Χρόνος

 Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σύμφωνα με το Λεξικό της Οξφόρδης με τον όρο χρόνος εννοείται “η ακαθόριστη κίνηση της ύπαρξης και των γεγονότων στο παρελθόν, το παρόν, και το μέλλον, θεωρούμενη ως σύνολο”.
Γενικά Χρόνος χαρακτηρίζεται η ακριβής μέτρηση μιας διαδικασίας από το παρελθόν στο μέλλον. Κάθε φυσικό φαινόμενο π.χ. μια πτώση αντικειμένου στο έδαφος εξελίσσεται στην έννοια της ορισμένης χρονικής περιόδου. Ο χρόνος μετράται σε μονάδες όπως το δευτερόλεπτο και με ειδικά όργανα τα χρονόμετρα π.χ. ρολόι. Οι καθημερινές εμπειρίες αποδεικνύουν πως ο χρόνος “κυλάει” με τον ίδιο πάντα ρυθμό και μόνο προς μια κατεύθυνση – από το παρελθόν προς το μέλλον. Η κίνηση γενικότερα ούτε μπορεί να διακοπεί αλλά και ούτε να αντιστραφεί στην έννοια του χρόνου. Παρά ταύτα, όπως εξηγεί η ειδική θεωρία της σχετικότητας, αυτή η κίνηση μπορεί να επιβραδυνθεί με ασύλληπτα μεγάλες ταχύτητες.

Ένας άλλος στερεότυπος ορισμός για τον χρόνο είναι “ένα μη χωρικό γραμμικό συνεχές στο οποίο τα γεγονότα συμβαίνουν με εμφανώς μη αναστρέψιμη τάξη”. Πρόκειται για μείζονα έννοια η οποία λειτουργεί τόσο ως θεμελιώδης οντότητα, όσο και ως σύστημα μέτρησης. Με τον χρόνο ασχολήθηκε τόσο η φιλοσοφία όσο και η επιστήμη, διαμορφώνοντας ενίοτε αντιφατικές απόψεις για το νόημά του. Επί της ουσίας οι διαφοροποιήσεις δεν αφορούν στις μονάδες μέτρησης του χρόνου αλλά στο αν ο χρόνος ως οντότητα είναι δυνατόν να μετρηθεί ή αποτελεί τμήμα του μετρητικού συστήματος.

Ο Χρόνος στη Φυσική

Επί του παρόντος ο χρόνος νοείται ως θεμελιώδης ποσότητα1 και όπως οι άλλες θεμελιώδεις ποσότητες -χώρος και μάζα- καθορίζεται μέσω της μέτρησης. Συνεπώς είναι μέγεθος. Επίσης επί του παρόντος, η στερεότυπη χρονική μονάδα, το συμβατικό δευτερόλεπτο, ορίζεται ως η διάρκεια 9 192 631 770 περιόδων της ακτινοβολίας που αντιστοιχεί στη μετάβαση μεταξύ των δύο ανωτέρων επιπέδων της κατάστασης ελαχίστης ενέργειας του ατόμου 133Cs.

8-cell-simple

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένας tesseract (τετραδιάστατος κύβος), ένας κύβος σε 3 διαστάσεις εκτεινόμενος σε μια τέταρτη, σαν περιγραφή του χρόνου.

Για την φυσική ο χρόνος είναι διάσταση που επιτρέπει σε δύο ταυτόσημα γεγονότα που συμβαίνουν στο ίδιο σημείο στον χώρο, να διακρίνονται μεταξύ τους. Το διάστημα ανάμεσα σε δύο τέτοια γεγονότα σχηματίζει τη βάση της μέτρησης του χρόνου. Για γενικούς σκοπούς η περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της παρέχει τις μονάδες μέτρησης της ημέρας ώρες και η τροχιά της γύρω από τον ήλιο (ουσιαστικά η φαινόμενη πορεία του ήλιου που παράγεται από τις ιδιαιτερότητες της γήινης τροχιάς) τις ημερολογιακές μονάδες. Όσον αφορά στη χρήση του χρόνου για επιστημονικούς σκοπούς, τα διαστήματα χρόνου καθορίζονται -όπως προαναφέρθηκε- με όρους συχνότητας μιας ιδιαίτερης ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολία.

Ήδη από την εποχή της δημοσίευσης της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας το 1905, θεωρήθηκε ότι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν εγκατέλειψε την έννοια του απόλυτου χρόνου. Σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο ο απόλυτος χρόνος εννοείται ως ο χρόνος που κυλά ισοδύναμα και ανεξάρτητα από την κατάσταση κίνησης του παρατηρητή. Οι επιδράσεις της διαστολής του χρόνου και η κατάρρευση του απόλυτου ταυτόχρονου σημαίνουν ότι υπό αυτή την έννοια ο απόλυτος χρόνος δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη μέτρηση ενός χρονικού διαστήματος.

Αν και οι φιλόσοφοι τείνουν να περιγράφουν το έργο του Αϊνστάιν ως έναρξη της επιστημονικής επανάστασης του 20ου αιώνα, πολλές από αυτές τις επαναστατικές ιδέες δεν ήταν ακριβώς πρωτότυπες. Το 1898, για παράδειγμα, ο Ζυλ Πουανκαρέ (Jules Poincaré) (1854–1912), ο Γάλλος μαθηματικός, έθεσε το ζήτημα του απόλυτου ταυτόχρονου σχολιάζοντας ότι δεν έχουμε κάποια άμεση γνώση για την εξίσωση δύο χρονικών διαστημάτων. Ο Πουανκαρέ φαίνεται πως κατανοούσε την ανάγκη του καθορισμού του τοπικού χρόνου για έναν δεδομένο παρατηρητή. Το 1904 παρατήρησε ότι τα ρολόγια που συγχρονίζονταν με φωτεινά σήματα μεταξύ παρατηρητών σε ενιαία σχετική κίνηση δεν δείχνουν την αληθινή ώρα, αλλά μάλλον αυτό που μπορεί να αποκαλέσει κανείς τοπική ώρα.

Αναφέρεται συχνά ότι η θεωρία της σχετικότητας αφαιρεί τον απόλυτο χρόνο από τη μηχανική. Αυτό αληθεύει για τις μετρήσεις τους χρόνου που προαναφέρθηκαν, αλλά όχι τον ίδιο τον χρόνο ως οντότητα. Ο ορισμός του Νεύτωνα για τον απόλυτο χρόνο είναι ουσιαστικά φιλοσοφική έννοια και οι όποιες συζητήσεις έγιναν στην εποχή του είχαν φιλοσοφικό και όχι πειραματικό υπόβαθρο. Άλλωστε ίδιος ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι μπορεί κανείς να μετρήσει τον απόλυτο χρόνο. Τούτη η απόλυτη οντότητα έπρεπε να γίνει διακριτή από τα αισθητά, “φυσικά μέτρα” που εφαρμόζονται σε καθημερινές χρήσεις.

Στις απόψεις του Αϊνστάιν για το σύμπαν, οι περιγραφές ενός φυσικού φαινομένου πρέπει να είναι πλήρως σχετικιστικές ως προς τη φύση τους και απαιτούνται οι μετασχηματισμοί Λόρεντζ ανάμεσα στις συντεταγμένες των συστημάτων στην ενιαία σχετική κίνηση. Αντίθετα με το τι πιστεύεται γενικότερα, η νευτώνεια μηχανική δεν βασιζόταν στον απόλυτο χώρο και χρόνο και ήταν πλήρως σχετικιστική, αλλά με τη γαλιλαιϊκή έννοια. Δηλαδή, απαιτούντο γαλιλαιϊκοί μετασχηματισμοί ανάμεσα στις συντεταγμένες των συστημάτων στην ενιαία σχετική κίνηση.

Εξετάζοντας το ταυτόχρονο ο Αϊνστάιν χρησιμοποίησε ουσιαστικά ένα νοητικό πείραμα. Ως αποτέλεσμα του πειράματος, κατά την άποψή του, έπρεπε να εγκαταλειφθεί η έννοια του ταυτόχρονου. Το σύμπαν του είναι αιτιατό και σε ένα αιτιατό σύμπαν δεν υπάρχει το ταυτόχρονο, όπως και δεν υπάρχουν ταυτόχρονα γεγονότα. Τα γεγονότα έχουν καθορισμένη τάξη, βασισμένη στην αιτιατή σειρά τους,η οποία δεν είναι δυνατόν να αλλαχθεί. Χωρίς να το δηλώνει άμεσα,ο Αϊνστάιν εισήγαγε έναν τρίτο παράγοντα στη θεωρία της σχετικότητας, ότι δηλαδή καμία πληροφορία δεν μπορεί να μεταδοθεί ταχύτερα από την ταχύτητα του φωτός. Τόσο για τον Νεύτωνα όσο και για τον Αϊνστάιν ο απόλυτος χρόνος είναι στην πραγματικότητα η απόλυτη σειρά των γεγονότων, που καθορίζεται από την αιτιότητα, και όχι η μέτρηση του χρόνου, που είναι αντικείμενο συνήθους παρατήρησης2.

Ο χρόνος στη Φιλοσοφία

Η φύση του χρόνου υπήρξε ένα από τα μείζονα προβλήματα της φιλοσοφίας από την αρχαιότητα ήδη. Είναι ορθό να βλέπουμε τον χρόνο να κυλά; Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, κυλά από το μέλλον στο παρελθόν με την ανθρωπότητα κολλημένη σαν βάρκα στη μέση του ποταμού; Ή μήπως κυλά από το παρελθόν προς το μέλλον, παρασύροντας τη βάρκα με τη ροή του; Δύσκολα ερωτήματα ή πολύ αφηρημένα για να απαντηθούν και να μας ωθήσουν να απορρίψουμε τη ‘μεταφορική’ εικόνα του χρόνου ως ροή. Αν, ωστόσο επιθυμούμε να απορρίψουμε την εικόνα της ροής,πώς μπορούμε να συλλάβουμε το πέρασμά του; Τι είναι αυτό που διακρίνει το παρελθόν από το παρόν ή το μέλλον ή μήπως δεν υφίσταται αντικειμενική διάκριση και ο χρόνος είναι μια ενιαία οντότητα που αποκαλείται παρόν; Τι είναι αυτό που δίνει στο χρόνο την κατεύθυνσή του; Τι είναι εκείνο που συνηγορεί υπέρ της ασυμμετρίας μεταξύ παρελθόντος και παρόντος; Υφίσταται η άχρονη ύπαρξη ή μήπως η ύπαρξη γίνεται αντιληπτή μόνο μέσα στα όρια του χρόνου;

Πολλά από αυτά τα προβλήματα τέθηκαν στα Φυσικά του Αριστοτέλη, με τη μορφή παράδοξων ή προβλημάτων που αφορούσαν στην ίδια την ύπαρξη του χρόνου. Το ένα πρόβλημα είναι ότι ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει κανένα από τα επί μέρους τμήματά του (π.χ. η παρούσα στιγμή,ως μη έχουσα διάρκεια, δεν μπορεί να υπολογιστεί ως τμήμα του χρόνου). Αν πάλι αναρωτηθούμε πότε παύει να υπάρχει η παρούσα στιγμή, οποιαδήποτε πιθανή απάντηση εμπεριέχει αντίφαση: όχι στο παρόν, γιατί όσο υπάρχει υπάρχει. Ούτε στο μέλλον, στην επόμενη στιγμή, γιατί στο συνεχές δεν υπάρχει επόμενη στιγμή. Αλλά δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την παρούσα στιγμή ως διαρκώς υπάρχουσα, γιατί τότε, όσα συνέβησαν πριν από 10.000 χρόνια υπάρχουν ταυτόχρονα με όσα συμβαίνουν στο παρόν. Τα παράδοξα του Αριστοτέλη και του Ζήνωνα για τον χρόνο και τον χώρο, ώθησαν Ατομιστές όπως ο Επίκουρος και ο Διόδωρος Κρόνος να θεωρήσουν τη δομή του χρόνου κοκκιώδη, αλλά σε αυτή τους την άποψή συνάντησαν αντίσταση από τους Στωικούς, κυρίως τον Σέξτο Εμπειρικό. Η θεμελιώδης ιδεαλιστική λύση, που επιτρέπει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές να συνυπάρχουν στο αντικείμενο της ενόρασης προτάθηκε από τον άγιο Αυγουστίνο της Ιππώνος (Εξομολογήσεις, ΧΙ 14) και είναι ορατή στη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς, του Τζορτζ Μπέρκλεϊ, του Εμμάνουελ Καντ και του Ανρί Μπεργκσόν3.

Από το 1895, τότε που ο Χέρμαν Γκίνκελ δημοσίευσε το διάσημο έργο του για τη δημιουργία και το χάος στον αρχέγονο και τον έσχατο χρόνο4, έχουν γίνει πολλές αλλαγές στην ιστορία των θρησκειών και τα σχετικά πεδία της εθνολογίας, της ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας. Ωστόσο, η σύλληψή του αρχέγονου και του έσχατου χρόνου ως των δύο πόλων της ίδιας ιστορίας, υποστηρίχθηκε από δύο σημαντικές μελέτες, όπως το Νόημα στην Ιστορία, του Καρλ Λέβιθ5 και Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής, του Μίρτσεα Ελιάντε.

Το αίνιγμα του χρόνου είναι εν μέρει το αίνιγμα της έναρξης, γιατί εκεί βρίσκεται η βάση του παρελθόντος. Η έναρξη είναι το παρελθόν. Ωστόσο, καθημερινά γίνεται μια νέα έναρξη μέσα στην περιοδική κίνηση της ημέρας. Βάσει τη σύλληψης του Γκίνγκελ το σύνολο όλων αυτών των επαναλαμβανόμενων ενάρξεων το αποκαλούμε χρόνο. Ζούμε στο χρόνο και καθημερινά βιώνουμε τη νέα έναρξη σε κάθε έργο που αναλαμβάνουμε να εκπληρώσουμε. Εκείνο που λείπει κατά την άποψή του είναι το γεγονός ότι η ανθρωπότητα δεν κατανοεί τη μαγεία της νέας έναρξης, δηλαδή την αέναη μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν.

Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως,, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη. -Άγιος Αυγουστίνος6

Εδώ χρειάζεται να θυμηθούμε τον περίφημο διαχωρισμό του Ανρί Μπεργκσόν ανάμεσα στον χωροχρόνο και τον καθαρό χρόνο7. Ο χωροχρόνος είναι ο χρόνος των ρολογιών μας, μια υβριδική έννοια που προκύπτει από την εισβολή της ιδέας του χώρου στην επικράτεια της καθαρής συνείδησης. Πρόκειται για την εμπειρία του χρόνου, έτσι όπως την οργανώνει ο άνθρωπος στο χώρο, ως ακολουθία χρονικών μονάδων. Στην πραγματικότητα αυτές οι χρονικές μονάδες δεν υπάρχουν, γιατί ο χρόνος είναι μια μελωδία, ένα ποτάμι. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο γεγονός ότι κυλά μέσα από τα χέρια μας σαν νερό, είναι αψηλάφητος, όπως το έθεσε ο άγιος Αυγουστίνος. Δεν υπάρχει σταθερό παρόν. Είτε είναι ήδη παρελθόν ή είναι ακόμη μέλλον. Όταν λέμε ότι είναι δέκα και μισή δεν είναι πια δέκα και μισή. Ένα ισχυρό ρεύμα μεταφέρει την ανθρωπότητα στο ποτάμι του χρόνου. Ο άνθρωπος είναι προσωρινός, φευγαλέοε, καθώς δεν μπορεί να αδράξει σταθερά ένα σημείο και να αντισταθεί στο ρεύμα. Ο άνθρωπος των δέκα και μισή δεν είναι ίδιος με τον άνθρωπο των έντεκα. Στην πραγματικότητα είμαστε ο χρόνος.

Παρόλα αυτά έχουμε το παρελθόν μας και κάνουμε σχέδια για το μέλλον μας. Εδώ υπεισέρχεται η ιδέα του «ταυτόχρονου», όπως το έθεσε ο Καρλ Χάιμ. Τη στιγμή που βιώνουμε ένα ψήγμα του χρόνου, υπάρχει μια σχέση «ταυτόχρονου», σε σχέση με τις άλλες διαδοχικές χρονικές μονάδες. Οι νότες ενός μουσικού κομματιού δεν παίζονται μόνον ως διακεκριμένες νότες, αλλά και ως συγχορδίες, δηλαδή ταυτόχρονα.

Ναυτιλιακός χρόνος

Ως Αστρονομικός ή Ναυτιλιακός χρόνος χαρακτηρίζεται η έννοια του χρόνου σε αστρονομικούς υπολογισμούς ή ναυτικού ενδιαφέροντος που αφορά τη σχετική θέση της Ουράνιας σφαίρας προς τη Γήινη σφαίρα κατά τη στιγμή κάποιας παρατήρησης όπου και προσδιορίζεται αυτή από την γωνιακή απόσταση (δυτική ωρική γωνία) σημείου Γης και ουρανίου σώματος. Το Τρίγωνο θέσεως και η ωρική γωνία σχετίζονται με αυτόν τον χρόνο. 

Κυκλικός χρόνος

Η ιδέα του «ταυτόχρονου» συνδέθηκε από αμνημονεύτων εποχών με την εικόνα του κύκλου, καθώς η σχέση χώρου και χρόνου είναι ίδια με αυτήν που έχει η ευθεία σε σχέση με τον κύκλο. Το πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου δεν είναι ιδιοτροπία των μαθηματικών, αλλά ένα πρόβλημα ριζωμένο στην εσώτατη ύπαρξή μας. Ο κύκλος δεν είναι μια σειρά απειροστών ευθειών. Κάθε σημείο του είναι ταυτόχρονα το επόμενο σημείο. Μπορούμε να γράψουμε μια εφαπτομένη στον κύκλο, αλλά στην πραγματικότητα δεν πρόκειται να αγγίξει τον κύκλο, εκτός και αν δούμε το θέμα αυστηρώς μαθηματικά.

Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να περάσουμε από το χρόνο στο χώρο, μόνο αν τον δούμε ως ένα συνεχές, πάλι με τη μαθηματική έννοια. Ο αυθεντικός χώρος δεν είναι μια επιφάνεια που μπορεί να διαιρεθεί, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν μπορεί να διαιρεθεί ο αυθεντικός χρόνος. Από φιλοσοφικής άποψης ο χώρος δεν βιώνεται ως συνεχές, αλλά ως ένας αριθμός νησίδων ανάμεσα στις οποίες υπάρχει μόνον κενό. Συνεπώς, τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος δεν είναι παρά μορφές της ζωής, που δημιουργεί επιλέγοντας καθοριστικά σημεία και διαστήματα στο χωροχρονικό συνεχές. Ο χώρος στην πραγματικότητα που βιώνουμε δεν είναι ένα αφηρημένο μέγεθος, αλλά μια σειρά «τόπων», όπως ο χρόνος είναι μια σειρά φευγαλέων στιγμών. Συνήθως, από αυτές τις οτιγμές επιλέγουμε κάποιες ως σταθερά σημεία εναλλαγής του κυκλικού χρόνου. Αυτές τις στιγμές τις αποκαλούμε εορτασμούς και συνδέονται στενά μέσω του ημερολογίου με τις κυκλικές εναλλαγές του χρόνου. Ο θερισμός, η σπορά, η ανατολή ή η δύση ενός ουράνιου σώματος είναι τα πραγματικά δεδομένα, οι «πληροφορίες» από τις οποίες εξαρτάται η ζωή μας μέσα στο χρόνο.

Στο έργο του Ο Άνθρωπος και το Ιερό8 ο Σαλουά λέγει πως «ο γιορτασμός δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η εκ νέου ανακάλυψη και συγκεκριμενοποίηση του χάους» και από αυτή την άποψη κατέχει μια θεμελιακή σχέση με τη δημιουργία. Το πρωταρχικό χάος είναι άχρονο και απεριόριστο, άναρχο και αδιαμόρφωτο. Από τη στιγμή που μορφοποιείται, υφίσταται τους νόμους του χρόνου είτε στην ενοποιημένη είτε στη διαφοροποιημένη μορφή του. Η περιοδικότητα των φαινομένων είναι το μέγεθος που μορφοποιεί, που παρέχει το καλούπι για να εκδηλωθεί το άναρχο δυναμικό του χάους. Από αυτή την άποψη οι αρχέγονοι εορτασμοί συνδέονται με αστρονομικές κοσμικές περιόδους, οι οποίες αντιπροσωπεύουν δεδομένες αξίες στη ζωή. Κάποτε έρχεται η στιγμή της σποράς, του θερισμού, του ύπνου και της αφύπνισης, της δύσης και της ανατολής.

Αρχικά, το έτος δεν ήταν όπως το γνωρίζουμε σήμερα, αλλά σχετιζόταν άμεσα με την εναλλαγή των εποχών και την εναλλαγή σημαντικών περιόδων. Σύμφωνα με την Τζέιν Έλεν Χάρισον ο ελληνικός ενιαυτός είναι το έτος της συγκομιδής, οι «Ώρες» φέρνουν άνθη και καρπούς. Την ίδια στιγμή είναι δαίμονες, δηλαδή Θεοί που ανανεώνουν διαρκώς τη ζωή. Έτσι, το έτος είναι έτος της ψυχής και ο χρόνος είναι χρόνος της ζωής. Βέβαια, αυτό που πρέπει να διακρίνουμε εδώ είναι το γεγονός ότι η σχέση μας με τον εξωτερικό κόσμο μας παρέχει μια σταθερή βάση, πάνω στην οποία επεξεργαζόμαστε ένα ημερολόγιο, τις dies fasti και nefasti, τις εορταστικές και αποφράδες ημέρες του ρωμαϊκού ημερολογίου για παράδειγμα. Μαθαίνουμε, δηλαδή να βάζουμε τις σωστές διαχωριστικές γραμμές, προκειμένου να επιβεβαιώσουμε το χρόνο. Στην αρχαία Ρώμη το ημερολόγιο -δηλαδή οι μέρες τη σποράς, του θερισμού, του γάμου κ.λπ.- διακηρύσσονταν με επίσημο τρόπο από τον rex sacrorum, Βασιλέα των Ιερουργιών και διάδοχο του βασιλιά κατά τις Νόνες, στο πρώτο τέταρτο της σελήνης. Οι Αζτέκοι με τη σειρά τους ονόμαζαν την περίοδο των πενήντα δύο χρόνων, «δεμάτι του χρόνου». Στο τέλος αυτής της περιόδου όλες οι φωτιές έσβηναν για να ανάψουν εκ νέου, υποδεικνύοντας τη φωτιά ως μέσο μέτρησης των χρονικών διαστημάτων. Αν δεν προκηρυσσόταν το νέο ημερολόγιο τα πάντα σταματούσαν, περνώντας στη λήθη της Ωραίας Κοιμωμένης του Κάστρου.

Ποιος είναι αυτός που προκηρύσσει το νέο ημερολόγιο; Ο άνθρωπος, ως αντιπρόσωπος και αγγελιαφόρος της αρχέγονης οντότητας που προκήρυξε τον αρχέγονο χρόνο. Η ανθρώπινη προκήρυξη δεν είναι παρά μίμηση και επανάληψη της αρχικής προκήρυξης, της αρχέγονης οντότητας, της ίδιας της Αρχής που βρίσκεται πίσω από τη Δημιουργία. Σύμφωνα με τα λόγια του Βάλτερ βαν ντερ Βόγκελβαϊντ: Εκείνος που δεν είχε ποτέ αρχή, Εκείνος που μπορεί να φτιάξει μια νέα αρχή, Εκείνος σίγουρα μπορεί να φέρει και το τέλος ή την αιωνιότητα.

Μυθικός χρόνος

Σημαντική παράμετρος στην αντίληψη του χρόνου είναι η συνείδηση του μύθου ως «αληθινής ιστορίας» και όχι ως παραμυθιού, όπως τον αντιλαμβάνεται ένας μεγάλο τμήμα της ανθρωπότητας. Και τούτο γιατί η έννοια μύθος και η έννοια χρόνος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες, καθώς ο μύθος παράγει το χρόνο, του δίνει περιεχόμενο και μορφή. Ανάμεσα στα αποκτήματα του πρωτόγονου ανθρώπου, έτσι όπως τα αξιολογούν οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι, εκτός από τα όπλα, τα σκεύη και τα εργαλεία αναφέρονται επίσης οι χοροί, τα τραγούδια, οι ιστορίες, οι τελετουργίες και τα ονόματα. Όλα αυτά είναι μορφές έκφρασης του μύθου που περνά από γενεά σε γενεά. Ο μύθος και η πραγματικότητα είναι άρρηκτα συνυφασμένες έννοιες με κυριολεκτική έκφραση μέσα στη ζωή. Υπό αυτή την έννοια ο μύθος είναι ζωή και η ζωή μύθος9.

Πέρα από αυτό ο μύθος ανάγει τη συνείδηση στην αδιαφοροποίητη αρχή του κόσμου, στον αρχέγονο χρόνο. Η αρχή του κόσμου, της ανθρωπότητας, η αρχή της ζωής και του θανάτου, του ζωικού και του φυτικού βασιλείου, η αρχή του κυνηγιού και της καλλιέργειας, η αρχή της φωτιάς, της λατρείας, των μυητικών τυπικών και των θεραπευτικών δυνάμεων είναι γεγονότα απομακρυσμένα στο χρόνο. Εκεί έχει τα θεμέλιά της η σημερινή ζωή και από εκεί αντλούν την καταγωγή τους οι σύγχρονες κοινωνικές δομές. Οι θείες ή υπερφυσικές οντότητες που δραστηριοποιούνται στο μύθο, τα κατορθώματά τους, οι μοναδικές τους περιπέτειες, όλος αυτός ο θαυμαστός κόσμος είναι μια υπερβατική πραγματικότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Πρόκειται για μια sine qua non συνθήκη στην παρούσα πραγματικότητα.

Ο μύθος είναι ιερή ιστορία. Και τούτο όχι μόνο για το περιεχόμενό της αλλά για τις συγκεκριμένες ιεροφάνειες που θέτει σε κίνηση. Η αφήγηση των μύθων της δημιουργίας ενσωματώνεται στις παγκόσμιες λατρείες, γιατί οι μύθοι είναι από μόνοι τους λατρεία και συνεισφέρουν στο σκοπό για τον οποίο έχουν εγκαθιδρυθεί οι λατρείες σε όλον τον κόσμο. Η υπενθύμιση της δημιουργίας βοηθά τη ζωή του ανθρώπινου γένους, δηλαδή της κοινότητας ή της φυλής. Η υπενθύμιση των μυητικών τελετουργιών βοηθά στην επιβεβαίωση της διάρκειας και της αποτελεσματικότητας της ανθρωπότητας.

Αυτά που ο ο Κ. Τ. Πρέους (K. T. Preuss), ο Μπρόνισλαβ Μαλινόβσκι (Bronislaw Malinowski) και πολλοί άλλοι ακαδημαϊκοί διατύπωσαν με πολυάριθμα και χαρακτηριστικά παραδείγματα, αναφέρονται ουσιαστικά στο γεγονός ότι ο μύθος δεν είναι απλά η αφήγηση μιας ιστορίας, αλλά η βίωση της πραγματικότητας -όχι μια διανοητική αντίδραση σ’ ένα αίνιγμα, αλλά μια εξέχουσα πράξη πίστης- μια αναφορά της αρχέγονης πραγματικότητας που ζει στην παρούσα ζωή10. Άλλωστε, η ύπαρξη του κόσμου είτε τη μελετά κανείς μακροκοσμικά ή μικροκοσμικά δεν είναι συμπαγής και αδρανής. Ανανεώνεται διαρκώς μέσω της αναφοράς στο μύθο. Ο μύθος και η ιερή δράση που συνδέεται μαζί του εγγυάται στην πραγματικότητα την επιβίωση του κόσμου.

Σύμφωνα με τον Πρέους, «ο πρωτόγονος άνθρωπος όχι μόνον επαναλαμβάνει, αλλά ανασυνθέτει μέσω του μύθου την αρχική πράξη της Δημιουργίας»11. Ο αρχέγονος χρόνος είναι δημιουργικός. Δημιουργεί αυτό που συμβαίνει σήμερα, μέσω της επανάληψης του μύθου. Διατηρεί μια εικόνα του κόσμου κατά πολύ διαφορετική από τις συνηθισμένες μας συλλήψεις. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι καθορισμένο, τίποτε δεν μπορεί να υπάρξει, εκτός και αν ανανεώνεται διαρκώς, ενεργοποιούμενο από τον μύθο. Αλλά κάτι τέτοιο σημαίνει ότι ο μύθος είναι αιτιολογικός, όχι γιατί εξηγεί κάτι, αλλά γιατί παρέχει εγγύηση για την ύπαρξη του γεγονότος. Τούτο βρίσκει την εφαρμογή του όχι μόνο στις ιδιαίτερες όψεις της ζωής, αλλά στο σύνολο της δημιουργίας. Με άλλα λόγια βρίσκει την εφαρμογή του στη δημιουργική δύναμη που βρίσκεται πίσω από την εκδήλωση κάθε γεγονότος.

Στη σύγχρονη εποχή μόνον υπολείμματα αυτής της μυθικής άποψης για τον κόσμο επιβιώνουν. Αυτό δε σημαίνει ότι η μυθική άποψη είναι νεκρή. Επιβιώνει στις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, που ζουν ακριβώς εξαιτίας της μυθικής τους άποψης για τον κόσμο και της αιτιολογικής τους σχέσης με το σωτηριολογικό μύθο. Στην εβραϊκή, στη χριστιανική θρησκεία, στο Βουδισμό, τον Ινδουϊσμό, τον Ισλαμισμό, τον Μανδαϊσμό, σε όλες σχεδόν τις αποκαλούμενες μεγάλες ή μικρές θρησκείες του κόσμου υπάρχει ο μύθος της δημιουργίας αλλά και της λύτρωσης, που είναι στην πραγματικότητα μια δεύτερη δημιουργία. Υπάρχουν επίσης τα μυστήρια, καθιερωμένα από τα κεντρικά πρόσωπα κάθε θρησκείας. Σε κάθε, λοιπόν, ενεργοποίηση των μυστηρίων, οποιαδήποτε και αν είναι η εξωτερική μορφή τους, αυτό που αναβιώνει είναι το ρεύμα της ανανέωσης του κόσμου που κουβαλούν εν δυνάμει μέσα τους οι θρησκείες.

Σήμερα η θρησκεία είναι ο κατεξοχήν αντιπρόσωπος της μυθοποιητικής σκέψης, γιατί στα δρώμενά της απεικονίζονται οι σημαντικότερες μορφές της πραγμάτωσης του μύθου. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η συμμετοχή στα δρώμενα μετατρέπει το βιωμένο χρόνο σε μυθικό χρόνο, τον χρόνο της έναρξης της Δημιουργίας, της μέσης και του τέλους που υποδεικνύεται από την «πρόνοια» ή τους ίδιους τους εαυτούς μας ως συμμέτοχους στη δημιουργία. Ένα έξοχο παράδειγμα αυτής της αλληλοσύνδεσης της αρχής της μέσης και του τέλους βρίσκεται στους πρώτους στίχους της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Στο μέσο της ζωής του ο ποιητής βρίσκεται στο σκοτάδι. Ένα τέρας απειλεί να τον οδηγήσει στον τόπο όπου «ο ήλιος είναι σιωπηλός». Σε αυτό το σημείο μια νέα αρχή πρέπει να γίνει, ένας νέος μύθος να προφερθεί. Κι έτσι γίνεται! Η αρχαιότητα τον παίρνει από το χέρι και τότε όλα τα πλούτη της κόλασης, του καθαρτήριου και του παράδεισου διαχύνονται μέσα στη ζωή του ως νέο περιεχόμενο. Εξαγνισμένος, μεταμορφωμένος τραβά το δρόμο του.

Όπως το εξέφρασε ο Κ. Γκ. Γιουνγκ, «Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι ο ποιητής εργάζεται με υλικά που παίρνει από δεύτερο χέρι. Πηγή της δημιουργικότητάς του είναι η αρχέγονη εμπειρία, για αυτό χρειάζεται μυθολογικό υλικό για να της δώσει μορφή. Ο Γκαίτε ψαχουλεύει στον Κάτω Κόσμο της ελληνικής αρχαιότητας. Ο Βάγκνερ αντλεί από όλο το σώμα της σκανδιναβικής μυθολογίας, ενώ ο Νίτσε επιστρέφει στην ιερατική λειτουργία και αναδημιουργεί το θρυλικό προφήτη των προϊστορικών εποχών». Από αυτή την άποψη οι αυθεντικοί ποιητές είναι εκείνοι που βιώνουν το μυθικό χρόνο. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι συνηθίσαμε τον ομογενοποιημένο χρόνο του ρολογιού μας, αυτόν που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα.

Ο Έσχατος Χρόνος

Με τον έσχατο χρόνο, ή εσχατολογία όπως έχουμε συνηθίσει να την ακούμε, εννοούμε την άποψη του ανθρώπου για γεγονότα που συμβαίνουν στα όρια του δημιουργημένου κόσμου, για το τι υπήρχε πριν τη δημιουργία του και για το τι θα υπάρξει μετά το τέλος του. Περιλαμβάνει τη δόξα και το μεγαλείο της πρώτης ημέρας, καθώς και τον τρόμο της τελευταίας ημέρας. Όμως, ο αποκαλούμενος πρωτόγονος άνθρωπος δε γνωρίζει τίποτα για την εσχατολογία. Γνωρίζει μόνο τον αρχέγονο χρόνο, που κατά την άποψή του κυριαρχεί σε όλη τη ζωή. Ένα χρόνο που ανανεώνεται διαρκώς μέσα από τα συμβάντα του παρόντος, που εγγυούνται τη ζωή του. Η πραγματικότητα αποκτάται μόνον μέσω της επανάληψης και της συμμετοχής στα τελετουργικά δρώμενα12. Όσο τελεί τις τελετουργίες σωστά, κάθε μέρα ξαναδημιουργεί τον κόσμο ή μάλλον τον αναδημιουργεί για εκείνον ο δημιουργικός λόγος του μύθου. Τούτη η διαδικασία της καθημερινής ανανέωσης της ζωής είναι παρούσα ακόμη και σήμερα στους απόγονους των Μάγια και των γηγενών (αβορίγινων) της αυστραλιανής ηπείρου13.

Όμως, εδώ λείπει το τέλος της ιστορίας. Ο χρόνος παραμένει ακίνητος, όπως στο παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης. Όπως η έναρξη υπονοεί μια αρχέγονη αρχή, έτσι και κάθε τέλος προϋποθέτει μια ολοκλήρωση μια «τελική κρίση». Οπωσδήποτε μέσα σε ένα εκδηλωμένο και συνεπώς δυαδικό σύμπαν ο αρχέγονος χρόνος βρίσκει το ταίρι του στον έσχατο χρόνο, αλλά μόνον όταν η ανθρωπότητα προχωρήσει αρκετά στην οδυνηρή συνειδησιακή της αφύπνιση, επιλέγοντας για τον εαυτό της είτε τον υπέρτατο τρόμο ή την αιώνια ευδαιμονία. Η πιο ριζοσπαστική εικόνα του τέλους είναι πιθανώς εκείνη του Ράγκναροκ, της σκανδιναβικής μυθολογίας, της στιγμής κατά την οποία οι Θεοί πεθαίνουν μαζί με τους ανθρώπους. Αλλά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι οι λαοί που δημιούργησαν έναν κόσμο για την ύπαρξή τους, οι Ινδοί, οι Πέρσες, οι Έλληνες, οι Άραβες, οι Εβραίοι, οι Μάγια και πολλοί άλλοι, όρισαν επίσης και το τέλος του. Η ιδέα του τέλους του χρόνου είναι πιθανώς προσπάθεια αναίρεσης της αιώνιας στάσης, μια προσπάθεια για να σπάσει ο κύκλος.

Παραπομπές-Σημειώσεις

  • 1: Δηλαδή ποσότητες που δεν μπορούν να μετρηθούν μέσω άλλων ποσοτήτων,καθώς δεν υπάρχει κάτι πιο θεμελιώδες επί του παρόντος.
  • 2: “time”, The Oxford Dictionary of Philosophy, Simon Blackburn, Oxford University Press, 1996.
  • 3: “time”, A Dictionary of Physics, (Ed. John Daintith), Oxford University Press, 2000.
  • 4: Βλ. Schopfung und Chaos in Urseit und Endzeit, Gottingen, 1895
  • 5: Lowith Carl, Meaning in History, Chicago 1949.
  • 6: Αγ, Αυγουστίνου, Εξομολογήσεις, XI, 14.
  • 7: Βλ. Henri Bergson, Time and Free Will: An Essay on the Immediate Data of Consciousness, (μτφρ F.L. Pogson), London: George Allen and Unwin (1910).
  • 8: Βλ. Caillois Roger, L’ Homme et le Sacre, Paris, 1939: 34-38
  • 9: Pettazzoni, Mitti e legende, τομ. Ι, (Turin 1948): v
  • 10: Malinowski, Myth in Primitive Psychology, (London, 1926): 21,43,124
  • 11: Preuss, K.T., Der religiose Gehalt der Mythen, (Tubingen, 1933): 7.
  • 12: Βλ. Eliade M., The Myth of the Eternal Return, (London, 1954):10,15,34.
  • 13: Βλ. Καλογερόπουλος K., Σοφία του Ονειρόχρονου, (Αθήνα, 1996):25-32.

Βιβλιογραφία

  • L. Levy-Bryhl. Mon Roi, par Henri Michaux, “Quelques aspects de la mentalite primitive” στο La Nouvelle Revue Française, N 240, septembre 1933.
  • Preuss, K.T., Der religiose Gehalt der Mythen, Tubingen, 1933.
  • Pettazzoni, Mitti e legende, Vol Ι, Turin 1948.
  • Henri Bergson, Time and Free Will: An Essay on the Immediate Data of Consciousness, London 1910.
  • Lowith Carl, Meaning in History, Chicago 1949.
  • Eliade M., The Myth of the Eternal Return, London, 1954.
  • Gunkel H., Schopfung und Chaos in Urseit und Endzeit, Gottingen, 1895.
  • Goldenweiser A., Anthropology, New York, 1946.
  • Malinowski Β., Myth in Primitive Psychology, London 1926.
  • Caillois Roger, L’ Homme et le Sacre, Paris, 1939.
  • St. Augustine, Confessions, London, 1944.
  • de Broglie L. Continu et le Discontinu dans la Physique Moderne, Paris, 1942.
  • Jung C.G., Modern Man in Search of a Soul, New York, 1955.
  • Καλογερόπουλος K., Σοφία του Ονειρόχρονου, Αθήνα, 1996.

Q (η πηγή των Λογίων)

Q (η πηγή των Λογίων)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Πηγή των Λογίων ή Τα Λόγια του Ιησού, είναι το κείμενο εκείνο το οποίο, σύμφωνα με τα πορίσματα της νεώτερης επιστήμης χρησιμοποίησαν οι συγγραφείς των συνοπτικών ευαγγελίων Ματθαίος και Λουκάς[1] για να παρουσιάσουν τη διδασκαλία του Ιησού. Η Πηγή των Λογίων, ως εκ τούτου, αποτελεί μια από τις βασικότερες ιστορικές πηγές αποκατάστασης της διδασκαλίας και του προσώπου του ιστορικού Ιησού.

Τα ίχνη του σημαντικότατου αυτού κειμένου του αρχέγονου χριστιανισμού, μετά τη χρησιμοποίηση του από τους ευαγγελιστές, χάθηκαν στο χρόνο. Τα εντόπισε η σύγχρονη βιβλική επιστήμη, μετά από μεγάλη προσπάθεια και εξονυχιστική έρευνα εκατό και πλέον ετών, στο κοινό υλικό των παραπάνω Ευαγγελίων. Παρόλ’ αυτά, μόλις πρόσφατα η επιστημονική κοινότητα κατέληξε σε κοινώς αποδεκτά πορίσματα, ενώ συνεχίζεται από τους ειδικούς ή έρευνα για την πραγματική έκταση, το ακριβές λεξιλόγιο και τα διάφορα στάδια εξέλιξης της.

Στον επιστημονικό κόσμο η Πηγή των Λογίων έχει καθιερωθεί διεθνώς να προσδιορίζεται με το σύμβολο Q, με το αρχικό δηλαδή γράμμα της γερμανικής λέξης Quelle = Πηγή.

Η πηγή

H συγκριτική μελέτη των Ευαγγελίων του Ματθαίου και του Λουκά, έδειξε πως 240 περίπου στίχοι διδακτικού περιεχομένου αποτελούν κοινό υλικό στους δύο ευαγγελιστές με ομοιότητα που φτάνει μέχρι και σε επίπεδο λέξεων. Αυτή η επισήμανση, σε συνδυασμό με μια πληροφορία που φτάνει σε μας από τον εκκλησιαστικό συγγραφέα, Παπία επίσκοπο Ιεραπόλεως από το 140 μ.Χ. μέσω του Ευσεβίου, οδήγησε πολλούς στην υπόθεση για την ύπαρξη μιας προγενέστερης των ευαγγελίων πηγής.

Ο Παπίας, στο υπόμνημά του με θέμα τα Λόγια του Ιησού γράφει τα εξής:

«Ματθαίος μεν ουν τη εβραΐδι διαλέκτω τα Λόγια συνεγράψατο ηρμήνευσε δ’ αυτά ως έκαστος ην δυνατός».

Η μαρτυρία λοιπόν αυτή μιλά για κάποια συλλογή λογίων του Ιησού που γράφτηκε αρχικά στα αραμαϊκά από τον Ματθαίο και κατόπιν μεταφράστηκε στα ελληνικά. Έτσι, αν από το κοινό υλικό των Ματθαίου και Λουκά αφαιρεθή ότι έχουν πάρει από τον Μάρκο, μένουν 240 περίπου στίχοι διδακτικού περιεχομένου οι οποίοι θα πρέπει να προέρχονται από την Πηγή των Λογίων.

Η Βίβλος της αρχικής χριστιανικής κοινότητας αμέσως μετά το θάνατο του Ιησού εξακολούθησε να είναι η Παλαιά Διαθήκη. Σύντομα όμως μετά το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού άρχισε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό: Τα Λόγια του Ιησού άρχισαν να θεωρούνται στο ίδιο επίπεδο με το λόγο του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη και αυτό άλλωστε φανερώνεται από την καταγραφή τους και λέει πολλά για το πώς σκέφτονταν οι πρώτοι χριστιανοί για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ.

Ο σκοπός της πηγής αυτής, που κατά κοινή επιστημονική ομολογία ήταν γραπτή και ξεκινούσε με την αποστολή του Βαπτιστή, την Βάπτιση του Ιησού και τους πειρασμούς στην έρημο και περιείχε επιπλέον παραβολές και διηγήσεις για τον Ιησού, ήταν πιθανώς απολογητικός και διδακτικός. Επιπλέον, η Q θα πρέπει να περιείχε χριστολογικού χαρακτήρα λόγια στα οποία τονίζεται η σχέση του Ιησού προς τον Πατέρα (Ματθ. 11:27, Λουκ. 10:21-22) καθώς και αποσπάσματα από τη ζωή του Ιησού.

Το περιεχόμενο της πηγής των Λογίων που προκύπτει αν από τα ευαγγέλια Ματθαίου και Λουκά αφαιρέσουμε ό,τι κοινό έχουν με το Μάρκο και ό,τι ιδιαίτερο έχει το καθένα από τα δύο ξεχωριστά, απομένει το κοινό στα δύο αυτά ευαγγέλια υλικό των 240 περίπου στίχων και που πιστεύεται ότι προέρχεται από την πηγή των Λογίων.

Στο περιεχόμενό της πηγής Q δεν συναντάμε κάποια ιστορία του Πάθους του Ιησού, ούτε κάποια διδασκαλία ή κάποια λόγια, που να αναφέρονται στην έννοια του θανάτου του. Έτσι, η πηγή αυτή στο σύνολό της είχε ως κύριο στόχο τη “μαθητεία”, δηλ. αναφορές περί των καθηκόντων και των ευθυνών των μαθητών του Ιησού. Πιστεύεται έτσι ότι η Q ήταν ένας οδηγός για κατηχητές και νεοεισερχόμενους στην κοινότητα, μια εξαγγελία του χριστιανικού τρόπου ζωής, με το πιο κάτω περιεχόμενο:

  • Το κήρυγμα του Ιωάννη (Λκ 3:7-9, Μθ 3:7-10)
  • Οι πειρασμοί του Ιησού (Λκ 4:1-13, Μθ 4:1-11)
  • Λόγια της επί του όρους ομιλίας, μακαρισμοί (Λκ 6:20-23, Μθ 5:3.4.6.11.12)
  • Αγάπη προς τους εχθρούς (Λκ 6:27-42, Μθ 7:1-5.10.24-25, 15:14)
  • Ακροατές και ποιητές του λόγου (Λκ 6:47-49, Μθ 7:24-27)
  • Θεραπεία δούλου του εκατόνταρχου (Λκ 7:1-10, Μθ 7:28α, 8:5-10.13)
  • Η ερώτηση του Βαπτιστή προς τον Ιησου (Λκ 7:18-20, Μθ 11:2-3)
  • Η απάντηση του Ιησού (Λκ 7:22-35, Μθ 11:4-19)
  • Μαθητεία (Λκ 9:57-60, Μθ 8:19-22)
  • Αποστολή των μαθητών (Λκ 10:2-12, Μθ 9:37.38, 10:9-15)
  • Ουαί κατά των γαλιλαϊκών πόλεων (Λκ 10:13-15, Μθ 11:20-24)
  • Η Κυριακή προσευχή (Λκ 11:2-4, Μθ 6:9-13)
  • Η θεία ανταπόκριση στην προσευχή (Λκ 11:9-13, Μθ 7:7-11)
  • Περί Βεελζεβούλ (Λκ 11:14-22, Μθ 12:12-32)
  • Το ακάθαρτο πνεύμα (Λκ 11:29-32, Μθ 12:32-42)
  • Ο λύχνος και το φως (Λκ 11:23-36, Μθ 5:15, 6:22-23)
  • Ουαί κατά των Φαρισαίων καί γραμματέων (Λκ 11:37, 12:1, Μθ 23:1-36)
  • Εμπιστοσύνη στο Θεό καί ομολογία (Λκ 12:2-12, Μθ 10:19.26-33)
  • Η μέριμνα για τα επίγεια (Λκ 12:22-34, Μθ 6:19-21.25-33)
  • Εγρήγορση (Λκ 12:39-46, Μθ 24:43-51)
  • Σημεία που προαναγγέλλουν τα έσχατα (Λκ 12:51-56, Μθ 10:34-36΅, 16:2-3)
  • Συνδιαλλαγή με τον αντίδικο (Λκ 12:57-59, Μθ 5:25.26)
  • Παραβολές σιναπόσπορου και ζύμης (Λκ 13:18-21, Μθ 13:31-33)
  • Εσχατολογικές ανακατατάξεις (Λκ 12:23-30, Μθ 7:13-14, 8:11-12, 25:10-12)
  • Θρήνος για την Ιερουσαλήμ (Λκ 13:34-35, Μθ 23:37-39)
  • Θυσίες του μαθητή του Ιησού (Λκ 14:26-35, Μθ 10:37-38, 5:13)
  • Υπηρεσία σε δύο κυρίους (Λκ 16:13, Μθ 6:24)
  • Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται (Λκ 16:16, Μθ 11:12-13)
  • Περί διαζυγίου (Λκ 16:18, Μθ 5:32)
  • Η ήμερα του ερχομού του Υιού του ανθρώπου (Λκ 17:22-27.33-37, Μθ 24:26-28.37-39)

Η σπουδαιότητα μιας τέτοιας πηγής που οδηγεί πολύ κοντά στα γεγονότα της ζωής του Ιησού, φαίνεται από την διάσωσή της μέσα στα ευαγγέλια, ως προφανής επιλογή των ίδιων των πρώτων χριστιανών. Θα ήταν δύσκολο να υπάρξουν “Γραφές” και “Ιερά Κείμενα” αν αυτά δεν χρησιμοποιούνταν πριν από την οποιαδήποτε επισημοποίησή τους και αν δεν υπήρξε εκτίμηση τέτοια ώστε αυτά να αντιγραφούν και να διαδοθούν.

Σχετικά με το θέμα της “Θεοπνευστίας” και αν αυτή ακυρώνεται με μία συζήτηση περί πηγών, η χριστιανική θρησκεία υποστηρίζει πως αυτό δεν συμβαίνει καθώς οι πηγές αυτές προέρχονται από τους κόλπους της εκκλησίας, η οποία εκκλησία άλλωστε παρέδωσε και τον Κανόνα των 27 βιβλίων της καινής Διαθήκης.

Υποσημειώσεις

  1. Για πολλούς ερευνητές η αλληλεξάρτηση ή μη του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου με την Q είναι ακόμα ζητούμενο προς διερεύνηση. Μέχρι στιγμής, αν και έχουν υπάρξει και διαφορετικές απόψεις, η περί των πηγών του Μάρκου και του Ιωάννη έρευνα, κινείται επάνω σε υποθετικές κυρίως προτάσεις.
  2. Βιβλιογραφία
  • Ιωαννίδη Β., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, 1960
  • Αγουρίδη Σ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Γρηγόρη, 1991
  • Παναγόπουλου Ι., Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, 1993
  • Raymond Brown, An Introduction to the New Testament, Doubleday, 1997
  • Καραββιδόπουλου Ι., Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Πουρναρά, 1998
  • L.D.Reynolds & N.G.Wilson, Αντιγραφείς και Φιλόλογοι, ΜΙΕΤ, 1981
  • Elpidio Mioni, Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, ΜΙΕΤ, 1985
  • E.G. Turner, Ελληνικοί Πάπυροι, ΜΙΕΤ, 1981
  • Kurt Aland, The Problem of the New Testament Canon, Λονδίνο, Mowbray, 1962.

Ανακτήθηκε: http://el.wikipedia.org/wiki/Q

 

Από που προέρχεται το ορατό φως που παρατηρούμε στο Σύμπαν;

Άρθρο του Jeff Barbour

Πηγή: Universe Today, Ιανουάριος 2005

Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί ερασιτέχνες αστρονόμοι (αλλά και αρκετοί επαγγελματίες) δεν έχουν μια ξεκάθαρη εικόνα , από που έρχεται το ορατό φως στο Σύμπαν. “Από τ’ αστέρια” είναι η εύκολη απάντηση. Ας ακολουθήσουμε όμως τον Jeff Barbour καθώς προσπαθεί να φωτίσει το ζήτημα του τι σημαίνει ακριβώς αστρικό φως και αστρική ύλη.

Ήταν πριν από 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια όταν συνέβη ένα πολύ σημαντικό κοσμολογικό γεγονός. Μιλάμε φυσικά για το Big Bang. Οι κοσμολόγοι μας λένε ότι κάποτε δεν υπήρχε Σύμπαν όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Αυτό που υπήρχε τότε ήταν το κενό, μια έννοια πέρα από κάθε τι που μπορεί να συλλάβει το μυαλό μας.

Γιατί; Υπάρχουν δύο απαντήσεις στην ερώτηση αυτή. Η φιλοσοφική απάντηση για παράδειγμα: Διότι πριν να πάρει μορφή το Σύμπαν δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Υπάρχει όμως και μια επιστημονική απάντηση: Πριν από το Big Bang δεν υπήρχε χωροχρονικό συνεχές, δηλαδή το μη υλικό εκείνο μέσον, μέσα στο οποίο όλα τα πράγματα (ύλη και ενέργεια) κινούνται.

Όταν το χωροχρονικό συνεχές αναδύθηκε, ένα από τα πιο ευκίνητα αντικείμενα που σχηματίστηκαν ήταν οι μονάδες του φωτός που οι φυσικοί αποκαλούν “φωτόνια”. Η έννοια των φωτονίων περιέχει το γεγονός ότι αυτά τα στοιχειώδη σωματίδια δείχνουν δύο φαινομενικά αντίθετες συμπεριφορές. Η μια συμπεριφορά έχει να κάνει με το πως αυτά δρουν ως μέλη μιας ομάδας (σ’ ένα μέτωπο κύματος) και η άλλη σχετίζεται με το πως συμπεριφέρονται όταν είναι μεμονωμένα Μπορούμε να σκεφτούμε ένα μεμονωμένο φωτόνιο σαν ένα πακετάκι κυμάτων, που προχωρεί στον χώρο και συγχρόνως περιστρέφεται σαν ένα ανοιχτήρι φελλών μπουκαλιών. Κάθε πακέτο είναι μια ταλάντωση σε δύο κάθετους μεταξύ τους άξονες. Ο ένας αντιστοιχεί στο ηλεκτρικό και ο άλλος στο μαγνητικό πεδίο. Επειδή το φως είναι μια ταλάντωση, τα σωματίδια αλληλεπιδρούν με τα κύματα. Ένας τρόπος να κατανοήσουμε αυτή την διπλή συμπεριφορά του φωτός, είναι να αναγνωρίσουμε ότι τα κύματα επηρεάζουν τα τηλεσκόπιά μας, αλλά τα φωτόνια είναι αυτά που απορροφούνται από τα νευρικά μας κύτταρα. 

Τα πρώτα φωτόνια που ταξίδεψαν μέσα στο χωροχρονικό συνεχές ήταν εξαιρετικά ισχυρά. Ως ομάδα είχαν μια τρομακτική ένταση. Σαν διακριτά σωματίδια, ταλαντωνόταν το καθένα σε ένα απίθανο ρυθμό. Το φως αυτών των πρωταρχικών φωτονίων γρήγορα φώτισε τα όρια του σύμπαντος που διαστελλόταν πολύ γρήγορα. Το φως βρισκόταν παντού, αλλά η ύλη δεν είχε ακόμα γίνει ορατή. 

Καθώς το σύμπαν διαστελλόταν, το πρωταρχικό φως έχανε συνεχώς και σε συχνότητα και σε ένταση. Αυτό συνέβη καθώς τα αρχικά φωτόνια διαχέονταν όλο και αραιότερα μέσα στο διαστελλόμενο σύμπαν. Σήμερα ακόμα υπάρχει ο απόηχος αυτού του αρχικού φωτός της δημιουργίας. Το βλέπουμε σαν κοσμικό υπόβαθρο ακτινοβολίας στην περιοχή των μικροκυμάτων. Και βέβαια αυτή η ακτινοβολία σήμερα δεν είναι ορατή στο μάτι, όπως δεν είναι και η ακτινοβολία από ένα φούρνο μικροκυμάτων. 

Το πρωταρχικό φως Δεν είναι η ακτινοβολία που βλέπουμε σήμερα. Η πρωταρχική ακτινοβολία έχει υποστεί ερυθρή μετατόπιση προς τις πολύ μικρές συχνότητες του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Έχουν δηλαδή μεγαλώσει πάρα πολύ τα μήκη κύματος από τα οποία αποτελείται. Αυτό συνέβη καθώς το σύμπαν διαστελλόταν από την αρχική κατάσταση που δεν ήταν μεγαλύτερη από το μέγεθος ενός ατόμου, σ’ αυτό που σήμερα μας φαίνεται ατελείωτο ακόμη και με τα ισχυρότερα μέσα παρατήρησης που διαθέτουμε. Αφού λοιπόν αυτή η ακτινοβολία δεν είναι ορατή, πρέπει να αναζητήσουμε αλλού το είδος του φωτός που είναι ορατό στα μάτια μας και στα τηλεσκόπιά μας.  

Τα άστρα (όπως ο Ήλιος μας) υπάρχουν επειδή ο χωροχρόνος κάνει και άλλα πράγματα εκτός από το να διαδίδει απλά το φως ως κύματα. Κατά κάποιον μυστηριώδη τρόπο, ο χωροχρόνος δημιουργεί επίσης και την ύλη. Και ένα πράγμα που ξεχωρίζει το φως από την ύλη, είναι ότι η ύλη έχει “μάζα” ενώ το φως δεν έχει. 

Επειδή έχει μάζα, η ύλη εμφανίζει δύο κύριες ιδιότητες. Αδράνεια και βαρύτητα. Η αδράνεια μπορεί να θεωρηθεί ως η αντίσταση στη μεταβολή. Βασικά η ύλη θέλει να διατηρήσει την κατάστασή της, εκτός κι αν επενεργήσει μια εξωτερική αιτία επάνω της. Νωρίς, κατά τον σχηματισμό του σύμπαντος, το βασικό αίτιο που υπερνικούσε την αδράνεια της ύλης ήταν το φως. Κάτω από την επίδραση της πίεσης της; ακτινοβολίας, η πρωταρχική ύλη (κυρίως αέριο υδρογόνο) άρχισε να “οργανώνεται”. 

Ακολουθώντας την πίεση του φωτός, ανέλαβε δράση ένας λεπτός παράγοντας στο εσωτερικό της ύλης, αυτός που ονομάζουμε βαρύτητα.  Η βαρύτητα έχει χαρακτηριστεί ως μια παραμόρφωση του χωροχρονικού συνεχούς. Τέτοιες παραμορφώσεις συμβαίνουν οπουδήποτε υπάρχει μάζα. Επειδή η ύλη έχει μάζα, ο χώρος καμπυλώνεται. Αυτή η καμπύλωση είναι που κάνει την ύλη και το φως να κινούνται με τρόπους που περιέγραψε πρώτος ο Albert Einstein κατά τις αρχές του 20ου αιώνα. Κάθε μικρό άτομο ύλης προκαλεί και μια μικροσκοπική παραμόρφωση στο χωροχρόνο. Και όταν αρκετές μικροπαραμορφώσεις συναθροιστούν, κάτι συμβαίνει σε μεγαλύτερη κλίμακα. 

Και αυτό που συνέβη ήταν ο σχηματισμός των πρώτων άστρων. Δεν ήταν συνηθισμένα άστρα, αλλά γίγαντες με τεράστια μάζα που είχαν πολύ σύντομες ζωές ενώ το τέλος τους ήταν άκρως θεαματικό. Στο τέλος της ζωής τους αυτά τα άστρα κατέρρευσαν στον εαυτό τους κάτω από την επίδραση της ίδιας τους της βαρύτητας, γεννώντας φοβερά κρουστικά κύματα, τέτοιας έντασης ώστε να προκληθούν συντήξεις και να δημιουργηθούν νέα στοιχεία από τα παλαιότερα στοιχεία των άστρων. Ως αποτέλεσμα, ο χωροχρόνος κατακλύσθηκε με πολλούς τύπους ατόμων ύλης που αποτελούν το σύμπαν σήμερα. 

Σήμερα, υπάρχουν δύο τύποι ατομικής ύλης. Η πρωταρχική και αυτή που αποκαλούμε υλικό των άστρων. Είτε πρωταρχική είτε αστρική, η ατομική ύλη συνιστά όλα τα πράγματα που αγγίζουμε και βλέπουμε. Τα άτομα έχουν ιδιότητες και συμπεριφορές: αδράνεια, βαρύτητα, έκταση στο χώρο και πυκνότητα. Μπορούν να έχουν επίσης ηλεκτρικό φορτίο (αν ιονιστούν) και συμμετέχουν σε χημικές αντιδράσεις (για να σχηματίσουν μόρια εξαιρετικής πολυπλοκότητας). Όλη η ύλη που βλέπουμε σήμερα βασίζεται σε θεμελιώδεις σχηματισμούς που έγιναν πολύ πίσω στο χρόνο από εκείνα τα μυστηριώδη πρωταρχικά άτομα αμέσως μετά το Big Bang. Ο σχηματισμός αυτός στηρίχτηκε σε δύο θεμελιακές μονάδες ηλεκτρικού φορτίου. Το πρωτόνιο και το ηλεκτρόνιο, που το καθένα τους έχει μάζα και μπορεί να κάνει όλα εκείνα που αποδίδονται στη μάζα. 

Δεν ακολουθεί όμως όλη η ύλη το πρότυπο του υδρογόνου. Μια διαφορά είναι ότι οι νεώτερες γενιές των ατόμων έχουν στον πυρήνα τους, τόσο φορτισμένα πρωτόνια όσο και ουδέτερα νετρόνια. Ακόμα πιο παράξενη όμως είναι εκείνη η μορφή ύλης που ονομάζουμε σκοτεινή ύλη η οποία δεν αλληλεπιδρά καθόλου με το φως. Ακόμα παραπέρα, μπορεί να υπάρχει ένας τύπος ενέργειας, η ενέργεια κενού, η οποία δεν μετασχηματίζεται σε φωτόνια, και η οποία δρα σαν μια ήπια πίεση κάνοντας το Σύμπαν να διαστέλλεται με μια ορμή που δεν προέρχεται από το αρχικό Big Bang. 

Ας επιστρέψουμε όμως στο ορατό μέρος του Σύμπαντος...

Σε σχέση με το φως, η ύλη μπορεί να είναι διαφανής ή αδιαφανής, δηλαδή μπορεί να διαθλά ή να απορροφά το φως. Το φως μπορεί να περάσει μέσα στην ύλη, να την διαπεράσει, να ανακλαστεί από αυτήν, ή να απορροφηθεί από την ύλη. Όταν περνάει μέσα στην ύλη το φως, επιβραδύνεται ενώ το μήκος κύματός του ελαττώνεται. Όταν το φως ανακλάται αλλάζει η πορεία του. Όταν το φως απορροφάται, ηλεκτρόνια των ατόμων ή των μορίων διεγείρονται σε στάθμες υψηλότερης ενέργειας και συχνά προκαλούνται νέοι μοριακοί συνδυασμοί. Αλλά όταν το φως περνάει μέσα από την ύλη, πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ακόμη και χωρίς απορρόφηση, τα άτομα και τα μόρια ταλαντώνουν το χωροχρονικό συνεχές και εξαιτίας αυτού του γεγονότος, μπορεί να ελαττωθεί η συχνότητα του φωτός. Μπορούμε και βλέπουμε, ακριβώς επειδή κάτι που ονομάζεται φως, αλληλεπιδρά με κάτι που ονομάζεται ύλη μέσα σε κάτι που ονομάζεται χωροχρονικό συνεχές.  

Εκτός από την περιγραφή των βαρυτικών φαινομένων της ύλης επί του χωροχρόνου, ο Einstein διρεύνησε με αρκετή οξυδέρκεια τον συσχετισμό του φωτός με το λεγόμενο φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Πριν από τον Einstein, οι φυσικοί πίστευαν ότι η δυνατότητα του φωτός να επηρεάζει την ύλη οφειλόταν κυρίως στην έντασή του. Αλλά το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο έδειξε ότι το φως επηρέαζε τα ηλεκτρόνια με βάση και την συχνότητά του. Έτσι το κόκκινο φως – ανεξάρτητα από την έντασή του – αποτυγχάνει να μετακινήσει τα ηλεκτρόνια μέσα στα μέταλλα, ενώ ακόμα και πολύ μικρές ποσότητες ιώδους φωτός προκαλούν μετρήσιμα ηλεκτρικά ρεύματα. Είναι ξεκάθαρο ότι η συχνότητα του φωτός έχει κάποιες δυνατότητες από μόνη της. 

Η έρευνα του Einstein στο φωτοηλεκτρικό φαινόμενο συνεισέφερε κυρίως σ’ αυτό που αργότερα ονομάστηκε κβαντομηχανική. Οι φυσικοί σύντομα έμαθαν ότι τα άτομα είναι εκλεκτικά στις συχνότητες φωτός που μπορούν να απορροφήσουν. Συγχρόνως ανακαλύφθηκε ότι τα ηλεκτρόνια ήταν το κλειδί σε κάθε κβαντική απορρόφηση. Το κλειδί αυτό σχετίζεται με τις ιδιότητες που έχουν οι αλληλεπιδράσεις τόσο των ηλεκτρονίων μεταξύ τους, όσο και των ηλεκτρονίων με τον πυρήνα του ατόμου. ‘

Ερχόμαστε λοιπόν στο δεύτερο σημείο που θα θέλαμε να θίξουμε. Η επιλεκτική απορρόφηση και εκπομπή φωτονίων από τα ηλεκτρόνια δεν εξηγεί τη συνεχή κατανομή των συχνοτήτων που βλέπουμε όταν εξετάζουμε το φως μέσα από τα όργανα παρατήρησης. 

Τί μπορεί να την εξηγήσει τότε;

Μια απάντηση είναι: “Η αρχή του υποβιβασμού” που σχετίζεται με τη διάθλαση και την απορρόφηση του φωτός. 

Το συνηθισμένο γυαλί – όπως αυτό στα παράθυρα των σπιτιών μας – είναι διαφανές στο ορατό φως. Το γυαλί όμως ανακλά κυρίως το υπέρυθρο και απορροφά το υπεριώδες φως. Όταν το ορατό φως εισέρχεται σ’ ένα δωμάτιο, απορροφάται από τα έπιπλα τα χαλιά κ.λ.π. Τα αντικείμενα αυτά μετατρέπουν μέρος του φωτός σε θερμότητα ή σε υπέρυθρη ακτινοβολία. Η υπέρυθρη ακτινοβολία παγιδεύεται από το γυαλί στο εσωτερικό του δωματίου και το δωμάτιο θερμαίνεται. Συγχρόνως, το ίδιο το γυαλί είναι αδιαφανές στο υπεριώδες. Το φως που εκπέμπεται από τον Ήλιο στην περιοχή του υπεριώδους, απορροφάται κατά το πλείστον από την ατμόσφαιρα – αλλά κάποιο μέρος της μη ιονίζουσας υπεριώδους ακτινοβολίας, καταφέρνει να φτάσει μέχρι την επιφάνεια της Γης. Το υπεριώδες φως μετατρέπεται σε θερμότητα από το γυαλί, κατά τον ίδιο τρόπο που τα έπιπλα απορροφούν το ορατό και επανεκπέμπουν στο ορατό και στο υπέρυθρο μέρος. 

Πώς σχετίζονται όλα αυτά με την παρουσία του ορατού φωτός στο Σύμπαν; 

Εντός του Ήλιου, τα φωτόνια υψηλής ενέργειας (αόρατο φως προερχόμενο από την περιφέρεια του ηλιακού πυρήνα), ακτινοβολεί τον ηλιακό μανδύα που βρίσκεται κάτω από την φωτόσφαιρα. Ο μανδύας μετατρέπει αυτές τις ακτίνες σε θερμότητα καθώς τις απορροφά, αλλά αυτή η ιδιαίτερη θερμότητα είναι τέτοιας συχνότητας που δεν μπορεί να αντιληφθεί το ανθρώπινο μάτι. Ο μανδύας τότε δημιουργεί ρεύματα διάδοσης στο εσωτερικό του, τα οποία μεταφέρουν την θερμότητα προς τα έξω, προς την φωτόσφαιρα, ενώ συγχρόνως εκπέμπει φωτόνια μικρότερης ενέργειας και συχνότητας που όμως δεν είναι ούτε αυτά ορατά στο ανθρώπινο μάτι. Η θερμότητα αυτή και τα φωτόνια περνούν στην ηλιακή φωτόσφαιρα. Στην φωτόσφαιρα (η σφαίρα του ορατού φωτός) τα άτομα θερμαίνονται από τα ρεύματα διάδοσης και διεγείρονται επίσης από τα φωτόνια που φτάνουν ως εκεί, ώστε με τη σειρά τους εκπέμπουν ορατό φως με χαμηλότερη συχνότητα. Ακριβώς λοιπόν αυτή η αρχή της υποβάθμισης της συχνότητας μας εξηγεί πως παράγεται το φως από τα άστρα, τα οποίο είναι και η κύρια πηγή φωτός του Σύμπαντος. 

Έτσι, από κάποια συγκεκριμένη σκοπιά, μπορούμε να πούμε ότι ο δείκτης διάθλασης της ηλιακής φωτόσφαιρας είναι το μέσον με το οποίο το αόρατο φως μετατρέπεται σε ορατό φως. Στην περίπτωση αυτή όμως, επικαλούμαστε την ιδέα ότι ο δείκτης διάθλασης της φωτόσφαιρας είναι τόσο μεγάλος ώστε οι ακτίνες υψηλής ενέργειας εκτρέπονται από την πορεία τους μέχρι του σημείου όπου γίνεται η απορρόφησή τους. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, δημιουργούνται κύματα με χαμηλότερη συχνότητα, τα οποία μεταφέρουν θερμότητα αλλά συγχρόνως γίνονται αντιληπτά και από το μάτι. Δεν προκαλούν δηλαδή αποκλειστικά θερμότητα κατά την αφή. 

Με όλο λοιπόν αυτό το υπόβαθρο κατανόησης των διάφορων μηχανισμών εκπομπής φωτός, μπορούμε επιτέλους να απαντήσουμε στην ερώτηση: Το φως που βλέπουμε σήμερα είναι το αρχικό φως της δημιουργίας. Είναι το φως που μετατράπηκε σε ύλη, μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μετά το Big Bang. Αργότερα αυτό το φως που έγινε ύλη, συγκεντρώθηκε κάτω από την επίδραση της βαρύτητας σε τεράστια συμπυκνώματα. Αυτά τα συμπυκνώματα στη συνέχεια ανέπτυξαν ισχυρότατους πυρηνικούς φούρνους οι οποίοι μετατρέπουν ξανά την ύλη σε αόρατο φως. Αργότερα, με τη βοήθεια των φαινομένων της διάθλασης και της απορρόφησης, το αόρατο φως μετατράπηκε σε ορατό φως για το μάτι μας καθώς περνούσε μέσα από τις τεράστιες μάζες των άστρων.  

Αναδημοσίευση από: http://www.physics4u.gr/articles/2005/fromwherecomelight.html

Claude Shannon:Ο πατέρας της θεωρίας της πληροφορίας

 Αναδημοσίευση από: http://www.physics4u.gr/articles/shannon.html

Άρθρο, 30 Απριλίου 2001

shannonΠριν 85 έτη, 30 Απριλίου του 1916, γεννήθηκε ένας σπουδαίος Αμερικανός επιστήμονας και στοχαστής. Ο άνθρωπος που κατά τη δεκαετία του ’40, θεμελίωσε την θεωρία της πληροφορίας και ανέδειξε την πληροφορία σε μετρήσιμο μέγεθος. Έθεσε έτσι τα θεμέλια για τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και με αυτόν τον τρόπο βοήθησε να αναπτυχθεί η σημερινή Κοινωνία της Πληροφορίας. Είναι μεγάλη ειρωνεία το γεγονός ότι ένα τόσο κοφτερό, γόνιμο και πολυδουλεμένο μυαλό τα τελευταία χρόνια προσβλήθηκε από τη νόσο του AΙzheimer και πέθανε στις 24 Φεβρουαρίου του 2001.

Αποφοίτησε το 1936, από το Πανεπιστήμιο του Michigan, παίρνοντας δύο πτυχία του Μαθηματικού και του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού. Τις μεταπτυχιακές του σπουδές τις έκανε στο ΜΙΤ, όπου είχε σαν καθηγητή και τον Norbert Wiener (που ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη Κυβερνητική).

Ο πρύτανης του τμήματος Μηχανολογίας την εποχή εκείνη, όρισε τον Shannοn υπεύθυνο για τη λειτουργία μιας δύσχρηστης υπολογιστικής συσκευής, που είχε κατασκευάσει ο ίδιος και είχε ονομάσει “διαφορικό αναλυτή”.   Εκείνος δε άρχισε να σκέφτεται τρόπους βελτίωσής του, ενδεχομένως με τη χρήση ηλεκτρικών κυκλωμάτων στη θέση των δύσχρηστων μηχανικών μερών.

Ο CΙaυde Shannοn δεν άργησε να σκεφθεί ότι η άλγεβρα του Boole που είχε διδαχθεί ως προπτυxιακός φοιτητής είχε πολλά κοινά στοιχεία με ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Το επόμενο λογικό βήμα ήταν να σχεδιάσει συστήματα κυκλωμάτων, σύμφωνα με τις αρχές που είχε διατυπώσει ο Βοοle στα μέσα του 18ου αιώνα.

Σε μια διατριβή του, με τίτλο “Α SymbοΙic Analysis οf Relay and Switching Circυίts”, ο Shannοn περιέγραψε με ποιο τρόπο η λογική του Bοοle, σύμφωνα με την οποία όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν με τη χρήση μόλις δύο συμβόλων, του 1 και του 0, μπορούσε να εφαρμοστεί στα ηλεκτρικά διακοπτόμενα κυκλώματα.

Το σύμβολο 1 μπορούσε να αντιπροσωπεύει ένας διακόπτης που είχε ενεργοποιηθεί, ενώ το 0 μπορούσε να είναι ένας διακόπτης που είχε απενεργοποιηθεί.

Υποστήριξε επίσης ότι οι διακόπτες αυτοί θα μπορούσαν να συνδέονται με τρόπο που να τους επιτρέπει να εκτελούν και πιο πολύπλοκες πράξεις, προτείνοντας πέρα από τις απλές δηλώσεις “ναι” και “όχι”, τη χρήση του “και” , του “ή” ή του “δεν”.

Η παραπάνω διατριβή του Shannοn, ο οποίος οραματίστηκε όλες τις μορφές επικοινωνίας σε δυαδικό κώδικα και υποστήριξε την άποψη ότι τα δυαδικά ψηφία μπορούν να συμβολίσουν ακόμα και λέξεις, ήχους, εικόνες, ίσως και ιδέες, χαρακτηρίστηκε μία από τις σημαντικότερες του 20ού αιώνα, ξεπερνώντας σε αξία ακόμα και τη προηγούμενη διατριβή του ίδιου για το διδακτορικό του, με θέμα “Μια άλγεβρα για τη θεωρητική γενετική”.  Σε αυτήν την διατριβή θεωρούσε πως η διπλή έλικα του DNA σποτελεί ένα πληροφοριακό σύστημα.

Το 1941 προσλήφθηκε στην BeΙΙ ΤeΙeρhοne Labοratοries, όπου αρχικά ασχολήθηκε με συστήματα ελέγχου αντιαεροπορικών πυραύλων και στη συνέχεια έγινε μέλος μιας ομάδας επιστημόνων που ανέλαβε να αναπτύξει πιο αποτελεσματικές μεθόδους μετάδοσης των πληροφοριών και να βελτιώσει την αξιοπιστία των υπεραστικών τηλεφωνικών και τηλεγραφικών γραμμών.

Ο Shannοn πίστευε ότι η πληροφορία δεν διέφερε από οποιοδήποτε άλλο μέγεθος και κατά συνέπεια ήταν δυνατός ο χειρισμός της από μηχανές. Εφαρμόζοντας τα αποτελέσματα των προηγούμενων ερευνών του στο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει, χρησιμοποίησε και πάλι τη λογική του ΒοοΙe, καθώς και την εμπειρία του στην κρυπτο / αποκρυπτογράφηση κατά τη διάρκεια του πολέμου, για να αναπτύξει ένα μοντέλο που απλοποιούσε όσο το δυνατόν περισσότερο την πληροφορία.

Ενα δυαδικό σύστημα από δυνατότητες επιλογής ναι/όχι που μπορούσε να αντιπροσωπεύεται από δυαδικό κώδικα 1/0. Πρότεινε επίσης την προσθήκη στην πληροφορία μιας σειράς από ειδικούς κώδικες κατά τη διάρκεια της μετάδοσής της, με στόχο να ελαχιστοποιούνται τα παράσιτα (θόρυβος) που έχουν ως αποτέλεσμα την αλλοίωσή της.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ

Πρώτος ο Hartley όρισε έμμεσα την ποσότητα της πληροφορίας, το 1928. Ένα χρόνο αργότερα ο Szilard συνέδεσε την πληροφορία και την Θερμοδυναμική Εντροπία.

Το 1940 ο Shannon ξαναβρήκε τα ίδια αποτελέσματα με αφορμή τις τηλεποικινωνίες. Η καθαυτό όμως θεωρία της πληροφορίας αναπτύχθηκε από τους Wiener (“Θεωρία για την διεύθυνση και επικοινωνία, στη μηχανή ή στο ζώο”) το 1948 και ακολούθως από τον Shannon.

Το 1948 ο Shannοn δημοσίευσε την αξεπέραστη εργασία του, με τίτλο “Η μαθηματική θεωρία της πληροφορίας”. Ήταν ο πρώτος που έκανε την πρώτη ολοκληρωτική μαθηματική απόπειρα θεμελίωσης της Θεωρίας της Πληροφορίας. Στις σελίδες αυτής της εργασίας, την οποία συνυπογράφει ο μαθηματικός Warren Weaνer, γίνεται λόγος για πρώτη φορά για μια μονάδα μέτρησης της πληροφορίας, το δυαδικό ψηφίο, το binary digit, που συντμήθηκε αργότερα από επιστήμονες του χώρου αρχικά σε binit και στη συνέχεια στο γνωστό μας bit.

Έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε την “πληροφορία” ή το “μήνυμα” ως γεγονότα, δεδομένα, μαρτυρίες. Σύμφωνα όμως με τη θεωρία της πληροφορίας, πληροφορία είναι αυτό που δεν γνωρίζει κάποιος. Αν κάποιος ακούσει πως “Αύριο θα βρέχει στο κέντρο της Αθήνας”, το μήνυμα αυτό, έχει μεγάλη πληροφορία, γιατί είναι ένα αβέβαιο γεγονός.

Αν όμως ακούσει κάποιος πως “στην Ευρώπη αύριο θα βρέχει”, τότε το κείμενο αυτό έχει πολύ μικρή πληροφορία. Γιατί στο μήνυμα αυτό η πιθανότητα να βρέχει κάπου στην Ευρώπη είναι πολύ μεγάλη, ίσως αγγίζει και το 100%.

Επομένως η πληροφορία συνδέεται με την αβεβαιότητα. Όσο μικρότερη είναι η πιθανότητα Ρ να γίνει ένα γεγονός, τόση περισσότερη ποσότητα πληροφορίας Ι συνοδεύει την πραγματοποίηση του. Και αντίστροφα, αν η πιθανότητα Ρ πραγματοποίησης ενός γεγονότος είναι μεγάλη, τότε η πληροφορία Ι που “κουβαλάει” το γεγονός αυτό είναι μικρή. Αν λοιπόν ο παραλήπτης έχει ήδη την πληροφορία, δεν μπορεί να πει κανείς ότι έλαβε χώρα μετάδοση μηνύματος.

Η πληροφορία Ι συνδέεται με την πιθανότητα Ρ με την σχέση:  Ι=-log2PA ή Ι=log2(1/p).  
Η μορφή αυτή μας δίνει την γνωστή μονάδα ποσότητας πληροφορίας, το bit. Αν έχουμε μια απλή πηγή που εκπέμπει δύο σύμβολα μόνο, τότε αν και τα δύο είναι ισοπιθανά ισχύει , pa=pb=1/2, και Ι=1 ή Ι=1 bit.

Σύμφωνα με τη θεωρία του Shannοn, περισσότερα bits πληροφορίας παίρνει κανείς από ένα μήνυμα, αν είναι μεγαλύτερη και η αβεβαιότητα που κουβαλάει το μήνυμα, γιατί αυτή η αβεβαιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη με την πιθανότητα Ρ να συμβεί όπως αναφέραμε πιό πάνω.

ΕΝΤΡΟΠΙΑ

Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία όμως του έργου του Shannοn είναι ότι παρέχει στους μηχανικούς τα μαθηματικά εργαλεία που απαιτούνται για τη μέτρηση της απόδοσης ενός καναλιού επικοινωνίας, πόση πληροφορία δηλαδή μπορεί να ξεκινήσει από το σημείο Α και να φθάσει στο σημείο Β χωρίς σφάλματα. Η επιθυμητή πληροφορία είναι το “σήμα”. Η ανεπιθύμητη είναι τα “παράσιτα” ή ο “θόρυβος”.

Ο Shannon είδε πως όσο λιγότερο θόρυβο έχει ένα σύστημα τόση περισσότερη πληροφορία μεταδίδει. Και αντιστρόφως, όσο αυξάνεται η αταξία (θόρυβος) ενός συστήματος τόσο λιγότερη πληροφορία μεταδίδει. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η πληροφορία του συστήματος αποτελεί μέτρο της εσωτερικής του τάξης (δηλ. αντιστρόφως ανάλογη με την αταξία, αλλά η εντροπία είναι το μέτρο της αταξίας ενός συστήματος, άρα η πληροφορία είναι αντιστρόφως ανάλογη της εντροπίας).   

Ο αριθμός των πιθανών μηνυμάτων που μπορεί κανείς να δημιουργήσει με S αριθμό bits είναι 2 στη δύναμη του S, δεδομένου ότι έχουμε δύο bits, το 1 και το 0.

Αντιστρέφοντας την ιδέα, ο αριθμός των bits που χρειάζεται κανείς για να μεταδώσει ένα μήνυμα είναι ο λογάριθμος με βάση το 2 του αριθμού των πιθανών μηνυμάτων.
2S=P  ή λογαριθμίζοντας Ιοg2 P = S

Στην αξία του S ο Shannοn έδωσε το όνομα “εντροπία“. Η εντροπία αναφέρεται σε μια κατάσταση ενός φυσικού συστήματος, ενώ συγχρόνως αποτελεί μέτρο της αταξίας του συγκεκριμένου συστήματος. Η αταξία δεν είναι τελείως αντικειμενική ιδιότητα. Ο ανθρώπινος παράγοντας δεν μπορεί να την αποκλείσει τελείως, γιατί η ιδέα της τάξης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λειτουργία του νου.

Το εντυπωσιακό με την εξίσωση του Shannοn για την εντροπία της πληροφορίας είναι ότι εμφανίζει την ίδια σχέση με την εξίσωση του BοΙtzmann (S=klnP) για την εντροπία στη θερμοδυναμική (δεύτερος νόμος), μια σχέση λογαριθμική.

Από τον ορισμό του Boltzmann και του Shannon για την πιθανότητα, S=klnP και Ι=-log2PA,

είναι έκδηλη η ομοιότητα των σχέσεων ορισμού της πληροφορίας και της εντροπίας. Βλέπουμε δηλαδή πως ενώ η εντροπία μετράει το βαθμό αταξίας και αυξάνει με την πιθανότητα, η πληροφορία ουσιαστικά μετράει το βαθμό της τάξης μέσα στη δομή του μηνύματος και ελαττώνεται με την πιθανότητα.
Αυτός είναι βασικά και ο λόγος  που βάζουμε Ι=-S και που συχνά αναφέρουμε την πληροφορία Ι σαν αρνητική εντροπία S (αντετροπία-negentropie).

Ο Shannοn δεν προσπάθησε να εξαλείψει την αταξία, τα παράσιτα. Μας δίδαξε πώς να ζούμε με αυτά ή ακόμα και να τα αξιοποιούμε. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει την εντροπία για να διαπιστώσει τι μέρος του καναλιού μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μετάδοση χρήσιμης πληροφορίας – του σήματος.

Η εντροπία της θερμοδυναμικής συνεπάγεται τη φθορά. Αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι το σύμπαν είναι ένα κλειστό σύστημα, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι, ολόκληρο το σύστημα ολισθαίνει προς την αύξηση της εντροπίας. Η ίδια η ζωή όμως στη Γη συνεισφέρει στην μείωση της εντροπίας, ενώ στο σύμπαν  η εντροπία αυξάνεται. Στη θεωρία της πληροφορίας, όσο μικρότερη είναι η εντροπία τόσο περισσότερη είναι και η πληροφορία… άρα και η αβεβαιότητα.

Αυτό σημαίνει μήπως, αναρωτιούνται κάποιοι, ότι όσο περισσότερα γνωρίζουμε τόσο περισσότερο αβέβαιοι είμαστε;
Το γεγονός ότι η πληροφορία ολοένα αυξάνει σημαίνει ότι απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο από τη δυνατότητα να κατανοήσουμε το σύμπαν;

Πέντε χρόνια μετά την έκδοση της θεωρίας της πληροφορίας του Shannοn, οι James Watsοn και Francis Crick αποκάλυψαν τα μυστικά του DNA στο εργαστήριο Caνendish του Cambridge. Διαπιστώθηκε ότι η διπλή έλικα του DNA αποτελούσε ένα πληροφοριακό σύστημα Ο ίδιος ο Shannοn, παρ’ όλο που προειδοποιούσε με δημοσιεύματα τους εργαζόμενους σε άλλα πεδία να είναι επιφυλακτικοί και να μην εφαρμόζουν τη θεωρία των πληροφοριών αδιακρίτως, παραδέχθηκε ότι η θεωρία θα μπορούσε να έχει μεγάλη σχέση με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα γονίδια και το νευρικό σύστημα και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο “το ανθρώπινο ον να δρα ως ένας ιδανικός αποκωδικοποιητής”.

Ο Monod μας λέει πως τα ένζυμα ασκούν σε μικροσκοπική κλίμακα, μια λειτουργία που δημιουργεί τάξη, δημιουργεί πληροφορία σε βάρος του χημικού δυναμικού.

Ο Shannon διετύπωσε μια διάσημη σχέση για την χωρητικότητα C ενός καναλιού, στον οποίο φαίνεται καθαρά η σχέση μεταξύ εύρους ζώνης συχνοτήτων Β και λόγου σήματος προς θόρυβο. C=Blog(1+S/N) bits/sec

Γεγονός είναι ότι η θεωρία της πληροφορίας που διατύπωσε ο CΙaude Shannοn ξεκίνησε την ψηφιακή επανάσταση που οδήγησε στην ανάmυξη και την εδραίωση νέων μέσων επικοινωνίας – μεταξύ των οποίων και το Ιnternet. Χρησιμοποιήθηκε επίσης για να λυθούν γρίφοι σε γνωστικούς τομείς τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όσο η πληροφορική, η γενετική μηχανική, τα νευρωνικά συστήματα, η γλωσσολογία, η φωνητική, η ψυχολογία και τα οικονομικά Μεταξύ άλλων άνοιξε νέους δρόμους στη μελέτη του Χάους και έφερε το Διάστημα πιο κοντά στον άνθρωπο.

Από τη στιγμή ωστόσο που διατύπωσε τα θεωρήματά του, η Φύση δεν μπορεί πια να ιδωθεί μόνο σαν ύλη και ενέργεια. Μία τρίτη συνιστώσα προστέθηκε στην προσπάθεια εξήγησης του κόσμου: η πληροφορία.

Βιβλιογραφία:
1. Θεωρία της Πληροφορίας και Φυσικές Επιστήμες: Κ.Καρούμπαλος
2. Περιοδικό Computer για Ολους. Τεύχος Απριλίου 2001
3. Κυβερνητική και Διαλεκτικός Υλισμός: Jacques Guillaumaud
4.Κυβερνητική:Norbert Wiener

Το βέλος του χρόνου, η πληροφορία και η εντροπία

Αναδημοσίευση από: http://www.physics4u.gr/articles/2008/time_arrow.html

Το βέλος του χρόνου, η πληροφορία και η εντροπία

Άρθρο, Σεπτέμβριος 2008

Η εντροπία ενός συστήματος είναι μια ιδιότητα του ίδιου του συστήματος. Είναι ένα μέτρο του πόσο οργανωμένο είναι το ίδιο το σύστημα. Μετρείται σε bits. Ένα bit είναι η ποσότητα της πληροφορίας που χρειαζόμαστε για να αποφασίσουμε μεταξύ δύο δυνατοτήτων ίσης πιθανότητας.

Για παράδειγμα, η ρίψη ενός νομίσματος έχει δύο πιθανές εκβάσεις. Είτε κορώνα, είτε γράμματα. Ένα bit πληροφορίας είναι η πληροφορία που πρέπει να διαθέτουμε για να γνωρίζουμε ποιο ακριβώς γεγονός από τα δύο συνέβη. Αν ήρθε δηλαδή κορώνα ή γράμματα.

Ο Claude E. Shannon έδειξε σ’ ένα θεμελιώδες θεώρημα, ότι το περιεχόμενο από άποψη πληροφορίας ενός συστήματος, είναι ο ελάχιστος αριθμός των bits που χρειάζονται για να κωδικοποιηθεί στο δυαδικό σύστημα, η πλήρης στατιστική περιγραφή του συστήματος. Η έννοια της εντροπίας τώρα, είναι στενά συνδεδεμένη, με την έννοια της πληροφορίας. Η εντροπία ενός συστήματος μετράει την απροσδιοριστία που έχει η στατιστική περιγραφή ενός συστήματος. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι εντροπία και πληροφορία αποτελούν συμπληρωματικές όψεις για τη στατιστική περιγραφή του ίδιου συστήματος.

Μια μαθηματική περιγραφή της παραπάνω διαπίστωσης μας λέει ότι αν Η και Ι είναι οι πραγματικές τιμές της εντροπίας και της πληροφορίας ενός συστήματος για συγκεκριμένες συνθήκες, τότε το άθροισμά τους οφείλει να παραμένει σταθερό, αφού όσο αυξάνεται η πληροφορία για ένα σύστημα, τόσο μειώνεται η εντροπία του. Αν Hmax και Imax είναι οι μέγιστες τιμές που μπορεί να πάρει η εντροπία και η πληροφορία για τις ίδιες συνθήκες, τότε ισχύει:

H+I = σταθ. = Hmax= Imax

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι ένα σύστημα υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να βρεθεί σε μια από οκτώ (23) πιθανές καταστάσεις. Καθεμιά από αυτές θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί στο δυαδικό σύστημα με τις ταμπελίτσες 000, 001, 010, 011, 100, 101, 110, και 111.

Ο προσδιορισμός μιας συγκεκριμένης εξ αυτών, π.χ. εκείνης με την ταμπελίτσα 101, απαιτεί τρία δυαδικά ψηφία, δηλαδή τρία bits. Τόση είναι η πληροφορία (3 bits), που σχετίζεται με την περιγραφή: “το σύστημα βρίσκεται σίγουρα στην κατάσταση 101”.

Στην περίπτωση αυτή, η απροσδιοριστία δηλ. η εντροπία που σχετίζεται με την περιγραφή αυτή είναι προφανώς μηδέν.

Στην αντίθετη περίπτωση όπου δεν έχουμε καθόλου πληροφορία για την κατάσταση του συστήματος, θα έπρεπε να αποδώσουμε ίσες πιθανότητες σε καθεμιά από τις οκτώ δυνατές καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή η πληροφορία είναι μηδέν. Επειδή το άθροισμα της πληροφορίας και της εντροπίας του συστήματος είναι σταθερό, η εντροπία του συστήματος πρέπει να είναι τώρα ίση με τρία bits.

Γενικεύοντας, μπορούμε να πύμε ότι αν ένα σύστημα έχει 2r δυνατές καταστάσεις, όπου r είναι ένας ακέραιος, η μέγιστη ποσότητα της πληροφορίας ή της εντροπίας για το σύστημα αυτό είναι ίση με τον λογάριθμο βάσης 2 του αριθμού 2r , δηλαδή είναι ίση με r.  

Hmax = Imax = log22r = r.

Όταν αναφερόμαστε σε πραγματικά συστήματα, μπορεί μεν ο αριθμός των δυνατών καταστάσεων να είναι πολύ μεγάλος αλλά είναι πεπερασμένος. Ο μέγιστος αριθμός των δυνατών καταστάσεων και συνεπώς η μέγιστη ποσότητα πληροφορίας σύμφωνα με τα παραπάνω, περιορίζεται από την αρχή της απροσδιοριστίας. Σύμφωνα με αυτήν δεν μπορούμε να καθορίσουμε τη θέση και την ορμή ενός σωματιδίου με ακρίβεια μεγαλύτερη από αυτή που επιβάλλει η αρχή απροσδιοριστίας. Συνεπώς, κάθε πεπερασμένο φυσικό σύστημα μπορεί να περιγραφεί πλήρως με πεπερασμένη ποσότητα πληροφορίας.

Ένα πολύ γνωστό νοητό πείραμα

Ας υποθέσουμε ότι σε μια γωνιά ενός δωματίου όπου δεν υπάρχουν ρεύματα αέρα, ανοίγουμε ένα μπουκαλάκι που περιέχει άρωμα. Λίγο αργότερα, ένας παρατηρητής που βρίσκεται στην απέναντι γωνία του δωματίου, μπορεί να βεβαιώσει ότι έφθασε στη μύτη του η μυρωδιά του αρώματος. Τα μόρια του αρώματος έχουν προφανώς διαφύγει από την επιφάνεια του υγρού, και έχουν ακολουθήσει πολύπλοκα ζιγκ-ζαγκ έπειτα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις με άλλα μόρια, και έχουν φτάσει στην άλλη άκρη του δωματίου. Αν περιμένουμε αρκετά, όλο το άρωμα θα εξατμιστεί και τα μόριά του θα βρεθούν διασκορπισμένα ομογενώς σε όλο το χώρο του δωματίου. 

Time_A1

Τόσο η εμπειρία μας όσο και ο δεύτερος θερμοδυναμικός νόμος λένε ότι η διαδικασία αυτή είναι μη αντιστρεπτή. Όσο και να περιμένουμε δηλαδή, τα μόρια του αρώματος δεν θα ξαναμπούν ποτέ αυθόρμητα μέσα στο μπουκαλάκι.

Κατ’ αρχήν όμως ένα τέτοιο γεγονός δεν απαγορεύεται να συμβεί από κάποιον θεμελιώδη νόμο της φυσικής. Ας φανταστούμε ότι όλο το πείραμα καταγράφεται στις μικροσκοπικές λεπτομέρειες των συγκρούσεων των μορίων σε ένα βίντεο, Στο βίντεο αυτό θα βλέπαμε ένα συγκεκριμένο μόριο να διαφεύγει από το υγρό και μετά από ένα τεράστιο πλήθος συγκρούσεων που του αλλάζουν τη θέση και την ταχύτητά του, να βρίσκεται σ’ ένα απομακρυσμένο από το μπουκάλι, μέρος του δωματίου.

Αν παρακολουθούσαμε το βίντεο αυτό κατά την αντίθετη φορά της ταινίας, θα βλέπαμε τα μόρια του αρώματος να διαγράφουν τις αντίθετες πορείες ζιγκ-ζαγκ και να συγκεντρώνονται μέσα στο μπουκαλάκι και να ξαναγίνονται υγρό.

Το κάθε μόριο, είτε την εμπρόσθια πορεία του βίντεο παρακολουθούμε, είτε την ανάδρομη, υπακούει σε όλους τους νόμους της φυσικής, οι οποίοι άλλωστε έχουν συμμετρική μορφή ως προς την αναστροφή του χρόνου.

Γιατί τότε είμαστε απρόθυμοι να δεχτούμε ότι η ανάδρομη χρονικά εξέλιξη του βίντεο μπορεί να παριστάνει ένα πραγματικό φυσικό γεγονός;

Μια συνηθισμένη απάντηση στην παραπάνω ερώτηση είναι ότι στην ανάδρομη προβολή του φιλμ, η αρχική κατάσταση είναι εξαιρετικά ειδική.  Στην αρχή της ανάδρομης προβολής καθένα από τον τεράστιο αριθμό των μορίων βρίσκεται σε μια τροχιά η οποία θα οδηγήσει τελικά στη σύγκλιση όλων των μορίων σ’ ένα μικρό μέρος του χώρου, στο μπουκαλάκι με το άρωμα, αποκλειομένων όλων των άλλων περιοχών του δωματίου. Μια τέτοια κατάσταση είναι εξαιρετικά απίθανη και το γεγονός αυτό θεωρείται ως επαρκής εξήγηση για την μη αντιστρεψιμότητα των θερμοδυναμικών διεργασιών. 

Τι είναι όμως αυτό που κάνει τις συγκεκριμένες αρχικές συνθήκες τόσο απίθανες;

Ο χώρος των φάσεων

Για να συζητήσουμε το ερώτημα αυτό χρειαζόμαστε μια κατάλληλη μέθοδο αναπαράστασης της δυναμικής κατάστασης ενός συστήματος που περιέχει ένα τεράστιο αριθμό σωματιδίων.

Η δυναμική κατάσταση ενός μεμονωμένου σωματιδίου περιγράφεται πλήρως από τη θέση και την ταχύτητά του. Για να εκφραστούν αυτές οι ποσότητες χρειάζονται τρεις αριθμοί (συντεταγμένες) για τη θέση και τρεις αριθμοί (συνιστώσες της ταχύτητας στους τρεις άξονες χ, y, z).  Συνολικά λοιπόν, το κάθε σωματίδιο χρειάζεται 6 αριθμούς για να περιγραφεί η δυναμική του κατάσταση.  Μπορούμε να φανταστούμε τους 6 αυτούς αριθμούς σαν τις 6 συνιστώσες  ενός σημείου, σ’ ένα χώρο 6 διαστάσεων. Ο υποθετικός αυτός χώρος είναι ο χώρος των φάσεων του ενός σωματιδίου. Καθώς το σωματίδιο κινείται μέσα στον πραγματικό χώρο των τριών διαστάσεων, το σημείο που το αντιπροσωπεύει στον 6-διάστατο χώρο των φάσεων, διαγράφει μια καμπύλη. Αν γνωρίζουμε τη θέση και την ταχύτητα του σωματιδίου κάποια στιγμή, μπορούμε να προβλέψουμε όλη την υπόλοιπη κίνησή του με όση ακρίβεια επιθυμούμε.  Με άλλα λόγια, η δυναμική ιστορία του σωματιδίου καθορίζεται πλήρως από τις αρχικές του συνθήκες θέσης και ταχύτητας.

Ομοίως, στο χώρο των φάσεων η καμπύλη που διαγράφεται προσδιορίζεται από τη γνώση του αρχικού σημείου της καμπύλης.

Να σημειωθεί ότι η τροχιά που διαγράφεται στο χώρο των φάσεων, δεν μπορεί να τέμνεται με τον εαυτό της ή να διακλαδίζεται σε κάποιο σημείο, αν και δεν απαγορεύεται να είναι μια κλειστή καμπύλη. Αν η καμπύλη στο χώρο των φάσεων τεμνόταν με τον εαυτό της, τότε την κατάσταση του σημείου τομής ή διακλάδωσης, θα την διαδέχονταν περισσότερες της μιας καταστάσεις και η δυναμική ιστορία του σωματιδίου δεν θα ήταν πλήρως καθορισμένη.

Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ίδια τεχνική για να περιγράψουμε ένα κλειστό σύστημα που περιέχει πολλά σωματίδια. Έστω ότι περιέχει n σωματίδια. Τότε η δυναμική κατάσταση του συστήματος καθορίζεται από 6n αριθμούς. Οι αριθμοί αυτοί θα είναι τώρα οι συντεταγμένες ενός σημείου στο χώρο φάσεων των 6n διαστάσεων. Το κάθε σημείο του χώρου αυτού, προσδιορίζει την κατάσταση ολόκληρου του συστήματος.. Και στην περίπτωση αυτή, η δυναμική ιστορία του συστήματος προσδιορίζεται με μια καμπύλη στο χώρο των φάσεων, η οποία είναι πλήρως και μοναδικά καθορισμένη αν γνωρίζουμε το αρχικό της σημείο.

Λόγω των συγκρούσεων και των άλλων αλληλεπιδράσεων μεταξύ των σωματιδίων, η καμπύλη που διαγράφει το σύστημα στο χώρο των φάσεων μπορεί να έχει ένα περίπλοκο και ακανόνιστο σχήμα αλλά πάλι δεν μπορεί να διακλαδίζεται ή να τέμνεται με τον εαυτό της.

Η διάχυση των μορίων του αρώματος στο νοητό πείραμά μας, παριστάνεται στο χώρο των φάσεων  των 6n διαστάσεων (όπου n είναι ο αριθμός των μορίων, της τάξης του 6×10^20), από μια μοναδική τροχιά. Κάθε σημείο αυτής της τροχιάς προκύπτει ως συνέπεια του προηγούμενου σημείου, και σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, η όλη τροχιά είναι πλήρως αντιστρεπτή.

Time_A2

Η μέχρι τώρα ανάλυση του νοητού αυτού πειράματος στο χώρο των φάσεων, δείχνει να μην αφήνει περιθώρια για την ύπαρξη ενός βέλους του χρόνου προς τα εμπρός. Η περιγραφή όμως αυτή είναι εξωπραγματικά ακριβής. Προϋποθέτει τόση πολλή ποσότητα πληροφορίας για το σύστημα όση δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε σε πραγματικές συνθήκες. Με άλλα λόγια δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τις ακριβείς θέσεις και ταχύτητες για 6×10^20 μόρια του αρώματος, έστω και εντός των περιορισμών της αρχής απροσδιοριστίας. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι όλα τους βρίσκονταν αρχικά  μέσα στον μικρό όγκο του μπουκαλιού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι δεν μπορούμε να καθορίσουμε τις ακριβείς συντεταγμένες του συστήματος στο χώρο των φάσεων. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι το σημείο που εκφράζει το σύστημά μας στο χώρο των φάσεων, πρέπει να βρίσκεται εντός ενός μικρού όγκου (ή καλύτερα υπερ-όγκου) στο χώρο των 6n διαστάσεων.

Για την αναπαράσταση της εξέλιξης της πληροφορίας, ας αντικαταστήσουμε το σημείο στο χώρο των φάσεων με μια μικρή σφαίρα από ένα φανταστικό υγρό που γεμίζει ομοιόμορφα τον μικρό υπερ-χώρο ο οποίος αντιστοιχεί στην πραγματική γνώση που έχουμε για τη θέση και την ορμή των μορίων. Το φανταστικό αυτό υγρό παριστάνει την πιθανότητα, και η μάζα του υγρού που βρίσκεται σε κάθε μια μικρή περιοχή του χώρου των φάσεων παριστάνει την πιθανότητα να βρίσκεται η δυναμική κατάσταση του συστήματος σε κάποιο σημείο εντός αυτής της περιοχής του χώρου των φάσεων.

 Time_A1

Η σειρά των εικόνων (a,b,cd) δείχνει την πιθανοτική αναπαράσταση ενός συστήματος που αποτελείται από πάρα πολλά σωμάτια. Η πιθανότητα παριστάνεται ως ένα μπαλονάκι γεμάτο υγρό στο χώρο των φάσεων. Η μάζα του υγρού σε κάθε περιοχή εκφράζει την συνολική πιθανότητα να βρίσκεται το σημείο που παριστάνει την κατάσταση του συστήματος εντός της συγκεκριμένης περιοχής. Στο πείραμα με τα μόρια του αρώματος όλο το υγρό(πιθανότητα) βρίσκεται αρχικά σε ένα μικρό όγκο, όσο τα μόρια είναι περιορισμένα εντός του μπουκαλιού. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια υπερσφαίρα  στις 6n διαστάσεις, όπου n είναι ο αριθμός των μορίων, η οποία παριστάνεται εδώ σαν μια απλή τρισδιάστατη σφαίρα (a). Καθώς το σύστημα εξελίσσεται, το υγρό που παριστάνει την πιθανότητα μεταναστεύει σε πιο απομακρυσμένες περιοχές του χώρου των φάσεων, αλλά επειδή οι τροχιές όλων των σωματιδίων είναι πλήρως καθορισμένες, το υγρό αυτό είναι ασυμπίεστο, δεν διαστέλλεται ο όγκος του σαν να ήταν αέριο. Αντίθετα, εμφανίζονται διάφορες προεξοχές, εικόνα (b), οι οποίες γίνονται όλο και πιο μακριές και πιο πολυάριθμες (c), καθώς ο αριθμός των πιθανών καταστάσεων στις οποίες μπορεί να βρεθεί το σύστημα, αυξάνει. Προοδευτικά (d), γεμίζει όλος ο υπερ-χώρος με μικρές φλέβες του φανταστικού υγρού, αν και ο συνολικός όγκος του υγρού παραμένει σταθερός. Από μακροσκοπική οπτική γωνία, η κατανομή του υγρού μοιάζει ομοιόμορφη αν και δεν είναι καθόλου ομοιόμορφη όταν εξεταστεί σε μικροσκοπική κλίμακα του χώρου των φάσεων.

Time_A3

Αν το αρχικό μπαλονάκι μπορούσε να χωριστεί σε δύο ή περισσότερα, αυτό θα σήμαινε ότι θα υπήρχε κάποια δυναμική τροχιά που θα διακλαδιζόταν, πράγμα που όπως είδαμε απαγορεύεται. Επιπλέον, ο όγκος του μπαλονιού δεν πρέπει ν’ αλλάζει όσο κι αν πετάγονται νέες προεξοχές του, γιατί ο όγκος είναι ανάλογος με τον αριθμό των διακριτών καταστάσεων που επιτρέπονται από την αρχή της απροσδιοριστίας, και ο αριθμός αυτός δεν μπορεί ν’ αλλάζει αφού κάθε κατάσταση ορίζει μια μοναδική δυναμική ιστορία του συστήματος. Με τη βοήθεια των παραδοχών αυτών καταλήγουμε ότι το υγρό της πιθανότητας είναι συνεχές και ασυμπίεστο. Επεκτείνεται στο χώρο των φάσεων χωρίς μεταβολή της πυκνότητάς του, και γι αυτό είπαμε πιο πάνω ότι αναγκαστικά πετάγονται διάφορες προεξοχές από το μπαλόνι αυτό που γίνονται όλο και πιο πολυάριθμες, μακρύτερες και λεπτότερες καθώς το αέριο εξελίσσεται. Ο Gibbs, ένας από τους θεμελιωτές της στατιστικής φυσικής παρομοίασε την αναπαράσταση αυτή με τον τρόπο που μια μικρή ποσότητα μελάνης απλώνεται μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό.

Καθώς λοιπόν η δυναμική ιστορία του συστήματος εξελίσσεται, διαπιστώνουμε μια βασική διαφορά μεταξύ της αρχικής και της τελικής κατάστασης του συστήματος. Το ρευστό που παριστάνει την πιθανότητα, είναι πάντα περιορισμένο σε ένα μικρό όγκο στο χώρο των φάσεων, εντός του οποίου είναι ομογενές. Ο υπόλοιπος όγκος του χώρου των φάσεων είναι κενός.  Στην τελική κατάσταση, μοιάζει μακροσκοπικά η εικόνα σα να είναι κατειλημμένος ομοιόμορφα ολόκληρος ο χώρος των φάσεων, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι ακριβές. Σε μικροσκοπική κλίμακα επικρατεί εξαιρετικά υψηλή ανομοιογένεια.

Η ροή της πληροφορίας

Η διάκριση μεταξύ μιας ομοιογενούς και μιας μη ομοιογενούς κατανομής του ρευστού της πιθανότητας μας δίνει μια ουσιαστική διαφορά όσον αφορά το πληροφοριακό περιεχόμενο του συστήματος. για να μετρήσουμε την πληροφορία, πρέπει να διαιρέσουμε την διαθέσιμη περιοχή του χώρου των φάσεων σε μικρές κυψελίδες με ίσους υπερ-όγκους. Για ευκολία θα υποθέσουμε ότι υπάρχουν 2^r τέτοιες κυψελίδες, όπου r είναι ένας ακέραιος. Αρχικά, όλο το ρευστό της πιθανότητας περιορίζεται σε μια τέτοια κυψελίδα. Η πληροφορία που απαιτείται για να καθορίσουμε την κατάσταση αυτή, είναι όπως είπαμε και στην αρχή, ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων που χρειάζονται για να προσδιοριστεί μια συγκεκριμένη κυψελίδα. Ο απαιτούμενος λοιπόν αριθμός των bits είναι ο log2(2r) = r. Έτσι η αρχική κατάσταση του νοητού πειράματός μας μπορεί να προσδιοριστεί με r bits πληροφορίας.

Στην τελική κατάσταση, αν κάποιος δει το ρευστό της πιθανότητας σαν ομοιόμορφα κατανεμημένο μεταξύ των κυψελίδων, καθεμιά από τις 2r κυψελίδες, περιέχει τον ίδιο όγκο από το ρευστό της πιθανότητας. Στο επίπεδο αυτό περιγραφής, η τελική κατάσταση είναι πλήρως απροσδιόριστη και δεν χρειαζόμαστε καθόλου πληροφορία για να την προσδιορίσουμε. Κατά την εξέλιξη του συστήματος, όλη η πληροφορία που περιεχόταν στην αρχική κατάσταση, μοιάζει να έχει χαθεί.

Αν όμως εξετάσουμε την κατανομή του ρευστού πιθανότητας σε μικρότερη κλίμακα, θα ανακαλύψουμε που έχει πάει η πληροφορία. Αν κάθε κυψελίδα περιέχει ίσο όγκο του ρευστού και ο ολικός όγκος του ρευστού δεν έχει μεταβληθεί, όπως σχολιάσαμε παραπάνω, τότε εντός κάθε κυψελίδας το ρευστό πιθανότητας πρέπει να καταλαμβάνει μόνο 1/2r από τον όγκο της κυψελίδας. Αν και η πυκνότητα του υγρού δεν έχει αλλάξει, το σχήμα της κατειλημμένης περιοχής είναι πολύ περίπλοκο, όπως φάνηκε και στις εικόνες a,b,c,d. Διαιρώντας την κυψελίδα σε ικανό αριθμό μικροκυψελίδων, μπορούμε να δείξουμε ότι η πληροφορία που απαιτείται για να καθορίσουμε την κατανομή του ρευστού σε όλη την περιοχή του χώρου των φάσεων είναι ξανά ίση με log2(2r) = r.

Η μακροσκοπική πληροφορία που είναι παρούσα στην αρχική κατάσταση, δεν έχει χαθεί. Έχει απλά μετατραπεί σε μικροσκοπική πληροφορία κατά την τελική κατάσταση.

Το συμπέρασμα αυτό είναι τελείως γενικό και ακριβές. Άσχετα από το πως επιλέγουμε να διαμερίσουμε τον χώρο των φάσεων σε μακροσκοπικές κυψελίδες, μπορούμε να ορίσουμε την μακροσκοπική πληροφορία ως την πληροφορία που χρειάζεται για να καθορίσουμε την πιθανότητα που σχετίζεται με αυτές τις μακροσκοπικές κυψελίδες. Η πληροφορία που χρειάζεται για να καθοριστεί η κατανομή του ρευστού πιθανότητας εντός καθεμιάς μακροσκοπικής κυψελίδας, ορίζεται ως μικροσκοπική πληροφορία.

Καθώς το κλειστό σύστημα των μορίων εξελίσσεται, η ολική ποσότητα πληροφορίας που χρειάζεται για να καθοριστεί η κατανομή του ρευστού πιθανότητας στο χώρο φάσεων του συστήματος παραμένει αμετάβλητη. Η μακροσκοπική όμως πληροφορία μπορεί να μετατραπεί σε μικροσκοπική πληροφορία και αντιστρόφως.

Τι παριστάνουν όμως αυτά τα δύο είδη πληροφορίας;

Μπορούμε να ταυτίσουμε την μακροσκοπική πληροφορία με τη γνώση μας για τις στατιστικές ιδιότητες του συστήματος, ενώ η μικροσκοπική πληροφορία ταυτίζεται με τη λεπτομερή γνώση μας καθενός μορίου ξεχωριστά. Πιο συγκεκριμένα, η μικροσκοπική πληροφορία εκφράζει τη γνώση μας για τους συσχετισμούς που υφίστανται μεταξύ των ταχυτήτων των σωματιδίων.

Στο νοητό πείραμά μας, η μικροσκοπική πληροφορία ήταν τελείως απούσα στην αρχική κατάσταση, γιατί στην αρχική κατάσταση δεν υπήρχαν συσχετισμοί μεταξύ των μοριακών ταχυτήτων. Αυτό σημαίνει ότι η γνώση της ταχύτητας ενός μορίου δεν θα μας καθιστούσε ικανούς να προβλέψουμε τις ταχύτητες άλλων μορίων.

Καθώς το σύστημα εξελισσόταν, οι συγκρούσεις μεταξύ των μορίων δημιούργησαν συσχετισμούς μεταξύ των ταχυτήτων των μορίων και όλη η μακροσκοπική πληροφορία που υπήρχε αρχικά, μετατράπηκε τελικά σε μικροσκοπική πληροφορία μέσω της συσχέτισης αυτής των ταχυτήτων των μορίων.

Είδαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου ότι στις περιπτώσεις εκείνες που η μακροσκοπική πληροφορία ελαττώνεται, αυξάνεται η θερμοδυναμική εντροπία αφού το άθροισμά τους πρέπει να παραμένει σταθερό για ένα κλειστό σύστημα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να ορίσουμε την ίδια τη θερμοδυναμική εντροπία (όχι τη μεταβολή της) ως το αρνητικό της μακροσκοπικής πληροφορίας. Κάτι τέτοιο δεν έρχεται σε αντίφαση με τις εξισώσεις που παρουσιάσαμε αρχικά: H+I = Hmax= Imax.

Όπου Η είναι η θερμοδυναμική εντροπία και Ι είναι η μακροσκοπική πληροφορία.

Με τον τρόπο αυτό μπορούμε επιτέλους να φτάσουμε σε μια αρχή την κατανόηση του βέλους του χρόνου:

Σε συστήματα όπου η αρχική τους κατάσταση είναι τέτοιας μορφής ώστε να υπάρχει μόνο μακροσκοπική πληροφορία και καθόλου μικροσκοπική, η εξέλιξή τους οδηγεί αναπόφευκτα στη μείωση της μακροσκοπικής πληροφορίας, την αύξηση της μικροσκοπικής και την αύξηση επίσης της εντροπίας. Η αναπόφευκτη αύξηση της εντροπίας είναι εκείνη που μας δίνει την εντύπωση του βέλους του χρόνου.

Πηγές:

1. David Layer. The Arrow of Time. Scientific America October 1976.

2. Sean Caroll. Does time run backward in other universes? Scientific American . May 2008.

3. David Pacchioli. The Arrow of Time.

4. Pennstate University. http://www.rps.psu.edu/time/arrow.html

Η θεωρία του Big Bang

Η θεωρία του Big Bang

Άρθρο, Μάιος 2007

Περίπου πριν 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια, ολόκληρο το σύμπαν ήταν συμπιεσμένο στα όρια ενός ατομικού πυρήνα. Μια κατάσταση γνωστή ως ιδιομορφία, είναι η στιγμή πριν από τη δημιουργία όταν δεν υπήρχε ούτε χώρος ούτε χρόνος. Σύμφωνα με το καθιερωμένο κοσμολογικό μοντέλο που εξηγεί τον Κόσμο μας, μια απίστευτη έκρηξη, θερμοκρασίας τρισεκατομμυρίων βαθμών και απείρως πυκνή, δημιούργησε όχι μόνο τα θεμελιώδη υποατομικά σωματίδια και από εκεί την υπόλοιπη ύλη, αλλά και τον ίδιο τον χώρο και χρόνο. Οι θεωρίες της κοσμολογίας συνδυασμένες με τις παρατηρήσεις των  αστρονόμων επέτρεψαν στους κοσμολόγους να αναδημιουργήσουν την αρχέγονη χρονολογία των γεγονότων, γνωστών ως Μεγάλη Έκρηξη.

Η κβαντική θεωρία προτείνει ότι λίγες στιγμές μετά από την Έκρηξη, σε 10-43 δευτερόλεπτα, οι τέσσερις δυνάμεις της φύσης, η ισχυρή πυρηνική, η ασθενής πυρηνική, η ηλεκτρομαγνητική και τέλος η βαρύτητα ήταν ενωμένες σε μια “υπερ-δύναμη”. Τα στοιχειώδη σωματίδια κουάρκς αρχίζουν να ενώνονται ανά τρία, να σχηματίζονται τα φωτόνια, τα ποζιτρόνια και τα νετρίνα, ενώ  δημιουργήθηκαν συγχρόνως και τα αντισωμάτιά τους. Σε αυτή τη φάση υπάρχουν πολύ μικρές ποσότητες πρωτονίων και νετρονίων, περίπου 1 για κάθε 1 δισεκατομμύριο φωτόνια, νετρίνα ή ηλεκτρόνια. Η πυκνότητα του σύμπαντος στην πρώτη στιγμή της ζωής του θεωρείται πως ήταν 1094 g/cm3 με την πλειοψηφία να είναι σε μορφή ακτινοβολίας. Για κάθε ένα δισεκατομμύριο ζεύγη αδρονίων που δημιουργήθηκαν, το ένα εξαϋλώθηκε λόγω των συγκρούσεων σωματίων-αντιαντισωματίων. Τα υπόλοιπα σωματίδια αποτελούν την πλειοψηφία του σημερινού Κόσμου μας.

Κατά τη διάρκεια αυτής της δημιουργίας αλλά και εξαΰλωσης των σωματιδίων το σύμπαν υποβλήθηκε σε ένα ρυθμό επέκτασης πολλαπλάσια αυτής της ταχύτητας του φωτός. Στην εποχή αυτή που έμεινε γνωστή ως πληθωριστική εποχή, το σύμπαν σε λιγότερο από ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου διπλασιάστηκε σε μέγεθος τουλάχιστον εκατό φορές, έτσι ξεκίνησε με διαστάσεις ενός ατομικού πυρήνα και σήμερα φτάνει τα 1030 μέτρα. Ένας ισοτροπικός πληθωρισμός του σύμπαντος τελειώνει μόλις σε 10-35 δευτερόλεπτα φτιάχνοντας τον σχεδόν με τέλεια ομαλότητα. Εάν δεν υπήρχε όμως μια μικρή διακύμανση στην κατανομή της πυκνότητας της ύλης, όπως υποστηρίζουν οι θεωρητικοί, δεν θα μπορούσαν να σχηματιστούν οι γαλαξίες.

Το σύμπαν ήταν σε αυτό το σημείο ένα ιονισμένο πλάσμα όπου η ύλη και η ακτινοβολία ήταν αδιάσπαστα ενωμένα. Επιπλέον, υπήρχαν ίσα ποσά σωματιδίων και αντισωματιδίων. Η αναλογία των νετρονίων και των πρωτονίων αν και μικρή είναι ίση. Όταν το σύμπαν γέρασε κατά ένα εκατοστό του δευτερολέπτου τα νετρόνια άρχισαν να διασπώνται μαζικά. Αυτή η διάσπαση επέτρεψε στα ελεύθερα ηλεκτρόνια και πρωτόνια να συνδυαστούν με άλλα σωματίδια. Τελικά τα υπόλοιπα νετρόνια ενώθηκαν με τα πρωτόνια και σχημάτισαν το βαρύ υδρογόνο (το δευτέριο). Αυτοί οι πυρήνες του δευτερίου συνδυάστηκαν ανά δύο και σχημάτισαν τους πυρήνες του ηλίου. Ο σχηματισμός της ύλης από την ενέργεια πραγματοποιείται από τα φωτόνια που υλοποιούνται σε βαρυόνια και αντιβαρυόνια, ενώ όταν ακολούθως εξαϋλώνονται να μετασχηματίζονται σε καθαρή ενέργεια. Λόγω αυτών των συγκρούσεων και εξαϋλώσεων η ύλη ήταν ανίκανη να παραμείνει βιώσιμη για πάνω από μερικά νανοδευτερόλεπτα προτού έρθει ένας βομβαρδισμός με ηλεκτρόνια που θα σκέδαζε αυτά τα φωτόνια. Όπως το νερό που παγιδεύεται μέσα σε ένα σφουγγάρι, έτσι και η ακτινοβολία ήταν τόσο πυκνή (1014g/cm3) που καμιά ακτινοβολία δεν ήταν ορατή. Την εποχή αυτή, γνωστή ως “εποχή της τελευταίας σκέδασης”, η θερμοκρασία έχει μειωθεί δραματικά σε 1013 K μόνο με τις ισχυρές πυρηνικές, ασθενείς πυρηνικές και ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις να είναι τώρα ικανές να ασκήσουν τη δύναμή τους χωριστά.

Καθώς το νέφος του αερίου επεκτείνεται ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο μετά από την αρχική Έκρηξη, και η θερμοκρασία του Κόσμου μας έχει μειωθεί σε δέκα δισεκατομμύρια βαθμούς, τα φωτόνια δεν έχουν πλέον την ενέργεια να αναστατώσουν τη δημιουργία της ύλης καθώς επίσης και να μετασχηματίσουν την ενέργεια σε ύλη. Μετά από τρία λεπτά η θερμοκρασία γίνεται ένα δισεκατομμύριο βαθμούς, ενώ τα πρωτόνια και τα νετρόνια επιβραδύνθηκαν τόσο που ήταν ικανά να πραγματοποιήσουν την πυρηνοσύνθεση. Δημιουργήθηκαν πυρήνες του ηλίου από δύο πρωτόνια και δύο νετρόνια, και για κάθε πυρήνα του ηλίου που σχηματίστηκε έμειναν περίπου δέκα πρωτόνια ελεύθερα επιτρέποντας έτσι το 25% του σύμπαντος να αποτελείται από ήλιο. Η επόμενη σημαντική φάση της διαστολής εμφανίστηκε περίπου τριάντα λεπτά αργότερα όταν αυξήθηκε η δημιουργία των φωτονίων μέσω της εξαΰλωσης ζευγαριών ηλεκτρονίων – ποζιτρονίων. Το γεγονός ότι το σύμπαν άρχισε με ελαφρώς περισσότερα ηλεκτρόνια από ποζιτρόνια είχε εξασφαλιστεί ότι το σύμπαν μας ήταν σε θέση να διαμορφωθεί όπως το βλέπουμε σήμερα.

Το σύμπαν για τα επόμενα 380.000 χρόνια θα αρχίσει να επεκτείνεται και να ψύχεται μέχρι μια θερμοκρασία 10.000 K. Αυτές οι συνθήκες επέτρεψαν στους πυρήνες του ηλίου να απορροφήσουν τα ελεύθερα ηλεκτρόνια και να σχηματιστούν τα πρώτα άτομα ηλίου. Εν τω μεταξύ συνδέθηκαν μαζί άτομα του υδρογόνου και σχημάτισαν το λίθιο. Είναι η εποχή που η πυκνότητα του σύμπαντος έχει φτάσει στο σημείο όπου το φως μπορεί να γίνει πια αντιληπτό. Μέχρι τότε τα φωτόνια συνέχισαν να παγιδεύονται μέσα στην ύλη. Τελικά η διαστολή επέτρεψε στο φως και την ύλη να διαχωριστούν, καθώς η ακτινοβολία γίνεται όλο και λιγότερο πυκνή. Από εκεί και πέρα διαχωρίστηκε η ύλη και η ακτινοβολία, ενώ από τότε υπάρχει και η παλαιότερη ακτινοβολία λείψανο, που γεννήθηκε στο σύμπαν.

 

Ηλικία

Θερμοκρασία

Κατάσταση

Πριν το Big Bang

  Εποχή του Αυγουστίνου: Το 1952 ο George Gamow, ένας από τους πατέρες της θεωρίας της κοσμολογίας του Big Bang, πρότεινε ότι η περίοδος πριν το Big Bang λέγεται εποχή Αυγουστίνου, από τον φιλόσοφο Άγιο Αυγουστίνο, που πίστευε ότι ο χρόνος ήταν απλώς μια ιδιότητα του Θεού, που έφτιαξε το σύμπαν. Όπως έλεγε “Ο Κόσμος φτιάχτηκε μαζί με τον χρόνο κι όχι στον χρόνο”. Ακόμα κι αν κάποιος θα μπορούσε φιλοσοφικά να υποστηρίξει την έννοια της φράσης “που έφτιαξε”, μέσω της θεωρίας της γενικής σχετικότητας ο χρόνος και ο χώρος μπορεί να σχετίζονται. Η φράση “Εποχή του Αυγουστίνου” λοιπόν αναφέρεται σε μια “εποχή” όπου ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος υπήρχε. 
<10-43 sec άπειρη Εποχή Planck. Αν η υπερσυμμετρία είναι σωστή τότε κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου όλες οι δυνάμεις είναι ενωμένες σε μια υπερ-δύναμη. Δεν ισχύουν οι γνωστοί νόμοι αυτή την περίοδο γι αυτό και δεν ξέρουμε τι ακριβώς υπήρχε τότε. Το σύμπαν έχει άπειρη πυκνότητα και θερμοκρασία και ξεκινά από ένα σημείο σχεδόν μηδενικής διαμέτρου. Η θεωρία του Αϊνστάιν προτείνει μια βαρυτική ανωμαλία πριν αυτή την εποχή, αλλά δεν μπορεί να προβλέψει τι συνέβαινε λόγω κβαντικών φαινομένων. Γι αυτό και οι φυσικοί ελπίζουν να αναπτυχθεί μια θεωρία κβαντικής βαρύτητας – η θεωρία υπερχορδών και η κβαντική βαρύτητα βρόγχων είναι οι πιο υποσχόμενες θεωρίες γι αυτήν – ώστε να καταλάβουμε το κρύβεται στην εποχή Planck.
10-43 sec άπειρη Περίοδος κβαντικής βαρύτητας
~10-43 sec 1032 C Το σύμπαν έχει διαστάσεις ~10-34  μέτρα, Όλα τα σωματίδια (κουάρκ, λεπτόνια, μποζόνια βαθμίδας, σωματίδιο Higgs, υπερ-συμμετρικά σωματίδια, βαρυτόνια) και τα αντισωματίδια τους είναι σε θερμική ισορροπία (δημιουργία και εξαΰλωση με ίσο ρυθμό). Συνυπάρχουν με τα φωτόνια της ακτινοβολίας. Μέσα από μια φάση μετάβασης η βαρύτητα ‘παγώνει’ και χωρίζεται από τις υπόλοιπες τρεις δυνάμεις (Μεγάλη Ενοποίηση των υπόλοιπων δυνάμεων). Τα λεπτόνια και τα κουάρκ δεν ξεχωρίζουν την δράση των τριών δυνάμεων (ηλεκτρική, ασθενής, ισχυρή) πάνω τους. Είναι το πρώτο σπάσιμο της συμμετρίας ανάμεσα στις δυνάμεις. 
~10-36 sec 1027 C Εποχή πληθωρισμού: Το σύμπαν είναι ~10-32  μέτρα και περνά από μια υπερταχύτατη διαστολή, από 10-36 sec έως 10-32 sec, στην οποία διπλασιάζεται κάθε 10-34 sec. Αυτό σημαίνει ότι στα μέσα σε 10-32 sec διπλασιάζεται 100 φορές. Ήδη όμως έχει προλάβει και αυξήθηκε σε όγκο κατά 1078 φορές ή κατά 1026 φορές η γραμμική διάσταση. Γι αυτό και μια έκταση όσο 10-32 μέτρα έγινε μια έκταση όσο ένα πορτοκάλι 10 εκατοστά. 
Στο τέλος του πληθωρισμού μόνο το ορατό σύμπαν είχε διαστάσεις ~ 3 μέτρα (από 10-32  μέτρα που ήταν στην αρχή, και το μέγεθος αυτό επιτεύχθηκε γιατί η διαστολή έγινε με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός.
Γι αυτό (λόγω της διαστολής με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός) το σύμπαν πρόλαβε κι έγινε επίπεδο (η πυκνότητα του έγινε η κρίσιμη), ενώ έγινε ομογενές και ισότροπο.
Λύθηκε έτσι το κοσμολογικό πρόβλημα του ορίζοντα (πώς είναι δυνατόν δύο αντίθετα σημεία στο παρόν σύμπαν να είναι στην ίδια θερμοκρασία, αφού δεν πρόλαβαν να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους πριν την επανασύνδεση) και της επιπεδότητας (δηλαδή η πυκνότητα του σύμπαντος να είναι κοντά στην κρίσιμη τιμή).
Επίσης, τότε κάποια ενέργεια από τα φωτόνια γίνεται εικονικά κουάρκ και υπερόνια, αλλά αυτά τα σωματίδια διασπώνται γρήγορα. Ένα σενάριο λέει ότι πριν την κοσμική διαστολή (πληθωρισμός), το σύμπαν ήταν ψυχρό και άδειο, και η πυκνή ενέργεια και η έντονη θερμότητα που συνδέονται με τα αρχικά στάδια του big bang, δημιουργήθηκαν μέσω της αλλαγής φάσης που σχετίζεται με το τέλος του πληθωρισμού.
Η φάση της διαστολής κράτησε πολύ λίγο και μετά από αυτή την περίοδο της εκθετικής διαστολής το σύμπαν μπορεί να περιγραφεί με τη παραδοσιακή φυσική.
Στο τέλος της εποχής του πληθωρισμού το σύμπαν έχει ένα πυκνό μίγμα από κουάρκ (ύλη), αντικουάρκ (αντιύλη) και γκλουόνια.
Ένα σενάριο που προτάθηκε από την κοσμολογία του πληθωρισμού λέει ότι, μετά από τον πληθωρισμό το σύμπαν επαναθερμαίνεται (reheating) γρήγορα σε μια θερμοκρασία, που είναι συγκρίσιμη με την ενεργειακή πυκνότητα που αποθηκεύεται στην αρχική συμμετρική προ-πληθωριστική φάση της ύλης. Αυτή η επαναθέρμανση εμφανίζεται λόγω της παραγωγής σωματιδίων από την ταλάντωση του πεδίου ινφλατον (inflaton). Επίσης, στο πληθωριστικό σενάριο όλη η ύλη από την οποία αποτελείται το σύμπαν δημιουργήθηκε από τη διαδικασία της επαναθέρμανσης.
10-32 sec <1027 C Η ηλεκτρασθενής εποχή: Κρατάει από 10-36 sec έως 10-32 sec. Η ισχυρή δύναμη παγώνει και μένουν ενωμένες μόνο η ηλεκτρική και η ασθενής. Υπάρχει μια ελαφριά υπεροχή της ύλης έναντι της αντι-ύλης. Αυτή η υπεροχή είναι 1:1.000.000.000 και είναι ικανοποιητική για να φτιαχτεί το ορατό σύμπαν. Η θερμοκρασία είναι πάρα πολύ υψηλή ακόμα οπότε τα κουάρκ είναι ακόμα ελεύθερα. Γι αυτό και στην μετα-πληθωριστική εποχή του σύμπαντος ο Κόσμος αποτελείται από μια ταραγμένη, καυτή σούπα ηλεκτρονίων, κουάρκ και άλλων σωματιδίων.
10-10 sec 1015 C Εποχή της βαρυογένεσης. Διαχωρίζεται η ασθενής από την ηλεκτρική δύναμη. Όλα τα αντι-κουάρκ εξαϋλώνονται από τα κουάρκ και μένει μόνο η ύλη, γιατί με την πτώση της θερμοκρασίας η ακτινοβολία δεν έχει πια την ενέργεια για να κάνει ζεύγη κουάρκ-αντικουάρκ. Οι συνθήκες του Sakharov εξηγούν γιατί έμεινε η ύλη και εξαφανίστηκε η αντιύλη. Τέλος, διασπώνται τα μποζόνια W και Z.
10-4 sec 1013 C Αρχίζει η εποχή των αδρονίων: Μια ταχύτητα ψύξη του Κόσμου επιτρέπει στα κουάρκ να φυλακιστούν για πάντα μέσα στα πρωτόνια και νετρόνια. Το σύμπαν είναι τώρα στο μέγεθος του ηλιακού συστήματος. 
1 sec 1010 C Τα νετρίνα δεν συμμετέχουν πια στις αλληλεπιδράσεις. Όλα τα ποζιτρόνια εξαϋλώνονται με τα ηλεκτρόνια και δεν ξαναδημιουργούνται. Μένουν μόνο τα ηλεκτρόνια (ύλη) που περίσσεψαν. Ο λόγος νετρονίων-πρωτονίων πέφτει από 50:50 σε 25:75. 
100 sec   Σχηματίζονται οι πρώτοι πυρήνες ηλίου
3 min 109 C Οι συνθήκες είναι όμοιες με αυτές του εσωτερικού των άστρων. Σχηματίζονται δευτέριο, λίθιο και ήλιο απορροφώντας τα νετρόνια που περίσσευαν. Όποια νετρόνια περισσεύουν διασπώνται. Ο λόγος νετρονίων-πρωτονίων πέφτει σε 13:87. Το σύμπαν αποτελείται τώρα από 75% πρωτόνια και 35% πυρήνες ηλίου. Είναι ακόμα πολύ καυτό το σύμπαν για να σχηματιστούν τα άτομα. Τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια εμποδίζουν το φως να λάμψει. Το σύμπαν είναι μια υπέρθερμη ομίχλη.
380.000 έτη 6.000 C Τα ηλεκτρόνια επιτέλους μπορούν να συνδεθούν με τα πρωτόνια ή τους άλλους πυρήνες φτιάχνοντας άτομα υδρογόνου, ηλίου και λιθίου. Το φως τώρα μπορεί τελικά να λάμψει γιατί κυκλοφορεί μέσα στο σύμπαν ελεύθερο χωρίς να σκεδάζεται συνεχώς.
1 δισ. έτη -255 C Σχηματισμός γαλαξιών. Η βαρύτητα αναγκάζει το αέριο του υδρογόνου και ηλίου να σχηματίσουν τεράστια νέφη που θα γίνουν γαλαξίες, ενώ τα μικρότερα τμήματα νέφους γίνονται τα πρώτα άστρα. Μέσα στα άστρα αρχίζουν να σχηματίζονται βαρύτεροι πυρήνες από τον άνθρακα έως τον σίδηρο. Τα ακόμα βαρύτερα στοιχεία σχηματίζονται μόνο στις υπερκαινοφανείς εκρήξεις.
13.7 δισ. έτη -270 C
ή 2.7 Κέλβιν
Σχηματίζονται σμήνη γαλαξιών κάτω από την επίδραση της βαρύτητας, ενώ τα πρώτα άστρα πεθαίνουν, και διασκορπίζονται βαριά στοιχεία στο διάστημα. Αυτά τελικά θα σχηματίσουν νέα άστρα και πλανήτες.

Τα φάσματα ένα τέλειο εργαλείο

Το 1814 αναπτύχθηκε η επιστήμη της φασματοσκοπίας από τον άγγλο φυσικό William Wollaston, που παρατήρησε ότι υπήρχαν διάφορες σκοτεινές γραμμές μέσα στο συνεχές φάσμα του ήλιου μας. Αυτές οι γραμμές κέντρισαν το ενδιαφέρον του γερμανού φυσικού Joseph von Fraunhofer, που σχεδίασε προσεκτικά τη θέση αυτών των γραμμών. Λίγο αργότερα, το 1850, ο  γερμανός φυσικός Gustav Kirchhoff καθώς και ο Robert Bunsen βελτίωσαν το φασματοσκόπιο. Έπειτα έμαθαν να θερμαίνουν μέχρι λευκοπυρώσεως διάφορα στοιχεία και να χρησιμοποιούν το φασματοσκόπιο ώστε να προσδιορίζουν τις αντίστοιχες γραμμές των στοιχείων στο ορατό τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος.

Το 1863 ο William Huggins, ένας ερασιτέχνης αστρονόμος είδε ένα κοντινό αστέρι μέσω της διόπτρας του των 8 ιντσών με ένα φασματοσκόπιο, που είχε προσκολλήσει στην διόπτρα του. Βρήκε κάτι που είχε αρχικά υποθέσει: τις ίδιες γραμμές του φάσματος που παρατηρήθηκαν και στον ήλιό μας. Εν τω μεταξύ, οι Kirchhoff και Bunsen είχαν ταξινομήσει με επιτυχία τις γραμμές του φάσματος πολλών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του υδρογόνου, του νατρίου και του μαγνησίου. Ο Huggins βρήκε κι αυτός τις ίδιες γραμμές του φάσματος στα απόμακρα αστέρια που είχε παρατηρήσει και είχε προβλέψει σωστά, ότι μερικά από τα ίδια στοιχεία που οι Kirchhoff και Bunsen είχαν καταχωρήσει προέρχονταν από αυτά τα ουράνια σώματα.

Ο αυστριακός Christian Doppler ανακάλυψε είκοσι χρόνια νωρίτερα ότι η συχνότητα ενός ηχητικού κύματος εξαρτιόταν από τη σχετική ταχύτητα της πηγής του ήχου. Καθώς δε ένας ήχος θα απομακρύνεται από έναν παρατηρητή ο ήχος αυτός θα γίνεται βαρύτερος (με μικρότερη συχνότητα). Επιπλέον εάν η πηγή δεν κινείται αλλά  κινείται ο παρατηρητής, θα υπάρχει μια αντίστοιχη αλλαγή στη συχνότητα του ήχου. Ο Doppler υπέθεσε ότι αυτή η ίδια μετατόπιση στα ηχητικά κύματα συμβαίνει και στα φωτεινά κύματα. Ο δε γάλλος φυσικός Armand Fizeau είχε αποδείξει το 1848 ότι όταν απομακρύνεται ένα άστρο από έναν παρατηρητή, οι γραμμές του στο ορατό φάσμα θα μετατοπίζονταν προς το ερυθρό άκρο. Αντιθέτως, όταν κινείται ένα αντικείμενο προς τον παρατηρητή, ο Fizeau διαπίστωσε ότι οι γραμμές στο φάσμα μετατοπίστηκαν προς το μπλε άκρο. Ο Huggins παρατήρησε μια μετατόπιση στις γραμμές του υδρογόνου του Σείριου προς το ερυθρό άκρο του φάσματος. Αυτή η μετατόπιση προς το ερυθρό έδειξε ότι το άστρο Σείριος απομακρυνόταν από μας. Μερικά χρόνια αργότερα ήταν σε θέση να υπολογίσει την ακτινωτή ταχύτητα του Σείριου μεταξύ 42 έως 58 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο.

Κατά τη διάρκεια του 1890 το παρατηρητήριο Lick στην Καλιφόρνια άρχισε να παρακολουθεί και να υπολογίζει την ακτινωτή ταχύτητα (που είναι στην πραγματικότητα η ταχύτητα με την οποία το άστρο φαίνεται να κινείται όταν παρατηρείται) πολλών άστρων, καθώς επίσης και τα αεριώδη και πλανητικά νεφελώματα. Οι αστρονόμοι στο Lick υπολόγισαν τις ταχύτητες 400 άστρων συμπεριλαμβανομένης και της ακτινικής ταχύτητας τους όπως και της πραγματικής ταχύτητάς τους. Το 1910 ο Vesto Slipher μέτρησε ότι η ταχύτητα του νεφελώματος Ανδρομέδα ήταν 300 km/sec, τριάντα φορές μεγαλύτερη από όσο προηγουμένως είχε παρατηρηθεί. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Slipher επιβεβαιώνει τις ακτινικές ταχύτητες 14 σπειροειδών νεφελωμάτων, με τη συντριπτική πλειοψηφία τους να μετατοπίζεται προς το ερυθρό άκρο του φάσματος. Οι παρατηρήσεις του Slipper έδειξαν ότι η πλειοψηφία των σπειρών που μέτρησε απομακρυνόταν από μας.

Ο νόμος του Hubble

Περίπου το 1913 αρκετοί αστρονόμοι, μεταξύ τους και ο Edwin Hubble, χρησιμοποίησαν μεταβλητά άστρα γνωστά ως Κηφείδες (αστέρια που η ένταση τους κυμαίνεται) για να μετρήσει τη σχέση περιόδου – φωτεινότητάς τους. Με αυτό θα εύρισκε με ακρίβεια την απόσταση οποιουδήποτε Κηφείδη στην γειτονιά μας. Ο Hubble έγινε ο πρώτος αστρονόμος που μπόρεσε να ανακαλύψει έναν ανεξάρτητο γαλαξία έξω από τα όρια του δικού μας Γαλαξία. Ο Hubble υπολόγισε ότι η απόσταση του γαλαξία Ανδρομέδα από μας ήταν 900.000 έτη φωτός, μεγαλύτερη από το υπολογισμένο μέγεθος του Γαλαξία μας.

Χρησιμοποιώντας τις μετρήσεις της ακτινικής ταχύτητας του Slipher μαζί με τους υπολογισμούς του Hubble άρχισε να παρατηρεί έναν συσχετισμό μεταξύ της απόστασης αυτών των γαλαξιών και των ακτινικών ταχυτήτων τους. Η απόδειξη ήταν αποφασιστικής σημασίας: όσο πιο μακριά ήταν ένας γαλαξίας σχετικά με τη γη, τόσο μεγαλύτερη ήταν και η ταχύτητα αυτού του γαλαξία. Ο Hubble είχε την αδιάψευστη απόδειξη ότι το σύμπαν επεκτεινόταν. Μέχρι το 1936 ο Hubble είχε λάβει αποδεικτικά στοιχεία από γαλαξίες πάνω από 100 εκατομμύρια έτη φωτός μακριά. Οι ερυθρές μετατοπίσεις σε αυτήν την απόσταση ήταν τόσο μεγάλες που οι φασματικές γραμμές είχαν αλλάξει το χρώμα τους.

Κοσμολογικά μοντέλα

Καθώς οι αστρονόμοι συνέλεγαν στοιχεία για το Σύμπαν βασισμένα στις παρατηρήσεις τους, οι θεωρητικοί ήταν απασχολημένοι με μοντέλα που προσπαθούσαν να εξηγήσουν τον Κόσμο. Εξοπλισμένος με τη θεωρία της σχετικότητας ο Αϊνστάιν ήταν ένας από τους πρώτους που προσπαθούσε να βρει μια εξήγηση του φυσικού κόσμου. Ο Αϊνστάιν πίστευε σε ένα σύμπαν στατικό, ομοιόμορφο, με ισοτροπική κατανομή της ύλης. Οι εξισώσεις του εντούτοις έδειχναν ότι το σύμπαν δεν ήταν σταθερό, αλλά είχε τη δυνατότητα είτε να διαστέλλεται είτε να συστέλλεται. Ήταν όμως σίγουρος ότι το σύμπαν ήταν σταθερό. Έτσι, αναγκάστηκε να τροποποιήσει την αρχική εξίσωσή του. Πρόσθεσε σε αυτήν ένα όρο, την κοσμολογική σταθερά Λ, που δημιούργησε ένα σφαιρικό, τεσσάρων διαστάσεων κλειστό σύμπαν.

Την ίδια εποχή ο ολλανδός αστρονόμος Willem de Sitter χρησιμοποίησε τη γενική θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν  για να αναπτύξει το μοντέλο του σύμπαντος. Το μοντέλο του ήταν μοναδικό δεδομένου ότι δεν έλαβε υπόψη του την ύπαρξη της ύλης στον Κόσμο. Πάντως ξεπέρασε το μοντέλο του Αϊνστάιν δεδομένου ότι πρόβλεπε την ερυθρή μετατόπιση – δηλαδή την διαστολή του σύμπαντος – ακόμα κι αν ο de Sitter αισθανόταν ότι αυτό ήταν μια πλάνη, και δεν υποχωρούσαν τα ουράνια αντικείμενα. Η ακαδημαϊκή κοινότητα του 1930 δεν αγκάλιασε πλήρως κανένα μοντέλο του σύμπαντος.

Τότε ο γραμματέας της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας στην Αγγλία ενημερώθηκε ότι πριν τρία χρόνια, ο Georges Lemaître, ένας από τους σπουδαστές του είχε γράψει μια κοσμολογική θεωρία, ανεξάρτητα από τις δύο προηγούμενες σημαντικές εργασίες. Ο Lemaître δημιούργησε μια κοσμολογία που πρόβλεπε έναν Κόσμο που ήταν για πάντα σε μια κατάσταση διαστολής. Όταν αυτή η θεωρία αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Monthly Notices, έφερε στο προσκήνιο μια άλλη παρόμοια θεωρία που επινοήθηκε δέκα χρόνια νωρίτερα. Ο Aleksander Friedmann, ένας ρώσος μαθηματικός, ανέλυσε την κοσμολογική σταθερά του Αϊνστάιν που παρήγαγε ένα στατικό σύμπαν. Ο Friedmann απέδειξε ότι υπάρχουν τρεις δυνατότητες για το σύμπαν όταν η κοσμολογική σταθερά Λ είναι μηδέν. Εάν η ύλη στο σύμπαν είναι μεγαλύτερο από την κρίσιμη πυκνότητα, το σύμπαν θα κατέρρεε τελικά σε ένα σημείο. Εάν η ύλη ήταν μικρότερη από την κρίσιμη πυκνότητα το σύμπαν θα επεκτεινόταν για πάντα. Εάν το σύμπαν ήταν επίπεδο με μια κοσμολογική σταθερά μηδέν και η πυκνότητά του ίση με την κρίσιμη πυκνότητα, το σύμπαν θα επεκτεινόταν πάλι για πάντα.

Και οι λύσεις του Lemaître και του Friedmann αναλύθηκαν από τον Αϊνστάιν και συνοπτικά απορρίφθηκαν. Αλλά η απόρριψη αυτών των λύσεων κράτησε μέχρι το 1932 που ο Hubble απέδειξε ότι οι γαλαξίες υποχωρούσαν στην πραγματικότητα, έτσι ο Αϊνστάιν αναγκάστηκε να απορρίψει το στατικό μοντέλο του σύμπαντος του. Η παρατηρητική απόδειξη ότι το σύμπαν επεκτεινόταν συνδυασμένη με τα μοντέλα Friedmann και Lemaître, που πρόβλεπαν ένα διαστελλόμενο σύμπαν, ενοποίησε με επιτυχία τους θεωρητικούς κοσμολόγους και τους αστρονόμους. Το μόνο ζήτημα που παρέμενε ήταν ότι εάν το σύμπαν επεκτείνεται, ποιά μπορούσε να ήταν η αρχική προέλευση αυτού του διαστελλόμενου σύμπαντος;

Ο Lemaître χρησιμοποίησε το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής ως αφετηρία του. Με βάση την υπόθεση ότι η διαστολή του σύμπαντος ήταν μια αύξηση στην αναταραχή ενός συστήματος, που προέρχεται από μια ιδιομορφία των νετρονίων, τότε αυτός ο αρχέγονος πυρήνας θα εκρηγνυόταν με αποτέλεσμα μια προφανή αύξηση στην εντροπία του σύμπαντος. Στις 9 Μαΐου  του 1931, ο Lemaître δημοσίευσε τη θεωρία του για το σύμπαν στο περιοδικό Nature και αντιμετώπισε το γενικό σκεπτικισμό.

Ο Lemaître διατύπωσε το μοντέλο του βασισμένο στην άποψη ότι ένας μοναδικός γιγάντιος πυρήνας άρχισε να αυξάνει την εντροπία του, σπάζοντας σε μικρά θραύσματα. Πίστευε ότι αυτός ο αρχέγονος πυρήνας μπορούσε να υπήρχε ανέκαθεν, πριν καν υπάρξει κάποια ρήξη της ισορροπίας του, εξ αιτίας της οποίας ο αρχέγονος πυρήνας διασπάστηκε, και με τα συστατικά του να εκτοξεύονται παντού. Η στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης.

Ο George Gamow ανέπτυξε την εργασία του Lemaître, χρησιμοποιώντας τις πρόσφατες ανακαλύψεις στην κβαντική θεωρία. Έτσι, θεώρησε ομοίως ότι  αφετηρία του σύμπαντος ένας ένας πυρήνας που περιείχε όχι μόνο νετρόνια, αλλά και πρωτόνια και ηλεκτρόνια. Λόγω της μεγάλης ακτινοβολίας στο πρώιμο σύμπαν, η θερμοκρασία θα ήταν παραπάνω από ένα δισεκατομμύριο βαθμούς Kelvin. Αυτό το σύμπαν σε ηλικία πέντε λεπτών, πίστευε ο Gamow, θα είχε σωματίδια που δεν θα μπορούσαν να συνδυαστούν. Αλλά καθώς άρχισε η διαστολή του τότε σύμπαντος οι θερμοκρασίες μειώθηκαν και έτσι θα μπορούσε να γίνει πυρηνική σύντηξη. Τότε θα σχηματίζονταν και τα άτομα καθώς τα πρωτόνια και τα νετρόνια θα συνδέονταν το ένα με το άλλο. Ο Gamow έπειτα υπέθεσε ότι όλα τα στοιχεία στο σύμπαν δημιουργήθηκαν αυτή τη στιγμή. Μια χρονιά εντούτοις αργότερα, αποδείχθηκε ότι οι μαθηματικοί υπολογισμοί του Gamow ενώ ήταν σωστοί για πυρήνες με 1,2,3,4 και νουκλεόνια, δεν ήταν σωστοί για πυρήνα με ατομική μάζα 5 (5 νουκλεόνια). Δηλαδή  δεν θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί από αυτούς τους αρχικούς πυρήνες όσο αυτός με μάζα 8.  Επομένως η διαδρομή για το σχηματισμό βαρύτερων πυρήνων εμποδιζόταν.

Αν και αποδείχθηκε ότι όλα τα στοιχεία στο σύμπαν δεν έχουν προέλθει από την αρχέγονη βολίδα, η θεωρία αυτή κέρδισε την αποδοχή έως ότου ήρθε η αντίπαλος κοσμολογία γνωστή ως θεωρία της σταθερής κατάστασης. Ο Fred Hoyle (που έπλασε κοροϊδευτικά τον όρο Big Bang ή Μεγάλη Έκρηξη) και οι συνάδελφοί του κατασκεύασαν ένα μοντέλο του σύμπαντος που έγινε ευρύτατα αποδεκτό κυρίως για θρησκευτικούς λόγους, κι όχι για την επιστημονική επάρκεια του. Ο Hoyle πρότεινε ότι το σύμπαν είναι απείρως παλαιό και έχει παραμείνει σε μια σταθερή κατάσταση εκτός από το ότι το σύμπαν πράγματι επεκτεινόταν. Όμως, οι γαλαξίες δεν υποχωρούν μεταξύ τους αλλά δημιουργείται συνεχώς μεταξύ των γαλαξιών χώρος. Για να παραμένει σταθερή η μέση πυκνότητα ο Hoyle πρότεινε ότι έπρεπε να δημιουργείται ύλη σε αυτές τις νέες περιοχές, όπου διαστελλόταν το διάστημα. Οι υπολογισμοί του έδειχναν ότι έπρεπε να δημιουργείται κάθε έτος μόνο ένα άτομο υδρογόνου, σε μια περιοχή στο μέγεθος ενός κύβου 100 μέτρων για να υπάρχει πράγματι διαστολή. Αυτή η αυθόρμητη γενιά της ύλης υποστήριζε ο Hoyle  ότι θα επέτρεπε το σχηματισμό νέων γαλαξιών μεταξύ των αρχαίων και το σύμπαν θα διατηρούσε τη σταθερή κατάσταση του. Υποστήριζε μάλιστα ότι οι αστρονόμοι θα ήταν σε θέση να ανιχνεύσουν νέους γαλαξίες στο μέσον πολύ παλαιών γαλαξιών. Αυτό το ζήτημα ήταν μία από τις πολλές ασυνέπειες που βρέθηκαν στη θεωρία της σταθερής κατάστασης. Στη δεκαετία του ’50 οι θεωρητικοί της σταθερής κατάστασης δέχτηκαν ένα βαρύ χτύπημα όταν ανακαλύφθηκαν ραδιογαλαξίες δείχνοντας ότι, σύμφωνα με την κοσμολογίας της Μεγάλης Έκρηξης, οι γαλαξίες εξελίσσονται και ήταν πολύ ενεργοί δισεκατομμύρια χρόνια πριν.

Η ανακάλυψη της Κοσμικής Ακτινοβολίας Μικροκυμάτων

Τελικά τα εμπειρικά δεδομένα που είχαν προβλέψει οι κοσμολόγοι του Big Bang παρατηρήθηκαν το 1965 από τους φυσικούς των εργαστηρίων Bell Arno Penzias και Robert Wilson. Ο Robert Dicke του πανεπιστημίου Princeton ήταν ο πρώτος που έψαχνε στον ουρανό για την εναπομείνουσα ακτινοβολία της Μεγάλής Έκρηξης. Ο Dicke μάλιστα πρότεινε ότι η Μεγάλη Έκρηξη προήλθε από ένα προηγούμενο σύμπαν και ότι ήταν απαραίτητη μια θερμοκρασία πάνω από ένα δισεκατομμύριο βαθμούς για να δημιουργήσει το νέο σύμπαν μας. Αυτή η ενέργεια στη συνέχεια θα παρήγαγε ένα απειροελάχιστο ποσό ακτινοβολίας που πρέπει να είναι μετρήσιμη σήμερα, με βάση το νόμο του Planck ότι όλα τα σώματα εκπέμπουν ενέργεια που μπορεί να τεκμηριωθεί με ένα διάγραμμα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Ανάλογα με το μήκος του κύματος μπορούν να βρεθούν οπουδήποτε από την περιοχή των ακτίνων Χ έως τα ραδιοκύματα. Μια εκπομπή ακτινοβολίας από ένα σώμα εξαρτάται από τα συστατικά στοιχεία του σώματος, την επιφάνεια του σώματος και τη θερμοκρασία της επιφάνειας του. Το σώμα που εκπέμπει το μέγιστο ποσό ενέργειας λέγεται μέλαν σώμα. Με την χρήση της καμπύλης Planck του μέλανος σώματος ως οδηγό ο Dicke υπολόγισε ότι η κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου της Μεγάλης Έκρηξης πρέπει να είναι περίπου 3 Kelvin πάνω από το απόλυτο μηδέν.

Ο συνάδελφος Jim Peebles του Dicke, επίσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όταν το κατάλοιπο της Πύρινης Βολίδας ψύχθηκε στους 3000° Kelvin θα ήταν σε θέση να σχηματιστούν πυρήνες καθώς και πυρήνες ηλίου από το υδρογόνο. Έτσι, το σύμπαν έμεινε με ένα μίγμα υδρογόνου – περίπου 75% – και ηλίου – κατά 25%, που μοιάζει με την ποσότητα του ηλίου που βρέθηκε στον ήλιο μας. Ο Peebles κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αφού τα δύο αφθονότερα στοιχεία στον Κόσμο δημιουργήθηκαν όταν ήταν το σύμπαν είχε θερμοκρασία 3000° Κ και από τότε το σύμπαν έχει επεκταθεί κατά έναν παράγοντα 1000, άρα η ακτινοβολία που έμεινε από το Big Bang πρέπει να έχει μια θερμοκρασία περίπου 10° Κ. Αργότερα, νέοι και καλύτεροι υπολογισμοί αυτών των εξισώσεων έδωσαν μια θερμοκρασία 3° Κ. Οι Dicke και Peebles ήταν βέβαιοι ότι υπήρχαν κατάλληλα όργανα που θα ήταν τα πρώτα που θα ανίχνευαν αυτήν την Κοσμική Ακτινοβολία Υποβάθρου. 

Την εποχή εκείνη οι φυσικοί Penzias και Wilson ασχολούνταν με την μέτρηση της ακτινοβολίας από το Γαλαξία μας. Δούλευαν σε μια στενή περιοχή του ουρανού όταν άκουσαν έναν θόρυβο που παρεμπόδιζε το σήμα τους. Αυτός ο θόρυβος προερχόταν από την Κοσμική Ακτινοβολία και είχε μια θερμοκρασία 3° K. Φαινόταν να προέρχεται από όλες τις κατευθύνσεις και δεν αυξομειωνόταν ποτέ. Βλέποντας ότι η αρχική έρευνά τους αλλοιώθηκε λόγω του ανεξήγητου θορύβου, παραιτήθηκαν από την συγγραφή μιας εργασίας για αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο. Μήνες αργότερα ο Penzia ανακάλυψε πως η ομάδα του Peebles έψαχνε για αυτήν την ακτινοβολία λείψανο του Big Bang χωρίς επιτυχία. Εξετάζοντας ξανά το θόρυβο που έπιαναν με τις ραδιοκεραίες τους συνειδητοποίησαν οι Penzia και Wilson ότι είχαν σκοντάψει πάνω στην πιο σημαντική ανακάλυψη, που επιβεβαίωσε την αρχέγονη Μεγάλη Έκρηξη

Οι θεωρητικοί του Big Bang έκαναν αρκετές προβλέψεις που υποστήριζαν τελικά αυτή τη θεωρία. Η πρώτη είναι η παρατήρηση του Hubble για τη σχέση της απόστασης με τη μετατόπιση προς το ερυθρό άκρο του φάσματος. Αυτή η σχέση μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε την ηλικία του σύμπαντος με τη βοήθεια τριών χωριστών ουρανίων σωμάτων που όλα τους φθάνουν στο ίδιο σχετικό αποτέλεσμα. Ο Hubble χρησιμοποίησε μεταβλητής έντασης άστρα, που είναι γνωστά ως “τυποποιημένα κεριά”, για να φτιάξει μια κοσμική κλίμακα αποστάσεων. Γνωρίζοντας την απόσταση αυτών των ουράνιων αντικειμένων θα ήταν σε θέση να κατασκευάσει ένα διάγραμμα για την ηλικία του σύμπαντος. Αυτά τα τυποποιημένα κεριά είναι οι Κηφείδες μια σπάνια κλάση μεταβλητών άστρων στους γειτονικούς μας γαλαξίες, που η φωτεινότητά τους αυξάνεται και εξασθενίζει με ένα κανονικό ρυθμό, ο οποίος εξαρτάται από την πραγματική φωτεινότητα του αστεριού. Οι αστρονόμοι λοιπόν παρατηρούν ένα αμυδρό αστέρι της κλάσης των Κηφειδών σε έναν απόμακρο γαλαξία. Συγκρίνοντας ύστερα τη φωτεινότητα του αστεριού που βλέπουν με την πραγματική φωτεινότητα που υπολογίζουν, με την βοήθεια του ρυθμού που αυξομειώνεται το φως του, είναι δυνατό να υπολογιστεί η απόστασή του.

Κεντρικά σημεία στο ζήτημα της ηλικίας του σύμπαντος είναι δύο σημαντικοί θεωρητικοί όροι. Η σταθερά του Hubble που αναφέρεται στο πόσο γρήγορα αυξάνονται οι ταχύτητες των γαλαξιών ανάλογα με την απόστασή τους από τη Γη. Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση σχετικά με την τιμή αυτής της σταθεράς, που αρχίζει από την τιμή των 50 Km/sec/Mpc (1 Mpc είναι περίπου 3 εκατομμύρια έτη φωτός) έως τα 100 Km/sec/Mpc. Η διαφορά αυτή στην τιμή εξηγεί και τη διαφορά στην εκτίμηση για την ηλικία του σύμπαντος κατά ± 5 δισεκατομμύρια.

Η άλλη σπουδαία σταθερά είναι γνωστή ως q, που καθορίζει την επιβράδυνση της διαστολής του σύμπαντος. Ανάλογα με την κρίσιμη πυκνότητα του σύμπαντος από την οποία εξαρτάται αυτή η σταθερά q, το σύμπαν θα αποδειχθεί είτε ότι θα διαστέλλεται συνεχώς σαν ένα επίπεδο και ανοικτά μοντέλο, είτε θα είναι ένα ταλαντούμενο κλειστό σύμπαν, που θα δοκιμάζει εναλλάξ μια Μεγάλη Σύνθλιψη και μια Μεγάλη Έκρηξη (με τη Μεγάλη Σύνθλιψη θα συμπυκνωθεί τελικά σε μια ιδιομορφία και μετά θα αρχίσει τη διαδικασία της Μεγάλης Έκρηξης. Ο διάδοχος του Hubble Allan Sandage πρόβλεψε ένα κλειστό σύμπαν όταν αυτός σχεδίασε διάφορους ραδιογαλαξίες πολλά δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά. Τα στοιχεία για αυτό το κλειστό σύμπαν μερικά χρόνια αργότερα κατέπεσαν και έτσι το μοντέλο του κλειστού σύμπαντος τελικά έφυγε από το προσκήνιο. Έως σήμερα η σταθερά του Hubble και η σταθερά q παραμένουν τα δύο σημαντικότερα αναπάντητα προβλήματα στη σύγχρονη κοσμολογία.

Οι αστρονομικές παρατηρήσεις έχουν υποστηρίξει, επίσης, τις προβλέψεις των θεωρητικών ότι ορισμένα στοιχεία θα μπορούσαν να έχουν δημιουργηθεί μόνο λίγες στιγμές μετά από τη Μεγάλη Έκρηξη. Με βάση τη σχέση μεταξύ της ποσότητας του ηλίου στο σύμπαν και του αριθμού των διαφορετικών τύπων οικογενειών των σωματιδίων (ηλεκτρόνια, μιόνια, ταυ) οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ένα νετρίνο για κάθε οικογένεια σωματιδίων. Εξ αιτίας της σημερινής πυκνότητας της ενέργειας του σύμπαντος θα υπάρχει και μια αντίστοιχη ποσότητα ηλίου, που θα έχει παραχθεί. Αυτή στη συνέχεια θα δημιουργήσει και τους διαφορετικούς τύπους των νετρίνων. Όταν είδαμε ότι η προβλεφθείσα ποσότητα των νετρίνων αντιστοιχούσε σε αυτό που παρατηρήθηκε, είχαμε μια άλλη σημαντική νίκη για την κοσμολογία του Big Bang.

Ο Δορυφόρος COBE

Μετά από την ανακάλυψη της Κοσμικής Ακτινοβολίας Υποβάθρου το 1965 οι επιστήμονες ήταν πρόθυμοι να επεκτείνουν την έρευνά τους στο εξωτερικό διάστημα με τη βοήθεια ενός δορυφόρου σε τροχιά γύρω από τη Γη. Από το διάστημα τελικά μας δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσουμε αυτό το φαινόμενο στα τέλη του 1989 με τον Κοσμικό Εξερευνητή Υποβάθρου (COBE). Ο δορυφόρος COBE έκανε τρία ξεχωριστά πειράματα με τα όργανα του. Το πρώτο όργανο γνωστό ως FIRAS, ήταν ένα φασματόμετρο για τις υπέρυθρες ακτίνες του ακραίου ορίου του φάσματος. Και δημιουργήθηκε με σκοπό να επιβεβαιώσει την έρευνα που είχε αναπτυχθεί μέχρι τότε, ότι η ακτινοβολία υποβάθρου πράγματι είχε το φάσμα ενός μέλανος σώματος.

Το επόμενο ζήτημα που προσπαθήθηκε να απαντήσει το COBE ήταν το εξής: έχει η ακτινοβολία υποβάθρου την ίδια θερμοκρασία σε όλες τις κατευθύνσεις; Η θεωρία του Big Bang δηλώνει ότι προκειμένου να υπάρχει μια συμπύκνωση της μάζας και έτσι να σχηματιστούν οι γαλαξίες, θα πρέπει να υπάρχει μια ανομοιογένεια που να έμεινε από την εποχή της Μεγάλης Έκρηξης, και που θα είναι ανιχνεύσιμη. Το Διαφορικό Ραδιόμετρο Μικροκυμάτων (DMR) σχεδιάστηκε να ανιχνεύσει τις διακυμάνσεις της ανισοτροπίας σε μια κλίμακα 30 εκατομμυριοστών της μιας μοίρας. Η θεωρία του πληθωρισμού πρόβλεπε τέτοιες διακυμάνσεις και οι κβαντικές διαδικασίες κατά τη διάρκεια εκείνων των αρχέγονων σταδίων της Μεγάλης Έκρηξης (όταν το σύμπαν ήταν στο μέγεθος ενός πρωτονίου), επέτρεψαν στα νέφη της ύλης να συμπυκνωθούν στους γαλαξίες. Η μοίρα της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης εξαρτιόταν βασικά από τις μετρήσεις του DMR, που μπορούσε να συγκρίνει την εισερχόμενη Μικροκυματική Ακτινοβολία από δύο διαφορετικές διευθύνσεις και να αναζητά διαφορές στο κυρίαρχο μήκος κύματος. Τέτοιες διαφορές θα υποδείκνυαν διαφορές στην πυκνότητα στο αρχέγονο σύμπαν και οι υψηλής πυκνότητας περιοχές θα είχαν προκαλέσει τη δημιουργία των σημερινών γαλαξιών. Σε επίπεδο ανάλυσης 1/3.000 και 1/10.000 δεν είχε παρουσιαστεί κανένα ίχνος διακύμανσης, αλλά τέλη του 1991 παρουσιάστηκαν διακυμάνσεις σε επίπεδο ανάλυσης 1/100.000. Με άλλα λόγια, το κυρίαρχο μήκος κύματος της Μικροκυματικής Ακτινοβολίας Υποβάθρου μεταβαλλόταν κατά 0.001% ανάλογα με τη διεύθυνση που ήταν στραμμένος ο δορυφόρος.

Το τρίτο πείραμα ήταν το γνωστό ως Πείραμα του Διάχυτου Υπέρυθρου Υποβάθρου ή DIRBE. Είχε ως σκοπό να εξετάσει τις απώτατες γωνίες του σύμπαντος στις υπέρυθρες ακτίνες, 15 δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά από τη Γη, και να συσσωρεύσει στοιχεία όσον αφορά το υπέρυθρο φως αυτών των αρχέγονων γαλαξιών. Το όργανο DIRBE μπόρεσε να συσσωρεύσει πολλά δεδομένα που τελικά επιβεβαίωσαν πολλές θεωρίες της κοσμολογίας του Big Bang. Έτσι, λίγο μετά αφότου το COBE τοποθετήθηκε σε τροχιά ήρθε εκείνο το συναρπαστικό στοιχείο που ανέμενε ανυπόμονα για καιρό η επιστημονική κοινότητα. Η Μικροκυματική Ακτινοβολία Υποβάθρου ταίριαζε με την καμπύλη του μέλανος σώματος με μία απόκλιση 1%. Εξήντα επτά ξεχωριστά σημεία της συχνότητας που λήφθηκαν από το COBE ταίριαζαν τέλεια με το θεωρητικό φάσμα του μέλανος σώματος. Η παρατήρηση είχε επιβεβαιώσει ακριβώς την κοσμολογία του Big Bang η οποία το είχε προβλέψει πολύ καιρό πριν. Αυτή η ανακάλυψη αποδείχθηκε το εύκολο μέρος του πειράματος.

Ο George Smoot και οι συνάδελφοί του επίσης από το Μπέρκλευ πέρασαν τρία σκληρά χρόνια για να ταξινομήσουν τα δισεκατομμύρια μέρη των στοιχείων που παρείχε το όργανο DMR. Η ανακοίνωσή του στις 23 Απριλίου του 1992 στην ετήσια συνεδρίαση της Αμερικανικής Ένωσης Φυσικών στην Ουάσιγκτον, το είπε καλύτερα: Η αγγλική γλώσσα δεν έχει αρκετά υπερθετικά για να μεταβιβάσει την ιστορία των αποτελεσμάτων, που έχουμε παρατηρήσει. Βρήκαμε απολιθώματα 15 δισεκατομμυρίων ετών που δημιουργήθηκαν στη γέννηση του σύμπαντος. Το πείραμα, όπως είπε και ο Smoot, έδειξε ότι η Μεγάλη Έκρηξη ήταν ζωντανή και πολύ-πολύ υγιής.

Αν και οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας στο μικροκυματικό υπόβαθρο ήταν μικρότερες από τριάντα εκατομμυριοστά του ενός βαθμού, αυτά τα πεδία της διακύμανσης της θερμοκρασίας και της πυκνότητας ήταν πλάτους περισσότερο από 500 εκατομμύρια έτη φωτός. Αυτοί οι μικροσκοπικοί συνδυασμοί που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Έκρηξης ήταν η ίδια η πυκνότητα που χρειαζόταν προκειμένου να δημιουργηθούν οι γαλαξίες και ακολούθως η ίδια η ζωή η ίδια.

Επιτέλους, η απόδειξη του μοντέλου της Μεγάλης Έκρηξης είχε τελειώσει. Γενιές φυσικών, αστρονόμων και κοσμολόγων – Αϊνστάιν, Λεμέτρ, Χάμπλ, Γκάμοφ, Άλφερ, Μπάαντε, Πενζίας, Ουίλσον, Σμούτ και πολλοί άλλοι – είχαν καταφέρει να αντιμετωπίσουν το έσχατο ερώτημα περί δημιουργίας του Κόσμου. Ήταν πια ξεκάθαρο πως το σύμπαν ήταν διαστελλόμενο, δυναμικό και εξελισσόμενο για πάνω από 13 δισεκατομμύρια χρόνια.  Η αλλαγή από ένα σύμπαν αιώνιο και αμετάβλητο στο σύμπαν της Μεγάλης Έκρηξης είχε ολοκληρωθεί.

Το Φεβρουάριο του 2003 ο δορυφόρος WMAP (διάδοχος του COBE που φτιάχτηκε για να μετρήσει την Κοσμική Ακτινοβολία Υποβάθρου με 35 φορές καλύτερη ανάλυση) έφτιαξε μια ακόμα πιο λεπτομερή εικόνα της Κοσμικής Ακτινοβολίας Υποβάθρου (CMB), την ακτινοβολία που εκπέμφθηκε από το σύμπαν όταν είχαν περάσει 380.000 χρόνια από το Big Bang. Η ακτινοβολία αυτή που θεωρείται το αρχαιότερο φως στον Κόσμο, διέρρευσε από το νεογέννητο σύμπαν όταν αυτό ήταν ακόμα μια πυρακτωμένη σφαίρα πλάσματος.

Πολύ πριν να υπάρξουν αστέρια και γαλαξίες, το σύμπαν αποτελούνταν από ένα καυτό, λαμπρό πλάσμα που αναταρασσόταν κάτω από τις ανταγωνιστικές επιδράσεις της βαρύτητας και της ακτινοβολίας. Τα καυτά σημεία στην Κοσμική Ακτινοβολία Υποβάθρου είναι οι εικόνες του συμπιεσμένου, πυκνού πλάσματος σε ένα σύμπαν που συνεχώς ψύχεται, ενώ τα ψυχρά σημεία του χάρτη είναι η υπογραφή των απόκρυφων, εσωτερικών, περιοχών του αερίου.

Ακριβώς όπως ο τόνος ενός κουδουνιού εξαρτάται από τη μορφή του και το υλικό από το οποίο αποτελείται, έτσι συμβαίνει και με τον ‘ήχο’ του αρχικού σύμπαντος — η αναλογία των υλικών του και τα μεγέθη των καυτών και ψυχρών σημείων στην CMB — που εξαρτάται από τη σύνθεση του σύμπαντος και τη μορφή του. Ο δορυφόρος WMAP επέτρεψε τελικά στους επιστήμονες να ακούσουν αυτή την ουράνια μουσική και να υπολογίσουν από τι αποτελείται ο Κόσμος μας.

Αναλύοντας τα δεδομένα του WMAP, οι ερευνητές συμπέραναν ότι το σύμπαν αποτελείται μόνο 4% από τη συνηθισμένη ύλη. Το 23% είναι η αόρατη σκοτεινή ύλη, που οι αστροφυσικοί θεωρούν ότι είναι φτιαγμένη, μέχρι σήμερα, από άγνωστα σωματίδια. Το υπόλοιπο, 73%, είναι η περίφημη σκοτεινή ενέργεια.

Το WMAP ανακάλυψε, επίσης, και άλλες βασικές ιδιότητες του Σύμπαντος, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας του (13,7 δισεκατομμύρια έτη), του ρυθμού διαστολής και της πυκνότητας.

Μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις που αποκαλύφθηκαν από τα στοιχεία του WMAP, είναι ότι η πρώτη γενεά των άστρων άρχισε να λάμπει στον Κόσμο μόνο 200 εκατομμύρια χρόνια μετά από το Μεγάλη Έκρηξη, πολύ νωρίτερα από όσο ανέμεναν πολλοί επιστήμονες. Για να υπολογίσει ακριβώς πότε άρχισε ο σχηματισμός των άστρων, η ομάδα του WMAP δεν είδε κατευθείαν το φως των πρώτων άστρων αλλά μέτρησε τις απίστευτα λεπτές παραλλαγές στην πόλωση της μικροκυματικής ακτινοβολίας υποβάθρου.

Ο ρυθμός διαστολής του σύμπαντος (η σταθερά Hubble) βρέθηκε ότι είναι: Ho= 71 km/sec/Mpc (μ’ ένα περιθώριο λάθους περίπου 5%). Για να ταιριάξει δε η θεωρία με τα δεδομένα δεχόμαστε την παντοτινή διαστολή του σύμπαντος.

Το σύμπαν τελικά, σύμφωνα με τα δεδομένα του WMAP, είναι επίπεδο ενώ η βαρυονική πυκνότητα είναι = 0.044 ± 0.004, η πυκνότητα της σκοτεινής ύλης = 0.23 ± 0.04, και η εναπομένουσα πυκνότητα 0.73 ± 0.04 περιγράφεται σαν η “σκοτεινή ενέργεια του κενού”.

Η ποσότητα της σκοτεινής ύλης και της ενέργειας στο Σύμπαν φαίνεται ότι παίζει κρίσιμο ρόλο στον καθορισμό της γεωμετρίας του Χώρου. Γιατί:

1. Αν η συνολική πυκνότητα της ύλης και της ενέργειας στο Σύμπαν ρ < ρο , (όπου ρο η κρίσιμος πυκνότητα) τότε ο χώρος είναι ανοικτός και με αρνητική καμπυλότητα όπως η επιφάνεια ενός σαμαριού.

2. Αν η πυκνότητα είναι ρ > ρο  (όπου ρο η κρίσιμος πυκνότητα) μεγαλύτερη από την κρίσιμη πυκνότητα, τότε ο χώρος είναι κλειστός και θετικά καμπυλωμένος όπως η επιφάνεια μιας σφαίρας. Στην τελευταία περίπτωση, οι τροχιές του φωτός διίστανται και τελικά ενώνονται πάλι σε ένα σημείο.

3. Τέλος, αν η πυκνότητα είναι ακριβώς ίση με την κρίσιμη πυκνότητα ρ = ρο, τότε ο χώρος είναι επίπεδος όπως ένα φύλλο χαρτί. Αυτό το σενάριο επιβεβαίωσε και ο δορυφόρος WMAP.

Η θεωρία του πληθωρισμού, η προέκταση της θεωρίας του Big Bang, προβλέπει ότι η πυκνότητα του σύμπαντος πρέπει να είναι  πολύ κοντά στην κρίσιμη πυκνότητα, παράγοντας έτσι ένα επίπεδο σύμπαν.

Η εξέλιξη και το σχήμα του σύμπαντος

Αν λύσουμε τις εξισώσεις πεδίου του Αϊνστάιν, με τη βοήθεια και της μετρικής του διαστελλόμενου χώρου, βρίσκουμε ότι η μελλοντική εξέλιξη του Σύμπαντος εξαρτάται από το συνολικό ποσό της ύλης και της ενέργειας που περιέχει. Στην πιο απλή μορφή αυτών των λύσεων, (χωρίς να υπολογίσουμε την κοσμολογική σταθερά Λ), υπάρχουν οι εξής δυνατές περιπτώσεις μεταξύ ύλης και γεωμετρίας:

1. Αν το σύμπαν περιέχει μικρή ποσότητα ύλης τότε θα διαστέλλεται συνεχώς γιατί η βαρύτητα δεν μπορεί να το συγκρατήσει (είναι η περίπτωση του ανοικτού σύμπαντος). Η δε γεωμετρία που το διέπει είναι υπερβολική (στις δύο διαστάσεις ένα ανάλογο σχήμα είναι αυτό μιας σέλας αλόγου).

2. Αν περιέχει μεγάλη ποσότητα ύλης τότε το σύμπαν θα αρχίσει να συστέλλεται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα γιατί η βαρύτητα θα αρχίσει να γίνεται τότε σημαντική (περίπτωση κλειστού σύμπαντος). Η δε γεωμετρία που το διέπει είναι σφαιρική.

3. Αν περιέχει ένα συγκεκριμένο κρίσιμο ποσό ύλης (το σύνορο μεταξύ των δύο παραπάνω περιπτώσεων), τότε η γεωμετρία είναι η γνωστή μας Ευκλείδια (επίπεδο σύμπαν).

Με την προσθήκη της κοσμολογικής σταθεράς Λ αυτή η αντιστοιχία μεταξύ ύλης και γεωμετρίας παύει αν ισχύει και είναι δυνατόν το Σύμπαν να περιέχει μικρό ποσό κανονικής ύλης αλλά η γεωμετρία που το διέπει να είναι η Ευκλείδια. Αυτό μπορεί να συμβεί επειδή η Κοσμολογική Σταθερά Λ λειτουργεί σαν εν δυνάμει ύλη (σκοτεινή ενέργεια του κενού), η οποία συμπληρώνει την απαραίτητη ποσότητα της κανονικής ύλης (βαρυονικής και σκοτεινής ύλης) ώστε το Σύμπαν να είναι επίπεδο.

Έχει λοιπόν βρεθεί ότι το Σύμπαν διαστέλλεται σήμερα με ρυθμό πολύ κοντά στην κρίσιμη τιμή, γεγονός που χρειάζεται εξήγηση μιας και γνωρίζουμε από τις λύσεις των εξισώσεων του Αϊνστάιν, ότι εάν το Σύμπαν δεν ξεκινούσε την διαστολή του με ακριβώς αυτό τον ρυθμό, τότε με την πάροδο του χρόνου θα απέκλινε όλο και περισσότερο από αυτόν και σήμερα θα μετρούσαμε εντελώς διαφορετικό ρυθμό διαστολής.

Η παρουσία των κοσμικών δομών (αστέρων, γαλαξιών και σμήνη γαλαξιών), δείχνει ότι ο ρυθμός διαστολής είναι ακριβώς αυτός που χρειάζεται για να δημιουργηθούν.

Γιατί αν το Σύμπαν διαστελλόταν με ρυθμό πολύ μεγαλύτερο της κρίσιμης τιμής τότε η βαρύτητα που ασκείται συνολικά στο Σύμπαν, από την εμπεριεχόμενη εντός αυτού ύλης και ενέργειας, δεν θα ήταν σε θέση να αντιστρέψει τη διαστολή σε συστολή ούτε στις περιοχές υψηλής πυκνότητας. Κι έτσι δεν θα είχαν γεννηθεί τα άστρα, στον πυρήνα των οποίων δημιουργούνται τα συστατικά στοιχεία από τα οποία είναι φτιαγμένα τα έμβια όντα (οξυγόνο, υδρογόνο, άνθρακας κλπ) και η εξέλιξη των οποίων τελικά τροφοδοτεί, με αυτά τα στοιχεία, το Σύμπαν.

Επίσης, εάν το Σύμπαν διαστελλόταν με ρυθμό σημαντικά βραδύτερο της κρίσιμης τιμής τότε πάλι πριν προλάβουν να δημιουργηθούν τα άστρα, το Σύμπαν θα είχε ξανασυσταλλεί σε μία υπέρθερμη θάλασσα ακτινοβολίας. Επομένως, το γεγονός της ύπαρξης των κοσμικών δομών προϋποθέτει ότι το Σύμπαν διαστέλλεται περίπου με τον ρυθμό που μετράμε.

Πηγή: http://www.physics4u.gr/articles/2007/Big_Bang_theory.html

Τι είναι ο Χρόνος;

Άρθρο του Lee Smolin, Νοέμβριος 2002

Κάθε παιδί που πάει σχολείο μαθαίνει τι είναι ο χρόνος. Αλλά επίσης για κάθε παιδί φτάνει μια στιγμή, που βρίσκεται αντιμέτωπο με τα παράδοξα που γεννάει η καθημερινή μας αντίληψη για τον χρόνο. Θυμάμαι όταν ήμουν και ο ίδιος παιδί, πως ξαφνικά μου καρφώθηκε στο μυαλό η ερώτηση αν ο χρόνος θα μπορούσε να τελειώνει κάπου ή να συνεχίζεται επ άπειρον. Πρέπει να τελειώνει κάποτε, γιατί πως να συλλάβουμε την άπειρη παρουσία του που θα εκτείνεται μπροστά μας, αν ο χρόνος δεν έχει τέλος; Αλλά πάλι αν έχει τέλος τι συμβαίνει ύστερα; 

Μελετώ την ερώτηση τι είναι ο χρόνος, κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ενήλικης ζωής μου. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ από την αρχή ότι δεν βρίσκομαι κοντύτερα στην απάντηση απ’ ότι όταν ήμουν παιδί. Πράγματι μετά από αυτή όλη τη μελέτη, δεν νομίζω ότι μπορούμε ν’ απαντήσουμε ούτε στην απλή ερώτηση: Τι πράγμα είναι αυτός ο χρόνος; Ίσως το καλύτερο πράγμα που μπορώ να πω για τον χρόνο είναι να εξηγήσω πως βάθυνε για μένα το μυστήριο του χρόνου καθώς προσπαθώ να το αντιμετωπίσω. Να ένα ακόμη παράδοξο του χρόνου, που το ανακάλυψα μόνο όταν μεγάλωσα. Όλοι μας ξέρουμε ότι τα ρολόγια μετράνε το χρόνο. Αλλά τα ρολόγια είναι σύνθετα φυσικά συστήματα και ως εκ τούτου υπόκεινται σε ατέλειες, φθορές και εξάντληση της πηγής ενέργειάς τους. Αν πάρω δύο πραγματικά ρολόγια, τα συγχρονίσω και τα αφήσω να λειτουργήσουν, μετά από λίγο καιρό θα διαφωνούν ως προς τον χρόνο που δείχνουν. 

Ποιο από αυτά λοιπόν μετράει τον αληθινό χρόνο; Υπάρχει πράγματι μόνο ένας απόλυτος χρόνος, ο οποίος αν και μετρείται με ατέλειες από τα πραγματικά ρολόγια, είναι ο αληθινός χρόνος του Κόσμου; Μοιάζει πως μάλλον έτσι πρέπει να είναι, αλλιώς τι νόημα έχει να λέμε ότι ένα ρολόι πάει μπροστά ή πίσω; Από την άλλη μεριά πάλι, τι νόημα έχει να λέμε ότι υπάρχει ένας απόλυτος χρόνος, αν κανένας ποτέ δεν μπορεί να τον μετρήσει με ακρίβεια; 

Η πίστη σ’ έναν απόλυτο χρόνο γεννά άλλα παράδοξα. Θα υπήρχε ροή του χρόνου αν δεν υπήρχε τίποτα στο Σύμπαν; Αν κάθε τι σταματούσε, αν τίποτα δεν εξελισσόταν, θα συνέχιζε να ρέει ο χρόνος;
Από την άλλη πλευρά, ίσως δεν υπάρχει ένας μοναδικός απόλυτος χρόνος. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος είναι μόνο ότι μετράνε τα ρολόγια, και καθώς υπάρχουν πολλά ρολόγια τα οποία τελικά διαφωνούν, υπάρχουν και πολλοί χρόνοι. Χωρίς έναν απόλυτο χρόνο, μπορούμε μόνο να πούμε, ότι ο χρόνος ορίζεται σχετικά με κάποιο ρολόι που επιλέγουμε να χρησιμοποιούμε. 

Αυτό σαν ιδέα φαίνεται ελκυστικό, διότι δεν απαιτείται να πιστέψουμε σε κάποια απόλυτη ροή του χρόνου την οποία δεν παρατηρούμε. Μας οδηγεί όμως σε κάποιο πρόβλημα αν γνωρίζουμε έστω και λίγα από φυσική. 
Ένα από τα αντικείμενα που περιγράφει η φυσική είναι η κίνηση, και δεν μπορούμε να συλλάβουμε την έννοια της κίνησης χωρίς το χρόνο. Έτσι η έννοια του χρόνου είναι βασική για τη φυσική. Ας θεωρήσουμε τον πιο απλό νόμο κίνησης που ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο και τυποποιήθηκε από τον Νεύτωνα. Ένα σώμα στο οποίο δεν δρα καμιά δύναμη, κινείται σε ευθεία γραμμή με σταθερή ταχύτητα. Ας μην απασχοληθούμε εδώ με το τι είναι η ευθεία γραμμή, (αυτό είναι το πρόβλημα του χώρου, το οποίο είναι τελείως ανάλογο με το πρόβλημα του χρόνου, αλλά δεν θα το θίξω εδώ.) Για να καταλάβουμε τι λέει αυτός ο νόμος, χρειάζεται να ξέρουμε τι σημαίνει να κινείσαι με σταθερή ταχύτητα. Η έννοια αυτή απαιτεί την έννοια του χρόνου, καθώς κάτι κινείται με σταθερή ταχύτητα όταν διανύει ίσα διαστήματα σε ίσους χρόνους. 

Μπορούμε τότε ν’ αναρωτηθούμε: Ως προς ποιο χρόνο είναι η κίνηση σταθερή; Πρόκειται για τον χρόνο κάποιου ιδιαίτερου ρολογιού; Αν ναι πως θα ξέρουμε ποιο ρολόι να διαλέξουμε, αφού όπως παρατηρήσαμε λίγο πριν, όλα τα πραγματικά ρολόγια βαθμιαία θα αποσυγχρονιστούν το ένα με το άλλο. Ή μήπως ο νόμος αναφέρεται σε έναν ιδανικό απόλυτο χρόνο; 
Ας υποθέσουμε ότι υιοθετούμε την άποψη πως ο νόμος αναφέρεται σ’ έναν ιδανικό απόλυτο χρόνο. Αυτό λύνει το πρόβλημα της επιλογής ρολογιού, αλλά θέτει άλλο πρόβλημα αφού κανένα ρολόι δεν μετράει αυτόν τον φανταστικό, ιδεατό χρόνο. Πως θα μπορούσαμε να είμαστε στ’ αλήθεια σίγουροι ότι η διατύπωση του νόμου αυτού είναι σωστή, αν δεν έχουμε πρόσβαση σ’ αυτόν τον απόλυτο ιδεατό χρόνο; Πως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε αν κάποια φαινομενική επιτάχυνση ή επιβράδυνση ενός σώματος οφείλεται στην αποτυχία του νόμου, η απλώς στην ατέλεια του ρολογιού που χρησιμοποιούμε;  

Ο Νεύτωνας όταν διατύπωσε τους νόμους της κίνησης, διάλεξε να λύσει το πρόβλημα της επιλογής ρολογιού, δεχόμενος την ύπαρξη ενός απόλυτου χρόνου. Κάνοντας κάτι τέτοιο βρέθηκε αντίθετος με την άποψη άλλων συγχρόνων του, όπως ο Descartes και ο Gottfried Leibniz, οι οποίοι πρέσβευαν ότι ο χρόνος είναι μόνο μια όψη των σχέσεων μεταξύ των πραγματικών αντικειμένων και των πραγματικών διαδικασιών στον Κόσμο. Ίσως η δική τους να είναι η καλύτερη φιλοσοφία, αλλά καθώς ο Νεύτωνας ήταν η αυθεντία του καιρού του, επικράτησε η άποψή του. Ο Albert Einstein, ο οποίος κατέρριψε την άποψη του Νεύτωνα για τον χρόνο, επαινούσε το θάρρος και την κρίση του Νεύτωνα να πάει κόντρα σ’ αυτό που ήταν ξεκάθαρα η καλύτερη φιλοσοφική επιλογή, και έκανε τις συγκεκριμένες υποθέσεις για να επινοήσει μια φυσική που είχε νόημα.  

Αυτή η διαμάχη, μεταξύ της άποψης του χρόνου ως απόλυτου και προϋπάρχοντος, και του χρόνου ως μιας αντανάκλασης των σχέσεων μεταξύ των πραγμάτων, μπορεί να δοθεί γλαφυρά με τον παρακάτω τρόπο. Φαντασθείτε ότι το Σύμπαν είναι μια σκηνή όπου ένα κουαρτέτο εγχόρδων η ένα γκρουπ της τζαζ πρόκειται να παίξει. Η σκηνή και η αίθουσα είναι προς το παρόν άδεια, αλλά εμείς ακούμε ένα τικ-τακ, σαν κάποιος να έχει ξεχάσει μετά την τελευταία δοκιμή, να κλείσει ένα μετρονόμο, που βρίσκεται σε μια γωνιά του κοίλου της ορχήστρας. Ο μετρονόμος που χτυπάει στην άδεια αίθουσα είναι το αντίστοιχο του φανταστικού απόλυτου χρόνου του Νεύτωνα, ο οποίος προχωράει αιώνια με σταθερό ρυθμό, πριν και ανεξάρτητα από καθετί που υπάρχει πραγματικά η συμβαίνει στο Σύμπαν. Οι μουσικοί εισέρχονται, το Σύμπαν ξαφνικά δεν είναι άδειο αλλά μπαίνει σε κίνηση, και αρχίζουν να παίζουν υφαίνοντας ο καθένας τη δική του ρυθμική τέχνη. Τώρα ο χρόνος που εισέρχεται στη μουσική τους δεν είναι ο απόλυτος προϋπάρχων χρόνος του μετρονόμου. Είναι ένας σχετικός χρόνος βασισμένος στην ανάπτυξη πραγματικών σχέσεων μεταξύ των μουσικών φράσεων. Το ξέρουμε ότι είναι έτσι επειδή οι μουσικοί δεν ακούνε το μετρονόμο. Ακούνε ο ένας τον άλλο, και ανάμεσα στις μουσικές εναλλαγές τους, παράγουν ένα χρόνο στη συγκεκριμένη θέση και στην παρούσα στιγμή μέσα στο Σύμπαν. 

Όμως πάντα ο μετρονόμος βρίσκεται στη γωνιά του και χτυπάει χωρίς ν’ ακούγεται από τους μουσικούς. Για τον Νεύτωνα ο χρόνος των μουσικών, ο σχετικός χρόνος δεν είναι παρά μια σκιά του πραγματικού, απόλυτου χρόνου του μετρονόμου. Κάθε ρυθμός που ακούγεται, όπως και ο χτύπος κάθε πραγματικού φυσικού ρολογιού, ακολουθεί ατελώς τον πραγματικό, απόλυτο χρόνο. Από την άλλη πλευρά, για τον Leibniz και άλλους φιλοσόφους, ο μετρονόμος είναι μια φαντασία που μας τυφλώνει μπροστά σ’ αυτό που συμβαίνει πραγματικά. Ο μόνος χρόνος είναι αυτός που υφαίνουν οι μουσικοί με την μουσική τους. 

Η διαμάχη μεταξύ απόλυτου και σχετικού χρόνου αντανακλά την ιστορία της φυσικής και φιλοσοφίας και ορθώνεται μπροστά μας στις μέρες μας, καθώς προσπαθούμε να καταλάβουμε ποια έννοια του χώρου και του χρόνου πρόκειται ν’ αντικαταστήσει αυτήν του Νεύτωνα. Αν δεν υπάρχει απόλυτος χρόνος, τότε οι νόμοι της κίνησης του Νεύτωνα δεν έχουν νόημα. Αυτό που πρέπει να τους αντικαταστήσει πρέπει να είναι ένα διαφορετικό είδος χρόνου που να έχει νόημα όταν κανείς μετράει τον χρόνο με οποιοδήποτε ρολόι. Αυτό που μας χρειάζεται είναι ένας “δημοκρατικός” μάλλον χρόνος, παρά ένας “αριστοκρατικός” χρόνος, σύμφωνα με τον οποίο η ένδειξη οποιουδήποτε ρολογιού όσο ατελής και αν είναι, είναι ισότιμη με οποιουδήποτε άλλου.

Ο Leibniz βέβαια δεν μπόρεσε ποτέ να επινοήσει ένα τέτοιο νόμο. Ο Einstein όμως μπόρεσε και πρόκειται για μια από τις μεγάλες επιτυχίες της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας, ότι βρέθηκε ένας τρόπος να εκφράσουμε τους νόμους κίνησης κατά τρόπο ώστε να έχουν νόημα οποιοδήποτε ρολόι και αν χρησιμοποιήσει κανείς. Κατά παράδοξο τρόπο αυτό γίνεται με την απαλοιφή κάθε αναφοράς στο χρόνο μέσα στις βασικές εξισώσεις της θεωρίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για τον χρόνο γενικά και αφηρημένα. Μπορούμε μόνο να περιγράφουμε πως αλλάζει το Σύμπαν με τον χρόνο αν όμως πούμε πρώτα στη θεωρία, ακριβώς ποιές πραγματικές φυσικές διαδικασίες θα χρησιμοποιηθούν ως ρολόγια για να μετρούν το πέρασμα του χρόνου. 

Αν είναι έτσι λοιπόν τα πράγματα, γιατί λέω πως δεν γνωρίζω τι είναι πραγματικά ο χρόνος; Το πρόβλημα είναι ότι η Γενική Σχετικότητα είναι μόνο η μισή επανάσταση της φυσικής του 20ου αιώνα, γιατί υπάρχει επίσης και η κβαντική θεωρία. Και η κβαντική θεωρία που αναπτύχθηκε αρχικά για να εξηγήσει τις ιδιότητες των ατόμων και των μορίων, χρησιμοποιεί την σύμβαση του Νεύτωνα για έναν απόλυτο χρόνο. 
Έτσι στη θεωρητική φυσική έχουμε επί του παρόντος, όχι μία αλλά δύο θεωρίες. Την Σχετικότητα και την Κβαντομηχανική, και αυτές βασίζονται σε διαφορετικές συμβάσεις για τον χρόνο. 

Το κεντρικό πρόβλημα της θεωρητικής φυσικής επί του παρόντος είναι να συνδυάσει την Γενική Σχετικότητα και την Κβαντομηχανική σε μια ενιαία θεωρία της φυσικής, η οποία να μπορεί τελικά ν’ αντικαταστήσει τη Νευτώνεια θεωρία που ξεπεράστηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Και πράγματι το εμπόδιο κλειδί για να το πετύχουμε αυτό είναι ότι οι δύο θεωρίες περιγράφουν τον Κόσμο με διαφορετικές σημασίες του χρόνου. Αν κάποιος δεν θέλει να πάει πίσω και να στηρίξει αυτή την ενοποίηση στην παλιά Νευτώνεια σημασία του χρόνου, είναι καθαρό ότι πρέπει να φέρουμε την αντίληψη του Leibniz για τον χρόνο μέσα στην κβαντική θεωρία. Κάτι τέτοιο δεν είναι ατυχώς και τόσο εύκολο.

Το πρόβλημα είναι ότι η κβαντική μηχανική επιτρέπει πολλές διαφορετικές και φαινομενικά αντιφατικές καταστάσεις να υπάρχουν συγχρόνως, όσο αυτές υπάρχουν σ’ ένα είδος “σκιάς” δηλαδή “δυνάμει πραγματικότητας”. (Για να το εξηγήσω αυτό θα έπρεπε να γράψω άλλη μια πραγματεία μεγέθους όπως η παρούσα πάνω στην κβαντική θεωρία). Αυτό εφαρμόζεται επίσης και στα ρολόγια, κατά τον ίδιο τρόπο που η γνωστή γάτα του Schrodinger της κβαντικής θεωρίας, μπορεί να υπάρχει σε μια κατάσταση ώστε να είναι συγχρόνως δυνάμει νεκρή και δυνάμει ζωντανή. Παρόμοια ένα ρολόι μπορεί να υπάρχει σε μια κατάσταση στην οποία αυτό δουλεύει με τον συνηθισμένο τρόπο αλλά συγχρόνως τρέχει και προς τα πίσω. Έτσι αν υπήρχε μια κβαντική θεωρία του χρόνου θα είχε να κάνει όχι μόνο με την ελευθερία επιλογής διαφορετικών φυσικών ρολογιών για να μετρούν το χρόνο, αλλά και με τη σύγχρονη παρουσία, τουλάχιστον δυνητικά, πολλών διαφορετικών ρολογιών. Το πρώτο, το μάθαμε από τον Einstein πως να το κάνουμε. Το δεύτερο έχει μέχρι τώρα αποδειχθεί ότι βρίσκεται πέρα από τη φαντασία μας.  

Έτσι το πρόβλημα τι είναι ο χρόνος παραμένει άλυτο. Αλλά πρόκειται για κάτι ακόμα χειρότερο, αφού η σχετικότητα φαίνεται να απαιτεί άλλες μεταβολές στη σύλληψη του χρόνου. Μια από αυτές αφορά την εισαγωγική μου ερώτηση, αν ο χρόνος μπορεί ν’ αρχίζει ή να τελειώνει ή αν ρέει αιώνια. Η Σχετικότητα πάντως είναι μια θεωρία στην οποία ο χρόνος μπορεί ν’ αρχίζει και να σταματάει. Μια περίσταση στην οποία συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι στο εσωτερικό μιας μαύρης τρύπας. Μια μαύρη τρύπα είναι το αποτέλεσμα της κατάρρευσης ενός άστρου μεγάλης μάζας, όταν πια έχουν τελειώσει όλα τα πυρηνικά καύσιμά του και παύει να παράγει ενέργεια ως άστρο. Άπαξ και δεν παράγει πια θερμότητα, τίποτα δεν μπορεί να συγκρατήσει ένα άστρο μεγάλης μάζας από την κατάρρευση που προκαλεί η ίδια η βαρυτική έλξη του άστρου. Αυτή η διαδικασία αυτοτροφοδοτείται, διότι νόσο πιο μικρό γίνεται το άστρο τόσο πιο ισχυρή είναι η δύναμη με την οποία έλκονται μεταξύ τους τα μέρη του. Μια συνέπεια αυτού είναι ότι φθάνει σ’ ένα σημείο στο οποίο για να διαφύγει κάτι από τη βαρυτική έλξη του άστρου πρέπει να κινείται ταχύτερα από το φως. Επειδή λοιπόν τίποτα δεν κινείται ταχύτερα από το φως, τίποτα δεν μπορεί να διαφύγει. Αυτός είναι και ο λόγος που το αποκαλούμε μαύρη τρύπα, γιατί ούτε ακόμα και το φως δεν μπορεί να διαφύγει απ’ αυτό.   

Παρόλα αυτά, ας αφήσουμε αυτό το θέμα και ας δούμε τι συμβαίνει στο ίδιο το άστρο. Μόλις γίνει αόρατο σε μας, χρειάζεται ακόμα λίγο χρόνο για να συμπιεστεί το άστρο στο σημείο όπου απειρίζεται η πυκνότητά του και απειρίζεται επίσης και το βαρυτικό του πεδίο. Το πρόβλημα είναι, τι συμβαίνει στη συνέχεια; Αλλά τι σημαίνει στ’ αλήθεια η φράση: “στη συνέχεια”; Αν ο χρόνος αποκτά σημασία μόνο με την κίνηση των φυσικών ρολογιών, τότε πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο χρόνος σταματάει στο εσωτερικό μιας μαύρης τρύπας.  Διότι όταν το άστρο φτάσει την κατάσταση της άπειρης πυκνότητας και άπειρου βαρυτικού πεδίου, καμιά περαιτέρω μεταβολή δεν μπορεί να συμβεί, και καμιά φυσική διεργασία δεν μπορεί να συνεχιστεί, που να δίνει νόημα στον χρόνο. Έτσι η θεωρία απλά επιβεβαιώνει ότι ο χρόνος σταματάει. 

Το πρόβλημα είναι στην πραγματικότητα χειρότερο απ’ αυτό, διότι η Γενική Σχετικότητα επιτρέπει σε ολόκληρο το Σύμπαν να καταρρεύσει σαν μαύρη τρύπα. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος σταματάει παντού. Μπορεί επίσης να επιτρέψει στον χρόνο να ξεκινήσει. Στην πραγματικότητα έτσι εννοούμε το Big Bang, την πιο δημοφιλή σημερινή θεωρία για την προέλευση του Σύμπαντος. 
Ίσως το κεντρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε όλοι εμείς που προσπαθούμε να συνδυάσουμε την Σχετικότητα με την Κβαντομηχανική να είναι: τι συμβαίνει στο εσωτερικό μιας μαύρης τρύπας; Αν ο χρόνος πραγματικά σταματάει εκεί, τότε πραγματικά πρέπει να σκεφτούμε ότι ο χρόνος σταματάει παντού στο Σύμπαν όταν αυτό καταρρεύσει. Απεναντίας αν δεν σταματάει, τότε πρέπει να σκεφτούμε έναν ολόκληρο αέναο κόσμο, στο εσωτερικό μιας μαύρης τρύπας, ο οποίος βρίσκεται για πάντα έξω από την όρασή μας. Επιπλέον αυτό δεν είναι ένα θεωρητικό πρόβλημα, διότι μια μαύρη τρύπα σχηματίζεται κάθε φορά που ένα αστέρι μεγάλης μάζας φτάνει στο τέλος της ζωής του και καταρρέει. Το μυστήριο αυτό λοιπόν συμβαίνει κάπου στο αχανές Σύμπαν που παρατηρούμε, ίσως και 100 φορές το δευτερόλεπτο.  

Τι είναι λοιπόν ο χρόνος; Είναι το μεγαλύτερο μυστήριο; Όχι, το μεγαλύτερο μυστήριο πρέπει να είναι, ότι ο καθένας μας είναι εδώ για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, και αυτό που το Σύμπαν μας επιτρέπει στο πλαίσιο της ύπαρξής μας είνα;ι να θέτουμε τέτοιες ερωτήσεις. Και να μεταβιβάζουμε από παιδική ηλικία σε παιδική ηλικία τη χαρά της αναζήτησης, της ερώτησης και της μεταβίβασης της γνώσης για το τι ξέρουμε και τι δεν ξέρουμε.  

Ο LEE SMOLIN,είναι ένας θεωρητικός φυσικός, ο οποίος κατά τον χρόνο της συγγραφής του άρθρου εργαζόταν ως καθηγητής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Pensylvania και ήταν μέλος του Κέντρου για την Φυσική και την Γεωμετρία της βαρύτητας του ιδίου πανεπιστημίου. Θεωρείται από τους εξέχοντες θεωρητικούς για το πρόβλημα της κβαντικής βαρύτητας. Έγινε γνωστός για τις νεωτεριστικές απόψεις του πάνω στα θεμελιώδη προβλήματα της φυσικής γύρω από τον χωροχρόνο και τη συσχέτιση της Γενικής θεωρίας της Σχετικότητας με την Κβαντομηχανική. Έχει επίσης δουλέψει πάνω στην πρόταση της εφαρμογής μιας εξελικτικής θεωρίας στην Κοσμολογία. Συχνά γράφει άρθρα, βιβλία και εμφανίζεται στα ΜΜΕ με θέματα που ενδιαφέρουν ένα ευρύτερο επιστημονικό κοινό. 

Πηγή: http://www.physics4u.gr/articles/2002/whatistime.html

Τα Θρησκευτικά στο έλεος των συνηγόρων τους

Αναδημοσίευση από: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=13 

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου

 

Αρχισυντάκτης του περιοδικού “Σύναξη“, Αθήνα

 

Η πρόσφατη αναστάτωση απ’ αφορμής του εγγράφου του Υπουργείου Παιδείας (10 Ιουλίου 2008) περί δυνατότητας απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει πανηγυρικά να χαιρετιστεί, νομίζω, ως μια εξαιρετική ευκαιρία: Ως πρώτης τάξεως αφορμή για να συνειδητοποιήσει κανείς πόσο πηχτή είναι η ιλύς στην οποία καλείται να κωπηλατήσει η συζήτηση του ζητήματος!

Το καίριο πρόβλημα είναι ότι στον θεολογικό κι εκκλησιαστικό χώρο κυριαρχεί μια αβυσσαλέα δυσκολία να κατανοηθεί το απλούστατα απλό: Μάθημα κατηχητικό σημαίνει μάθημα προαιρετικό. Τελεία και παύλα! Στην πραγματικότητα, δηλαδή, το πρωτεύον δεν είναι αν κανείς θέλει το μάθημα των Θρησκευτικών κατηχητικό ή γνωσιολογικό. Το πρωτεύον – η ιλύς – είναι η απίστευτη αδυναμία να κατανοηθεί τι σημαίνει καθένας απ’ αυτούς τους δύο χαρακτηρισμούς (υπ’ αυτές ή υπό οιεσδήποτε άλλες ονομασίες). Όσοι θέλουν το μάθημα κατηχητικό, καλά κάνουν, αλλά ας δηλώσουν εντίμως και μεγαλοφώνως ότι το αποδέχονται ως μάθημα επιλογής, ήγουν, αργά ή γρήγορα, σε πολλές θρησκειακές εκδοχές, διδασκόμενες ενδεχομένως από εντεταλμένους κάθε θρησκευτικής κοινότητας ή ομολογίας. Όμως το να ξιφουλκείς υπέρ του πακέτου “και Ορθοδόξως κατηχητικό και υποχρεωτικό” μοιάζει εκδήλωση αυτισμού ή κουτοπονηριάς, και δη κουτοπονηριάς η οποία σε πλήθος αντιφάσεων επιδίδεται προκειμένου να διατηρηθούν προνόμια και επικυριαρχίες στην κοινωνία.

Είναι, άραγε, δυνατό, ο στοχασμός στον τόπο μας να μοιάζει συχνά με πότισμα του Θεσσαλικού κάμπου μέρα μεσημέρι; Μήπως, δηλαδή, ο κόπος της αναμέτρησης με τα προβλήματα είναι σαν νερό που πέφτει σε πυρωμένο έδαφος κι εξατμίζεται το περισσότερο πριν χωθεί στο χώμα; Για τη φυσιογνωμία των Θρησκευτικών και για τον ρόλο τους έχουν γραφτεί πάμπολλα, από τότε περίπου που καθιερώθηκε ως μάθημα. Ειδικά όμως κατά την τελευταία δεκαετία κατατέθηκαν προβληματισμοί που ψηλαφούν ακριβώς την πραγματικότητα και θέτουν τον πήχυ σε αξιοπρεπές ύψος. Αλλά, βλέπετε, συχνά ο πήχυς αντιμετωπίζεται με το να περνά κανείς από κάτω! Ενδεικτικά υπενθυμίζω:

Τρεις μείζονες συναντήσεις – κυρίως θεολόγων της δευτεροβάθμιας – πραγματοποιήθηκαν από την άνοιξη του 1999 ως και την άνοιξη του 2000 (στον Βόλο, στην Παναγία Σουμελά και στη Γερμανική Σχολή Αθηνών). Η πρώτη και η τελευταία αποτυπώθηκαν σε δύο σημαντικά συλλογικά βιβλία (Γιατί Θρησκευτικά Σήμερα; εκδ. Δόμος, Αθήνα 2000, και Θρησκευτική Παιδεία και Σύγχρονη Κοινωνία, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2006). Παράλληλα, ουσιώδεις προτάσεις δημοσιεύτηκαν μεμονωμένα (βλ. ενδεικτικά περιοδικό “Σύναξη” τ. 75/2000, τ. 83/2002, τ. 93/ 2005). Η όλη ατμόσφαιρα είχε τον αναβρασμό εργαστηρίου. Δεν επρόκειτο για συγχορδίες ομονοούντων, αλλά για τοποθετήσεις που συχνά συγκρούονταν. Ωστόσο το κυρίαρχο ήταν η προθυμία για δουλειά επί του συγκεκριμένου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, τον Μάρτιο του 2005 η “Σύναξη” φιλοξένησε ένα είδος δημοσίου διαλόγου, εντυπωσιακά ακριβώς πάνω στο ζήτημα που φαίνεται να στασιάζεται σήμερα. Δημοσίευσε αφ’ ενός πορίσματα του Συνηγόρου του Πολίτη (Ιουνίου 2002 και Νοεμβρίου 2004) σχετικά με τη δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα δίχως καν επίκληση της ετεροδοξίας του αιτούντος την απαλλαγή, και αφ’ ετέρου σχολιασμό αυτών των πορισμάτων από τον σύμβουλο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Σταύρο Γιαγκάζογλου και τον σχολικό σύμβουλο Άγγελο Βαλλιανάτο. Έλεος! Σήμερα, τριάμισυ χρόνια αργότερα, το πρόσφατο έγγραφο του Υπουργείου ξαφνιάζει πολλούς, σαν τάχα να μην είναι γεγονός ότι η εξαίρεση από τα Θρησκευτικά (απλώς με διαφορετικό εύρος) προβλέπεται εδώ και πάμπολλα χρόνια, ακριβώς επειδή υπάρχουν ως ομολογιακό μάθημα!

Το κύριο θέμα στις συζητήσεις που προανέφερα, ήταν η νομιμοποιητική βάση του μαθήματος στο σημερινό σχολείο, καθώς και η φυσιογνωμία του ίδιου του σχολείου. Δύο καίρια ερωτήματα αναφύονται εδώ. Πρώτον: Τι θα σημάνει για τη φυσιογνωμία του σχολείου αν το θρησκευτικό μάθημα είναι πλήρως προαιρετικό και, συνεπώς, ανύπαρκτο για όσους μαθητές δεν έχουν (ή δηλώσουν ότι δεν έχουν) θρησκευτική υπηκοότητα; Δεν είναι, άραγε, υποχρέωση της πολιτείας να καταρτίζει τον νέο άνθρωπο σε ό,τι εξ αντικειμένου συνιστά την ανθρώπινη πραγματικότητα και, συνεπώς, και στο θρησκευτικό φαινόμενο; Δεύτερον: Σε ένα μη-κατηχητικό μάθημα, πώς θα γίνεται η γνωριμία του μαθητή με τα λεγόμενα εγχώρια θρησκευτικά στοιχεία, δηλαδή με εκείνα που ιστορικά συμμετέχουν στη διαμόρφωση του κόσμου του και των συμβολικών πεδίων του; Η πρόταση, λόγου χάριν, για τα Θρησκευτικά ως πολιτιστικό μάθημα (διατυπωμένη κυρίως από τον Παντελή Καλαϊτζίδη πρβλ. κείμενο του αείμνηστου Νίκου Ματσούκα στο 1ο τεύχος της “Σύναξης”) προσυπογράφει την υποχρεωτική, μη-κατηχητική γνωριμία με τα πολιτισμικά προϊόντα της ελληνορθοδοξίας, ενώ η πρόταση για τα Θρησκευτικά ως βιβλικό μάθημα (διατυπωμένη κυρίως από τον Σταύρο Ζουμπουλάκη) διαφωνεί ριζικά και επικεντρώνει στην υποχρεωτική, μη-κατηχητική γνωριμία με τη βιβλική συνιστώσα της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Η δε πρόταση για θρησκειολογικό υποχρεωτικό μάθημα (διατυπωμένη κυρίως από τον Γιώργο Σωτηρέλλη) αναγνωρίζει ιδιαίτερο χώρο στη γνωριμία με την Ορθοδοξία. Σε εισήγησή του κατά την ημερίδα που πραγματοποίησε τον Μάρτιο 2006 στη Μονή Πεντέλης η Συνοδική Επιτροπή για το Μάθημα των Θρησκευτικών, ο γράφων επιχείρησε να σκιαγραφήσει όλες τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί (στις προαναφερθείσες τέσσερις προστέθηκαν, ανεξαρτήτως του βάθους ή της ρηχότητάς τους, άλλες τρεις: μάθημα ιεραποστολικό, θεολογικό και συμβουλευτικό), για να υποστηρίξει ότι η ανάκρισή τους και η δοκιμή των αντοχών τους “έπρεπε να είχε αρχίσει εχθές”!

Είμαι σίγουρος πως όλα αυτά είναι σε βαθμό ανίας γνωστά σε όποιον στοιχειωδώς ενημερώνεται και προσπαθεί να ζει την πραγματική πραγματικότητα. Και, όμως, αδιάκοπα συναντά κανείς θορυβώδεις “ανυποψίαστους” σε όλους τους χώρους. Στον μεν θεολογικό, ανθρώπους που θεωρούν συντριπτικό το επιχείρημά τους ότι τα Θρησκευτικά πρέπει να είναι υποχρεωτικά αφού χειραγωγούν τον νέο στη θέωση, σε άλλους δε χώρους, ανθρώπους που φαίνεται να είναι οδυνηρά απληροφόρητοι για το εύρος του θρησκευτικού φαινομένου (στην Εισηγητική Έκθεση, λόγου χάριν, της Πρότασης Νόμου της “Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη” το 2006, προτείνεται «το μάθημα των θρησκευτικών να συμπεριλάβει την εισαγωγή στην ιστορία, την κοινωνιολογία και την δογματική όλων των θρησκειών». Υπάρχει άραγε η επίγνωση τι σημαίνει η λέξη “όλων”; Ή υπονοείται ότι θα γίνει επιλεκτική διδασκαλία; Κι αν ναι, με τι κριτήριο;). Στο δε επίμαχο έγγραφο του Υπουργείου το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι η διεύρυνση της δυνατότητας απαλλαγής, αλλά η εγκόλπωση της λογικής του στριμώγματος των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της αθεΐας στο μισοσκόταδο των “προσωπικών δεδομένων”. Φρονώ αντιθέτως ότι σε μια κοινωνία δημοκρατίας και ελευθερίας πρέπει να ενθαρρύνεται και να διασφαλίζεται η παρουσία όλων των ερμηνειών της ζωής στον δημόσιο χώρο και το στοχαστικό αντάμωμά τους. Μα και το πρόσφατο Δελτίο Τύπου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (31 Ιουλίου), το οποίο αναδίδει αίσθημα ανακούφισης ξαποσταίνοντας στη διευκρίνιση του Υπουργείου ότι το μάθημα παραμένει υποχρεωτικό, δεν δίνει τη βεβαιότητα ότι έχει γίνει αντιληπτό το νεύρο του προβλήματος. Φταίει άραγε η λακωνικότητά του, ή μήπως… η ιλύς;

Ουδαμώς αποκλείεται τα πράγματα να εξελιχτούν βάσει ενός είδους… φυσικής επιλογής. Μπορεί, δηλαδή, τα εκάστοτε επιτελεία του ΥΠΕΠΘ να καθορίσουν μονομερώς την αυριανή φυσιογνωμία του μαθήματος. Αν, όμως, οι νυν εμπλεκόμενοι επιθυμούν να έχουν συμβολή, θα πρέπει – κατά την ταπεινή μου άποψη – να δουν αυτά τα ζητήματα, αλυσσιδωτά μαζί με άλλα, όπως λ.χ. το ξεκαθάρισμα της φυσιογνωμίας (ομολογιακής ή θρησκειολογικής) των Θεολογικών Σχολών.

Οψόμεθα…

 

ΠΗΓΗ:  Εφημερίδα «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ», αρ. φ. 780(1093), Πέμπτη 4-9-2008, σελ. 6-7,

Η Θεολογία της Ετερότητας και το Θρησκευτικό Μάθημα στην Ελλάδα

Αναδημοσίευση από: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=74

Η Θεολογία της Ετερότητας και το Θρησκευτικό Μάθημα στην Ελλάδα

Διαπολιτισμικές δυνατότητες και προοπτικές 

Του Σταύρου Γιαγκάζογλου*

 

«Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον θεόν και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης  εστίν. Ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν αυτού ον εώρακεν, τον θεόν ον ουχ εώρακεν ου δύναται αγαπάν… Ο αγαπών τον θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού»,  Α΄ Ιωάννου, 4,20-21.

Η σημαντική της ετερότητας

Μια βασική όψη της δυτικής νεωτερικότητας υπήρξε σαφώς η διακήρυξη για το τέλος της θρησκείας στη δημόσια σφαίρα, που σήμανε και ένα είδος  αποχριστιανισμού της Ευρώπης. Η πίστη έγινε ιδιωτική υπόθεση και έπαψε να νοηματοδοτεί θεσμικά και εκ των έσω τον πολιτισμό, την κοινωνία και την ιστορία των δυτικών κοινωνιών. Στη μεταχριστιανική Ευρώπη, η πίστη μετασχηματίσθηκε σταδιακά σε μια μορφή «κουλτούρας» και περιρρέουσας ατμόσφαιρας που διέρχεται πλέον μέσα από άλλους δρόμους, πέραν της παραδοσιακής θεολογίας και της θεσμοποιημένης Εκκλησίας. Και, ενόσω σήμερα, ο κυρίαρχος πολιτισμός της αναπτύσσεται ερήμην της θρησκείας, η Δύση έντρομη διαπιστώνει την επιστροφή του Θεού είτε με τη μορφή του θεοκρατικού Ισλάμ είτε με τη μορφή του θρησκευτικού φονταμενταλισμού γενικότερα. Φαίνεται πως το φάντασμα του θρησκευτικού φανατισμού αλλά και του θρησκευτικού  αποχρωματισμού θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες του μέλλοντος. Για τον αμυντικό δυναμοκεντρισμό της αμερικανικής Δύσης, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, ο εχθρός είναι πλέον και αποδεδειγμένα το Ισλάμ. Ας θυμηθούμε τη σύγκρουση των πολιτισμών κατά  Χάντινγκτον, που διακρίνονται ουσιαστικά με βάση τη θρησκεία αλλά και την τάση πολλών που υποτιμούν ακριβώς το ρόλο της στη διαμόρφωση του πολιτισμού. Άλλωστε, η όποια επιστροφή της θρησκείας, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και ιδιαίτερα στο δυτικό κόσμο, προβάλλει ως εναλλακτική λύση στον κίνδυνο του μηδενισμού, στο υπαρξιακό κενό αλλά και στην απαξίωση ή ακόμη και έκλειψη του συλλογικού και πολιτικού που είναι ταυτόχρονα και έκλειψη του ανθρώπινου προσώπου.

Στους καιρούς της ύστερης νεωτερικότητας, στη δίνη της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, όταν όλες οι μεγάλες αφηγήσεις και παραδόσεις τίθενται εκ των πραγμάτων στο περιθώριο, τι καίριο και υπαρκτικό νόημα ζωής για τον κόσμο, τον άνθρωπο και την ιστορία κομίζει μια συζήτηση για την ετερότητα από τη σκοπιά της θεολογίας;

Αν η χριστιανική θεολογία και Εκκλησία παραμένουν στο περιθώριο, δίχως να επηρεάζουν θεσμικά το σύγχρονο πολιτισμό, τούτο οφείλεται στη διαπλοκή τους με μια χρεοκοπημένη ηθική, ανίκανη να αρθρώσει πρόταση και νόημα ζωής για τον κόσμο, τον άνθρωπο και την ιστορία. Στο νέο περιβάλλον του πλουραλισμού, η χριστιανική θεολογία καλείται να διαλεχθεί δημιουργικά με την πολιτιστική και θρησκευτική ποικιλομορφία του σύγχρονου κόσμου. Οφείλει να επανεύρει την αληθινή οικουμενικότητα και ανεκτικότητά της, για να προσπεράσει τη μισαλλοδοξία και το φανατισμό. Ο φανατικός είναι εκείνος που σφιχταγκαλιάζει την αλήθεια τόσο πολύ, ώστε τελικά την πνίγει. Η αλήθεια, λοιπόν, δεν είναι ανάγκη να εκλαμβάνεται ως δογματισμός και αποκλειστικότητα αλλά ως ερμηνευτική πρόταση και δυνατότητα να προσέλθει σε διάλογο και σχέση με τον άλλον. Ο κίνδυνος που απειλεί τη γνήσια θρησκευτική ζωή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης δεν είναι άλλος από το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Είναι διαδεδομένη στις μέρες μας η αντίληψη πως οι μονοθεϊστικές κυρίως  θρησκείες βαρύνονται με μία σχεδόν προνομιακή σχέση με τη  μισαλλοδοξία και το φανατισμό, που προκύπτει από την ολιστική και αποκλειστική έννοια για την  περί Θεού, κόσμου και ανθρώπου αλήθεια που εκφράζουν. Αν η αλήθεια είναι κάτι που απλώς κατέχεται ή κληρονομείται ατομικά ή συλλογικά σαν ένα μουσειακό ή γνωστικό αντικείμενο του παρελθόντος, τότε η αλήθεια εμφανίζεται να έχει αιχμαλωτισθεί στο παρελθόν, δίχως να διαθέτει καμία κοινωνική δυναμική στο παρόν και το μέλλον. Τότε ο φονταμενταλισμός είναι επί θύραις…

Πέρα από τη συζήτηση μιας τέτοιας απλουστευτικής και σχηματικής ερμηνευτικής πρότασης, είναι βέβαιο ότι οι θεσμοποιημένες μορφές του Χριστιανισμού δεν ήσαν άμοιρες από εκδηλώσεις θρησκευτικής βίας και φανατισμού. Στην εποχή μας, όσο ποτέ ίσως άλλοτε, προβάλλει η ευθύνη της χριστιανικής θεολογίας να διαλεχθεί δημιουργικά, όπως είχε πράξει με δυναμικό τρόπο ο απόστολος των εθνών Παύλος, με τον πολύπτυχο και πολυθρησκευτικό κόσμο μας. Θα πρέπει, ασφαλώς, να συνειδητοποιήσουμε πως η πολυπολιτισμική κοινωνία αποτελεί ήδη το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και για τις δυτικές χριστιανικές εκκλησίες και θεολογικές παραδόσεις. Κατά τον E. Levinas, «ο άλλος άνθρωπος είναι ο τόπος της μεταφυσικής αλήθειας και απαραίτητος για τη σχέση μου με το Θεό. Δεν παίζει ρόλο μεσάζοντα. Ο άλλος άνθρωπος δεν είναι η ενσάρκωση του Θεού, αλλά ακριβώς μέσω του προσώπου του όπου αποσαρκώνεται, είναι η εκδήλωση του ύψους όπου αποκαλύπτεται ο Θεός». Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας καίρια επισημαίνει ότι «η ουσία της αμαρτίας είναι ο φόβος του Άλλου, πράγμα που αποτελεί μέρος της απόρριψης του Θεού. Εφόσον η επιβεβαίωση του “εαυτού” μας πραγματοποιείται μέσω της απόρριψης και όχι της αποδοχής του Άλλου –  αυτό επέλεξε ελεύθερα να κάνει ο Αδάμ – δεν είναι παρά φυσιολογικό και αναπόφευκτο ο άλλος να γίνει εχθρός και απειλή. Η συμφιλίωση με τον Θεό είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη συμφιλίωση με οποιονδήποτε “άλλον”…Το γεγονός ότι ο φόβος του άλλου ενυπάρχει παθολογικά στην ύπαρξή μας καταλήγει στον φόβο όχι μόνο του άλλου, αλλά και κάθε ετερότητας».

Είναι άραγε ο μονοθεϊσμός «ένα σύμπαν κλειστό το οποίο με αρνείται και με αναγκάζει να αρνηθώ τον άλλο»; Μήπως η ανεκτικότητα που διακηρύσσουν οι μονοθεϊστικές παραδόσεις είναι τελικά μια «αλαζονική ανεκτικότητα»; Γιατί τι άλλο μπορεί να σημαίνει πως ανεχόμαστε απλώς την ύπαρξη της θρησκευτικής ετερότητας, κρατώντας, όμως, για τον εαυτό μας ένα είδος υπεροχής έναντι του άλλου και του διαφορετικού;  Για να είναι όντως δυνατός ο διαθρησκειακός διάλογος, ασφαλώς και υφίσταται η ανάγκη να προσανατολισθούμε πέρα από αυτή την επιφανειακή και προκατειλημμένη  μορφή ανεκτικότητας. Είναι ανάγκη όχι απλώς να ανεχόμαστε τον άλλο αλλά να νοιαζόμαστε γνήσια για τον άλλο επειδή «είναι και αυτός μέρος του ευρύτερου πλαισίου, μέσα στο οποίο αναδύεται η αλήθεια» . «ίνα μη μόνον μάθωμεν αλλήλων αν(τ)έχεσθαι…αλλά και υπέρ εαυτούς αλλήλων κήδεσθαι», κατά την έκφραση του αγίου Μαξίμου, ενός μεγάλου θεολόγου και φιλοσόφου της χριστιανικής Ανατολής.

Η ορθόδοξη θεολογία ιδιαίτερα, που έχει μιαν άλλη παράδοση στην ιστορική της διαδρομή και δεν βαρύνεται με μιαν «ιμπεριαλιστική σχεδόν καταγραφή της ιστορίας της ιεραποστολής», όπως συνέβη στη χριστιανική Δύση, μπορεί να συνεργαστεί δημιουργικά και να προσανατολίσει προς μία παγκοσμιότητα που θα σέβεται τη διαφορά και την ετερότητα. Συνάμα, μπορεί να κατανοήσει και αυτή ότι «η αλήθεια δεν αποδεικνύει τον εαυτό της θριαμβολογώντας βερμπαλιστικά πάνω στις άλλες αλήθειες…». Ο Θεός της ορθόδοξης παράδοσης δεν ταυτίζεται με έναν και μοναδικό πολιτισμό αλλά σαρκώνεται μέσα σε κάθε ανθρώπινο πολιτισμό. Οι ιδέες περί αποκλειστικότητας και περιούσιου λαού του Θεού, που εμφιλοχώρησαν στις κατά τόπους αυτοκέφαλες εκκλησίες και συνταυτίζουν την υπόστασή τους με μιαν εθνική, φυλετική ή κρατική οντότητα, δεν μπορούν να εκφράσουν την αλήθεια και καθολικότητα της Εκκλησίας.

Η σύγχρονη Ορθοδοξία δεν πρέπει να προσκολλάται άγονα και να αναπολεί νοσταλγικά εξωραΐζοντας το ένδοξο βυζαντινό της παρελθόν, να κλείνεται σε ένα είδος ναρκισσισμού, δυναμοκεντρικής και ιδιοκτησιακής αντίληψης για την  κατοχή της αλήθειας. Θα πρέπει επιτέλους να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην εκκοσμίκευση και στην προσπάθειά της να συμμετάσχει ενεργά στο ιστορικό γίγνεσθαι. Είναι ιστορικό λάθος να ανατρέχουμε νοσταλγικά σε πολιτιστικές εκφράσεις του παρελθόντος, που διαμορφώθηκαν κάτω από άλλες ιστορικές δομές και καταστάσεις, για να λύσουμε προβλήματα του παρόντος. Πίσω από την ιδεολογικοποίηση του ιστορικού παρελθόντος εκτείνεται ίσως ο φαντασιακός χαρακτήρας του μεγαλείου μιας διαχρονικής καθεστωτικής κοινότητας με ανυπέρβλητες επιδόσεις στον πολιτισμό και την ιστορία. Αν ο πολιτισμός συνιστά σάρκωση της αλήθειας της Εκκλησίας μέσα στην ιστορία, δεν χρειάζεται εξάπαντος να αποβαίνει νάρθηκας και σαρκοφάγος αυτής της αλήθειας, μονοπωλώντας την πολιτιστική έκφρασή της στο διηνεκές. 

Η Εκκλησία, ωστόσο, δεν αντλεί το είναι της από πολιτιστικές πραγματικότητες του παρελθόντος  αλλά από τα έσχατα της ιστορίας,  από τη σχέση της με τη βασιλεία. Τούτο σημαίνει ακριβώς ότι η Εκκλησία δεν είναι ανάγκη να στρέφεται μονοσήμαντα στο παρελθόν από ένα είδος πολιτιστικής αυτάρκειας ή αναβάπτισης με τα κεκτημένα και μεγαλειώδη αλλοτινών εποχών. Ούτε ασφαλώς να επιδεικνύει, λόγω θεολογικής αφασίας, πότε εσωστρέφεια και αμηχανία, πότε αμυντική ή πολεμική διάθεση απέναντι στις νέες πολιτισμικές και κοινωνικές πραγματικότητες αλλά χρειάζεται να  διαλέγεται γόνιμα και δημιουργικά με το εκάστοτε  παρόν, εξαιτίας ακριβώς αυτής της εσχατολογικής της προοπτικής. Ο πρόσκαιρος και μεταβατικός χαρακτήρας της ιστορίας δεν αφήνει περιθώρια στην Εκκλησία να ταυτίζει το όραμά της για τη νέα πολιτεία του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου, με μια συγκεκριμένη έκφραση συλλογικότητας π.χ. χριστιανική αυτοκρατορία, χριστιανικό έθνος ή κράτος, συγκεκριμένη φυλετική ή πολιτιστική ιδιαιτερότητα κ.λπ. Η εμπειρία της αρχέγονης Εκκλησίας, που ενώ μάτωνε με τους διωγμούς ζύμωσε πολιτισμούς και λαούς, φανερώνει πως η θεολογία της ετερότητας είναι σε τελευταία ανάλυση μια πραγμάτωση της εσχατολογικής προοπτικής της Εκκλησίας και σαφέστατα δεν αποτελεί μια συγκρητιστική θεολογική προσέγγιση, όπου όλα απαξιώνονται ενόψει της παγκοσμιοποίησης.   

Ωστόσο, είναι ανάγκη να τονίσουμε ότι η σημαντική της ετερότητας  κατανοείται στην εποχή μας περισσότερο ως ατομικό δικαίωμα και κοινωνική ανοχή στην έκφραση του διαφορετικού και του ξένου και φαίνεται πως είναι προϊόν και επεξεργασία των ατομικών ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων της όψιμης νεωτερικότητας  στις νέες οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Η μεταμοντέρνα αποδοχή της ετερότητας και αυτοδιάθεσης του ατόμου ως αυταξίας προβάλλει ως αναγκαίος όρος και εκσυγχρονιστικό πρόταγμα για τη διασφάλιση του πλουραλιστικού ιδεώδους με τελικό σκοπό τη συμβίωση και την ειρήνη στις  παγκοσμιοποιούμενες και πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Εξάλλου, ο φόβος του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και της τρομοκρατίας, πέρα από κάθε συγκρουσιακή μεταξύ των πολιτισμών στρατηγική, επιβάλλει το σεβασμό ή τουλάχιστον την ανοχή στη θρησκευτική και πολιτιστική ετερότητα του άλλου και κυρίως του ξένου και του μετανάστη. Πέρα από τη ρητορεία για την ετερότητα, που μοιάζει να είναι ένα ιδεολόγημα της μόδας, προβλήματα όπως η φτώχεια και η εξαθλίωση, η έλλειψη ουσιαστικής αποδοχής του ξένου στις προηγμένες οικονομικά κοινωνίες, ο πραγματικός διάλογος μεταξύ των πολιτισμών, η ανταγωνιστική και υπερκαταναλωτική κοινωνία, η αλλοτρίωση και η μοναξιά του ανθρώπου των σύγχρονων κοινωνιών, δεν αντιμετωπίζονται απλώς με εκσυγχρονιστικά ευχολόγια και κανόνες ηθικής συμπεριφοράς. Απαιτείται, μάλλον, μια αλλαγή της ατομοκρατικής και ωφελιμιστικής νοοτροπίας που γέννησε αυτά τα προβλήματα και η έμπνευση για τη δημιουργία ενός άλλου πολιτισμού, που θα έχει στον πυρήνα του την ετερότητα ως άξονα αναφοράς και υπαρκτικής νοηματοδότησης του ανθρώπου και της ζωής του.

 

Προς μία θεολογία της ετερότητας

Η ορθόδοξη θεολογία οφείλει να πραγματοποιήσει ένα δημιουργικό άνοιγμα προς τον πολυπολιτισμικό κόσμο μας, προσλαμβάνοντας τα προβλήματα και τους προβληματισμούς του. Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση των σημερινών κοινωνικών και πολιτιστικών πραγματικοτήτων, μέσα από μια θεολογία της ετερότητας, που δεν θα έχει ωστόσο τίποτε κοινό με το πνεύμα του συγκρητισμού. Είναι όντως ανάγκη στις μέρες μας η Ορθοδοξία να προχωρήσει πιο πέρα και από την νεωτερικότητα και να αποδεχθεί τον πλουραλισμό και την ετερότητα των άλλων κατά τέτοιο τρόπο ώστε  ταυτόχρονα να μην υποτιμά, συμβιβάζει, πολύ δε περισσότερο εγκαταλείπει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ετερότητα. Στοιχεία μιας τέτοιας θεολογίας της πολυπολιτισμικότητας ως αλληλοσεβασμός, αποδοχή και ειρηνική συνύπαρξη με την θρησκευτική ή όποια άλλη ετερότητα, είναι διάσπαρτα μέσα στη Βίβλο και τα πατερικά κείμενα. Απαιτείται σαφώς μία άλλη νοοτροπία και ένας άλλος προσανατολισμός για την αναγνώρισή τους. Μια άλλη ερμηνευτική προσέγγιση μπορεί να αναδείξει και να φωτίσει καίριες πτυχές της θεολογίας της ετερότητας. Το δόγμα της δημιουργίας επισημαίνει, πέρα από τη διαλεκτική κτιστού και ακτίστου, ότι ο άνθρωπος και ο κόσμος είναι δημιουργήματα «καλά λίαν» του Θεού. Η διήγηση της Βαβέλ υπενθυμίζει την αρχική ενότητα και διάσπαση, την κοινή καταγωγή, την αφετηρία μιας πολυπολιτισμικής πραγματικότητας, μέσα από την ποικιλία γλωσσών και πολιτισμών. Ολόκληρη η ιστορία του λαού του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη φανερώνει έναν Θεό του σύμπαντος κόσμου που επιλέγει πολλούς και ποικίλους δρόμους προσέγγισης με τους ανθρώπους. Στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων εντάσσονται όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις. Από μιαν άλλη σκοπιά και η Βίβλος δεν είναι μόνο θεόπνευστο έργο αλλά και ιστορικό προϊόν και μαρτυρία πολυπολιτιστικών και πολυθρησκευτικών σχέσεων. Στην Παλαιά Διαθήκη, ο Ισραήλ οφείλει να μην καταπιέζει τους ξένους γιατί ήταν κάποτε ξένος και αυτός. Εξ άλλου, η πρόσληψη πολιτιστικών στοιχείων και από άλλους λαούς και η μετέπειτα εκθεολόγησή τους, είναι δυνατό να μας οδηγήσει σ’ αυτό που θα ονομάζαμε ανακαλύψη της ξενικότητας μέσα στα ίδια τα βιβλικά κείμενα. Η Καινή Διαθήκη οριοθετείται πέρα από την αποκλειστικότητα του περιούσιου λαού. Ο πλησίον είναι ο άλλος, ο έτερος, όπως και ο Θεός είναι ο απόλυτος Άλλος, ο όντως Έτερος προς τον άνθρωπο, που γίνεται αδελφός. Συνεπώς, η αποδοχή του άλλου και της ετερότητας δεν αποτελεί απλώς  ένα ακόμη παράδοξο αίτημα της μετανεωτερικότητας και της πολυπολιτισμικότητας αλλά βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά της θεολογικής μας παράδοσης. «Εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισιν» (Ιω. 14,2). Στην Καινή Διαθήκη μπορεί κανείς να προσεγγίσει μια σειρά από θεολογικούς τόπους της ετερότητας, όπως οι παραβολές του Καλού Σαμαρείτη και της Κρίσεως. Το ιδρυτικό γεγονός της Εκκλησίας στην Πεντηκοστής σημαίνει πρόσληψη της προσωπικής ετερότητας αλλά και της πολυπολιτισμικότητας των λαών και των γλωσσών στην προοπτική του σώματος του Χριστού. Η εμπειρία και δυναμική  της αρχαίας Εκκλησίας στο σύνολό της φανερώνει σαφέστατα πολυπολιτισμικές προοπτικές. Μια ερμηνευτική προσέγγιση της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας, η ίδια η εκκλησιολογία του αποστόλου Παύλου, η Αποστολική Σύνοδος και το άνοιγμα προς τους εθνικούς σηματοδοτούν τις απαρχές μιας νέας πραγματικότητας. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να είναι Ιουδαίοι ή να εφαρμόζουν τον Μωσαϊκό Νόμο για να ενταχθούν στην Εκκλησία. Η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος δεν επιβάλλει μιαν αναγκαστική ομοιομορφία με απαρέγκλιτους κανόνες και κατηγορικές προσταγές. Αντίθετα, φωτίζει την προσωπική ετερότητα του κάθε μέλους της εκκλησιαστικής κοινότητας και την ανάγει σε αρμονική αλληλεξάρτηση με τα άλλα, οικοδομώντας την ενότητα του σώματος. Το δόγμα της Αγίας Τριάδος συνιστά την απόλυτη κατάφαση της προσωπικής ετερότητας μέσα στην αγαπητική ομοουσιότητα, κοινωνία και αλληλοπεριχώρηση. Και αυτή «η ετερότητα είναι συστατική της ενότητας, και όχι επακόλουθό της». Η Χριστολογία των δύο φύσεων αποκαλύπτει την ένωση των όντως διαφορετικών κατά τη φυσική τους ετερότητα στο πρόσωπο του Θεανθρώπου, την ξενικότητα του Θεού στον κόσμο και την τραγικότητα της ξενιτείας του ανθρώπου: «Δος μοι τούτον τον ξένον…τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα τω κόσμω». Η εκκλησιολογία του Σώματος του Χριστού αποκαλύπτει τη δυνατότητα ένωσης των πολλών στον Ένα Χριστό, όπου οι πολλοί συνάπτονται και γίνονται αλλήλων μέλη. Γιατί η Εκκλησία είναι η συναγωγή των πριν διεστ

Ορθοδοξία και σύγχρονος πολιτισμός

Αναδημοσίευση από: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=105

Ορθοδοξία και σύγχρονος πολιτισμός 

του Σεβασμ. Μητροπολίτου Περγάμου κ.κ. Ιωάννη

 

Ποια είναι η σχέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον πολιτισμό και ποια είναι η ιδιαίτερη σχέση της με τον πολιτισμό των ημερών μας; Είναι γνωστό ότι η Εκκλησία είναι «εν τω κόσμω», αλλά όχι εκ του κόσμου. Και αυτό περιπλέκει πάντοτε την αυτοσυνειδησία της και κάνει τον κύριο εκφραστή της αυτοσυνειδησίας αυτής, που είναι η Θεολογία, να αναζητεί τρόπους, με τους οποίους η εσχατολογική ταυτότητα της Εκκλησίας, δηλ. το όχι εκ του κόσμου τούτου, θα διατηρηθεί χωρίς να πάψει να ισχύει το «εν τω κόσμω», δηλαδή η σχέση της με τον ευρύτερο πολιτισμικό περίγυρό της. Η σχέση της Εκκλησίας με τον εκάστοτε πολιτισμό είναι πάντοτε διαλεκτική.

Θετική και συγχρόνως αρνητική. Σχέση αγάπης και μίσους, θα έλεγε κανείς. Έτσι περιγράφεται και στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον και έτσι θα παραμείνει μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Όταν ο τρόπος υπάρξεως της Εκκλησίας και εκείνος του κόσμου θα ταυτισθούν πλέον στη Βασιλεία του Θεού. Όταν δηλαδή ο κόσμος θα γίνει Βασιλεία του Θεού.

Ποιες γέφυρες θα μπορούσαν να υπάρξουν σήμερα μεταξύ της ορθοδόξου παραδόσεως και του συγχρόνου πολιτισμού; Το ζητούμενο είναι να μην αποκοπεί η ορθόδοξη παράδοση από τον σύγχρονον κόσμο, αλλά και να μην ταυτισθεί με το σχήμα του κόσμου τούτου σε βαθμό επικίνδυνο για τον εσχατολογικό προορισμό της Εκκλησίας. Δύο παρατηρήσεις κρίνονται απαραίτητες εισαγωγικά. Η πρώτη είναι ότι η ορθόδοξη παράδοση πάντοτε στάθηκε απέναντι στον πολιτισμό με θετική διάθεση. Ο πολιτισμός δεν είναι κάτι το δαιμονικό, που πρέπει να το εξορκίσομε. Η Εκκλησία, και μάλιστα η Ορθόδοξη, συνέβαλε στη δημιουργία πολιτισμού, όπως μαρτυρεί η ανάπτυξη και άνθιση της Βυζαντινής Τέχνης σε όλες τις μορφές της: Εικόνες, ποίηση, λογοτεχνία και τόσα άλλα. Και τούτο γιατί κατά την Ορθόδοξο Θεολογία ο άνθρωπος, ως εικών του Θεού, πλάσθηκε για να είναι δημιουργός, μεταμορφωτής της δοσμένης σ’ αυτόν φύσεως. Της έξωθεν φύσεως, αλλά και της δικής του φύσεως.

Μεταμορφωτής σε είδος και κάλλος, κάνοντας χρήση της ελευθερίας, του αυτεξουσίου του. Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι ο σύγχρονος πολιτισμός διέρχεται κρίση. Η κρίση αυτή είναι πολύπλευρη και βαθιά. Και το ερώτημα είναι, τι πρέπει να κάνει η Ορθόδοξη Εκκλησία ζώντας «εν τω κόσμω», αλλά μη όντας εκ του κόσμου, μπροστά στην κρίση αυτή. Για να δοθεί όμως κάποια απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε δυο πράγματα. Τι εννοούμε με τον όρο «ορθόδοξη παράδοση» και τι εννοούμε με τον όρο «σύγχρονο πολιτισμό». Γιατί και στα δύο αυτά υπάρχει κάποια σύγχυση στη σκέψη των ανθρώπων της εποχής μας. Και πρώτα ως προς τον όρο «ορθόδοξη παράδοση».

Αν ρωτήσουμε ένα σύγχρονο συνομιλητή μας τι εννοεί με αυτόν τον όρο, θα μας πει συνήθως, ότι έχει κατά νου τη δογματική, λατρευτική και ασκητική παράδοση, όπως διαμορφώθηκε στα χρόνια του Βυζαντίου και ολοκληρώθηκε το αργότερο τον 14ο αιώνα με τον Ησυχασμό και τη Θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Όλα τα μετά την εποχή αυτή αποτελούν ορθόδοξη παράδοση μόνο στον βαθμό που συνεχίζουν ή μάλλον επαναλαμβάνουν και αντιγράφουν ακόμη και στις εξωτερικές τους λεπτομέρειες τα χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης.

Πρόκειται για έναν κλασικισμό, ανάλογο με εκείνον της αρχαίας Ελληνικής παιδείας, που αποτέλεσε τη βάση της διαμορφώσεως της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας στα νεώτερα χρόνια. Η αντίληψη αυτή για την ορθόδοξη παράδοση δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στη γεφύρωσή της με τον σύγχρονον πολιτισμό. Με την επιμονή της να αντιγράφει πιστά το παρελθόν κινδυνεύει η αντίληψη αυτή να μεταβάλει την Ορθοδοξία σε εξωτερικό φαινόμενο, προορισμένο να περιθωριοποιηθεί και να προκαλεί απλώς την περιέργεια του σύγχρονου κόσμου, χωρίς να επηρεάζει το ιστορικό γίγνεσθαι. Πάρτε ως παράδειγμα την Αγιογραφία, η οποία ανθεί σήμερα στον ορθόδοξο χώρο, κυρίως μετά τον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου.

Πρόκειται για πιστό αντίγραφο του παρελθόντος, το οποίο δεν ρίχνει καμία απολύτως γέφυρα στο σύγχρονο πολιτισμό. Το ίδιο ισχύει και για την ακαδημαϊκή δογματική Θεολογία του τόπου μας, που δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να επαναλαμβάνει χωρία των Πατέρων και διατυπώσεις χωρίς καμία ερμηνεία στο φως των αναζητήσεως του σύγχρονου ανθρώπου. Όλα αυτά και άλλα παρόμοια θα οδηγήσουν της Ορθοδοξία σε περιθωριοποίηση. Κάτι που δεν γίνεται ακόμη αντιληπτό στον Ελλαδικό χώρο λόγω του μεταβατικού σταδίου, της μεταβατικής φάσεως που διέρχεται ο σύγχρονος Έλληνας. Φάσεως από τη Βυζαντινή του παράδοση προς τον εκδυτικισμό του τρόπου ζωής του. Έναν εκδυτικισμό, που είναι διάχυτος στην πολιτική, στην οικονομία, στον τρόπο με τον οποίο ο Έλληνας ζει καθημερινά, διασκεδάζει κ.λ.π.

Ως προς τον όρο «σύγχρονος πολιτισμός» θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν πρόκειται για τίποτε άλλο, από την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού στο αποκορύφωμά του. Ο σύγχρονος πολιτισμός, είτε το θέλομε είτε όχι, κυριαρχείται και καθορίζεται από τις αξίες που αναπτύχθηκαν στη Δύση από τότε που η Ελληνική Παιδεία και η χριστιανική πίστη πέρασαν στα χέρια των Ρωμαίων και προσέβαλαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής νοοτροπίας. Χωρίς μια βαθιά και ακριβή γνώση των χαρακτηριστικών αυτών δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον σύγχρονο πολιτισμό.

Το πρώτο είναι η ατομοκρατία. Η έννοια του ανθρώπου ως ατόμου έχει τις ρίζες της στον ιερό Αυγουστίνο, τον Βοήθιο και τους άλλους Λατίνους Θεολόγους, οι οποίοι διαμόρφωσαν και τον μεσαιωνικό και τον νεώτερο δυτικό πολιτισμό. Σύμφωνα με αυτήν ο άνθρωπος αποτελεί μονάδα και αξία καθεαυτήν. Και η ικανοποίηση των αναγκών του είναι ο ύψιστος σκοπός του πολιτισμού. Αποτελεί επίσης υποκείμενο του «σκέπτεσθαι» και του «δραν», του «ενεργείν».

Το δεύτερο στοιχείο είναι ο ευδαιμονισμός. Σκοπός του πολιτισμού είναι η ευδαιμονία του ατόμου. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το ιδανικό της ευδαιμονίας του ατόμου έχει ήδη περάσει και στα Συντάγματα των Δυτικών Χωρών. Υπάρχει και στο Σύνταγμα της Αμερικής, των ΗΠΑ. Η ευτυχία του ατόμου είναι περίπου ο σκοπός του πολιτισμού. Η Τέχνη νοείται ως μέσον ευχαριστήσεως ή αισθητικής καλλιέργειας του ατόμου, η παιδεία ως ανάπτυξη και διαμόρφωση του χαρακτήρα του ατόμου, η οικονομία ως αύξηση του εισοδήματος του ατόμου κ.λ.π.

Τρίτο χαρακτηριστικό είναι η χρησιμοθηρία. Τελικό κριτήριο του πολιτισμού, του σύγχρονου πολιτισμού, είναι η παραγωγικότητα, δηλαδή η χρησιμότητα του πολιτισμού στην προώθηση της ευδαιμονίας του ατόμου. Όσα περισσότερα παράγει το άτομο, τόσο περισσότερο αυξάνει την ευδαιμονία του, τόσο περισσότερο είναι πολιτισμένο.

Τέταρτο στοιχείο είναι η λογοκρατία. Ο άνθρωπος νοείται κατ’ εξοχήν ως σκεπτόμενο ον. Αυτό ανάγεται, όπως είπα, στον Αυγουστίνο περισσότερο. Αναπτύσσεται έτσι στον σύγχρονο πολιτισμό η διανοητική ικανότητα του ανθρώπου, με αποτέλεσμα την κυριαρχία της πληροφορίας ως μέσου γνώσεως, της συσσωρεύσεως γνώσεων περί των πραγμάτων και προωθείται η πίστη, ότι όσο πιο πολλά γνωρίζομε, τόσο πιο ασφαλείς είμαστε. Όλα πλέον τα εναποθέτομε στη γνώση.

Είναι βαθύτατη η πίστη του πολιτισμού μας, ότι αν ο άνθρωπος γνωρίζει, είναι ασφαλής, δεν κινδυνεύει, προστατεύεται. Αγνοείται δηλαδή ότι μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίζει κάτι, αλλά να μη θέλει να το κάνει. Εδώ εντάσσεται και η ασύδοτη πλέον διείσδυση του ανθρωπίνου νου στα μυστικά της φύσεως με όλα τα τρομερά προβλήματα Βιοηθικής, τα οποία αντιμετωπίζει ο πολιτισμός μας εντονότατα. Συνέπεια της συνθέσεως όλων αυτών των χαρακτηριστικών είναι η υπερτροφία του λογικού, το οποίο κατεξουσιάζει την πραγματικότητα μέχρι του σημείου να την πλάθει όπως θέλει αυτό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει δημιουργηθεί ο όρος «virtual reality», δηλαδή η εικονική πραγματικότητα, που την πλάθει η ίδια η πληροφορία. Καθώς και η κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσεως, με αποτέλεσμα το γνωστό μας οικολογικό πρόβλημα. Το σημαντικό στην όλη αυτή κατάσταση είναι ότι ο πολιτισμός μας νομίζει ότι όλα τα προβλήματά του θα τα λύσει με την αύξηση της πληροφορίας και της γνώσεως, ενώ ακριβώς με τον τρόπο αυτό αναπαράγει τα προβλήματα. Βρισκόμαστε σ’ ένα φαύλο κύκλο, από τον οποίο δεν μπορούμε να βγούμε χωρίς ριζικές και βαθιές τομές, χωρίς δηλαδή αναθεώρηση των θεμελιωδών αρχών, πάνω στις οποίες στηρίζεται και οικοδομείται ο πολιτισμός μας.

Μπροστά στην κατάσταση αυτή η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο δίλημμα. Θα χρησιμοποιήσει τον σύγχρονο πολιτισμό για να περάσει τα μηνύματά της, με τα οποία θα επιχειρήσει να διορθώσει τα κακώς κείμενα, τουτέστιν να αναιρέσει τον ίδιο τον πολιτισμό; Ή θα επιμείνει στη χρησιμοποίηση των δικών της μέσων για τον σκοπό αυτό; Ορισμένα παραδείγματα αποκαλύπτουν τη σοβαρότητα του διλήμματος. Είναι γνωστή η σημασία του Διαδικτύου στο σύγχρονο πολιτισμό μας. Πολύ σύντομα όσοι δεν θα είναι δικτυωμένοι σ’ αυτό, θα είναι κωφάλαλοι και ανίκανοι να μεταφέρουν τα μηνύματά τους οπουδήποτε. Αλλά το Διαδίκτυο αποτελεί κατά κοινήν ομολογία, το αποκορύφωμα της ατομοκρατίας και λογικοκρατίας. Και οι κίνδυνοι που συνεπάγεται για τις ανθρώπινες σχέσεις είναι πλέον γνωστοί. Αν η Εκκλησία δικτυωθεί σ’ αυτό για να μεταφέρει τα μηνύματά της στο σύγχρονο κόσμο, στην ουσία θα αρνηθεί και θα καταστρατηγήσει η ίδια το μήνυμά της με τον τρόπο αυτό, αφού η ουσία του μηνύματός της καταργείται από την ίδια τη φύση του οργάνου που χρησιμοποιεί. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις μορφές της πληροφορικής και τα λεγόμενα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κ.λπ. Η συμμετοχή της Εκκλησίας σε όλο αυτό το βουητό της πληροφορήσεως αποτελεί παράδοση του εαυτού της στα χέρια του σύγχρονου πολιτισμού. Δηλαδή αλλοτρίωση.

Είναι προφανές ότι η Εκκλησία για πρώτη φορά κατά τη γνώμη μας κινδυνεύει να χάσει την ταυτότητά της, προσπαθώντας να την προβάλει στον σύγχρονο πολιτισμό. Τι πρέπει να γίνει;

Νομίζω ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει παγιδευθεί άσχημα στο παιγνίδι τόσο της ατομοκρατίας, όσο και της λογικοκρατίας και της χρησιμοθηρίας. Έχει πιστέψει ότι θα σώσει τον κόσμο μιλώντας πολύ, κάνοντας πολλά και επιτυγχάνοντας πολλά. Έτσι λησμόνησε μια βασική αλήθεια: Ότι η Εκκλησία δεν σώζει με αυτά που λέγει, ούτε με αυτά που κάνει, αλλά με αυτό που είναι!

Ας δούμε τι σημαίνει αυτό σε σχέση με το θέμα του πολιτισμού. Η Ορθοδοξία, πρώτον, δεν μπορεί να ασκήσει δημιουργική κριτική του συγχρόνου πολιτισμού, χωρίς να έχει βαθιά συνείδηση της παραδόσεως και της κληρονομιάς της. Η Ορθοδοξία πρέπει να αναπτύξει τη σπουδή της Θεολογίας της, της Πατερικής κυρίως Θεολογίας, κατά τρόπο συστηματικό μέσα στο δυτικό χώρο.

Πρέπει να λησμονήσομε την αντίληψη, ότι οι Ποιμένες είναι απλοί Διοικηταί. Χωρίς Θεολογία οι Ποιμένες θα γίνουν έρμαια και άκριτοι οπαδοί του περιβάλλοντος πολιτισμού. Θα βυθίσουν τα ποίμνιά των και θα βυθισθούν και οι ίδιοι μέσα στα αδιέξοδα του πολιτισμού μας, ο οποίος είναι άλλωστε τόσον ελκυστικός. Δεύτερον, η κριτική στάση της Ορθοδοξίας έναντι του συγχρόνου πολιτισμού, για να είναι εποικοδομητική και δημιουργική, δεν πρέπει να είναι πολεμική, αλλά αποτέλεσμα συμπαθούς και φιλανθρώπου συγκαταβάσεως της Εκκλησίας στο σύγχρονο άνθρωπο και τα υπαρξιακά προβλήματά του.

Ας μη λησμονήσουμε ότι ο δυτικός άνθρωπος δεν είναι πλέον ο άλλος, ο απέναντι και έξω από την Εκκλησία μας, αλλά ο ενορίτης μας, όπως θα είναι και τα παιδιά του, τα παιδιά των παιδιών του. Η κριτική συνεπώς δεν πρέπει να ασκείται με την αντιπαράθεση «εμείς και οι άλλοι». Αλλά με τη συμπάθεια και την κατανόηση που θα εδείχναμε προς τους δικούς μας, προς τα ίδια μας τα παιδιά. Τρίτον, η μαρτυρία της Ορθοδοξίας ως εποικοδομητική και δημιουργική παρουσία στο χώρο της Δύσεως δεν πρέπει να ασκείται κυρίως δια των λόγων, είτε πρόκειται για προφορικό, είτε γραπτό, είτε πλέον και για ηλεκτρονικό λόγο. Η καλύτερη μαρτυρία είναι η ίδια η Εκκλησία, όταν συγκροτείται και λειτουργεί σωστά. Όταν π.χ. μέσα στον ατομοκρατούμενο δυτικό πολιτισμό μας υπάρχει και λειτουργεί σωστά η Ενορία.

Η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον πολιτισμό μας είναι πολύ πιο σημαντική από όλα τα κηρύγματα και την αρθρογραφία μας. Διότι με τον τρόπο αυτό προβάλλεται ένα πρότυπο και μια στάση ζωής, μια εναλλακτική λύση στα αδιέξοδα που δημιουργεί ο ατομισμός των κοινωνιών μας. Το ίδιο ισχύει και για την ευχαριστιακή κοινότητα και την ασκητική παράδοση και εμπειρία της Εκκλησίας μας ως αντίδοτα στα αδιέξοδα που δημιουργεί η οικολογική κρίση και ο ευδαιμονισμός του πολιτισμού μας. Αν η Ορθοδοξία έχει συγκροτημένη και σωστή Ενορία, ευχαριστιακή κοινότητα και μοναχικό βίο σύμφωνα με τη θεολογική της παράδοση, τότε η παρουσία της όχι μόνο θα προστατεύσει την ίδια από την αφομοίωση, αλλά θα επενεργήσει ως φύραμα λυτρωτικό για ολόκληρο τον σύγχρονο κόσμο. Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για την είσοδό μας ήδη στην Τρίτη μετά Χριστόν Χιλιετία.

Τι θα φέρει η Χιλιετία αυτή στον πολιτισμό μας: Αν ο σύγχρονος κόσμος, ο μετά τον Διαφωτισμό πολιτισμό μας, ακολουθήσει την εγγενή στα κύρια χαρακτηριστικά του νομοτέλεια, τότε ορισμένα βασικά στοιχεία του πολιτισμού του αιώνος αυτού διαγράφονται ήδη σαφώς στον ορίζοντα. Αυτά είναι δυο μεγάλων κατηγοριών.

Πρώτον είναι το πρόβλημα της διασώσεως του ανθρωπίνου προσώπου. Το πρόσωπο δεν είναι άτομο. Είναι μεγάλη η διαφορά μεταξύ ατόμου και προσώπου. Το άτομο νοείται ως μονάδα απομονωμένη, καθευατήν. Το πρόσωπο δεν μπορεί να νοηθεί ως μονάδα απομονωμένη. Το πρόσωπο είναι μια ταυτότητα, μια ιδιαιτερότητα, που προέρχεται από σχέση με τους άλλους.

Ένα πρόσωπο δεν υπάρχει. Είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για ένα πρόσωπο. Και ο Θεός είναι τρία πρόσωπα. Δεν μπορούμε να πούμε, ότι ο Θεός είναι ένα πρόσωπο. Με κανένα τρόπο. Επομένως, η έννοια του προσώπου είναι αντίθετη προς την έννοια του ατόμου. Και αυτή η έννοια του προσώπου, που πηγάζει από σχέσεις με τους άλλους, καταλήγει σε μια μοναδικότητα και προϋποθέτει μια ελευθερία, που δεν είναι απαραίτητη στην περίπτωση του ατόμου. Και σήμερα ακριβώς η πρόοδος της επιστήμης, η γνώση, απειλεί το πρόσωπο.

Απειλεί την έννοια του προσώπου. Θέλει να το μεταβάλει σε άτομο, το οποίο χρησιμοποιείται για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του και τις επιθυμίες του.
Αλλά έτσι ο άνθρωπος από ύψιστος σκοπός, γίνεται μέσον προς σκοπόν. Τέτοιες απειλές κατά του προσώπου δημιουργεί πλέον ο πολιτισμός μας με την πρόοδο της γνώσεως. Η γνώση αρχίζει πλέον να μας απειλεί. Και έρχεται με τη μορφή των διαφόρων επιστημών, κυρίως δε με τη μορφή της Βιολογικής Επιστήμης. Όλοι μας αρχίζομε πλέον να διερωτώμεθα τι θα γίνει; Είναι αλματώδης η πρόοδος αυτή. Κάθε μέρα ακούμε και κάτι άλλο. Μόλις στη χθεσινή εφημερίδα διαβάσαμε «διασταύρωση ανθρώπου και ποντικού», αν δεν κάνω λάθος. Η δημιουργία αντιγράφων των ανθρώπων με τη μέθοδο της κλωνοποίησης υπόσχεται πάρα πολλά στη βελτίωση, στην ευδαιμονία του ατόμου.

Αλλά τι γίνεται με τη μοναδικότητα του προσώπου; Όταν πλέον μπορούμε να παράγουμε αντίγραφα ανθρώπων. Και όταν μπορούμε αυτά τα αντίγραφα να τα παράγουμε με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουμε ως πράγματα, για να βελτιώσομε την υγεία ή την ευδαιμονία του ανθρώπου. Φτιάχνομε έναν άνθρωπο, για τον χρησιμοποιήσομε ως όργανο για να θεραπεύσομε έναν άλλο άνθρωπο. Η μοναδικότητα του προσώπου είναι πλέον τεράστιο πρόβλημα του πολιτισμού μας. Ακούει κανείς και από ειδικούς Γενετιστές, όπως συνέβη να ακούσω όταν πρωτοεμφανίστηκε το επίτευγμα της κλωνοποίησης από Καθηγητή της Γενετικής εδώ στην Ελλάδα:

Τι ωραιότερο πράγμα υπάρχει από το να μπορούμε να κάνομε αντίγραφα ανθρώπων, εις τρόπον ώστε, όταν μια μητέρα χάσει το παιδί της, να της πούμε: Ορίστε, πάρε το αντίγραφό του! Μα έχομε πραγματικά χάσει εντελώς την έννοια της μοναδικότητας; Μπορεί να παρηγορηθεί μια μητέρα με το αντίγραφο του παιδιού της, όσο και αν αυτό είναι ακριβές; Ίσως μπορεί. Αλλά εάν φτάσει και η μητέρα να παρηγορείται από το αντίγραφο, τότε πλέον να ξεχάσομε τη μοναδικότητα. Είναι λοιπόν τεράστιο το πρόβλημα. Ένα άλλο πρόβλημα που δημιουργεί πλέον η πορεία του πολιτισμού, και μη σας φανεί περίεργο, είναι η διάσωση του σώματος. Ναι, το σώμα απειλείται.

Εάν σκεφτούμε βαθύτερα τι συνεπάγεται η πληροφορική, το Διαδίκτυο και όλα αυτά τα μέσα, με τα οποία οι άνθρωποι επικοινωνούν πλέον μεταξύ τους, καταλαβαίνουμε ότι το μεγαλύτερο θύμα όλου αυτού του πολιτισμού είναι το ανθρώπινο σώμα. Δεν χρειάζεται πλέον να χρησιμοποιώ το σώμα μου για να ψωνίζω, να πάω στο διπλανό μαγαζί να συναντήσω εκεί το γείτονά μου να ψωνίζει και αυτός. Μπορώ θαυμάσια μέσω του Διαδικτύου να παραγγείλω τα ψώνια, να κάθομαι στο σπίτι μου, να επικοινωνώ με τους γείτονές μου, με τους φίλους μου, χωρίς να χρησιμοποιώ το σώμα μου. Χωρίς το σώμα αυτό να το έχω ως μέσο κοινωνίας με τους άλλους. Θα είναι λοιπόν θύμα του πολιτισμού το σώμα! Και δεν είναι τυχαίο, ότι όλο αυτό συνδέεται με έναν άλλο κίνδυνο πολύ σημαντικό, που είναι ο κίνδυνος για τη φύση. Για το λεγόμενο οικολογικό πρόβλημα ακούγονται πάρα πολλά σήμερα. Λησμονούμε ίσως ότι η ευθύνη, η κοσμοθεωριακή ευθύνη για την εμφάνιση της οικολογικής κρίσεως, είναι ακριβώς η θεώρηση του ανθρώπου ως σκεπτομένου όντως, το οποίο μπορεί τον υλικό κόσμο να τον κάνει ό,τι θέλει.

Αυτή η αποξένωση του ανθρώπου από το ίδιο το σώμα του με το οποίο σώμα του συνδέεται με τον υπόλοιπο κόσμο, αυτή η αποκοπεί του ανθρώπινου προσώπου από το σώμα του, συνδέεται με την αποκοπή του από τη φύση, με την οποία συνδέεται το σώμα του. Κάνομε εμείς οι Θεολόγοι μεγάλη πολεμική κατά του Δαρβίνου, διότι είχε κάποιες μορφές, με τις οποίες παρουσίασε τη θεωρία του, που θα μπορούσαν να μας προβληματίσουν. Αλλά το να τονίσει κανείς την αλήθεια, ότι ο άνθρωπος βιολογικά συνδέεται με τα υπόλοιπα ζώα είναι μια αλήθεια που τη χρειαζόμαστε πάρα πολύ σήμερα. Και η οικολογική κρίση δεν θα αντιμετωπισθεί χωρίς αυτή τη σύνδεση πλέον του ανθρώπου. Την αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι σώμα, είναι μέρος του υπολοίπου κόσμου και όταν καταστρέψει τα άλλα ζώα, καταστρέφει τον εαυτό του. Και ερχόμαστε στο μεγάλο πρόβλημα, στη μεγάλη ευθύνη της Εκκλησίας.

Η Εκκλησία δεν κάνει τίποτα για όλα αυτά. Βεβαίως γίνονται πολλά και ιδίως σ’ αυτόν το χώρο, όπως είπα και στην αρχή, για να ψηλαφίσομε τα προβλήματα, να διαλεχθούμε Εκκλησία και Επιστήμη, Θεολογία και Επιστήμη για τα προβλήματα αυτά. Αλλά η Εκκλησία στο σύνολό της δεν έχει ακόμη βρει τον δρόμο της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι απουσιάζει εντελώς από την Εκκλησία η έννοια της αμαρτίας κατά της φύσεως, της αμαρτίας κατά του φυσικού περιβάλλοντος. Ποιος πνευματικός επέβαλε επιτίμιο σε κάποιον που εμόλυνε το περιβάλλον; Και ποιος πιστός πίστεψε ποτέ, ότι αμάρτησε, επειδή κατέστρεψε το περιβάλλον; Χρειαζόμαστε μια αναθεώρηση βασική ορισμένων πραγμάτων. Και όλα αυτά είναι μπροστά μας.


Περιοδικό Διάλογοι Καταλλαγής, Οκτώβριος – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2002** Ομιλία του Σεβασμ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. κ. Ιωάννη κατά την τελετή αναγορεύσεώς του σε  Έταιρον της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης στις 1 Δεκεμβρίου 2002

ΠΗΓΗ:  www.e-politismos.gr 

http://antifono.com/joomla.gr_1.0.13_ … &id=149&Itemid=29

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση