Ο Θεολόγος καθηγητής ανάμεσα σε «μυλόπετρες» προκαταλήψεων

Αναδημοσίευση από: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=53

Ο Θεολόγος καθηγητής ανάμεσα σε «μυλόπετρες» προκαταλήψεων


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΤΑΘΑΚΙΟΥ

(Θεολόγου καθηγητή)


Φαίνεται να είναι απλή η λύση του ζητήματος του μαθήματος των Θρησκευτικών για μια σεβαστή πλέον μερίδα «δημοσιολογούντων» και «δημοσιογραφούντων» σε χώρους, μέ­σα και έντυπα, που α­σκούν σημαντική επιρροή στην κοινή γνώμη: άμεσος και απόλυτος χωρι­σμός Εκκλησίας και Κράτους, αρχή που για πάρα πολλές από αυτές τις δηλώσεις, έχει ως συνέπεια την έξωση ή την περαιτέρω υποβάθμιση (ως «Ηθική», ή ως επιλεγόμενο μάθημα) του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Εκπαίδευση, αφού μετά το χωρισμό δεν θα είναι δυνατό η Πολιτεία να θέτει ως σκοπό της Δημόσιας Εκπαίδευσης και τη χριστιανική διαπαιδαγώγηση, πράγμα που ισχύει, τύποις τουλάχιστον, ακόμα και σήμερα.

Ό,τι και να πιστεύει κανείς για τα παραπάνω, η πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική κοινωνία βάζει πλέον ως ζήτημα προς διευθέτηση στο άμεσο μέλλον τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους και, όπως και να γίνει, ο χώρος δράσης του επιστήμονα και παιδαγωγού θεολόγου στην Εκπαίδευση κάθε βαθμίδας και στην κοινωνία θα επηρεαστεί από μια τέτοια εξέλιξη.

Αυτό το τελευταίο βέβαια, θα έρθει να προστεθεί ως «κερασάκι στην τούρτα» σε μια δύσκολη κατάσταση που βιώνει ο θεολόγος. Δρα ανάμεσα σε εκατέρωθεν διαμορφωμένα στερεότυπα, που τον αλέθουν σαν «μυλόπετρες».

Απαξίωση των θεολόγων

 Από τη μία είναι η, όλο και πιο φωναχτή τελευταία, δυσκολία του κοινωνικού συνόλου να τον δεχτεί ως επιστήμονα. Όσοι από τους αποφοίτους των Θεολογικών Σχολών προσπάθησαν να ανοιχτούν σε διεπιστημονικά πεδία, συνήθως συνάντησαν την καχυποψία των περισσοτέρων μελών της επιστημονικής κοινότητας για το περιεχόμενο των σπουδών τους. Και αυτό, γιατί υπάρχει ένα ευρύτερα διαδεδομένο στερεότυπο: «Τώρα ήρθε και ο θεολόγος, για να μας κάνει κατήχηση», λένε συχνά αρκετοί επιστήμονες, όμορων μάλιστα χώρων, άνθρωποι δηλαδή που υπηρετούν άλλες ανθρωπιστικές ή πολιτιστικές επιστήμες (και η «κατήχηση», όχι άδικα, στην αντίληψη πολλών ταυτίζεται με την προπαγάνδα). Το στερεότυπο αυτό δεν είναι άσχετο με τη στάση των περισσοτέρων θεολόγων στο πρόσφατο παρελθόν. Μια στάση που και σήμερα συναντάται, παρ’ ότι είναι πλέον μειοψηφική.

Από την άλλη βέβαια, η θεσμική Εκκλησία, όχι λίγες φορές, βλέπει με καχυποψία αυτόν το «θεολόγο του κομπιούτερ» ως ένα θεολόγο που βγήκε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που βγαίνουν και οι άλλοι ειδικοί και δεν τον ελέγχει. Και αυτό δυστυχώς το στερεότυπο έχει περάσει σε πολλούς από τους πολίτες που ακολουθούν ενεργότερα στο ιδεολογικό πεδίο (δυστυχώς υπάρχει και αυτή η πραγματικότητα) τη θεσμική Εκκλησία.

Χώρος έρευνας και παιδείας


Ο άνθρωπος αυτός μοιάζει σαν ένα παιδί που διαλύθηκε η οικογένειά του και κανένας από τους δύο γονείς δεν θέλει να το πάρει.

Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση κάθε ένας και κάθε μία που έτυχε να σπουδάσουν Θεολογία και αναγνωρίζουν κάποιο ρόλο για τον εαυτό τους είναι αδύνατο να καθεύδουν. Είναι ανάγκη, επιτέλους, να διακηρυχθεί συλλογικά από τους κάθε βαθμίδας πτυχιούχους θεολόγους η ταυτότητά τους, ως ένας καθαρά χώρος έρευνας, επιστήμης, παιδείας γενικότερα «από την κοινωνία για την κοινωνία» και η πλήρης χειραφέτηση της θεολογικής επιστήμης από την εξουσία των εκκλησιαστικών θεσμών. Αυτή η θέση, βέβαια, δεν εμποδίζει όποιον θεολόγο θέλει να έχει πνευματική και αδελφική σχέση με το εκκλησιαστικό σώμα. Άλλο τέτοιας ποιότητας σχέση και άλλο η εξουσία.

Σε σχέση με το τελευταίο αξίζει να αναφέρω ότι αρκετοί αξιολογότατοι συνάδελφοι, ανάμεσά τους και ο π. Φιλόθεος Φάρος σε άρθρο του στη «Σύναξη», τοποθετούνται κριτικά απέναντι στην ανάγκη των θεολόγων να κατοχυρώσουν προς όλες τις πλευρές την επιστημοσύνη τους. Είναι απόλυτα δίκαιη αυτή η κριτική για όσους θέλουν να κατοχυρώσουν μια δήθεν «καθαρή επιστήμη», μια αντικειμενική επιστήμη «από καθέδρας». Ασφαλώς, το αν κάποιος είναι Ορθόδοξος Χριστιανός ή όχι μπορεί να τον επηρεάσει και να έχει μια ιδιαίτερη ματιά. Όπως μπορεί να επηρεάσει το αν είναι αριστερός ή δεξιός, το αν είναι διεθνιστής ή εθνικιστής και τόσα άλλα. Υπάρχουν άλλωστε μαρξι­στές και φιλελεύθεροι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι, χωρίς κανένας ποτέ να αμφισβητήσει την επιστημοσύνη τους. Άλλο όμως είναι αυτό και άλλο να θέλουμε να κατοχυρώσουμε ένα πεδίο πολιτισμικής πραγματικότητας, που ενδιαφέρει ευρύτερα την κοινωνία στην ομολογία και όχι σε κάποιες μίνιμουμ μεθοδολογικές αρχές, που μπορεί να γίνουν σεβαστές από όλους. Τελικά, μια τέτοια κατάσταση διαφυλάσσει ακόμη και την ίδια την Εκκλησία, γιατί δεν υπάρχει ο κίνδυνος οι ερμηνείες των δικών μας μετριοτήτων να τοποθετούνται στη θέση του Λόγου του Θεού. Αυτός, μόνο εν Συνόδω διατυπώνει για κρίσιμα για τη «σωτηρία του σύμπαντος κόσμου» ερωτήματα και με τέτοια γλώσσα, έτσι ώστε η Αλήθεια να μην ταυτίζεται με τη διατύπωσή της.

 Η παραφιλολογία για το «θύραθεν»

 
Θέλω να πιστεύω ότι η παρέμβασή μου αυτή θα διευκολύνει έναν διάλογο, για να ξεπεραστούν κάποιες από τις αναστολές. Απευθύνομαι λοιπόν, κυρίως στους ανθρώπους που έχουν την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας και εξηγούμαι:

Όποιος τα προτείνει αυτά δεν είναι «σώνει και καλά» άθεος και δεν διακατέχεται από αντιεκκλησιαστικό πνεύμα, αλλά φροντίζει για την κατοχύρωση του χώρου του στο πλαίσιο της κοινωνίας, της δημόσιας παιδείας και των ακαδημαϊκών σπουδών.

Όλοι ξέρουμε ότι το εκκλησιαστικό σώμα δεν φοβήθηκε την καινοτομία και τους νεωτερισμούς, αλλά αντίθετα πολλές φορές τα αποδέχτηκε, ερμηνεύοντάς τα δυναμικά «υπό το φως της Ανάστασης του Χριστού». Όσοι θεολόγοι θέλουν να διατηρήσουν τη σχέση τους με το εκκλησιαστικό σώμα θα βοηθηθούν με ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα. Θα κάνει τη σχέση τους με την Εκκλησία πιο υγιή, σύμφωνα με τις πραγματικές προϋποθέσεις της ιδιότητάς τους.

Επειδή έχω περάσει από ελλαδική Θεολογική Σχολή, φαντάζομαι την υποτιμητική αντίδραση ορισμένων κύκλων στο άκουσμα και μόνο αυτών των εισαγωγικών αράδων. Αυτά είναι «θύραθεν» θα πουν. Είναι αλήθεια ακόμη και σήμερα, ότι πολλοί και ορισμένες φορές διακεκριμένοι θεολόγοι φοβούνται μη χαρακτηριστούν «θύραθεν» ή «κοσμικοί» από ορισμένους κύκλους, που δυστυχώς επηρεάζουν όχι μόνο τον κλήρο, αλλά και ένα μέρος όσων ακολουθούν ενεργότερα τη θεσμική Εκκλησία.
Τι σημαίνει «θύραθεν», όταν είναι η δική μου αλήθεια, ο κόπος μου, ο προβληματισμός μου; Πράγματα που ο Χριστός δεν έρχεται να τα καταργήσει, αλλά να τα απαντήσει και να τα φωτίσει σε έναν ζωντανό διάλογο, σε μια προσωπική σχέση, όπου το ανθρώπινο διασώζεται Αυτό δεν πάμε να πούμε στην κοινωνία; Γιατί, αν πάμε να πούμε διαφορετικά, τότε θα μας κλείσουν όλες τις πόρτες και καλά θα κάνουν.
Πέρα από τα τελευταία θυμικά μου επιχειρήματα, όλη αυτή η παραφιλολογία για το «θύραθεν» της επιστημονικής θεολογίας από τη μια, και για την καταξίωσή της στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών από την άλλη, έχει απαντηθεί ενδελεχώς εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια από τον μακαριστό πλέον Καθηγητή Νίκο Ματσούκα σε άρθρο του στο περιοδικό «Διαβάζω». Αν και αισθάνομαι ότι επαναλαμβάνω πράγματα, θα σημειώσω την παρομοίωσή που έκανε για το εκκλησιαστικό σώμα ως γυναίκας που γεννά (και παράγει πολιτισμό) και ως γιατρού γυναικολόγου του θεολόγου (που ασχολείται επιστημονικά με αυτόν τον πολιτισμό). Σίγουρα μπορεί να γεννηθεί παιδί χωρίς τη μεσολάβηση της επιστήμης. Όμως κανένας σώφρων γονιό ς δεν θα διακινδύνευε σήμερα να το επιχειρήσει

 

Η θεολογία ως σπουδή


Η επιστημονική θεολογία ξεκίνησε αξεδιάλυτα στην αρχή πλάι στην εκκλησιαστική πράξη, αλλά περιέλαβε γρήγορα όλες τις βασικές επιστημολογικές αρχές και μεθόδους που έχουν και σήμερα όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Σιγά-σιγά όμως άρχισε να αυτονομείται (Αλήθεια, πού κατατάσσουν οι πολέμιοι του «θύραθεν» τον Ιουστινιανό, τον Λέοντα τον Σοφό και τον κρατικό λειτουργό Φώτιο, πριν γίνει σε μια νύχτα πατριάρχης;) Είναι αλήθεια ότι σημείο καμπής υπήρξε η ίδρυση Ορθόδοξων Θεολογικών Σχολών με βάση τα προτεσταντικά πρότυπα, αλλά αυτό ήδη είναι πολύ μακριά. Τα Θεολογικά Τμήματα σήμερα νομιμοποιούνται να υπάρχουν εκτός και ανεξαρτήτως των  εκκλησιαστικών δομών, πιστεύω και από τις δύο πλευρές: από την κοινωνία των πολιτών μέσω της ακαδημαϊκής κοινότητας, γιατί υπηρετούν με νόμιμες επιστημολογικές αρχές και μεθόδους έναν διακριτό τομέα σπουδών.
Επίσης, όσο και αν στην αρχή θα φανεί ρηξικέλευθο, μπορούν να γίνουν αποδεκτά και από την Εκκλησία. Όχι βέβαια με τις προτεσταντικές προϋποθέσεις των αρχών του 190υ αιώνα. Όχι δηλαδή ως ένας λόγος που κατευθύνει την Εκκλησία, αλλά ως ένα εργαλείο που μπορεί να το χρησιμοποιήσει η Εκκλησία ελεύθερα και δυναμικά.

Και ας έρθουμε ξανά στο παράδειγμα του γυναικολόγου. Κάποιος μπορεί να έχει διάλογο με το γιατρό του, να ελέγξει τις μεθόδους του, να δει τί κάνουν και άλλοι
συνάδελφοί του, να ελέγξει την ποιότητα των οργάνων που χρησιμοποιεί, αλλά, αν δεν είναι ο πιο ακραίος «Ταλιμπάν», δεν θα απορρίψει τη βοήθεια της ιατρικής επιστήμης.
Τι χρειάζονταν όλα τα παραπάνω; Απλούστατα γιατί, αν για τις θεολογικές σπουδές τίθεται το δίλημμα: Με την κοινωνία των πολιτών και χωρίς προκαθορισμούς, ή με την κηδεμονία της θεσμικής Εκκλησίας, κατά τη γνώμη μου πρέπει να δοθεί μια σαφέστατη απάντηση: Με την κοινωνία των πολιτών.


Τα θρησκευτικά μάθημα γνώσης 


Με τα παραπάνω, κατά τη γνώμη μου, γίνονται σαφή και τα κίνητρα της θεσμικής Εκκλησίας, που ζητά συχνά να έχει λόγο για το περιεχόμενο του μαθήματος των
Θρησκευτικών.
Θα πρέπει βέβαια να τονίζει εδώ κανείς, ότι η θεσμική Εκκλησία εκμεταλλεύεται την ατολμία των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας, οι οποίες δεν έχουν ξεκαθαρίσει το περιεχόμενο αυτού του μαθήματος για λόγους Ψηφοθηρικούς. Δεν έχουν αποφασίσει να πουν ανοιχτά ότι τα Θρησκευτικά είναι ένα μάθημα γνώσης του υπαρκτού θρησκευτικού πολιτισμού (με ιδιαίτερο ασφαλώς ενδιαφέρον για τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό, εξ αιτίας του χωροχρονικού εντοπισμού) και όχι μάθημα κατήχησης.
Δεν ειπώθηκε καθαρά ότι, για να σταθεί ένα τέτοιο μάθημα στα πλαίσια ενός ανοιχτού και διαπολιτισμικού πλαισίου Δημόσιας Εκπαίδευσης, δεν μπορεί να είναι ώρα προπαγάνδισης (έστω και «λάϊτ») μιας οποιασδήποτε Ομολογίας. Ακόμη και αν η πλειοψηφία των γονιών θέλει κάτι τέτοιο, δεν είναι δυνατό να μη δεχτεί κανείς το δικαίωμα των νέων να διαμορφώνουν ελεύθερα τη θρησκευτική τους συνείδηση, τουλάχιστον χωρίς σκόπιμη κρατική προπαγάνδα. Από την άλλη, η Πολιτεία πρέπει να έχει την υποχρέωση να μεταφέρει αδογμάτιστα πληροφορίες και γνώσεις για τον θρησκευτικό πολιτισμό που περιβάλλει τη νέα γενιά, γιατί, αν δεν το κάνει αυτό, αφήνει χώρο σε κάθε λογής φανατικούς, μάγους και φονταμενταλιστές να δράσουν. Αλλά και τι ποιότητα κατήχησης να δώσει κανείς σε ένα περιθωριοποιημένο μάθημα, ανάμεσα σε άλλα μαθήματα, με τα οποία δεν συνδέεται οργανικά; Έτσι, σε κάθε κρίση στο χώρο της Δημόσιας Παιδείας, το μάθημα των Θρησκευτικών κατηγορείται ως ένας ενδεικτικός αναχρονισμός της κατάντιας της Παιδείας.

Αν δει κανείς σε βάθος το ζήτημα, η Εκκλησία δεν βλάπτεται από μια τέτοια κατάσταση. Γιατί, με τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών και την ταυτόχρονη «επέλαση» του αιτήματος χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, ευελπιστεί ότι κάποια στιγμή θα αναλάβει μόνη της τη θρησκευτική αγωγή των παιδιών, κάποιων παιδιών, και μάλιστα στα πλαίσια του σχολείου. Είναι ένα ενδεχόμενο και θα παλέψει γι’ αυτό. Μπορεί να της δοθεί ως αντάλλαγμα. Ήδη έχουν ακουστεί παραδείγματα χωρών, Π.χ. η Γερμανία, όπου τα Θρησκευτικά είναι επιλεγόμενο μάθημα, το οποίο διδάσκεται εντός σχολικού ωρολογίου προγράμματος από λειτουργούς της κάθε αναγνωρισμένης Ομολογίας. Για τη θεσμική Εκκλησία είναι μια λύση που την αναβαθμίζει σε παροχέα εκπαίδευσης (έστω περιορισμένης) στο χώρο της γενικής παιδείας. Για τους θεολόγους, επιστήμονες και παιδαγωγούς, όμως;

Ιεραποστολή με άλλον τρόπο


Συνεπώς, όλοι οι πτυχιούχοι Θεολογίας θα ήταν καλύτερα να παλέψουν για τα αναφαίρετα δικαιώματά τους στη ζωή και τη δημιουργία σε άλλο πλαίσιο και μήκος κύματος από τη θεσμική Εκκλησία. Χωρίς να χρησιμοποιούν ως ασπίδα την ορθόδοξη χριστιανική πίστη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αλλά την εκπαίδευση και τη διάθεσή  τους για αποτελεσματική εργασία. Δεν αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους οι θεολόγοι αισθάνονται μέλη της Εκκλησίας, πρέπει όμως να κατανοήσουν ότι ο χώρος δουλειάς τους στην κοινωνία δεν προσφέρεται για ιεραποστολή. Ή μάλλον καλύτερα, μπορούν να κάνουν και ιεραποστολή με άλλον τρόπο. Αυτοπαραιτούμενοι από τη διάθεση επέκτασης της Ομολογίας τους και προωθώντας τη συνάντηση, τη συνεννόηση και την αλήθεια του Άλλου, γίνονται, με τη σιγουριά τους, οι ίδιοι φωνές της Ανάστασης του Χριστού, χωρίς να χρειαστεί να κάνουν απολογητική.

Με όλα αυτά πιστεύω ότι η επάρκεια κάθε θεολόγου μπορεί να ζυγιαστεί στο αν δημιουργεί ένα κριτικό ενδιαφέρον για τον θρησκευτικό πολιτισμό, ανταποκρινόμενος στην πραγματικότητα του χειραφετημένου ανθρώπου (εν πολλοίς και του πιστού-μέλους της Εκκλησίας). Ο άνθρωπος σήμερα, αν ανήκει κάπου, θέλει να ανήκει μέσα από τον δικό του δρόμο και να κρατά και τις επιφυλάξεις του. Δεν δέχεται απαρασάλευτα δόγματα και γενικευτικούς κανόνες. Μπορεί να τον κοιμήσεις με την τηλεοπτική πλύση εγκεφάλου για λίγο, αλλά δεν μπορεί να δεχτεί στατικές καταστάσεις. Όσοι πιστεύουν ότι αυτή η εξέλιξη είναι κυρίως αρνητική, είναι αδύνατο να αποκτήσουν οργανικό σύνδεσμο με την κοινωνία. Τότε τους μένει μόνο η προπαγάνδα και η άμυνα μέσω θεσμικών διευκολύνσεων. Σαν το γονιό που χάνει τη σχέση του με την οικογένειά του και ζητά δικαστικές αποφάσεις, για να βλέπει τα παιδιά του.

 

ΠΗΓΗ: Η «Χριστιανική», 1084 (771), 3-4-2008,  http://www.xristianiki.gr/popup.php?aid=267

Καινή Διαθήκη (Novum Testamentum Graece, Nestle et Aland)

Τα Θρησκευτικά πέρα από τον κατηχητισμό

Αναδημοσίευση από το: http://www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika

Πόσο θεμιτό είναι να αρθρογραφούμε για την «αξία» και τη νομιμότητα του θρησκευτικού μαθήματος με επιχειρήματα που αντλούνται αποκλειστικά από τις προσωπικές αρνητικές μας εμπειρίες και απαξιώνουν συλλήβδην τη θρησκευτική εκπαίδευση; Όση αξία κι αν έχουν οι αναμνήσεις και τα βιώματα, στον δημόσιο διάλογο νομιμοποιούνται κυρίως τα ορθολογικά κριτήρια και η υπεύθυνη αναγνώριση των όσων βημάτων έχουν γίνει τα τελευταία τριάντα χρόνια στον χώρο του θρησκευτικού μαθήματος και μάλιστα καθόλου άκοπα, απροϋπόθετα και αυτονόητα. Ποια είναι αυτά;

Από το 1985 το μάθημα των θρησκευτικών είχε μια ενδιαφέρουσα αλλά άγνωστη – όπως φαίνεται – στους περισσότερους πορεία. Κινούμενο, δηλαδή, στα όρια ενός κανονικού σχολικού μαθήματος αναμόρφωσε τους σκοπούς του, σύμφωνα με τις συνταγματικές προβλέψεις. Στοχεύοντας στην ενημέρωση των μαθητών γύρω από την υφή του θρησκευτικού φαινομένου, τη γνωριμία τους με τον χριστιανισμό, την κριτική και ελεύθερη τοποθέτησή τους, την αξιοποίηση των θρησκευτικών γνώσεων για την προσωπική τους καλλιέργεια, την ευαισθητοποίησή τους απέναντι στον σύγχρονο προβληματισμό, την κατανόηση του οικουμενικού μηνύματος του χριστιανισμού κ.ά., το μάθημα απέκτησε σαφή παιδαγωγικό προσανατολισμό και άρχισε να απομακρύνεται με σταθερά βήματα από τον κατηχητισμό και τις αποκλειστικότητες του παρελθόντος. Όλοι αυτοί οι στόχοι βέβαια υπηρετήθηκαν από τις αλλαγές των Αναλυτικών Προγραμμάτων και των σχολικών βιβλίων. Μ’ αυτόν τον τρόπο το μάθημα κινήθηκε στην κατεύθυνση της προσωπικής και κοινωνικής ανάπτυξης των μαθητών προβάλλοντας ως κυρίαρχα χαρακτηριστικά του τον προβληματισμό, τον διάλογο και τον σεβασμό των προσωπικών θρησκευτικών απόψεων τους. Αυτή η πιο παιδαγωγική και ανεξίθρησκη τάση εκφράστηκε περισσότερο στις αλλαγές των Αναλυτικών Προγραμμάτων και των σχολικών βιβλίων του 2003-2005. Γεγονός είναι βέβαια πως οι εκπαιδευτικοί θεολόγοι της Δευτεροβάθμιας και οι δάσκαλοι της Πρωτοβάθμιας – επιμορφωτικά αβοήθητοι – δεν φάνηκαν πάντα έτοιμοι να υποστηρίξουν τις θετικές αλλαγές. Πρόκειται ωστόσο για αδυναμία που είναι αδικία να θεωρείται θεολογική αποκλειστικότητα, καθώς καθένας μπορεί να την αναγνωρίσει και σε πολλά άλλα μαθήματα, π.χ. στο γλωσσικό.  

Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι πολλά μένουν να γίνουν στην κατεύθυνση ενός μαθήματος πιο πλουραλιστικού και «ανοικτού». Οι ίδιοι οι θεολόγοι το αναγνωρίζουν και επεξεργάζονται ήδη ιδέες και προτάσεις.  Στο ερώτημα, λοιπόν, τι μπορεί να προσφέρει ένα μάθημα Θρησκευτικών στους νέους του 21ού αιώνα, συνοπτικά μπορούμε να απαντήσουμε:

  1. Τους προετοιμάζει να κατανοούν σε βάθος και πολυδιάστατα πολλά από τα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα – π.χ. πολέμους, τρομοκρατία, φαινόμενα φανατισμού και μισαλλοδοξίας – καθώς αυτά διαθέτουν όχι μόνο θρησκευτικό ένδυμα αλλά και θρησκευτικό πυρήνα. 
  2. Ευνοεί τη δημιουργική σχέση των νέων με κάθε έκφραση του πολιτισμού του οποίου η θεμελιώδης και ουσιαστική σχέση με τη θρησκεία είναι αδιαμφισβήτητη (π.χ. τα βιβλικά θέματα σε κάθε είδους τέχνη, η σημαντική της θεολογικής γλώσσας, η εκφραστική των μνημείων, η σημασία των γιορτών, των εθίμων κ.ά.).
  3. Καλλιεργώντας την ευαισθησία των νέων γύρω από τα θρησκευτικά ερωτήματα / ζητήματα ανοίγει δρόμους προς την προσέγγιση των μεγάλων ηθικών και φιλοσοφικών ερωτημάτων, καθώς αυτά συνδέονται άρρηκτα με τα θρησκευτικά.
  4. Με την ανάδειξη και επεξεργασία της βιβλικής σκέψης και των θεολογικών κριτηρίων (π.χ. η πίστη στον Θεό ως ελευθερία και σχέση, η ζωή ως πορεία προς τελείωση, η ευθύνη του ανθρώπου για την κτίση κ.ά.) ενισχύεται η ευαίσθητη στοχαστικότητα και εμπλουτίζεται ο κριτικός προβληματισμός των νέων απέναντι στα μεγάλα ζητήματα / διλήμματα της ζωής – κόντρα στις εύκολες βεβαιότητες της εποχής μας.  
  5. Με την επεξεργασία και την αξιολόγηση των πνευματικών και υπαρξιακών διαστάσεων της θρησκευτικής πίστης οι νέοι άνθρωποι αποκτούν ασφαλή κριτήρια και θωρακίζονται απέναντι σε παραθρησκευτικές σέχτες και «εσωτερικισμούς» που φτάνουν να τους καθιστούν φανατικούς και άλογους «οπαδούς». 

Όπως φαίνεται και επιγραμματικά ο θρησκευτικός εγγραμματισμός των νέων αποτελεί τον στόχο του σύγχρονου θρησκευτικού μαθήματος.  Ωστόσο εδώ μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί σε ποιο βαθμό η διδασκαλία ενός μαθήματος που τα περιεχόμενά του σχετίζονται κατά κύριο λόγο με τον χριστιανισμό δεν συνιστά παραβίαση της θρησκευτικής συνείδησης;

  1. Πρώτα πρώτα ας μην ξεχνάμε ότι η χριστιανική πίστη δεν προϋποτίθεται ως νομιμοποιητική βάση για τη διδασκαλία του μαθήματος και τη συμμετοχή των μαθητών σ’ αυτό. Το μάθημα έχει ενημερωτικό και μορφωτικό χαρακτήρα και οι δάσκαλοί του θεωρούν την κατήχηση ως έργο αποκλειστικά της Εκκλησίας.
  2. Ο χριστιανισμός είναι θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και η Ορθοδοξία η μεγάλη πνευματική κληρονομιά του ελληνικού πολιτισμού, εντός του οποίου ζουν οι μαθητές του ελληνικού σχολείου. Ποιος μπορεί, λοιπόν, να ισχυριστεί πως δεν τους χρειάζεται η σε βάθος κατανόηση αυτής της ιστορίας και του πολιτισμού με την ταυτόχρονη διερεύνηση του ρόλου που έπαιξαν ο χριστιανισμός και η Ορθοδοξία;   
  3. Με τις αλλαγές του 2003-2005, πέρα από την πλούσια θρησκειολογική ύλη της Β΄ Λυκείου, σε όλες τις τάξεις υπάρχουν στοιχεία για τις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες  και  είναι διάχυτο το πνεύμα του σεβασμού στις θρησκευτικές και λατρευτικές εκδηλώσεις τους. Αποκτώντας οι μαθητές επίγνωση των διαφορετικών εκφράσεων της θρησκευτικότητας – και μάλιστα στα όρια ενός μαθήματος θρησκευτικών – διευκολύνονται να αναπτύσσουν ανεκτική στάση και πνεύμα ανεξιθρησκίας.
  4. Η μεγάλη προτεραιότητα των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, δηλαδή η καλλιέργεια του σεβασμού προς τον πολιτισμικά και θρησκευτικά «άλλον», δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να εκδηλωθεί ουσιαστικά αν δεν έχει εξερευνηθεί σε βάθος ο ρόλος της θρησκευτικής πίστης σε επίπεδο τόσο υπαρξιακό όσο και κοινωνικό. Αλλιώς παραμένει ένα κλισέ που όσο εύκολα μπορεί να χρησιμοποιείται το ίδιο εύκολα μπορεί να καταργείται.  

Συμπερασματικά, ο θρησκευτικός εγγραμματισμός που επιτυγχάνεται στα όρια ενός υποχρεωτικού θρησκευτικού μαθήματος προβάλλει απαραίτητος για τον σύγχρονο νέο άνθρωπο και είναι ανάγκη να υλοποιείται νηφάλια, επιστημονικά και με σεβασμό στις συνθήκες του σύγχρονου δημοκρατικού και πλουραλιστικού σχολείου. Για τους θεολόγους της σχολικής τάξης αυτή η ανάγκη δεν είναι εμπόδιο αλλά μια σοβαρή και σύνθετη πρόκληση για τη δουλειά τους. Έτσι, κανένας συνειδητοποιημένος θεολόγος δεν θα επιχειρηματολογήσει υπέρ του μαθήματός του υπενθυμίζοντας πόση μονοφωνία και δογματισμοί υπάρχουν σε άλλα γνωστικά αντικείμενα! Οι συνειδητοποιημένοι θεολόγοι δεν αμφισβητούν πως υπάρχουν ζητήματα που προκύπτουν από ενδεχόμενους λανθασμένους διδακτικούς χειρισμούς – κατηχητισμός, δογματισμοί, μονοφωνία κ.ά. – και τα οποία χρειάζονται προσεκτική και υπεύθυνη αντιμετώπιση. Το ότι τέτοια ζητήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά καταδεικνύεται από την παρουσία του μαθήματος – πολύ συχνά μάλιστα ως ομολογιακού – στα σχολεία ευρωπαϊκών χωρών. Έχοντας ως κύρια επιδίωξή μας τη σοβαρή αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, είναι δύσκολο να δεχτούμε καλοκαιρινές ρυθμίσεις να κατεδαφίζουν με προχειρότητα όχι μόνον ό,τι κτίστηκε με σοβαρότητα γύρω από το μάθημα, αλλά και ό,τι μπορεί να κτιστεί με όραμα και προσπάθεια. Πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για ρύθμιση του ίδιου του ΥΠΕΠΘ, που όφειλε – το λιγότερο – να υπολογίζει τις συνέπειες της προχειρότητας.

Όλγα Γριζοπούλου – Πηγή Καζλάρη

Θεολόγοι Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 

«Σκοτώσαμε τον Θεό και ορφανέψαμε»

Αναδημοσίευση από το:     http://www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika/keimena/keimena.htm  

 

      Ο πατήρ Φιλόθεος Φάρος αποτιμά με λόγο οξύ στην «Κ» τη σχέση μερίδας πιστών με το Θείο και τον ρόλο της Εκκλησίας

Του Νίκου Παπαχρήστου
από την Καθημερινή (6/4/2008)

«Ο Θεός είναι νεκρός. Τον έχουμε σκοτώσει και είμαστε ορφανοί». Με τα λόγια αυτά που καταρχήν ξαφνιάζουν, σοκάρουν, ο 78χρονος ιερέας π. Φιλόθεος Φάρος αποτιμά τη σημερινή σχέση μεγάλης μερίδας πιστών με το Θείο, μια σχέση «καταναλωτική» την οποία όπως υποστηρίζει ενισχύουν με τη στάση ζωής τους πολλοί κληρικοί. Με λόγο τολμηρό, ενίοτε καυστικό αλλά και αυτοκριτικό ο π. Φιλόθεος είναι ο πρώτος ιερέας που δεν διστάζει να χαρακτηρίσει σωστή την απόφαση για το «σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης» αφού η Πολιτεία απευθύνεται σε πολίτες και όχι σε πιστούς. Χαρακτηρίζει «φαρισαίους» και «υποκριτές» ιεράρχες και κληρικούς που έσπευσαν να μιλήσουν για «πορνεία» και «κουσούρια», υποστηρίζοντας ότι όσοι εμφανίζονται αυστηροί στην πραγματικότητα αναζητούν «άλλοθι» για να αποπροσανατολίσουν από δικές τους «αμαρτωλές» πράξεις. Αυτούς μάλιστα θεωρεί υπεύθυνους για το γεγονός ότι πολλοί νέοι άνθρωποι καταλήγουν σε ψυχιάτρους φορτωμένοι ενοχικά σύνδρομα. «Μακάρι να ενδιαφερόντουσαν για την ελληνική οικογένεια αλλά αδιαφορούν πλήρως», επισημαίνει. Όσο για εκείνους που βλέπουν μια νέα επίθεση κατά της Εκκλησίας απαντά με νόημα: «Η Εκκλησία του Χριστού δεν κινδυνεύει από εξωτερικούς εχθρούς». Οι θέσεις του πατρός Φιλόθεου Φάρου, όπως τις αναπτύσσει σήμερα στην «Κ», που θίγουν και το πλαίσιο σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας, σίγουρα θα αποτελέσουν αφορμή διαλόγου, αφού πολλοί θα συμφωνήσουν πολλοί θα διαφωνήσουν, άλλοι θα συνυπογράψουν, άλλοι θα θυμώσουν…

«Η Πολιτεία ορθώς πράττει και προωθεί το Σύμφωνο. Το ερώτημα όμως είναι αν η Ελλάδα είναι μια κοινοβουλευτική δημοκρατία ή μια θεοκρατία τύπου «Χομεϊνί». Φαίνεται πως σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό η Ελλάδα είναι θεοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό πως υποψήφιοι βουλευτές, δήμαρχοι και άλλοι πολιτευόμενοι πριν ξεκινήσουν την προεκλογική τους εκστρατεία πρέπει να περάσουν να φιλήσουν το χέρι του Δεσπότη. Και θα φροντίσουν οι κάμερες να το απαθανατίσουν αυτό, για να τους δουν οι ψηφοφόροι τους γιατί αλλιώς δεν έχουν ελπίδες…», λέει ο π. Φιλόθεος Φάρος.

Χωρίς περιστροφές δηλώνει στην «Κ» αντίθετος με το πνεύμα της πρόσφατης αυστηρής απόφασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου που χαρακτήριζε «πορνεία» κάθε συζυγική σχέση εκτός του ορθοδόξου γάμου. «Δείχνει την ουσιαστική απομάκρυνση από το πνεύμα του Ευαγγελίου. Κατά την γνώμη μου διαστρέφεται το πνεύμα της διδασκαλίας του Ιησού Χριστού. Οι κανόνες, σύμφωνα με την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, είναι φάρμακα και παιδαγωγικά μέτρα που χρησιμοποιούνται κατά την κρίση του πνευματικού. Δεν είναι νόμοι. Ο Χριστός άλλωστε ήρθε για να αλλάξει το καθεστώς της ιουδαϊκής παράδοσης και ιδιαίτερα της φαρισαϊκής. Και ζητάει την επιδίωξη της εσωτερικής αναπτύξεως. Όχι την αντιμετώπιση του κακού με μια νομική και αστυνομική αντίληψη. Όμως μέσα στη ζωή της Εκκλησίας το ιουδαϊκό φαρισαϊκό πνεύμα έχει εισχωρήσει από πολύ νωρίς» σημειώνει και προσθέτει: «Ο Χριστός λέει ότι πορνεία και άλλα κακά πράγματα έρχονται από την καρδιά του ανθρώπου. Δεν καταδικάζει κανέναν αμαρτωλό. Μόνο τον υποκριτή. Το πνεύμα του Χριστού δεν είναι νομικό, αλλά προσπαθεί να δείξει ποια είναι η ουσία της αμαρτίας. Δεν είναι μια εξωτερική συμπεριφορά. Για παράδειγμα φόνος για τον Χριστό είναι η απόρριψη του άλλου. Συνεπώς στη διδασκαλία του δεν χωράει η “αυτοδικαίωση”. Κανείς δεν μπορεί να λέει εγώ είμαι ενάρετος και να κατηγορεί κάποιον άλλο σαν αμαρτωλό»…

«Υποκριτές και Φαρισαίοι»

Πολλοί μητροπολίτες αφήνουν να εννοηθεί πως θα πρέπει να επιβληθούν πνευματικές κυρώσεις σε βάρος όσων προχωρήσουν στη σύναψη «Συμφώνου Συμβίωσης». Τι λέει για αυτό ο πατέρας Φιλόθεος;

«Ο Χριστός ήταν σαφής όταν είπε πως δεν ήρθε να κρίνει αλλά να σώσει τον κόσμο. Μην κρίνετε ίνα μην κριθείτε. Αντιθέτως, καταδικάζει ξεκάθαρα συγκεκριμένες συμπεριφορές όπως την υποκρισία. Μιλώντας στους Φαρισαίους, οι οποίοι έκαναν όσα κάνουμε εμείς οι κληρικοί σήμερα, στηλίτευσε το ενδιαφέρον τους για τα περίτεχνα κοσμήματα, τα περίλαμπρα άμφια, την επιδίωξή τους να κάθονται στις πρώτες θέσεις των δείπνων αλλά και την εκμετάλλευση φτωχών ανθρώπων. Ο Χριστός συνεχώς καταδικάζει την υποδούλωση στα υλικά αγαθά, τη χλιδή και την πολυτέλεια. Όλα αυτά αφορούν εμάς τους παπάδες. Ζούμε ζωή πριγκιπική, μετακινούμεθα με τις κράισλερ και τις μερσεντές, μας υπηρετεί ένα σωρό κόσμος, φορτωνόμαστε όλα αυτά τα χρυσά και έχουμε και την απόλυτη εξουσία στην ψυχή των ανθρώπων. Είναι ανατριχιαστικά πράγματα αν σκεφτείτε ότι γίνονται στο όνομα του Χριστού που περπατούσε ξυπόλητος και δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι. Ε, λοιπόν, είμαστε ανακόλουθοι με όσα δίδαξε ο Χριστός. Και επομένως το λιγότερο που θα περίμενε κάποιος από εμάς είναι να μην πετάμε πέτρες στους άλλους. Οι δικές μας αμαρτίες είναι εκείνες που κυρίως καταδίκασε ο Ιησούς Χριστός. Πώς να το κάνουμε· δεν μίλησε για τις προγαμιαίες σχέσεις, αλλά είπε ξεκάθαρα πως δεν γίνεται να υπηρετεί κάποιος δύο Κυρίους, τον Θεό και τον Μαμωνά. Είπε επίσης πως όποιος έχει δύο χιτώνες να δίνει τον ένα».

«Εμείς οι παπάδες έχουμε πολλές νευρώσεις σχετικά με τον ερωτισμό. Και πολλά από αυτά που λέμε μπορεί να είναι συνέπεια των νευρώσεών μας», υποστηρίζει μιλώντας στην «Κ» ο π. Φιλόθεος. «Πιστεύω ότι οι αυστηρότεροι από εμάς τους κληρικούς στα θέματα της σεξουαλικής ηθικής είναι είτε πιο νευρωτικοί σε σχέση με τον ερωτισμό είτε κρύβουν τα περισσότερα και θέλουν να έχουν ένα άλλοθι. Εμφανίζονται δηλαδή αυστηροί για να μην επιτρέψουν στον απλό άνθρωπο να σκεφθεί πως αυτοί μπορεί να έχουν μια έντονη προσωπική ζωή, σχετική με αυτό που εξίσου έντονα καταδικάζουν. Αναμφισβήτητα, πάντως, όταν κάποιος ελέγχει τον ανθρώπινο ερωτισμό έχει στα χέρια του αλυσοδεμένους τους ανθρώπους».

Το χάσμα

Τη στιγμή που η Ιεραρχία υποστηρίζει πως το «Σύμφωνο» στρέφεται εναντίον του θεσμού της οικογένειας, ο π. Φιλόθεος κάνει λόγο για πλήρες χάσμα με την κοινωνία. «Ακούω κάποιους μητροπολίτες να λένε ότι ενδιαφέρονται για την ελληνική οικογένεια. Μακάρι να ενδιαφέρονταν, αλλά αδιαφορούν πλήρως και είναι και ανίκανοι να κάνουν κάτι για να αντιμετωπίσουν την κρίση στην οικογένεια. Οι περισσότεροι δεσποτάδες και παπάδες είναι ποιμαντικά ανύπαρκτοι και δεν έχουν σταθεί ποτέ στο πλευρό ενός ανθρώπου που έχει ανάγκη. Όχι να του δώσουμε ρετσέτες, αλλά απλά να σταθούμε πλάι του. Γιατί πολλές φορές αυτό που χρειάζεται ο άνθρωπος που έχει μια δυσκολία δεν είναι να του δώσουμε μια λύση, αλλά να δει ότι νοιαζόμαστε γι’ αυτόν.

Αυτήν τη στιγμή η ελληνική οικογένεια βρίσκεται σε τρομερή κρίση. Σήμερα, ένα τεράστιο ποσοστό νέων είναι παροπλισμένοι με ψυχικές διαταραχές· πολλές από τις οποίες οφείλονται σε κάποιους παπάδες που είναι λαύροι κατά των σαρκικών αμαρτημάτων. Εμείς οι παπάδες οδηγούμε τα παιδιά στους ψυχιάτρους. Όταν ακούω ψυχίατρο παπά να λέει ότι έχει θεραπεύσει ομοφυλοφίλους ξέρω ότι έχει αποπειραθεί να τους κάνει ψυχολογική λοβοτομή. Και τους έχει παραδώσει σε τρομερά βασανιστήρια και ενοχικά σύνδρομα. Ο διεθνούς κύρους κατάλογος της ψυχοπαθολογίας που εκδίδει η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία εδώ και 50 χρόνια δεν θεωρεί την ομοφυλοφιλία αρρώστια. Υπάρχουν όμως Έλληνες παπάδες που τη θεωρούν αρρώστια. Και πιστεύω πως εκείνος που προσπαθεί να θεραπεύσει έναν ομοφυλόφιλο είναι ο ίδιος άρρωστος που χρησιμοποιεί ταλαίπωρους ανθρώπους για να δώσει τη δική του νευρωτική μάχη».

Με έντονη αυτοκριτική διάθεση, ο π. Φιλόθεος καταδικάζει την εξουσιαστική συμπεριφορά ορισμένων κληρικών. «Κοιτάξτε, εμείς οι κληρικοί στο μεγάλο μας ποσοστό εσωτερικά είμαστε τενεκέδες ξεγάνωτοι. Και προσπαθούμε να καλύψουμε την αίσθηση της εσωτερικής μας ανεπάρκειας. Γιατί πολλοί από εμάς, αν μας βγάλετε τα γένια και τα ράσα, δεν είμαστε τίποτα. Θα ήμασταν σκέτα μηδενικά. Όμως με αυτά τα συμπράγκαλα που φοράμε αποκτάμε κύρος, μπορούμε να καθορίζουμε τις ζωές των άλλων, κρέμονται οι άλλοι από το στόμα μας, αποκτάμε εξουσία. Και έτσι νομίζουμε ότι θα αυξήσουμε την αυτοεκτίμησή μας. Κούνια που μας κούναγε. Δεν αφορά βέβαια τους πολλούς ότι δεν αυξάνουμε την αυτοεκτίμησή μας. Τους αφορά όμως ότι τους βασανίζουμε και τους οδηγούμε στον Καιάδα των ψυχοφαρμάκων που είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή. Επίσης, πολλοί κληρικοί θέλουμε να βρούμε κάποιον άλλο τρόπο να δείξουμε ότι έχουμε λόγο υπάρξεως. Ασχολούμαστε με το Σκοπιανό ή με άλλα παρεμφερή πράγματα –άσχετα με την αποστολή μας– για να δείχνουμε ότι κάτι έχουμε κάνει. Έχουν καμία σχέση αυτά με όσα δίδαξε ο Χριστός;».

Για τον π. Φιλόθεο η απάντηση της Εκκλησίας στο «Σύμφωνο» δεν πρέπει να είναι η τιμωρία όσων το επιλέξουν, αλλά η πρόταση ζωής που κάνει ο Χριστός. «Οι βασικές αρχές του Χριστού είναι η αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό και η αγάπη για τον συνάνθρωπο. Η σχέση με τον άλλο είναι βασική πηγή ζωής για τον άνθρωπο. Αλλά οι σχέσεις είναι περίπλοκες και χρειάζεται αγώνας για να είναι όσο γίνεται περισσότερο υγιείς. Η ερωτική πλευρά τους είναι η πιο καίρια. Και εκεί εύκολα γίνονται πολλές εκτροπές. Όσες περισσότερες τόσο λιγότερη πληρότητα ζωής υπάρχει. Και η πληρότητα στη ζωή έρχεται μέσα σε σχέσεις ουσιαστικές, που παίρνουν χρόνο, κόπο, θέλουν αγώνα. Αν ζητούν οι νέοι κάποιο συγχωροχάρτι δεν είναι πολύ διαφορετικοί από τους παπάδες που τους το αρνούνται», επισημαίνει. «Στις μέρες μας ο Θεός είναι νεκρός. Τον έχουμε σκοτώσει και είμαστε ορφανοί. Τα λόγια που λέμε, τα μεγάλα, τα επουράνια, τα πνευματικά όχι μόνο δεν ακτινοβολούν πίστη, αλλά φανερώνουν την αγωνία μας να καλύψουμε την έλλειψη της πίστεώς μας. Γιατί η πίστη δεν μεταδίδεται με μπλα μπλα, αλλά ακτινοβολεί. Δεν λες εγώ πιστεύω, αλλά ο τρόπος που ζεις δείχνει ότι πιστεύεις. Σήμερα ο τρόπος ζωής όλων μας δείχνει ότι δεν πιστεύουμε. Προσεγγίζουμε την πίστη σαν ένα καταναλωτικό αγαθό. Έχουμε από αυτό, από εκείνο, τα έχουμε όλα και λέμε άντε τώρα να εξασφαλίσουμε και ένα οικοπεδάκι στον παράδεισο».

Ποιος είναι

Ο π. Φιλόθεος Φάρος σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο Σχολή, Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ποιμαντική Ψυχολογία στις ΗΠΑ. Χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας το 1962 στην Ελλάδα. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως εφημέριος στις ΗΠΑ. Δίδαξε Ποιμαντική Ψυχολογία στην Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη από το 1969 έως το 1976. Υπηρέτησε ως ιερέας-σύμβουλος στο νοσοκομείο J.B. Thomas Day Care παρέχοντας ποιμαντική υποστήριξη σε νεαρά ζευγάρια που τα παιδιά τους αντιμετώπιζαν σοβαρές ασθένειες καθώς επίσης και ως προϊστάμενος του τμήματος Οικογενειακής Στήριξης στην πρότυπη ψυχιατρική κλινική Human Resource Institute στη Βοστώνη από το 1970 μέχρι το 1976.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1976, ασχολήθηκε συστηματικά με το συγγραφικό έργο καθώς επίσης, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90, με το Συμβουλευτικό Κέντρο Νεότητας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Σήμερα, συνταξιούχος πλέον, λειτουργεί κάθε Κυριακή στον Άγιο Νικόλαο Ραγκαβά της Πλάκας. Πάντοτε μετά τη λειτουργία συζητάει με νέα ζευγάρια και νέους για τα θέματα που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους.

Ελληνισμός και Χριστιανισμός

Αναδημοσίευση από το: http://manitaritoubounou.wordpress.com

Ιωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Περγάμου και τ.Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών

Α. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Αντίθεση και αλληλεπίδραση

Το πρόβλημα των ιστορικών καταβολών του Χριστιανισμού δεν μας ενδιαφέρει εδώ σαν ερώτημα απόλυτο, αλλά μόνο στη σχέση του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό στους τρεις πρώτους αιώνες. Έτσι το ερώτημα των ιστορικών καταβολών του Χριστιανισμού παίρνει για μας συγκεκριμένα την ακόλουθη σειρά: ποιος ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Ελληνισμός στην πρώτη ιστορική εμφάνιση του Χριστιανισμού; Υπήρξε άραγε κάποια παρουσία του ελληνικού πνεύματος στο ιστορικό αυτό υπέδαφος, που έφερε στο φως της Ιστορίας τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες μαζί με την πίστη τους στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού; Ποια είναι ή σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στις ιστορικές καταβολές του τελευταίου;

Μετά τη δύση της λεγόμενης “Θρησκειολογικής Σχολής”, που είχε τονίσει με ιδιαίτερη έμφαση τη σχέση του αρχικού Χριστιανισμού με τις μυστηριακές θρησκείες της εποχής του και ιδιαίτερα με τον Ελληνισμό, η σύγχρονη έρευνα έχει πλέον πεισθή ότι οι ιστορικές ρίζες του Χριστιανισμού δεν πρέπει να αναζητηθούν πρωταρχικά στον Ελληνισμό καθαυτό ή γενικά στο εξωβιβλικό θρησκειακό περιβάλλον της εποχής εκείνης, αλλά στον Ιουδαϊσμό των χρόνων εκείνων. Η αναγνώριση των πρώτων καταβολών του Χριστιανισμού έγινε κυρίως με την ανακάλυψη του εσχατολογικού χαρακτήρος, που φέρει ο αρχικός Χριστιανισμός και ιδιαίτερα η μορφή του Ιησού Χριστού, όπως μας παρουσιάζεται στα Ευαγγέλια. Η πεποίθηση αυτή της σύγχρονης έρευνας, που ξεκινά με τα έργα κυρίως των J.Weiss και Α. Schweitzer, έχει πλέον τόσο βαθιά εδραιωθή, ώστε κάθε προσπάθεια κατανοήσεως του προσώπου, των λόγων και του έργου του Ιησού Χριστού να συναρτάται αυτομάτως με την έρευνα του Ιουδαϊσμού των χρόνων εκείνων. Η πεποίθηση ότι o Ιησούς Χριστός ήταν “Ιουδαίος”, ότι “η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστί” και ότι ο Χριστιανισμός ξεπήδησε στην Ιστορία σαν μια μορφή εκπληρώσεως των προσδοκιών του Ιουδαϊσμού της εποχής εκείνης, έχει σχεδόν πλήρως εκτοπίσει κάθε παλαιότερη προσπάθεια συσχετισμού του αρχικού Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό.
Το άμεσο, λοιπόν, υπέδαφος πού εξέθρεψε τον αρχικό Χριστιανισμό πρέπει να αναζητηθή στον Ιουδαϊσμό και όχι στον Ελληνισμό της εποχής εκείνης. Σημαίνει άραγε τούτο ότι πρέπει να αποκλεισθή κάθε παρουσία και σημασία του Ελληνισμού στις ιστορικές καταβολές του Χριστιανισμού;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι απλή· αποτελεί ένα από τα περιπλοκώτερα προβλήματα της Ιστορίας. Η αιτία της δυσκολίας συνίσταται σε τούτο: Από το ένα μέρος ο Ιουδαϊσμός και ο Ελληνισμός αντιπροσωπεύουν για την εποχή εκείνη δύο πνευματικά και πολιτιστικά μεγέθη τόσο ασυμβίβαστα μεταξύ τους, ώστε αρκεί να διαπιστωθή η παρουσία του ενός για να αποκλεισθή αυτόματα η παρουσία του άλλου. Η αντίθεση μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού υπήρξε τόσο σφοδρή, ώστε να οδηγήση σε σκληρούς, μακροχρόνιους και πολλές φορές αιματηρούς αγώνες αλληλοεξοντώσεως. Από το άλλο όμως μέρος, μέσα σ’ αυτή την εξοντωτική πάλη πραγματοποιόταν μια σταθερή και βαθιά διείσδυση του Ελληνισμού στον Ιουδαϊσμό και αντίστροφα. Ο Ελληνισμός που κυριαρχούσε πολιτιστικά στον ιστορικό χώρο του Ιουδαϊσμού της εποχής εκείνης προκαλούσε την αντίδραση του Ιουδαϊσμού, ακριβώς γιατί με την αναπόφευκτη διείσδυσή του γινόταν απειλητικός για την ίδια την υπόσταση του Ιουδαϊσμού. Έτσι αντίθεση και επίδραση ενεργούν ταυτόχρονα και κάνουν την ιστορική εικόνα πιο πολύπλοκη από όσο εμφανίζεται συνήθως στα μάτια επιπόλαιων ερευνητών.

Η ιστορική πραγματικότητα εμφανίζεται μάλιστα ακόμη πιο πολύπλοκη, αν σκεφθή κανείς ότι οι παράγοντες που συγκροτούν το θρησκευτικό περιβάλλον του αρχικού Χριστιανισμού δεν είναι μόνον ο Ιουδαϊσμός και ο Ελληνισμός, αλλά και οι διάφορες ανατολικές θρησκείες της Αιγύπτου κλπ., καθώς και η περσική θρησκεία, που διαδραματίζει αποφασιστικότατο ρόλο στη διαμόρφωση τόσο του Ιουδαϊσμού, όσο και του Ελληνισμού της εποχής εκείνης. Από την άποψη, λοιπόν, τουλάχιστον της θρησκευτικής καταστάσεως της εποχής εκείνης οι όροι “Ιουδαϊσμός” και “Ελληνισμός” αποτελούν γενικεύσεις, που μπορούν να αποδειχθούν παραπλανητικές, αν δεν προσέξη κανείς πολύ. Οπωσδήποτε όμως παραμένει γεγονός ότι, παρά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων αυτών θρησκευτικών ρευμάτων, δεν παύει να ισχύη μια ουσιαστική διάκριση τόσο μεταξύ του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού, όσο και των άλλων παραγόντων, που αναφέραμε προηγουμένως. Η διάκριση αυτή επιτρέπει να γίνη λόγος για ένα ιστορικό και θρησκευτικό περιβάλλον, που είναι βασικά “Ιουδαϊκό” και που σε αντιδιαστολή με τους άλλους παράγοντες, και ιδιαίτερα με τον Ελληνισμό, αποτελεί το περιβάλλον που οδηγεί στην εμφάνιση του αρχικού Χριστιανισμού.

Οι παρατηρήσεις αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, για να κατανοήσουμε τη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στις ιστορικές καταβολές του τελευταίου, είναι ανάγκη να αρχίσουμε από τη σχέση Ελληνισμού και Ιουδαϊσμού στα χρόνια που προηγούνται της εμφανίσεως του Χριστιανισμού. Με τον τρόπο αυτό θα φθάσουμε στη σχέση Ελληνισμού και αρχικού Χριστιανισμού όχι απευθείας, αλλά δια μέσου του Ιουδαϊσμού, που αναγνωρίζεται πια ως το άμεσο ιστορικό περιβάλλον που γέννησε τον Χριστιανισμό.

Οι ελληνικές επιδράσεις στον εβραϊκό χαρακτήρα του ιουδαϊσμού

Ο Ελληνισμός επιδρά στον Ιουδαϊσμό των ελληνιστικών χρόνων σε όλα σχεδόν τα επίπεδα (πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό, πολιτιστικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό) τόσο σε περιόδους θρησκευτικής ανοχής κυρίως τότε, όσο και σε περιόδους συγκρούσεων και διωγμού. Η γνώμη ότι ο Ιουδαϊσμός της Παλαιστίνης (από τον οποίο γεννάται ιστορικά ο Χριστιανισμός) σε σύγκριση με αυτόν της Διασποράς παρέμεινε ουσιαστικά ανέπαφος από τον Ελληνισμό, αποδεικνύεται εσφαλμένη. Μέσα στην καρδιά του Ιουδαϊσμού κυοφορούνται στους χρόνους που εξετάσαμε αλλοιώσεις του παραδοσιακού εβραϊκού χαρακτήρος του Ιουδαϊσμού μεγάλης σημασίας για ό,τι θα συμβή αργότερα. Οι βασικότερες από αυτές τις αλλοιώσεις σχετίζονται με την εισαγωγή της συστηματικής και θεωρητικής σκέψεως στον Ιουδαϊσμό με τη συστηματική θεώρηση του κόσμου και της Ιστορίας, που συνεπάγεται μια διεύρυνση του πνευματικού ορίζοντος προς την κατεύθυνση της ενότητας και παγκοσμιότητας της Ιστορίας, μια κατεύθυνση που ήταν ήδη δυναμικά παρούσα στη βιβλική έννοια της δημιουργίας.

