν για την ανακάλυψη τους αυτή με το βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1978.
Το 1989 εκτοξεύθηκε η πρώτη διαστημική αποστολή, ο COBE (Cosmic Microwave Explorer) της NASA, που σχεδιάστηκε με αποκλειστικό στόχο να μελετήσει την CMBR.
Η ανάλυση των δεδομένων, που συνέλεξε μέχρι το 1992, έδειξε ότι η CMBR ανιχνεύεται απ’ όλες τις κατευθύνσεις στον ουρανό ως ένα σχεδόν ομοιόμορφο «υπόβαθρο» ακτινοβολίας με θερμοκρασία 2,726 K.
Όμως για πρώτη φορά η ανάλυση των δεδομένων του COBE αποκάλυψε ότι, μέσα στην ομοιομορφία της CMBR, υπάρχουν μικροσκοπικές διακυμάνσεις στη θερμοκρασία της τάξης του 1/100.000.
Οι διακυμάνσεις αυτές οφείλονται σε μικροσκοπικές διακυμάνσεις στην πυκνότητα της ύλης εκείνη την εποχή. Αυτές διογκώθηκαν και οδήγησαν, εντέλει, στις γιγάντιες κοσμικές δομές που παρατηρούμε σήμερα.
Καθώς δηλαδή το Σύμπαν συνέχισε να διαστέλλεται, οι διακυμάνσεις αυτές στην πυκνότητα της ύλης αυξήθηκαν σταδιακά με την επίδραση της βαρύτητας. Έτσι σχηματίστηκαν περιοχές με μεγαλύτερη πυκνότητα, οι οποίες κατέρρευσαν βαρυτικά σχηματίζοντας, μερικές εκατοντάδες εκατ. χρόνια αργότερα, τα πρώτα άστρα και τους πρώτους μικρούς γαλαξίες.
Για τα επιτεύγματά τους αυτά, οι επικεφαλής ερευνητές του COBE John Mather και George Smoot τιμήθηκαν με Νόμπελ Φυσικής το 2006.
Η επικρατέστερη θεωρία που μπορεί να «δημιουργήσει» με «φυσικό» τρόπο αυτές τις διακυμάνσεις, αίροντας παράλληλα τα περισσότερα από τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν τη κλασική θεωρία της ΜΕ, είναι η θεωρία του Πληθωριστικού Σύμπαντος.
Το 2001 η NASA εκτόξευσε την διαστημοσυσκευή WMAP (Wilkinson Microwave Anisotropy Probe), προκειμένου να μελετηθούν οι διακυμάνσεις που προαναφέραμε, με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια. Τα αποτελέσματα του WMAP βοήθησαν τους επιστήμονες να προσδιορίσουν τις αναλογίες των θεμελιωδών συστατικών του Σύμπαντος και των άλλων παραμέτρων που καθορίζουν την εξέλιξή του, με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια σε σχέση με το COBE.
Τον Μάιο του 2009 εκτοξεύθηκε ο Ευρωπαϊκός δορυφόρος Planck, ο οποίος συνέλεξε δεδομένα, η επιστημονική ανάλυση των οποίων βελτίωσε ακόμα περισσότερο τις εντυπωσιακές και ακριβείς ανακαλύψεις των δεδομένων του WMAP.
*Σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων :
- Το Σύμπαν έχει ηλικία 13,8 δισ. έτη.
- Η συνηθισμένη «βαρυονική» ύλη, από την οποία αποτελούνται όλα όσα βλέπουμε στο Σύμπαν, αντιστοιχεί μόλις στο 4,9% της συνολικής μάζας και ενέργειας που εμπεριέχει.
- Το 26,8% αντιστοιχεί στη σκοτεινή ύλη και
- το υπόλοιπο 68,3% στη σκοτεινή ενέργεια.
…Τελικά γνωρίζουμε ότι δε γνωρίζουμε το 95% του Σύμπαντος.(!)
Με εξαίρεση, δηλαδή, τις πρωταρχικές στιγμές της εξέλιξης του Σύμπαντος, οι δορυφόροι WMAP και Planck επιβεβαίωσαν με εξαιρετική ακρίβεια, όλες σχεδόν τις προβλέψεις της θεωρίας, ενώ φαίνεται να επιβεβαιώνουν και τις βασικές αρχές της πληθωριστικής διαστολής του.
Πηγές:
https://el.wikipedia.org/…/%CE%9A%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE…
https://www.eef.edu.gr/…/i-arhegoni-pyrinosynthesi-kai…/