Αγαπημένο ρούχο του Fabia, είναι ένα ( ή και δύο, ή και περισσότερα) στρώμα σκόνης (“αλήθεια, παιδί μου, τι χρώμα το αγόρασες το αμάξι σου, θύμησέ μου??? Μπλε?? είσαι σίγουρη?”) τα οποία έχουν πολλές λειτουργίες:
α) είναι κατά της βασκανίας
β) είναι κατά των γρατζουνιών (θέλει σκαρπέλο για να γράψεις κάτι πάνω του)
γ) δεν κάθονται παιδάκια επάνω εκτός αν έχουν κάνει αντιτετανικό ορό
δ) οι πολίσμεν δεν μπορούν ποτέ να το περιγράψουν
ε) βοηθάει να έχεις την ψευδαίσθηση πως έχεις ολόκληρο στόλο αυτοκινήτων σαν την Lara Croft ανάλογα με την διαβάθμιση της σκόνης (όλες οι αποχρώσεις από μπλε σε χωματί)
στ) όταν κάποιος σου το γρατζουνίσει στο παρκάρισμα σου γρατζουνίζει το χώμα και όχι το χρώμα!
Φτάνουν όμως κάποιες ηρωικές στιγμές στη ζωή του ανθρώπου που ως άλλος Ηρακλής (όχι η ομάδα, ο άλλος που κάτι κατάφερε στη ζωή του τέλος πάντων) πρέπει να πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου. Προσπάθειες επαναφοράς του Fabia στην εργοστασιακή του κατάσταση έχουν αποβεί σωτήριες μιας και επακολουθεί το παραδοσιακό ασήμωμα αλλά έχουν άμεσες επιπτώσεις στην χαρτογράφηση των κινήσεών του (“όχι, ρε, πότε πέρασες με το αμάξι, δεν σε γνώρισα, τι, το έπλυνες????? Α, για αυτό δεν σε είδα….”).
Η αλλαγή επαγγελματικής κατηγορίας όμως, ήταν εκτός προγραμματισμού. Εννοείται, πως, όπως κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του και κλείνει ραντεβού σε σημείο που απέχει 135 χιλιόμετρα από το σημείο εκκίνησης φορτωμένου Fabia με φρεσκοπλυμμένα χαλιά, μπουγάδες και άλλα συναφή, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η νοητή ευθεία που συνδέει τα σημεία Α και Β (Α, σημείο παραθαλάσσιο από όπου ξεκινάει το Fabia, Β= σημείο που περιμένουν φίλοι κρατώντας ποτήρια) να διαθλαστεί και να περάσει από τα σημεία Γ και Δ τα οποία καμιά σχέση δεν έχουν με τα A και Β.
Ως όφειλα λοιπόν, αφού περάσαμε τους υφάλους των άλλων οδηγών που κάναν τρομαγμένοι δεξιά για να περάσει η Λάμψη (όχι αυτή του Stephen King, αυτή του πεντακάθαρου Fabia, μέχρι και τα πατάκια με Ace Gentile λάμπανε), θεώρησα πολύ καλή κίνηση, να σταματήσω στο γνωστό στους ιθαγενείς, πανηγύρι της Κυπαρρισίας για να πάρω κατιτίς το γλυκό (προφιτερόλ). Μετά από 3 λάθος στροφές (δεν φταίω εγώ, κύριε Πρόεδρε, ο απαγορευτικός κώνος ήταν στην άκρη του δρόμου και ο κύριος μικροπραματευτής είχε τον πάγκο του μέσα στη μέση, χώρια που χρέωνε το βρακί χρυσάφι!) και πολύ φιδογύρισμα που με έβγαζε στον ίδιο μονόδρομο (καλά δεν είμασταν όσο ήταν διπλής κυκλοφορίας?) επιτέλους, το Σεράνο και το προφιτερόλ.
“Κοπελιά, πόσο πάνε τα χαλιά? Είναι μάλλινα?”
Και έμεινα, κύριε Πρόεδρε, με το μετέωρο βήμα του κουταλιού πάνω από το προφιτερόλ!