Η Ιερωσύνη των γυναικών ως θεολογικό και οικουμενικό πρόβλημα

Νικολάου Ματσούκα,
Ορθόδοξη Θεολογία και Οικουμενικός Διάλογος,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2005, σελ. 122-127

Στις τελευταίες δεκαετίες πάμπολλα έχουν ειπωθεί και γραφτεί για την ιερωσύνη των γυναικών. Στις δικές μου δαψιλείς ενασχολήσεις με το ενδιαφέρον αυτό θέμα ξεχωρίζω την εποπτεία που είχα στην εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής του συναδέλφου Κωνσταντίνου Γιοκαρίνη με τίτλο: Η Ιερωσύνη των γυναικών στο πλαίσιο της οικουμενικής κίνησης. Αυτή η ογκώδης, εξαίρετη και άκρως περιεκτική διατριβή, που εκδόθηκε το 1995 από τις εκδόσεις Επέκταση, διαφωτίζει πολύ ικανοποιητικά το πρόβλημα με φιλολογική, ιστορική, κοινωνική και προπαντός άλλου θεολογική θεώρηση. Έξαλλου εν έτει σωτηρίω 1988, από 30 Οκτωβρίου ως 7 Νοεμβρίου ειδικό Διορθόδοξο Συνέδριο στη Ρόδο ασχολήθηκε ευρύτατα με το θέμα της χειροτονίας των γυναικών. Μολονότι η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου μου είχε κάνει την υψίστη τιμή να με καλέσει να παραστώ ως ειδικός σύμβουλος, ατυχώς για προσωπικούς λόγους δεν μπόρεσα να συμμετάσχω. Ωστόσο φρόντισα να μελετήσω τις θέσεις και τα πορίσματα του συνεδρίου.

Στην προκειμένη περίπτωση δε θα ήθελα να αναπτύξω εξονυχιστικά και περαιτέρω τις πολλές πτυχές του θέματος, που ήδη έχουν εξετάσει πλείστοι όσοι θεολόγοι με γνώση και σοφία. Απλώς επιθυμώ να εξάρω μερικά σημεία, που ενδεχομένως αναδεικνύουν περισσότερο, κατά την άποψη μου, κάποιες ουσιαστικές πλευρές του θέματος έτσι ώστε να αποτελούν προτάσεις για έναν οικουμενικό διάλογο.

 

1. Στα σχολαστικά εγχειρίδια της Δογματικής Θεολογίας λέγεται ότι η ιερωσύνη είναι ένα από τα επτά μυστήρια. Αυτή η αρίθμηση προέρχεται από τους σχολαστικούς της Δύσης με πρωτοστάτη το Θωμά Ακινάτη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μετά το 14ο αιώνα ανεπαισθήτως επέτρεψε να κυκλοφορεί αυτή η αντίληψη, την οποία πολύ αργότερα επέβαλε κυρίως η ακαδημαϊκή θεολογία. Οι μεστότερες θεολογικές αναλύσεις περί των μυστηρίων βρίσκονται σε δύο έργα του Νικολάου Καβάσιλα: Περί της εν Χριστο ζωής καί ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας. Αυτονοήτως μήτε υπαινιγμός υφίσταται σ’ αυτά για κάποια τυχόν αρίθμηση των μυστηριακών τελετών. Απεναντίας, ο Καβάσιλας τονίζει με έμφαση ότι ολάκερο το σώμα της Εκκλησίας σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις. Με άλλα λόγια, η ίδια η Εκκλησία ως σώμα, στη σύναξη της, είναι μυστηριακή ζωή, ως μετέχουσα στη δόξα της Θείας Βασιλείας. Κανένα μυστήριο δεν μπορεί να αυτονομηθεί αφού τα μυστήρια είναι μέλη και όχι μέρη του εκκλησιαστικού σώματος. Έτσι ο Καβάσιλας α) χρησιμοποιώντας άριστες εικονικές παραστάσεις μας λέγει ότι τα μυστήρια είναι σαν τα μέλη της καρδιάς, σαν τα κλαδιά ενός δέντρου και σαν τα κλήματα της κληματαριάς και β) υιοθετώντας τη γλώσσα μιας φυσιολογίας μας λέγει ότι το βάπτισμα είναι γέννηση , το μύρον είναι κίνηση και η ευχαριστία είναι τροφή. Δεν μπορεί κανείς να κινηθεί ή να τραφεί αν προηγουμένως δεν γεννηθεί !

Επομένως, αρίθμηση των μυστηρίων σε κλειστό αριθμό μπορεί να σημαίνει απομόνωση η αυτονόμηση των μυστηριακών τελετών, που απλώς να παίρνουν κάποιες θέσεις στο σώμα και να μην είναι το ίδιο το σώμα. Ενδεχομένως να σημαίνει κυριαρχία μιας αντίληψης ότι είναι μηχανικές ή μαγικές τελετές, επίσης υιοθέτηση οριστική της απαράδεκτης διάκρισης σε υποχρεωτικά και προαιρετικά- όμως ακόμη και η επιλογή παρθενικού βίου σημαίνει γάμο με την εκκλησία. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι τα μυστήρια δεν είναι μηχανικές ή μαγικές ή απλώς συμβολικές τελετές, επειδή βλάστησαν και βλασταίνουν σε φυσικά και ιστορικά γεγονότα, δηλαδή στην ιστορία της Θείας Οικονομίας που είναι η συνεχής πορεία μιας ζωντανής ιστορικής κοινότητας μέσω διαρκών θεοφανειών. Τελετάρχης και αρχιερέας είναι ο Χριστός. Οι διάκονοι, οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι στη σύναξη του σώματος τελούν τα μυστήρια ως χαρισματικοί λειτουργοί, στους όποιους μέσω της χειροτονίας δόθηκαν τα προς τούτο χαρίσματα. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία μεσιτική ιερωσύνη. Και όλα τα μέλη της Εκκλησίας μετέχουν σ’ όλα τα μυστήρια και η συμμετοχή τους στη σύναξη για την τέλεση ενός μυστηρίου είναι απαραίτητη (τουλάχιστον δύο ή τρία μέλη είναι απαραίτητα). Τούτο είναι το νόημα του βασιλείου ιερατεύματος, ή, όπως έχει ειπωθεί με ένα νεότερο όρο καλώς η κακώς, της γενικής ιερωσύνης (λεπτομερείς τεκμηριώσεις και παραπομπές αναφέρω στους τέσσερις τόμους της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη). 

2. Απαρχής ως σήμερα, μια μακραίωνη παράδοση αποκλείει την ιερωσύνη των γυναικών. Αξίζει, ωστόσο, να επισημάνει κανείς ότι αυτός ο αποκλεισμός έγινε ανεπαισθήτως και σιωπηρώς, χωρίς δογματική θέσπιση. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι απαραίτητο να υπενθυμίσει κανείς τους γνωστούς κοινωνικούς παράγοντες και τις ιέρειες της ειδωλολατρίας που απέκλεισαν τη γυναίκα από την ιερωσύνη, ωστόσο υπάρχει ένα ιστορικό παράδοξο. Και εξηγούμαι. Αν μελετήσει κανείς την ιστορία του αρχαίου Ελληνισμού με βάση τα κλασικά κείμενα, πολύ εύκολα θα διαπιστώσει μια καταθλιπτικά κυρίαρχη ανδροκρατία με σχεδόν πλήρη εξοβελισμό της γυναίκας από τα δρώμενα του πολιτισμού. Απεναντίας, στον πολιτισμό που καλλιέργησε η ζωή της Εκκλησίας διακρίνει κανείς εντονότατα τα σημεία μιας μητριαρχίας. Με άλλα λόγια, διαχέεται ως αύρα λεπτή ένας μητροκεντρικός πολιτισμός. Σε βιβλικά κείμενα, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, όπως και σε όλα τα εκκλησιαστικά των πατέρων, η παρουσία της γυναίκας είναι κυρίαρχη. Προφήτισσες ουκ ολίγες αναφέρονται τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Από τη Δεββώρα του αρχαίου βιβλικού άσματος, η οποία καλείται μητέρα του Ισραήλ- ακόμη και η Ιαήλ που φύτεψε τον πάσσαλο στον κρόταφο του Σισάρα καλείται ευλογημένη εν γυναιξί ( Κριτ. 5,24) και μετά ταύτα εξυμνούνται Ρουθ, Ιουδίθ, Εσθήρ κ.α.- ως τη γυναίκα της Αποκάλυψης του Ιωάννη, που περιβάλλεται τον ήλιο έχοντας δώδεκα αστέρια στην κεφαλή της (12,1-2), ο μητροκεντρικός τόνος είναι σημαντικός. Έτσι με τη Θεοτόκο Μαρία, που εκπλήρωσε τη μεσσιανική ελπίδα της σωτηρίας, ρίζωσε βαθύτερα ο μητροκεντρικός πολιτισμός, που αποτυπώνεται ποιητικά στον Ακάθιστο Ύμνο. Και οι χαιρετισμοί, ακόμη και με ιστορικοφιλολογικά κριτήρια, έχουν σχέση με το ‘Ασμα Ασμάτων.

Θα μπορούσε να αντείπει κανείς τα βαρετά εκείνα, δηλαδή τα όσα έχουν ειπωθεί και γραφτεί πάμπολλα για την απαράδεκτα, όπως ισχυρίζονται μερικοί, περιφρονητική και σκληρή στάση ασκητών μοναχών εναντίον της γυναίκας. Όμως παρ ‘ όλες τις όποιες εκτροπές και καρικατούρες στη ζωή της παράδοσης -πολύ φυσιολογικές άλλωστε- και εδώ υπάρχει σύγχυση ουκ ολίγη. Φοβάμαι ότι μερικοί ερμηνεύουν τα ασκητικά κείμενα με τα γυαλιά του σύγχρονου πουριτανισμού. Ο ασκητής, ο ακτήμων, ο αετός υψιπέτης με την αναχώρηση και την άσκηση δεν καταδικάζει μήτε κατά κύριο λόγο απορρίπτει τη γυναίκα – αυτονοήτως κάνουμε λόγο για τον άνδρα ασκητή- αλλά διαμαρτυρόμενος καταρχήν εναντίον ενός συμβατικού και υποκριτικού κόσμου, αρνείται κάθε κοσμική εξάρτηση. Στην προκειμένη περίπτωση η γυναίκα, ως σύμβολο πλέον, είναι ένας μεγάλος πειρασμός που μπορεί να δέσει τον ασκητή με το συμβατικό και υποκριτικό κόσμο. Επομένως, το ρυπαρό δεν είναι η γυναίκα, αλλά ρυπαρός είναι ο κόσμος της υποκρισίας. Περιέργως χαλάει ο κόσμος καθώς κάποιοι σχολιάζουν τη ρήση του Τερτυλλιανού ότι η γυναίκα είναι η «θύρα της κόλασης», και δεν προσέχουν τη θαυμάσια συνεργασία της Αγίας Παυλίνας με τον Ιερώνυμο ή την έντονη διαμαρτυρία ενός Γρηγορίου Θεολόγου, άκρως πρωτοποριακού: άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες και κατά των γυναικών ενομοθέτησαν G : 36,289 ΑΒ). Από τις τριανταφυλλιές δεν κόβουμε αγκάθια αλλά τριαντάφυλλα. Τέλος να σημειώσω εδώ ότι όπως ο Ντοστογιέφσκυ μας έδωσε και επιτυχέστερη ερμηνεία των πειρασμών του Κυρίου με το συναξάρι του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, έτσι και ο Ν. Καζαντζάκης, μιλώντας ad hominem, είπε την περιώνυμη φράση: τον Χριστό ανάστησαν οι γυναίκες. 

3. Σύμφωνα με τις παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις και τη θέση της γυναίκας στην κοινότητα και τον πολιτισμό της εκκλησίας, οφείλει κανείς να επισημάνει δύο τινά· α) η ζωή του εκκλησιαστικού σώματος με κεφαλή τον τελετάρχη και αρχιερέα Χριστό εκφράζεται σε μια ποικιλία χαρισμάτων – και επομένως μέσω χαρισματικών φορέων – με πλήρη ισοτιμία και ισότητα των μελών, όπως συμβαίνει κατά φύση σ’ ένα σώμα και β) η χορήγηση των χαρισμάτων από τον τελετάρχη αρχιερέα Χριστό πραγματώνεται σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα κάθε μέλους ενώ η ισοτιμία και η ισότητα μένουν αμετακίνητες.

Η μακραίωνη, λοιπόν, παράδοση της Εκκλησίας όπως ειπώθηκε κιόλας, απέκλεισε τη γυναίκα από την ιερωσύνη, χωρίς ωστόσο να θεσπίσει, μήτε ν’ αναπτύξει σχετική θεολογική διδασκαλία. Έτσι καταλαβαίνει κανείς εύκολα τη δυσκολία ενδεχομένως και την αμηχανία νεότερων ορθοδόξων θεολόγων, που στην προκειμένη περίπτωση επιχειρούν να θεμελιώσουν θεολογικά τούτο τον αποκλεισμό της γυναίκας από την ιερωσύνη, επισημαίνοντας κυρίως τους έξης λόγους:

α) Ο Χριστός ως αποστόλους κάλεσε μόνο άνδρες και μετά ταύτα οι απόστολοι καθιέρωσαν την αποστολική διαδοχή. Όμως, σ’ αυτή την κλήση και στη μετέπειτα διαδοχή, θα μπορούσε ν’ αντείπει κανείς, για ένα τόσο σπουδαίο θέμα, όπως είναι η εξαίρεση της γυναίκας από την ιερωσύνη, δε γίνεται καμιά απολύτως δογματική απόφανση και μάλιστα ρητώς εκπεφρασμένη, όπως θα έπρεπε. Έπειτα, η ιστορία και τα γραπτά μνημεία της Εκκλησίας δείχνουν ότι τόσο ο Χριστός όσο και η μετέπειτα παράδοση έδωσαν περίοπτη θέση στη γυναίκα. Απλώς ενδεικτικά θα μπορούσε κανείς ν’ αναφέρει τον ευαγγελιστή Ιωάννη, που παρουσιάζει το Χριστό στη Συχάρ της Σαμάρειας δίπλα σ’ ένα πηγάδι ν’ αναπτύσσει και ν’ αποκαλύπτει την υψηλότερη αλήθεια για το Θεό και τη θεία λατρεία σε μια αμαρτωλή Σαμαρείτισσα.

Κι αυτή η γυναίκα αμέσως γίνεται κήρυκας και απόστολος αυτής της αλήθειας (Ίω. 4, 4-30). Εξάλλου ο απόστολος Παύλος κάνει λόγο για τη γυναίκα ως προφητεύουσα (Α’ Κορ. 11,5).

β) Η Παναγία δεν άσκησε ρόλο ιερατικό, λένε. Και στην προκειμένη περίπτωση είναι έκδηλη η ανεπάρκεια αυτού του επιχειρήματος. Πέρα από το ότι η πατερική παράδοση στη χαρισματική ιεραρχία τοποθετεί τη Θεοτόκο αμέσως μετά την Αγία Τριάδα, πουθενά για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως είναι η εξαίρεση της από την Ιερωσύνη, δε γίνεται ρητός λόγος. Με άλλα λόγια, οφείλω να τονίσω με έμφαση ότι αυτά τα δύο επιχειρήματα έτσι κι αλλιώς πάσχουν για δύο σοβαρούς λόγους. Πρώτο, για κάθε δογματική αλήθεια απαιτείται ακρίβεια, και δεύτερο, ακόμη και ιστορικοφιλολογικά ανεπαρκή είναι τα επιχειρήματα που συνάγονται ex silentio (εκ της σιωπής) ή καλύτερα ex absentia (εκ της απουσίας).

γ) Ένα τρίτο επιχείρημα, που προσάγεται, είναι άκρως επιζήμιο για την ίδια την υπόσταση της θεολογίας. Λέγεται, δηλαδή, ότι ο Χριστός, ο σαρκωμένος Λόγος, παρουσιάστηκε κι έδρασε ως άνδρας! Τούτο το επιχείρημα, πέρα από την ανεπάρκεια του, καταστρέφει θεωρία εννοείται!- το δόγμα της Χαλκηδόνας. Ενδεικτικά θα αφήσω να μιλήσει ο Μάξιμος ο Ομολογητής, που ρητώς αποφαίνεται ότι ο Λόγος με την ενανθρώπηση του, ως Χριστός, κατάργησε τη διαφορά μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, και αντί να γίνεται λόγος για τον άνδρα και τη γυναίκα, τον άνθρωπο μονάχα ανέδειξε: Περί διαφόρων αποριών G 91, 1309 Ο) «πρώτον ενώσας ημιν εαυτούς εν εαυτώ διά της αφαιρέσεως της κατά τό αρρεν καί τό θηλυ διαφοράς, καί αντί ανδρών καί γυναικών, οις ο της διαιρέσεως εθεωρείται μάλιστα τρόπος, αθρώπους μόνον (οι υπογραμμίσεις δικές μου) αποδείξας, κατ’ αυτόν δι’ ολου μεμορφομένους και σώαν αυτου καί παντελώς ακίβδηλον την εικόνα φέροντας».

4. Τέλος θα ήθελα μετριοφρόνως να κάνω μια υπόδειξη στους οποίους θεολόγους που προσάγουν τέτοια ή παρόμοια θεολογικά επιχειρήματα. Τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από τη μακραίωνη παράδοση και την πράξη της Εκκλησίας. Επομένως, Εκκλησία, ως σώμα και πλήρωμα αληθείας, εφόσον είναι πεπεισμένη ότι πρέπει η παράδοση αυτή να μείνει αναλλοίωτη, έχει όλη την άνεση να την κρατήσει, και διόλου δεν χρειάζεται τέτοιου είδους παραθεολογικά επιχειρήματα, που εξάπαντος μειώνουν τη γυναίκα ως μέλος του σώματος ή καλύτερα λυμαίνονται την ίδια τη χαρισματική κοινωνία αυτού του εκκλησιαστικού σώματος. Και τούτο συμβαίνει, επειδή σ’ αυτή τη χαρισματική κοινωνία τα μέλη διαφέρουν μόνο κατά την ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα, όμως εν ουδενί κατ’ ουδένα τρόπο ουδαμώς κατά την ισοτιμία και την ισότητα . ‘Αλλωστε η εξαίρεση της γυναίκας από την ιερωσύνη διόλου δεν μείωσε μήτε μειώνει τη χαρισματική ζωή της Εκκλησίας.

Ωστόσο κανείς δεν επιτρέπεται να εφησυχάζει μπροστά σε τόσο ραγδαίες και εκρηκτικές αλλαγές των ιστορικών πραγμάτων. Κατά την προσωπική μου γνώμη, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αργά η γρήγορα θα υιοθετήσει την ιερωσύνη των γυναικών. Τι μέλλει να πράξει η Ορθοδοξία; Εκείνο που πρέπει να κάνει η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι να προετοιμάζεται όχι με τέτοια σαθρά και επιζήμια θεολογικά επιχειρήματα αλλά με την άρτια κοινωνική οργάνωση της ζωής της, οπού άνδρες και γυναίκες με πλήρη ισοτιμία και ισότητα να εργάζονται αναδεικνύοντας πλούσιους καρπούς χαρισματικής ζωής και καλλιεργώντας την παιδεία και τον πολιτισμό.

Πηγή: http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=ecclesia_kosmos/contents_texts.asp&main=EK_texts&file=4.htm

Είναι ο άνθρωπος ελεύθερος;

Υπάρχει κάτι στην ανθρώπινη δημιουργικότητα, που δύσκολα θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε στη λογική, αφού στην πραγματικότητα αυτό βρίσκεται στον αντίποδα της. Ο άνθρωπος και μόνον ο άνθρωπος, δημιουργώντας τον κόσμο του μπορεί να πάει, πολύ συχνά, αντίθετα στην έμφυτη λογική της φύσεως, του κόσμου που του δόθηκε. Μπορεί ακόμα και να τον καταστρέψει αυτό τον κόσμο. Και αυτό συμβαίνει, γιατί ο άνθρωπος φαίνεται να προκαλείται από ό,τιδήποτε είναι σ’ αυτόν «δεδομένο». Επιθυμώντας να δημιουργήσει το δικό του κόσμο ή απλά να επιβάλει τη θέληση του, ενοχλείται από τον ήδη υπάρχοντα κόσμο. Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες το έχουν βιώσει αυτό. Ο Michelangelo συνήθιζε να αναφωνεί : «πότε θα τελειώσω μ’ αυτό το μάρμαρο, ώστε να μπορέσω ν’ αρχίσω τη δική μου δουλειά;». Και ο Picasso εμφανίζεται να λέει παρόμοια πράγματα για τις μορφές, τα σχήματα καί τα χρώματα. Ο δημιουργός του κόσμου, εξ άλλου, στον Πλατωνικό Τίμαιο, κατά το πρότυπο του καλλιτέχνη, υποφέρει γιατί πρέπει να δημιουργήσει με προϋπάρχουσα ύλη και χώρο, που του επιβάλλουν τους όρους τους.

Κανένας δημιουργός δεν είναι ικανοποιημένος με ο,τι του δόθηκε. Αν υποταχθεί σ’ αυτό αισθάνεται δυσφορία και ενόχληση, όπως συμβαίνει με όλους τους δημιουργικούς καλλιτέχνες όλων των εποχών. Αν δεν υποταχθεί σ’ αυτό, θα πρέπει να το καταστρέψει και να δημιουργήσει εκ του μηδενός. Αλλά επειδή η δημιουργία εκ του μηδενός είναι προνόμιο μόνο του ακτίστου Δημιουργού, όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου να δημιουργήσει το δικό του κόσμο, είτε στην τέχνη, είτε στην ιστορία, είτε σε οποία άλλη περιοχή του πολιτισμού, τον οδηγούν στην απογοήτευση και το αδιέξοδο. Βέβαια, υπήρξαν στην ιστορία μορφές ανθρώπινης «δημιουργικότητας», που ήταν αντίγραφο του ίδιου του κόσμου. Όμως κάτι τέτοια πολύ δύσκολα θα τα ονόμαζε κανείς τέχνη. Ο άνθρωπος μοιάζει με τα ζώα σε ό,τιδήποτε συνεπάγεται υποταγή σ’ αυτό που του δόθηκε. Ό,τιδήποτε είναι ελεύθερο από μια τέτοια υποταγή αποτελεί σημάδι της παρουσίας του ανθρώπου. Αυτό μπορεί να οδηγήσει πολύ μακριά, μέχρι την καταστροφή από τον άνθρωπο αυτού που του δόθηκε. Σ’ αυτό το σημείο το ανθρώπινο φαινόμενο προβάλλει ακόμα πιο καθαρά. Γιατί κανένα ζώο δεν θα μπορούσε να εναντιωθεί στην έμφυτη λογικότητα της φύσεως του. Ο άνθρωπος μπορεί να το κάνει αυτό, και κάνοντας το δείχνει ότι το ιδιάζον χαρακτηριστικό του δεν είναι ή λογικότητα, αλλά κάτι άλλο: είναι η ελευθερία. Τί είναι ελευθερία;
 
Συνήθως χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη, για να δηλώσουμε την ικανότητα επιλογής ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες δυνατότητες. Είμαστε ελεύθεροι να έρθουμε ή όχι σ’ αυτή τη διάλεξη· είμαστε ελεύθεροι να ψηφίσουμε αυτό ή το άλλο κόμμα, κ.λπ. Άλλα αυτή είναι σχετική καί όχι απόλυτη ελευθερία. Περιορίζεται από τις δυνατότητες πού μας δόθηκαν. Καί ακριβώς αυτό το δεδομένο (αυτό πού μας δόθηκε) αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ελευθερία. Γιατί να επιλέγω ανάμεσα σε ό,τι μου δόθηκε, καί να μην είμαι ελεύθερος να δημιουργήσω τις δικές μου δυνατότητες; Μπορείτε να δείτε πώς το ερώτημα της ελευθερίας καί το ερώτημα της δημιουργίας εκ του μηδενός, είναι αλληλένδετα: αν κάποιος δημιουργεί με υλικό που του δόθηκε, είναι δεσμευμένος από το υλικό αυτό αν όμως δημιουργεί εκ του μηδενός, τότε είναι ελεύθερος με την απόλυτη έννοια του όρου.
 
Είδαμε στην προηγούμενη διάλεξη μας ότι η Εκκλησία επέμεινε στην ιδέα ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από το απόλυτο μηδέν. Μπορούμε να δεχτούμε αυτό πλήρως μόνο αν θελήσουμε να συνδέσουμε την πίστη μας για το Θεό με την απόλυτη έννοια της ελευθερίας: το να είναι κανείς Θεός σημαίνει ότι είναι απόλυτα ελεύθερος, με την έννοια ότι δεν υπόκειται ούτε εξαρτάται από καμιά κατάσταση ή πραγματικότητα, πού Του έχει δοθεί. Γιατί, αν κάτι, ακόμα καί με τη μορφή της δυνατότητας, δόθηκε σ’ Αυτόν, αυτό θα σήμαινε ότι κάποιος άλλος ή κάτι άλλο υπάρχει πέρα από Αυτόν, πράγμα που θα απέκλειε κάθε απόλυτα μονοθεϊστική έννοια περί Θεού, όπως αυτή πού διακηρύσσεται στην Αγία Γραφή.
 
Αλλά τί συμβαίνει με τον άνθρωπο; Ό άνθρωπος είναι εξ ορισμού κτίσμα. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος του δόθηκε. Το γεγονός ότι στη βιβλική διήγηση της δημιουργίας ο άνθρωπος εμφανίζεται στο τέλος της δημιουργίας, κάνει τον άνθρωπο διπλά περιορισμένο: του δόθηκε όχι μόνον ο κόσμος, αλλά και ο Δημιουργός Θεός. Μπορεί να διαλέξει ό,τι του αρέσει, αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός του «δεδομένου». Επομένως, είναι δυνατόν να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος με την απόλυτη έννοια;
 
Iωάννου Ζηζιούλα
(Επισκόπου Περγάμου)
«Η Κτίση ως Ευχαριστία»
Εκδ. Ακρίτας.
Σελ. 100-103
 

Ιερότητα νυν και αεί…

Oταν καισαρόπαπες ιερωμένοι- κατά κανόνα ευτραφείς – δεν χάνουν ευκαιρία για να εκπέμψουν μύδρους εναντίον του Αλλου (λ.χ., του μετανάστη, του πρόσφυγα, του κοινωνικά αποκλεισμένου· ή του νέου που βιώνει αδιέξοδα και δυναμικά αντιδρά- δόξα τω Θεώ ), τότε είναι ώρα να θυμηθούμε το «Προφητικόν» Εκτο Ανάγνωσμα από το Αξιον Εστί: «Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν»… Προπαντός σε καιρούς δύσκολους όπως οι τωρινοί, η θρησκεία ή, ακριβέστερα, η διαχείριση της θρησκευτικότητας από τους εκκλησιαστικούς θεσμούς πράγματι προσφέρει καταφύγιο. Το θέμα είναι τι είδους; Γνωστά είναι τα επιχειρήματα περί του μεταθετικά άυλου τρόπου με τον οποίο οι θρησκείες κατά κανόνα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα: τα δεινά της ανθρωπότητας επιλύονται ριζικά (και κατά τούτο η θρησκεία πράγματι «δίνει στήριγμα»), επιλύονται όμως με ουσιαστική ακύρωσή τους: ως απόρροια της αρχέγονης «πτώσης του ανθρώπου» και, εν πάση περιπτώσει, ως προβλήματα που, στην προοπτική τής μετά θάνατον ζωής, είναι πρόσκαιρα, συνεπώς και ανάξια ενδελεχούς διαπραγμάτευσης. Στην κρίση που μας μαστίζει οφείλουμε να δείξουμε καρτερία- αφού μας προέκυψε, δεν μπορεί, παρά να φταίμε κι εμείς (αν όχι κυρίως εμείς )· αν μάλιστα καταφέρουμε να παρακάμψουμε την υλικότητά της, τότε θα έχουμε επιδείξει σοφία, μια και αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι η μετά θάνατον «επόμενη ημέρα».

Από το σκεπτικό αυτό απορρέουν δύο κρίσιμες συνθήκες.

Η πρώτη είναι η απόλυτη εξατομίκευση. Η θρησκεία προβάλλει ηχηρά τον ρόλο του εκκλησιάσματος, όμως η ανθρώπινη πορεία που ενατενίζει είναι απολύτως ιδιωτική: μόνοι μας γεννιόμαστε και μόνοι μας θα πεθάνουμε· ό,τι είναι πραγματικά κρίσιμο στα εγκόσμια αποτελεί ατομική υπόθεση, πρόβλημα καθενός για τον εαυτό του- sauve qui peut. Αυτό υπονομεύει καίρια το αποστολικό εγχείρημα, μετατρέποντάς το σε απλό άθροισμα στρατηγικών προσθαφαιρέσεων (ακόμη και όταν σε αυτό θεωρητικά ενέχεται η θυσία).
Η δεύτερη συνθήκη είναι η οργανική απάλειψη της έννοιας της κυριαρχίας. Ενώπιον Θεού οι άνθρωποι είναι «ίσοι». Ομως στη ζωή δεν είναι. Από καταβολής τους οι ανθρώπινες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από ατομική ιδιοποίηση και νομή συλλογικά παραγόμενου πλούτου. Κάτι δεν πρέπει να γίνει, άραγε, για να αρθεί αυτή η αδικία; Μάλλον όχι, αφού η «πραγματική ζωή» είναι… μετά θάνατον. Να ίσως ο λόγος για τον οποίο οι θεσμικές Εκκλησίες συντάσσονται τόσο εύκολα με τους κατά καιρούς ισχυρούς- με το Κράτος και τους ευυπόληπτους κυρίαρχους- ως ένα ακόμη φαντασιακό κράτος που απευθύνεται σε υπηκόους· να ίσως ο λόγος για τον οποίο τα θρησκευτικά μηνύματα είναι τόσο συχνά διάστικτα με μέριμνες κατοχύρωσης εκκλησιαστικών περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο η πραγματική Αμαρτία (η Αμαρτία του Αξιον Εστί) έγκειται στο ότι όλα αυτά αποκλίνουν δραστικά απ΄ ό,τι διατηρεί στην καθημερινή ζωή των κοινωνιών το αναντικατάστατο στοιχείο της Ιερότητας: πρωτογενών και αδιαπραγμάτευτων αξιών (λ.χ., της ανιδιοτελούς αλληλεγγύης προς τον Αλλο) για τις οποίες οι άνθρωποι προτίθενται να θυσιάσουν τις ατομικές τους επιδιώξεις, την κοινωνική τους ανέλιξη, κάποτε και την ίδια τους τη ζωή, ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) χωρίς συμπαράσταση από τον φιλήσυχο- κατά κανόνα ευτραφή- κλήρο… Στον θεσμικό αυτόν ευτελισμό του Ιερού οι κοινωνίες ευτυχώς ακόμη αντιδρούν. Με την έννοια αυτή, η κρίση αποτελεί πράγματι ευκαιρία: όχι για τους λόγους που αλαζονικά προβάλλουν οι κυβερνήτες μας, αλλά γιατί προετοιμάζει «την καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου» ως το σανίδωμα «να υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου» και «να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση». Τα «λίγα γραμμάρια ευτυχίας» που δίνει ο ανιδιοτελής αγώνας ενάντια στην αδικία αποτελούν- νυν και αεί- την επιτομή της Ιερότητας.

 

Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Μember στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.

 

Η αμαρτία της…ανωνυμίας!

του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου, θεολόγου 

Το τελευταίο διάστημα ξεκίνησε σε κάποια εκκλησιαστικού περιεχομένου ιστολόγια μια συζήτηση περί ανωνυμίας και επωνυμίας. Μπορεί ένα ιστολόγιο με εκκλησιαστική θεματολογία να είναι ανώνυμο; Να δημοσιεύει σχόλια ανωνύμων και γενικώς να κρύβει επιμελώς την ταυτότητα των διαχειριστών του; 

Πολλοί λένε ότι με βάση το «δίκαιο του blogger» ο καθείς έχει το δικαίωμα στην ανωνυμία στο διαδίκτυο κι αυτό δεν είναι κακό, αλλά μάλλον ευεργετικό, αφού αλλιώς πολλές σωστές απόψεις δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας αν οι φορείς τους έπρεπε να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Κι αυτό είναι πλουτισμός, ισχυρίζονται, του διαλόγου και δη του θεολογικού. 

Το ερώτημα όμως, που τίθεται αμείλικτο, είναι: Οι χριστιανοί του διαδικτύου μπορεί να κρύβονται; Να γίνονται κριτές της οικουμένης χρησιμοποιώντας απλά, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ένα ψευδώνυμο; Να κρύβονται πίσω από ένα ηλεκτρονικό προσωπείο;Όμως μια τέτοια πρακτική για χριστιανούς – και μάλιστα ελεγκτικούς προς τους άλλους για την ορθοδοξότητά τους, δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή. 

Στην Εκκλησία η ανωνυμία δεν χωρεί. Στην Εκκλησία το πρόσωπο κυριαρχεί, ήτοι ο βαπτισμένος στο όνομα της Αγίας Τριάδος χριστιανός, ο οποίος δεν μπορεί να υιοθετεί άκρως κοσμικές λογικές, ως αυτής της ανωνυμίας στην έκφραση των απόψεών του. 

Τα επιχειρήματα είναι πολλά και δεν θα τα παραθέσουμε εδώ. Αρκεί να σκεφθούμε ότι πολλές φορές ιστολόγοι και σχολιογράφοι σε εκκλησιαστικού περιεχομένου blogs καταφεύγουν για να θεμελιώσουν τις θέσεις τους σε αγωνιστές πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι υπέστησαν δεινά και αυτόν τον θάνατο ακόμη ως επώνυμοι, φυσικά. Θαυμάζουν τινές την μαχητικότητα του ιερού Χρυσοστόμου και μας την προτείνουν ως παράδειγμα προς μίμησιν και την ίδια ώρα κρύβονται όσο καλύτερα μπορούν πίσω από την ασυλία του ιστολογίου. Κατακεραυνώνουν ιερείς, επισκόπους, πατριάρχες, θεολόγους κ.α., οι οποίοι είναι όλοι επώνυμοι, κι αυτοί μένουν ταμπουρωμένοι στην ανωνυμία τους, αρνούμενοι στην ουσία να αναλάβουν το κόστος των όσων μετά πάθους υποστηρίζουν. 

Βέβαια υπάρχουν και οι ανώνυμοι σχολιογράφοι στους οποίους δίνει βήμα και ένας επώνυμος blogger. Αυτός είναι ίσως ο μόνος “όρος” του διαδικτύου που μπορεί να παραμείνει, υπό όρους και προϋποθέσεις. Το ιδανικό και το ορθόδοξο είναι όλοι όσοι δηλώνουν χριστιανοί να είναι επώνυμοι. Σκεφθείτε ότι αυτό θα ήταν μια επανάσταση στο διαδίκτυο, αν συνέβαινε. Οι χριστιανοί είναι επώνυμοι, δηλ. πρόσωπα κι όχι ανώνυμοι, ήτοι μάζα και μάλιστα άμορφη. Αν δεν συμβαίνει αυτό τότε θα πρέπει ο κάθε ιστολόγος να εγκρίνει ή να απορρίπτει τα σχόλια σύμφωνα με το κριτήριό του, κάνοντας χρήση της σχετικής δυνατότητας που του παρέχει το σύστημα Blogger. Αυτό συμβαίνει μέχρι τώρα στα περισσότερα “θρησκευτικά” ιστολόγια, αλλά πρέπει μερικές φορές τα κριτήρια για τη δημοσίευση να είναι πιο αυστηρά, κυρίως όταν ανώνυμοι θίγουν επώνυμους κατά τρόπο κατάφωρα προσβλητικό και μέχρις εξουθενώσεως. 

Οι προασπιστές της ανωνυμίας έχουν, βέβαια, κι ένα δίκιο όταν λένε ότι θα μπουν στο στόχαστρο της εκκλησιαστικής ηγεσίας και όχι μόνο αν δηλώσουν την ταυτότητά τους. Όμως αυτή είναι πραγματική αντίσταση και μάλιστα ενός χριστιανού. Να αναλαμβάνει το κόστος της άποψής του στο ακέραιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι με σημαία την επωνυμία μπορεί να αυθαιρετεί και με τραμπουκικό τρόπο να εκβιάζει όσους δεν τού είναι αρεστοί και να υπερβαίνει τα εσκαμμένα που ορίζει το χριστιανικό ήθος. 

Η ανωνυμία, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μάστιγα για την εκκλησιαστική ζωή. Είναι η λογική του ανεμοσκορπίσματος, της διασποράς της συκοφαντίας, της σπίλωσης μέχρι εξουθένωσης ενίοτε, που αποτελεί λογική και πρακτική των άνευ στοιχειώδους ήθους κοσμικών. Διότι υπάρχουν και κοσμικοί με διακεκριμένο ήθος έναντι πολλών “εκκλησιαστικών”. Η ανωνυμία στα εκκλησιαστικού περιεχομένου ιστολόγια είναι υπεκφυγή, δειλία, όντως αμαρτία, εν τέλει. Οι κουκουλοφόροι των εκκλησιαστικών ιστολογίων καλούνται να αποκαλύψουν το προσωπείο τους και να ενδυθούν το φωτεινό ένδυμα του προσώπου εν Χριστώ Ιησού, στη Βασιλεία του οποίου μάσκες και προσωπεία δεν χωρούν. 

Πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2968 
  

 

Βία και Πολιτισμός (Ορισμένα κριτήρια)

του Θεόδωρου Ζιάκα

Η αυτοδικία, ως μέθοδος αντιμετώπισης των διαφορών, κερδίζει σήμερα σε διεθνή αναγνώριση και τείνει να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση των ανθρώπων. Από τη μια η τρομοκρατία. Από την άλλη η αντιτρομοκρατία. Από τη μια οι «φανατικοί καμικάζι». Από την άλλη η «χειρουργική ακρίβεια» του «προληπτικού» πολέμου. Και αντιστρόφως. Δράση-αντίδραση. Το αποτέλεσμα είναι η άνοδος των συγκεντρώσεων κυνισμού και μηδενισμού στην κοινωνική κυκλοφορία και …ο θεός να βάλει το χέρι του.

Είναι φανερό ότι η σχέση βίας και πολιτισμού είναι πλέον κυρίαρχο θέμα.

1. Τι είναι Πολιτισμός;

Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του μας δίνει έναν εξαιρετικό ορισμό του πολιτισμού. Αν, λέει, ο οίκος και η κοινότητα (η οικογένεια και το χωριό) είναι αναγκαία για το ζην, η πόλις είναι αναγκαία για το ευ ζην.

Η λέξη πολιτισμός προέρχεται από τη λέξη πόλις. Πολιτ-ισμός είναι ο τρόπος που ζουν οι άνθρωποι της πόλεως, οι πολίτες. Την πόλιν μην την εννοήσουμε μόνο σαν απλή οικιστική συγκέντρωση, αλλά σαν την οργανική ολότητα, η οποία περιέχει τους οίκους και τις κοινότητες. Η ορατή πόλις είναι απλώς το κέντρο της νοητής αυτής πόλεως-πολιτείας. Είναι εκείνη η κοινότητα η οποία επιτρέπει να πραγματοποιηθεί το άλμα από το ζην στο ευ ζην.

Πολιτισμός είναι η κίνηση ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους: το ζην και το ευ ζην. Η κίνηση είναι αμφίδρομη. Στην πράξη όμως συγκλίνει σε ένα σημείο ισορροπίας ιστορικά καθορισμένο αλλά πάντοτε ασταθές: αυτό που λέμε πολιτιστικό επίπεδο. Το πολιτιστικό επίπεδο είναι το σημείο «συνάντησης» της παιδείας (με την ελληνική σημασία του όρου, δηλαδή ως συνειδητής κοινωνικής προσπάθειας να ανυψωθεί το ζην σε ευ ζην) και αυτού που είναι το ήδη κρυσταλλωμένο σε ήθη, έθιμα, νοοτροπία και θεσμούς, αποτέλεσμα των προγενέστερων «εξυψωτικών» προσπαθειών. Με τον σύγχρονο όρο κουλτούρα εννοούμε ακριβώς τα κρυσταλλωμένα-εμπεδωμένα αποτελέσματα της προγενέστερης εν γένει παιδείας.

Αν το ζην είναι το «υπόγειο» της κοινωνικής πολυκατοικίας και το ευ ζην το «ρετιρέ», τότε ο πολιτισμός είναι το «ασανσέρ» που ανεβοκατεβαίνει. Ο «όροφος» με τις στατιστικά περισσότερες αφίξεις δείχνει πού περίπου βρίσκεται το πολιτιστικό επίπεδο. Η μεταφορική εικόνα μας είναι ασφαλώς πολύ φτωχή, αλλά τονίζει το βασικό: την παλινδρομική κίνηση μεταξύ ενός κάτω και ενός άνω ορίου και την ασταθή ισορροπία σε ένα ενδιάμεσο σημείο. Η κίνηση αυτή είναι ορατή στον χώρο, στον χρόνο και στην κοινωνική δομή. Πράγματ: Από τον οίκο πηγαίνουμε προς την κοινότητα κι από κει προς την πόλι. Από την πόλι ξεκινά η «εκπολιτιστική» επίδραση για να πάει προς την κοινότητα και τον οίκο. Το παιδί κατευθύνεται προς τον ενήλικο, συναντώντας την δική του αντίστροφη παιδαγωγική κίνηση. Από τη μια ο λαός, ως δημώδης πόλος του πολιτισμού, ως φορέας της κουλτούρας και από την άλλη η τάξη των λογίων, ως ο λόγιος πόλος του πολιτισμού, ο φορέας της επεξεργασμένης κουλτούρας: της παιδείας.

Αν ο πολιτισμός είναι κίνηση ανάμεσα στο ζην και το ευ ζην, τότε οι διαφορετικές νοηματοδοτήσεις του ζεύγους αυτού είναι ικανές να ορίσουν την πολιτισμική διαφοροποίηση και την πολιτισμική ταυτότητα.

2. Πολιτισμική ταυτότητα

Πώς κάτι που αλλάζει μπορεί να παραμένει το ίδιο; Αν στις διαφορετικές στιγμές είμαι διαφορετικός, πως μπορώ να είμαι ο ίδιος, να έχω ταυτότητα. Μόνο αν υπάρχει κάποιος ελκυστής, η παρουσία του οποίου «καμπυλώνει» τον χρόνο. Η χθεσινή πολιτισμική στιγμή είναι διαφορετική από τη σημερινή. Το γεγονός όμως ότι βρισκόμαστε στον ίδιο πολιτισμό, υποδηλώνει τη διαχρονική παρουσία ενός συστήματος ελκυστών. Η ταυτότητα είναι σχέση με κάποιο σύστημα ελκυστών.

Στη γενική του μορφή το σύστημα των πολιτισμικών ελκυστών ορίζεται από το δίπολο ζην και ευ ζην, όπου το πρώτο τίθεται προς βελτίωση και το δεύτερο προς επίτευξη. Μπορούμε, κατ’ αρχάς, να παρατηρήσουμε ότι η κίνηση από το ένα στο άλλο είναι μια δημιουργική διαδικασία. Έχουμε ένα «υλικό» και το μεταβάλλουμε σε κάτι άλλο. Κάποτε κατοικούσαμε στα δένδρα και στις σπηλιές. Κάποτε τρώγαμε όπως τα ζώα. Τώρα τρώμε σαν άνθρωποι (π.χ. στην ταβέρνα). Το ζην αναφέρεται στο «τρώγειν» γενικά. Το ευ ζην στον τρόπο του τρώγειν. Το ένα είναι απρόσωπο. Το άλλο είναι εμπρόσωπο, αληθινά ανθρώπινο. Ανάμεσα στο ένα και στο άλλο μεσολαβούν αναρίθμητες μαστορικές, οι οποίες επεξεργάζονται την ύλη της φύσης, για να την κάνουν ύλη του προσώπου: μέσο κοινωνίας. Για να πάμε από το απρόσωπο ζην στο εμπρόσωπο ευ ζην. Το ίδιο ισχύει σε όλη την κλίμακα του πολιτισμού. Ισχύει και για τον ίδιο τον άνθρωπο, καθώς ειδικές μαστορικές τον παραλαμβάνουν κι από «ξύλο απελέκητο» τον «κάνουν άνθρωπο». Ο πολιτισμός είναι το σύνολο των μαστορικών, οι οποίες μεταποιούν το ζην σε ευ ζην.

Αλλά όπως ο πλατωνικός ξυλουργός δεν μπορεί να φτιάξει κλίνη αν δεν έχει στο μυαλό του την ιδέα της κλίνης, έτσι και ο κάθε μάστορας καθοδηγείται από τα πρότυπα της μαστορικής, την οποία διακονεί. Τα πρότυπα τα έχουν επεξεργαστεί γενιές μαστόρων πίσω από αυτόν. Ασφαλώς μπορεί κι αυτός να συνεισφέρει. Μπορεί καμιά φορά να καθιερώσει πρότυπα δικής του επινοήσεως, αλλά κι αυτά θα μπουν στην παρακαταθήκη της μαστορικής. Αυτή είναι ο φορέας των προτύπων. Το πρότυπο είναι το κεντρικό στοιχείο σε κάθε μαστορική. Ενσωματώνεται στα εργαλεία (γι’ αυτό και «τα εργαλεία κάνουν τον μάστορα») και στην αλληλουχία των ενεργειών, στο «πρόγραμμα» της μετάβασης από το ακατέργαστο υλικό στο τελικό προϊόν. Ενσωματώνεται επίσης σε πλήθος δεξιότητες, περασμένες στο χέρι, στο μυαλό, στην προσωπικότητα του μάστορα, για να γίνει στοιχείο της προσωπικής του ταυτότητας και μ’ αυτό τον τρόπο να δεθεί η προσωπική του ταυτότητα με την πολιτισμική-συλλογική ταυτότητα. Μια πιο καθολική λέξη για τη μαστορική είναι η λέξη παράδοση. Η μαστορική είναι παράδοση. Η παράδοση είναι μαστορική. Έχει επικρατήσει να ονομάζουμε «παράδοση» μόνο τα υπολείμματα μιας μαστορικής η οποία έχει χάσει τους μαστόρους της. Αλλά αυτό είναι απλώς η νεκρή παράδοση. Εδώ μιλάμε για ζωντανές παραδόσεις, δηλαδή για τον φυσικό μηχανισμό της ανθρώπινης δημιουργίας. Με την έννοια αυτή ο πολιτισμός είναι πάντοτε δομή παραδόσεων, άρα και η πολιτισμική ταυτότητα.

Το πολιτισμικό επίπεδο ενσαρκώνεται στο πολιτισμικό «προϊόν». Είναι το αποτέλεσμα της δημιουργικής διαδικασίας η οποία προσβλέποντας στο σχετικό πρότυπο ευ ζήν και χρησιμοποιώντας τις οικείες μαστορικές, μεταμόρφωσε το ζην. Φυσικά το επίτευγμα δεν ταυτίζεται με το πρότυπο. Δεν είναι όμως ούτε η «πρώτη ύλη». Είναι κάτι το «ενδιάμεσο». Μπορούμε να το κατανοήσουμε μόνο όταν γνωρίζουμε ποιο ζην είχε υπόψη του να μεταμορφώσει ο πολιτισμικός δημιουργός, εμπνεόμενος από ποιο πρότυπο ευ ζην. Το πρώτο μας μιλά για κάτι το απωθητικό, για κάποιο αρνητικό πρότυπο, ενώ το δεύτερο για κάτι το ελκυστικό, για κάποιο θετικό πρότυπο.

Είναι, επομένως, ανάγκη να γνωρίσουμε τα δύο πολικά συστήματα προτύπων ενός πολιτισμού και τους τρόπους μετάβασης από το πρώτο στο δεύτερο, προκειμένου να μιλήσουμε για την ταυτότητά του.

3. Πολιτισμός, βαρβαρότητα, αγριότητα

Το εκάστοτε δεδομένο ζην είναι δεκτικό μεταμόρφωσης. Αν δεν ήταν θα βρισκόμασταν ακόμη στα σπήλαια, αν όχι στα δένδρα. Η μεταμόρφωση επιδέχεται μάλιστα πλήθος διαφορετικές κατευθύνσεις. Απόδειξη το πλήθος των διαφορετικών πολιτισμών. Τίθεται το ερώτημα: Ποια είναι η κοινή «ουσία», έναντι της οποίας έχει νόημα η πολιτισμική διαφοροποίηση; Τι το ανησυχητικό περιέχει αυτό το «ζην», το οποίο μας αναγκάζει να φεύγουμε τρέχοντας προς κάθε κατεύθυνση;

3.1 Το κάτω όριο

Η διάκριση ζην – ευ ζην, μιλά κατ’ αρχήν για μια αντίθεση. Το ζην κρύβει μέσα του κάτι «κακό». Δεν είναι απλώς κάτι «καλό», που θέλουμε να γίνει «καλύτερο». Έχει κάτι που χρειάζεται αγώνα για να «εξημερωθεί». Σύμφωνα με πολλές προσεγγίσεις, όπως η αρχαιοελληνική, ο πολιτισμός δεν είναι παρά η προσπάθεια εξημέρωσης ενός «άγριου ζώου». Το «άγριο ζώο» είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Πράγματι: Το αντίθετο του πολιτισμού είναι η βαρβαρότητα. Κάτι ακόμα χειρότερο: η αγριότητα. Σε τι συνίσταται η βαρβαρότητα και σε τι η αγριότητα; Η απάντηση προσεγγίζεται συνήθως αποφατικά: είναι η απουσία πολιτισμικής τάξης. Την βαρβαρότητα μπορούμε να την αναζητήσουμε έξω από τα τείχη της πόλεως και ειδικότερα έξω από τη σφαίρα ελέγχου των ελληνίδων πόλεων. Θα τη συναντήσουμε επίσης αν γυρίσουμε πίσω στον χρόνο, γιατί πριν υπάρξει πόλις υπήρχε βαρβαρότητα. Αυτά ισχύουν, βεβαίως, για τους Έλληνες. Όμως κάθε πολιτισμός έχει τους δικούς του «βαρβάρους» και τη δική του εκδοχή για τη βαρβαρότητα. Ο κοινός παρονομαστής όλων των νοηματοδοτήσεων της βαρβαρότητας είναι η εξωτερικότητα της βαρβαρικής απειλής. Οι Κινέζοι έφτιαξαν το μεγαλύτερο τείχος στο σύμπαν, προκειμένου να τους κρατήσουν απ’ έξω. Οι βάρβαροι είναι οι εξωτερικοί καταστροφείς της αποκτημένης πολιτισμικής τάξης. Οι «μάστιγες του θεού», στις οποίες ο Δανιλέφσκι συγκατέλεγε πρωτίστως τους μογγόλους και τους τούρκους.

Εκτός όμως από τη βαρβαρότητα υπάρχει και η «αγριότητα». Αυτή όμως είναι εσωτερική, διαρκώς υποφώσκουσα και ανά πάσα στιγμή ικανή, κατά τους Έλληνες τραγικούς, να ξεσπάσει και να πνίξει τα πάντα στο αίμα. Είναι ο «νόμος της ζούγκλας», ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο, ότι δεν μπορεί να ζήσει παρά μόνο σε κοινωνία, αντιλαμβανόμαστε ότι ο «νόμος της ζούγκλας» είναι ένα αρνητικό όριο, το οποίο δεν μπορεί να το ξεπεράσει ο άνθρωπος και συγχρόνως να επιβιώσει. Η γενικευμένη αλληλοσφαγή είναι το «κάτω όριο» του πολιτισμού.

Μήπως η αποφυγή της αλληλοσφαγής είναι ο πρωταρχικός κινητήρας του πολιτισμού; Δεν έχουμε αίσθηση του πράγματος, αλλά τα ιστορικά δεδομένα μας πληροφορούν ότι στην αρχή και στο τέλος κάθε πολιτισμού βρίσκεται, κατά κανόνα, μια εξοντωτική αλληλοσφαγή. Ας θυμηθούμε τα μυκηναϊκά βασίλεια: Είτε αλληλοεξοντώθηκαν είτε αυτοκαταστράφηκε το καθένα από μόνο του. Ας θυμηθούμε επίσης τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό: Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ένας γενικευμένος και αγριότατος εμφύλιος πόλεμος, ήταν αυτός που κατέστρεψε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ενώ ό,τι απέμεινε βάλθηκαν στη συνέχεια να το αποτελειώσουν τα ελληνιστικά βασίλεια, πολεμώντας αδιάκοπα μεταξύ τους. Αν οι Έλληνες δεν είχαν την τύχη να κατακτηθούν από τους Ρωμαίους, λέει ο Τόϋμπη, θα είχαν αλληλοεξοντωθεί ως τον τελευταίο. Συχνά χρειάζεται να προστεθούν στους εμφυλίους πολέμους οι εξωτερικές βαρβαρικές επιδρομές, για να έλθει το τέλος. Αν κοιτάξουμε τον πολιτισμό από τη σκοπιά της διπλής αυτής απειλής θα διαπιστώσουμε ότι στην ουσία είναι ένα πολύπλοκο σύστημα αμυντικών οχυρώσεων απέναντι στη «βαρβαρότητα» και κυρίως απέναντι στην «αγριότητα». Τελικώς τα φράγματα σπάνε. Η αποτελεσματικότητά τους παραμένει ωστόσο εντυπωσιακή. Παράδειγμα το Βυζάντιο και η αυτοκρατορική Κίνα, όπου γιγαντιαίες συσσωματώσεις ανθρώπων συμβιώνουν λίγο πολύ ειρηνικά, για απίστευτα μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πώς επιτυγχάνεται το θαύμα αυτό;

3.2 Ο πατέρας-πόλεμος

Γενικεύοντας την εμπειρία των Ελλήνων ο Ηράκλειτος έχει διατυπώσει τον νόμο που διέπει κάθε πολιτισμό. Είναι τα αποσπάσματα 8, 53 και 80: Πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι. Όλα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια (8). Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς και τους μεν θεούς έδειξε, τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους, τους δε ελευθέρους. Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους (53). Ειδέναι δε χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και δίκην έριν, και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών. Πρέπει να γνωρίζει ο καθένας ότι ο πόλεμος είναι κοινός και ότι η διχόνοια είναι δικαιοσύνη και ότι όλα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη (80).

