Δημοσιεύθηκε στην Γενικά

Δια Βίου Μάθηση

Ο όρος “διά βίου μάθηση (ή εκπαίδευση)” αναφέρεται σε μια φιλοσοφική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση θεωρείται ως μια μακροχρόνια διαδικασία που ξεκινάει από την γέννηση του ανθρώπου και συνεχίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο όρος αυτός καλύπτει όλα τα είδη, τύπους και επίπεδα της εκπαίδευσης, τυπικής και μη τυπικής. Στη σύγχρονη διαρκώς αναπτυσσόμενη κοινωνία η αύξηση των γνώσεων γίνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς και οι απαιτήσεις της αγοράς εργασίας συνεχώς αλλάζουν. Συνεπώς, η επιμόρφωση και η συμπληρωματική εκπαίδευση αποτελούν μία διαρκή προτεραιότητα για το σύγχρονο εργαζόμενο. Όλες οι μαθησιακές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας και που έχουν σαν στόχο τη βελτίωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των εφοδίων σε προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο ονομάζεται διά βίου μάθηση.

Η Δια βίου Μάθηση περιλαμβάνει την Δια βίου Εκπαίδευση και την Δια βίου Κατάρτιση. H “Δια βίου Εκπαίδευση” αφορά τη διαδικασία απόκτησης γνώσης, γενικής και επιστημονικής, τόσο στο πλαίσιο διαμόρφωσης μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, όσο και στο πλαίσιο εισόδου στην απασχόληση, ενώ η «Δια βίου Κατάρτιση» αφορά στη διαδικασία εξειδικευμένης μόρφωσης, με σκοπό την ανάπτυξη εξειδικευμένων δεξιοτήτων, στα πλαίσια συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας. Υπηρεσίες Δια βίου Κατάρτισης σε αποφοίτους υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρέχουν τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης, ενώ τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης παρέχουν υπηρεσίες Δια βίου Κατάρτισης τόσο σε αποφοίτους υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όσο και σε αποφοίτους ανώτατης (πανεπιστημιακής και τεχνολογικής) εκπαίδευσης.

Δημοσιεύθηκε στην Γενικά

Σύνδεση της Εκπαίδευσης με την Αγορά Εργασίας

Η εθνική στρατηγική για την εκπαίδευση και τη δια βίου μάθηση δίνει έμφαση στην ποιότητα σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, με τη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα στοχεύει στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων, με ικανότητα ανταπόκρισης στις απαιτήσεις του σύγχρονου κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος.
Αν οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών επηρέασαν τη σταθερότητα γενικά των εργαζομένων στην αγορά εργασίας, οι επιπτώσεις τους ήταν πολύ πιο έντονες στην απασχόληση των νέων, των οποίων η θέση στην αγορά εργασίας έγινε πολύ ευάλωτη, η δε ένταξή τους σ’ αυτήν πολύ πιο δύσκολη και προβληματική. Η διαδικασία πλήρους ενσωμάτωσης των νέων στην κοινωνία των ενηλίκων δεν γίνεται πια αυτόματα ούτε είναι σαφώς οριοθετημένη, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποτελεί το πέρασμα μικρής γέφυρας που συνδέει την εκπαίδευση με την αγορά εργασίας, αλλά φαίνεται να είναι μέρος ενός μακροχρόνιου ταξιδιού, που αρχίζει πολύ πριν φύγουν οι νέοι από το σχολείο και δεν τελειώνει οπωσδήποτε με την πρώτη είσοδό τους στην αγορά εργασίας.
Αντιστοίχως, o όρος “Μετάβαση”, ενώ παλαιότερα εξέφραζε τον παραδοσιακό δρόμο μετακίνησης από το σχολείο απευθείας στον κόσμο της εργασίας, σήμερα έχει διευρυνθεί και εκφράζει, γενικά, τους ποικίλους δρόμους που ακολουθούν οι νέοι μετακινούμενοι μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, την κατάρτιση και την αγορά εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος “Μετάβαση από την εκπαίδευση / αρχική κατάρτιση στην εργασία” αναφέρεται στη χρονική περίοδο κατά την οποία οι νέοι μετακινούνται από μια κατάσταση όπου κύρια δραστηριότητα είναι η σχολική φοίτηση (γενική ή επαγγελματική εκπαίδευση) σε μια κατάσταση όπου κυριαρχεί η εργασία. Η περίοδος μετάβασης αρχίζει, δηλαδή, από τα πρώτα ακόμη χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και εκτείνεται έως δύο-τρία χρόνια πριν από την ηλικία των 30.