Παρ’ όλα αυτά θα ήταν λάθος να νομισθή ότι η διείσδυση αυτή του Ελληνισμού εξαφάνισε εντελώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Ιουδαϊσμού. Η συσπείρωση γύρω από την torah και την προφητική παράδοση ήταν τόσο ισχυρή, ιδιαίτερα μετά την προσπάθεια του βίαιου εξελληνισμού των Ιουδαίων από τον Αντίοχο Δ΄, ώστε η επάνοδος στα αρχικά ουσιαστικά συστατικά της εβραϊκής θρησκείας να είναι δυνατή ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Έτσι νέες μορφές θεωρήσεως του κόσμου, όπως η Αποκαλυπτική, αντί να εξαλείψουν τελικά, διαιωνίζουν την αρχαία εβραϊκή νοοτροπία. Στις ημέρες της εμφανίσεως του Χριστιανισμού η εσχατολογική προσδοκία, που είχε καλλιεργήσει η Αποκαλυπτική, δίνει τη βάση για την ανάπτυξη της νέας πίστεως σε καθαρά εβραϊκάπροφητικά σχήματα σκέψεως. Η θεώρηση του κόσμου κάτω από το πρίσμα της Ιστορίας και όχι του αφηρημένου θρησκευτικού στοχασμού ή της κοσμολογίας παραμένει το σημείο συνδέσεως της νέας πίστεως, που θα αναπτυχθή γύρω από το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, με τον παραδοσιακά εβραϊκό Ιουδαϊσμό μάλλον παρά με τον Ελληνισμό.

Εν τούτοις ο Ελληνισμός διαδραμάτισε έναν καίριο διπλό ρόλο σε όλη την εξέλιξη αυτή από τον Ιουδαϊσμό στον Χριστιανισμό. Από το ένα μέρος με την απειλητική παρουσία του και τη διείσδυσή του στον Ιουδαϊσμό συνετέλεσε στο να στενέψη η καρδιά του Ιουδαϊσμού σε μια αποκλειστικότητα εθνικιστική, που ταύτιζε τον Νόμο με το γράμμα των διατάξεών του και την εσχατολογική προσδοκία με τα στενά πολιτικά και εθνικά συμφέροντα των Ιουδαίων, ήταν μια στάση αυτοάμυνας και αυτοπροστασίας, που αναπτύχθηκε φυσικά μετά τις διεισδυτικές επιτυχίες του Ελληνισμού, και οδήγησε στην κατάσταση, στην οποία βρίσκουμε τον Ιουδαϊσμό στα χρόνια του Ιησού Χριστού. Από την κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τις απέραντες προσηλυτιστικές δυνατότητες που είχε ο Ιουδαϊσμός στον ελληνορωμαϊκό χώρο, ύστερα από το κύρος που του έδωσαν οι επιτυχίες του Μακκαβαϊκού πολέμου και η υπεροχή και έλξη της μονοθεϊστικής και ηθικής διδασκαλίας του, δημιουργήθηκε το δίλημμα της ιουδαϊκής θρησκείας μεταξύ ενός ανοίγματος προς τα “έθνη” και μιας συντηρητικής αυτοπροστασίας της εθνικής του ταυτότητος. Ο μεγάλος αριθμός των “προσηλύτων” στα χρόνια του Ιησού, που διστάζουν να κάμουν το τελικό βήμα της πλήρους εντάξεώς τους στον Ιουδαϊσμό, μαρτυρεί την τραγικότητα του διλήμματος αυτού, που δημιούργησε ο Ελληνισμός στον Ιουδαϊσμό της εποχής εκείνης. Από αυτή ακριβώς την αδυναμία του Ιουδαϊσμού ξεπήδησε η δυνατότητα του Χριστιανισμού. Παρεξηγημένος σαν μια απειλή κατά του Νόμου και της ιουδαϊκής αυτοσυνειδησίας, ο Χριστιανισμός, με το προφητικό του πνεύμα ανοίγεται πρώτα προς τους μισητούς Σαμαρείτες και έπειτα στους μη Ιουδαίους γενικά. Η ιστορική ευκαιρία του Χριστιανισμού προπαρασκευάζεται έτσι από τον διχασμό που δημιουργείται στην καρδιά του Ιουδαϊσμού ανάμεσα στις οικουμενικές δυνατότητες που έκρυβε η βιβλική πίστη του και στην ανάγκη της αυτοπροστασίας και επιβιώσεώς του ως εθνικής ομάδος. Αυτή είναι η μεγάλη συμβολή (αρνητικά) του Ελληνισμού στην εμφάνιση του Χριστιανισμού: η πρόκληση μιας γόνιμης “κρίσεως συνειδήσεως” στον Ιουδαϊσμό, μιας κρίσεως που θα προκαλέση αργότερα και στον Χριστιανισμό το ίδιο “προκλητικό” ελληνικό πνεύμα. Έτσι, όπως θα δούμε, οι πρώτοι που θα αναγνωρίσουν και θα εγκολπωθούν τις δυνατότητες του Χριστιανισμού θα είναι οι Ελληνιστές Ιουδαίοι, αυτοί δηλαδή που πιο πολύ από κάθε άλλον ζουν τον εσωτερικό αυτό διχασμό του Ιουδαϊσμού.

Αλλά η συμβολή αυτή του Ελληνισμού στην εμφάνιση του Χριστιανισμού συνοδεύεται, σαν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, από κάτι πολύ πιο θετικό. Είδαμε πόσο σημαντική υπήρξε για τον Ιουδαϊσμό η τάση που απέκτησε κάτω από την επίδραση του ελληνικού πνεύματος να σκέπτεται “Οντολογικά”, να συνδυάζη δηλαδή τα πρακτικά και ιστορικά διαφέροντα, που του κληροδότησε η εβραϊκή σκέψη, με το ερώτημα του όντος, του σταθερού σημείου αναφοράς της πραγματικότητος. Χάρη στο νέο αυτό στοιχείο που εισάγει ο Ελληνισμός, δύο τουλάχιστον θεμελιακές προϋποθέσεις δημιουργούνται για την εμφάνιση του Χριστιανισμού:

α) η ενότητα και παγκοσμιότητα της Ιστορίας, που θα χρησιμεύση ως υπέρβαση της εθνικιστικής στενότητος, που είχε κυριεύσει τον Ιουδαϊσμό, και ως αξιοποίηση της βιβλικής εννοίας της δημιουργίας με απέραντες δυνατότητες ιεραποστολής για τον Χριστιανισμό, και

β) η Χριστολογία, που χάρη στην ελληνική αυτή προεργασία θα αντικαταστήση την Οντολογία του Νόμου, του σταθερού αυτού σημείου αναφοράς της ιουδαϊκής συνειδήσεως, με την Οντολογία ενός προσώπου, του Ιησού Χριστού, που ταυτιζόμενος με τον ίδιο τον Θεό θα γίνη το σταθερό σημείο αναφοράς όλης της Ιστορίας. Έτσι η παρουσία της ελληνικής σκέψεως στις ιστορικές διεργασίες, που οδηγούν στην πρώτη Χριστολογία, αντιπροσωπεύει το βασικότερο θέμα που πρέπει να ελκύση την προσοχή μας.

Β. Η ΠΑΥΛΕΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ 

Η θέση του Παύλου στο θέμα της σχέσεως Ελλήνων και Ιουδαίων

Όπως φαίνεται από την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει στην “Προς Γαλάτας” επιστολή του, η διαμόρφωση της θέσεως του Παύλου στο θέμα της σχέσεως Ελλήνων και Ιουδαίων στον Χριστιανισμό αρχίζει από τη ριζική αναθεώρηση της ραββινικής θεολογίας των Φαρισαίων, την οποία είχε μελετήσει και στην οποία ανήκε και ο ίδιος πριν γίνη χριστιανός (”κατά νόμον Φαρισαίος”). Προσεκτική μελέτη της επιχειρηματολογίας του αυτής δείχνει ότι το καίριο σημείο διαφωνίας του με τη θεολογία των Φαρισαίων αφορούσε την ιδέα τους ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται έναντι του θεού μόνον αν τηρήση τον Νόμο και μάλιστα αν τον τήρηση ολόκληρο. Η ιδέα αυτή έφερε αυτόματα σε σύγκρουση τον Χριστιανισμό με τον Ιουδαϊσμό των Φαρισαίων, γιατί οι Ιουδαίοι που έγιναν Χριστιανοί μετέθεσαν τη βάση της δικαιώσεώς τους από τον Νόμο στο πρόσωπο του Μεσσία, του Χριστού. Έτσι όλοι οι Χριστιανοί και όχι μόνον ο Παύλος ανοίγουν πια τον δρόμο για τη δικαίωση έναντι του θεού σε όλους όσοι δεν γνωρίζουν ή δεν τηρούν τον Νόμο, ολικά ή μερικά. Αυτό επιτρέπει στον Παύλο να θέση το καίριο ερώτημα (στον Πέτρο αλλά κατ’ επέκταση και σε όλους τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς): “ει συ Ιουδαίος υπάρχων εθνικώς και ουχί ιουδαϊκώς ζης, πώς τα έθνη αναγκάζεις ιουδαΐζειν;” (Γαλ. 2, 14). Εδώ ακριβώς βρίσκεται το αποφασιστικό σημείο στη σχέση Χριστιανισμού και εθνικών. Εφόσον η σωτηρία του ανθρώπου στηρίζεται πια στην πίστη στο πρόσωπο του Χριστού και όχι στην τήρηση του Νόμου, η πόρτα ανοίγει αναπόφευκτα και σε όσους δεν τηρούν ή δεν γνωρίζουν καν τον Νόμο.

Αυτό φαίνεται να δημιουργή μια πλήρη εξίσωση Ιουδαίων και Ελλήνων έναντι του θεού. Έτσι μπορεί να διακήρυξη ο Παύλος ότι “ουκ έστι διαστολή Ιουδαίου τε και Έλληνος” και ότι στην κοινωνία της Εκκλησίας “ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην… πάντες γαρ υμείς είς έστε εν Χριστώ Ιησού”. Ωστόσο υπάρχει πάντοτε, για τον Παύλο τουλάχιστον, μια διάκριση. Η διάκριση αυτή βρίσκεται στο γεγονός ότι, ενώ όλοι Ιουδαίοι και Έλληνες είναι πια δικαιωμένοι και ίσοι έναντι του Θεού, οι επαγγελίες και ο ίδιος ο Μεσσίας προήλθαν από τους Ιουδαίους και όχι από τους Έλληνες. Με αλλά λόγια οι Ιουδαίοι προηγούνται στον Χριστιανισμό από τους Έλληνες, όχι μόνο χρονικά αλλά και ουσιαστικά, αφού με το να γίνουν χριστιανοί οι Έλληνες γίνονται ουσιαστικά “σπέρμα του Αβραάμ”, όπως βιάζεται να προσθέση ο Παύλος αμέσως μετά τη διακήρυξη ότι είναι πια ίσοι εν Χριστώ. Γι’ αυτό ακριβώς το κήρυγμα του Χριστού πρέπει να αρχίση πρώτα από τους Ιουδαίους (”Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι”). Γι’ αυτό θα ευχόταν ο ίδιος να γίνη ανάθεμα, αρκεί να σωθούν οι Ιουδαίοι (Ρωμ. 9, 3). Γι’ αυτό, για τον Παύλο τουλάχιστον, η Εκκλησία δεν είναι ολοκληρωμένη ωσότου εισέλθη και ο Ισραήλ σ’ αυτήν. Τις ιδέες αυτές τις αναπτύσσει ο Παύλος διεξοδικά, στα κεφάλαια 911 της “Προς Ρωμαίους” επιστολής του. Απευθυνόμενος εκεί στους εθνικούς που έγιναν χριστιανοί βλέπει μπροστά του ένα συγκλονιστικό “μυστήριο” του ελέους του Θεού: η απείθεια των Ιουδαίων στο κήρυγμα περί Χριστού ανοίγει τον δρόμο στους μη Ιουδαίους να γίνουν δεκτοί στις επαγγελίες του Θεού που δόθηκαν στους Ιουδαίους. Τώρα όμως εδώ είναι ένα βαρυσήμαντο σημείο ο Ισραήλ θα σωθή πια μόνο περνώντας από τους εθνικούς (”τω υμετέρω ελέει ίνα και αυτοί Ιουδαίοι ελεηθώσι”, Ρωμ. 11, 31). Για κάποιον που πίστευε, όπως ο Παύλος, σε όλη του τη ζωή ότι ή σωτηρία του κόσμου βρίσκεται μόνο στον Ιουδαϊσμό, είναι συγκλονιστικό να σκεφθή ότι ο Ισραήλ τελικά θα σωθή περνώντας από μια κοινωνία, την Εκκλησία, που βασικά πια την αποτελούν οι Έλληνες εθνικοί: “Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού”, αναφωνεί στο τέλος του 11ου κεφαλαίου. Το γεγονός της παρουσίας των Ελλήνων και μάλιστα κατά πλειονότητα στην Εκκλησία είναι για τον Παύλο η ανατροπή κάθε λογικής και κάθε σοφίας, όπως την είχε μάθει στη θρησκευτική του διαπαιδαγώγηση. Γι’ αυτό, όταν γράφεται η “Προς Εφεσίους” επιστολή, σε μια εποχή (αρχές ίσως του 60 μ.Χ.), που πιθανόν να είχε γίνει ήδη σαφές ότι βασικά η Εκκλησία συνδέεται πια ιστορικά με τον Ελληνισμό, το όλο θέμα της θέσεως των Ελλήνων μέσα στην Εκκλησία, δηλαδή της ενότητος Ιουδαίου και Έλληνος σε ένα σώμα, χαρακτηρίζεται ως ανεξερεύνητο μυστήριο, ως η κατ’ εξοχήν απόδειξη της επεμβάσεως του Θεού στην Ιστορία.

Ο Παύλος και οι ελληνικές κατηγορίες σκέψεως

Αν επιχειρήσουμε τολμηρότατο μέσα σε λίγες γραμμές να δώσουμε μια εικόνα του τρόπου με τον οποίο αφομοιώνονται και αλλοιώνονται στη σκέψη του Παύλου τόσο οι εβραϊκές, όσο και οι ελληνικές κατηγορίες σκέψεως, για να βγη από αυτές το νέο, το καθαρά χριστιανικό ή Παύλειο, θα πρέπει να θυμηθούμε τα γενικά πλαίσια της θεολογικής σκέψεως του Παύλου και να τοποθετήσουμε μέσα σ’ αυτά τις ειδικές περιπτώσεις των όρων ή νοημάτων πού υφίστανται την αλλοίωση. Βασικά ο Παύλος βλέπει τον άνθρωπο και γενικά το θέμα της αλήθειας μέσα στα βιβλικά πλαίσια της δημιουργίας και της ιστορίας της σωτηρίας, όπως αυτά πραγματοποιούνται στο πρόσωπο του Χριστού και στην κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, στην Εκκλησία. Κάθε έννοια, είτε εβραϊκή είτε ελληνική είναι η προέλευσή της, περνά μέσα από το διυλιστήριο αυτό, όπου αποκτά τη νέα σημασία της. Αυτό συμβαίνει π.χ. με τη χρήση του όρου “συνείδησις” (και του ρηματικού τύπου “σύνοιδα”), που τον συναντούμε πολύ συχνά στις επιστολές του Παύλου. Η ελληνική σκέψη αρχίζει, χρονολογικά και ουσιαστικά, από την αντίληψη του ανθρώπου ως σκεπτομένου όντος που αποκτά με αυτό τον τρόπο “συνείδηση” του κόσμου αλλά και του εαυτού του, μαζί με όλες τις πολώσεις που περιλαμβάνονται στον τελευταίο και που οδηγούν στα ηθικά διλήμματα και στους “ελέγχους”. Από εκεί οδηγείται η ελληνική σκέψη στην ηθική έννοια της συνειδήσεως, που επικρατεί ιδιαίτερα στους χρόνους λίγο πριν από την Καινή Διαθήκη. Στην εβραϊκή νοοτροπία, αντίθετα, η βάση της γνώσεως γενικά βρίσκεται στον θεό και στον λόγο του, ο οποίος δημιουργεί τη συνείδηση όχι πια στον ανθρώπινο νου, αλλά στην “καρδίαν” του ανθρώπου, στον χώρο της υπακοής και της αγάπης. Ο Παύλος με έναν τρόπο δημιουργικό συνθέτει τις δύο αυτές έννοιες και τις αλλοιώνει τοποθετώντας τες σε νέο φως: η συνείδηση είναι βέβαια και γι’ αυτόν γνώση και αυτογνωσία, που περιλαμβάνει “έλεγχον”, δεν πηγάζει όμως από τον άνθρωπο και τις νοητικές του ικανότητες, αλλά από την κρίση του Θεού. Ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο γιατί γνωρίζεται από τον Θεό. Κάτοπτρο αυτής της συνειδήσεως είναι ο Χριστός και οι σχέσεις του ανθρώπου μέσα στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία. Έτσι φθάνει να πη ο Παύλος το πρωτότυπο αυτό, ότι η συνείδηση του ανθρώπου αξιολογείται ουσιαστικά, πραγματώνεται όχι από τον ίδιο ούτε απλώς από τον θεό, αλλά από τους άλλους, μέσα στην κοινότητα της Εκκλησίας (βλ. π.χ. Α΄ Κορ. 8, 7-13· Β΄ Κορ. 5, 11, και ιδιαίτερα Α΄ Κορ. 10, 29). Έτσι η όλη γνωσιολογία μεταφέρεται στον χώρο της αγάπης (Α΄ Κορ. 8,2-3) και η αγάπη από “πρακτική” και “συναισθηματική” κατηγορία γίνεται γνωσιολογική έννοια. Με τον τρόπο αυτό η ελληνική σκέψη δεν απορρίπτεται: πρόκειται και πάλι για μια “συνείδηση” με γνωσιολογικό και κριτικό περιεχόμενο, που επιτρέπει τη χρήση του όρου και για τους εθνικούς (με την έννοια πού βρίσκουμε στην επιστολή προς Ρωμαίους 2, 15). Υφίσταται όμως μια βασική αλλοίωση που της αφαιρεί την ανθρωποκεντρικότητα και κάθε δυνατότητα αυτονομίας, που θα μπορούσε να της προσδώση πραγματικά και της προσέδωσε η ελληνική σκέψη. Της αφαιρεί επίσης κάθε αδιέξοδο και αρνητικότητα, που θα μπορούσε να της προσδώση η εβραϊκή αντίληψη περί θείας κρίσεως. Διαμορφωμένη στο πρόσωπο του Χριστού και στην κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή της χριστιανικής κοινότητος, η “συνείδηση” αποκτά κάτι το λυτρωτικό που βρίσκεται στην αγάπη.

Γενικά όλοι οι ανθρωπολογικοί όροι, όπως οι συναφείς μεταξύ τους σώμα-σαρξ-νους-πνεύμα κλπ., υφίστανται παρόμοιες αλλοιώσεις στη σκέψη του Αποστόλου. Ο άνθρωπος δεν ορίζεται πια από αυτό που είναι καθαυτός, από την ουσία του (την υλική ή την πνευματική), αλλά από τη σχέση του με τον Θεό και με τους άλλους. Πρόκειται για μια αλλοίωση της όλης Οντολογίας που, όπως θα δούμε αργότερα, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη φιλοσοφία των Πατέρων της Εκκλησίας. Μια τέτοια αλλοίωση επιτρέπει στον Παύλο να χρησιμοποιή ελληνικά ανθρωπολογικά σχήματα, όπως οι αντιθέσεις “σαρξ πνεύμα” κλπ., χωρίς να δέχεται ή να δημιουργή με αυτό τον τρόπο οντικές κατηγορίες και δυαλιστικά σχήματα (νεο)πλατωνικής ή άλλης φύσεως. Έτσι μια έννοια, όπως το “σώμα”, γίνεται γι’ αυτόν το “σκήνος” από το οποίο “ευδοκούμεν μάλλον εκδημήσαι… και ενδημήσαι προς Κύριον” κάτι πού τόσο εύκολα μπορεί να παρεξηγηθή νεοπλατωνικά αλλά συγχρόνως και η πιο ιερή και θετική οντολογική κατηγορία, το νήμα του Χριστού, της Εκκλησίας, της Ευχαριστίας, του κάθε πιστού, δηλαδή ο όρος που εκφράζει όχι μόνο την αδιαίρετη ακεραιότητα του ανθρώπου, αλλά και την αιώνια ζωή και σωτηρία του.

Η διεργασία αυτή που υφίσταται η ελληνική “σοφία” στη σκέψη του Παύλου επεκτείνεται ουσιαστικά σε όλη τη θεολογία του και είναι ανάλογη προς εκείνη που πραγματοποιείται γενικά στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες.

Γ. Η ΑΛΛΗΛΟΠΕΡΙΧΩΡΗΣΗ

Εκχριστιανισμός του ελληνισμού και εξελληνισμός του χριστιανισμού

Ο 2ος αι. ήταν κρίσιμος για τις σχέσεις Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Είχε γίνει πια σαφές ότι η ιστορική πορεία του Χριστιανισμού ήταν δεμένη οριστικά με τον Ελληνισμό. Ο δεσμός όμως αυτός δεν ήταν χωρίς κινδύνους για τον Χριστιανισμό. Ο πιο μεγάλος κίνδυνος ήταν να εξελληνισθή τόσο πολύ ο Χριστιανισμός, ώστε να αποτελέση ουσιαστικά ένα παρακλάδι, μιαν “αίρεση” του Ελληνισμού. Στις αιρέσεις ο κίνδυνος αυτός δεν αποφεύχθηκε. Κοσμοθεωριακά στοιχεία του Ελληνισμού αντικατέστησαν βασικές θέσεις του Χριστιανισμού με αποτέλεσμα να αλλάξη ριζικά ο χαρακτήρας του τελευταίου. Στην περίπτωση των Απολογητών η αντικατάσταση αυτή ήταν μόνο μερική. Χάρη στην εκλεκτικότητα των χριστιανών αυτών στοχαστών, πολλές από τις βασικές κοσμοθεωριακές θέσεις του Ελληνισμού δεν βρήκαν τον δρόμο τους στον Χριστιανισμό. Οι Απολογητές επέμεναν στη διατήρηση βασικών άρθρων της πίστεως της Εκκλησίας και απέρριπταν κάθε ελληνική διδασκαλία πού ήταν αντίθετη σ’ αυτά. Αλλά η ελληνική σκέψη δεν ήταν κάτι που μπορούσε να περιορισθή σε συγκεκριμένα “θέματα” ή άρθρα πίστεως. Διαπερνούσε τα πάντα και αποτελούσε σε τελευταία ανάλυση υπόθεση μεθοδολογίας, αφορούσε δηλαδή στη στάση που παίρνει ο άνθρωπος γενικά απέναντι στον κόσμο και στους θεούς. Και στο σημείο αυτό, όπως είδαμε, οι Απολογητές, στην προσπάθεια τους να εναρμονίσουν τον Χριστιανισμό με την ελληνική φιλοσοφία, άφησαν τον Ελληνισμό να διαπεράση τη χριστιανική στάση απέναντι στον κόσμο κατά ένα τρόπο επικίνδυνο. Το φαινόμενο αυτό το ονομάσαμε ήπιο εξελληνισμό του Χριστιανισμού. Οι Απολογητές δεν ήταν οι ίδιοι αιρετικοί – και αυτό χάρη στην εκλεκτικότητα τους. Έριξαν όμως τα σπέρματα τρομερών αιρέσεων που ταλαιπώρησαν την Εκκλησία στον 3ο και τον 4ο αι.

Ο τρόπος, με τον όποιο αντιμετώπισε ή Εκκλησία τόσο τις πρώτες αιρέσεις που εξετάσαμε όσο και αυτές που προέκυψαν αργότερα από τον “ήπιο εξελληνισμό” του Χριστιανισμού από τους Απολογητές, συνδέεται ουσιαστικά με το όλο πρόβλημα της σχέσεως Ελληνισμού και Χριστιανισμού τον 2ο αι. Παράλληλα με την κίνηση τόσο του ακραίου όσο και του ήπιου εξελληνισμού του Χριστιανισμού, για τους οποίους αναφέραμε παραπάνω, αναπτυσσόταν τον 2ο αι. και μια αντίστροφη πορεία στη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Ήταν η προσπάθεια του Χριστιανισμού να κατακτήση αυτός ουσιαστικά τον Ελληνισμό, να γίνη δηλαδή ένας εκχριστιανισμός του Ελληνισμού όχι στην επιφάνεια αλλά στην ουσία.

Το ενδιαφέρον στην ιστορία της εποχής που εξετάζουμε είναι ότι εκείνοι που έκαναν την πρώτη αυτή προσπάθεια εκχριστιανισμού του Ελληνισμού ήταν οι ίδιοι Έλληνες. Αυτό σημαίνει ότι ο εκχριστιανισμός αυτός δεν ήταν μια άρνηση του Ελληνισμού. Ήταν μια μεταμόρφωση, στην οποία τα βασικά ερωτήματα και ενδιαφέροντα του ελληνικού πνεύματος ικανοποιήθηκαν με απαντήσεις που δεν ήταν πια “ελληνικές”. Έτσι η μεγάλη αυτή μεταμόρφωση απέδειξε ότι ο Χριστιανισμός μπόρεσε να κάνη μια βαθιά διάκριση ανάμεσα στα ερωτήματα και στις απαντήσεις του ελληνικού πολιτισμού. Γιατί υπήρχαν πραγματικά ερωτήματα όχι μόνο βέβαια διανοητικά, αλλά κυρίως υπαρξιακά που μόνον οι Έλληνες με τον τρόπο της σκέψεώς τους ήταν σε θέση να προβάλουν. Μερικά από αυτά, όπως το κοσμολογικό, το Οντολογικό κλπ. Αλλά ακριβώς το ότι τέτοια ερωτήματα και αγωνίες τυπικά, και αποκλειστικά, ελληνικές, βρήκαν ικανοποίηση σε μια κοσμοθεωρία που στη βάση της την ιουδαϊκή δεν έθετε ποτέ τέτοιου είδους ερωτήματα, αυτό ακριβώς είναι το θαύμα που επιτέλεσαν οι Έλληνες Πατέρες. Το θαύμα αυτό, που απαιτούσε δημιουργική σκέψη σπάνια, ολοκληρώθηκε βέβαια και έδειξε το μεγαλείο του τον 4ο αι., στη “χρυσή” αυτή περίοδο των Πατέρων της Εκκλησίας. Αλλά η αρχή του, χωρίς την οποία ποτέ δεν θα υπήρχε η “χρυσή” εκείνη περίοδος, βρίσκεται στον 2ο αι.

Συμπεράσματα

Ο Χριστιανισμός έκανε πλήρη χρήση του ελληνικού πολιτισμού στα μέσα της εκφράσεώς του. Πήρε από τον Ελληνισμό τη γλώσσα και τις μορφές εκφράσεως, όπως όλοι οι κάτοικοι της ελληνορωμαϊκής οικουμένης στα χρόνια αυτά, χωρίς όμως να επιδοθή στην καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων. Η Ομιλητική και το κήρυγμα μόνο προς το τέλος του 2ου αι., και αυτό πολύ δειλά, αρχίζουν να καλλιεργούνται με βάση τα ελληνικά πρότυπα. Η υμνογραφία δεν παρουσιάζει και αυτή ανάπτυξη σε σημείο που να θεωρηθή συμβολή στην εξέλιξη της ελληνικής φιλολογίας. Μόνον η ελληνική πολιτική ζωή φαίνεται να έχη κάποια σχέση με την οργάνωση της Εκκλησίας. Εκείνο όμως που έχει καίρια σημασία στη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στα χρόνια αυτά είναι η συνάντηση δύο κοσμοθεωριών και η γέννηση από τη συνάντηση αυτή ενός νέου κόσμου. Από το πρίσμα αυτό προπαντός είδαμε την ιστορική εξέλιξη του Χριστιανισμού στον χώρο του Ελληνισμού, γιατί αυτό κυρίως έκρινε και κρίνει και σήμερα ακόμη την ιστορική πορεία του Ελληνισμού.

Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στο επίπεδο της κοσμοθεωρίας δημιούργησε συγκρούσεις, αλληλοεπιδράσεις, αλλά και ιστορικής σημασίας μεταμορφώσεις τόσο στον Ελληνισμό όσο και στον Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός, έχοντας τις ιστορικές καταβολές του στον Ιουδαϊσμό, έφερε μαζί του μια θεώρηση του κόσμου που επικράτησε να την λέμε βιβλική. Σύμφωνα με τη θεώρηση, αυτή ο κόσμος δεν είναι αυθυπόστατος, ούτε αυτεξήγητος. Για να τον κατανοήσης και να ζήσης σωστά σ’ αυτόν, πρέπει να πας πίσω από αυτόν, να προϋποθέτης ένα ον εντελώς ελεύθερο από τον κόσμο, τον Θεό, ο οποίος δεν ερμηνεύεται από τον κόσμο, αλλά ερμηνεύει αυτός ως προϋπόθεση τον κόσμο. Τόσο ελεύθερος είναι ο Θεός αυτός από τον κόσμο, ώστε η ελευθερία Του, η θέληση και η ενέργειά Του να δημιουργούν όντα. Οτιδήποτε δηλαδή μπορεί να λεχθή ότι υπάρχει είναι αποτέλεσμα της ελευθερίας και των επεμβάσεων του ελευθέρου αυτού Όντος στον χώρο και στον χρόνο. Έτσι η βιβλική σκέψη έφθασε στο σημείο να βλέπη τα πάντα από τη σκοπιά της Ιστορίας. Το ρήμα “είναι” στη βιβλική (την εβραϊκή) γλώσσα δεν αντιστοιχεί παρά στο “δραν”, “συμβαίνειν” κλπ.

Μια τέτοια νοοτροπία ήταν φυσικό να συναντήση δυσκολίες στον ελληνικό χώρο. Όχι γιατί η ελληνική σκέψη ήταν «άθεη», κάθε άλλο. Από την κλασική ακόμη εποχή οι Έλληνες καλούσαν τη φιλοσοφία τους “θεολογία”, ενώ στα χρόνια που εξετάσαμε εδώ είχαν καλλιεργήσει ακόμη περισσότερο τις θεολογικές πλευρές της σκέψεώς τους. Αλλά ο θεός των Ελλήνων ήταν πάντοτε δεμένος με τον κόσμο. Ουσιαστικά δεν ήταν αυτός η προϋπόθεση που ερμηνεύει τον κόσμο, αλλά το συμπέρασμα, στο οποίο φθάνουμε εξετάζοντας τον κόσμο (Πλάτων). Και όταν ακόμη ο Θεός δημιουργή τον κόσμο από τη θέλησή του, όπως στον “Τίμαιο” του Πλάτωνος, τον δημιουργεί από ύλη πού προϋπάρχει. Είναι ήδη γνωστό πως δημιουργός σημαίνει στην ουσία διακοσμητής. Είναι αδιανόητο για τον αρχαίο Έλληνα να προϋποθέσης ένα Θεό που δεν δεσμεύεται από το Είναι. Το Είναι είναι η προϋπόθεση της δράσεως και της ελευθερίας – όχι το αντίστροφο που υποδηλώνει η βιβλική νοοτροπία. Πρώτα υπάρχεις και ύστερα δρας ελεύθερα. Η ελευθερία που αυθαιρετεί απέναντι του κόσμου και της αρμονίας του είναι ύβρις που τιμωρείται ακριβά. Αυτό διδάσκει με συνέπεια η αρχαία τραγωδία.

Το πρόβλημα λοιπόν που δημιούργησε η είσοδος του Χριστιανισμού στον χώρο του Ελληνισμού ήταν βαθύτατο. Ήταν πρόβλημα ερμηνείας. Για να καταλάβη ένας Έλληνας, σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω, το κήρυγμα περί Χριστού, έπρεπε πρώτα να θέση το ερώτημα: τι είναι ο Χριστός. Για τον Ιουδαίο που γινόταν Χριστιανός τέτοιο ερώτημα ή δεν υπήρχε ή έπαιρνε την απάντησή του από την Ιστορία: ο Χριστός αντιπροσωπεύει μια ορισμένη επέμβαση και πράξη του Θεού στον Κόσμο αυτό είναι το Είναι του, δηλαδή μια θεία πράξη και συνεπώς ο Θεός ο ίδιος. Έτσι το πρόβλημα της ερμηνείας μεταβαλλόταν σε θέμα αλλαγής νοοτροπίας. Ο Έλληνας έπρεπε να μάθη να σκέπτεται ιστορικά και να ανάγη το Είναι στην ελευθερία, να αναστρέψη δηλαδή την κοσμοθεωρία του. Αλλά το πρόβλημα είχε και την αντίθετη πλευρά. Με το να θέτη το ερώτημα περί Χριστού περί κόσμου οντολογικά και όχι ιστορικά (με το να ερωτά δηλαδή τι είναι ο Χριστός ή κάποιο ον) ο Έλληνας υποχρέωνε τους κήρυκες του Χριστιανισμού να βρουν τρόπους να εκφράσουν την πίστη τους με οντολογικές κατηγορίες, χωρίς όμως να δεχθούν την ελληνική νοοτροπία, όπως την περιγράψαμε παραπάνω (χωρίς δηλαδή να δεσμεύσουν τον Θεό και την ελευθερία στην οντολογία). Εδώ ακριβώς αρχίζει η μεγάλη δυσκολία, αλλά και η μεγάλη δυνατότητα. Εδώ γεννιέται ο εκχριστιανισμένος Ελληνισμός.

Στην ιστορική αναδρομή πού κάμαμε, είδαμε τις αποτυχίες και τις επιτυχίες του Χριστιανισμού στο μεγάλο αυτό θέμα. Πολλοί χριστιανοί στοχαστές, στη συνάντηση αυτή των δύο κοσμοθεωριών, έκλιναν ολοκληρωτικά ή μερικά προς την πλευρά της ελληνικής κοσμοθεωρίας. Άλλοι όμως μετέτρεψαν τον κίνδυνο σε δυνατότητα. Παρέμειναν Έλληνες επιμένοντες να ρωτούν για το Είναι του κόσμου, του Χριστού και του Θεού· αλλά και βιβλικοί με το να ανάγουν το Είναι του κόσμου στην ελευθερία και να κρίνουν την ύπαρξη του κόσμου με το κριτήριο της Ιστορίας, και των εσχάτων. Και έτσι έγινε το θαύμα. Για πρώτη φορά στην Ιστορία ο Ελληνισμός έμαθε να ταυτίζη το Είναι με την ελευθερία και με την πράξη και να κάνη την προσωπική σχέση και την αγάπη όχι αποτέλεσμα του Είναι αλλά ταυτόσημη με αυτό. Συγχρόνως έμαθε και ο κόσμος όλος ότι οι δύο πολιτισμοί που επί αιώνες αντιμάχονταν αλλήλους, ο Ανατολικός Συριακός και ο Ελληνικός, και που υποχρεώθηκαν να ζήσουν κάτω από την ίδια στέγη στις ελληνιστικές και ρωμαϊκές πραγματικότητες της Ιστορίας, μπορούσαν πια ελεύθερα και σαν αποτέλεσμα μιας βαθιάς εσωτερικής συνθετικής διεργασίας να ζουν ως ένας άνθρωπος. Το “ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος” που διεκήρυξε ο Παύλος δεν ήταν εύκολο να γίνη ιστορική πραγματικότητα. Σήμαινε μια βαθύτατη αλλαγή στην Ιστορία, της οποίας δημιουργοί ήταν οι Έλληνες Πατέρες. Η δημιουργική συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στα πρόσωπα των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας έκρινε έτσι οριστικά και ευεργετικά την πορεία όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της Παγκόσμιας Ιστορίας.

Πηγή1: Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται πλήρες στον Στ΄ τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού έθνους

Πηγή2: http://www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika/keimena/zizioulas.htm

Εισαγωγή στην "Ψυχολογία του Αθεϊσμού"

του Paul C. Vitz (Καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης)

Πηγή: http://www.leaderu.com/truth/1truth12.html Copyright © 1995-2005 “Leadership University”. All rights reserved

 Μετάφραση: Α. Ν. Επιμέλεια: Θωμάς Δρίτσας

Ο τίτλος αυτού το πονήματος «Η Ψυχολογία του Αθεϊσμού» ίσως φαντάζει παράξενος.

Φυσικά, οι συνάδελφοί μου ψυχολόγοι το βρήκαν αλλόκοτο, και επί πλέον – τολμώ να πω – κάπως ενοχλητικό. Εδώ που τα λέμε, από τότε που ιδρύθηκε η ψυχολογία προ ενός αιώνα περίπου, συνήθιζε να εστιάζει σε αντίθετο θέμα, ήτοι, στην ψυχολογία της θρησκευτικής πίστης. Πράγματι, η προέλευση της μοντέρνας ψυχολογίας από πολλές απόψεις είναι στενά συνδεδεμένη με τους ψυχολόγους που σαφέστατα πρότειναν ερμηνείες για την πίστη στον Θεό.

Οι Ουίλιαμ Τζέημς και Σίγκμουντ Φρόυντ για παράδειγμα, είχαν και οι δυο τους προσωπικά και επαγγελματικά ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Θυμηθείτε το έργο “The Will to Believe” (Η θέληση να πιστεύεις) του Τζέημς, και το -ακόμη διάσημο- έργο του, “Varieties of Religious Experience” (Ποικιλίες Θρησκευτικής Εμπειρίας). Και τα δύο αυτά έργα είναι αφιερωμένα στην προσπάθεια κατανόησης της πίστεως ως αποτέλεσμα ψυχολογικών –δηλαδή φυσικών- αιτιών. Ο Τζέημς ίσως να έδειχνε κάποια συμπάθεια προς στην θρησκεία, όμως η προσωπική του θέση ήταν αυτή της αμφιβολίας και του σκεπτικισμού, και τα γραπτά του αποτελούσαν τμήμα της γενικής υπονόμευσης της θρησκευτικής πίστεως από την ψυχολογία. Όσο για τον Φρόυντ, οι κριτικές του για την θρησκεία –και ειδικά για τον Χριστιανισμό- είναι πασίγνωστες, και θα τις αναλύσουμε σε λίγο. Προς το παρόν, μας φτάνει να γνωρίζουμε πόσο βαθειά είχε απασχολήσει τον Φρόϋντ και την σκέψη του, το ζήτημα του Θεού και της θρησκείας.

Δεδομένης της στενής σχέσης μεταξύ της θεμελίωσης του μεγαλύτερου μέρους της ψυχολογίας και της κριτικής ερμηνείας της θρησκείας, δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάσει το γεγονός πως οι περισσότεροι ψυχολόγοι βλέπουν με κάποιο τρόμο, το ενδεχόμενο να γίνει οποιαδήποτε απόπειρα πρότασης για τον ορισμό της ψυχολογίας του Αθεϊσμού. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα ωθούσε –το λιγότερο- σε αμυντική στάση τους περισσότερους ψυχολόγους, και θα τους έδινε μια γεύση από το δικό τους γιατρικό.

Οι ψυχολόγοι ως επί το πλείστον παρατηρούν και ερμηνεύουν τους άλλους, και είναι καιρός πια μερικοί από αυτούς να βιώσουν προσωπικά, το πώς νοιώθει κανείς όταν τον βάζουν κάτω από το μικροσκόπιο της ψυχολογικής θεωρίας και των πειραμάτων της. Όπως και να ‘χει το θέμα, σκοπεύω να δείξω πως οι ψυχολογικές θεωρίες – που χρησιμοποιούνται αρκετά επιτυχημένα για την ερμηνεία της θρησκείας -είναι δίκοπο μαχαίρι, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξ ίσου για την ερμηνεία του αθεϊσμού. Η σάλτσα για τον πιστό είναι σάλτσα και για τον μη-πιστό.

Πριν ξεκινήσω όμως, θέλω να επισημάνω δύο σημεία που βασίζονται στην αξίωση που βρίσκεται μέσα στα πιο πάνω σχόλιά μου. Πρώτα απ’ όλα, θεωρώ πως τα μεγαλύτερα εμπόδια στην πίστη στον Θεό δεν είναι λογικά, αλλά μπορούμε –σε γενικές γραμμές- να τα ονομάσουμε «ψυχολογικά εμπόδια». Δεν είναι επιθυμία μου να προσβάλλω τους πολλούς, εξέχοντες φιλοσόφους (πιστούς και μη πιστούς) στο ακροατήριό μου, όμως, είμαι πεπεισμένος πως, για κάθε άνθρωπο που επηρεάζεται δυναμικά από λογικά επιχειρήματα, υπάρχουν πάρα – πάρα πολλοί άλλοι, που επηρεάζονται από μη λογικούς, ψυχολογικούς παράγοντες.

Η ανθρώπινη καρδιά είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει, ούτε μπορεί να γνωρίσει την κάθε αυταπάτη της, όμως, είναι υποχρέωση του κάθε ψυχολόγου να προσπαθήσει. Έτσι λοιπόν, για ξεκίνημα, προτείνω πως παίζουν μεγάλο ρόλο τα νευρωσικά, ψυχολογικά εμπόδια, προκειμένου να υπάρξει πίστη στον Θεό. Το τι μπορεί να είναι αυτά τα εμπόδια, θα το πούμε σε λίγο. Συνεπώς, για τους πιστεύοντες είναι σημαντικό να έχουν κατά νουν πως πολύ συχνά, πίσω από την μη-πίστη, κρύβονται ψυχολογικά κίνητρα και πιέσεις, που συχνά δεν γίνονται αντιληπτά.

Ένας από τους πρώιμους ειδικούς του υποσυνείδητου – ο Απόστολος Παύλος – έγραψε: «…το γαρ θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω… βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου…» (Προς Ρωμαίους 7: 18, 23). Έτσι, μου φαίνεται σαν έγκυρη θεολογία, αλλά και έγκυρη ψυχολογία, να πούμε πως οι ψυχολογικοί παράγοντες μπορούν να αποτελέσουν εμπόδια για την πίστη και για την συμπεριφορά, και πως πολύ συχνά, μπορεί να υπάρχουν και υποσυνείδητοι παράγοντες επίσης. Επί πλέον, σαν πόρισμα, είναι λογικό να προταθεί πως οι άνθρωποι ποικίλουν πολύ, ως προς το βαθμό που αυτοί οι παράγοντες υπάρχουν στην ζωή τους.

Μερικοί από εμάς είχαμε την ευλογία μιας ανατροφής, ενός ταμπεραμέντου, ενός κοινωνικού περίγυρου, και άλλων δωρεών, που έχουν κάνει την πίστη στον Θεό ένα πιο εύκολο επίτευγμα, από πολλούς άλλους, που έχουν υποφέρει περισσότερο, ή που έχουν ανατραφεί σε ένα πνευματικά στερημένο περιβάλλον, ή που είχαν άλλα βάσανα να αντιμετωπίσουν. Η Αγία Γραφή το λέει ξεκάθαρα, πως πολλά παιδιά –ακόμα και μέχρι τρίτης ή τέταρτης γενεάς- υποφέρουν από τις αμαρτίες των πατέρων τους, έστω και αν πρόκειται για αμαρτίες πατέρων που πιθανόν να ήσαν πιστοί. Εν ολίγοις, το πρώτο σημείο μου είναι, πως ορισμένοι άνθρωποι έχουν πολύ πιο σοβαρά ψυχολογικά εμπόδια για να πιστέψουν, απ’ ότι έχουν άλλοι – σημείο που συγκλίνει με την ξεκάθαρη προτροπή της Γραφής πως δεν πρέπει να κρίνουμε τους άλλους, όσο και αν καλούμεθα να διορθώσουμε το κακό.

Το δεύτερο σημείο μου, σαν αξίωση, είναι πως –παρά τις σοβαρές δυσκολίες στην απόκτηση πίστης- όλοι μας έχουμε παρά ταύτα την ελευθερία επιλογής να δεχθούμε τον Θεό, ή να Τον απορρίψουμε. Αυτή η αξίωση δεν έρχεται σε αντίθεση με το πρώτο σημείο. Ίσως χρειάζεται λίγη διευκρίνιση για να γίνει πιο κατανοητό. Δηλαδή, ένας άνθρωπος, εξ αιτίας του παρελθόντος του –ή και του παρόντος του- μπορεί να δυσκολευτεί πιο πολύ από τους άλλους να πιστέψει στον Θεό. Όμως, υποτίθεται πως ανά πάσα στιγμή –και σίγουρα πολλές φορές- μπορεί να επιλέξει να κινηθεί προς τον Θεό, ή να απομακρυνθεί από Αυτόν. Έτσι, ένας άνθρωπος μπορεί να ξεκινήσει με τόσα πολλά εμπόδια που, ακόμα και μετά από μια πολυετή, αργή απόφασή του να κινηθεί προς τον Θεό, να μην φτάσει εκεί ποτέ. Άλλοι μπορεί να φτάσουν πρώτα στον θάνατο, πριν φτάσουν στην πίστη. Υποθέτουμε λοιπόν, πως θα κριθούν –όπως όλοι μας- από την απόσταση που διένυσαν κινούμενοι προς τον Θεό, και από το πόσο καλά αγάπησαν τον πλησίον… Από το πόσο απέδωσαν με αυτά που είχαν.

Παρομοίως, ένας άλλος άνθρωπος, χωρίς καμία ψυχολογική δυσκολία, είναι το ίδιο ελεύθερος να απορρίψει τον Θεό, και αναμφιβόλως, πολλοί το κάνουν. Οπότε, αν και κατά βάθος το θέμα εντοπίζεται στην θέληση και την αμαρτωλή φύση μας, είναι παρά ταύτα δυνατόν να ερευνήσουμε εκείνους τους ψυχολογικούς παράγοντες που προδιαθέτουν τον άνθρωπο να μην πιστεύει, και που κάνουν τον δρόμο του προς τον Θεό ιδιαίτερα μακρύ και επίπονο.

Τα κοινωνικά και προσωπικά κίνητρα

Φαίνεται να υπάρχει μια διαδεδομένη αντίληψη σε μεγάλο μέρος της Δυτικής διανοούμενης κοινωνίας, πως η πίστη στον Θεό βασίζεται σε ένα σωρό από παράλογες, ανώριμες ανάγκες και επιθυμίες, ενώ ο αθεϊσμός ή ο σκεπτικισμός προέρχεται από μια δήθεν λογική, σοβαρή εκτίμηση της πραγματικότητας. Για να ξεκινήσω την κριτική επί της αξίωσης αυτής, θα αρχίσω με την προσωπική μου ιστορία.

Όπως μπορεί να γνωρίζουν κάποιοι από εσάς για το άτομό μου, μετά από μια κάπως χαλαρή, ξενέρωτη Χριστιανική ανατροφή, έγινα αθεϊστής όταν πήγαινα στο κολλέγιο στην δεκαετία του 50, και παρέμεινα αθεϊστής, μέχρι την αποφοίτησή μου και εν συνεχεία στα πρώτα χρόνια μου ως νεαρός, πειραματικός ψυχολόγος στο σώμα των καθηγητών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Δηλαδή, είμαι ένας ενήλικας μεταστραφείς, ή, πιο σωστά, ένας ξανα-μεταστραφείς στον Χριστιανισμό, ο οποίος επέστρεψε στην πίστη –προς μεγάλη του έκπληξη- στα τριάντα-τόσο του χρόνια, μέσα στο πολύ κοσμικό περιβάλλον της ακαδημαϊκής ψυχολογίας της Πόλεως της Νέας Υόρκης.

Δεν μπήκα στην πτυχή αυτή για να πλήξετε με τις λεπτομέρειες της ζωής μου, αλλά για να σημειώσετε, πως μέσα από την ανασκόπηση της προσωπικής μου εμπειρίας, γίνεται πλέον ξεκάθαρο σε μένα, πως οι λόγοι που έγινα και που παρέμεινα αθεϊστής-σκεπτικιστής από την ηλικία των 18 μέχρι τα 38 μου, ήσαν επιφανειακοί, παράλογοι και μάλλον χωρίς καμία διανοουμενίστικη ή ηθική ακεραιότητα. Επί πλέον, είμαι πεπεισμένος πως τα κίνητρά μου ήσαν –και ακόμα είναι- τα συνηθισμένα στους διανοούμενους κοινότυπα κίνητρα, και προπαντός στους κοινωνικούς επιστήμονες.

Οι κύριοι συντελεστές που εμπλέκονται στην επιλογή μου να γίνω αθεϊστής (αν και δεν τους είχα εντοπίσει τότε) είναι οι εξής:

Γενική κοινωνικότητα

 Μια σοβαρή επιρροή στα νιάτα μου ήταν η έντονη κοινωνική αμηχανία που ένοιωθα. Ντρεπόμουν λιγάκι, που προερχόμουν από μια Μέσο-Δυτική Πολιτεία, επειδή φάνταζε τρομερά ανιαρή, στενόχωρη, και επαρχιώτικη. Σίγουρα, δεν είναι και τόσο ρομαντικό ή εντυπωσιακό, να κατάγεται κανείς από το Σινσινάτι του Οχάϊο, έχοντας ακαθόριστες, ανακατεμένες, Γερμανο-Αγγλο-Ελβετικές ρίζες… εν ολίγοις, να είσαι μια δυσβάσταχτα μεσοαστική προσωπικότητα… Πέραν της επιθυμίας να δραπετεύσω από ένα ανιαρό –και σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια ανάξιο, και κοινωνικά μειονεκτικό παρελθόν- επιθυμούσα να συμμετέχω, ή μάλλον, να αισθάνομαι πιο βολικά, στο καινούργιο, συναρπαστικό – ακόμα και γοητευτικό – κοσμικό περιβάλλον στο οποίο εισχωρούσα. Είμαι σίγουρος, πως τα ίδια ακριβώς κίνητρα έχουν επηρεάσει το ίδιο δυνατά τις ζωές αμέτρητων «ανηφορούντων» και ανήσυχων νέων ανθρώπων των δύο τελευταίων αιώνων. Ας θυμηθούμε τον Βολταίρο, ο οποίος μετακόμισε στον λαμπερό, αριστοκρατικό και ραφινάτο κόσμο του Παρισιού μεν, αλλά, πάντοτε ένοιωθε άσχημα για την επαρχιακή και μη αριστοκρατική καταγωγή του… ή, τα Εβραϊκά γκέττο, από τα οποία τόσοι «αφομοιωμένοι» Εβραίοι είχαν δραπετεύσει… ή, το νεοαφιχθέν στην Νέα Υόρκη επαρχιωτόπουλο, που ντρέπεται για τους φονταμενταλιστές γονείς του…

Αυτό το είδος κοινωνικής πίεσης έχει σπρώξει πάρα πολλούς μακριά από την πίστη στον Θεό, και απ’ όλα όσα συσχετίζονται –κατ’ αυτούς- με την πίστη αυτή.

Θυμάμαι ένα μίνι-σεμινάριο στην περίοδο την μεταπτυχιακή, όπου σχεδόν όλα τα παριστάμενα μέλη είχαν εκδηλώσει κάποια στιγμή την ίδια αμηχανία και την ίδια ανταπόκριση στις πιέσεις που ένοιωθαν, εν όψει της εξειδικευμένης κοινωνικότητας της «μοντέρνας ζωής». Ο ένας φοιτητής προσπαθούσε να απαλλαγεί από το θρησκευτικό υπόβαθρο των Βαπτιστών του Νότου… ο άλλος, ήθελε να ξεφύγει από το περιβάλλον των Μορμόνων μιας μικρής κωμόπολης… ένας τρίτος, επιδίωκε να βγει από ένα πολύ Εβραϊκό γκέττο του Μπρούκλυν… και ο τέταρτος, ήμουν εγώ.

Ειδική κοινωνικότητα

 Ένας άλλος κυρίαρχος λόγος που επιθυμούσα να γίνω αθεϊστής, ήταν πως επιζητούσα την αποδοχή των ισχυρών και «δικτυωμένων» επιστημόνων στον χώρο της ψυχολογίας. Συγκεκριμένα, επιζητούσα την αποδοχή των καθηγητών μου στην μεταπτυχιακή σχολή. Σαν απόφοιτος, είχα παντελώς «κοινωνικοποιηθεί» από την ειδική «κουλτούρα» της ψυχολογίας της ακαδημαϊκής έρευνας. Όμως, οι καθηγητές μου στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, όσο και αν διαφωνούσαν επί των θεωριών της ψυχολογίας, ήσαν οπωσδήποτε ενωμένοι (απ’ όσα μπορούσα να διακρίνω) σε δύο πράγματα, ήτοι, την έντονη φιλοδοξία τους για ατομική καριέρα, και την απόρριψη της θρησκείας. Όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Διότι ο ασεβής καυχάται εις τας επιθυμίας της ψυχής αυτού, και ο πλεονέκτης μακαρίζει εαυτόν· καταφρονεί τον Κύριον. Ο ασεβής διά την αλαζονείαν του προσώπου αυτού δεν θέλει εκζητήσει τον Κύριον· πάντες οι διαλογισμοί αυτού είναι ότι δεν υπάρχει Θεός.» (Ψαλμοί, 10: 3-4).

Στο περιβάλλον αυτό, όπως έμαθα να ντύνομαι σαν φοιτητής κολλεγίου φορώντας τα κατάλληλα ρούχα, έτσι έμαθα να «σκέπτομαι» σαν σωστός ψυχολόγος, «φορώντας» τις κατάλληλες –δηλαδή τις αθεϊστικές- ιδέες και νοοτροπίες.

Προσωπική άνεση

 Τέλος, στην λίστα αυτών των επιφανειακών (αλλά οπωσδήποτε ισχυρών) παράλογων πιέσεων για να γίνω αθεϊστής, οφείλω να προσθέσω και την απλή, προσωπική μου άνεση. Η αλήθεια είναι πως, μέσα στον σημερινό, πανίσχυρο, εκκοσμικευμένο και νεοπαγανιστικό περιβάλλον, είναι μάλλον άβολο να γίνει κανείς ένας συνειδητός πιστός. Θα έπρεπε εγώ να είχα εγκαταλείψει πάρα πολλές απολαύσεις, και να διαθέτω μεγάλο μέρος από τον χρόνο μου.

Χωρίς να μπαίνω σε λεπτομέρειες, δεν είναι τόσο δύσκολο να φανταστείτε τις σεξουαλικές απολαύσεις που θα έπρεπε να απορρίψω, αν επρόκειτο να γίνω συνειδητός πιστός. Επίσης, ήξερα πως θα μου στοίχιζε σε χρόνο, και σε χρήμα. Θα υπήρχαν οι εκκλησιασμοί, οι εκκλησιαστικές συνάξεις, χρόνος για προσευχή και ανάγνωση της Γραφής, χρόνος για την βοήθεια συνανθρώπων… Αδύνατον… Ήμουν ήδη πάρα πολύ απασχολημένος. Προφανώς θα μου αναστάτωνε πολύ το πρόγραμμά μου, αν γινόμουν θρήσκος…

Τώρα, ίσως να σκέφτεστε πως τέτοιοι λόγοι περιορίζονται σε κάτι ανώριμους νεαρούς σαν εμένα στα είκοσί μου χρόνια. Και όμως, μια τέτοια λογική δεν είναι τόσο περιορισμένη. Θα σας αναφέρω εδώ την περίπτωση του Μόρτιμερ Άντλερ: πρόκειται για τον πασίγνωστο Αμερικανό φιλόσοφο, συγγραφέα και διανοούμενο, ο οποίος διέθεσε μεγάλο μέρος της ζωής του, μελετώντας τον Θεό και διάφορα θρησκευτικά θέματα. Ένα από τα πιο πρόσφατα βιβλία του, του 1980, είναι το «How to Think About God: A Guide for the 20th Century Pagan» (Πώς να Σκέφτεστε για τον Θεό: Ένας Οδηγός για τον Παγανιστή του 20ου Αιώνα»). Στο έργο του αυτό, ο Άντλερ υποστηρίζει ένθερμα το επιχείρημα της ύπαρξης του Θεού, και κοντά στα τελευταία κεφάλαια, πλησιάζει πάρα πολύ στην αποδοχή του Ζώντος Θεού. Όμως αποτραβιέται, και παραμένει μέσα στην “απέραντη παρέα των θρησκευτικά ανένταχτων”. (Graddy, 1982). Παρά ταύτα, ο Άντλερ αφήνει την εντύπωση πως η απόφασή του αυτή είναι περισσότερο ζήτημα θελήματός του, παρά διανοήματός του. Όπως σημειώνει ένας από τους σχολιαστές του (Graddy, 1982), ο Άντλερ επιβεβαιώνει αυτή την εντύπωση, μέσα στην αυτοβιογραφία του, το 1976, με τίτλο «Philosopher at Large» (Φιλόσοφος Αδέσποτος). Εκεί μέσα, καθώς ερευνά τους λόγους που δύο φορές «φρενάρισε» στο κατώφλι της πλήρους θρησκευτικής δέσμευσής του, σημειώνει πως «η απάντηση βρίσκεται στην κατάσταση του θελήματός μας, και όχι του νοός μας». Και συνεχίζει, σχολιάζοντας πως, για να γίνει συνειδητά θρήσκος, «θα απαιτείτο μια ριζική αλλαγή στον τρόπο που ζω…» και «η απλή αλήθεια είναι πως δεν ήθελα να πληρώ τις προϋποθέσεις ενός πραγματικά θρήσκου ανθρώπου» (Graddy, p. 24).

Να το λοιπόν! Μια καταπληκτικά ειλικρινής και συνειδητή παραδοχή πως, το να είναι κανείς ένας «πραγματικά θρήσκος άνθρωπος» είναι μεγάλος μπελάς, μεγάλο ξεβόλεμα… Δεν μπορώ παρά να υποθέσω, πως κάπως έτσι είναι οι ρηχοί λόγοι που κρύβονται πίσω από τις απόψεις πολλών απίστων…

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως λόγω των κοινωνικών μου αναγκών για αφομοίωση, λόγω των επαγγελματικών μου αναγκών για αποδοχή από την ακαδημαϊκή ψυχολογία, και λόγω των προσωπικών μου αναγκών για μια άνετη ζωή, ο αθεϊσμός ήταν απλούστατα η πιο κατάλληλη τακτική. Κάνοντας μια ανασκόπηση σε όλα αυτά τα κίνητρα, μπορώ να πω με κάθε ειλικρίνεια πως μια επιστροφή στον αθεϊσμό θα μου παρείχε τη ίδια γοητεία, με μια επιστροφή στην εφηβεία… [2]

Ψυχαναλυτικά κίνητρα

 Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, η κεντρική Φροϋδική άποψη για την πίστη στον Θεό είναι πως μια τέτοια πίστη είναι επισφαλής, εξ αιτίας της ψυχολογικής της προέλευσης. Δηλαδή, θεωρεί πως ο Θεός είναι μια προβολή των ιδιαίτερων, έντονων, υποσυνείδητων επιθυμιών μας. «Θεός» είναι η εκπλήρωση επιθυμιών που πηγάζουν από τις παιδικές ανάγκες για προστασία και ασφάλεια. Επειδή λοιπόν αυτές οι επιθυμίες είναι ως επί το πλείστον ασυνείδητες, η οποιαδήποτε άρνηση της ερμηνείας αυτής δεν πρέπει να θεωρείται αξιόπιστη. Πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ, πως κατά την ανάπτυξη μιας τέτοιας άποψης, ο Φρόιντ επεκτείνει το επιχείρημα «ad hominem» (Λατ.=εκ του ανθρώπου), και το φτάνει σε μια ευρύτερη εμβέλεια. Στο έργο του «The Future of an Illusion» (Το Μέλλον μιας Αυταπάτης) (1927, 1961) ο Φρόιντ ξεκαθαρίζει την θέση του απόλυτα: «Οι θρησκευτικές ιδέες έχουν προκύψει από τις ίδιες ανάγκες με όλα τα άλλα επιτεύγματα του πολιτισμού, ήτοι, εκ της ανάγκης για προστασία απέναντι στην συντριπτική δύναμη της φύσης (σελ.21)». «Συνεπώς, τα θρησκευτικά πιστεύω είναι: αυταπάτες, εκπληρώσεις των αρχαιοτάτων, των πιο ισχυρών και πιο πιεστικών επιθυμιών της ανθρωπότητας… Όπως ήδη γνωρίζουμε, η τρομερή αίσθηση της αδυναμίας στην παιδική ηλικία προξένησε την ανάγκη για προστασία – για προστασία μέσω αγάπης – πράγμα που το παρείχε ο πατέρας… Έτσι, η αγαθή διακυβέρνηση μιας θείας Πρόνοιας κατευνάζει τον φόβο που έχουμε για τους κινδύνους της ζωής (σελ. 30)».

Ας εξετάσουμε αυτό το επιχείρημα προσεκτικά, διότι, παρά την ενθουσιώδη αποδοχή του από τόσους ασυλλόγιστους αθεϊστές και σκεπτικιστές, είναι στην πραγματικότητα μια πάρα πολύ αδύναμη θέση. Στην πρώτη παράγραφο, ο Φρόιντ παραλείπει να παρατηρήσει πως τα επιχειρήματά του εις βάρος των θρησκευτικών πεποιθήσεων ισχύουν (για να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια τα λόγια του) εξ ίσου για ΟΛΑ τα επιτεύγματα του πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της ψυχανάλυσης! Δηλαδή, αν η ψυχική προέλευση ενός διανοητικού επιτεύγματος ακυρώνει την αξία της αλήθειάς του, τότε, η Φυσική, η Βιολογία, πόσο μάλλον η ίδια η Ψυχανάλυση, είναι εξ ίσου ευάλωτη, από την ίδια κατηγορία. Στην δεύτερη παράγραφο, ο Φρόιντ κάνει μια άλλη περίεργη δήλωση, ήτοι, πως οι αρχαιότερες και «πιο πιεστικές επιθυμίες» της ανθρωπότητας ήσαν για την αγαπητική, προστατευτική καθοδήγηση ενός παντοδύναμου, αγαπητικού Πατέρα – για μια θεία Πρόνοια. Όμως, αν αυτές οι επιθυμίες ήσαν όντως τόσο δυνατές και αρχαίες όσο διατείνεται, θα περίμενε κανείς πως όλες οι προ Χριστού θρησκείες θα υπερτόνιζαν τον Θεό ως ένα αγαθό πατέρα. Αυτό όμως, κάθε άλλο παρά ίσχυε για την παγανιστική θρησκεία του Μεσογειακού κόσμου, και συνεχίζει, επί παραδείγματι, να μην ισχύει, για τις άλλες λαϊκές θρησκείες όπως είναι ο Βουδισμός, και ένα μεγάλο μέρος του Ινδουισμού. Μάλιστα, ο Ιουδαϊσμός και ακόμα περισσότερο ο Χριστιανισμός, είναι από πολλές απόψεις ξεχωριστές, ακριβώς λόγω της έμφασής τους στον Θεό ως αγαπητικό Πατέρα.

Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος αυτές τις δύο διανοουμενίστικες γκάφες, και ας στραφούμε σε μια άλλου είδους κατανόηση της θεωρίας του περί προσωπικών προβολών. Μπορεί να αποδειχθεί, πως αυτή η θεωρία δεν είναι στην πραγματικότητα ένα αναπόσπαστο μέρος της ψυχανάλυσης, και συνεπώς, δεν μπορεί να επικαλείται οποιαδήποτε θεμελιώδη υποστήριξη από την ψυχαναλυτική θεωρία. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα αυτόνομο επιχείρημα. Στην πραγματικότητα, η κριτική στάση του Φρόιντ προς την θρησκεία και εναντίον της θρησκείας, είναι βαθειά ριζωμένη στις προσωπικές του προκαταλήψεις, και αποτελεί ένα είδος υστερο-ψυχανάλυσης, ή μάλλον, ένα προσωπικό πλαίσιο, το οποίο δεν συνδέεται ιδιαίτερα με τις πιο επιστημονικά δοκιμασμένες θεωρίες του. (Αυτή η απόσπαση, ή αυτονόμηση, σε σχέση με την κυρίως ψυχαναλυτική θεωρία, ίσως εξηγεί την επιρροή που έχει, έξω από τον χώρο της επίσημης ψυχανάλυσης.

Υπάρχουν δύο τεκμήρια για την ερμηνεία αυτής της θεωρίας των προβολών. (Projection Theory): Το πρώτο είναι πως η θεωρία αυτή είχε περιγραφεί λεπτομερώς, πολλά χρόνια νωρίτερα από τον Λούντβιχ Φώερμπαχ στο βιβλίο του «The Essence of Christianity» (Η ουσία του Χριστιανισμού) (1841, 1957). Η ερμηνεία του Φώερμπαχ ήταν πολύ γνωστή στους κύκλους των διανοουμένων της Ευρώπης, και ο Φρόιντ, σαν νέος, διάβαζε αχόρταγα τον Φώερμπαχ (σχετ.: Gedo & Pollock, 1976, σελ. 47, 350). Παραθέτω μερικές χαρακτηριστικές δηλώσεις του Φώερμπαχ, που το αποδεικνύουν εμφανώς: Εκείνο που λείπει του ανθρώπου (είτε πρόκειται για εκπεφρασμένη και συνεπώς συνειδητή ανάγκη), εκείνο είναι και ο «Θεός» του (1841, 1957, σελ. 33). Ο άνθρωπος προβάλλει την φύση του μέσα στον κόσμο που βρίσκεται έξω από αυτόν, πριν την ανακαλύψει μέσα του (σελ.11). Η θρησκεία είναι το να ζει κανείς μέσα σε προβεβλημένες ονειρο-εικόνες. Η θρησκεία θυσιάζει την πραγματικότητα στον βωμό της ονειρο-προβολής.

Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε πολλά άλλα αποσπάσματα, όπου ο Φώερμπαχ περιγράφει την θρησκεία με «Φροϋδικούς» όρους, όπως ‘εκπλήρωση επιθυμίας’, κλπ… Αυτό που έκανε ο Φρόιντ με το επιχείρημά του, ήταν να το αναβιώσει με πιο κομψή μορφή, και να το εκδώσει μετά από λίγο καιρό, όταν το ακροατήριο που θα επιθυμούσε να ακούσει μια τέτοια θεωρία θα ήταν πολύ μεγαλύτερο. Και φυσικά, με κάποιον τρόπο, θα φρόντιζε επίσης να εννοηθεί πως τα ευρήματα και η θεωρία της ψυχανάλυσης παρείχαν την αμέριστη υποστήριξή τους στην θεωρία αυτή. Ο Φωερμπαχικός χαρακτήρας της άποψης του Φρόιντ στο έργο «Illusion» (Αυταπάτη) είναι εμφανής και σε εκφράσεις του τύπου «η συντριπτική, ανωτέρα δύναμη της φύσης» και «η τρομακτική αίσθηση αδυναμίας στην παιδική ηλικία», που δεν είναι εκφράσεις ψυχαναλυτικές – ούτε σε ορολογία, ούτε σε νόημα. Άλλη μια απόδειξη της μη-ψυχαναλυτικής βάσης της θεωρίας των προβολών, μας έρχεται απ’ ευθείας από τον Φρόιντ, ο οποίος το παραδέχεται ο ίδιος. Σε μια επιστολή του το 1927 προς τον φίλο του, τον Όσκαρ Φίστερ – ένα πρώιμο ψυχαναλυτή και πιστό Προτεστάντη πάστορα – ο Φρόιντ έγραφε τα εξής: Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι, στο ότι οι απόψεις που εκφράζονται στο βιβλίο μου “The Future of an Illusion” (Το μέλλον μιας Αυταπάτης) δεν αποτελούν μέρος της (ψυχ)αναλυτικής θεωρίας. Αποτελούν προσωπικές απόψεις, δικές μου. (Επιστολή Φρόιντ/Φίστερ, 1963, σελ.117).

Υπάρχει και μια άλλη, κάπως αλλιώτικη ερμηνεία για τον Θεό, που επίσης την ανέπτυξε ο Φρόιντ, η οποία – παρά το μετριοπαθές ψυχαναλυτικό της ύφος – είναι εξ ίσου μια προσαρμοσμένη θεωρία προβολών του Φώερμπαχ. Πρόκειται για την σχετικά παραγκωνισμένη ερμηνεία του Φρόιντ για το ιδανικό «εγώ». Το υπέρ-εγώ, συμπεριλαμβανομένου του ιδανικού εγώ, θεωρείται «ο διάδοχος του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος», που αντιπροσωπεύει μια προβολή του εξιδανικευμένου πατέρα – και μάλλον του Θεού και Πατρός (Φρόιντ, 1923, 1962, σελ.26-28, σελ.38).

Η δυσκολία εδώ είναι, πως το ιδανικό εγώ δεν έτυχε μεγάλης προσοχής ή ανάπτυξης, μέσα στα γραπτά του Φρόιντ. Επί πλέον, ευκόλως μπορεί να ερμηνευθεί ως προσαρμογή της θεωρίας του Φώερμπαχ περί προβολών. Έτσι, μπορούμε να συμπεράνουμε πως στην πραγματικότητα, η ψυχανάλυση δεν παρέχει σημαντικές θεωρητικές απόψεις, ώστε να χαρακτηρίζεται η πίστη στον Θεό ένα νευρωσικό φαινόμενο. Ο Φρόιντ, ή χρησιμοποίησε την πολύ παλαιότερη θεωρία προβολής ή αυταπάτης του Φώερμπαχ, ή, ενσωμάτωσε τον Φώερμπαχ στην δική του ιδέα περί ιδανικού εγώ. Υποθέτουμε πως αυτός ήταν ο λόγος που ο Φρόιντ εξομολογήθηκε στον Φίστερ πως το βιβλίο του «Αυταπάτη» δεν ήταν ένα αληθινό κομμάτι της ψυχανάλυσης.

 Ο Αθεϊσμός ως Εκπλήρωση Οιδιπόδειας Επιθυμίας

Ωστόσο, ο Φρόιντ είχε δίκιο να ανησυχεί πως μια πίστη μπορεί να είναι μια αυταπάτη επειδή προέρχεται από ισχυρές επιθυμίες – από ασυνείδητες, παιδιάστικες ανάγκες. Η ειρωνεία είναι, πως στην ουσία, μας έδωσε μια πανίσχυρη, νέα μέθοδο να κατανοούμε την νευρωσική βάση του αθεϊσμού.

Το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα

Η κεντρική ιδέα στο έργο του Φρόιντ – εκτός από το ασυνείδητο – είναι το γνωστό πλέον σε όλους Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα. Κατά την διαμόρφωση της ανδρικής προσωπικότητας, οι ουσιαστικές ιδιότητες αυτού του Συμπλέγματος είναι οι ακόλουθες: Περίπου στην ηλικία των τριών έως έξι ετών, το αγόρι αναπτύσσει μια έντονη σεξουαλική επιθυμία για την μητέρα. Ταυτόχρονα, το αγόρι αναπτύσσει ένα έντονο μίσος και φόβο για τον πατέρα, και μια επιθυμία να τον αντικαταστήσει. Είναι μια «έντονη επιθυμία για εξουσία». Αυτό το μίσος βασίζεται στην γνώση του παιδιού πως ο πατέρας του, με το πιο μεγάλο μπόϊ του, και την πιο μεγάλη δύναμή του, αποτελεί εμπόδιο στην επιθυμία για την μητέρα του. Ο φόβος του αγοριού μπορεί να είναι σαφώς ο φόβος ευνουχισμού του από τον πατέρα του, αν και συνηθέστερα, έχει λιγότερο σαφή χαρακτήρα. Ο υιός φυσικά δεν σκοτώνει τον πατέρα του στην πραγματικότητα, όμως, η πατροκτονία θεωρείται συχνά το θέμα των φαντασιώσεών του και των ονείρων του. Η «επίλυση» του συμπλέγματος υποτίθεται πως επιτυγχάνεται μέσω της αναγνώρισης από το παιδί πως δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον πατέρα, και, μέσω του φόβου του ευνουχισμού – πράγμα που εξωθεί το αγόρι να ταυτισθεί με τον πατέρα του – να ταυτισθεί με τον «κακό», και να απωθεί μέσα του τα αρχικά, τρομακτικά συστατικά του συμπλέγματος.

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως – σύμφωνα με τον Φρόιντ – το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα ποτέ δεν επιλύεται πραγματικά, και έχει την ικανότητα να ενεργοποιηθεί σε μεταγενέστερα στάδια – όπως παραδείγματος χάριν στην εφηβεία. Έτσι, τα ισχυρά συστατικά του δολοφονικού μίσους και της αιμομικτικής σεξουαλικής επιθυμίας εντός οικογενειακού πλαισίου, δεν αφαιρούνται στην πράξη, ποτέ. Αντ’ αυτού, επικαλύπτονται και καταπνίγονται. Ο Φρόιντ περιγράφει το νευρωσικό ενδεχόμενο αυτής της κατάστασης:

Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι ο πραγματικός πυρήνας των νευρώσεων… Ό,τι υπολείμματα του συμπλέγματος παραμείνουν μέσα στο ασυνείδητο, αντιπροσωπεύουν την προδιάθεση για μια κατοπινή ανάπτυξη νευρώσεων στον ενήλικα. Εν ολίγοις, όλες οι νευρώσεις πηγάζουν από αυτό το σύμπλεγμα. Προφανώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η δυνατότητα δεν εκδηλώνεται με κάποιον σοβαρά νευρωσικό τρόπο. Αντιθέτως, γίνεται αντιληπτός στις συμπεριφορές προς την εξουσία, μέσα σε όνειρα, σε ολισθήματα της γλώσσας, σε εφήμερους παραλογισμούς, κλπ… Τώρα, με το να αξιώνει πως ένα παγκόσμιο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι η προέλευση όλων των νευρώσεων, ο Φρόιντ άθελά του διαμόρφωσε μια απλή λογική για να κατανοήσουμε την προέλευση της απόρριψης του Θεού σε σχέση με την εκπλήρωση επιθυμιών. Στο κάτω-κάτω, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι ασυνείδητο. Εντοπίζεται στην παιδική ηλικία, και, πιο σημαντικά, το κυρίαρχο κίνητρό του είναι το μίσος για τον πατέρα και η επιθυμία να μην υπάρχει, εκπροσωπούμενα από την επιθυμία να ανατρέψει ή να σκοτώσει τον πατέρα.

Ο Φρόιντ πολύ συχνά περιέγραφε τον Θεό ως ένα ψυχολογικό ισοδύναμο του πατέρα, έτσι, μια φυσιολογική εκδήλωση ενός Οιδιπόδειου κινήτρου θα ήταν οι πανίσχυρες, ασυνείδητες επιθυμίες για την μη-ύπαρξη του Θεού. Συνεπώς, μέσα στο Φροϋδικό πλαίσιο, ο αθεϊσμός είναι μια αυταπάτη που έχει προκληθεί από την Οιδιπόδεια επιθυμία για θανάτωση του πατέρα και την αντικατάστασή του με τον εαυτό του. Το να συμπεριφέρεται κανείς σαν να μην υπάρχει ο Θεός, είναι μια προφανής – αλλά όχι τόσο διακριτικά καμουφλαρισμένη – επιθυμία να Τον θανατώσουμε, όπως επίσης, όταν βλέπουμε σε ένα όνειρο την μορφή του γονέα να φεύγει, ή να εξαφανίζεται, είναι εξ ίσου ένδειξη μιας τέτοιας επιθυμίας. Η έκφραση «Ο ΘΕΟΣ ΠΕΘΑΝΕ» δεν είναι παρά μια εκπλήρωση Οιδιπόδειας επιθυμίας, χωρίς προσωπείο.

Και σίγουρα δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον Οιδιπόδειο χαρακτήρα του τόσο πολλού σύγχρονου αθεϊσμού και σκεπτικισμού: Ο πασίγνωστος πλέϋ-μπόϋ Χιου Χέφνερ, ακόμα και ο μυθιστορηματικός τύπος του Τζέημς Μποντ, με την απόρριψη του Θεού, συν τις αμέτρητες νεαρές γυναίκες τους, είναι ολοφάνερο πως βιώνουν του Φρόιντ το Οιδιπόδειο, καθώς και την πρωταρχική επανάσταση, όπως π.χ. στο Τοτέμ και Ταμπού. Το ίδιο παρατηρείται και στους αμέτρητους άλλους σκεπτικιστές, οι οποίοι βιώνουν ποικίλες παραλλαγές του ίδιου σεναρίου, με εκμεταλλεύσιμη σεξουαλική ανοχή, σε συνδυασμό με ναρκισσιστική αυτό-λατρεία.

Και βέβαια, το Οιδιπόδειο όνειρο δεν είναι μόνο η θανάτωση του πατέρα, και η κατάκτηση της μητέρας ή των άλλων γυναικών στην ομάδα, αλλά και ο εκτοπισμός του. Ο σύγχρονος αθεϊσμός έχει επιδιώξει να το πετύχει αυτό. Τώρα πλέον, ο άνθρωπος και όχι ο Θεός, είναι η συνειδητά εντοπισμένη, υπέρτατη πηγή καλωσύνης και ισχύος στο Σύμπαν. Οι ουμανιστικές φιλοσοφίες δοξάζουν τον άνθρωπο και τις «δυνατότητές» του, με τον ίδιο τρόπο που η θρησκεία δοξάζει τον Δημιουργό. Έχουμε μεταβεί –καθοδικά- από τον ένα Θεό, στους πολλούς θεούς, στο «όλοι είναι θεοί». Στην ουσία, ο άνθρωπος – με τον ναρκισσισμό και τις Οιδιπόδειες επιθυμίες του – παλεύει να επιτύχει, εκεί που απέτυχε ο Σατανάς, δηλαδή, να βάλει τον εαυτό του στον θρόνο του Θεού. Χάρις στον Φρόιντ, έγινε πιο εύκολο να αντιλαμβανόμαστε την βαθύτατα νευρωσική, απόλυτα αναξιόπιστη ψυχολογία της μη-πίστεως αυτής.

Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα του Οιδιπόδειου κίνητρου που προτείνεται εδώ, είναι η περίπτωση του Βολταίρου, του κορυφαίου σκεπτικιστή επί οιουδήποτε θρησκευτικού θέματος, ο οποίος δεν αποδεχόταν την Χριστιανική και Εβραϊκή αντίληψη περί προσωπικού Θεού, ενός Θεού-Πατέρα. Ο Βολταίρος ήταν θεϊστής, ο οποίος πίστευε σε ένα κοσμικό, απρόσωπο, αγνώστου χαρακτήρα Θεό. Το ψυχολογικά σημαντικό πράγμα με τον Βολταίρο ήταν πως απέρριπτε τον πατέρα του τόσο πολύ, που απέρριψε ακόμα και το όνομά του, και υιοθέτησε το όνομα «Βολταίρ». Δεν είναι ξεκάθαρο από πού προήλθε αυτό το νέο όνομα, αλλά μια ευρύτερα αποδεκτή ερμηνεία είναι πως το σχημάτισε από τα γράμματα του επώνυμου της μητέρας του. Όταν ο Βολταίρος ήταν είκοσι-τόσο χρονών (το 1718), εξέδωσε ένα θεατρικό έργο με τίτλο «ΕΝΤΙΠ» (από το όνομα ΟΙΔΙΠΟΥΣ). Ήταν το πρώτο από τα έργα του που παρουσιάσθηκε δημοσίως. Το ίδιο το έργο αφηγείται μεν τον κλασσικό μύθο, αλλά με εξόφθαλμα υπονοούμενα για θρησκευτική και πολιτική επανάσταση. Σε όλη του την ζωή, ο Βολταίρος –όπως ο Φρόιντ- έπαιζε με την ιδέα πως δεν ήταν ο υιός του πατέρα του. Προφανώς ένοιωθε την ανάγκη να προέρχεται από μια πιο υψηλή, πιο αριστοκρατική γενιά, αντί της πραγματικής μεσοαστικής του προέλευσης. Μια κραυγαλέα έκφραση της αγωνίας αυτής (του να έχει δηλαδή ένα πιο άξιο πατέρα) είναι το έργο του ιδίου, «Candide». Εν ολίγοις, η εχθρικότητα του Βολταίρου προς τον πατέρα του, η θρησκευτική του απόρριψη του Θεού Πατρός, και η πολιτική του απόρριψη του βασιλέα (μια ευρύτερα παραδεκτή πατρική μορφή), όλα αντικατόπτριζαν τις ίδιες βασικές ανάγκες. Μιλώντας ψυχολογικά, η επανάσταση του Βολταίρου εναντίον του πατέρα του και του Θεού, άνετα ερμηνεύονται ως Οιδιπόδεια εκπλήρωση επιθυμίας – ως παρηγορητικές αυταπάτες και συνεπώς, κατά την λογική του Φρόιντ, ως πεποιθήσεις και συμπεριφορές ανάξιες ενός ώριμου μυαλού.

Ο Ντιντερό, ο μέγας εγκυκλοπαιδικός και ομολογημένος αθεϊστής – και μάλιστα ένας από τους ιδρυτές αδελφούς του μοντέρνου αθεϊσμού – επίσης είχε Οιδιπόδεια ενασχόληση και επίγνωση. Ο Φρόιντ επαναλαμβάνει επιδοκιμαστικά την προβλεπτική παρατήρηση του Ντιντερό: «Αν το μωρό ενός αγρίου αφηνόταν μόνο του, διατηρώντας όλη του την ανοησία, και προσθέτοντας στην ελάχιστη λογική ενός τέτοιου βρέφους τα βίαια πάθη ενός τριαντάχρονου άνδρα, θα στραγγάλιζε τον πατέρα του και θα ξάπλωνε με την μητέρα του.» Είναι τα λόγια από το έργο “Le Neveau de Rameau” (Ο ανεψιός του Ραμώ), που τα επανέλαβε ο Φρόιντ στην ομιλία 21των εισαγωγικών μαθημάτων του (1916-1917), σελ. 331-338.

Η θεωρία του Προβληματικού Πατέρα

Γνωρίζω πολύ καλά, πως υπάρχει σοβαρός λόγος για περιορισμένη μόνο αποδοχή της Οιδιπόδειας θεωρίας του Φρόιντ. Όπως και να ’χει το πράγμα, η άποψή μου είναι πως ενώ ισχύει για μερικούς το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, απέχει πάρα πολύ από το να είναι μια παγκόσμια εκπροσώπηση ενός ασυνείδητου κινήτρου. Επειδή υπάρχει ανάγκη για βαθύτερη κατανόηση του αθεϊσμού, και επειδή δεν γνωρίζω κανένα θεωρητικό πλαίσιο (εκτός από το Οιδιπόδειο), είμαι αναγκασμένος να σκιαγραφήσω ένα δικό μου μοντέλο, ή, καλύτερα, να αναπτύξω μια ανεπεξέργαστη θέση του Φρόιντ. Στην εργασία του για τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Φρόιντ έκανε την ακόλουθη παρατήρηση: «Η Ψυχανάλυση, που μας έμαθε τον ενδόμυχο σύνδεσμο μεταξύ του πατρικού συμπλέγματος και τη πίστη στον Θεό, μας έδειξε πως ο προσωπικός Θεός λογικά δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα εξυψωμένο πατέρα, και καθημερινά μας αποδεικνύει πως τα νεαρά άτομα χάνουν την θρησκευτική τους πίστη μόλις καταρρεύσει η εξουσία του πατέρα τους. (Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 1910, 1947, σελ.98).

Η δήλωση αυτή δεν κάνει υποθέσεις για ασυνείδητες σεξουαλικές επιθυμίες για την μητέρα, ούτε για το υποτιθέμενο παγκόσμιο ανταγωνιστικό μίσος που εστιάζει στον πατέρα. Ίσα-ίσα, κάνει μια απλή, ευκολονόητη αξίωση, πως μόλις ένα παιδί ή ένα νεαρό άτομο απογοητευθεί ή χάσει τον σεβασμό του για τον επίγειο πατέρα του, τότε ακριβώς χάνεται και η πίστη του στον ουράνιο Πατέρα του.

Υπάρχουν, φυσικά, πολλοί τρόποι για ένα πατέρα να χάσει την εξουσία του και να απογοητεύσει σοβαρά το παιδί του. Παραθέτω μερικούς από αυτούς τους τρόπους, για τους οποίους υπάρχουν κλινικές αποδείξεις:

Μπορεί να είναι παρών, αλλά να είναι εμφανώς αδύναμος, δειλός, και ανάξιος σεβασμού, ακόμα και αν είναι «καλός» κατά τα άλλα.

Μπορεί να είναι παρών, αλλά να είναι σωματικά, σεξουαλικά ή ψυχολογικά βίαιος.

Μπορεί να απουσιάζει, λόγω θανάτου ή εγκαταλείποντας ή αφήνοντας την οικογένεια.

Αν συγκεντρώσουμε όλα αυτά τα προτεινόμενα καθοριστικά στοιχεία του αθεϊσμού, θα τα ονομάζαμε συνολικά «υπόθεση περί προβληματικού πατέρα». Για να υποστηριχθεί η εγκυρότητα αυτής της προσέγγισης, θα ολοκληρώσω, προσκομίζοντας υλικό από περιστατικά των βίων ορισμένων επιφανών αθεϊστών, καθ’ ότι πρέκυψε κατά την μελέτη των βιογραφιών των αθεϊστών, να αντιληφθώ για πρώτη φορά την δυνατότητα της υπόθεσής μου αυτής.

Ξεκινάμε, με την σχέση που είχε ο Σίγκμουντ Φρόιντ με τον πατέρα του. Το ότι ο πατέρας του Φρόιντ, ο Ιακώβ, ήταν μεγάλη απογοήτευση – ή κάτι χειρότερο – είναι σημείο που συμφωνούν όλοι οι βιογράφοι του. Συγκεκριμένα, ο πατέρας του ήταν ένας αδύναμος άνδρας, που δεν μπορούσε να συντηρήσει την οικογένειά του οικονομικά. Αντιθέτως, τα χρήματα για την συντήρησή της φαίνεται να τα παρείχε η οικογένεια της συζύγου του, και άλλοι. Επί πλέον, ο πατέρας του Φρόιντ ήταν παθητικός στην αντίδρασή του στον αντισημιτισμό. Ο Φρόιντ αφηγείται ένα περιστατικό που του το είχε πει ο πατέρας του, όπου ο Ιακώβ είχε ανεχθεί έναν αντισημίτη να τον αποκαλεί «βρωμερό Εβραίο» και να του πετάξει το καπέλο από το κεφάλι του. Ο νεαρός Σίγκμουντ, στο άκουσμα του περιστατικού αυτού, καταντροπιάστηκε με την αποτυχία του πατέρα του να ανταποκριθεί – δηλαδή, με την αδυναμία του. Ο Σίγκμουντ Φρόιντ ήταν ένας πολύπλοκος – και από πολλές απόψεις αμφιλεγόμενος – άνδρας, όμως όλοι συμφωνούν πως ο ίδιος ήταν γενναίος μαχητής, και πως θαύμαζε απεριόριστα το θάρρος στον άλλον. Σαν νεαρός, ο Σίγκμουντ είχε αντιδράσει αρκετές φορές σωματικά στον αντισημιτισμό, και φυσικά, υπήρξε ένας από τους μεγάλους διανοούμενους μαχητές. Οι ενέργειες του Ιακώβ όμως, ως προβληματικού πατέρα, πηγαίνουν ακόμα πιο βαθειά. Συγκεκριμένα, σε δύο επιστολές του σε ενήλικο στάδιο, ο Φρόιντ γράφει πως ο πατέρας του ήταν σεξουαλικά διεστραμμένος, και πως τα ίδια τα παιδιά του Ιακώβ υπέφεραν από αυτό. Υπάρχουν συνεπώς και άλλες πιθανές ηθικές συμφορές, τις οποίες δεν έκανα τον κόπο να σημειώσω. Η σχέση του Ιακώβ με τον Θεό και την θρησκεία ενυπήρχε και στον υιό του. Ο Ιακώβ είχε ασχοληθεί με ένα είδος μεταρρυθμιστικού Ιουδαϊσμού, όταν ο Σίγκμουντ ήταν μικρό παιδί. Οι δυο τους περνούσαν ώρες ολόκληρες διαβάζοντας μαζί την Γραφή, ενώ αργότερα, ο Ιακώβ άρχισε να εμβαθύνει όλο και περισσότερο στην ανάγνωση του Ταμούδ και στην συζήτηση επί των Εβραϊκών γραφών. Εν ολίγοις, αυτό το αδύναμο, μάλλον παθητικό «καλό ανθρωπάκι», αυτός ο μαλθακός, ήταν εμφανώς συνδεδεμένος με τον Ιουδαϊσμό και τον Θεό, και επίσης με μια σοβαρή έλλειψη θάρρους, και πιθανότατα με σεξουαλική διαστροφή και άλλες αδυναμίες, πολύ οδυνηρές για τον νεαρό Σίγκμουντ.

Εν συντομία: και ορισμένοι άλλοι διάσημοι αθεϊστές φαίνεται να είχαν παρόμοια σχέση με τους πατεράδες τους.

Ο Καρλ Μαρξ άφησε να εννοηθεί, πως δεν ένοιωθε κανένα σεβασμό για τον πατέρα του. Ένας σημαντικός λόγος για αυτό, ήταν πως ο πατέρας του είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό, όχι από κάποια θρησκευτική πεποίθηση, αλλά από μια επιθυμία να διευκολύνει την ζωή του. Αφομοιώθηκε, για το βόλεμά του. Με την πράξη του αυτή, ο πατέρας του Μαρξ διέκοψε μια παλιά, οικογενειακή παράδοση. Ήταν ο πρώτος στην οικογένειά του που δεν έγινε ραββίνος. Πράγματι, ο Καρλ Μαρξ προερχόταν από μια μακρά σειρά από ραββίνους, από τις δυο μεριές της οικογενείας του.

Ο πατέρας του Λούντβιχ Φώερμπαχ είχε κάνει κάτι, που κάλλιστα θα μπορούσε να είχε πονέσει τον υιό του βαθύτατα. Όταν ο Φώερμπαχ ήταν 13 ετών, ο πατέρας του άφησε την οικογένειά του, και πήγε να συζήσει φανερά με μια άλλη γυναίκα, σε μια άλλη πόλη. Ήταν η Γερμανία των πρώτων χρόνων του 1800, και μια τέτοια δημόσια απόρριψη σίγουρα θα ήταν σκάνδαλο, και βαθύτατη απόρριψη για τον νεαρό Λούντβιχ, και φυσικά στην μητέρα του και τα άλλα παιδιά.

Ας κάνουμε ένα άλμα 100-τόσο χρόνων, και ας εξετάσουμε την ζωή της πιο γνωστής σήμερα Αμερικανίδας αθεϊστριας – την Μάντελεην Μάρεη Οχαίρ. Θα σας διαβάσω κάτι από μέσα από το πρόσφατο βιβλίο του υιού της, για το πώς ήταν η ζωή στην οικογένειά του, όταν ήταν παιδί. Το βιβλίο αρχίζει, όταν είναι 8 ετών. «Σπανίως κάναμε κάτι όλοι μαζί, σαν οικογένεια. Το μίσος ανάμεσα στον παππού μου και την μητέρα μου, εμπόδιζε τέτοιες υγιείς σκηνές.» (σελ.7) Γράφει, πως δεν γνώριζε γιατί ακριβώς μισούσε η μητέρα του τον πατέρα της τόσο πολύ, πάντως τον μισούσε για τα καλά, καθ’ ότι το εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου αρχίζει με ένα φρικαλέο καυγά, κατά τον οποίο αυτή επιχειρεί να σκοτώσει τον πατέρα της με ένα χασαπομάχαιρο 25 εκατοστών. Δεν το κατάφερε η Μάντελεην, όμως ούρλιαζε «Θα σε δω νεκρό! Θα σε πετύχω κάποτε! Θα πατάω πάνω από τον τάφο σου!» (σελ.8) Όποιος και αν ήταν ο λόγος που η Οχαίρ μισούσε τον πατέρα της, είναι ολοφάνερο από το βιβλίο αυτό πως ήταν βαθύτατο το μίσος, πως ξεκινούσε από τα παιδικά της χρόνια, και πως η ψυχολογική –και πιθανόν σωματική- κακοποίηση να είναι η αιτία του.

Εκτός από την κακοποίηση, την απόρριψη, ή την δειλία, ένας τρόπος που μπορεί ένας πατέρας να είναι σοβαρότατα «προβληματικός», είναι η απλή απουσία του. Πολλά παιδιά βεβαίως ερμηνεύουν τον θάνατο του πατέρα τους ως ένα είδος προδοσίας, ή μια πράξη εγκατάλειψης. Από αυτήν την σκοπιά, είναι αξιοπρόσεκτο, πόσο κοινό είναι στις ζωές πολλών επιφανών αθεϊστών, το μοτίβο του αποθανόντος πατέρα. Ο Βαρώνος Ντ’ Όλμπαχ (γεννηθείς Πωλ Ανρί Τιρή), ο Γάλλος ορθολογιστής και πιθανότατα ο πρώτος δημόσιος αθεϊστής, φαίνεται πως ορφάνεψε στα 13 του χρόνια, και πως στην συνέχεια έμενε με τον θείο του (από τον οποίο πήρε και το όνομα). Ο πατέρας του Μπερτράν Ράσσελ πέθανε όταν ο νεαρός Μπερτράν ήταν 4 ετών. Ο Νίτσε είχε την ίδια ηλικία με τον Ράσσελ όταν έχασε τον δικό του πατέρα. Ο πατέρας του Σαρτρ πέθανε, πριν γεννηθεί ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, και ο Αλμπέρ Καμύ ήταν ενός έτους όταν έχασε τον πατέρα του.

Τα βιογραφικά στοιχεία αυτά υπάρχουν σε πολλές γνωστές πληροφοριακές πηγές. Προφανώς, πρέπει να συγκεντρωθούν περισσότερες πληροφορίες για να υποστηριχθεί η θεωρία του «προβληματικού πατέρα», όμως οι πληροφορίες που ήδη υπάρχουν είναι ουσιώδεις. Είναι απίθανο, να είναι τυχαίες. Η ψυχολογία του πώς ένας αποθανών ή ανύπαρκτος πατέρας μπορεί να θέσει μια συναισθηματική βάση για αθεϊσμό ίσως να μην είναι ξεκάθαρη εκ πρώτης όψεως. Όμως, αν ο πατέρας μας απουσιάζει, ή είναι τόσο αδύναμος ώστε να έχει πεθάνει, ή είναι τόσο αναξιόπιστος ώστε να μας έχει εγκαταλείψει, τότε δεν είναι και πολύ δύσκολο να προσδώσουμε το ίδιο ελάττωμα στον ουράνιο Πατέρα… Τέλος, υπάρχει επίσης η πρώιμη εμπειρία των βασάνων, του θανάτου, του κακού, ορισμένες φορές ανακατεμένα με θυμό απέναντι στον Θεό που επέτρεψε να συμβούν. Οποιοσδήποτε πρώιμος θυμός με τον Θεό για την απώλεια του πατέρα, και του επακόλουθου πόνου, είναι ακόμη μία, αλλιώτικη μεν, ψυχολογία της μη-πίστης, αλλά πάντως συνδεδεμένη στενά με την ψυχολογία του «προβληματικού πατέρα». Ένα μέρος αυτής της ψυχολογίας έχει σκιαγραφηθεί στην πρόσφατη αυτοβιογραφία του Ράσσελ Μπέηκερ. Ο Μπέηκερ είναι ένας πολύ γνωστός δημοσιογράφος και χιουμορίστας συγγραφέας της εφημερίδας Νιου Γιορκ Τάϊμς. Ο πατέρας του διακομίσθηκε στο νοσοκομείο και πέθανε εκεί ξαφνικά, όταν ο νεαρός Ράσσελ ήταν πέντε ετών. Ο Μπέηκερ, αφού έκλαψε και θρήνησε, είπε μετά, στην οικονόμο της οικογένειας, την Μπέσυ: «Για πρώτη φορά, σκέφτηκα σοβαρά για τον Θεό. Ανάμεσα στους λυγμούς μου, είπα στην Μπέσυ πως αν ο Θεός μπορούσε να κάνει τέτοια πράγματα στους ανθρώπους, τότε ο Θεός ήταν απαίσιος, και δεν Τον χρειαζόμουν πια. Η Μπέσυ μου είπε για την ειρήνη του Παραδείσου και την χαρά να παρευρίσκεται κανείς με τους αγγέλους, και την χαρά του πατέρα μου, που ήταν ήδη εκεί. Το επιχείρημα αυτό δεν κατάφερε να κατευνάσει τον θυμό μου. «Ο Θεός μας αγαπά όλους, σαν να είμαστε δικά Του παιδιά» μου είπε η Μπέσυ. «Τότε αν μ’ αγαπάει ο Θεός, γιατί έκανε τον πατέρα μου να πεθάνει;» Η Μπέσυ είπε πως κάποια μέρα θα το καταλάβαινα, αλλά είχε δίκιο μόνο εν μέρει. Εκείνο το απόγευμα, αν και δεν θα μπορούσα να το εκφράσω έτσι τότε, αποφάσισα πως ο Θεός είχε πολύ λιγότερο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους, απ’ ότι θα ομολογούσαν όλοι μαζί οι κάτοικοι της πόλης. Εκείνη την ημέρα, αποφάσισα πως δεν ήταν να εμπιστεύεται κανείς τον Θεό απόλυτα. Μετά από αυτό, δεν έκλαψα ποτέ ξανά με κάποια σιγουριά, ούτε περίμενα τίποτε -από οποιουδήποτε τον Θεό– εκτός από αδιαφορία, και ούτε αγάπησα ποτέ σε βάθος, χωρίς να φοβάμαι πως θα μου κόστιζε πολύ, σε πόνο. Στην ηλικία των πέντε, είχα ήδη γίνει σκεπτικιστής… (Growing up, σελ.61)

Καταλήγοντας, επιτρέψτε μου να επισημάνω πως, όσο και αν υπερισχύουν τα επιδερμικά κίνητρα για να γίνει κανείς αθεϊστής, συνεχίζουν παρά ταύτα να υπάρχουν ριζωμένες και οι πιο βαθειές, και ανησυχητικές πηγές του αθεϊσμού. Όσο εύκολο και αν φαίνεται, το να επισημαίνουμε μια περίπτωση «προβληματικού πατέρα», δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσος πόνος και πολυπλοκότητα κρύβεται πίσω από κάθε ένα τέτοιο περιστατικό. Και για αυτούς που ο αθεϊσμός έχει εμπεδωθεί εξ αιτίας ενός πατέρα που τους απέρριψε, τους αρνήθηκε, τους μίσησε, τους χειρίσθηκε ιδιοτελώς, ή που τους κακοποίησε σωματικά ή σεξουαλικά, πρέπει να υπάρξει κατανόηση και συμπόνοια. Βεβαίως είναι μεγάλη τραγωδία, να εξαναγκάζεται ένα παιδί να μισήσει τον πατέρα του, ή, ακόμα, να απελπίζεται, εξ αιτίας των αδυναμιών του πατέρα του. Στο κάτω-κάτω, το μόνο που θέλει ένα παιδί, είναι να αγαπά τον πατέρα του. Για τον οποιονδήποτε άπιστο -του οποίου η αθεΐα πηγάζει από μια τέτοια εμπειρία- οφείλει ο πιστός (που έχει ευλογηθεί από την αγάπη του Θεού) να προσεύχεται ιδιαιτέρως για αυτόν, ώστε κάποτε θα συναντηθούν και οι δύο τους στον Ουρανό. Να συναντηθούν, και να απολαύσουν την χαρά. Αν γίνει αυτό, τότε ο πρώην άθεος ίσως αισθανθεί μεγαλύτερη χαρά από τον πιστό, επειδή, εκτός από την χαρά του πιστού, ο άθεος θα απολαύσει και κάτι παραπάνω, που θα έχει προέρθει από την έκπληξή του, σαν βρεθεί περιστοιχισμένος από την χαρά, πού αλλού – στον οίκο του Πατέρα του.

Βιβλιογραφία

Adler, M. (1976). Philosopher at large. New York: Macmillan.

Adler, M. (1980). How to think about God: A guide to the twentieth century pagan. New York: Macmillan.

Baker, R. (1982). Growing up. New York: Congdon & Weed.

Feuerbach, L. (1891/1957). The essence of Christianity. Ed. and abridged by E. G. Waring & F. W. Strothman. New York: Ungar.

Freud, S. (1910/1947). Leonardo da Vinci, New York: Random.

Freud, S. (1927/1961). The future of an illusion. New York: Norton.

Freud S. (1923/1962). The ego and the id. New York: Norton.

Freud S. & Pfister, 0. (1963). Psychoanalysis and faith: The letters of Sigmund Freud and Oskar Pfister. New York: Basic.

Gedo, J. E. & Pollock, G. H. (Eds.). (1967). Freud: The fusion of science and humanism. New York: International University.

Graddy, W.E. (1982, June). The uncrossed bridge. New Oxford Review, 23-24.

Krull, M. (1979). Freud und sein Vater. Munich: Beck. Murray, W.J. (1982). My life without God. Nashville, TN: Nelson.

Vitz, P.C. (1983). Sigmund Freud’s attraction to Christianity: Biographical evidence. Psychoanalysis and Contemporary Thought, 6, 73-183.

Vitz, P.C. (1986). Sigmund Freud’s Christian unconscious. New York: Guilford, in press.

Vitz, P.C. & Gartner, J. (1984a). Christianity and psychoanalysis, part 1: Jesus as the anti-Oedipus. Journal of Psychology and Theology, 12, 4-14.

Vitz, P.C. & Gartner, J. (1984b). Christianity and psychoanalysis, part 2: Jesus the transformer of the super-ego. Journal of Psychology and Theology, 12, 82-89.

Σημειώσεις

1. Διεύθυνση: New York University, Department of Psychology, 6 Washington Place, New York 10003.

2. Απ’ ότι γνωρίζω υπάρχει μία συνέχεια στην ιστορία του Άντλερ. Μου είπαν, πρόσφατα, πως πριν από περίπου 2 έτη, ο Άντλερ έγινε Αγγλικανός.

 

Αναδημοσίευση από το: http://thegreekz.com/forum/showthread.php?t=400900

Πρωτοβουλία Επιστημόνων (μη Θεολόγων) για το ΜτΘ

Αναδημοσίευση από το blog του ΥΠΕΠΘ www.meafora.gr

Υπόμνημα, της Ομάδας πρωτοβουλίας πανεπιστημιακών καθηγητών,
20.06.09
Αποκλειστική δημοσίευση της ιστοσελίδας www.zoiforos.gr

Υπόμνηματης Ομάδας πρωτοβουλίας πανεπιστημιακών καθηγητών

Το μάθημα των θρησκευτικών (το πρόβλημα και η λύση του)

Ομάδα πρωτοβουλίας πανεπιστημιακών καθηγητών

Αθήνα, 3 Ιουνίου 2009

Προς

τον Αξιότιμον Υπουργόν

Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων

Κύριον Άρην Σττηλωτόπουλο

Κύριε Υπουργέ,

Παρά τις προσπάθειες των εμπλεκομένων αρχών και προσώπων, οι ασάφειες και οι διισταμένες απόψεις γύρω από το μάθημα των θρησκευτικών συνεχίζονται. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στην άγνοια ή μη προσεκτική μελέτη των αποφύσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και των προβλημάτων που δημιουργούν. Για τον λόγο αυτό θεωρήσαμε χρήσιμο μια ομάδα πρωτοβουλίας επιστημόνων (μη θεολόγων) να διευκρινίσουμε ορισμένες πλευρές, ώστε ο διάλογος να μη είναι παράλληλος μονόλογος, και συγχρόνως να προτείνουμε αυτό που θεωρούμε αναγκαία εποικοδομητική λύση του ζητήματος. Με αυτόν τον τρόπο ούτε θα υπάρχει αντίθεση προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ούτε θα τίθεται εν αμφιβόλω ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος.

Με τιμή

Εκ μέρους της ομάδας πρωτοβουλίας πανεπιστημιακών καθηγητών

Νικήτας Αλιπράντης, τ. Καθηγητής Νομικής, Παν/μιο Θράκης, ομ. Καθηγητής Νομικής, Παν/μιο Στρασβούργου

Τερέζα Βολαλά-Πεντζοπούλου, ομ Καθηγήτρια Φιλοσοφικής Σχολής, Παν/μιο Θεσσαλονίκης, αντ. μέλας Ακαδημίας Αθηνών

Μαριάνος Καράσης, ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής, Παν/μιο Θεσσαλονίκης, αντ. μέλος Ακαδημίας Αθηνών

Ιωάννης-Σεραφείμ Μαρκαντώνης, ομ. Καθηγητής Παιδαγωγικής, Παν/μιο Αθηνών, Πρόεδρος Φιλολογικού ΣυλΛόγου Παρνασσός

Ιωάννης Πανούσης, Καθηγητής Εγκληματολογίας Παν/μιο Αθηνών, πρ. Πρύτανης Δημοκρίτειου Παν/μιου Θράκης

Εμμανουήλ Σαρρής, Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής, Παν/μιο Θράκης, αντ. μέλος Ακαδημίας Αθηνών

Μερόπη Σπυροπούλου, ομ. Καθηγήτρια Οδοντιατρικής, Παν/μιο Αθηνών

τ. βουλευτής Επικρατείας

Στοιχεία επικοινωνίας: Δεξαμενής 12 Τ.Κ. 14563 Κηφισιά, Τηλ: 210 6202658, Φαξ : 210.6202556, e-mail: daliprantis2002@yahoo.gr

Ομάδα πρωτοβουλίας πανεπιστημιακών καθηγητών

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Το μάθημα των θρησκευτικών (το πρόβλημα και η λύση του)

Το μάθημα των θρησκευτικών δεν αφορά μόνο τους θεολόγους, ούτε ίσως μερικούς ειδικευμένους νομικούς. Αφορά όλη την ελλαδική κοινωνία, Έλληνες και μη. Το κείμενο αυτό προέρχεται από ομάδα πρωτοβουλίας επιστημόνων εκπροσώπων όλων σχεδόν των επιστημών, πλην της θεολογίας1. Σκοπό έχει να διευκρινισθούν καίριες πλευρές του θέματος, να αξιολογηθούν κριτικά ορισμένες απόψεις και αποφάσεις, και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής, ΕΔΔΑ), και να διατυπωθεί λύση για το μάθημα,

Α. Το μάθημα των θρησκευτικών και τα προβλήματα της απαλλαγής.

Είναι γνωστό ότι οι διαδοχικές εγκύκλιοι του Υπουργείου Παιδείας του 2008 έχουν δημιουργήσει το ερώτημα: το δικαίωμα απαλλαγής αφορά μόνο τους μη ορθοδόξους χριστιανούς ή όλους; Από την πλευρά τους ο Συνήγορος του Πολίτη και η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έχουν ταχθεί από το 2002 υπέρ της δεύτερης εκδοχής με απλή επίκληση λόγων συνειδήσεως των γονέων (η Αρχή αυτή κάνει λόγο και για λόγους πεποιθήσεων).

Είναι σημαντικό εν πρώτοις να επισημανθούν τα χαρακτηριστικά του μαθήματος που θεωρείται ότι δικαιολογούν την δεύτερη άποψη.

1. Συνηθέστατα λέγεται ότι το μάθημα των θρησκευτικών είναι στην Ελλάδα ομολογιακό και σ’ αυτόν τον χαρακτήρα του θεμελιώνεται το δικαίωμα απαλλαγής. Εδώ χρειάζονται μερικές διευκρινίσεις ώστε να αποφεύγονται οι πρόχειρες γενικεύσεις. Είναι γεγονός ότι στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη που γνώρισε τις μακραίωνες διαμάχες ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών, όπου και όταν επικρατούσε μια μερίδα εγίνοντο οι περιβόητες «ομολογίες πίστεως» που ήταν η δημόσια παραδοχή της διδασκαλίας εκείνης. Από τότε στις ρωμαιοκαθολικές και στις προτεσταντικές κοινότητες μοιραία το μάθημα απέκτησε αυστηρό ομολογιακό-κατηχητικό χαρακτήρα, απέβλεπε δηλαδή στο να κάνει τους μαθητές καλούς προτεστάντες (λουθηρανούς, καλβινιστές κλπ,) ή καλούς ρωμαιοκαθολικούς, μ’ άλλα λογία πιστά μέλη της κάθε εκκλησίας. Έτσι π.χ. μετά την επικράτηση του λουθηρανισμού στην Νορβηγία το μάθημα των θρησκευτικών έγινε καθαρά ομολογιακό, γι’ αυτό και προβλέφθηκε εδώ και περίπου 150 χρόνια η απαλλαγή από αυτό των μη λουθηρανών μαθητών.

2. Στην Ανατολή, αντιθέτως, η ορθόδοξη πίστη υπήρξε πάντα (μετά την εικονομαχία) στοιχείο ενότητας των χριστιανικών πληθυσμών. Επομένως ο λεγόμενος ομολογιακός της χαρακτήρας (ο όρος είναι άγνωστος στο ελληνικό λεξιλόγιο) δεν έχει το ίδιο ιστορικό βάρος με τον αντίστοιχο δυτικοευρωπαϊκό όρο. Γι\’ αυτό και το μάθημα των θρησκευτικών δεν έχει αφ΄ εαυτού τον ομολογιακό-κατηχητικό χαρακτήρα που έχει στη δυτική Ευρώπη. Βεβαίως υπήρξαν στην Ελλάδα, από τον 19ο αιώνα, δυτικοευρωπαϊκές επιδράσεις που αλλοίωσαν το μάθημα επί μακρόν, με κατάληξη το αφηρημένο και αρνητικά ιδεολογικά φορτισμένο σχήμα του λεγόμενου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Σήμερα όμως το μάθημα εκθέτει την ορθόδοξη πίστη που είναι μια αναντίρρητη διάσταση της ελληνικής ιστορικής συνείδησης και παρέχει γνώσεις και αντικειμενικές πληροφορίες για τα άλλα θρησκεύματα και ομολογίες. Με άλλα λόγια έχει κατά βάση γνωστικό και όχι κατηχητικό χαρακτήρα, δεν επιδιώκει δηλαδή την αποδοχή από τους μαθητές της διδασκαλίας αυτής, αυτό που το ΕΔΔΑ αποκαλεί endoctrinement και ορθά επικρίνει κατά πάγια νομολογία2.

Η πείρα όλων πιστών και μη, μαρτυρεί ότι γενικά τα ελληνόπουλα δεν γίνονται συνειδητοί χριστιανοί με και από το σχολικό μάθημα των θρησκευτικών. Απλώς αυτό είναι στοιχεία της παιδείας τους. Το αν θα την δεχθούν ή όχι, αυτό είναι αποτέλεσμα άλλων παραγόντων. Αν δεν υπήρχε το μάθημα αυτό, θα είχε δημιουργηθεί ένα τεράστιο κενό παιδείας, όπως συνέβη στη Γαλλία, όπου από το 1905 καταργήθηκε κάθε θρησκευτική εκπαίδευση και οι νεαροί γάλλοι αγνοούσαν και την ύπαρξη του προσώπου του Ιησού Χριστού3.

3. Η ασάφεια και οι αντιγνωμίες στην Ελλάδα προέρχονται πρώτ’ απ’ όλα από το ζήτημα αν για την εξαίρεση μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών απαιτείται δικαιολόγηση ή αρκεί απλή επίκληση λόγων συνειδήσεως (οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση το μάθημα μετατρέπεται κατ\’ ουσίαν σε προαιρετικό, η δε άποψη άτι εξακολουθεί να έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα μόνο ως παιχνίδι λέξεων μπορεί να χαρακτηρισθεί.

Στο ζήτημα αυτό η θέση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν είναι ξεκαθαρισμένη και ομόφωνη4. Το θέμα της δικαιολόγησης ή μη της αίτησης απαλλαγής δίχασε πρόσφατα το Δικαστήριο σε μια σημαντική νορβηγική υπόθεση (Folgero5). Το δικαστήριο, με οριακή πλειοψηφία (9 προς 8), δέχθηκε ότι η απαίτηση δικαιολόγησης είναι αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής, ΕΣΔΑ). Με την απόφαση αυτή: το Δικαστήριο εμφανίσθηκε ασυνεπές προς τις δικές του ερμηνευτικές αρχές. Διότι, κατά την ΕΣΔΑ, το Κράτος υποχρεούται να παρέχει εκπαίδευση, αλλά και να σέβεται, στην εκπαιδευτική διαδικασία, τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων6. Το ΕΔΔΑ διασαφήνισε ήδη από το 1982 ότι «ο όρος “πεποιθήσεις” δεν είναι συνώνυμος με απλές γνώμες ή ιδέες. Αναφέρεται σε απόψεις που έχουν ένα βαθμό ισχύος, σοβαρότητας, συνοχής και σημαντικότητας».7 Είναι σαφές ότι για να μπορέσει το Δικαστήριο να διαπιστώσει, κατά περίπτωση, αν υπάρχουν «πεποιθήσεις» με τα αναφερθέντα κριτήρια, θα πρέπει η αίτηση απαλλαγής να περιέχει κάποια δικαιολόγηση. Εν τούτοις στην απόφαση Folgero το Δικαστήριο παρέλειψε να ελέγξει αν υπάρχουν τα στοιχεία που συνιστούν «πεποιθήσεις». Και δέχθηκε μεν ότι «οι γονείς δεν είχαν υποβληθεί στην υποχρέωση να κοινοποιήσουν τις προσωπικές τους πεποιθήσεις ως τέτοιες»8 αλλά πρόσθεσε – κατά τρόπο αντιφατικό -ότι «ο κίνδυνος να αισθανθούν οι γονείς αναγκασμένοι να αποκαλύψουν ενδόμυχες (sic) πλευρές των θρησκευτικών και φιλοσοφικών τους πεποιθήσεων ενυπήρχε αναγκαία» στην απαίτηση δικαιολόγησης της αίτησης απαλλαγής!9

4. Αυτά σημαίνουν ότι η νομική κατάσταση σχετικά με την απαλλαγή είναι συγκεχυμένη και αμφισβητούμενη και στην “μεγάλη” Ευρώπη. Πάντως η απλή επίκληση λόγων “συνειδήσεως” – που αρκεί κατά τον Συνήγορο του Πολίτη – δεν είναι ταυτόσημη με την επίκληση «πεποιθήσεων», σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ. Διότι η «συνείδηση» εμπεριέχει πολλούς βαθμούς αυτεπίγνωσης, από την βαθύτερη μέχρι την πιο επιφανειακή, και επομένως είναι ως έννοια ελαστικότερη και ευρύτερη από τις «πεποιθήσεις».

Εκτός αυτού στο θέμα απαλλαγής από το μάθημα η αποφατική δήλωση πεποιθήσεων (του τύπου «δεν ανήκω στην τάδε κοινότητα») δεν είναι ούτε θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως ίσης νομικής βαθύτητας και σημασίας με την θετική δήλωση οποιουδήποτε περιεχομένου.10 Διότι εάν για την απαλλαγή από το μάθημα απορριφθεί με απόλυτη συνέπεια και η απαφατική μη γνωστοποίηση πεποιθήσεων θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι και μόνο το γεγονός της αίτησης απαλλαγής σημαίνει καθ΄ εαυτό ότι ο αιτών δεν έχει τις πεποιθήσεις που διδάσκονται στο μάθημα και άρα συνιστά, εμμέσως πλην σαφώς, αρνητική γνωστοποίηση πεποιθήσεων. Και το άτοπο συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι ότι κάθε αίτηση απαλλαγής αποκλείεται! Ιδού τα προβλήματα που δημιουργεί ήδη στο επίπεδο του ΕΔΔΑ το θέμα της απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών.

5. Εδώ πρέπει να επισημανθεί μία σημαντική ατέλεια της ίδιας της ΕΣΔΑ: Αναγνωρίζει αποκλειστικά στους γονείς το δικαίωμα να προσδιορίζουν την θρησκευτική εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις και αγνοεί τελείως την θέληση των ίδιων των παιδιών. Τελικά, η ρύθμιση αυτή, ούτε την ελευθερία συνειδήσεως υπηρετεί, αφού ο γονέας είναι ενδεχόμενο να την προσβάλει στο πρόσωπο του παιδιού, προβάλλοντας τη δική του κοσμοθεωρία. Συμφωνότερο με τα δικαιώματα του ανθρώπου θα ήταν αν το δικαίωμα των γονέων να ζητήσουν εξαίρεση αναγνωριζόταν με την επιφύλαξη ότι ο μαθητής δεν θα εκφράσει αντίθετη θέληση, δηλαδή, την θέληση να παρακολουθήσει το μάθημα των θρησκευτικών. Μία εγκύκλιος που θα ελάμβανε υπόψη αυτή τη θέληση του μαθητή, δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί αντίθετη προς την ΕΣΔΑ.

Β. Το θρησκειολογικό μάθημα ως μη λύση.

Από διάφορες κατευθύνσεις προτάθηκε η αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών όπως διδάσκεται σήμερα με τη διδασκαλία των ανά τον κόσμο θρησκευμάτων. Η πλέον ακραία πρόταση θέλει την αξιολογικά πλήρως ουδέτερη ισοπέδωση – χάριν «αντικειμενικότητας» – όλων των θρησκευμάτων, μια δεύτερη επιφυλάσσει απλώς κάποια ιδιαίτερη αναφορά στον χριστιανισμό και ή στην ορθοδοξία.

Δεν θα σχολιασθεί η ευκολία με την οποία Έλληνες είναι πρόθυμοι να διαγράψουν ή να συρρικνώσουν ένα αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής ιστορικής αυτοσυνειδησίας, προβάλλοντας τις δικές τους προσωπικές απορριπτικές θέσεις και χωρίς αυτό να επιβάλλεται από νομική άποψη.

1. Η πρόταση αυτή είναι δημοκρατικά διαβλητή για μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων, ανεξάρτητα από τον πολιτικό τους προσανατολισμό, δέχεται την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Ειδικότερα:

-Πρώτον, προδίδει επικίνδυνη, αν μη και υστερόβουλη, παιδαγωγική άγνοια, έστω και αν – ή ακριβώς επειδή! – προέρχεται ή εμπνέεται από όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης (την Κοινοβουλευτική Συνέλευση ή την ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας)11. Κι αυτό γιατί είναι φανερό ότι η εγκεφαλική περιήγηση στον δαιδαλώδη κόσμο των ανά τον κόσμο θρησκευμάτων και φιλοσοφικο-θρησκευτικών θεωριών μόνο σύγχυση και «ταραχήν εν κρανίω» θα προκαλούσε στους νεαρούς μαθητές. Όπως επισημαίνει έμπειρος παιδαγωγός «αν δεν θεωρητικολογούμε κι αν θέλουμε να έχουμε παιδευτικά αποτελέσματα, θα πρέπει να διδάξουμε τις αρχές και τα διδάγματα μιας συγκεκριμένης θρησκείας, αλλιώς 8α οδηγηθούμε σε γενικόλογες και δυσπρόσιτες φιλοσοφικές περί ηθικής θεωρίες ατόμων ή σε ξηρές περιγραφές των διαφόρων θρησκευτικών δογμάτων και μορφών λατρείας».

-Δεύτερον, επιδιώκοντας μέσα από την θρησκευτική αγωγή, την αξιολογικά «αντικειμενική» και πλήρη εξίσωση των θρησκειών «με κάθε ουδετερότητα»12, η άποψη αυτή δείχνει να μη συνειδητοποιεί ότι και αυτή η θέση έχει δεδομένο αξιολογικό και ιδεολογικό χαρακτήρα, όπως και κάθε άποψη σχετική με τις θρησκείες.

-Τρίτον, συγχέει τον αναγκαίο εκπαιδευτικό πλουραλισμό με την ισοπεδωτική μεταχείριση όλων των θρησκειών και την αντιμετώπιση τους, στην καλλίτερη περίπτωση κυρίως ως φορέων (ηθικών) αξιών13 παραγνωρίζοντας τον θεμελιακό υπαρξιακό τους χαρακτήρα. Θεωρεί επί πλέον ότι με το θρησκειολογικό μάθημα θα ενισχύεται η ανεξιθρησκία και το δημοκρατικό φρόνημα στις πλουραλιστικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Ίσως αυτό να έχει κάποια βάση για κάποιες χώρες Σε χώρες πάντως όπως η Ελλάδα, το μάθημα των θρησκευτικών δεν εξέθρεψε ποτέ μισαλλοδοξία και φανατισμό και επομένως η δημοκρατική «κατήχηση» μέσω του θρησκειολογικού μαθήματος δεν έχει θέση.

2. Τέλος, το θρησκειολογικό μάθημα, με βάση το θρησκευτικό Φαινόμενο γενικά και τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου και με ιδιαίτερη αναφορά στον Χριστιανισμό και την Ορθοδοξία προτείνεται από μερικούς θεολόγους. Επικαλούνται γι΄ αυτό «τον εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή στα σημερινά δεδομένα» (sic) και νομίζουν ότι έτσι θα εξασφαλισθεί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του για όλους τους μαθητές. Ίσως η σκέψη αυτή εξηγεί την εύκολη υιοθέτηση των επιχειρημάτων υπέρ του θρησκειολογικού μαθήματος και την εύκολη αποδοχή περιθωριοποίησης της ορθόδοξης χριστιανικής κληρονομιάς, και μάλιστα οπό θεολόγους, χωρίς, όπως ελέχθη, αυτό να επιβάλλεται νομικά.

Όσον αφορά την διασφάλιση του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος, δηλαδή την κατάργηση της απαλλαγής απ\’ αυτό, η προαναφερθείσα απόφαση Folgero 14 έδωσε στην άποψη αυτή τη χαριστική βολή. Ας σημειωθεί ότι στην Νορβηγία με την μεταρρύθμιση του 1999 το μάθημα απέβαλε τον λουθηρανικό-κατηχητικό χαρακτήρα και απέκτησε γνωστικό θρησκειολογικό χαρακτήρα που επεκτάθηκε μάλιστα και στη φιλοσοφία- Απλώς προβλέφθηκε για τον διδάσκοντα να λαμβάνει ως αφετηρία την λεγόμενη ρήτρα του χριστιανικού προσανατολισμού της διδασκαλίας. Συγχρόνως προβλέφθηκε η δυνατότητα να απαλλαγεί ένας μαθητής από τα τμήματα εκείνα της διδασκαλίας για τα οποία οι γονείς του κρίνουν ότι αντιστοιχούν σε άλλη θρησκεία ή φιλοσοφία ζωής απ΄ αυτήν των ιδίων. Το ΕΔΔΑ στην απόφαση Folgero αρνείται και αυτήν την μερική απαλλαγή από το κατά Βάση θρησκειολογικό μάθημα και απαιτεί την ολική απαλλαγή εφ’ όσον επιφυλάσσεται κάποια ιδιαίτερη θέση σε μία θρησκεία (εν προκειμένω στην χριστιανική).

3. Χαρακτηριστικό των ισοπεδωτικών αντιλήψεων που τείνουν να επικρατήσουν στο ΕΔΔΑ ως προς την θρησκευτική αγωγή είναι το εξής: Στην νεότερη απόφαση Ζengin 5 – έστω και αν αυτή αφορούσε το ειδικό τουρκικό νομικό καθεστώς – το Δικαστήριο παραπέμπει σε έκθεση για την Τουρκία της ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας (ECRI)16, την οποία υιοθετεί (παρ, 74). Στην έκθεση αυτή αναφέρεται, μεταξύ άλλων ότι «εάν πρόκειται πράγματι για μάθημα που αφορά τους διάφορους νομικούς πολιτισμούς, δεν θα είχε θέση ο περιορισμός του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μόνο στους μουσουλμάνους». Μ΄ άλλα λόγια το Δικαστήριο περιβάλλει με το κύρος του την ακραία ισοπεδωτική αντίληψη ότι μόνο στο «απόλυτα ουδέτερο» θρησκειολογικό μάθημα δικαιολογείται ο υποχρεωτικός χαρακτήρας για όλους. Το καίριο όμως ερώτημα, από την άποψη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που θέτει η αντίληψη αυτή είναι: θα μπορούσε να επιβληθεί ως υποχρεωτικό ένα μάθημα που θα περιοριζόταν σε μια ουδέτερη και άνευρη περιγραφή των ανά τον κόσμο θρησκειών, χωρίς δυνατότητα απαλλαγής για όσους δεν συμφωνούν με την απόλυτα ισοπεδωτική μεταχείρισή τους; Για όποιον έχει ουσιαστική ευαισθησία για τα δικαιώματα του ανθρώπου η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική.

Το συμπέρασμα είναι κατ’ ανάγκην ότι ούτε το θρησκειολογικό μάθημα (με κάποια ειδική αναφορά σε μία θρησκεία) ούτε το «απόλυτο» θρησκειολογικό μάθημα εξασφαλίζουν τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα. Για όλους αυτούς τους λόγους η λύση είναι αναγκαίο να αναζητηθεί σε ένα μάθημα που θα εστιάζεται όχι σε μία θρησκεία ως θρησκεία – με ό,τι αυτή εμπεριέχει ως προσωπικά «πιστεύω» -, αλλά σε μία συγκεκριμένη θρησκευτική κληρονομιά, εν προκειμένω την ορθόδοξη χριστιανική, ως αντικειμενικό δεδομένο. Έτσι το μάθημα δεν θα μπορούσε να μετατραπεί σε μάθημα ούτε θρησκειολογικό αυτέ πολιτισμικό, πράγμα που θα το εξέτρεπε από το καθ\’ αυτό αντικείμενο του.

Γ. Η πρόταση: Μάθημα ορθόδοξης χριστιανικής κληρονομιάς (ως οικουμενικό μήνυμα).

1. Αφετηρία της πρότασης είναι ένα γεγονός ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως: η Πολιτεία, κάθε Πολιτεία – εννοούμε δημοκρατικά καθεστώτα – στην παιδευτική της αποστολή, έχει την εξουσία και την υποχρέωση να διδάσκονται τα παιδιά, που φοιτούν στα σχολεία της χωράς, τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιδιοπροσιωπία της χώρας, στο πλαίσιο της παρεχόμενης γενικότερης παιδείας. Η εξουσία και η υποχρέωση αυτή είναι αναφαίρετες και αναπαλλοτρίωτες και δεν έχουν καμία σχέση με το σύστημα σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας-θρησκείας. Επί πλέον κανένα διεθνές όργανο δεν μπορεί να τις θίξει όσο υπάρχουν επί μέρους Πολιτείες με συνείδηση της παιδευτικής τους αποστολής.

Στοιχείο συστατικό της ιδιοπροσωπίας της Ελλάδας είναι η ορθόδοξη χριστιανική κληρονομιά και επομένως αυτή ως μάθημα θα πρέπει να είναι στοιχείο του εκπαιδευτικού συστήματος. Όπως στο μάθημα της ιστορίας δίδεται προτεραιότητα στην ελληνική ιστορία, κατά τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο λόγο θα διδάσκεται η ορθόδοξη χριστιανική κληρονομιά ως τέτοια. Εδώ είναι θέμα πνευματικής ευθύτητας και εντιμότητας να αναχθούν όλοι υπεράνω των οποιωνδήποτε προσωπικών τους αντιλήψεων και να δεχθούν αυτό το αναμφισβήτητο αντικειμενικό δεδομένο, και όχι να κάνουν τα προσωπικά τους ‘πιστεύω» ανομολόγητο όχημα για την υποστήριξη λύσεων για το εξεταζόμενο θέμα.

Το μάθημα, αναμορφωνόμενο, θα παρέχει, σε γλώσσα λιτή και χωρίς θεολογικές κατασκευές, τις αναγκαίες γνώσεις για όλα τα στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής φυσιογνωμίας, παραλείποντας λεπτομέρειες που δεν έχουν σχέση μ’ αυτήν, θα έχει ως κύριο περιεχόμενο τα χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης όχι ως θρησκείας αλλ’ ως συστατικού της ορθόδοξης κληρονομιάς και παράδοσης. Θα αναφέρεται και στις ποικίλες πολιτιστικές της εκφάνσεις κατά τρόπο συγκεκριμένο από τη βυζαντινή εποχή μέχρι σήμερα, χωρίς εξωραϊσμούς και συγκαλύψεις, δηλαδή με πνεύμα κριτικό. Εννοείται ότι θα έχει διευρυμένο χαρακτήρα, όπως άλλωστε έχει και σήμερα, και θα παρέχει αντικειμενικές πληροφορίες και επαρκείς γνώσεις για την φυσιογνωμία των άλλων χριστιανικών ομολογιών (ρωμαιοκαθολικισμού και των διαφόρων εκδοχών του προτεσταντισμού) και των άλλων θρησκευτικών παραδόσεων, με τον αναγκαίο σεβασμό προς αυτές αλλά και επισημαίνοντας με νηφαλιότητα.

2. Με τα χαρακτηριστικά αυτά το μάθημα της ορθόδοξης χριστιανικής κληρονομιάς θα διδάσκεται ως υποχρεωτικό μάθημα για όλους τους μαθητές που φοιτούν σε ελληνικά σχολεία, και για τα παιδιά των μεταναστών οποιασδήποτε προέλευσης. Είναι στοιχειώδες – και δεν αποτελεί έλλειψη σεβασμού προς οποιεσδήποτε παραδόσεις ή πεποιθήσεις -, αφού διαμένουν στη χώρα μας, να μαθαίνουν ό,τι έχει σχέση με το περιβάλλον, θρησκευτικό και πολιτιστικό, στο οποίο ζουν. Βλέπουν εκκλησίες, εικόνες, όπως βλέπουν αρχαία μνημεία- είναι φυσικό και αναγκαίο να γνωρίζουν τι σημαίνουν όλα αυτά και ποιας παράδοσης είναι δημιουργήματα. Εάν ένας Έλληνας διέμενε π.χ. στην Ινδία, δεν θα ήταν φυσικό τα παιδιά του να μάθουν στο σχολείο ό,τι αφορά τις ινδικές θρησκευτικές παραδόσεις για να συνειδητοποιούν, αν μη τι άλλο, το περιβάλλον όπου θα ζούσαν; Είναι γνωστό ότι πολλοί Έλληνες ισραηλίτες γονείς ήθελαν και θέλουν τα παιδιά τους να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία μας, άσχετα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ακριβώς για να γνωρίζουν το περιβάλλον στο οποίο ζουν.

Εξάλλου είναι γνωστό ότι την δική του παράδοση μπορεί καλλίτερα να συνειδητοποιήσει κανείς όταν γνωρίζει και άλλες παραδόσεις και αντίστροφα μόνο όταν γνωρίζει κανείς καλά την ιδιοπροσωπία της χώρας του θα μπορεί καλλίτερα να καταλάβει ξένες θρησκευτικές και πολιτιστικές παραδόσεις και να τις παραβάλει με τις δικές του. Η γνώση επομένως της ορθόδοξης χριστιανικής κληρονομιάς όχι μόνο δεν αντιτίθεται στις απαιτήσεις του πλουραλισμού, της πολυφωνίας και της πολυπολιτισμικότητας αλλ’ ακριβώς τις θεμελιώνει. Γι’ αυτό και ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του οχι μόνο δεν αναιρεί, αλλ’ επισφραγίζει τον σεβασμό των οποιωνδήποτε διαφορετικών πεποιθήσεων. Κι αυτό, τόσο περισσότερο όσο ο ελληνικός χώρος ήταν πάντα ανοικτός σε ξένα ερεθίσματα και έχει γνωρίσει στη ιστορική του πορεία μακρά συνύπαρξη με αλλόφυλους κα αλλόθρησκους.

3. Άλλωστε η ορθόδοξη χριστιανική κληρονομιά ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της Ελλάδος και του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Είναι κοινή στη Μ. Ανατολή, τη Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία, Ρωσία, Γεωργία. Δεν γέννησε μόνο τους Έλληνες Πατέρες και αγίους αλλά, μεταξύ πλείστων άλλων, τον Ισαάκ τον Σύρο από το Κατάρ, που τον 7ο αιώνα προσδιόρισε τον λεπτότατο εξανθρωπισμό του ανθρώπου γράφοντας ότι έγκειται στο να «καίγεται η καρδιά του για όλη την κτίση, για τους ανθρώπου και τα ζώα… Από τη μεγάλη συμπόνια, η καρδιά του γίνεται ταπεινή και δεν μπορεί να αντέξει να ακούσει ή να δει να βλάπτεται ή να λυπάται, έστω και λίγο, ένα οποιοδήποτε πλάσμα»(Λόγος 81, 7).

Αυτή η κληρονομιά17 – είναι γενικά γνωστό – αποτελεί τον αντίποδα κάθε «μισαλλοδοξίας και σκοταδισμού» είναι ό,τι πιο οικουμενικό ανθρωπιστικό μήνυμα μπορεί να δοθεί στους μαθητές των ελληνικών σχολείων και δεν προσβάλλει τις οποιεσδήποτε πεποιθήσεις γονέων. Σε αυτόν τογ οικουμενικό πλούτο και της ορθόδοξης κληρονομιάς παραπέμπει με τα σημαδιακά του λόγια ο Οδυσσέας Ελύτης: «Είναι ο μόνος τρόπος να ξαναγίνουμε οι Έλληνες Ευρωπαίοι. Με το να συνεισφέρουμε και όχι να δανειζόμαστε… Με σεβασμό προς τις κατακτήσεις των άλλων, αλλά και με τη συνείδηση του πλούτου που ένας κρυφός αγωγός εκχύνει αδιάκοπα μέσα μας».

…………………………………

1 Ο λόγος αυτής της εξαίρεσης έγκειται στο ότι η συμμετοχή των θεολόγων θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι οφείλεται σε λόγους προάσπισης επαγγελματικών συμφερόντων.

2 Ήδη από το έτος 1976, στην απόφαση Kjelasen, Busk Madsen και Pedersen. Ο όρος endocrtrinement θα μπορούσε να αποδοθεί ελληνικά ως προσηλυτιστική κατήχηση ή ως επηρεασμός και εγκλωβισμός οε μία διδασκαλία.

3 Χαρακτηριστικά έγραφε ο Γιάννης Τσαρούχης ότι νεαρός, που είδε σε προβαλλόμενη ταινία στην τηλεόραση την μορφή του Χριστού, ερώτησε: «Ποιος είναι αυτός ο κύριος;» Αυτό δεν είναι έλλειψη πίστης, είναι απλώς απαδευσία.

4 Αν εξαιρεθεί ένα σημείο το οποίο με βεβαιότητα θεωρείται αντίθετο με την ΕΣΔΑ, δηλαδή όταν η απαλλαγή επιτρέπεται με την θετική δήλωση άλλου θρησκεύματος από το διδασκόμενο, όπως στην υπόθεση Ζengin κατά Τουρκίας, απόφαση 9 Οκτωβρίου 2007, όπου η απαλλαγή προβλεπόταν για τους χριστιανούς και ισραηλίτες (chretiens et juifs).

5 Απόφαση Folgero κατά Νοοβηγίας {διευρυμένη σύνθεση, Grande Chambre), 29 Ιουνίου 2007.

6 Άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

7 Απόφαση Campbell et Cosans, 25 Φεβρουαρίου 1982 (νομολογία παγιωθείσα),

8 Πράγματι, κατά τον νορβηγικό νόμο, θα ασκούσε π δήλωση ότι δεν ανήκουν στη λουθηρανική Εκκλησία.

9 Η μειοψηφία των 8 δικαστών εκτενώς επεσήμανε τις νομικές αδυναμίες της απόφασης.

10 Ερμηνεύοντας το όρθρο 9 (ελευθερία συνειδήσεως και θρησκείας) της ΕΙΔΑ το ΕΔΔΑ αναγνώρισε το δικαίωμα μη γνωστοποίησης, και αποφατικά, της θρησκείας (Απόφαση Αλεξανδρίδη κατά Ελλάδος, 21 Φεβρουαρίου 2006). Ας μη παραγνωρίζεται; όμως, ότι αυτό έγινε σε υπόθεση δικαστικού όρκου, όπου επρόκειτο για άσκηση αυτοτελούς δικαιώματος, και όχι για άρση έννομης υποχρέωσης εκπαίδευσης) που είναι κατ\’ ουσίαν το λεγόμενο δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα. Περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος αυτού θα ξέφευγε από το πλαίσιο ταυ παρόντος υπομνήματος.

11 Οι αποφάσεις, συστάσεις ή εκθέσεις των οργάνων αυτών ούτως ή άλλως δεν έχουν καμιά δεσμευτική ισχύ και απλώς αναφέρονται εδώ, επειδή πρόσφατα παρέπεμψε σ\’ αυτές το ΕΔΔΑ στην προαναφερθείσα απόφαση Ζengin (βλ. υποσημ 4).

12 Σύσταση Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης 1720 (2005), παρ. 14.2

13 Σύσταση Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης 1396 (1999), παρ. 13, ii, a, ιδίως στη δυτική Ευρώπη είναι πολύ διαδεδομένη η χρησιμοθηρική αντίληψη ότι κάθε θρησκεία είναι στην ουσία της κάποια ηθική, κανόνες, και δη και εξωτερικοί κανόνες συμπεριφοράς, που επιχειρεί να «κάνει τους ανθρώπους καλλίτερους» διοχετεύοντας κάποιες αξίες. Ο ρόλος της θρησκείας, σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, παραπέμπει ατούς «Βαρβάρους» του Καβάφη, οι οποίοι «ήταν υια κάποια λύση»! Είναι εντυπωσιακή η άγνοια ή αγνόηση της υπαρξιακής νοηματοδότησης της ζωής ως πανανθρώπινης πρωταρχικής ανάγκης.

14 Βλ. υποσημ. 5.

15 Απόφαση Ζengin κατά Τοιρκίας (υποσημ. 4,), που πάντως ελήφθη ως τμήμα (section), δηλαδή όχι ως διευρυμένη σύνθεση.

16 Έκθεση ECRI, 15 Φεβρουαρίου 2005.

17 Ας σημειωθεί ότι επιστημονικό περιοδικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου ονομάζεται «Κληρονομιά» (εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη), όπως και η Ακαδημία Αθηνών εστιάζει την προσοχή της στην «γλωσσική μας κληρονομιά».

Μαθησιακές δυσκολίες διπλής όψεως (ως γονέα και ως εκπαιδευτικού)

Άρθρο στο περιοδικό  Γονέων «Παιδόπολις», τεύχος 1, Δεκ. 2005 – Ιαν. 2006

Σάββας Παυλίδης,

Εκπαιδευτικός

Ας δείξουμε στα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες τα μονοπάτια που πρέπει να βαδίσουν, για να κατακτήσουν τη γνώση.

Το κεφάλαιο Μαθησιακές Δυσκολίες φαίνεται ότι ανοίγει σιγά – σιγά στην ελληνική εκπαίδευση και κοινωνία. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ευαισθησία πάνω στο θέμα, τόσο από την πλευρά της πολιτείας όσο και της εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι χρειάζεται να διανυθεί πολύς δρόμος ακόμη. Η ωρίμανση της κατανόησης του προβλήματος δεν έχει επιτευχθεί στην εκπαιδευτική κοινότητα καθώς επίσης και στο οικογενειακό περιβάλλον των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες.

 Επισήμανση: Η πολιτεία αναγνωρίζει ως μαθησιακή δυσκολία μόνο τη δυσλεξία και όχι τους άλλους τύπους μαθησιακών δυσκολιών, παρέχοντας (σχετικά) διευκόλυνση στο σχολικό περιβάλλον σε όσους μαθητές αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο πρόβλημα.

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω, λόγω της άμεσης και καθημερινής σχέσης μου με αυτό ως εκπαιδευτικός και ταυτόχρονα ως γονέας, να ανιχνεύσω το πρόβλημα όχι στην ουσία του, αυτό είναι έργο των ειδικών, αλλά στα δευτερογενή χαρακτηριστικά του, που έχουν άμεση σχέση με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, όσον αφορά στην προσπάθεια που χρειάζεται να καταβάλουν για ουσιαστική βοήθεια προς τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες.

 ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

 Ιδιαίτερα αγχωτική κατάσταση για τους γονείς: Δυσκολία ή και άρνηση των γονιών να αναγνωρίσουν ότι το παιδί τους έχει κάποια δυσχέρεια. Νοιώθουν ενοχές, αναρωτιούνται μήπως  αυτοί ευθύνονται (κληρονομικότητα, εγκυμοσύνη) για την κατάσταση του παιδιού τους. Η προσπάθεια που κάνουν, για να βοηθήσουν το παιδί τους, τους κάνει υπερπροστατευτικούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται το παιδί όλο και πιο εξαρτημένο από αυτούς. Όσον αφορά τις σχέσεις με τα άλλα αδέλφια η κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει και εκεί προβλήματα. Η ιδιαίτερη μεταχείριση και η δυσκολία επικοινωνίας προκαλεί εντάσεις και παράπονα.

Προβλήματα στη σχέση του ζευγαριού: Ο βαθμός αποδοχής του προβλήματος από τους δύο συζύγους είναι διαφορετικός. Η ένταση αφορά το αν πραγματικά το παιδί έχει πρόβλημα ή όχι, αν χρειάζεται βοήθεια ή αν είναι καθ’ όλα φυσιολογικό. Μία άλλη παράμετρος είναι το οικονομικό κόστος, που προκύπτει από μια τέτοια κατάσταση. Η αδυναμία του παιδιού να ακολουθήσει την πορεία διδασκαλίας όπως γίνεται μέσα στην τάξη, οδηγεί στην ανάγκη παρακολούθησης ιδιαιτέρων μαθημάτων και τη χρήση βοηθημάτων. Επιπλέον τα δευτερογενή ψυχολογικά προβλήματα του παιδιού, οδηγούν στην ψυχολογική στήριξή του από παιδοψυχίατρο. Τέλος καταβάλλεται συνεχώς μεγάλη προσπάθεια για την αντιστροφή της αρνητικής εικόνας που έχει το παιδί για τον εαυτό του.

Η προβληματική αντιμετώπιση από το εξωοικογενειακό περιβάλλον δημιουργεί πρόσθετα ψυχολογικά προβλήματα. Η σκληρή συμπεριφορά των παιδιών της παιδικής και εφηβικής ηλικίας οδηγεί είτε προς την απομόνωση είτε, λόγω της ανάγκης για επικοινωνία, στην  προσπάθεια να γίνει το κέντρο της προσοχής με κάθε τρόπο.

 Σχέση γονέα – εκπαιδευτικού: Μόνιμο παράπονο των γονιών είναι ότι οι εκπαιδευτικοί δεν δείχνουν κατανόηση. Η υπερευαισθησία των γονέων για την επίδοση – συμπεριφορά του παιδιού τους στο σχολείο, τους  οδηγεί να δικαιολογούν κάθε πράξη του παιδιού.

ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ

 Το σύνολο των εκπαιδευτικών, δυστυχώς, και όχι από δική τους υπαιτιότητα έχει άγνοια του προβλήματος. Η έλλειψη παιδαγωγικής εκπαίδευσης καθώς και η σχεδόν πλήρης άγνοια του προβλήματος των μαθησιακών δυσκολιών «αναγκάζει» τους εκπαιδευτικούς να αντιμετωπίσουν το παιδί ως αδιάφορο και χαμηλής επίδοσης. Το άγχος ολοκλήρωσης της ύλης, ιδιαίτερα στο Λύκειο, οδηγεί τους εκπαιδευτικούς να παραβλέψουν οποιεσδήποτε δυσκολίες παρουσιάζουν τα παιδιά. Η έλλειψη εποπτικών μέσων διδασκαλίας θεωρείται από πολλούς εκπαιδευτικούς  το Α και το Ω στη διαδικασία της μάθησης, γιατί βοηθά σημαντικά τους μαθητές, πόσο μάλλον τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες.

Η μαθησιακή δυσκολία ενός παιδιού είναι κατ΄ αρχήν μια πρόκληση στον εγωισμό του γονιού. Η πρώτη αντίδραση του γονέα στο πρόβλημα είναι: «γιατί το δικό μου παιδί;». Από εδώ ξεκινάει και η άρνηση της ύπαρξης του προβλήματος από πολλούς γονείς. Το ψυχολογικό κόστος είναι μεγάλο.

 Από τη στιγμή που ο γονιός κατανοήσει το πρόβλημα χρειάζεται:

α. να οπλιστεί με υπομονή. Είναι μια χρονοβόρα διαδικασία.

β. να κατανοήσει ότι το παιδί του με κατάλληλη βοήθεια μπορεί να ανταποκριθεί σε κάθε σχολική απαίτηση. Η κατάσταση δεν είναι μη αναστρέψιμη.

γ. να συνεργαστεί με τον εκπαιδευτικό, δίνοντάς του σαφή εικόνα του προβλήματος που αντιμετωπίζει το παιδί.

Η πολιτεία από την πλευρά της πρέπει να ενημερώσει τους εκπαιδευτικούς μέσω της επιμόρφωσης για τις μαθησιακές δυσκολίες, να καθορίσει με σαφήνεια τις μεθόδους διδασκαλίας και τον τρόπο εξέτασης αυτών των μαθητών – σήμερα υπάρχουν οδηγίες, που όμως είναι αρκετά ασαφείς και δεν βοηθούν ουσιαστικά τον εκπαιδευτικό να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Οι ειδικοί προτείνουν ότι, για να υπάρχει ουσιαστική βοήθεια, χρειάζεται κατάλληλο υλικό, που θα χρησιμοποιεί το παιδί όπως: ειδικά σχολικά βιβλία με μικρότερη ποσότητα ύλης, Η/Υ, κατάλληλο λογισμικό, χρήση μαγνητοφώνου μέσα στην τάξη για την καταγραφή της παράδοσης του μαθήματος, χρήση αριθμομηχανής στα μαθηματικά εξαιτίας της δυσκολίας αυτών των παιδιών στην τέλεση μαθηματικών πράξεων.

Κλείνοντας θα λέγαμε ότι οι μαθησιακές δυσκολίες είναι μια κατάσταση που υπάρχει σε ένα ποσοστό 5%-10% των μαθητών. Τα παιδιά αυτά είναι φυσιολογικής ή και ανώτερης ευφυΐας. Χρειάζεται να τους δείξουμε μόνο τα μονοπάτια που πρέπει να βαδίσουν, για να κατακτήσουν τη γνώση. Η χαρά του παιδιού από αυτή την ανακάλυψη, ότι δεν είναι «βλαμμένο», όπως χαρακτηρίζει τον εαυτό του, είναι η μεγαλύτερη ηθική –ψυχολογική αμοιβή για τον γονιό και τον εκπαιδευτικό.

 

Τα Θρησκευτικά ως αίτημα παιδείας και όχι συντεχνίας

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ.

«Τα “Θρησκευτικά” ως αίτημα παιδείας
και όχι συντεχνίας»
(απάντηση εκπαιδευτικών θεολόγων σε μια επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου)

Στις αρχές Μαρτίου διαβιβάστηκε προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων η αρ. 4312 Επιστολή της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφερόμενη στην αντιμετώπιση της αδιοριστίας των θεολόγων. Παρά το γεγονός ότι η Επιστολή στην πραγματικότητα διαβιβάζει πορίσματα μιας ημερίδας της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (Π.Ε.Θ.) με θέμα «Εκκλησία και θεολόγοι», ταυτόχρονα προσεγγίζει καίρια ζητήματα θρησκευτικής εκπαίδευσης με τρόπο που ευνοεί λαθεμένες και συγχυτικές αντιλήψεις γύρω από τις διεκδικήσεις του μαθήματος των Θρησκευτικών (ΘΜ). Κι όλα αυτά σε μια χρονική στιγμή που το μάθημα βρίσκεται σε μια πραγματικά κρίσιμη καμπή. Ποια είναι αυτά τα ζητήματα;
Πρώτα πρώτα αυτό που λέγεται στην κατακλείδα της Επιστολής, για το χαρακτήρα του ΘΜ, καθώς η ΔΙΣ εκφράζει με σαφήνεια την «παγίαν θέσιν Αυτής» για ένα καθαρά ομολογιακό ΘΜ το οποίο να διδάσκεται υποχρεωτικά «δια τους Χριστιανούς Ορθοδόξους μαθητάς». Κι εμείς, απορούμε: Αυτός είναι άραγε ο στόχος των «Θρησκευτικών»; Να διδάσκεται υποχρεωτικά στους Ορθοδόξους μαθητές; Ακριβώς επειδή ένας τέτοιος στόχος συνεπάγεται την προαιρετικότητά του μαθήματος, αφού στις σχολικές μας τάξεις δεν φοιτούν πλέον αποκλειστικά Ορθόδοξοι μαθητές, όλοι εμείς οι δάσκαλοι των Θρησκευτικών, μετά τις παλινωδίες του καλοκαιριού, έχουμε θέσει ως κυρίαρχη διεκδίκησή μας την υποχρεωτική διδασκαλία του ΘΜ σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής τους – ή μη – δέσμευσης. Και επειδή το ομολογιακά σχεδιασμένο μάθημά μας δεν μπορεί να ανταποκριθεί σ’ αυτό το στόχο, έχουμε δεσμευτεί να επεξεργαστούμε συγκεκριμένες προτάσεις για τον επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα, των διαστάσεων και των στοχεύσεων του ΘΜ. Ως εκπαιδευτικοί, θεωρούμε την ανάγκη για ανανέωση, καθώς οι εποχές αλλάζουν, ως μια απόλυτα υγιή και συνετή αντίδραση οποιουδήποτε σχολικού μαθήματος επιδιώκει να λειτουργήσει κατ’ ουσίαν εκπαιδευτικά και μορφωτικά. Άλλωστε η ανθρωπιστική και η μορφωτική αρετή του ΘΜ – όπως και κάθε μαθήματος – δεν έγκειται στο εγγενές και απαράβατο περιεχόμενό του εκτός τόπου και χρόνου, αλλά στον τρόπο με τον οποίο υλοποιείται εδώ και τώρα. Κι εδώ και τώρα – ας παραδεχτούμε επιτέλους την πραγματικότητα – έχουμε σοβαρότατο πρόβλημα! Έχουμε πρόβλημα γιατί το μάθημά μας παρά την υπέρβαση του κατηχητισμού και τις πολλές και δυναμικές του βελτιώσεις (απ’ τη δεκαετία του 80 και μετά) κινείται – στο μεγαλύτερό του μέρος – σε στενά ομολογιακά πλαίσια. Παράδειγμα / απόδειξη: ας απαντήσουμε με ειλικρίνεια, όσοι από μας είμαστε δάσκαλοι, τι σημαίνει για το χαρακτήρα και τη νομιμοποιητική βάση ενός μαθήματος να τίθενται ως ζητήματα εργασίας σε λυκειακές σχολικές τάξεις τα παρακάτω ερωτήματα: «Πώς μπορούμε να αποδείξουμε ότι συμφωνούμε με την άποψη της Εκκλησίας;» ή «Ο Χριστός σταυρώθηκε για μας. Πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε κι εμείς στη μεγάλη δωρεά που μας έκαμε;» ή ακόμη «Ποια είναι τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχεται ο εξομολογούμενος;». Όσοι εκτιμούν ότι θα πρέπει να διατηρηθεί ο στενά ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος, που νομιμοποιεί τέτοιου είδους ερωτήσεις/προσεγγίσεις, ας είναι έτοιμοι για την αναπόφευκτη καθιέρωση της προαιρετικότητάς του. Ως δάσκαλοι, μπορούμε να φανταστούμε πόση ασάφεια, σύγχυση, διάκριση, υποτίμηση κ.ά. συνεπάγεται ένα προαιρετικό μάθημα στις συνθήκες του σύγχρονου ελληνικού σχολείου!
Τα επιχειρήματα όσων υπεραμύνονται του ομολογιακού χαρακτήρα του ΘΜ συχνά βασίζονται στο «τι γίνεται στην Ευρώπη», ότι δηλαδή οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γερμανία, Αυστρία) έχουν ομολογιακή θρησκευτική εκπαίδευση. Πράγματι αυτό ισχύει, ωστόσο είναι εξαιρετικά παραπλανητικό να παραλείπεται η επισήμανση ότι αυτή η ομολογιακή θρησκευτική εκπαίδευση δεν ασκείται από μια ομολογία, αλλά από όλες τις αναγνωρισμένες θρησκείες ή ομολογίες Μιλάμε δηλαδή για 3, 4, 5 διαφορετικά ΘΜ που διδάσκονται με την ευθύνη της κάθε θρησκευτικής κοινότητας. Όσοι, λοιπόν, όντας ελλιπώς πληροφορημένοι, φτάνουν να χρησιμοποιούν άκριτα αυτό το επιχείρημα, ας αποφασίσουν αν θα ήθελαν μια τέτοια θρησκευτική εκπαίδευση στο ελληνικό σχολείο, αφού τότε θα είναι αναπόφευκτη η εκχώρηση της ευθύνης για ΘΜ και σε άλλες θρησκευτικές κοινότητες.
Απ’ την άλλη μεριά, πολύς λόγος γίνεται – κυρίως από όσους αρνούνται το ομολογιακό ΘΜ – για το λεγόμενο «θρησκειολογικό». Με επιχείρημα ότι ένας τέτοιος τύπος μαθήματος διασφαλίζει τη νηφάλια και ουδέτερη πληροφόρηση των μαθητών «γύρω από τις θρησκείες», οι Έλληνες υπερασπιστές του επισημαίνουν προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες που το «εφαρμόζουν» (π.χ. Αγγλία, Δανία). Όμως κι εδώ αναγνωρίζουμε έναν υπεραπλουστευτικό λόγο που φτάνει να παραθεωρεί ουσιαστικές παραμέτρους. Κι αυτό γιατί οι χώρες οι οποίες εφαρμόζουν μη ομολογιακή πολυ-θρησκευτική εκπαίδευση, στην πραγματικότητα επιδιώκουν πολύ περισσότερα πράγματα από την «ουδέτερη πληροφόρηση περί θρησκειών». Αν, λοιπόν, χρειαζόμαστε κατανόηση του τι πραγματικά γίνεται με την μη ομολογιακή θρησκευτική εκπαίδευση στην Ευρώπη, δεν μπορούμε να αρκεστούμε στις συχνά απροϋπόθετες και στατιστικού χαρακτήρα πληροφορίες του διαδικτύου, αλλά να ανοίξουμε τα Αναλυτικά Προγράμματα, το διδακτικό υλικό, τους διδακτικούς σχεδιασμούς και τις καταγεγραμμένες εμπειρίες των δασκάλων αυτών των χωρών. Αν το κάνουμε, θα διαπιστώσουμε πως η «θρησκειολογικού» τύπου πληροφόρηση, για την οποία τόσος λόγος γίνεται στην Ελλάδα, είναι μία μόνον παράμετρος της μη ομολογιακής θρησκευτικής μάθησης. Πως στα πλαίσια μιας τέτοιας θρησκευτικής εκπαίδευσης – της οποίας άλλωστε ο βασικός κορμός είναι ο Χριστιανισμός – οργανώνονται διδακτικές διεργασίες οι οποίες επιτρέπουν στους μαθητές να καλλιεργήσουν κριτική γνώση γύρω από τα θρησκευτικά ζητήματα και ευαισθησία για την εκτίμηση των θρησκευτικών πνευματικών επιτευγμάτων, να αναπτύξουν θεμελιωμένους θρησκευτικούς / πνευματικούς συλλογισμούς, να ανακαλύψουν τις διαστάσεις της θρησκευτικής πίστης και συμπεριφοράς, να αναζητήσουν την θρησκευτική αλήθεια της κοινωνίας τους και του εαυτού τους, και ταυτόχρονα να καταφέρνουν να διαλέγονται και να συνδιαμορφώνονται με τους θρησκευτικά και πολιτιστικά «άλλους». Όταν όμως όλες αυτές οι διαστάσεις με ευκολία αποσιωπούνται ή παραθεωρούνται και προβάλλεται μόνον η «ουδέτερη πληροφόρηση / γνώση», τότε – πέρα από τη διαστρεβλωμένη εικόνα του τι πράγματι γίνεται στην Ευρώπη – ισχυροποιούνται τα επιχειρήματα όσων πολεμούν αυτή την εκδοχή της θρησκευτικής εκπαίδευσης και αυξάνονται οι φοβικές στάσεις απέναντι σε οποιοδήποτε ΘΜ δεν είναι το ομολογιακό που γνωρίζουμε. Το αποτέλεσμα: χάνουμε την πολύτιμη ευκαιρία να εμπλουτίσουμε το δικό μας προβληματισμό με τα όσα κατάφεραν χώρες οι οποίες πραγματοποίησαν πλούσια θρησκειοπαιδαγωγική πορεία και αντιμετώπισαν πρωιμότερα συνθήκες που εμείς τώρα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε.
Ένας άλλος φόβος που εκφράζεται μπροστά στην προοπτική της ανανέωσης του ΘΜ αφορά στις «ρίζες» μας που κινδυνεύουν αν το μάθημα απομακρυνθεί από το ομολογιακό του πλαίσιο, στην απώλεια της θρησκευτικής και εθνικής μας ταυτότητας, στη σύγχυση και στο συγκρητισμό που δήθεν ελλοχεύουν. Κι εδώ αναρωτιόμαστε και πάλι: Με ποια λογική ένα μάθημα που θέλει να υπερβεί την ομολογιακότητα, να διευρύνει τα όρια και τις κατευθύνσεις του και να δημιουργήσει θρησκευτικά συνειδητοποιημένους και διαλεγόμενους πολίτες αποτελεί απειλή και «ξεχέρσωμα ριζών»; Γιατί ένα μάθημα που θα περιέχει μεν πλούσιες πληροφορίες για τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, αλλά ταυτόχρονα θα διευκολύνει τους μαθητές να αναγνωρίσουν πόσο ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ιδιαίτερα επηρέασε και συνδιαμόρφωσε τον ελληνικό πολιτισμό, ως παράδοση, ως τέχνη, ως ήθος, ως στάση ζωής, συνιστά απειλή; Με ποιον τρόπο αυτή η συνδυαστική προσέγγιση μας εμποδίζει να αναγνωρίσουμε τις ρίζες μας και την ταυτότητά μας; Εκτός κι αν αναφερόμενοι στις ρίζες μας υπονοούμε ό,τι μας διαχωρίζει από τους «άλλους» και μας καθιστά ανώτερους και εκλεκτούς, ό,τι δηλαδή αποκλείει τους «άλλους». Διατηρούμε τη βεβαιότητα πως οι «ρίζες» μας ίσα ίσα μπορούν να μας ενώνουν με τους «άλλους», καθώς όλοι οι άνθρωποι, και οι μη Έλληνες και οι μη Χριστιανοί έχουν «ρίζες», αγαπούν το καλό και το ωραίο, αναζητούν το νόημα της ζωής, ελπίζουν για την ποιότητα και την πρόοδο και βέβαια επιδιώκουν την προσωπική συνάντηση!
Πώς εννοούμε, λοιπόν, μιαν πραγματικά ανανεωμένη θρησκευτική εκπαίδευση; Πρώτα πρώτα κανένας σώφρων και δεσμευμένος στον παιδαγωγικό του ρόλο θεολόγος δεν φαντάζεται μια λύση – αντιγραφή. Είναι σίγουρο πως χρειάζεται να οικοδομήσουμε μια προσέγγιση που θα λάβει μεν υπόψη της τα όσα έχουν διερευνηθεί, αναλυθεί, μελετηθεί στην Ευρώπη, αλλά κυρίως θα επικεντρωθεί στις συγκεκριμένες και ιδιαίτερες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Κι όπως φαίνεται η ελληνική κοινωνία δε χρειάζεται απλώς πληροφόρηση περί θρησκειών, αλλά μια διευρυμένη και δυναμική θρησκευτική μάθηση. Τι θα πει αυτό; Επειδή η πραγματοποίηση της μάθησης αναγνωρίζεται μόνον στα αποτελέσματα που επιφέρει στους μαθητές (κι όχι στις διακηρύξεις των δασκάλων ή των σχεδιαστών εκπαιδευτικής πολιτικής) αποβλέπουμε σε μαθητές που να έχουν την ικανότητα να κάνουν πολλές ερωτήσεις γύρω από τη θρησκευτικότητα κι όχι να αναμασούν στερεότυπες απαντήσεις, να αναπτύσσουν προσωπικές θρησκευτικές αναζητήσεις και όχι να αποδέχονται θεσμοποιημένες βεβαιότητες, να ελέγχουν και να κατανοούν κριτικά τη θρησκευτική γνώση και όχι να υποτάσσονται σε δεδομένες παραδοχές, να διαμορφώνουν τις δικές τους υπεύθυνες απόψεις και στάσεις ζωής γύρω από τη θρησκευτική πίστη και τον Χριστιανισμό. Άλλωστε για μας αυτός είναι και ο δρόμος της γνήσιας θεολογικής αναζήτησης και της περιπέτειας της πίστης στο Θεό. Στη συνέχεια, ως προς τα περιεχόμενα του μαθήματος, σίγουρα η θρησκειολογική ύλη θα πρέπει να εμπλουτιστεί και να διαχυθεί σε όλες τις τάξεις, χωρίς όμως να εξαντλείται σε στεγνές και άνευρες πληροφορίες, αλλά να παρέχει ευκαιρίες για πραγματική γνωριμία και διάλογο με τη ζωή και τον πολιτισμό της κάθε θρησκείας. Εννοείται πως ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ειδικότερα θα πρέπει να αποτελούν το μεγαλύτερο και κύριο σώμα όλων των τάξεων, με έμφαση στην ιστορία και τον πολιτισμό της χώρας μας. Κι αυτό βέβαια με τρόπο που να αφορά και να ενδιαφέρει τον καθένα μαθητή που ζει στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την πολιτιστική του προέλευση. Όλος αυτός ο προβληματισμός αναπτύσσεται στις ομάδες θεολόγων που έχουν διαμορφωθεί και εργάζονται άτυπα αλλά οργανωμένα σε όλη την Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα και αλλού). Και ελπίζουμε ότι θα ληφθεί υπόψη από τους συνταγματικά κατοχυρωμένους υπεύθυνους για τις αλλαγές του ΘΜ, δηλαδή το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, στους σχεδιασμούς Αναλυτικών Προγραμμάτων. Γνωρίζουμε ότι ο δρόμος δεν είναι εύκολος, ούτε οι λύσεις υπάρχουν «στο τσεπάκι» κάποιου ειδήμονα. Ωστόσο δεν μπορεί να παραθεωρούνται τα ζητήματα που έχουν πλέον τεθεί στο τραπέζι του διαλόγου και να προτείνεται – και μάλιστα με το κύρος μιας Επιστολής της ΔΙΣ – ένα ΘΜ που διατηρεί τον στενά ομολογιακό χαρακτήρα του.
Ως προς τις ώρες διδασκαλίας του ΘΜ στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θεωρούμε πως η ποιοτική αναβάθμιση ενός μαθήματος δε σχετίζεται με την αύξηση των ωρών διδασκαλίας του, αλλά με τη βελτίωση των περιεχομένων και των στόχων του και βέβαια με την εκπαίδευση των δασκάλων του. Λαμβάνοντας υπόψη τα ήδη σκληρά ωράρια των μαθητών αλλά και τις ώρες διδασκαλίας των άλλων μαθημάτων, θεωρούμε πως οι ώρες διδασκαλίας του ΘΜ στο ελληνικό σχολείο είναι αρκετές. Ως προς το αίτημα όμως του διορισμού των θεολόγων στην Πρωτοβάθμια, εκτιμούμε ότι τινάζει στον αέρα τη βασική ψυχοπαιδαγωγική προϋπόθεση της διδασκαλίας των παιδιών αυτής της ηλικίας από έναν δάσκαλο (ο οποίος αναπτύσσει μια στενά συναισθηματική σχέση – σχεδόν σα γονιός – μαζί τους, παρέχει τη μάθηση αδιάσπαστα και διεπιστημονικά και έχει εκπαιδευτεί ειδικά γι’ αυτή την ηλικία). Επιπλέον, μια τέτοια πρόταση ανοίγει το δρόμο σχετικών διεκδικήσεων από όλες τις ειδικότητες. Αν πράγματι θεωρούμε ότι στο Δημοτικό δε γίνεται καλή δουλειά ως προς το ΘΜ, μια ρεαλιστική πρόταση θα αφορούσε τη διεκδίκηση ουσιαστικής θρησκειοπαιδαγωγικής κατάρτισης των δασκάλων στα Παιδαγωγικά Τμήματα. Όπως και να’ χει δεν μπορεί η αντιμετώπιση της αδιοριστίας των θεολόγων να τίθεται ως κριτήριο για την αναβάθμιση του ΘΜ. Κι αυτό δε σημαίνει ότι δε σεβόμαστε και δε συμπαραστεκόμαστε τους αδιόριστους και άνεργους θεολόγους.
Πέρα από τις παραπάνω αντιρρήσεις μας στα σημεία της Επιστολής, θεωρούμε δυσμενέστερο το σημαινόμενό της, καθώς με την κοινοποίησή της δημιουργείται η αίσθηση – στην κοινή γνώμη αλλά και στους θεολόγους – ότι η Ποιμαίνουσα Εκκλησία υιοθετεί αυτές τις προτάσεις της ΠΕΘ ως θετικές για την εξέλιξη του μαθήματος ή ακόμη περισσότερο ότι όλες αυτές οι προτάσεις συνιστούν «εξέλιξη» για το ΘΜ. Είμαστε βέβαιοι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνον ενισχύονται οι στερεότυπες παρανοήσεις γύρω από τη θρησκευτική εκπαίδευση στην Ελλάδα, αλλά χρειάζεται να ξαναρχίζουμε το διάλογο απ’ το μηδέν!

Είναι αλήθεια πως κάθε εποχή έχει τους φόβους της. Συχνά μάλιστα αυτοί δεν σχετίζονται με πραγματικούς κινδύνους, αλλά με μια περιρρέουσα κινδυνολογία. Ως θεολόγοι στοχεύουμε να παλέψουμε για ένα υποχρεωτικό σχολικό μάθημα για όλους τους μαθητές με ξεκάθαρα παιδαγωγικό χαρακτήρα, υπερβαίνοντας τις κινδυνολογίες, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Θεμελιώδες κριτήριο των τολμηρών αλλαγών που θα χρειαστεί να γίνουν ας είναι το δικαίωμα του κάθε παιδιού να γίνει ένας θρησκευτικά εγγράμματος και συνειδητοποιημένος πολίτης που έχει εκπαιδευτεί να σέβεται και να συνυπάρχει με τον όποιον «άλλον». Ας μην ξεχνάμε ότι «το σχολείο, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, έχει να συναγωνιστεί μυριάδες “αντι-σχολεία” ως προς τον καθορισμό της διαφορετικότητας, της ταυτότητας και του αυτοσεβασμού … ότι συναγωνίζεται με άλλα τμήματα της κοινωνίας τα οποία επίσης προσφέρουν αξίες, με τραγικές ίσως συνέπειες για την κοινωνία». (Jerome Bruner)

Ακολουθούν οι υπογραφές 44 θεολόγων από όλη την Ελλάδα:

Αγγελάκη Δήμητρα, Αμπατζίδης Θεόφιλος, Ανδριόπουλος Παναγιώτης, Βολάκης Παναγιώτης, Γιαννόπουλος Ανδρέας, Γκαλίτσιος Πρόδρομος, Γκαργκάνα Σουλτάνα, Γριζοπούλου Όλγα, Γώγου Βάσω, Δαμαλής Γιάννης, Ζωχιού Μαρία, Καζλάρη Πηγή, Καλαϊτζίδης Παντελής, Καραγιάννης Παναγιώτης, Κατσούδας Κώστας, Κετικίδης Γιώργος, Κρανιώτης Μιχάλης, Κυριακίδου Άννα, Λίλιας Πέτρος, Λίτσιος Γιάννης, Μαλεβίτης Ηλίας, Μάλφας Γεώργιος, Μαραθιά Διονυσία, Μασσαράς Θεοχάρης, Μαυροκωστίδης Γρηγόρης, Μιχαηλίδης Κώστας, Μπέλος Ζήσης, Μουντζουρίδης Γεώργιος, Μπάρλος Αποστόλης, Νευροκοπλής Θανάσης, Σεβαστίδου Γεωργία, Στυλιδιώτης Ηλίας, Πάλμος Νεκτάριος, Παπαθανασίου Γιαννούλα, Παπαθανασίου Θανάσης, Παπασωτηρόπουλος Χριστόφορος, Πεϊνιρτζή Κατερίνα, Ρούσσος Ηλίας, Ρούσση Βάσω, Τσανανάς Γιώργος, Φάκος Βασίλης, Φουντούλης Μιχάλης, Φωτόπουλος Χρήστος και Χλωρός Γιώργος.

Επικοινωνία : theologyhellas@gmail.com

1.Αντιγράφοντας από το περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ
2. Οι άλλες ειδικότητες που έχουν μπει (Μουσική, Γυμναστική, Ξένες Γλώσσες) αφορούν γνωστικά πεδία που δεν είναι δυνατόν να διδαχθούν από το δάσκαλο.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση