Λατερνατζής:
Γύρω στα 1900 στους δρόμους της Αθήνας ο πλανόδιος οργανοπαίχτης, που γυρνούσε τις γειτονιές, και άπλωνε μελωδικούς σκοπούς κάτω στα σπίτια της παλιάς Αθήνας λεγόταν λατερνατζής. Η λατέρνα είναι ένα αυτόματο «φορητό» μουσικό όργανο που έχει πάρα πολλές ομοιότητες με το πιάνο. Μάλιστα το χαρακτηρίζουν και αυτόματο πιάνο. Χωρίζεται σε δύο μέρη : α) το πάνω μέρος που περιλαμβάνει τις χορδές (απ΄το πάνω «μπαλκόνι» μέχρι το κάτω και το ηχείο, β) το κάτω μέρος (το κιβώτιο) που περιλαμβάνει τον κύλινδρο και τους μηχανισμούς του. Στη σύγχρονη εποχή η λατέρνα είναι σπάνιο θέαμα.
Παγοπώλης:
Ο παγοπώλες είχαν ένα καρότσι (ή τρίκυκλο) και πάνω σε αυτά μετέφεραν τον πάγο (που κατασκευαζόταν σε ειδικά εργοστάσια) και περνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά. Για να προστατέψουν τα χέρια τους από την ψύξη , φορούσαν χοντρά γάντια. Χρησιμοποιούσαν ένα εργαλείο όπου τους βοηθούσε να σπάνε τον πάγο. Από τη μία μεριά ήταν κοπίδι και από την άλλη γάντζος. Χάραζε με το κοπίδι την παγοκολόνα και ύστερα με το γάντζο χτυπούσε στο άνοιγμα και ο πάγος σχιζόταν αμέσως. Οι νοικοκυρές έβαζαν τον πάγο στις «παγωνιέρες», ένα ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο. Είχε και δύο πόρτες, μια πάνω και μία κάτω. Στο πάνω μέρος τοποθετούσαν την παγοκολόνα και δίπλα ήταν ένα ντεπόζιτο που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα . Γέμιζαν το ντεπόζιτο με νερό, και έτσι είχαν πάντα κρύο νερό. Στο κάτω μέρος υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Κάτω κάτω υπήρχε ένα συρταράκι όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και οι νοικοκυρές το άδειαζαν όταν γέμιζε για να μην πλημμυρίσει.
Εφημεριδοπώλης:
Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί. Παραλάμβανε τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και τις πουλούσε στους περαστικούς περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης του ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του (συνήθως φωνάζοντας δυνατά τους τίτλους των ειδήσεων της πρώτης σελίδας). Ο εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ου αιώνα διαλαλούσε τη πραμάτεια του : το » Σκριπ», το «Άστυ», την » Ακρόπολη» και πολλές φορές ενημέρωνε για τα μεγάλα γεγονότα: «Εφημερίδες! Έκτακτο παράρτημα!». Αποτελούσε μία από τις χαρακτηριστικές φιγούρες της γειτονιάς.
Γανωματής:
Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά , καζάνια , τηγάνια κλπ), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνεια τους με ειδικό μέταλλο (καλάι -κασσίτερος). Έτσι προστατεύονταν από τα δηλητηριώδη οξείδια του χαλκού. Η διαδικασία αυτή γίνονταν από ειδικούς τεχνίτες, συνήθως γυρολόγους, τους γανωτήδες. Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επιτόπου. Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με οινόπνευμα και το τρίβανε με κουρασάνι (τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με τη τσιμπίδα πάνω στη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ΄όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα … Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.
Νερουλάς:
Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν οι βρύσες μέσα στα σπίτια (ούτε φυσικά υδραυλική εγκατάσταση για πόσιμο νερό), ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ (η οποία με τη σειρά της αντικαταστάθηκε από την ΕΥΔΑΠ).
Παγωτατζής:
Οι παγωτατζήδες βράζανε το γάλα και προσθέτανε ζάχαρη, αυγά, κακάο ή βανίλια, ανάλογα με τη γεύση που θέλανε να φτιάξουν. Όταν έβραζε το μείγμα, το κατέβαζαν από τη φωτιά και το τοποθετούσαν σε ένα μεταλλικό κάδο, ο οποίος βρισκόταν μέσα σε ένα ξύλινο βαρέλι. Στο κενό που υπήρχε ανάμεσα στο ξύλινο βαρέλι και στον κάδο, έβαζαν πάγο και συνέχιζαν να ανακατεύουν το μείγμα μέχρι να πήξει. Φορτώνανε το βαρέλι στο καρότσι, με μια ειδική μεταλλική κουτάλα, πέρνανε μαζί και τα χωνάκια τους και γύριζαν τις γειτονιές «γλυκαίνοντας» μικρούς και μεγάλους. Κατά διαστήματα έριχναν και κομμάτια πάγου εξωτερικά για να μη λιώσει το παγωτό.
Γαλατάς:
Ο γαλατάς άρμεγε πρωί πρωί τις αγελάδες του, τις κατσίκες του ή τα πρόβατα του, γέμιζε στα γκιούμια (βαθιά μπακιρένια σκεύη με στόμιο) το φρέσκο γάλα, τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι του και στη συνέχεια κατευθύνονταν στις γειτονιές. Όταν έφτανε στον προορισμό του, έδενε το γαϊδουράκι του σε κάποιο δέντρο και άρχιζε να μοιράζει το γάλα. Είχε μια μικρή κούπα όπου γεμάτη ζύγιζε μισή οκά και έτσι υπολόγιζε την ποσότητα που πουλούσε. Συνήθως είχε συγκεκριμένο δρομολόγιο με μόνιμους πελάτες. Αν περίσσευε γάλα, γύριζε στις γειτονιές και προσπαθούσε να πουλήσει και το υπόλοιπο.
Λούστρος:
Ο λούστρος έβαφε τα παπούτσια των περαστικών. Συνήθως τριγύριζε στα διάφορα καφενεία, σε καταστήματα αλλά και σε διάφορα σημεία των δρόμων για να βρει πελάτες. Κουβαλούσε ένα ξύλινο κασελάκι με πλαϊνές θήκες που είχε τις μπογιές και τις βούρτσες του και ότι άλλο χρειαζόταν για το γυάλισμα των παπουτσιών. Το κασελάκι αυτό είχε μακρύ λουρί για την μεταφορά του στον ώμο και ένα καρεκλάκι για να κάθεται από το ένα μέρος στο άλλο που πήγαινε. Πάνω στο κασελάκι ο πελάτης έβαζε το πόδι του και ο λούστρος έκανε τη δουλειά του με γρήγορες κινήσεις: καθάρισμα, βάψιμο, γυάλισμα. Πάντα όμως πριν ξεκινήσει έβαζε δυο κομμάτια χαρτόνι ή σκληρό πλαστικό στα πλαϊνά του παπουτσιού, ώστε να μην λερώνει τις κάλτσες του πελάτη. Στις μέρες μας, ίσως κάπου στην Αθήνα θα συναντήσει κανείς κανέναν πλανόδιο λούστρο, ο οποίος αποτελεί κάτι το αξιοπερίεργο για τους τουρίστες.