Ο πόλεμος είναι, λοιπόν, ο πατέρας υου πολιτισμού, κάθε πολιτισμού. Αυτός γεννά τους ανθρώπους και τους θεούς, τους δούλους και τους ελεύθερους. Το πώς γεννά τους δούλους και τους ελεύθερους είναι κατανοητό. Το πώς γεννά τους θεούς και τους ανθρώπους, είναι το μέγα αίνιγμα, στο οποίο και ίσως οφείλει το επίθετο «σκοτεινός» ο δαιμόνιος τούτος νους της Ιωνίας. Η φράση «άλλους τους έκανε θεούς και άλλους ανθρώπους», μας υποχρεώνει να εννοήσουμε ότι ο «πατέρας πόλεμος» είναι εκείνος ο πόλεμος, ο οποίος παρεμβαίνει στο «σημείο μηδέν» του πολιτισμού, δηλαδή στην προπολιτισμική–προκοινωνική κατάσταση, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν είναι ακόμη «άνθρωπος». Το θέμα είναι να δούμε, πριν απ’ όλα, ποιο είναι αυτό το «σημείο μηδέν» του πολιτισμού. Βεβαίως δεν ξέρουμε τι ακριβώς ήταν κάποτε, στην ανθρωπολογική πρωταρχή μας. Ξέρουμε όμως τι είναι σε κάθε επιμέρους ιστορική αρχή του πολιτισμού: είναι ένας εμφύλιος πόλεμος. Αυτό είναι το ένα στοιχείο. Το άλλο είναι το στοιχείο ότι δεν υπάρχει κοινωνία και πολιτισμός χωρίς θρησκεία, ότι πολιτισμός και διάκριση θείου και ανθρωπίνου είναι ταυτόσημα (μόνο στη νεωτερική εποχή φαίνεται να ξεχωρίζουν). Δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι ο Ηράκλειτος αναφέρεται στην προπολιτισμική (ή μεταπολιτισμική) εκείνη κατάσταση, όπου δεν υπάρχει ακόμη ή έχει καταργηθεί κάθε διάκριση μεταξύ θείου και ανθρωπίνου και μαζί της κάθε ταξική ιεράρχηση («ελεύθεροι» και «δούλοι»). Σε αυτή την ειδική κατάσταση παρεμβαίνει ένας εμφύλιος πόλεμος, με την ειδική μορφή του «πατέρα» και εγκαθιστά τους ιδρυτικούς θεμελιακούς διαχωρισμούς του πολιτισμού: τη διάκριση θεών και ανθρώπων, ελεύθερων και δούλων. Παίρνει κάποιους από τους «προανθρώπους» (ή τους «υπανθρώπους») της ειδικής αυτής «κατάστασης μηδέν» και αναδεικνύοντάς τους σε θεούς, μεταβάλλει τους υπολοίπους σε «ανθρώπους».

3.3 Ο θυσιαστικός μηχανισμός

Καταλαβαίνουμε σήμερα τι εννοεί ο Ηράκλειτος, επειδή γνωρίζουμε τον θυσιαστικό μηχανισμό. Ο πυρήνας κάθε θρησκείας είναι η θυσία. Ο θυσιαστικός μηχανισμός πυροδοτείται από την έκρηξη της αλληλοσφαγής, του πολέμου όλων εναντίον όλων, σύγχρονη μορφή του οποίου είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Όπως έχει δείξει ο Ρενέ Ζιράρ η θυσία αναπαριστά τελετουργικά ένα γεγονός το οποίο βρίσκεται στις απαρχές της κοινότητας και είναι ο τερματισμςό ενός γενικευμένου αλληλοσπαραγμού μέσω της μετατροπής του σε λιντσάρισμα ενός εκ των αδελφών-εμπολέμων. Η σύγκλιση της συλλογικής βίας πάνω στο θύμα έφερε την εκτόνωσή της και τη συλλογική ιδρυτική της κοινότητας συμφιλίωση. Η μη κατανόηση των θαυμαστών συμφιλιωτικών συνεπειών του λιντσαρίσματος έκανε τους πριν εμπολέμους να αποδώσουν το θαύμα στο θύμα, εφόσον αυτό ήταν που «πήρε επάνω του» το μίασμα της συλλογικής μανίας. Αλλά για να μπορέσει να το «πάρει επάνω» του θα πρέπει να ήταν το ίδιο και η αιτία της μανίας. Αυτή μοιάζει να ήταν η πρωτόγονη λογική της θυσιαστικής παραγνώρισης. Μιαρό και συγχρόνως ιερό, το θύμα έγινε ο σημασιακός πυρήνας της κατοπινής θεότητας, στην οποία αποδόθηκε (και ορθώς!) η καταγωγή της κοινότητας. Πίσω από κάθε θεότητα βρίσκεται ένα συλλογικό θύμα, μας λέει η θυσιαστική θεωρία. Έπειτα από κάποια σειρά ενεργοποιήσεων του θυσιαστικού μηχανισμού, οι άνθρωποι ανακάλυψαν την ομοιοπαθητική-ελεγχόμενη εκτόνωση της εμφυλιοπολεμικής βίας, μέσω της τελετουργικής αναπαράστασης του αρχικού συλλογικού φόνου και έτσι φτάσαμε (όλοι, μηδενός εξαιρουμένου) στη θυσία.

Τα βασικά στάδια της θυσίας είναι η ανθρωποθυσία, η ζωοθυσία και η θεοθυσία. Το θέμα είναι τεράστιο, αλλά το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που αρχίζει με την τελετουργική επεξεργασία του θυσιαστικού μηχανισμού είναι αυτό που φτάνει σε μας ως πολιτισμός. Η βασική αρχή της πολιτισμικής επεξεργασίας είναι η αρχή της θρησκευτικής απαγόρευσης, η οποία είναι με τη σειρά της το άμεσο αποτέλεσμα της θυσιαστικής επεξεργασίας. Η απαγόρευση ξεκινά από τη μετατροπή των αφορμών πυροδότησης της αλληλοκτονικής βίας σε ταμπού και ολοκληρώνεται με την ηθική εσωτερίκευση των θρησκευτικών απαγορεύσεων και την εμφάνιση του δικαστικού συστήματος. Η εσωτερίκευση ξεκινά από τον φόβο της τιμωρίας, περνά από το δέλεαρ της αμοιβής και ολοκληρώνεται με την εσωτερίκευση της δικαιοσύνης και την «υπευθυνότητα», που στηρίζονται στην (μερική τουλάχιστον) «αυτοθυσία» της επιθετικής παρόρμησης. Παράλληλα με την εσωτερίκευση της θυσίας ολοκληρώνεται ο θυσιαστικός μηχανισμός αυτονομείται, αποπροσωποιείται και μεταβάλλεται σε θεσμό: την «ανεξάρτητη δικαιοσύνη». Αυτή αναλαμβάνει να τιμωρήσει τον βιοπραγούντα-αυτοδικούντα, με υπόρρητο σκοπό να αποφευχθεί η πυροδότηση του εκδικητικού φαύλου κύκλου, ο οποίος μπορεί να ρίξει την κοινότητα στην αλληλοσφαγή. «Ανεξάρτητη δικαιοσύνη» σημαίνει, ακριβώς, τη συλλογική άρνηση της αυτοδικίας και την αμείλικτη τιμωρία της. Η δικαιοσύνη δεν είναι μια αφηρημένη «αρχή» (αν και δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά αν δεν πιστεύεται ότι ως τέτοια). Είναι η συλλογική ανάληψη και απρόσωπη ικανοποίηση των εκδικητικών ενστίκτων, προκειμένου να παταχθεί η αυτοδικία. Ως σύμπτωμα η αυτοδικία είναι ωστόσο ένα αξιόπιστο βαρόμετρο. Μετρά την πίεση στο κοινωνικό καζάνι. Προειδοποιεί τον νομοθέτη ότι «κάτι δεν πάει καλά» στο σύστημα και πρέπει κατεπειγόντως να προβεί σε διορθώσεις. Με το να τσακίσουμε απλώς το βαρόμετρο δεν λύνουμε το πρόβλημα.

Η οργανική σχέση θυσιαστικής και πολιτισμικής επεξεργασίας, δείχνει ότι ο θεμελιώδης νόμος του πολιτισμού είναι ο εξής: Η απόλυτη βία, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, ο οποίος απειλεί συνεχώς με καταστροφή την κοινότητα, μπορεί να εκτονωθεί-αποπεμφθεί, μέσω της σχετικής βίας, της ιερής-θυσιαστικής βίας, της βίας όλων εναντίον ενός. Ο πόλεμος είναι πάντων πατήρ με τη θυσιαστική έννοια. Η «καλή βία» εκδιώκει την «κακή βία». «Ο σατανάς διώχνει τον σατανά».1

3.4 Αντλία χάους

Οι ανθρώπινες ομάδες κινδυνεύουν πάντα από την πυροδότηση του εμφυλίου πολέμου, πράγμα που συμβαίνει εύκολα όταν η κοινωνική επαγρύπνηση εναντίον της αυτοδικίας είναι χαλαρωμένη. Αυτό το γνώριζαν καλά οι αρχαίοι νομοθέτες. Γι’ αυτό και όλη η πολιτειακή οχύρωση των αρχαίων πόλεων στόχευε στην αποτροπή του εμφυλίου πολέμου. Τα ιερά στο κέντρο της πόλεως, οι τακτικές τελετουργικές θυσίες και στις κρίσιμες ώρες η θυσία του Φαρμακού, μαζί με τους νόμους, το δικαστικό σύστημα και τέλος την Τραγωδία, είχαν σχεδιαστεί για να αποτρέψουν την κατολίσθηση στο χάος, τη σοβούσα στα θεμέλια της πολιτισμικής τάξης διαρκή απειλή. Όποιος δεν γνωρίζει ότι οι ναοί, οι τελετές, ο αθλητισμός κλπ., ήταν το συλλογικό αλεξικέραυνο έναντι της εσωτερικής βίας, δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τίποτε από την ελληνική τέχνη. Δεν είναι π.χ. σε θέση να καταλάβει για ποιο λόγο έπρεπε να μπει η γιγαντομαχία στα αετώματα του Παρθενώνα.

Ας προσέξουμε πόσο θεμελιώδης είναι ο ρόλος του θυσιαστικού μηχανισμού στη συγκρότηση του συλλογικού υποκειμένου και άρα της ταυτότητάς του. Το συλλογικό υποκείμενο το ιδρύει η ιερή βία (η βία όλων εναντίον ενός, του τυχόντος καθενός), η οποία εκτοπίζει την απόλυτη βία (τον εμφύλιο πόλεμο). Η θυσιαστική επεξεργασία κατοχυρώνει βήμα-βήμα το θετικό αποτέλεσμα, εγκαθιδρύοντας μια αύξουσα εσωτερική διαφοροποίηση, δίκην αντιπλημμυρικού συστήματος, έναντι της απόλυτης βίας. Μέσω της αύξουσας διαφοροποίησης ο θυσιαστικός μηχανισμός λειτουργεί σαν την αντλία θερμότητας: αφαιρεί συγκρουσιακή ένταση από το εσωτερικό της ομάδας και τη βγάζει προς τα έξω, με αγωγό το εκάστοτε θύμα, που είναι άτομο, άτομα ή ομάδα και ομάδες. Η εσωτερική διαφοροποίηση αντανακλάται αναγκαστικά σε εξωτερική διαφοροποίηση. Δημιουργεί την πολιτισμική διαφοροποίηση των κοινοτήτων. Ο θυσιαστικός μηχανισμός αναπαράγεται τότε σε ένα δεύτερο επίπεδο, καθώς τα διαφοροποιημένα συλλογικά υποκείμενα (τελικώς: κράτη, έθνη, υπερεθνικά συστήματα), απειλούνται από την απόλυτη βία δευτέρου βαθμού, τη διασυλλογική βία και χρειάζεται να επιστρατευθεί εναντίον της μια αντίστοιχη δευτέρου βαθμού ιερή βία. Από τον εμφύλιο πόλεμο πάμε έτσι στον «κανονικό» πόλεμο, τον διασυλλογικό πόλεμο. Η αναπαραγωγή του θυσιαστικού μηχανισμού στο διασυλλογικό επίπεδο συντελείται με τις συμμαχίες μεταξύ γειτονικών ομάδων εναντίον μιας απ’ αυτές, η οποία παίζει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. Η διασυλλογική ενοποίηση βασίζεται έτσι πάντοτε στην παρουσία κάποιου «εξωτερικού εχθρού» (κράτους, έθνους, πολιτισμού). Σύγχρονα παραδείγματα απόλυτης βίας δευτέρου βαθμού είναι οι παγκόσμιοι πόλεμοι, αλλά και οι παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις. Σύγχρονα παραδείγματα ιερής βίας δευτέρου βαθμού είναι οι «σταυροφορίες», οι «ιερές συμμαχίες», το τζιχάντ. Είναι όμως και η επαναστατική βία των αστών ή των σοσιαλιστών «ιδεολόγων» και γενικά των κάθε είδους ιακωβίνων τρομοκρατών.

Ο πολιτισμός δεν είναι, λοιπόν, υπόθεση άνεσης και διασκέδασης, «απολαύσεων του πνεύματος» κλπ. όπως αφελώς νομίζει ο σύγχρονος άνθρωπος, αλλά η επαγρύπνηση εναντίον του «νόμου της ζούγκλας», από την εισβολή του οποίου πάντοτε κινδυνεύουμε. Ο εικοστός αιώνας μας έδωσε ήδη ένα γερό μάθημα. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ένας ψυχρός πόλεμος, συν αναρίθμητοι τοπικοί πόλεμοι. Γενοκτονίες εθνών και τάξεων, χωρίς προηγούμενο. Ολοκαυτώματα ασύλληπτα, όπου αντί για εκατόμβες βοδιών και προβάτων, θυσιάστηκαν εν ψυχρώ ολόκληρα έθνη και κοινωνικές τάξεις, δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι.

Η εκ πρώτης όψεως αθώα διάκριση ζην και ευ ζην έχει λοιπόν πίσω της το «θηρίο», που πρέπει να εξημερωθεί και το οποίο λέγεται Βία. Η ύπαρξη πολιτισμού δείχνει ότι το «θηρίο» εξημερώνεται, σε κάποιο βαθμό, αλλά είναι πάντοτε έτοιμο να ξαναγίνει θηρίο. Η διάκριση ζην – ευ ζην προϋποθέτει τη νίκη της ιερής βίας πάνω στην απόλυτη βία. Η αντικειμενοποιημένη σε σύνολο παραδόσεων δομή αυτής της νίκης είναι ο πολιτισμός. Έχουμε «υψηλό πολιτιστικό επίπεδο» εκεί όπου το άτομο έχει εσωτερικεύσει το αίτημα της δικαιοσύνης και έχει προκαταβολικά παραιτηθεί από την αυτοδικία.

4. Υπάρχει διαπολιτισμική εξέλιξη;

Ο θυσιαστικός μηχανισμός διέπει, λοιπόν, τη γένεση των πολιτισμών και η αποτελεσματικότητά του εγγυάται την αναπαραγωγή τους. Διακρίνουμε αμέσως δύο στάδια στην εξέλιξη του θυσιαστικού μηχανισμού. Το ένα είναι ο κολεκτιβισμός. Το άλλο ο ατομικισμός. Το δεύτερο δεν είναι υποχρεωτικό, αλλά κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να διαδεχθεί το πρώτο.

Ο κολεκτιβισμός είναι το στάδιο όπου ή ιερή βία, το «όλοι εναντίον ενός», είναι σεβαστή όσο και αμείλικτη. Το άτομο δεν υπολογίζεται. Με τον καιρό όμως και στο μέτρο που η θυσιαστική αντλία λειτουργεί αποτελεσματικά (μετατροπή των αφορμών της απόλυτης βίας σε ταμπού και εσωτερίκευση των ταμπού, ώσπου ο σεβασμός τους να γίνει «φυσική» συμπεριφορά) ξεχνιέται ποια βία είναι ο πραγματικός εχθρός και οι άνθρωποι νομίζουν ότι δεν είναι παρά η βία που στρέφεται εναντίον του μεμονωμένου ατόμου, δηλαδή ο περιορισμός της επιθυμίας. Σε τέτοιες συνθήκες μπορούν να επωασθούν ατομοκεντρικές αντιλήψεις και μέσα από μια θυσιαστική κρίση να υπάρξει μετάβαση σε ατομοκεντρικό πολιτισμικό δρόμο. Αυτό συνέβη σε δύο μόνο περιπτώσεις στη γνωστή ιστορία της ανθρωπότητας: την αρχαιοελληνική και τη νεωτερική. Οι πολιτισμοί των αρχαίων Ελλήνων και των νεωτερικών ευρωπαίων ήταν ατομοκεντρικοί, με την έννοια ότι στη φάση της ανόδου τους είχαν ως ανθρωπολογικό πρότυπο το υπεύθυνο άτομο, τον πολίτη. Καθώς όμως το διαβουλευόμενο σώμα των πολιτών έγινε η «πηγή» της νομιμότητας, το άτομο άρχισε, με την πάροδο του χρόνου, να πιστεύει ότι η θεμελίωση της Πολιτείας είναι συμβατική-σχετική. Ότι στην πραγματικότητα η πόλις δεν «ανήκει στους θεούς και τους ήρωες», όπως πιστευόταν πριν και στερεότυπα επαναλαμβανόταν στα προοίμια των βουλευτικών αποφάσεων (έδοξε τη Βουλή και τω Δήμω κλπ).. Ότι, με άλλα λόγια, η Πολιτεία δεν θεμελιώνεται στο ιερό, στην ιερή βία, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα. Μπορούμε τελικά να παρατηρήσουμε πώς όταν η εξατομίκευση ολοκληρώνεται και η διάκριση θείου και ανθρωπίνου καταργείται, τότε η κοινωνία κατολισθαίνει ασυγκράτητα στο «σημείο μηδέν», στο «κάτω όριο» του πολιτισμού, δηλαδή την αλληλοσφαγή. Ενσκήπτει τότε και πάλι ο θυσιαστικός πατέρας-πόλεμος κι αν καταφέρει να λειτουργήσει αποτελεσματικά, μπορεί να αποτρέψει την αυτοκαταστροφή της κοινότητας και να πετύχει την κοινωνική αναθεμελίωση-μετάβασή της σε άλλον πολιτισμό. Στις συνθήκες αυτές τίθεται και το ζήτημα να ξεπεραστεί το ανθρωπολογικό δίπολο ατομικισμού/κολεκτιβισμού. Για πρώτη φορά το αίτημα αυτό τέθηκε στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, για να λάβει ως απάντηση τον χριστιανισμό. Σήμερα, στην εποχή του μεταμοντερνισμού, τίθεται για δεύτερη φορά.

Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση μπορεί να υπερβαθεί το ανθρωπολογικό δίπολο και να εμφανιστεί ένας τρίτος τύπος ανθρώπου: το Πρόσωπο. Το Πρόσωπο είναι το άτομο, το οποίο έχει τεθεί έξω από την εξουσία του θυσιαστικού μηχανισμού. Έχοντας απαλλαγεί από τη βία μέσα του έχει ελευθερωθεί απ’ αυτήν και έξω του: «ήρθε ο άρχων του κόσμου τούτου κι έφυγε άπρακτος, γιατί δεν βρήκε μέσα μου τίποτα να πιαστεί». Αυτό σημαίνει ότι μπορεί το Πρόσωπο να «πάρει επάνω» του το συλλογικό μίασμα, επιτρέποντας στην κοινότητα να θεμελιώσει την ενότητά της στη δική του «μαρτυρία» (θυσία-αυτοθυσία). Πρότυπο του ανθρωπολογικού αυτού τύπου είναι ο Εσταυρωμένος. Αυτό που κάνει ο Σταυρός είναι να προσφέρει την αγάπη ως άλλη βάση για την ατομικότητα. Κατά σύμπτωση μόνο σ’ αυτή τη βάση είναι δυνατή η απόλυτη-ακατάλυτη ατομικότητα, την οποία εις μάτην αναζητά το άτομο στην ανοδική του φάση. Η αποκάλυψη του Προσώπου μας μιλά για την ύπαρξη μιας τρίβαθμης ανθρωπολογικής κλίμακας: κολεκτιβιστικός τύπος, Άτομο, Πρόσωπο. Στην παραδοσιακή Ορθόδοξη ορολογία οι τύποι αυτοί λέγονται: δούλοι του Θεού, εργάτες (ή μισθωτοί) του Θεού, φίλοι του Θεού. Οι δούλοι κάνουν το καλό επειδή φοβούνται την κόλαση. Οι μισθωτοί επειδή θα κερδίσουν τον παράδεισο. Οι φίλοι κάνουν το καλό επειδή αγαπούν τον Θεό-φίλο. Εντελώς διαφορετικά τα κίνητρα: ο Φόβος, το Κέρδος, η Αγάπη. Η παραδοχή της ανθρωπολογικής Κλίμακας συνεπάγεται τη δυνατότητα διαπολιτισμικής εξελίξεως: κολεκτιβιστικός πολιτισμός, ατομοκεντρικός πολιτισμός, προσωποκεντρικός πολιτισμός, ανάλογα με το ποιος από τους τρεις τύπους ανθρώπου είναι το ηγετικό πρότυπο. Δυνατότητα διαπολιτισμικής εξελίξεως σημαίνει ότι ένα συλλογικό υποκείμενο μπορεί να αναπτύξει κολεκτιβιστικό πολιτισμό, να μεταβεί έπειτα στον πολιτισμό της εξατομίκευσης και στη συνέχεια σε έναν προσωποκεντρικό πολιτισμό, χωρίς να χάσει την ταυτότητά του. Είναι το ίδιο που «ανεβαίνει» τις διαδοχικές βαθμίδες της αυτής κλίμακας. Βεβαίως η ανοδική κίνηση δεν είναι μονόδρομος. Υπάρχουν και οι υποστροφές. Τα «κενά» ανάμεσα στις «βαθμίδες» αντιστοιχούν σε συνθήκες πολιτισμικής ισοπέδωσης, ανάλωσης των θυσιαστικών πόρων και πολιτισμικής κατάρρευσης. Είναι το «σημείο μηδέν» του πολιτισμού, η χωματερή των πολιτισμικών προτύπων. Είναι ο χώρος του ανθρωπολογικού μηδενισμού. Τέτοιες εποχές αναγνωρίζονται εύκολα από την έντονη βίωση συμπτωμάτων «διάλυσης» της προσωπικότητας.

Σε αντίθεση με τον ατομοκεντρικό και τον κολεκτιβιστικό τύπο, για τους οποίους η πνευματική ηγεμονία ολοκληρώνεται ως κοινωνική κυριαρχία, το Πρόσωπο μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο μόνο αποπεμπόμενο. Η πνευματική ακτινοβολία του δεν αποτρέπει την αποπομπή του: ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξωσιν. Το παράδειγμα του μοναδικού προσωποκεντρικού πολιτισμού που γνωρίζουμε, του «βυζαντινού», ενσαρκώνει την ιδιάζουσα αυτή αντίφαση: το Πρόσωπο ήταν κυρίαρχο πρότυπο, αλλά η σταυρική του παράδοση ήταν μονίμως αναγκασμένη να καταφεύγει στην έρημο. Ο Άγιος ήταν το κυρίαρχο ανθρωπολογικό πρότυπο. Όμως μόνο «έξω από τον κόσμο» μπορούσε να ευδοκιμήσει. Σε ποιο βαθμό είναι τούτο σύμφυτο με τον χαρακτήρα του Προσώπου γενικά και σε ποιο βαθμό ελληνική ιδιομορφία είναι κάτι που μένει να διερευνηθεί.

Ξεκινήσαμε από τον ορισμό του πολιτισμού ως αμφίδρομης κίνησης μεταξύ ζην και ευ ζην. Το κάτω όριο, πίσω από το απροσώπως ζην, είναι η αλληλοσφαγή. Αυτή πυροδοτείται κάθε φορά που οι άνθρωποι αδυνατούν να διαχειριστούν θυσιαστικά τον συγκρουσιακό μιμητισμό τους. Εσωτερικεύοντας τη θυσία τείνουν προς ορισμένα ανθρωπολογικά πρότυπα, τα οποία και συνιστούν το άνω όριο της πολιτισμικής τους ανέλιξης. Τα πρότυπα αυτά εσωτερικεύονται στην παραδειγματική μήτρα του πολιτισμού. Η δομή της ανοδικής διαδρομής, αν ξετυλιχτεί πλήρως, είναι η τρίβαθμη ανθρωπολογική Κλίμακα. Οι διαφοροποιήσεις θυσιαστικής κατεύθυνσης και παραδειγματικής μήτρας, δίδουν κριτήρια επαρκή για τη μελέτη των πολιτισμικών διαφορών και των πολιτισμικών ταυτοτήτων.

Σύνοψη των συνόψεων: Ο πολιτισμός ελέγχεται πλήρως από τη βία, η οποία μόνο αυτοθυσιαστικά και μόνο στην τρίτη ανθρωπολογική βαθμίδα μπορεί να υπερβαθεί. Η βία αντιμετωπίζεται μόνο με την αυτοθυσιαστική παραίτηση από τη δύναμή της.

1 Ρενέ Ζιράρ, Εθεώρουν τον Σατανά… Εξάντας. Αθήνα 2002

Παρμένο από το βιβλίο Πέρα από το Άτομο (εκδ. Αρμός β’ έκδ.).

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/Πρόσωπα/Ζιάκας/Βιβλιογραφία/2269-Βία-και-Πολιτισμός-Ορισμένα-κριτήρια.html

Σχετικά με την Ελεύθερη Βούληση

του Σπύρου Κάκου

Ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του ιδιαίτερο πλάσμα. Ανεξάρτητα του αν πιστεύει κανείς ότι είμαστε κάτι διαφορετικό από τα ζώα ή απλά μια βελτιωμένη έκδοση τους, ο καθένας μας κατανοεί ότι έχουμε κάτι “ανώτερο”. Το βασικότερο στοιχείο που καθορίζει αυτή την εντύπωση είναι η λεγόμενη “ελεύθερη βούληση” που διαθέτουμε. Όλοι μας συμπεριφερόμαστε όπως εμείς θέλουμε και όχι όπως ο “Θεός” ή κάτι “άλλο” θέλει αυτό. Πιστεύουμε ότι δεν είμαστε μαριονέτες, αλλά ανεξάρτητα όντα με τη δική τους ανεξάρτηση θέληση. Κατά πόσο είναι αλήθεια αυτό; Έχουμε πράγματι δική μας θέληση;

Η βασική αντίρρηση στην ύπαρξη ελεύθερης βούλησης είναι η ίδια η επιστήμη. Στόχος της επιστήμης είναι η ανακάλυψη των φυσικών νόμων που ισχύουν στο σύμπαν. Αν γνωρίζεις την αρχική κατάσταση ενός συστήματος και τους νόμους που ισχύουν σε αυτό, τότε μπορείς να προβλέψεις το μέλλον του συστήματος. Η “πρόβλεψη” μέσω της επιστήμης της κίνησης των πλανητών ή της πορείας μιας σφαίρας που βλήθηκε από ένα όπλο, θέτει ένα πρόβλημα που πολλοί μας προτιμούμε να παραβλέπουμε: αφού και εμείς ανήκουμε στο φυσικό σύστημα του σύμπαντος και υπακούμε στους φυσικούς νόμους, μήπως όλα όσα κάνουμε είναι ήδη προκαθορισμένα; Αν κάποιος γνωρίζει όλες τις αρχικές συνθήκες του σύμπαντος κόσμου και όλους τους νόμους που διέπουν την κίνηση κάθε σωματιδίου ή κύματος μέσα σε αυτό, θα μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια το μέλλον του; Η επιστήμη μας αυτό λέει. Η λογική πάνω στην οποία έχουμε χτίσει την επιστήμη μας αυτό λέει. Μπορεί να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι “αποφασίζουμε”, αλλά στην ουσία απλά βιώνουμε αυτό που ήδη έχει προκαθοριστεί από τις αρχικές συνθήκες του σύμπαντος και τους φυσικούς του νόμους. Πόσο αλήθεια μπορεί να είναι ένα τέτοιο σενάριο;

Αν κανείς εξετάσει το ζήτημα με καθαρά επιστημονικά εργαλεία, δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί ότι η μοίρα μας είναι προκαθορισμένη. Δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι η επιστήμη μας δίνει τη δυνατότητα να προβλέπουμε τα πάντα αν γνωρίζουμε τις αρχικές συνθήκες και τους εφαρμοζόμενους νόμους, αλλά όχι την ανθρώπινη συμπεριφορά. Δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι όλα είναι προβλέψιμα, αλλά όχι η κίνηση των μορίων και ατόμων στο ανθρώπινο σώμα και εγκέφαλο. Αν υπάρχουν καθολικοί φυσικοί νόμοι, τότε αυτοί θα ισχύουν και για τα ανθρώπινα πρωτόνια και ηλεκτρόνια. Ακόμα και η κβαντική στατιστική πιθανότητα του να βρεθεί ένα σωματίδιο σε ένα σημείο με πιθανότητα 40% και σε ένα άλλο σημείο με πιθανότητα 60% είναι πρόβλεψη. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούμε να προβλέψουμε και τι πιθανότητες έχουμε να πούμε “γειά σου” αντί για “τι κάνεις;” ένα πρωινό και μάλιστα με ακρίβεια δεκαδικού; Ή μήπως να προβλέψουμε τι πιθανότητες υπάρχουν να χωρίσουμε τη γυναίκα μας μετά από έναν έντονο τσακωμό; Η κβαντομηχανική έβαλε ένα όριο στο κατά πόσο μπορούμε πράγματι να προβλέψουμε με ακρίβεια τη θέση και την ταχύτητα ενός σωματιδίου, αλλά χωρίς να θίγει στο ελάχιστο το αξίωμα της ύπαρξης γενικών (καθολικών) φυσικών νόμων που είναι τελικά κατανοήσιμοι από τον άνθρωπο οι οποίοι βοηθούν στην πρόβλεψη της μελλοντικής συμπεριφοράς ενός συστήματος. Επιπλέον πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμα δεν έχει διαφαφηνιστεί το τι ακριβώς σημαίνει η στατιστική “αβεβαιότητα” που εισάγει η κβαντομηχανική – αν αυτή συνδέεται με μια εγγενή αδυναμία της επιστήμης όπως εμείς την έχουμε θεμελιώσει ή αν έχει σχέση με μια αδυναμία που υπάρχει εγγενώς στο σύμπαν. Και τι σημαίνει όμως ότι υπάρχει μια αδυναμία να προβλέψουμε ακριβώς τη θέση ενός σωματιδίου εξαιτίας μιας ατέλειας της αντίληψης μας για τον κόσμο; Σημαίνει μήπως ότι αν με κάποιον τρόπο αυτή η ατέλεια αρθεί, θα μπορέσουμε να κάνουμε ακριβή πρόβλεψη χωρίς πιθανοτικές παραμέτρους;
Η ουσία είναι ότι κάθε έκφανση της επιστήμης (ακόμα και η στατιστική κβαντομηχανική) αναφέρεται σε συστήματα τα οποία μπορούμε να αναλύσουμε για να βγάλουμε συμπεράσματα για τη μελλοντική τους συμπεριφορά. Με άλλα λόγια κάθε έκφανση της επιστήμης σήμερα μας λέει ότι θεωρητικά θα μπορούσαμε να βγάλουμε συμπεράσματα πρόβλεψης και για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ανεξάρτητα τους είδους της γραφής (δεκαδικοί, ποσοστά, άρρητοι αριθμοί), η ουσία είναι πως η μοίρα μας είναι γραμμένη κάπου και απλά περιμένει να τη διαβάσουμε…

Το ερώτημα λοιπόν είναι: αν το μέλλον ενός φυσικού συστήματος όπως το σύμπαν (ή ο ανθρώπινος εγκέφαλος) είναι προκαθορισμένο, υπάρχει χώρος για αυτό που αποκαλούμε “ελεύθερη βούληση”; Αν είναι προκαθορισμένο ότι υπάρχει πιθανότητα κατά 98% να κάνουμε το Α και κατά 2% να κάνουμε το Β, μπορούμε εμείς τη στιγμή που θα έρθει η ώρα να δράσουμε να “αποφασίσουμε” να κάνουμε το Γ; Τα όσα ανέφερα παραπάνω δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για ελεύθερη βούληση. Είναι ανόητο το να πιστεύουμε πως η επιστήμη μπορεί να μας αποκαλύψει την αλήθεια για τα πάντα (άρα και να κάνει προβλέψεις), αλλά πως η ανθρώπινη συμπεριφορά θα μένει πάντα εκτός πεδίου έρευνας της λόγω της “ελεύθερης βούλησης”. Και όμως σχεδόν όλοι μας πιστεύουμε ότι έχουμε ελεύθερη βούληση. Θεωρούμε ότι οι πράξεις μας είναι δικές μας και όχι απλά το αποτέλεσμα φυσικών διεργασιών στον εγκέφαλο μας πάνω στις οποίες δεν έχουμε καμία εξουσία. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο τιμωρούμε τους άλλους για τα λάθη τους: γιατί είναι “δικά τους” λάθη και όχι κάτι προκαθορισμένο. Πως όμως όλοι μας έχουμε αυτή την “ψευδαίσθηση”; Γιατί έχουμε αυτή την “ψευδαίσθηση”; Με τα δεδομένα τα οποία έχουμε αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να αποφανθούμε οριστικά για το αν η ελεύθερη βούληση είναι μια πραγματικότητα ή μια ψευδαίσθηση. Από τη στιγμή που δεν έχουμε ακόμα κατανοήσει πως λειτουργεί ο ιός της γρίππης, είναι αλαζονικό να πιστεύουμε ότι μπορούμε να μιλάμε για το αν υπάρχει ή όχι ελεύθερη βούληση. Η τελική ετυμηγορία αποτελεί αυτή τη χρονική στιγμή θέμα πίστης. Το περίεργο όμως είναι ότι στο θέμα αυτό όλοι σχεδόν οι άνθρωποι συμφωνούν – άθεοι, αγνωστικιστές και θεϊστές το ίδιο. Τι δημιουργεί αυτή τη συμφωνία;

Αυτά που γράφω αυτή τη στιγμή έχουν προκαθοριστεί; Ή ξαφνικά “αποφάσισα” να τα γράψω; Θέλω να πιστεύω το δεύτερο. Όταν κάποιος φονεύει κάποιον άλλον το κάνει επειδή το αποφάσισε ή επειδή ήταν προκαθορισμένο από πριν να τον σκοτώσει; Ο Χίτλερ φταίει που σκότωσε τόσους ανθρώπους ή δεν φταίει επειδή ήταν προκαθορισμένο από το σύμπαν να το κάνει; Η ποινική μας δικαιοσύνει πιστεύει το πρώτο. Κάποιος είναι άθεος επειδή έτσι είναι προκαθορισμένο να σκέφτεται ή επειδή έτσι αποφάσισε με το δικό του μυαλό να σκέφτεται; Οι άθεοι θέλουν να πιστεύουν το δεύτερο. Κάποιος συγγραφέας δημιουργεί ένα αριστούργημα που σκέφτηκε ή απλά καταγράφει σε ένα χαρτί σκέψεις στο μυαλό του ήδη καθορισμένες από την πρώτη στιγμή δημιουργίας του σύμπαντος; Όλοι μας που τον διαβάζουμε θέλουμε να πιστεύουμε το πρώτο. Κάποιος είναι ορθολογιστής επειδή είναι η μοίρα του να σκέφτεται έτσι ή επειδή έτσι σκέφτηκε ο ίδιος; Θέλει να πιστεύει το δεύτερο…
Ο καθένας είναι ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ για τις πράξεις του ακριβώς επειδή αυτές είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης του βούλησης. Στο κρίσιμο ερώτημα του αν υπάρχει ελεύθερη βούληση, όλοι οι άνθρωποι απαντάνε με μια φωνή “ναι”! Έτσι πιστεύουμε. Δύσκολα όμως το αποδεικνύουμε…

Αυτό που λίγοι όμως έχουν αναρρωτηθεί είναι το ποιες είναι οι επιπτώσεις της ύπαρξης τελικά “ελεύθερης βούλησης”. Σε ένα σύμπαν όπου όλα καθορίζονται από καθολικούς φυσικούς νόμους, η ελεύθερη βούληση δεν μπορεί να υπάρχει. Για να υπάρξει πρέπει να αρύεται την ίδια της την ύπαρξη από κάτι “εκτός” του σύμπαντος κόσμου, από κάτι που δεν ανήκει στο σύστημα του κόσμου τούτου και κατά συνέπεια δεν υπακούει στη λογική “αρχικές συνθήκες + φυσικοί νόμοι => καθορισμός μελλοντικής συμπεριφοράς”. Για να υπάρξει “ελεύθερη βούληση” πρέπει να υπάρχει κάτι που δεν υπακούει στους φυσικούς νόμους που κάνουν τα πάντα προβλέψιμα. Η ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης ανοίγει το δρόμο για την παραδοχή της ύπαρξης αυτού που συχνά αποκαλείται “Θεός”…Ίσως η ελεύθερη βούληση του καθενός μας να είναι αποτέλεσμα του ότι έχουμε φτιαχτεί καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση Του…
 
Αν λοιπόν στο σύμπαν υπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι και ύλη που υπακούει σε αυτούς, τότε δεν υπάρχει “ελεύθερη βούληση”. Ωστόσο η αίσθηση μας είναι ότι εμείς αποφασίζουμε για αυτό που κάνουμε. Η λύση του αινίγματος πρέπει να αναζητηθεί στο δόγμα του υλισμού το οποίο διαπνέει πολλούς (όχι όλους) επιστήμονες σήμερα. Και πρέπει να θυμόμαστε ότι ο υλισμός είναι δόγμα και όχι αποδεδειγμένη υπόθεση…
 

Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει με το μάθημα των Θρησκευτικών;

Άτυπη δημοσκόπηση του galop.gr η οποία βρίκεται σε εξέλιξη

 Πηγή: http://www.galop.gr/index.php?topic=154

Η γλώσσα των λειτουργικών μας κειμένων ως σύγχρονο ποιμαντικό πρόβλημα

του Επισκόπου Ναζιανζού Δρ. Θεοδωρήτου  

Είναι πανθομολογούμενο, ότι η ορθόδοξη πνευματικότητα αποτελεί ιερά παρακαταθήκη για τον πιστό της εποχής μας, όχι ως θεωρητική αναζήτηση, αλλά κυρίως ως βιωματική εμπειρία. Κυρίαρχο στοιχείο της ορθόδοξης πνευματικότητας είναι η λατρευτική ζωή, όπως διαμορφώθηκε διαμέσου των αιώνων, με κέντρο την Θ. Ευχαριστία και την λειτουργική και υμνογραφική παράδοση. Το πλήρωμα της Εκκλησίας προσεύχεται με τους δοξολογικούς και ευχαριστιακούς ύμνους των πατέρων και μοναχών, οι οποίοι προσευχόμενοι θεολογούσαν. Κάθε φορά που συμμετέχουμε στην λατρεία της Εκκλησίας μας μυσταγωγούμεθα στην ιερά αυτή παρακαταθήκη και συνειδητοποιούμε γιατί η ορθόδοξη πνευματικότητα αποτελεί την πεμπτουσία της Εκκλησιαστικής μας ζωής. Είναι διαπιστωμένο, ότι η πνευματική-λατρευτική εμπειρία της Εκκλησίας μας έχει ένα υψηλό επίπεδο στο οποίο ο αμύητος χρειάζεται κατάλληλη αγωγή-χειραγώγηση για να συμμετάσχει ενσυνείδητα και να μη περιορίζεται μόνο στην κατανυκτική ατμόσφαιρα, που υπάρχει στην ορθόδοξη λατρεία. Ο επανευαγγελισμός των πιστών που είναι το ζητούμενο της εκκοσμικευμένης κοινωνίας μας, δεν πρέπει να εξαντλείται σε μια πειστική-θεωρητική κατήχηση, αλλά στην ένταξη των πιστών στην εκκλησιαστική-λατρευτική κοινωνία της Εκκλησίας μας. Σήμερα αντιμετωπίζουμε ένα σοβαρό ποιμαντικό πρόβλημα, το οποίο πρέπει να επιλύσουμε με γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Πρόκειται για την γλωσσική δυσκολία της νέας γενιάς να συμμετάσχει ουσιαστικά στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας.  

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στην Εκκλησία μας έχει μια μεγάλη ιστορική διαδρομή. Τα λειτουργικά και υμνογραφικά μας κείμενα χρονολογούνται από τον β’ μ.Χ. αιώνα. Οι υμνογράφοι μας γνώριζαν την ελληνική γλώσσα σε όλη της την ιστορική και πνευματική εξέλιξη και είχαν την άνεση να χρησιμοποιούν ακόμη και ομηρικές λέξεις για να πετύχουν τις ομοιοκαταληξίες και να εκφράσουν τις πνευματικές τους εμπειρίες και τα θεολογικά μηνύματα του εορτολογίου της Εκκλησίας μας.  

Η Ελληνική γλώσσα με το πλούσιο λεξιλόγιο, την πλαστικότητα και την ευαισθησία που διαθέτει, βοήθησε να εκφραστούν όχι μόνο λεπτές θεολογικές έννοιες, αλλά και εμπειρίες και βιώματα πνευματικά. Η σύνδεση λόγου και σκέψης, εμπειρίας και έκφρασης είναι μοναδική.  

Στις αρχές του περασμένου αιώνα προβληματίστηκε έντονα η Εκκλησία της Ελλάδος για το εάν θα έπρεπε να μεταφρασθεί η Καινή Διαθήκη στα νέα ελληνικά. Το πρόβλημα ήταν ο πιθανός κίνδυνος να παρεισφρήσουν, κατά την μετάφραση, ερμηνευτικές απόψεις, που δεν ακολουθούσαν την πατερική θεολογία. Τελικά οι μεταφράσεις της Κ.Δ. είναι μια πραγματικότητα στη νεοελληνική ζωή, που βοηθούν στην πλήρη κατανόηση του πρωτοτύπου κειμένου.  

Μεταφράσεις στα νέα ελληνικά της θ. λειτουργίας και των λειτουργικών και υμνογραφικών μας κειμένων βοήθησαν στην κατανόηση της λατρευτικής μας ζωής. Μεταξύ των πολλών μεταφράσεων, ενδεικτικά αναφέρω, αυτήν του αείμνηστου π. Επιφάνιου Θεοδωρόπουλου, λόγιου κληρικού και γνώστη της ελληνικής γλώσσας, ο οποίος μας παρέδωσε μία εξαιρετική μεταφραστική-ερμηνευτική εργασία του Ακαθίστου Ύμνου και της Μ. Εβδομάδος, οι οποίες βοήθησαν τους πιστούς να κατανοήσουν τα ιερά κείμενα και να συμμετάσχουν ουσιαστικά στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας.  

Πρόσφατα, επίσης, ο Μητροπολίτης Ν. Σμύρνης Συμεών σε δύο μελέτες του μας προσφέρει ένα αξιόλογο έργο, την μετάφραση με ερμηνευτικά σχόλια, των καταβασιών του όρθρου, που δύσκολα κατανοούνται από τον σύγχρονο Έλληνα.  

Όλες αυτές οι μεταφραστικές εργασίες των λειτουργικών-υμνογραφικών κειμένων στη νεοελληνική γλώσσα έχουν βοηθήσει το πλήρωμα της Εκκλησίας στην συμμετοχή του στην λατρεία της Εκκλησίας.  

Βέβαια οι ασχολούμενοι με το μεταφραστικό πρόβλημα μας βεβαιώνουν, ότι οποιοδήποτε κείμενο μεταφράζεται από την πρωτότυπη γλώσσα σε άλλη η άλλο γλωσσικό ιδίωμα χάνει ένα σημαντικό μέρος από την εκφραστική δύναμη  του πρωτοτύπου. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το θέμα μας δεν έχει καμία σχέση με την διαμάχη των δημοτικιστών και των καθαρευουσιάνων σε εκκλησιαστικό πεδίο.  

Οπωσδήποτε η γλώσσα δεν είναι στατική αλλά εξελίσεται. Ο νεοέλληνας, λυκειακής παιδείας, κατανοεί το 60% έως 80% του πρωτοτύπου κειμένου της Κ.Δ. ενώ το ποσοστό κατανόησης των ύμνων της εκκλησίας μας είναι χαμηλότερο.  

Ο μορφωμένος νεοέλληνας θα έπρεπε να γνωρίζει διαχρονικά την ελληνική γλώσσα και όχι να είναι αποξενωμένος από τα κείμενα των Πατέρων, της Κ.Δ. και των κλασσικών συγγραφέων. Αυτό σημαίνει  ότι κινδυνεύει να αποκοπεί από τις ρίζες του, την ιστορία και τον πολιτισμό του και άρα αδυνατεί να συνεχίσει την πολιτιστική του κληρονομιά.  

Το πείραμα που έγινε να διαβάζονται στη λατρεία μεταφράσεις των βιβλικών κειμένων δεν φαίνεται να επιδοκιμάσθηκε από την πλειοψηφία των πιστών, οι οποίοι προτιμούν τα πρωτότυπα κείμενα μια και έχουμε το προνόμιο να είναι γραμμένα στη γλώσσα μας. Η χρήση μεταφράσεων στα νέα ελληνικά κατά την θ. λατρεία θα οδηγήσει στην καταστροφή της λειτουργικής μας γλώσσας, η δε διάσπαση του λόγου και της σκέψης θα οδηγήσουν στην απομύθευση της λειτουργικής ζωής και στην γλωσσική υπεραπλούστευση και λεξιπενία, καταστρέφοντας βιώματα γενεών που σφυρηλατήθηκαν στην ψυχή των πιστών.  

Στον προβληματισμό μας θα μπορούσε να βοηθούσαν ανάλογα περιστατικά που συνέβησαν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με την απόφαση της Β  Βατικανῆς Συνόδου, που επέτρεψε στους πιστούς διαφόρων χωρών να προσεύχονται στη μητρική τους γλώσσα και όχι αποκλειστικά στη λατινική. Οι Έλληνες Ρωμαιοκαθολικοί, που μετέφρασαν τα λειτουργικά τους κείμενα στην νεοελληνική, ομιλούν για ένα βιωματικό άδειασμα, ένα σοβαρό μείον στην πνευματική εμπειρία, μια γλωσσική υπεραπλούστευση που οδήγησε σε λειτουργική πενία.  

Εάν αντικαταστήσουμε στην λατρεία την λειτουργική μας γλώσσα με μεταφράσεις στα νέα Ελληνικά θα καταστρέψουμε την κατανυκτική ατμόσφαιρα και την εκφραστική δύναμη των πρωτοτύπων κειμένων και θα εξαφανίσουμε την μυσταγωγία της ορθοδόξου λατρείας.  

Οι μεταφράσεις των λειτουργικών η υμνογραφικών μας κειμένων βοηθούν στην κατανόησή τους για να επιστρέψουμε στα πρωτότυπα κείμενα και να αντιληφθούμε το πνευματικό μεγαλείο και την μοναδικότητα της γλωσσικής επένδυσης που χρησιμοποίησαν οι ιεροί συγγραφείς για να εκφράσουν τα βιώματά τους, δηλαδή, προσευχόμενοι να θεολογούν το μυστήριο του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού.  

Κάποιοι θα πρότειναν να γραφούν ύμνοι στην ομιλουμένη γλώσσα, που να εκφράζουν την εποχή μας. Η παρούσα πνευματική μας κατάσταση δεν φαίνεται να δίνει την δυνατότητα να γραφούν ύμνοι αντάξιοι του θεολογικού και πνευματικού επιπέδου των πατερικών ύμνων και της λειτουργικής μας γλώσσας.
Προς το παρόν η ποιμαντική μας ευθύνη πρέπει να προσανατολισθεί στην μετάφραση όλων των βιβλικών-λειτουργικών-υμνογραφικών κειμένων και την ειδική έκδοσή τους μαζί με τα πρωτότυπα κείμενα, ώστε οι πιστοί να διευκολύνονται στην λατρευτική ζωή. Επί πλέον η αύξηση των λειτουργικών κηρυγμάτων θα βοηθήσουν στην ενεργό συμμετοχή των πιστών στη λατρεία.  

Τέλος θα πρέπει οι ιεροψάλτες μας να παρακολουθούν μαθήματα ορθοφωνίας και να προσέχουν το μέλος-μουσική να μη λειτουργεί εις βάρος της κατανόησης των κειμένων και βέβαια η σωστή μικροφωνική εγκατάσταση θα διευκολύνει την ακουστική των ναών μας.
Ο προβληματισμός και ο άτυπος διάλογος που έχει αρχίσει για το αν θα συνεχίσουμε να προσευχόμεθα με τα πρωτότυπα κείμενα η τις μεταφράσεις τους στα νέα ελληνικά είναι φυσιολογικός θα πρέπει όμως να μελετηθεί το σημαντικό αυτό λειτουργικό θέμα με σύνεση για να μην οδηγηθούμε σε γρήγορες και επιπόλαιες αποφάσεις οι οποίες θα φέρουν την λειτουργική διάσπαση των πιστών και τον κίνδυνο να δημιουργήσουμε ένα νέο πρόβλημα όμοιο με το ημερολογιακό.  

Πηγή: http://amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2917

Τα όρια της Επιστήμης…

του Σπύρου Κάκου

I. Εισαγωγή – Σχετικά με την Επιστήμη

Η επιστήμη είναι για πολύ τώρα το εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους περισσότερους ανθρώπους προκειμένου να γίνει κατανοητός ο φυσικός κόσμος. Οι μεγάλες επιτυχίες επιστημών όπως η φυσική στην πρόβλεψη γεγονότων και η βοήθεια που έχουν δώσει στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων έχουν καθιερώσει τις “ακριβείς” επιστήμες ως απόλυτο εργαλείο για να ανακαλύψει κανείς την αλήθεια. Αυτό έχει οδηγήσει δυστυχώς σε μια μείωση της σπουδαιότητας που άλλοι επιστημονικοί τομείς της ανθρώπινης σκέψης έχουν – τομείς τόσο σημαντικοί όσο η φιλοσοφία, η ιστορία, η νομική, η γλωσσολογία, η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία. Τείνουμε να ξεχάσουμε ότι η νομική θεωρία ή η ιστοριογραφία μπορεί να είναι τόσο επιστημονική όσο και η κβαντική φυσική. Τείνουμε να ξεχάσουμε ότι η επιστήμη επιδιώκει την αλήθεια με έναν συστηματικό τρόπο και ότι οι τομείς της επιστήμης όπως η φυσική ή η χημεία είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι της. Η επιστήμη δεν είναι μόνο φυσική. Είναι επίσης η εξερεύνηση των ανθρώπινων υποθέσεων, η προσπάθεια να εξηγηθεί γιατί οι άνθρωποι αγωνίζονται ο ένας τον άλλον, η προσπάθεια να γίνει κατανοητό ποιο είναι το “κακό” και ποιο το “καλό”. Η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία και η νομική είναι και αυτοί τομείς της επιστήμης. Η επιστήμη δεν είναι μόνο τα πειραματικά δεδομένα. Πολλοί άνθρωποι συγχέουν την επιστήμη με τον “εμπειρισμό”, ένα φιλοσοφικό δόγμα το οποίο διακυρήσσει ότι όλη η έγκυρη γνώση μπορεί να βασιστεί στην ανθρώπινη εμπειρία και μόνο σε αυτή. Αυτοί οι άνθρωποι τείνουν να ξεχάσουν ότι ακόμη και οι κοσμολόγοι και οι φυσικοί ονειρεύονται παράλληλους κόσμους ή εναλλακτικά σύμπαντα, υποθέσεις που δεν μπορούν ποτέ να αποδειχθούν ή να βασιστούν σε κανένα πειραματικό δεδομένο…
Πριν αρχίσει κανείς να ασχολείται με την επιστήμη καλό είναι να διαβάσει λίγο κάποιο φιλοσοφικό λεξικό για να είναι βέβαιος ότι γνωρίζει τα διάφορα φιλοσοφικά δόγματα που οι επιστήμονες πολλές φορές χρησιμοποιούν. Προτείνω ανεπιφύλακτα το Dictionary of Philosophy, Dagobert D. Runes, 1942, New York σαν ένα αρχικό σημείο των αναζητήσεων σας σχετικά με το θέμα.
 
Είναι εξαιρετικά ατυχές το ότι οι προαναφερθείσες παρερμηνείες έχουν οδηγήσει τους ανθρώπους και τη σκέψη τους μακρυά τους…ανθρώπους! Ευτυχώς πολλοί σκεπτόμενοι λόγιοι και επιστήμονες της εποχής μας έχουν επισημάνει το πρόβλημα και επιμένουν στην “επιστημονική” σκέψη, και όχι στο στενόμυαλο παραλογισμό του “βασίζομαι σε πειραματικά δεδομένα και μόνο”… Η επιστήμη δεν είναι μόνο “ανάλυση πειραματικών αποτελεσμάτων” – μπορεί επίσης να είναι απλά “λογική σκέψη”.
 
Everywhere science is enriched by unscientific methods and unscientific results,
[…] the separation of science and non-science is not only artificial
but also detrimental to the advancement of knowledge.
If we want to understand nature, if we want to master our physical surroundings,
then we must use all ideas, all methods, and not just a small selection of them.
Paul K. Feyerabend, Against Method: Outline of an Anarchistic Theory of Knowledge (1975)
 

II. Σχετικά με τις ακριβείς επιστήμες: ένας ορισμός

Οι ακριβείς επιστήμες (πολλές φορές αποκαλούμενες και “θετικές επιστήμες”, με κύρια παραδείγματα τη φυσική, την κοσμολογία και τη χημεία) είναι βασισμένες στην παρατήρηση και την επαγωγή. Παρατηρείτε ένα φαινόμενο, κατόπιν παρατηρείτε ένα παρόμοιο, κατόπιν άλλο και ούτω καθεξής, έως ότου φθάνετε σε ένα συμπέρασμα για το πώς τέτοια φαινόμενα λειτουργούν. Κατόπιν διατυπώνετε ένα πρότυπο που προβλέπει τα παρόμοια φαινόμενα στο μέλλον. Εάν το πρότυπό σας λειτουργεί, λογικά η θεωρία σας γίνεται αποδεκτή από άλλους επιστήμονες (μέσω του το κακόφημου “peer-review” [εξέταση των δημοσιεύσεων σου από συναδέλφους για τη δημοσίευση τους], που μπορεί να οδηγήσει σε παράξενες εφαρμογές λογικρισίας για όχι ευρέως αποδεκτές ιδέες [1] – αλλά αυτό είναι εκτός του πεδίου αυτού του άρθρου). Μέχρι ένα φαινόμενο όχι μετά από το σύνολο κανόνων σας παρατηρείται…

Δεν υπάρχουν μόνο οι ακριβείς επιστήμες

Οι επιστήμες που γνωρίζουμε ως “θετικές επιστήμες” αποκαλούνται πιο σωστά ως “ακριβείς επιστήμες” (“exakten Wissenschaft” σύμφωνα με τον Max Planck). Δεν υπάρχει λόγος να αποκαλούμε κάποιες επιστήμες “θετικές”, γιατί έτσι υπονοούμε ότι κάποιες άλλες είναι “αρνητικές” (ή έστω μη-θετικές). Η πραγματική διαφορά της φυσικής και της αστρονομίας από την ανθρωπολογία είναι στη χρήση πειραματικών δεδομένων και όχι στη συστηματικότητα της σκέψης.
Εκτός από τις ακριβείς επιστήμες, υπάρχουν πολλοί άλλοι επιστημονικοί τομείς. Αυτοί οι άλλοι επιστημονικοί τομείς είναι βασισμένοι στη “λογική και δομημένη ανάλυση ενός θέματος” και περιλαμβάνουν τομείς όπως η ανθρωπολογία, η γλωσσολογία, η νομική, η ψυχολογία κ.λ.π. Ο πιο αρνητικός αντίκτυπος της κυριαρχίας των θετικών επιστημών στη σύγχρονη εποχή είναι η μεταβίβαση του ενδιαφέροντος μακριά από αυτούς τους άλλους εξίσου σημαντικούς τομείς. Ευτυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να πραγματοποιούν το λάθος σε αυτό και τα τελευταία έτη παρατηρείται μια ανανέωση του ενδιαφέροντος για αυτές τις πιο “ανθρώπινες” επιστήμες. 

Ορισμός της επιστήμης

Η επιστήμη είναι η συστηματική αναζήτηση της αλήθειας. Και σε αυτό το πλαίσιο η φυσική και η χημεία δεν είναι οι μόνοι τομείς της επιστήμης που υπάρχουν. Όπως προανέφερα, πολλοί άνθρωποι συγχέουν την επιστήμη με τον “εμπειρισμό” (δηλ. το δόγμα ότι όλη η γνώση είναι βασισμένη στην ανθρώπινη εμπειρία μόνο). Πρέπει να τονιστεί ότι ο εμπειρισμός είναι ένα φιλοσοφικό δόγμα και πολύ ξεπερασμένο μάλιστα. [2] Τα άρθρα μου έχουν το σκοπό για να ξεκαθαρίσουν τέτοιες παρεξηγήσεις.
Και είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει κανείς ότι οι περισσότερες από τις πλέον σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις έχουν γίνει μέσω εγγενώς παράλογων και μη-επιστημονικών (τουλάχιστον σύμφωνα με τον κοινό ορισμό του “επιστημονικός”) εκρήξεων έμπνευσης ορισμένων ιδιοφυών…
 
Given any rule, however ‘fundamental’ or ‘necessary’ for science,
there are always circumstances when it is advisable not only to ignore the rule,
but to adopt its opposite. For example, there are circumstances when
it is advisable to introduce, elaborate and defend ad hoc hypotheses,
or hypotheses which contradict well-established and generally accepted
experimental results, or hypotheses whose content is smaller
than the content of the existing and empirically adequate alternative,
or self-inconsistent hypotheses, and soon.  […]
It is clear, then, that the idea of a fixed method, or of a fixed theory of rationality,
rests on too naive a view of man and his social surroundings.
To those who look at the rich material provided by history,
and who are not intent on impoverishing it in order to please
their lower instincts, their craving for intellectual security
in the form of clarity, precision, ‘objectivity’, ‘truth’, it will become clear that
there is only one principle that can be defended under all circumstances
and in all stages of human development. It is the principle: anything goes.
Paul K. Feyerabend, Against Method: Outline of an Anarchistic Theory of Knowledge (1975)
 

III. Περιορισμοί των θετικών επιστημών

Οι ακριβείς επιστήμες όπως η φυσική έχουν πολλούς περιορισμούς οι οποίοι δεν λαμβάνονται συχνά υπόψη από τους οπαδούς τους (δηλ. από τους ανθρώπους που σκέφτονται ότι μόνο μετρώντας και όντας βασισμένοι σε πειραματικά δεδομένα μπορούμε να φτάσουμε στην αλήθεια).
Θα συζητήσω και θα αναλύσω τα βασικά σημεία αυτών των περιορισμών παρακάτω.
  

1. Αξιώματα των θετικών επιστημών γίνονται δόγματα…

Οι κύριοι περιορισμοί της επιστήμης είναι ένα αποτέλεσμα των πραγμάτων που η επιστήμη θεωρεί σαν δεδομένα – δηλ. των αξιωμάτων που χρησιμοποιεί ως βάση για περαιτέρω έρευνα. Όταν χρησιμοποιείτε ένα αξίωμα, ξεκινάτε σε σαθρό έδαφος. Και το γεγονός ότι δεν μπορείτε να αποδείξετε τα αξιώματα στα οποία βασίζετε τα πάντα, κατόπιν εγγυάται ότι ολόκληρη η θεωρία σας δεν μπορεί τελικά να αποδειχθεί.
Μερικά από τα (λάθος κατά τη γνώμη μου) αξιώματα που ένα κομμάτι του σύγχρονου τομέα της θετικής επιστήμης χρησιμοποιεί είναι (Σημείωση: με τον όρο “επιστήμη” σε αυτό το άρθρο αναφέρομαι γενικά στις θετικές επιστήμες μόνο – βλ. κεφάλαιο ΙΙ πιο πάνω σχετικά με αυτό):

1. Οι επιστήμες όπως η φυσική έχουν αποκλείσει το κάθε τι πνευματικό από τις εξίσώσεις που περιγράφουν τον κόσμο. Η φυσική αξιωματικά λέει ότι ο κόσμος αποτελείται από τίποτα περισσότερο από ηλεκτρόνια, πρωτόνια και άλλα μόρια που υπακούνε στους φυσικούς νόμους – αρνούμενη έτσι την ύπαρξη ακόμα και του ίδιου του ανθρώπου στη φύση. Για τη σύγχρονη φυσική ο άνθρωπος δεν υπάρχει! Είμαστε απλά αόρατοι παρατηρητές σε ένα άψυχο σύμπαν. Όμως δεν είναι έτσι. Και μια επιστήμη που δεν περιέχει τον άνθρωπο μέσα στις περιγραφές της είναι απ-άνθρωπη. Σε αυτό το πλαίσιο, κανένας επιστήμονας δεν μπορεί να βρεί “στοιχεία” για το Θεό ή ενδείξεις για την ύπαρξη οποιουδήποτε είδους “σκοπού” στην ύπαρξή μας αφού την ύπαρξη αυτή την έχει εξ’ αρχής απορρίψει! Αφού κανείς έχει δεχτεί αξιωματικά ότι ένα σύστημα αποτελείται από το Α, το Β και το Γ μόνο, πώς αναμένει να βρει το Δ οπουδήποτε; [2] Η επιστήμη της βιολογίας κάνει επίσης το ίδιο λάθος: χρησιμοποιεί ένα αξίωμα ως δόγμα χωρίς ποτέ να εξετάσει εάν είναι σωστό ή λανθασμένο. Η σύγχρονη βιολογία παίρνει για δεδομένο ότι οι άνθρωποι είναι ζώα και ότι οι κανόνες εξέλιξης ισχύουν για όλα τα ζώα, χωρίς αυτό να το έχει αποδείξει. Η σύγχρονη επιστήμη είναι βασισμένη στο δόγμα του υλισμού [3], επίσης γνωστό ως “physicalism” [4]. Εντούτοις πρέπει να θυμηθούμε ότι ο υλισμός είναι ένα δόγμα και όχι μια αποδεδειγμένη υπόθεση. [5]

2. Όλοι οι φυσικοί νόμοι είναι καθολικοί και ισχύουν για όλα. Αυτό είναι η βάση της επιστήμης και είναι κάτι που δεν έχει αποδειχθεί ποτέ. Είναι ένα ακόμα πράγμα που οι επιστήμονες απλά θεωρούν ότι ισχύει. [6] Αυτό το αξίωμα προκαλεί επίσης προβλήματα στην εξήγηση της βάσης της ανθρώπινης φύσης μας: την “ελεύθερη βούληση”. Εάν πρόκειται να δεχτούμε την ύπαρξη καθολικών φυσικών νόμων έπεται ότι κανενός είδους ελεύθερη θέληση δεν μπορεί να υπάρξει. Αλλά οι περισσότεροι από μας σκέφτονται και αισθάνονται διαφορετικά, ήτοι ότι έχουμε ελεύθερη βούληση. Οι περισσότεροι μας αισθανόμαστε ότι εμείς “αποφασίζουμε”. Η επιστήμη απλά δεν μπορεί να το εξηγήσει αυτό. Τι κάνουμε; Το ξεπερνάμε ξεχνώντας το; Θεωρούμε ότι δεν έχουμε ελεύθερη βούληση αν και όλο μας το είναι φωνάζει το αντίθετο; Το μόνο βέβαιο είναι ότι η όλη δομή της φυσικής σήμερα είναι εγγενώς αντίθετη με την έννοια της ελεύθερης βούλησης. Και ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα είναι λίγο δύσκολο να το αγνοήσουμε. Όσο το αγνοούμε τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος να εμφανιστεί κάποια στιγμή όταν θα είναι αργά…Ήδη οι προσπάθειες της επιστήμης να αναλύσουν την ανθρώπινη συνείδηση αρχίζουν να συναντούν τοίχο. Πολλοί λένε ότι είναι κάτι το προσωρινό. Μήπως όμως δεν είναι; Μήπως η σύγχρονη φυσική, ακριβώς επειδή είναι δομημένη πάνω στην έννοια των “φυσικών  νόμων”, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να δει αυτό που όλοι μας βλέπουμε;
3. Όλα τα πράγματα είναι μετρήσιμα. Αυτό είναι βασισμένο σε μια ιδιαίτερα υλιστική άποψη του κόσμου και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα (ό,τι και να σημαίνει αυτή η λέξη…). Πράγματα όπως το ήθος, οι συγκινήσεις, η αισθητική και η αγάπη δεν μπορούν να μετρηθούν – και αυτά είναι τα πολύ σημαντικά για την ανθρώπινη ζωή. Τομείς επιστήμης όπως η φυσική, τα μαθηματικά και η χημεία δεν μπορούν απλά να εξετάσουν αυτά τα πράγματα. Και τα πράγματα αυτά είναι που μας κάνουν ανθρώπους. Αν οι θετικές επιστήμες δεν μπορούν να αγγίξουν καν τα θέματα που μας αγγίζουν, τότε γιατί τις θεωρούμε πανάκεια;
4. Μπορούμε να ξέρουμε όλα. Πολλοί επιστήμονες λανθασμένα θεωρούν ότι οι άνθρωποι κάποτε θα καταφέρουν να τα ξέρουν όλα, ότι δεν υπάρχει κανένα τέτοιο πράγμα όπως “απροσπέλαστη από την ανθρώπινη ευφυΐα” περιοχή. Εντούτοις ο Godel τους έχει αποδείξει ότι κάνουν λάθος: απέδειξε ότι υπάρχουν αλήθειες που δεν μπορούν να αποδειχθούν ποτέ και από κανέναν. Ξεχνάμε τον Godel σκόπιμα; Ή μπροστά στην πόρωση μας να εμφανίσουμε τις θετικές επιστήμες σαν το μόνο δρόμο προς τη γνώση, επιλέγουμε να αγνοήσουμε τις (επιστημονικές και δη μαθηματικές) φωνές που λένε το αντίθετο;
5. Η λογική μας λειτουργεί σωστά. Αυτό μπορεί να ηχήσει περίεργο, αλλά ήταν ένα από τα κύρια αξιώματα που χρησιμοποιήθηκαν για να διαμορφώσουν τα θεμέλια της επιστήμης. Η λογική μας πρέπει να λειτουργεί “σωστά” εάν πρόκειται να την εμπιστευθούμε. Ποιος καθορίζει το “σωστά”; [6]  Το επιχείρημα “αυτό είναι παράλογο” ή “δεν καταλαβαίνεις τι λέω γιατί δεν σκέφτεσαι λογικά” έχει πολλές φορές χρησιμοποιηθεί στην ιστορία για να λογοκρίνει ανεπιθύμητες από το επιστημονικό κατεστημένο θεωρίες… Όπως έλεγε και ο Feyerabend, από τη στιγμή που μιλάς σε κάποιον με τον όρο “να είναι λογικός για να καταλάβει τα όσα του λες”, αποδυναμώνεις το επιχειρημά σου πριν καν καλά καλά ξεκινήσεις να το λες. Είναι σαν να ζητάμε από τον συνομιλητή μας να είναι προετοιμασμένος να σκεφτεί με τον ίδιο τρόπο που εμείς σκεφτόμαστε (δηλαδή “λογικά”) για να συμφωνήσει με τα όσα του λέμε. Όποιος δεν συμφωνεί είναι…παράλογος. Το “λογικό” συνήθως είναι η κατεστημένη σκέψη της εκάστοτε εποχής και αν κάποιος πιστέυει κάτι μόνο αν είναι “λογικό” τότε είναι σκλάβος των αξιωμάτων της εποχής του και δεν μπορεί να κάνει κάτι για αυτό. Όλες οι μεγαλοφυϊες σκεφτόντουσαν με τρόπο που για την εποχή τους ήταν “παράλογος”… [15]

6. Όλα μπορούν να επαναληφθούν σε ένα πείραμα. Επειδή η επιστήμη χρειάζεται τα πειράματα για να αποδείξει ή να ανασκευάσει τις θεωρίες, δεν μπορεί να εξετάσει γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μία μόνο φορά (ό,τι συμβαίνει μόνο μιά φορά δεν μπορεί να αναπαραχθεί). Αυτό είναι ένα απλό αλλά μάλλον σημαντικό αξίωμα: πιστεύουμε ότι όλα τα φαινόμενα μπορούν να μελετηθούν από το πείραμα ή την παρατήρηση. Τι συμβαίνει όμως με τα γεγονότα που συμβαίνουν μόνο μιά φορά στο σύμπαν; Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι η δημιουργία του κόσμου. Εάν συνέβη μόνο μιά φορά, πώς μπορούμε να το αναπαραγάγουμε; Η επαναληψιμότητα και η αναπαραγωγιμότητα των πειραματικών αποτελεσμάτων είναι η λύδια λίθος της σύγχρονης φυσικής. Αν δεν μπορούμε να το έχουμε αυτό σημαίνει ότι δεν είμαστε “επιστήμονες” ή ότι το φαινόμενο που έλαβε χώρα δεν έγινε στην πραγματικότητα; Και εδώ αξίζει να πούμε πως οι μεγαλύτερες επιστημονικές ανακαλύψεις έγιναν σε πείσμα των πειραματικών δεδομένων της εποχής τους! Ο de Broigle έβγαλε τη θεωρία για τη διττή φύση των σωματιδίων παρά το ότι δεν υπήρχε τότε πειραματική απόδειξη σχετικά με αυτήν. Ο Everett έχει βγάλει τη θεωρία του περί πολλαπλών κόσμων και έχει πείσει με αυτή τους περισσότερους επιστήμονες παρά το ότι η θεωρία αυτή δεν μπορεί ποτέ να επιβεβαιωθεί πειραματικά! Ο μεγάλος  Einstein έβγαλε τη θεωρία της σχετικότητας βασισμένος σε κάποιες σκέψεις και όχι βασισμένος σε πειράματα! Μάλιστα όταν ο D.C. Miller δημοσίευσε την πειραματικού χαρακτήρα κριτική του στη θεωρία της σχετικότητας [13] ο Αϊνστάιν δήλωσε ότι “δεν τα πήρα [τα πειραματικά αποτελέσματα του] ούτε για μια στιγμή στα σοβαρά”. [11] Ερωτώμενος από που αντλούσε την πεποίθηση του, ο Αϊνστάιν αναφέρθηκε στη διαίσθηση και στην “αίσθηση του πράγματος” (die Vernunft der Sache). [12] [14]
Μάλιστα ακόμα και ο ίδιος ο Descartes (στον οποίο εν πολλοίς οφείλεται η ΠΙΣΤΗ ότι ο κόσμος μπορεί να ερμηνευτεί μηχανικά) στο μεγάλο του έργο Διοπτρική, εξήγαγε το νόμο της διάθλασης με τη χρήση μαθηματικών και μόνο και ΟΧΙ πειραμάτων!!! [17]

7. Η αρχή της Μετριότητας [Mediocrity principle] και η αρχή του Κοπέρνικου [Copernican principle] (αρχή = μη-αποδεδειγμένο δόγμα): Στην κοσμολογία, η αρχή του Κοπέρνικου δηλώνει ότι η γη δεν είναι σε κεντρική, ειδικά ευνοημένη θέση. Πιό πρόσφατα, η αρχή γενικεύτηκε στην απλή δήλωση ότι οι άνθρωποι δεν είναι προνομιούχοι παρατηρητές στο σύμπαν. Αυτό είναι κατά μία έννοια ισοδύναμο με την αρχή της Μετριότητας, με σημαντικές επιπτώσεις στη φιλοσοφία της επιστήμης. Η αρχή της Μετριότητας είναι η έννοια στη φιλοσοφία της επιστήμης σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερο σαν όντα. Αυτές οι δύο αρχές, συνδυαζόμενες, αποτελούν τη βάση της τρέχουσας κοσμολογίας μας. [7] [8] Ακόμα κι αν η θεωρία της σχετικότητας δηλώνει ότι μπορούμε να επιλέξουμε ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ σημείο της αναφοράς για τη βάση των υπολογισμών στον κόσμο (που σημαίνει ότι μπορούμε εύκολα να βάλουμε τη γη στο κέντρο όλων και να διαμορφώσουμε τους φυσικούς νόμους με αυτόν ως σημείο αναφοράς), ακόμα κι αν ο κόσμος φαίνεται ο ίδιος σε οποιαδήποτε κατεύθυνση μπορούμε να κοιτάξουμε και όλοι οι γαλαξίες φαίνονται να φεύγουν μακρυά από μας (σαν να…είμαστε στο κέντρο του κόσμου όπως ο ίδιος ο Hubble αναγνώρισε, αλλά στη συνέχεια αρνήθηκε απλά και μόνο επειδή αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με τις δύο παραπάνω “αρχές”! [9][10]) μερικοί άνθρωποι διατηρούν ακόμα την “πίστη” τους (δόγμα;) ότι οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα παραπάνω από κόκκοι σκόνης στον κόσμο. Δεν λέω ότι ξέρω με βεβαιότητα τι είμαστε ή δεν είμαστε τελικά. Αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω με κάποιο που το παίρνει αυτό για δεδομένο. Δεν μπορώ να συζητήσω με δογματικούς ανθρώπους… [διαβάστε το σχετικό άρθρο Earth is at the Center of the Universe? για περισσότερα]
8. Όλη η επιστήμη βασίζεται στο δόγμα ότι μία λογική πρόταση είναι είτε αληθής είτε ψευδής. Όμως “πρέπει” να είναι έτσι πάντα; Η πρόταση “αυτή η πρόταση είναι ψευδής” είναι τελικά ψευδής ή αληθής; Αν είναι αληθής, τότε είναι ψευδής. Αν είναι ψευδής, τότε είναι αληθής. Ίσως τελικά λοιπόν να ισχύει ο Διαληθισμός και μία λογική πρόταση να μπορεί να είναι ταυτόχρονα και αληθής και ψευδής. Τόσο απλά. [16]
 
 

Ο Hubble άφησε πολλές από τις φιλοσοφικές απόψεις του
να οδηγήσουν τα κοσμολογικά συμπεράσματα του…
(βλ. Earth is at the Center of the Universe? για περισσότερα)
 
Τα προαναφερθέντα αξιώματα είναι η βάση για τους περιορισμούς της επιστήμης. Εντούτοις μπορεί κάποιος να πει ότι αυτό δεν είναι πρόβλημα – ότι κάθε θεωρία πρέπει να αρχίσει από κάπου. Δεν μπορώ να συμφωνήσω περισσότερο. Η αντίρρησή μου δεν είναι στη χρήση των αξιωμάτων αυτών, αλλά στο ότι έχουμε (ίσως σκόπιμα;) εντελώς ξεχάσει ότι χρησιμοποιούμε αυτά τα αξιώματα. Όταν πιστεύουμε ότι η επιστήμη μας είναι βασισμένη σε “αληθινά” επιχειρήματα, έχουμε στην ουσία ξεχάσει τη βάση της επιστήμης μας. Όταν ξεχνάμε ότι χρησιμοποιούμε αυτά τα αξιώματα (και ότι εάν χρησιμοποιήσουμε άλλα αξιώματα θα συναγάγουμε τελείως διαφορετικά συμπεράσματα), αυτά τα αξιώματα μετατρέπονται σε δόγματα. Και ο δογματισμός, σε οποιαδήποτε μορφή, δεν είναι καλό πράγμα…
 
 
The true mystery of the world is the visible, not the invisible.
Oscar Wilde
  

2. Βασικοί περιορισμοί των επιστημονικών εργαλείων

Άλλοι περιορισμοί της επιστήμης προέρχονται από τα εργαλεία που χρησιμοποιεί. Μερικοί από αυτούς τους περιορισμούς καταγράφονται και συζητούνται παρακάτω.
 
1. Το εργαλείο της επαγωγής είναι ένα βασικό πρόβλημα για την επιστήμη. Έστω ότι εσείς παρατηρείτε έναν βάτραχο και βλέπετε το πράσινο χρώμα του. Κατόπιν βλέπετε έναν άλλο βάτραχος και ο οποίος είναι πράσινος επίσης. Κατόπιν άλλος, και άλλος – έως ότου πείθεστε ότι όλοι οι βάτραχοι είναι πράσινοι. Κατόπιν γράφετε μια θεωρία για τους βατράχους. Όλα φαίνονται αρκετά καλά μέχρι αυτό το σημείο, αρκετά “αλήθινά” , αρκετά “επιστημονικά”. Έως ότου παρατηρείτε έναν μαύρο βάτραχο… [3]
 
2. Οι αισθήσεις μας είναι περιοσισμένες Και η επιστήμη είναι βασισμένη στις αισθήσεις μας. Οι περιορισμοί τους μπορούν να θέσουν τους σημαντικούς περιορισμούς στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, τους οποίους μάλιστα πιθανόν δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε [1]. Δεδομένου ότι δεν ξέρουμε εάν οι αισθήσεις μας λειτουργούν “σωστά” (κυρίως επειδή δεν έχουμε μια συγκριτική μέτρηση επιδόσεων ως προς αυτό που είναι το “σωστό” για τον τρόπο με τον οποίο οι αισθήσεις μας δέχονται τα σήματα από τον κόσμο), δεν ξέρουμε ποτέ πόσο “κοντά” είμαστε στην “πραγματικότητα”.
 
3. Ένα από τα κύρια προβλήματα της επιστήμης είναι ότι δεν έχουμε μια ένδειξη για το με τι μοιάζει αυτό που αποκαλούμε “πραγματικότητα”, έτσι ώστε μπορούμε να καταλάβουμε πόσο κοντά είμαστε στην τελευταία όσον αφορά τις επιστημονικές θεωρίες μας. Χωρίς να ξέρεις που είναι ο στόχος είναι δύσκολο να ξέρεις αν πηγαίνει καλά προς αυτόν [1]. Τα μοντέλα της επιστήμης δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Τα μήλα πέφτουν επειδή πέφτουν και όχι επειδή ισχύει η θεωρία της βαρύτητας. Και να αλλάξει η θεωρία της βαρύτητας (κάτι που γίνεται συνέχεια με τις επιστημονικές θεωρίες), τα μήλα θα συνεχίσουν να πέφτουν στη Γη! Το γεγονός ότι η πραγματικότητα συνεχίζεται να “λειτουργεί” δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το αν τα πρότυπά μας λειτουργούν ή όχι. Το ότι λειτουργούν δεν τα κάνει πιο “αληθινά”. Όπως έλεγε και ο Καστοριάδης, στο σημείο όπου η επιστήμη προσπαθεί να κινηθεί από την παρατήρηση προς τα γενικά θεωρητικά μοντέλα, εισέρχεται στη σφαίρα της αβεβαιότητας…
 
4. Η επιστήμη χρησιμοποιεί τη λογική ως εργαλείο για να φθάσει στα συμπεράσματα. Εντούτοις ούτε ο Αριστοτέλης, ο ιδρυτής της λογικής, δεν ήξερε ποια θα μπορούσε να είναι η χρησιμότητα της λογικής: ίσως σαν εργαλείο για να φθάσει κανείς στην αλήθεια ή ως μόνο ένα εργαλείο για να αναλύσει κανείς τη γλώσσα και τη δομή της; Πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι, όπως ο Wittgenstein, σκέφτονται ότι η ανθρώπινη γλώσσα έχει πολλούς περιορισμούς και ότι λόγω αυτών των περιορισμών, κάποιος πρέπει να είναι προσεκτικός ώστε να μιλάει μόνο για τα πράγματα για τα οποία μπορεί να μιλήσει. Η πίστη σε ολόκληρη τη δομή της επιστήμης είναι βασισμένη στην πίστη ότι η λογική “λειτουργεί”. Εάν το τελευταίο καταρρεύσει, όλη η επιστήμη μένει χωρίς οποιαδήποτε θεμελίωση. Ένας από τους μέγιστους μαθηματικούς όλων των εποχών, ο Russel, απέδειξε ότι η λογική έχει μεγάλους περιορισμούς. Ο μεγαλύτερος δάσκαλος της λογικής μετά από τον Αριστοτέλη, ο Godel, απέδειξε ότι η επιστήμη δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι μπορεί να αποδείξει τα πράγματα! Ακόμη και η λογική απαιτεί πίστη για να στηριχθεί τελικά…
 

3. Τα μαθηματικά δεν μπορούν να προφέρουν τους αριθμούς

Από την αρχή των ανθρώπινων επιστημών, τα μαθηματικά θεωρούνταν ο πλέον καθαρός, ασφαλής, καλά τεκμηριωμένος και καλύτερα θεμελιωμένος τομέας της γνώσης. Λόγω της φύσης τους, τα μαθηματικά ήταν ο πρώτος τομέας όπου έγινε μια προσπάθεια να τεθούν τα θεμέλια μιας πλήρως θεμελιωμένης θεωρίας – η οποία και απέτυχε (δείτε το πρόγραμμα Hilbert, τα παράδοξα του Russel και το θεώρημα της μη-πληρότητας του Godel). Εντούτοις τα μαθηματικά έχουν προβλήματα ακόμη και σε περισσότερο βασικά πράγματα. Προσπαθήστε να ζητήσετε από έναν μαθηματικό να γράψει σε ένα χαρτί τον αριθμό π. Θα αρχίσει τα πρώτα ψηφία 3.14159… και θα σταματήσει έπειτα. Θα του ρωτήσετε “γιατί σταματήσατε;” και θα απαντήσει “Σταμάτησα επειδή το π έχει άπειρα ψηφία και δεν τα ξέρουμε όλα. Επίσης έχουμε αποδείξει ότι ο άπειρος αριθμός ψηφίων του δεν ακολουθεί οποιοδήποτε επαναληπτικό μοτίβο. Έτσι δεν μπορούμε να τα γράψουμε όλα”. Αλλά δεν ικανοποιείστε… Θέλετε να μάθετε τι είναι το “π”.
 
 
Το εντυπωσιακό πράγμα με την παραπάνω ιστορία, είναι ότι δεν θα πάρετε ποτέ μια απάντηση και ότι οι μαθηματικοί αισθάνονται άνετοι με αυτό! Τα μαθηματικά έχουν ονομάσει μερικούς αριθμούς ως “άρρητους”, που σημαίνει ότι δεν μπορούν να εκφραστούν γραπτά δεδομένου του ότι έχουν άπειρα ψηφία που δεν θα ακολουθήσουν ποτέ ένα μοτίβο. Ένας από αυτούς τους αριθμούς είναι το π. Η τετραγωνική ρίζα 2 είναι ένα άλλο παράδειγμα άρρητου αριθμού. Είναι η εξήγηση αυτή αρκετή για την ανθρώπινη σκέψη; Όχι. Όταν η φιλοδοξία των μαθηματικών είναι να αποτελέσουν τον ακριβέστερο και καλύτερα θεμελιωμένο επιστημονικό τομέα, το να ζητήσει κανείς από έναν μαθηματικό να γράψει στο χαρτί έναν αριθμό ακούγεται γελοίο. Αλλά αυτό είναι ακριβώς αυτό που δεν μπορεί να κάνει! Λένε ότι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι από τα 1 δισεκατομμύριο ψηφία που έχουμε υπολογίσει για το π, αλλά μπορούμε εμείς να είμαστε ευτυχείς όταν η “ακριβής” επιστήμη δεν μπορεί να μετρήσει;!; Το παραπάνω είναι κάτι περισσότερο από ένα καλό κόλπο για να παίξει κανείς. Το παραπάνω παρουσιάζει την έμφυτη ανικανότητα των μαθηματικών να χρησιμοποιήσουν την ίδια τους τη γλώσσα ώστε να μιλήσουν! Και εάν αρχίσουμε με αυτό, ο οποίος ξέρει τι άλλους περιορισμούς έχουμε αγνοήσει;

IV. Αποτυχίες των θετικών επιστημών

Επιστήμες όπως η φυσική, η βιολογία και η χημεία έχουν αποτύχει να δώσουν εξηγήσεις για πολλά πράγματα που βιώνουμε στην καθημερινότητα μας. Μερικά από αυτά περιλαμβάνουν:
 
1. Δεν υπάρχει καμία επιστημονική θεωρία που να απαιτεί “αιτιότητα” (δηλ. το ότι όλα αυτά που συμβαίνουν έχουν μια προγενέστερη αιτία). Όσον αφορά στους επιστήμονες, θα μπορούσαν να συμβούν γεγονότα και η αιτία τους να υπήρχε πριν από αυτά.
 
2. Δεν υπάρχει καμία επιστημονική θεωρία που να απαιτεί “ροή του χρόνου προς τα εμπρός” όπως εμείς την αισθανόμαστε. Όσον αφορά στους επιστήμονες, το “βέλος του χρόνου” μπορεί να τρέχει και προς τα πίσω χωρίς κανένα πρόβλημα για τις θεωρίες τους. Μερικοί επιστήμονες σήμερα έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν ότι μερικές επιστημονικές θεωρίες (όπως η θερμοδυναμική) πραγματικά απαιτούν το βέλος του χρόνου να πηγαίνει προς τα εμπρός, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία.
 
3. Καμία επιστημονική θεωρία δεν εξηγεί την ανθρώπινη καλοσύνη, την ανθρώπινη αυταπάρνηση. Η θεωρία της εξέλιξης – ανεξάρτητα από το πόσο η θεωρία αυτή εξηγεί πολλά πράγματα για την εξέλιξη των ειδών – δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί μπορεί κανείς να διακινδυνεψει τη ζωή του για να σώσει έναν τελείως άγνωστο [βλ. το Evolution and Intelligent Design – The way to an agreement για περισσότερα σε αυτό].
 
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν εξετάζω εδώ εάν η επιστήμη είναι σωστή ή όχι στα παραπάνω σημεία. Παραδείγματος χάριν και όσον αφορά στο σημείο 2 παραπάνω, ο χρόνος θα μπορούσε να είναι μια από τις πιο επίμονες παραισθήσεις μας και η επιστήμη θα μπορούσε να είναι σωστή στο ότι δεν βρίσκει στοιχείων για να υποστηριχθεί το “πέρασμα του χρόνου” (βλ. και τα όσα αναφέρει ο Godel σχετικά με τον άχρονο κόσμο). Αυτό δεν επηρεάζει το επιχείρημά μου. Αυτό που είναι σημαντικό εδώ είναι η έμφυτη ανικανότητα της επιστήμης να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση στις ερωτήσεις, μια ανικανότητα πολύ εμφανής για να αγνοηθεί.
  

V. Επιτυχίες των θετικών επιστημών

Παρά τα παραπάνω, οι θετικές επιστήμες είναι πράγματι πολύ καλά εργαλεία που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε αρκετά πράγματα για το φυσικό κόσμο. Οι επιστήμονες σήμερα έχουν δημιουργήσει πραγματικά καλά πρότυπα της φύσης που μας περιβάλλει, μοντέλα τα οποία κάνουν προβλέψεις και μπορούν να μας βοηθήσουν να ζήσουμε καλύτερες ζωές ή να εργαστούμε πιο παραγωγικά. Είναι καλό να είμαστε ειλικρινείς και να το αναγνωρίσουμε αυτό. Απλά οι άνθρωποι πρέπει να μην βλέπουν μόνο το ένα δέντρο αλλά όλο το δάσος. Και τα άλλα δέντρα είναι εξίσου (αν όχι περισσότερο) ωραία…
 

VI. Συμπεράσματα

Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις θετικές επιστήμες προσεκτικά και να έχουμε πάντα στο μυαλό μας τους περιορισμούς τους. Οι άνθρωποι είναι κάτι περισσότερο από ηλεκτρόνια και πρωτόνια και αυτό απαιτεί την ταυτόχρονη χρήση άλλων τρόπων σκέψης – όχι μόνο την παρατήρηση και την επαγωγή. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι που βοηθούν στην έρευνα για την αλήθεια. Η πίστη σε ένα πράγμα μπορεί μόνο να είναι πραγματικά επικίνδυνη. Θεωρώντας ότι υπάρχει μόνο ο “επιστημονικός” τρόπος σκέψης μπορεί να αποβάλει το πνεύμα, την ηθική, την αυταπάρνηση, ακόμα και τον ίδιο τον άνθρωπο από τον κόσμο. Πολλές ανθρώπινες αξίες δεν είναι κατανοητές από την επιστήμη. Περισσότερη φιλοσοφία και λιγότερος “επιστημονισμός” θα αποδεικνυόταν πολύ χρήσιμος στη σημερινή κοινωνία…
 

VII. Βιβλιογραφία

1. “The meaning and limits of exact science” (Sinn und Grenzen der exakten Wissenschaft), Max Planck.
2. “Nature and the Greeks”, Erwin Schroedinger.
3. “Philosophy – A graphic guide to the history of thinking”, Dave Robinson and Judy Groves.
4. ‘Tractatus Logico-Philosophicus’, Lugwig Wittgenstein.

References

  1. ‘Dissent Over Descent’, Steve Fuller.
  2. http://www.ditext.com/runes/index.html
  3. http://plato.stanford.edu/entries/materialism-eliminative/
  4. http://plato.stanford.edu/entries/physicalism/
  5. http://www.discovery.org/a/317
  6. http://www.st-edmunds.cam.ac.uk/faraday/resources/Faraday%20Papers/Faraday%20Paper%202%20Trigg_EN.pdf
  7. http://en.wikipedia.org/wiki/Mediocrity_principle
  8. http://en.wikipedia.org/wiki/Copernican_principle
  9. http://sthweb.bu.edu/archives/index.php?option=com_awiki&view=mediawiki&article=User:Delta_x
  10. Quotes of dogma from “The Observational Approach to Cosmology”: (1) http://nedwww.ipac.caltech.edu/level5/Sept04/Hubble/Hubble3_2.html, (2) http://nedwww.ipac.caltech.edu/level5/Sept04/Hubble/Hubble3_4.html, (3) http://nedwww.ipac.caltech.edu/level5/Sept04/Hubble/Hubble3_6.html
    http://nedwww.ipac.caltech.edu/level5/Sept04/Hubble/Hubble3_2.html
  11. Επιστήμη ή Θεός;, John Polkinghorne, Εκδόσεις Τραυλός, Αθήνα, 1996, σελ. 138.
  12. Αποχαιρετισμός στον Λόγο, Paul K. Feyerabend, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2002, σελ. 261.
  13. http://www.orgonelab.org/miller.htm
  14. Γράμμα στον Besso, παρατιθέμενο από τον Carl Seelig, Albert Einstein, Ζυρίχη, 1954, σελ. 195.
  15. Σπύρος Κάκος [Spiros Kakos], Harmonia Philosophica, Αθήνα, 2010.
    http://knol.google.com/k/harmonia-philosophica#
  16. http://en.wikipedia.org/wiki/Dialetheism
  17. Μεγάλες έριδες στα μαθηματικά, Hal Hellman, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2010.

Πηγή: http://knol.google.com/k/%CF%84%CE%B1-%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE%CE%BC%CE%B7%CF%82#

Επιστημονική θρησκεία ή Θρησκευτική επιστήμη;

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση