Την πιο λεπτομερή χαρτογράφηση της σκοτεινής ύλης μέχρι σήμερα δημιούργησαν ερευνητές με τη χρήση του φαινομένου του «βαρυτικού φακού».
Η σκοτεινή ύλη, παραμένει ένα από τα μεγάλα μυστήρια του Σύμπαντος καθώς είναι μία άγνωστη μορφή ύλης που υπάρχει παντού, αλλά είναι αόρατη διότι δεν αλληλεπιδρά με την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία και κατά συνέπεια δεν μπορεί να ανιχνευθεί με τη βοήθεια τηλεσκοπίων.
Γίνεται αντιληπτή παρατηρώντας την επιρροή της, λόγω της βαρύτητά της, στην ορατή ύλη (βαρυονική ύλη). Η «βαρυονική» ύλη, αντιστοιχεί μόλις στο 4,9% της συνολικής μάζας και ενέργειας του σύμπαντος. Το 26,8% αντιστοιχεί στη σκοτεινή ύλη και το υπόλοιπο 68,3% στη σκοτεινή ενέργεια. Επομένως η σκοτεινή ύλη υπολογίζεται ότι συνεισφέρει κατά 84,5% στη συνολική ύλη και κατά 26,8% στο συνολικό περιεχόμενο του σύμπαντος.
Για τον εντοπισμό της σκοτεινής ύλης, ερευνητές που συνεργάζονται με το Κοσμολογικό Τηλεσκόπιο Ατακάμα (ACT) στη Χιλή, μελέτησαν την Κοσμική Μικροκυματική Ακτινοβολία Υποβάθρου (CMBR), η οποία είναι το φως που εξέπεμψε το σύμπαν μετά την Μεγάλη Έκρηξη, όταν είχε ηλικία μόλις 380.000 ετών. Η ακτινοβολία αυτή έχει ταξιδέψει για δισεκατομμύρια χρόνια αποτελώντας μάρτυρα της δημιουργίας γαλαξιών και αστεριών.
Ο νέος χάρτης χρησιμοποιεί την Κοσμική Μικροκυματική Ακτινοβολία Υποβάθρου (CMBR) ουσιαστικά ως οπίσθιο φωτισμό για να σκιαγραφήσει όλη την ύλη μεταξύ εμάς και της Μεγάλης Έκρηξης . Η ερευνητική ομάδα παρακολούθησε πώς η βαρυτική επίδραση των κοσμικών δομών (γαλαξίες, σμήνη, υπερσμήνη γαλαξιών κλπ) και η σκοτεινή ύλη παραμορφώνει την ακτινοβολία CMBR στο 14 δισεκατομμυρίων ετών ταξίδι του προς εμάς, όπως ένας μεγεθυντικός φακός κάμπτει το φως καθώς περνά μέσα από το φακό του.
«Φτιάξαμε ένα νέο χάρτη μάζας χρησιμοποιώντας τις παραμορφώσεις του φωτός που έχει απομείνει από τη Μεγάλη Έκρηξη», λέει ο Μάθιου Μανταβασερίλ, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Φυσικής και Αστρονομίας του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνιας. Ο ίδιος προσθέτει ότι οι μετρήσεις δείχνουν ότι τόσο η ογκώδης μορφή του σύμπαντος όσο και ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνεται έπειτα από 14 δισεκατομμύρια χρόνια εξέλιξης, είναι «ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από το καθιερωμένο μοντέλο της κοσμολογίας που βασίζεται στη θεωρία της βαρύτητας του Αϊνστάιν».
Η έρευνα παρουσιάστηκε σε συνέδριο στο Πανεπιστήμιο του Κιότο.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σχετικές αναρτήσεις: