ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΕΝΥΑΣ

Ιερα Μητρόπολη Κένυας

Η ιστορία της Ορθοδόξου Ιεραποστολής στην Κένυα άρχισε με την αναζήτηση δύο νέων από την Ουγκάντα, του Οβαδία και του Ρουβήμ, που ανήκαν στην Αγγλικανική Εκκλησία και έψαχναν να βρουν την αληθινή πίστη των Αποστόλων και των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Μαζί με μια ηγετική φυσιογνωμία της Κένυα, τον Γεώργιο Γκαδούνα, και άλλους Κενυάτες της φυλής Κικούγιου ήρθαν σε επαφή με τον Έλληνα Αρχιμανδρίτη στην Τανζανία π. Νικόδημο Σαρίκα και με τον Μητροπολίτη Νοτίου Αφρικής κ. Ισίδωρο.

Ο π. Νικόδημος επισκέφθηκε την περιοχή το 1933 και μετέφερε τις ευλογίες του τότε Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελετίου Μεταξάκη. Είχε μπει ο θεμέλιος λίθος, καθώς τα επόμενα εννέα χρόνια η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας έλαβε πολλές εκθέσεις για τη ζωή και την κίνηση των Ορθοδόξων Αφρικανών της Ανατολικής Αφρικής και με ιδιαίτερη χαρά δέχτηκε την απόφασή τους να ενταχθούν στην πνευματική και διοικητική του δικαιοδοσία.

Έτσι, το 1942 και με εντολή της Ιεράς Συνόδου επισκέπτεται την περιοχή ο Μητροπολίτης Αξώμης Νικόλαος και υποβάλλει σχετική έκθεση. Οι Ορθόδοξοι της Κένυας ηγούνται την εποχή εκείνη της ομάδας των Κενυατών που προσπαθεί να αποτινάξει την αγγλική αποικιοκρατία και το 1952 οι τότε αρχές κλείνουν όλα τα σχολεία και τις εκκλησίες και κλείνουν πολλούς ιθαγενείς αδελφούς μας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Το 1958 το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ιδρύει την Ιερά Επισκοπή Ριρούτας (Κένυας), στην οποία υπήχθησαν όλες οι χώρες της Ανατολικής Αφρικής, και τοποθετεί πρώτο Μητροπολίτη τον Νικόλαο, μετέπειτα Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Πρώτος ιεραπόστολος και εργάτης του Ευαγγελίου στην Κένυα υπήρξε ο π. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος και τον ακολούθησαν οι π. Αθανάσιος Ανθίδης, π. Ανδρέας Τσίρος, π. Γαβριήλ Νικολαΐδης και πολλοί λαϊκοί.

Μια μεγάλη εκκλησιαστική φυσιογνωμία που πέρασε από την περιοχή της Κένυα ήταν και Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος ο Γ΄, όταν το 1970 εξορισμένος από τους Άγγλους κατακτητές μετέβη εκεί και φρόντισε να ανεγείρει το 1971 στο Ναϊρόμπι την Πατριαρχική Ιερατική Σχολή «Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος ο Γ΄», στην οποία μορφώνονται μέχρι σήμερα οι ιεροσπουδαστές που προορίζονται για τις θέσεις των κληρικών και των κατηχητών της Ι. Μητροπόλεως Κένυας. Την ίδια εποχή ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος βάπτισε και περί 10.000 Ορθοδόξους σε διάφορες περιοχές της Κένυα.

Από το 1981 μέχρι το 1992 τοποτηρητής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κένυας και Ειρηνουπόλεως διετέλεσε ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος, συμβάλλοντας στην αναζωπύρωση της ιεραποστολικής προσπάθειας στην Ανατολική Αφρική.

Σήμερα, στην Κένυα λειτουργούν 300 Ορθόδοξες Ενορίες και 52 Ιεραποστολικά Κέντρα, διακονούμενα από 160 Αφρικανούς ιερείς, η Πατριαρχική Ιερατική Σχολή, όπου η φοίτηση είναι τριετής, μια Παιδαγωγική Σχολή «Κλήμης ο Αλεξανδρεύς», μια Τεχνική Σχολή, μια Σχολή Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, μια Σχολή Κοπτικής – Ραπτικής, 5 Γυμνάσια – Λύκεια, 13 Δημοτικά Σχολεία, 150 Κατηχητικά Σχολεία με 250 λαϊκούς κατηχητές, 50 Νηπιαγωγεία, ένα Ορφανοτροφείο και 10 μικρές κλινικές.

Η Ιερά Μητρόπολη Κένυας παραχωρεί σε άπορα και ορφανά παιδιά 3.000 υποτροφίες και υιοθεσίες, πραγματοποιεί σεμινάρια με θέματα ορθόδοξης πνευματικότητας σε νέους και μητέρες, παρέχει δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και πραγματοποιεί διανοίξεις πηγαδιών για την κάλυψη της βασικής ανάγκης πόσιμου ύδατος σε περιοχές που το στερούνται. Παράλληλα, σε συνεργασία με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Φινλανδίας εφαρμόζει πρόγραμμα καταπολέμησης της μάστιγας του AIDS.

 

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΑΤΡΕΨΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΝΟ ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ

Καλκούτα 10 Φεβρουαρίου 2007
 

Στην Ινδία προσπαθήσαμε να δώσουμε έμπρακτα τη μαρτυρία της αγάπης μας και να σταθούμε αρωγοί των πτωχών και ασθενών που πλεονάζουν σε αυτή τη χώρα.

Έτσι αναπτύχθηκε , με τη χάρη του Θεού, ένα αξιόλογο ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ.

Δυστυχώς ΛΟΓΩ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΧΡΗΜΑΤΩΝ και μεγάλου ΧΡΕΟΥΣ στον εργολάβο σταμάτησαν οι εργασίες αποπεράτωσης του κτηρίου που προοριζόταν για : ΟΙΚΟ ΚΑΙ ΣΧΟΛΗ ΤΥΦΛΩΝ

Αυτό το μεγάλο κτίριο, αν βοηθήσει ο Θεός και τελειώσει, προορίζεται τελικά να γίνει ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ. Το κόστους λειτουργίας της είναι πολύ μικρότερο από ότι για ένα οικοτροφείο και σχολή τυφλών, ενώ η αναγκαιότητα για μια τέτοια κλινική στη περιοχή αυτή είναι μεγαλύτερη. Μια στατιστική αναφέρει ότι υπάρχουν περίπου 6.000.000 τυφλοί στη Δυτική Βεγγάλη διότι ΑΔΥΝΑΤΟΥΝ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ για ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ.

Για την λειτουργία των ως άνω προγραμμάτων, την αποπεράτωση των υπό ανέγερση κτιρίων και την κάλυψη των πολλαπλών αναγκών της Ορθόδοξης ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ μας, όπως μαντρότοιχοι, χώροι υγιεινής, απολύτως αναγκαία και άμεση επισκευή κτιρίων, πριν αρχίσει η περίοδος των Μουσώνων, αποτολμώ να κάνω έκκληση στα φιλάνθρωπα αισθήματά σας και να σας ζητήσω να σταθείτε και πάλι αρωγοί στη ταπεινή μας προσπάθεια. Έχουμε άμεση ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης ΩΣΤΕ ΝΑ ΑΠΟΠΛΗΡΩΣΟΥΜΕ ΤΟ ΕΝΥΠΑΡΧΟΝ ΧΡΕΟΣ ( 72.000 ευρώ ), να διατηρήσουμε και να συνεχίσουμε το όλο έργο. Ακόμα και η ελάχιστη συμβολή σας θα είναι για εμάς πολύτιμη.

Πάνω από όλα να προσεύχεσθε στο Κύριο να μας οπλίζει με υπομονή και κουράγιο, να μας φωτίζει στην επίλυση των πολλαπλών προβλημάτων, να μας στηρίζει σε αυτό το δύσκολο αγώνα, ώστε να δοξάζεται το Πανάγιο Όνομά Του και να σώζονται ψυχές…
Με εκτίμηση και αγάπη Χριστού
Μοναχή Νεκταρία

Το Ορθόδοξο κλαμπ Χριστιανισμός , σε συνεργασία με όλους τους Ορθόδοξους Συλλόγους , αναλαμβάνει ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ, για την ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ της ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ στη Δυτική Βεγγάλη στην Ινδία. Δεν έχουμε τις μεγάλες οικονομικές δυνατότητες, αλλά κάνουμε έκκληση σε όλα τα μέλη, σε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς που μπαίνουν στο pathfinder και σε άλλες ορθόδοξες ιστοσελίδες.

Η όποια ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ μας να κατατεθεί στους ακόλουθους τραπεζικούς λογαριασμούς και στη συνέχεια η ταχυδρομική απόδειξη να σταλεί στον αντίστοιχο Ορθόδοξο Σύλλογο με την ένδειξη :
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ

1. Πανελλήνιο Χριστιανικό Όμιλο Ορθοδόξου Ιεραποστολής ( http://www.ierapostoli.gr/about.php )( http://www.ierapostoli.gr/images/periodiko/97/Ierapostolikos_Taxidromos_97.pdf )
Εθνική Τράπεζα 143/540.033-38

2. ( http://www.greekorthodoxchurch.org/ierapostoli/first_text.html ) H Αδελφότητα Ορθοδόξου Εξωτερικής Ιεραποστολής Θεσσαλονίκης, η οποία δέχεται ξεχωριστά βοήθεια για την ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ και έχει αποστείλει ένα μικρό ποσό:

1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ : 80765011
2. ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ : 215-04-0043 33-71
3. ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ : 256/480006-09
4. EUROBANK : 206/0101157390
3. ( http://www.hellasindia.gr/contact.html )
4. ( http://www.iersyn.gr/support.html )
5. ( http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/mission/ierapostolh.asp?content=content&main=periodiko.htm

ΠΩΣ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΟΙ ΓΗΓΕΝΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΙΝΔΟΝΗΣΙΑΣ

Σάββατο, 27 Δεκέμβριος 2008

ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ

Aγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί.

Πρίν πέντε χρόνια,χαριτι και ευδοκία Θεού,γνωρίσαμε τον υπεύθυνο του Ιεραποστολικού Ορθόδοξου κλιμακίου της Εξαρχίας της Ινδονησίας π.Χρυσόστομο Manalu.
Η επικοινωνία μαζί του ,μας αποκάλυψε το τεράστιο έργο που επιτελεί στο Medan της Σουμάτρας ,έχοντας σαν βασικό συνεργάτη του την πρεσβυτέρα Ελισσάβετ και τα τρία παιδιά του.
Ο π.Χρυσόστομος ,πρίν ασπασθεί την Ορθοδοξία,ήταν πάστορας της Προτεσταντικής Εκκλησίας.Γνώρισε με την σύζυγό του την Ορθοδοξία,όταν σπούδαζαν σε Προτεσταντική Θεολογική σχολή, δια μέσου του πρώτου Ορθόδοξου Ιεραπόστολου π.Δανιήλ Bambang.Βαπτίστηκαν Ορθόδοξοι και σπούδασαν στην συνέχεια και οι δύο Θεολογία στη Θεσσαλονίκη.
Ο π. Χρυσόστομος χειροτονήθηκε ιερέας το 1994 και το 1995 πήγε στην Ινδονησία για να εργαστεί εκεί ιεραποστολικά στην πατρίδα του. Οργάνωσε μια σύγχρονη Ορθόδοξη Ιεραποστολή,που περιλαμβάνει.
Α.Πέντε ορθόδοξες Κοινότητες-ενορίες.
Β.Οικοτροφείο ,όπου φιλοξενούνται δωρεάν 21 ορφανά παιδιά.
Γ.Τρία Νηπιαγωγεία,τρία δημοτικά ,δύο Γυμνάσια και ένα Λύκειο.
Δ.Την Θεολογική Σχολή του Αποστόλου Παύλου,όπου φοιτούν 40 φοιτητές.
Ε.Την Ακαδημία ηλεκτρονικών υπολογιστών ,όπου φοιτούν 100 φοιτητές.
Στ.Κλινική στο νησί Νιας ,που χτυπήθηκε από τον εγκέλαδο τον Μαρτιο του 2005 και το τσουνάμι τον Δεκέμβριο του 2004.
Ζ.Τον Ραδιοφωνικό σταθμό «Η Φωνή της Ορθοδοξίας».
Η αλληλογραφία που διατηρήσαμε με τον π.Χρυσόστομο,μας καλλιέργησε την ιδέα να δημιουργήσουμε άτυπα ,μια ομάδα φίλων της Ιεραποστολής της Ινδονησίας,προκειμένου να βοηθήσουμε το Ιεραποστολικό κλιμάκιο στο δύσκολο Κατηχητικό του έργο.
Έτσι σε τακτά χρονικά διαστήματα συγκεντρώνουμε χρήματα και τα στέλναμε στην Ινδονησία .Με τα χρήματα αυτά εκδόθηκε η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην τοπική διάλεκτο ,σε πεντακόσια αντίτυπα, ενισχύσαμε την κλινική στο νησί Νιάς καθώς και την Θεολογική Σχολή του Αποστόλου Παύλου.
Πριν ενάμιση χρόνο, προχωρήσαμε στην ιδιωτική έκδοση του πρώτου αφιερωματικού τόμου(392 σελίδων) στην Θεοτόκο με τον τίτλο –Η ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ.
Αν και την διακίνηση ανέλαβε πανελλαδικά μεγάλος Εκδοτικός Οργανισμός ,είχαμε την ιδέα να διακινήσουμε ένα περιορισμένο αριθμό αντιτύπων σε ειδική τιμη-προσφορά και τα έσοδα να διατεθούν για τις ανάγκες του κλιμακίου στο Medan .ήδη το βιβλίο μεταφράζεται και στα Ινδονησιακά και θα αποτελέσει βασικό εργαλείο της Ορθόδοξης Ιεραποστολής.
Έτσι λοιπόν από τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν ένα μέρος θα διατεθεί για την έκδοση του βιβλίου και ένα άλλο μέρος θα διατεθεί για την ανέγερση και λειτουργία της ΠΡΩΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΜΟΝΗΣ ΣΤΗΝ ΣΟΥΜΑΤΡΑ.
Γι΄αυτό σας απευθύνουμε αυτή την επιστολή,προκειμένου αν θέλετε να συμμετέχετε σε αυτήν την προσπάθειά μας.
Τα αντίτυπα του βιβλίου διατίθενται ως εξής.
Α.πό ένα(1) έως πέντε (5) αντίτυπα στην τιμή των 25 ευρώ το ένα.(συν τα ταχυδρομικά)
Β.Από έξι (6) αντίτυπα και πάνω στην τιμή των 20 ευρώ το αντίτυπο.(συν τα ταχυδρομικά)
(Στα βιβλιοπωλεία το βιβλίο διατίθενται στην τιμή των 40 ευρώ)

Όσοι επιθυμούν να προμηθευτούν το βιβλίο αυτό ας στείλουν τα στοιχεία τους (όνομα-διεύθυνση) στο e-mail . athanasiou.art@tellas.gr

Ευχόμαστε η Χάρις του επιφανέντος Χριστου δια των πρεσβειών της Υπερευλογημένης Θεοτόκου να είναι μαζί σας
Φωτογραφίες και άλλα στοιχεία μπορείτε να βρειτε στo ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ BLOG στην διεύθυνση

http://ierapostoliko.blogspot.com/

ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΑ ΜΙΑ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ;

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΣΙΕΡΑ ΛΕΟΝΕ

Ζητούνται ΔΩΡΗΤΕΣ για την πρώτη ΟΡΘΟΔΟΞΗ Παιδαγωγική Ακαδημία της Σιέρρα Λεόνε.

Τετάρτη, 19 Νοέμβριου, 2008

Στο τεύχος του β’τριμήνου 2008, του Ορθ. Χριστιανικού Ιεραποστολικού περιοδικού Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, διαβάζουμε το ακόλουθο απόσπασμα από τη Σιέρρα Λεόνε. :Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη…» (Ματθ. 28,19).

Διαβάζουμε για τις ανυπέρβλητες ανθρωπίνως δυσκολίες, για τους κόπους και τις ποικίλες ταλαιπωρίες των πρώτων Ορθοδόξων Ιεραποστόλων στην Αφρική, του ευλογημένου εκείνου πρωτοπόρου γέροντος π. Χρυσοστόμου Παπασαραντόπουλου και του δραστήριου και δημιουργικού π. Κοσμά Γρηγοριάτου, οι οποίοι με πολύωρες εξαντλητικές πορείες ή με στοιχειώδη και πολλές φορές με ανύπαρκτα μηχανικά μέσα προσπάθησαν, πριν από 50 περίπου χρόνια, να σπείρουν τον σπόρο της Ορθοδόξου Πίστεως στις απέραντες εκτάσεις της Αφρικής.

Σήμερα, μέσα πια στον 21ο αιώνα, πώς άραγε θα μπορούσε να αρχίσει μία νέα Ιεραποστολική προσπάθεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας στην αφρικανική ήπειρο;    

Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πώς άρχισε πριν από λίγους μήνες μία νέα Ορθόδοξη Ιεραποστολική προσπάθεια στην Αφρική εκ του μηδενός στην κυριολεξία.
Πρόκειται για την Σιέρα Λεόνε, μια μικρή χώρα 5 εκατομμυρίων κατοίκων, στην Δυτική Αφρική, την πιο φτωχή χώρα του κόσμου σύμφωνα με πρόσφατα διεθνή στατιστικά δεδομένα. Μια χώρα κατεστραμμένη και εξουθενωμένη από τον ενδεκαετή (11 ολόκληρα χρόνια!) εμφύλιο πόλεμο, που τελείωσε μόλις πριν από τρία χρόνια, αλλά άφησε σε όλη την χώρα ερείπια, φτώχεια και εξαθλίωση. Γέμισε τους δρόμους της, και ιδίως της πρωτεύουσας Φριτάουν, με γέρους και νέους ακρωτηριασμένους από την εκδικητική μανία των αντιπάλων. Σκόρπισε παντού πλήθος ζητιάνων όλων των ηλικιών που ζητούν απεγνωσμένα κάτι το στοιχειώδες για να βάλουν στο στόμα τους, όπως δείχνουν με απελπισμένες κινήσεις των χεριών τους.

Όμως ο λόγος του Κυρίου μας «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη…» (Ματθ. 28,19) είναι πάντοτε επίκαιρος και πάντοτε επιτακτικός προς όλους μας, ιδίως
μάλιστα προς τις ψυχές εκείνες που είναι αφιερωμένες σ’ Εκείνον. Κι ένας τέτοιος διάκονος του Ευαγγελίου είναι ο π. Θεμιστοκλής Αδαμόπουλος, που επί δέκα περίπου χρόνια έχει αναπτύξει σπουδαίο Ιεραποστολικό, φιλανθρωπικό και εκπαιδευτικό έργο στην Κένυα. Από το διαδίκτυο πληροφορήθηκε ότι η Σιέρα Λεόνε, στην άλλη άκρη της Αφρικής, δεν έχει ακούσει τίποτε για την Ορθοδοξία, δεν έχει ούτε έναν Ορθόδοξο! Τι κι αν οι συνθήκες εκεί είναι πολύ πιο δύσκολες από την Κένυα; Τι κι αν μερικοί προσπαθούσαν για δικούς τους λόγους – άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου- να τον αποτρέψουν από το δύσκολο εγχείρημα και να του μαράνουν τον πάντοτε ζωντανό Ιεραποστολικό του ζήλο; Τι κι αν θα άρχιζε στην νέα χώρα, την μακρινή και πάμφτωχη Σιέρα Λεόνε κυριολεκτικά εκ του μηδενός, άγνωστος αυτός μεταξύ αγνώστων;

Με την αμέριστη αγάπη και την ευλογία του Μακαριοτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεοδώρου Β’, και με τρεις συνεργάτες του από την Κένυα, άρχισε πριν από πέντε περίπου μήνες το Ιεραποστολικό του έργο στην Σιέρα Λεόνε. Με την μόρφωση  που διαθέτει, με την ακαδημαϊκή πανοπλία του, παλιός αυτός καθηγητής πανεπιστημίων της Αυστραλίας και της Αμερικής, με την άνεση του στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά και με την ευλογία και την άδεια του Επισκόπου Γκάνας κ. Δαμασκηνού, στον οποίο ανήκει εκκλησιαστικώς η Σιέρα Λεόνε, κινήθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις. Επισκέφθηκε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της χώρας, είδε Υπουργούς, είδε τον Δήμαρχο και τους Δημοτικούς Συμβούλους, επισκέφθηκε σχολεία και το πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας. Μίλησε σε δασκάλους, διευθυντές, καθηγητές και μαθητές, επισκέφθηκε την φυλακή της πρωτεύουσας και μίλησε στους φυλακισμένους. Επίσης, συναντήθηκε με τους εκπροσώπους των άλλων χριστιανικών δογμάτων και των Μουσουλμάνων, καθώς το 50% των κατοίκων της Σιέρα Λεόνε είναι Μουσουλμάνοι, μεταξύ των οποίων και αρκετοί Υπουργοί και άλλοι επίσημοι του κράτους. Προς όλους μίλησε απλά, ειλικρινά και ανθρώπινα: «Είμαστε Ορθόδοξοι και θέλουμε να ιδρύσουμε την Ορθόδοξη Εκκλησία στην χώρα σας».
Τόσο απλά.

Και δεν έμεινε στα λόγια. Ο Ιεραποστολικός του ζήλος από τις πρώτες κιόλας ημέρες, μεταφράστηκε σε συγκεκριμένα έργα αγάπης και χριστιανικής προσφοράς. Οργάνωσε συσσίτιο για 100 και πλέον ζητιάνους και αναπήρους της πόλεως, οι οποίοι δύο ημέρες την εβδομάδα βρίσκουν μαγειρεμένο μεσημεριανό φαγητό, με προοπτική αυτό το πρόγραμμα να γίνει ημερήσιο, όταν εξευρεθούν τα επιπλέον χρήματα. Και ο κόσμος, επίσημοι και απλοί άνθρωποι, ένιωσαν την ζεστασιά της αγάπης του, κι ανταποδίδουν την φιλική διάθεση και προχώρησαν ήδη, μέσα σε τρεις μόλις μήνες, σε προσφορές ανταποδόσεως αυτής της αγάπης του.

Συγκεκριμένα:

1) Με απόφαση της Κυβερνήσεως της Σιέρα Λεόνε η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίστηκε ως μία από τις επίσημες θρησκείες-δόγματα της χώρας, με κεφαλή και αναφορά στο Ελληνικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής.

2) Ο Δήμαρχος και το Δημοτικό Συμβούλιο της πρωτεύουσας Φριτάουν δώρισαν στο Ορθόδοξο Ιεραποστολικό Κλιμάκιο μας δεκατέσσερα στρέμματα σε κεντρικό οικόπεδο της πόλεως, μέσα στο οποίο θα ανεγερθεί μεγάλος Ορθόδοξος Ι. Ναός, ο πρώτος στην Σιέρα Λεόνε, και Ορθόδοξο Βιβλιοπωλείο.  

3) Το Υπουργείο Χωροταξίας και Περιβάλλοντος της Σιέρα Λεόνε προσέφερε στην εκεί νεοσύστατη Ορθόδοξη Εκκλησία μας, άλλο οικόπεδο τεσσεράμισι περίπου στρεμμάτων σε κεντρική περιοχή της πρωτεύουσας, που βρίσκονται το κτίριο της
Προεδρίας της Δημοκρατίας, η Εθνική Βιβλιοθήκη της χώρας, το Βρετανικό Συμβούλιο και άλλα επίσημα κτίρια. Η όλη περιοχή είναι πολύ κατάλληλη για την λειτουργία μιας Ορθοδόξου Παιδαγωγικής Σχολής με τον Ορθόδοξο Ι. Ναό της, την Βιβλιοθήκη της, μελλοντικά ίσως το Οικοτροφείο των φοιτητών της, που θα σπουδάζουν οι νέοι και οι νέες την Παιδαγωγική Επιστήμη, θα μαθαίνουν την Ορθόδοξη πίστη και λατρεία, και όπου θα μετεκπαιδεύονται επίσης οι υπηρετούντες ήδη δάσκαλοι και καθηγητές.

Την ανέγερση του πρώτου τμήματος της Παιδαγωγικής αυτής Σχολής και του Ορθοδόξου Ναού της ανέλαβε με δαπάνες των ευσεβών δωρητών του ο Ιεραποστολικός Σύνδεσμος «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός». Έτσι, με την χάρη του Θεού και την ευλογία του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, θα λειτουργήσει προσεχώς η πρώτη Ορθόδοξη Παιδαγωγική Σχολή πανεπιστημιακού επιπέδου στην Δυτική Αφρική, για την εκπαίδευση και μετεκπαίδευση Ορθοδόξων δασκάλων και καθηγητών, που θα στελεχώσουν τα Ορθόδοξα σχολεία της Σιέρα Λεόνε και ενδεχομένως και των άλλων χωρών της Δυτικής Αφρικής.

Η  Κυβέρνηση της Σιέρα Λεόνε παραχώρησε στην εκεί Ορθόδοξη Εκκλησία μας 4 Σχολεία (2 Δημοτικά και 2 Γυμνάσια) με 2.000 μαθητές και μαθήτριες συνολικά, για να διοικούνται και να συντηρούνται – εκτός των μισθών των εκπαιδευτικών που θα πληρώνει η Κυβέρνηση της χώρας- από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας.  

Είναι πραγματικά θαύμα ότι επιτεύχθηκαν τόσα πολλά μέσα σε μόλις πέντε μήνες! Όμως δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε, διότι ο Κύριος μας προειδοποίησε: «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. 17,20-21). Αυτή την πίστη μπορώ να μαρτυρήσω ότι έχει ο π. Θεμιστοκλής, αλλά συγχρόνως έχει στο νου του, όπως φαίνεται από τήν συμπεριφορά του, την υπενθύμιση του Αποστόλου Παύλου: «Ου του θέλοντος, ουδέ του τρέχοντος, αλλά του Ελεούντος Θεού» (Ρωμ. 9,16).

Η νεοσύστατη Ορθόδοξη Εκκλησία έκανε ήδη αισθητή την παρουσία της στην Σιέρα Λεόνε. Όμως αυτή η νεοσύστατη Ορθόδοξη Εκκλησία χρειάζεται τις προσευχές αλλά και την βοήθεια μας, ηθική καί οικονομική. Τέλος, χρειάζεται καί κάτι άλλο. Χρειάζεται συνεργάτες έστω καί για μικρό χρονικό διάστημα, κι επομένως «ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ.19,12).
 

Οκτώβριος 12, 200

Η λειτουργία της επιστημονικής έρευνας και η λειτουργική γνωσιολογία

Πρωτοπρ. Γεώργιος Αναγνωστόπουλος
Τομέας Τηλεπικοινωνιών & Διαστημικής,Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, Δημοκρίτειο Παν. Θράκης
(Από τα πρακτικά του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου «Επιστήμες Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002)
 

Eισαγωγή

Πριν από λίγα χρόνια βρέθηκα επισκέπτης στην Ι. Μ. του Τ. Προδρόμου, στο Essex της Μ. Βρετανίας, που αποτελείται από Oρθόδοξους μοναχούς από όλη την Ευρώπη. Το μοναστήρι αυτό το ίδρυσε ένας εξέχων πνευματικός άνθρωπος της εποχής μας, ο γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Pώσος στην καταγωγή, ζωγράφος και πνευματικός αναζητητής στα νεανικά του χρόνια, ασκητής στο ʼγιον Όρος στην συνέχεια και πνευματικός οδηγητής πολλών Eυρωπαίων προς το τέλος της ζωής του. Στην Μονή μού ζήτησαν να μιλήσω σε μια σύναξη προσκυνητών.

Ήταν δύσκολο για μένα να δεχθώ την πρόσκληση αυτή, μέχρι που πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο του Γέροντα Σωφρονίου, με τίτλο «Περί Προσευχής», και διάβασα την πρώτη φράση του βιβλίου. Συνειδητοποίησα το θέμα για το οποίο θα μπορούσα να πω λίγα λόγια. Η πρώτη φράση του βιβλίου ήταν η εξής: «Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία, ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης[1]». Η τοποθέτηση αυτή ήταν το έναυσμα για εκείνη την μικρή ομιλία και για σκέψεις συνεχείς τα επόμενα χρόνια, και κατά κάποιο τρόπο, είναι και η βάση της σημερινής μου ομιλίας.

Η θέση ότι «η προσευχή είναι ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης», προκύπτει ως αποτέλεσμα συγκρίσεως και υποδηλώνει μια συσχέτιση μεταξύ της προσευχής αφενός και της τέχνης ή της επιστήμης αφετέρου. Παρουσιάζεται λοιπόν η Προσευχή ως οδός γνώσεως και εμπειρίας, αφού συγκρίνεται με την Επιστήμη και ως οδός ομορφιάς και δημιουργίας – μάλιστα «ατελεύτητης δημιουργίας»-, αφού συγκρίνεται με την Τέχνη.

Θα συζητήσω λοιπόν στην συνέχεια ορισμένα χαρακτηριστικά της ερευνητικής πρακτικής και μεθοδολογίας, συγκρίνοντάς τα με χαρακτηριστικά της πορείας προς την πνευματική γνώση, όπως αυτή μας παραδίνεται μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα στην ζωή και το πνεύμα της Θείας Λειτουργίας. Και, κατά κάποιο τρόπο, θα παρουσιάσω τις ταπεινές μου παρατηρήσεις, ως επιβεβαίωση του αποφθεγματικού λόγου του Γέροντα Σωφρονίου. Ότι, δηλαδή, «Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία, ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης».

Τι είναι η Θ. Λειτουργία; Είναι αυτή που δίνει ζωή μέσα στους αιώνες σε εκατομμύρια ανθρώπους. Είναι σαν σταγόνες βροχής που πέφτουν ήρεμα και ποτίζουν τη γη για να βλαστήσει. Είναι σαν φωτιά που θερμαίνει την ύλη για να γίνει φωτιστική. Είναι σαν απειλητικός άνεμος, στον οποίο δεν αντέχουν οι θεωρητικές κατασκευές και οι ιδιοτελείς προθέσεις, και υποχωρούν.

Και τι είναι η Επιστήμη; Είναι εκείνο το φαινόμενο που έχει προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών τους τελευταίους αιώνες, και ολοκλήρου σχεδόν του κόσμου σήμερα.

Μία σύγκριση, λοιπόν, των δύο μεθόδων γνώσεως, της Λειτουργικής και Επιστημονικής, είναι, κατά τη γνώμη μας, εξαιρετικής σημασίας για την ζωή μας σήμερα.

ΜΕΡΟΣ Α

Α1. H πίστη ως προϋπόθεση της γνώσης
 

Προ καιρού βρέθηκα σ’ ένα Πανεπιστήμιο στην Μ. Βρετανία για μια επιστημονική συνεργασία. Εκεί με πλησίασε ένας Έλληνας ερευνητής με φιλοσοφικές ανησυχίες και η συζήτηση εξελίχθηκε γρήγορα σε διερεύνηση καίριων επιστημολογικών θεμάτων. Ο συνομιλητής μου επιτέθηκε στη νεώτερη Επιστημολογία. «Είχα επισημάνει, πρώτος νομίζω, μου λέει, ότι οι αρχές του Popper είναι ανορθολογικές. Ό,τι δεν αποδεικνύεται ορθολογικά δεν το συζητάμε», πρόσθεσε με ύφος που μάλλον ήθελε να προκαλέσει την αντίδρασή μου. «Θα θέλατε να μου ορίσετε τι εννοείτε “αληθές”;», ερωτώ. «Αληθές, μου απαντά με ευκολία, είναι ό,τι μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά». «Μάλιστα. Η δήλωση που μόλις εκφέρατε μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά;», ερωτώ πάλι. «Όχι», μου απαντά με κάποιο τρόπο σαν να επειγόταν τώρα να εξομολογηθεί. «Ασφαλώς, ο ορισμός της επιστημονικής αλήθειας στηρίζεται σε μια λογική αντίφαση».

Ανέφερα τον προηγούμενο διάλογο, γιατί θεώρησα σημαντικό όχι την αξία των απαντήσεων που έδωσε ο συνομιλητής μου, που δεν ήταν πρωτότυπες, αλλά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος συνομιλητής μου μπορούσε να επιμένει σε μια «ορθολογική» περιγραφή της επιστήμης, έχοντας υπόψη του όλα τα κενά του Λογικού Θετικισμού και την επαναστατική αντίληψη για την επιστημολογία που έχουν επιβάλει στην νεότερη επιστημολογία με τις έρευνες τους οι Popper, Khun, Lakatos, Feyerabend και άλλοι. Διότι βέβαια, η απάντηση στο ερώτημα «τι σχέση έχει επιστήμη με την αλήθεια» ή και ακόμη στο ερώτημα «ποιο είναι το κριτήριο της επιστημονικής γνώσης» δεν δίνεται από τον άνθρωπο ως επιστήμονα, διότι καμία επιστημονική θεωρία δεν αντιμετωπίζει το ανωτέρω ερώτημα, αλλά δίνεται σ’ ένα ορίζοντα ευρύτερο της επιστημονικής μεθόδου. Δίνεται δηλαδή από τον επιστήμονα ως άνθρωπο-φιλόσοφο.

Η άποψη του συνομιλητή μου, ότι η επιστημονική περιγραφή του κόσμου είναι η τελική γνώση της αλήθειας, προϋποθέτει την άποψη ότι ο κόσμος είναι πλήρως αναγνώσιμος δια της επιστημονικής μεθόδου. Αλλά από πού προκύπτει ότι ο άνθρωπος με τις δυνάμεις του – την επιστημονική μέθοδο- μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο απολύτως; «Η πίστη αυτή στην επιστήμη, έτσι όπως υπάρχει σήμερα, είναι εξίσου ανορθολογική με την οποιαδήποτε θρησκευτική πίστη. Η μεγάλη πλειοψηφία των σημερινών ανθρώπων, μαζί και οι επιστήμονες, δεν έχουν έναντι της επιστήμης ορθολογική στάση: πιστεύουν σ’ αυτήν. Πρόκειται πράγματι για ένα είδος πίστης. Και αυτή την πίστη πρέπει να διαλύσουμε, που μεταφράζεται στην ιδέα ότι οι γιατροί, οι μηχανικοί, οι φυσικοί, οι οικονομολόγοι κατέχουν την απάντηση για όλα τα προβλήματα που τίθενται στην ανθρωπότητα», έγραψε ο διακεκριμένος Έλληνας φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης[2].

Είναι προφανές ότι η άποψη του Διαφωτισμού και του Λογικού Θετικισμού, που αποδέχεται την χρήση της επιστημονικής μεθόδου ως του μόνου έγκυρου οργάνου γνώσεως, ανάγει τον δημιουργό και χρήστη της επιστημονικής μεθόδου, τον άνθρωπο, σε απόλυτο κριτή της αλήθειας του Είναι, σε Κύριο και Θεό. Πρόκειται για την πιο ισχυρή έκφραση της ανθρωποκεντρικής αρχής. Αλλά η πίστη, όχι βέβαια στον πεπερασμένο άνθρωπο, αλλά στον Θεάνθρωπο είναι μια στάση που βρίσκεται και στην αρχή της Λειτουργικής Γνωσιολογίας. Η πίστη στην Αλήθεια του Θεανθρώπου είναι η βάση από την οποία ξεκινά ο άνθρωπος την πορεία προς την γνώση του Θεού.

Α2. H γνώση ως λειτουργία

Γνωρίζει κανείς την επιστημονική μέθοδο έρευνας της φύσης κάνοντας ο ίδιος έργο-έρευνα και όχι απλά διαβάζοντας επιστημονικά εγχειρίδια, όπου προσφέρεται μια τυπική γνώση. Ο Khun θα γράψει στο κλασικό του έργο «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων»: «Η έννοια της επιστήμης που προκύπτει από αυτά (τα κλασικά κείμενα και τα εγχειρίδια) μπορεί να συγκριθεί με την εικόνα ενός εθνικού πολιτισμού που σχηματίζεται από τουριστικά φυλλάδια ή από εγχειρίδια ξένων γλωσσών»[3].

Πράγματι, η πρόοδος στην επιστημονική γνώση λειτουργεί εντός ενός πλαισίου ζωής και δράσεως που περιέχει, αλλά και υπερβαίνει την διαδικασία μάθησης ως ανάγνωσης ενός (επιστημονικού) κειμένου. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει την προσωπική ερευνητική δραστηριότητα, τη μαθητεία σε άλλους επιστήμονες – ερευνητές, την εξοικείωση με το πείραμα και την θεωρητική ανάλυση, την διεπιστημονική προσέγγιση, την συμμετοχή σε επιστημονικά Συνέδρια, Συναντήσεις και Ενώσεις, την διαδικασία κρίσεως και δημοσιεύσεως ερευνητικών αποτελεσμάτων σε επιστημονικά Περιοδικά, την συνεργασία με άλλους επιστήμονες, την καθοδήγηση επιστημονικής ομάδας, την αλληλεπίδραση με το πολιτιστικό, πολιτικό, θρησκευτικό και κοινωνικό περιβάλλον, την αλληλεπίδραση με την τεχνολογία και την βιομηχανία κ.λπ.

Αλλά και η πνευματική γνώση μέσα στην εκκλησία είναι μια πορεία που υπερβαίνει την έννοια της γνώσης ως απλής διαδικασίας ανάγνωσης και έχει λειτουργικό χαρακτήρα, όπως η επιστημονική γνώση, που περιγράφηκε ανωτέρω. Η πορεία προς την πνευματική γνώση μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι λειτουργική με την έννοια ότι έχει χαρακτήρα εμπειρικό, κοινωνικό και δυναμικό (βλ. επόμενα κεφάλαια).

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία το κέντρο, η καρδιά και ταυτόχρονα η έκφραση της αληθινής ζωής είναι η Θ. Λειτουργία (Λειτουργία = έργο του λαού), εκεί όπου ποιείται το έργο του λαού μέσα σε ύμνους, λόγο, εικόνα, κίνηση, ευωδία, σωματική άσκηση, ʼρτο και Οίνο. Εκεί, στην Θ. Λειτουργία λειτουργούνται όλες οι αισθήσεις και όλος ο νους για να φθάσουν στην υπερ-αίσθηση θέαση του Μυστηρίου της Ζωής.

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία η Γραφή είναι το υπέρτατο γραπτό κείμενο. Η Γραφή όμως δεν νοείται έξω ή εκτός της Εκκλησίας, αλλά εντάσσεται, δηλαδή αναγιγνώσκεται και κατανοείται, εντός της Θ. Λειτουργίας και της Εκκλησίας.

Πριν από μερικά χρόνια σε μια εκδήλωση μέσα στο αμφιθέατρο της Πολυτεχνικής μας Σχολής μίλησε ένας βουλευτής των Αθηνών, αξιόλογος πολιτικός και διανοητής. Ήταν χαρακτηριστικό ότι, παρά την ευχάριστη έκπληξη που είχαμε να προσεγγίζει ευρύτερα θέματα παιδείας και πολιτισμού, ο ομιλητής έκανε με ευπρέπεια, αλλά πάντως μια εκτός τόπου και χρόνου τοποθέτηση, κατά την οποία ο Χριστιανισμός είναι μια θρησκεία των κειμένων, και όχι μια θρησκεία που έχει κίνηση, ύμνους κ.λπ., όπως για παράδειγμα στους Ορφικούς. Και απορεί κανείς πως μπορεί να βλέπει διανοούμενο πολιτικό που ζει στην Ελλάδα και να έχει μια άποψη για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό σαν αυτή που θα είχε ένας αλλοδαπός που δεν είχε ενημερωθεί σχετικώς ούτε καν από ανάγνωση περί της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Α3. Η εμπειρία ως βάση της γνώσης
 

Μια άλλη συσχέτιση που ανιχνεύουμε μεταξύ της λειτουργίας της επιστημονικής γνώσης και της φύσεως της γνώσης που μας προσφέρει η Θ. Λειτουργία είναι η υφή της γνώσης ως εμπειρίας.

Η επιστημονική μεθοδολογία καταξιώθηκε και καταξιώνεται συνεχώς χάριν της συνδέσεώς της με τα εμπειρικά δεδομένα, και την πειραματική επαλήθευση θεωρητικών προτάσεων ή ενός θεωρητικού προτύπου (μοντέλου). Αυτή η σύνδεση της γνώσης με την εμπειρία έχει προσδώσει μια αίγλη στην επιστήμη τους τελευταίους αιώνες, σε αντιπαράθεση με οποιαδήποτε άλλη γνώση, ιδιαίτερα μορφών γνώσεων που θεωρούνται ότι είναι αφηρημένες.

Αλλά και η γνώση του Θεού στο χώρο της Εκκλησίας αρχίζει, με την πίστη, με την μελέτη του Λόγου του Θεού, και γίνεται εμπειρία μέσα στο χώρο και στο πνεύμα της Θ. Λειτουργίας. Ο αββάς Ισαάκ περιγράφει ως εξής την σχέση φυσικής γνώσης-πίστης-αληθούς γνώσεως ή εμπειρίας: «ʼλλη είναι η γνώσις, ήτις προηγείται της πίστεως, καί άλλη, ήτις γεννάται εκ της πίστεως… (η πίστις οδηγεί εις τό) νά πράττωμεν τά καλά έργα καί ούτω δίδεται εις τόν άνθρωπον η πνευματική γνώσις… Η πνευματική γνώσις είναι αίσθησις των κρυπτών θείων μυστηρίων, καί όταν τις αισθανθεί αυτά τα αόρατα καί κατά πολύ υπερβάλλοντα πράγματα, εκ τούτων λαμβάνει το όνομα της πνευματικής γνώσεως, και γεννάται δια τας αισθήσεως αυτής άλλη πίστις, όχι εναντία της πρώτης, αλλά βεβαιούσα την πίστιν εκείνην»[4].

Ο πιστός, και συχνά και ο «άπιστος», γεύεται την γλυκύτητα και την ειρήνη του Αγ. Πνεύματος μέσα στην Θ. Λειτουργία, ευρισκόμενος ακόμη και μόνος του απλά και μόνον μέσα στο κτίριο εκκλησίας. Η χάρις αυτή που αισθάνεται τότε κανείς είναι γιατί μέσα σ’ αυτό τον χώρο, κάποια άλλη στιγμή, έχει τελεσθεί το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, η Θ. Λειτουργία. Είναι γιατί εκεί βρίσκεται το κέντρο του Σύμπαντος, η πηγή της Αγάπης, η Χάρη του Θεού.

Ό,τι είναι γραμμένο στο Ευαγγέλιο και στα άλλα κείμενα της Εκκλησίας δεν είναι συνήθως παρά η καταγραφή της εν Θεώ εμπειρίας των αγίων και προσφέρεται από την εκκλησία όχι απλώς προς ακοή ή προς μάθηση, αλλά ως πρόσκληση προς κάθε πρόσωπο επαλήθευσης αυτών των εμπειριών (όχι μόνο υπέρ-αισθητών εμπειριών του πνεύματος, αλλά ακόμη και αισθητών εμπειριών-γεγονότων). Όταν π.χ. ακούμε τον υμνωδό, που έζησε πολλά χρόνια μετά το Χριστό και δεν τον γνώρισε ιστορικά, να μας καλεί να τον προσκυνήσουμε διότι Τον είδαμε αναστημένο («ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Ιησούν Χριστόν»), δεν εννοεί απλά την ιστορική πληροφορία των αποστόλων για την ανάσταση ούτε εκφράζεται ποιητικά, αλλά απευθύνεται, κατά τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, στην εκκλησιαστική εμπειρία της μετοχής στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας.

Η εμπειρία του Σταυρού και της Αναστάσεως, που γεύεται ο πιστός στην Θ. Λειτουργία, είναι η άνοδος από τον φόβο του θανάτου και της φιλαυτίας στην Αγάπη. Γι’ αυτό η Ανάσταση και η Αγάπη ήταν το θεμελιώδες κήρυγμα της Εκκλησίας από την εποχή των Αποστόλων.

Α4. Η άγνωστη ουσία του είναι

Βεβαίως η ανθρώπινη εμπειρία και γνώση δεν μπορεί να εισέλθει στην κατανόηση ούτε της ουσίας του κτιστού κόσμου ούτε της ουσίας του Θεού. Η επιστημονική γνώση αναφέρεται στην γνώση των ενεργειών της φύσεως του κτιστού κόσμου και η πνευματική γνώση γεύεται και θεάται τις ενέργειες του Θεού.

Μου είπε κάποια φοιτήτρια του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιό μας: «Πάτερ, είναι ίσως ωραία αυτά που διδάσκει η Εκκλησία, αλλά εδώ στο Πολυτεχνείο έχουμε κάτι χειροπιαστό. Καταλαβαίνεις ό,τι πιάνεις. Στην Εκκλησία πολλά πράγματα δεν τα καταλαβαίνω». Λέω: «Μπορείτε να μου πείτε τι είναι το ηλεκτρόνιο, ή ακόμη, τι είναι αυτό που ονομάζουμε ύλη;» Τότε φάνηκε σαν να έχανε έδαφος που πατούσε. Διότι, βέβαια γνωρίζουμε το ηλεκτρόνιο από τις ενέργειές του, αλλά τι είναι το ηλεκτρόνιο στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε. Και τι είναι «ύλη» δεν γνωρίζουμε. Η απάντηση της υλιστικής φιλοσοφίας ότι «ύλη είναι ό,τι υπάρχει», είναι προφανώς ένας φιλοσοφικός ορισμός, πέραν της εμπειρικής γνώσεως.

Α5. Yπάρχει κριτήριο αντικειμενικής γνώσης;
 

Αν και τα παρατηρησιακά δεδομένα που προκύπτουν από το πείραμα είναι εκείνο το στοιχείο που έδωσε λάμψη στην επιστημονική μέθοδο και μια έπαρση ως προς το ακαταμάχητο της ισχύος της ως γνωστικής οδού έναντι άλλων οδών γνώσεως, όπως π.χ. η θρησκεία, η σύγχρονη έρευνα κατέδειξε την δυσκολία να απαντηθούν με ορθολογικό τρόπο μερικά βασικά ερωτήματα γύρω από την φύση της ίδιας της επιστήμης, και τελικά το ερώτημα «τι είναι επιστήμη;». Διότι οι βεβαιότητες γύρω από την ακατανίκητη δύναμη της επιστημονικής αλήθειας κλονίζονται μόλις επιχειρήσουμε να απαντήσουμε με ορθολογιστική σαφήνεια στο ερώτημα: «ποιο είναι το κριτήριο της επιστημονικής μεθόδου, που την διαφοροποιεί από την μη επιστήμη;».

Η κοινή πρόληψη ότι «επιστήμη είναι εκείνη η γνώση που μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά από όλους», είναι φανερό ότι δεν είναι μια συμβατή με την Ιστορία της Επιστήμης προσέγγιση. Η άποψη αυτή έχει ισχύ περίπου όμοια με την αυτονόητη ισχύ που είχε η αλήθεια της χριστιανικής πίστης μέσα στη μεσαιωνική χριστιανική κοινωνία. Αλλά όπως ο Χριστός είναι η Αλήθεια, αλλά η Αλήθεια αυτή δεν επιβάλλεται με τρόπο που να καταργεί την ελευθερία, ορθολογικά, κατά παρόμοιο τρόπο φαίνεται ότι και οι επιστημονικές θεωρίες δεν μπορούν να επιβάλλουν την αλήθεια τους με τρόπο απολύτως ορθολογικό. Ο προαναφερθείς λοιπόν ορισμός της επιστημονικής μεθόδου, ότι δηλαδή «επιστήμη είναι η γνώση που μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά από όλους» είναι ατελής για πολλούς λόγους. Θα αναφερθούμε σε μερικούς εξ αυτών επιγραμματικά.

1. Η συμφωνία μεταξύ θεωρητικού προτύπου (μοντέλου) – παρατηρησιακών δεδομένων, σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις, δεν επιτυγχάνεται ποτέ. Επιγραμματικά αναφέρομαι στις εξής σχετικές διατυπώσεις διακεκριμένων ερευνητών της επιστημονικής μεθοδολογίας. Σύμφωνα με τον Popper δεν υπάρχουν παρά μόνο λανθασμένες επιστημονικές θεωρίες, υπάρχει όμως πρόοδος ιστορικά προς θεωρίες λιγότερο λανθασμένες. Ο Khun, στο μνημειώδες έργο του «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», βεβαιώνει ότι: «Καμιά θεωρία δεν λύνει ποτέ τους γρίφους (τις αντιθέσεις της παρατήρησης ως προς το μοντέλο) και δεν φθάνει ποτέ σε μια τελική συμφωνία», και συμπεραίνει ότι: «Αν οποιοδήποτε λάθος σ’ αυτό το συνταίριασμα (θεωρίας-δεδομένων) οδηγούσε κάθε φορά στην απόρριψη της θεωρίας, τότε θα έπρεπε όλες οι θεωρίες να είχαν απορριφθεί σ’ όλες τις εποχές»[5]. Στην ίδια κατεύθυνση ο Feyerabend, στο βιβλίο του «Ενάντια στη Μέθοδο», συμπεραίνει: «Επομένως η επιστήμη, όπως την ξέρουμε, μπορεί να υπάρχει μόνο αν αποσύρουμε την απαίτηση αυτή (συμφωνία θεωρίας – παρατήρησης) και αναθεωρήσουμε τη μεθοδολογία μας…»[6].

Εδώ, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό που ονομάζουνε συχνά οι επιστήμονες «συμφωνία» των παρατηρησιακών δεδομένων με το θεωρητικό μοντέλο προϋποθέτει σχεδόν πάντα μια γενίκευση της ισχύος πεπερασμένου αριθμού μετρήσεων ή γεγονότων.

Ο Κhun παρατηρεί: «Δεν υπάρχει θεωρία που να συμφωνεί με όλα τα γεγονότα του πεδίου εφαρμογής της. Γι’ αυτό όμως δεν ευθύνεται πάντα η θεωρία. Τα γεγονότα καθορίζονται από παλιότερες ιδεολογίες και μια σύγκρουση ανάμεσα σε γεγονότα και θεωρίες μπορεί να είναι απόδειξη προόδου»[7].

2. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει κριτήριο το οποίο να μας καθοδηγεί με ορθολογικό τρόπο στην διακρίβωση μιας λανθασμένης θεωρίας και στην αποδοχή μιας άλλης. Ο Khun σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Στο παρελθόν, συνήθως εκλαμβάνονταν ως ενδείξεις ότι οι επιστήμονες, όντας απλοί άνθρωποι, δεν μπορούν πάντοτε να παραδεχθούν τα λάθη τους, ακόμη και όταν αντιμετωπίζουν ξεκάθαρες αποδείξεις. Εγώ αντίθετα θα υποστήριζα ότι σ’ αυτά τα πράγματα δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με αποδείξεις ούτε με λάθη. Η μετάθεση της εμπιστοσύνης από ένα Παράδειγμα σε άλλο είναι μια εμπειρία μεταστροφής που δεν μπορεί να γίνει με εξαναγκασμό. Η αντίσταση για μια ολόκληρη ζωή, ιδιαίτερα στην περίπτωση εκείνων που το παραγωγικό τους έργο τους έχει δεσμεύσει σε μια παλιότερη παράδοση φυσιολογικής επιστήμης, δεν αποτελεί παραβίαση κάποιων επιστημονικών κριτηρίων αλλά μια ένδειξη για τη φύση της ίδιας της επιστημονικής έρευνας. Η πηγή της αντίστασης είναι η βεβαιότητα ότι το παλιότερο Παράδειγμα θα λύσει τελικά όλα τα προβλήματά του, ότι η φύση μπορεί να προσαρμοστεί στο πλαίσιο που προσφέρει το Παράδειγμα. Αναπόφευκτα βέβαια, αυτή η βεβαιότητα, σε καιρούς επανάστασης, μοιάζει πεισματική και στενοκέφαλη, όπως πολλές φορές, καταλήγει πραγματικά να γίνει. Είναι όμως και κάτι παραπάνω. Η ίδια αυτή βεβαιότητα δίνει στη φυσιολογική επιστήμη (ή στη δραστηριότητα επίλυσης γρίφων) δυνατότητα ύπαρξης»[8]..

Η έλλειψη στην επιστήμη ενός αυστηρώς ορθολογικού κριτηρίου το οποίο θα προσδιόριζε την μετάβαση από μία λανθασμένη σε μια ορθή επιστημονική θεωρία, δραματοποιείται ως εξής από τον διαπρεπή φυσικό του αιώνα μας Planck: «Mια νέα επιστημονική αλήθεια δεν θριαμβεύει επειδή πείθει τους αντίθετους και τους κάνουν να δουν το φως, αλλά μάλλον επειδή κάποτε οι αντίπαλοί τους πεθαίνουν και μια νέα γενιά ανδρώνεται που είναι εξοικειωμένη μ’ αυτή την αλήθεια»[9]…

Ο Lakatos θεωρεί ως κριτήριο «ορθολογικής» απόρριψης μιας επιστημονικής θεωρίας την γενική αίσθηση των επιστημόνων σε μια συγκεκριμένη εποχή. Κατανοεί κανείς αμέσως ότι η έννοια του ορθολογικού κριτηρίου έχει τόσο διευρυνθεί, που αναδεικνύει το πρόσωπο του επιστήμονα που δρα μέσα στην ιστορία και κρίνει την σχέση παρατηρησιακών δεδομένων – θεωρητικού προτύπου, ως το κατ’ ουσίαν τελικό κριτήριο της αποδοχής ή της απόρριψης μιας επιστημονικής θεωρίας[10].

Α5. Η γνώση ως δημιουργία
 

Ποια είναι η σχέση της Επιστήμης και της πνευματικής γνώσεως με την Τέχνη, δηλαδή με την ομορφιά και την δημιουργία;

Ο καλλιτέχνης δημιουργεί νέες μορφές στην επιφάνεια (ζωγραφική), στον χώρο (γλυπτική, αρχιτεκτονική), στον ήχο (μουσική) κ.λπ. Ακριβέστερα, ο καλλιτέχνης – δημιουργός χρησιμοποιεί και αξιοποιεί την προηγούμενη από αυτόν τέχνη και τα δεδομένα της προσωπικής του εμπειρίας στη ζωή για να πραγματοποιήσει μια νέα πάντα καλλιτεχνική μορφή έκφρασης. Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν προκύπτει κατά τρόπο ντετερμινιστικό από την προϋπάρχουσα ύλη-εμπειρία, αλλά την προϋποθέτει. Γι’ αυτό και κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα αποτυπώνει τόσο την ιστορική ένταξη του καλλιτέχνη σε μια χρονική – κοινωνική περιοχή, όσο και την προσωπική του μοναδική ιδιαιτερότητα και εξέλιξη.

Κατά τρόπο ανάλογο οι μεγάλες νοητικές συλλήψεις των ερευνητών – επιστημόνων προϋποθέτουν τα παρατηρησιακά δεδομένα, αλλά δεν προκύπτουν κατά τρόπο ντετερμινιστικό ούτε πάλι τα δεδομένα οδηγούν σε μια μοναδική θεωρητική ερμηνεία – μοντέλο.

Ο διακεκριμένος μαθηματικός και φυσικός Δ. Χριστοδούλου σε μια συνέντευξη του στον κ. Λάλα, στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», περιέγραψε με εναργή τρόπο πως η σύλληψη ενός θεωρητικού προτύπου παρουσιάζεται σχεδόν σαν μια φώτιση – έλλαμψη.

Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι επαναστατικές θεωρίες έχουν συλληφθεί στο όνειρο, κατά τη διάρκεια του ύπνου, εκεί που ο βιασμός των δεδομένων και η ορθολογιστική διαδικασία σταματάει και η άμεση φαντασιακή δημιουργικότητα και αισθητική του επιστήμονα απελευθερώνεται.

Ο A. Einstein τέλος, για να αναφερθώ σε έναν μόνο μεγάλο επιστήμονα ακόμη, βεβαιώνει ότι «δεν υπάρχει λογικό μονοπάτι που να οδηγεί στους πολύ γενικούς νόμους».

Τι σχέση έχουν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά της τέχνης και της ερευνητικής διαδικασίας με την Θ. Λειτουργία και την προσευχητική εμπειρία της γνώσης;

Η λειτουργική πράξη μας εμφανίζει την προσευχητική εμπειρία της γνώσης ως ένα ενδεχόμενο της ελευθερίας μας και της απροσδιόριστης προσωπικής αρχής του είναι μας. Η εμπειρία της ζωής και η λειτουργική πράξη είναι για όλους μας κοινή και παρούσα εκεί κάθε φορά. Προϋπάρχουν και προσφέρονται προς όλους ως μία δυνατότητα μετοχής σε μια άγνωστη ακόμη εμπειρία του Θεού. Αλλά το άλμα προς τον ʼγνωστο Παρόντα επιτυγχάνεται όχι από όλους, ή όχι από όλους, στον ίδιο βαθμό.

Τέλος, όπως στην Επιστήμη μεγάλες συλλήψεις γίνονται συχνά με τρόπο διαισθητικό και με κριτήριο την κομψότητα ή την ομορφιά της δομής, κατά παρόμοιο τρόπο, όχι μόνο η έλξη προς τον Θεό είναι ένα γεγονός έρωτος, αλλά ακόμη και κριτήριο της αληθούς θεϊκής εμπειρίας είναι η ομορφιά των ειρηνικών ματιών και της ειρηνικής και πνευματικής καταστάσεως της ψυχής.

Η Εκκλησία έχει τους Αγίους της, όπως η Τέχνη τους μεγάλους Δημιουργούς της και η Επιστήμη τους μεγάλους Εφευρέτες-Ερευνητές. Ή μάλλον οι ʼγιοι της Εκκλησίας φθάνουν την Τέχνη και την Επιστήμη πέρα από τα όριά τους.

Α6. Ο προσωπικός οδηγός στην γνώση

Η εισαγωγή στην πιο ουσιαστική μορφή της επιστήμης, που είναι η προσωπική μετοχή στην διαδικασία της έρευνας, τελείται συνήθως με την εύρεση ενός έμπειρου ερευνητού και την ανάθεση της εμπιστοσύνης του υποψήφιου ερευνητού στο πρόσωπο του, ώστε να τον οδηγήσει πρακτικά σε νέους χώρους γνώσεως, πέραν των βιβλίων. Ο υποψήφιος ερευνητής έχει ανάγκη να δεχθεί οδηγητικές κατευθύνσεις, να διδαχθεί πρακτικές μεθόδους, να συζητήσει προσωπικά με τον επιστημονικό σύμβουλο σημεία που δεν εξηγούν τα βιβλία και δεν μπορεί να τα εξηγήσει με τις ατομικές του γνώσεις ή με την δική του μόνο ευφυΐα. Κατ’ αναλογία η αληθινή γνώση της ζωής και της Θεολογίας της Εκκλησίας, που κορυφώνονται στην μετοχή στη Θ. Λειτουργία, ξεκινάει συνήθως από την στιγμή που κάποιος θελήσει να γίνει μαθητής σ’ ένα Πνευματικό οδηγό, που γίνεται και Πνευματικός Πατέρας. Η συσχέτιση αυτή μεταξύ ερευνητικής και πνευματικής μαθητείας κοντά σ’ ένα πρόσωπο – δάσκαλο αναδεικνύει την προσωπική σχέση ως κοινό στοιχείο των δύο γνώσεων -επιστημονικής και λειτουργικής- όταν αυτές νοούνται στην ουσιαστική τους μορφή.

Α7. Η κοινωνική διάσταση της γνωστικής διαδικασίας

Επιπλέον, πρέπει να προστεθεί ότι η έρευνα εντέλει δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί παρά μόνο όταν ο ερευνητής λάβει υπόψη του την προηγούμενη εμπειρία των άλλων ερευνητών πάνω στο θέμα με το οποίο απασχολείται και όταν ανακοινώσει τα αποτελέσματα του στην επιστημονική κοινότητα και γίνουν αποδεκτά από τους άλλους ειδικούς επιστήμονες. Είναι φανερό δηλαδή ότι η λειτουργία της επιστημονικής γνώσης τελείται εντός μίας κοινότητας ειδικών. H πρόοδος της επιστήμης προϋποθέτει την επιστήμη ως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Κατ’ αναλογία η πνευματική γνώση του πιστού παρέχει εγγύηση όταν είναι λειτουργική και εκκλησιαστική. Όταν βρίσκεται δηλαδή σε συμφωνία με την πείρα όλων των ζώντων και κεκοιμημένων αγίων και όταν τελείται με την βοήθεια τους. Μια πνευματική γνώση ατομικιστική, ακόμη και όταν θέλει να είναι θρησκευτική και πνευματική, κινδυνεύει να εκτραπεί σ’ ένα φανταστικό κόσμο ψυχολογικών και άλλων εμπειριών μακριά από την «κοινωνία των αγίων».

Α8. Γνώση και πράξη

Τέλος αξίζει να σημειωθεί η αναλογία μεταξύ Επιστήμης – Θεολογίας και Τεχνολογίας – Ηθικής. Η Τεχνολογία είναι εφαρμοσμένη Επιστήμη, αλλά και βοηθός της Επιστήμης, μέσω των τεχνικών οργάνων. Αλλά και στην λειτουργική κατανόηση της χριστιανικής γνωσιολογίας, η Ηθική (ή ʼσκηση) είναι μια Θεολογία εφαρμοσμένη και η άσκηση πάλι, δηλαδή η πνευματική εμπειρία, γίνεται το φυσιολογικό έδαφος της αληθούς Θεολογίας.

ΜΕΡΟΣ Β

Προχωρώ τώρα να συζητήσω μερικά σημεία διαφοροποιήσεως της αυτονομημένης επιστημονικής έρευνας από την πνευματική μεθοδολογία της λειτουργικής γνώσεως.

Β1. Nόμος ή πρόσωπο;

Η μέγιστη επιτυχία της επιστημονικής μεθόδου, όσον αφορά κυρίως τις φυσικές επιστήμες, είναι η ανίχνευση νόμων λειτουργίας της φύσεως. Η ανίχνευση Φυσικών Νόμων, που περιγράφονται από μαθηματικές σχέσεις, είναι ένα εξαίρετο επίτευγμα του ανθρωπίνου πνεύματος και είναι η βάση του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού και των επιτευγμάτων του (Φυσικής, Ηλεκτρονικής, Τηλεπικοινωνιών, Πληροφορικής, εν μέρει της Ιατρικής και της Βιολογίας κ.λπ.). Είναι η θαυμαστή ανακάλυψη του αριθμών και της σχέσεως των ως δομικών στοιχείων της Αρμονίας, την οποία ανιχνεύει η σύγχρονη επιστήμη στον φυσικό κόσμο, κατά την ρήση του Πυθαγόρα ότι τα πάντα είναι αριθμός. Το καίριο ερώτημα όμως που θέτει η ανάπτυξη της επιστήμης είναι το εξής: Είναι ο Αριθμός ή ο Νόμος, η τελική ουσία του κόσμου; Εξαντλείται η λογικότητα του κόσμου σε μια απρόσωπη λογικότητα φυσικών Νόμων και αριθμητικών σχέσεων; Αν δεχθούμε την αριθμητική αρμονία και την απρόσωπη λογικότητα του Νόμου ως την τελική λογικότητα που ουσιοποιεί την φύση και την κάνει κόσμο (= κόσμημα), τότε αναδύεται η συνείδηση του παράλογου μιας συνειδητής λογικής υπάρξεως, που αναζητεί λόγο (νόημα) ζωής μέσα σ’ ένα λογικό κόσμο, που όμως δεν έχει αντικειμενικό λόγο – νόημα. Η θεωρητική αυτή πίστη νομίζουμε ότι εφαρμόζεται πρακτικά ως μηχανοποίηση της ζωής και της Παιδείας, ως διάσπαση των σχέσεων μεταξύ των ανθρωπίνων προσώπων και προσώπου-φύσεως, ως ακραία διαχείριση της κοινωνίας μέσω του ηλεκτρονικού φακελώματος και του αστυνομικού κράτους, ως συνάντηση τέλος με το παράλογο του θανάτου μέσα σ’ ένα ορθολογικό και εκσυγχρονισμένο κόσμο.

Η Θ. Λειτουργία ως προσφορά ζωής («υπέρ της κόσμου ζωής») και όχι θανάτου δεν αρχίζει με την φράση «Ευλογημένη η βασιλεία του Νόμου» ή «Ευλογημένη η βασιλεία του Αριθμού», αλλά «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Ευλογούμε, δηλαδή δεχόμαστε, μακαρίζουμε και πορευόμαστε προς την Βασιλεία των Προσώπων και της Αγάπης των Προσώπων. Αυτών που αριθμούνται ως Τρεις υποστάσεις – πρόσωπα και τα οποία ταυτόχρονα υπερβαίνουν την αρίθμηση, ως Ένας Θεός, Μία Βασιλεία. Διότι τολμούμε, μετά την ένταξή μας στην κοινωνία του Υιού του Θεού, να επικαλούμαστε τον «επουράνιον», «απερινόητον», «αόρατον», «ακατάληπτον» Θεόν, όχι ως «Ουσία» ή «Αριθμό» ή «Νόμο», αλλά «Πατέρα ημών».

Η απόλυτη Μονάδα, και η εξ αυτής πολλαπλότητα των μονάδων, εγκαθιστά είτε την εξουσία του Ενός (θρησκευτική ή πολιτική Μοναρχία) είτε την διαμάχη των πολλών μονάδων (πόλεμοι των θεών ή των εθνών, σύγκρουση στην κοινωνία). Η πολλαπλότητα πάλι, ως επανάληψη του ίδιου, εγκαθιστά την ομοιομορφία και την εξ αυτής ανία σ’ ένα ίσως παγκοσμιοποιημένο αλλά χειραγωγούμεννο κόσμο υπό μία Ανώτατη Αρχή. Η εν Τριάδι Μονάς φανερώνει το Πρόσωπο και την Αγάπη ως την αιτία και το Πρότυπο της Δημιουργίας και της εν αγάπη ενώσεως των διαφορετικών.

Η πρώτη λοιπόν ουσιώδης διαφορά της αυτονομημένης επιστημονικής και της λειτουργικής γνωστικής μεθοδολογίας έγκειται στο ότι, κατά την δεύτερη, η τελική Αλήθεια και Ομορφιά του κόσμου αναζητούνται στο Πρόσωπο, το οποίο υπερβαίνει τον αριθμό (1=3, 1=2), ενώ κατά την πρώτη, το ζητούμενο είναι ο Νόμος και ο Αριθμός.

Διερωτώμαι μήπως τα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού ανάγονται σε μεγάλο βαθμό στην απολυτοποίηση της αρίθμησης και της λογικής του Νόμου ως κατεξοχήν εργαλείων ερμηνείας και διαχειρίσεως του κόσμου.

Β2. O κόσμος: Δώρο ή κτήμα;

Η δεύτερη υπέρβαση της λειτουργικής γνώσεως ως προς την αυτονομημένη επιστημονική έρευνα σαν τελικού εργαλείου γνώσης προκύπτει από την προηγούμενη. Η λειτουργική εμπειρία είναι Ευχαριστηριακή. Επίσης, η Θ. Λειτουργία είναι η ζωή της Εκκλησίας και η Θ. Ευχαριστία είναι η καρδιά της Θ. Λειτουργίας.

Ο πιστός θεάται τον Θεό ως Δημιουργό και Δωρητή του κόσμου και των όντων εξ αγάπης.

«…Ευχαριστούμεν σοι, Βασιλεύ αόρατε, ο τηαμετρήτω σου δυνάμει τα πάντα δημιουργήσας καί τω πλήθει τουελέους σου, εξ ουκ όντων εις το είναι τα πάντα παραγαγών».

Ο Χριστός πάλι ως τέλειος άνθρωπος παρουσιάζεται να προσφέρει τον εαυτό του στο Σταυρό ευχαριστιακά και να δίνει στο κόσμο ζωή.

«ʼΆγιος ει και πανάγιος, η μεγαλοπρεπής η δόξα σου (ος τον κόσμον σου ούτως αγάπησας, ώστε τόν Υιόν σου τόν μονογενή δούναι, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον … λαβών άρτον εν ταις αγίαις αυτού και αχράντοις, και αμωμήτοις χερσίν, ευχαριστήσας, καί ευλογήσας, αγιάσας, κλάσας, έδωκε τοις αγίοις αυτού Μαθηταίς καί Αποστόλοις, ειπών Λάβετε, φάγετε, τούτό μού εστι το σώμα, το υπέρ υμών κλώμενον… Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου…».

Οι πιστοί τέλος εισάγονται στην Ευχαριστιακή μετοχή και στην ευχαριστιακή αποδοχή του κόσμου, των άλλων και του Θεού.

«Τά σά εκ των σων σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα»

«Άξιον καί δίκαιον σέ υμνείν, σέ ευλογείν, σέ αινείν, σοί ευχαριστείν, σέ προσκυνείν εν παντί τόπω της δεσποτείας σου…. Σύ εκ του μή όντος εις τό είναι ημάς παρήγαγες, καί παραπεσόντας ανέστησας πάλιν,… Υπέρ τούτων απάντων ευχαριστούμέν σοι, καί τω μονογενεί σου Υιώ, καί τω Πνεύματί σου τω Aγίω, υπέρ πάντων, ων ίσμεν, καί ων ουκ ίσμεν, των φανερών, καί αφανών ευεργεσιών, των εις ημάς γεγενημένων. Ευχαριστούμέν σοι καί υπέρ τής Λειτουργίας ταύτης…»

Η απολυτοποίηση της επιστημονικής μεθόδου γνώσεως και η μη ένταξή της σε μια ευχαριστιακή προοπτική επιτρέπει την υπόθεση ότι ο εφευρέτης των νόμων της Φύσεως, το ανθρώπινο υποκείμενο, είναι η ανώτατη μορφή ύπαρξης της φύσεως. Διότι είναι το όν, το μέρος εκείνο της φύσεως, όπου αυτή, η Φύση, αποκτά συνείδηση της νομοτελειακής αλλά μη συνειδητής εξέλιξης του εαυτού της. Με την απολυτοποίηση της πίστης αυτής ο άνθρωπος αυτοανακηρύσσεται Θεός. Απόλυτος κύριος. Το αίσθημα της κτητικότητας είναι η πρωτογενής του εμπειρία. Η εκμετάλλευση από κει και πέρα του αυτοθεωθέντος Εγώ επί των άλλων εγώ και επί της φύσεως είναι θέμα λογικής και πρακτικής συνεπαγωγής. Ο ατομικισμός και η άλογη εκμετάλλευση της φύσεως είναι φαινόμενα φυσιολογικά πλέον μέσα σε μια τέτοια κοινωνία.

Αντίθετα, η αίσθηση του κόσμου ως δώρου του Θεού και ακόμη η αίσθηση του ίδιου του Θεού ως θυσιαστικού Δώρου, ως δείπνου στο οποίο έχουμε προσκληθεί από τον Θεό, θέτει κατά φυσιολογικό τρόπο όρια στη χρήση του κόσμου. Ακόμη περισσότερο, αναπτύσσει και την ευαισθησία μιας λεπτής συμπεριφοράς έναντι του μεγάλου Ξενοδόχου, της Τράπεζας και των Συνδαιτημόνων του Δείπνου. Με άλλα λόγια η λειτουργική γνώση ή εμπειρία δεν είναι απλά η γνώση κάποιων σχέσεων, αλλά είναι η ίδια – η γνώση – μια σχέση. Είναι η Γνώση ως Γνώση της Αγάπης και Αγάπη. Διότι ο άνθρωπος γίνεται ό,τι γνωρίζει. Η γνώση έχει την συνήθεια να καθιστά το υποκείμενο της γνώσης ό,τι είναι το αντικείμενό της. Η γνώση-εμπειρία της Αγάπης του Θεού μεταποιεί τον πιστό με τον καιρό υποκείμενο αγάπης. Η γνώση αυτή «τό ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν», όπως λέγει το απολυτίκιο του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου. Η επιστημονική γνώση, όταν δεν λειτουργείται ευχαριστιακά, αλλά ανθρωποκεντρικά, μεταποιεί το υποκείμενο της γνώσης στη μορφή του αντικειμένου της: σε αυτόματο μηχάνημα ή αριθμό. Και μας εκθέτει στην μοναξιά της υπερηφάνειας.

Τελειώνω. Και τελειώνοντας θα επιχειρήσω να παρουσιάσω τις επιπτώσεις των δύο διαφορετικών αντιλήψεων, της λειτουργικής γνώσης των Προσώπων και της ανθρωποκεντρικής απρόσωπης λογικής μ’ ένα παράδειγμα[11]. Αν η λογικότητα του κόσμου είναι μια απρόσωπη λογικότητα, ένας απρόσωπος Φυσικός Νόμος, μοιάζω να είμαι καταδικασμένος να ζω στον κόσμο όπως σ’ ένα άσυλο, σωματείο ή οργανισμό, που τυραννικά ελέγχεται από μια απρόσωπη διοίκηση. Αν ο Λόγος είναι Πρόσωπο, τότε μεγαλώνω, γνωρίζω, κινούμαι, ζω και αγαπώ στο σπίτι του Πατέρα μου. Η έκπληξη των δώρων Του δεν έχει τέλος. Η ελπίδα και η έκπληξη με συνοδεύουν ως το τέλος. Δεν υπάρχει τέλος…

Ευχαριστίες
Ευχαριστίες οφείλονται στον αν. καθηγητή του ΕΜΠ κ. Ηλία Κατσούφη, μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής για τις παρατηρήσεις του στο αρχικό κείμενο, καθώς και στον φιλόλογο κ. Γεώργιο Φραντζολά για την φιλολογική επιμέλεια.
 
[1] Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, «Περί προσευχής». εκδ. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1993
[2] Κ. Καστοριάδη, «Σκέψεις πάνω στην Ανάπτυξη και Ορθολογικότητα», σ. 105. εκδ. «Ύψιλον», μετ. Μ. Λυκούδης, Αθήνα,1984
[3] T. Khun, «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», σ. 62, εκδ. «Σύγχρονα θέματα», μετ. Γ. Γεωργόπουλος, Β. Κάλφας, Β΄ έκδ. Θεσσαλονίκη, 1987.
[4] Αβ. Ισαάκ, «Ασκητικοί Λόγοι», Λόγος ΙΗ΄, Περί του πόσον γίνεται το μέτρον της γνώσεως, και τα μέτρα τα περί πίστεως, σ. 56, εκδ. «ΑΣΤΗΡ», Αθήνα, 1961.
[5] T. Khun, ό. α. σ. 227
[6] P. Feyerabend, «Ενάντια στη Μέθοδο», σ. 100, εκδ. «Σύγχρονα Θέματα», μετ. Γρ. Κααυκαλάς, Γ. Γκουνταρούλης, Θεσσαλονίκη, 1983.
[7] P. Feyerabend, ό. α.
[8] T. Khun, ό. α. σ. 232
[9] MaxPlank, ScientificAutobiographyandotherPapers», σ. 33-34, NewYork, 1949, από το βιβλίο του T.S. Khun «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων» σ. 232
[10] π. Γεωρ. Αναγνωστόπουλου, «Περί Όντων, Νόμων και Εκπλήξεως», Επιθεώρηση Φυσικής, Τομ. ΣΤ΄, τευχ. 17, σ. 14, Αθήνα, 1989.
[11] π. Γεωρ. Αναγνωστόπουλου, «Περί Όντων, Νόμων και Εκπλήξεως», Επιθεώρηση Φυσικής, Τομ. ΣΤ΄, τευχ. 17, σ. 14, Αθήνα, 1989.
 
Πηγή: http://talanto.forumup.gr/about561-talanto.html

Θεολογία

_1_~1

  

  

  

  

 

 

 

 

 

 

 

Ανθρωπομορφική παράσταση της Θεολογίας (Raffaelo Sanzio, Stanza della Segnatura, 15091511, Palazzi Pontifici, Βατικανό)

Θεολογία (σύνθετη από τις λέξεις θεός και λόγος) είναι η μελέτη της θρησκευτικής πίστης, πρακτικής και εμπειρίας. Ειδικότερα χαρακτηρίζεται ως η λογική και συστηματική μελέτη του Θεού και της σχέσης του με τον κόσμο και η επιστήμη που διαπραγματεύεται την ύπαρξη, τη φύση και τις ιδιότητες του Θεού, τις αρχές και την εξουσία του, τα δόγματα που ορίζουν την ορθότητα της πίστης και τα λατρευτικά καθήκοντα προς το Θεό. Επιπλέον μπορεί ως όρος να εκφράζει μια θεολογική θεωρία ή σύστημα ή μία ειδική κατηγορία θεολογικού δόγματος. Ακόμη θεολογία, από τις χαλκηδόνιες εκκλησίες, χαρακτηρίζεται η ιδιαίτερη κατάσταση του ανθρώπου, ο οποίος δεχόμενος την αγιαστική χάρη (φωτισμό) του Αγίου Πνεύματος, εκφράζει με τη μαρτυρία του το λόγο, την επιθυμία ή τη γνώση των ενεργειών (τη δυνατή δηλαδή από τον άνθρωπο κατανόηση) του Θεού.

Θεολόγος μπορεί να χαρακτηριστεί ακαδημαϊκά ο ειδικός στη θεολογία και τη μελέτη των θρησκειών και των θρησκευτικών διδασκαλιών, ο κάτοχος πτυχίου θεολογικής σχολής ή ο μελετητής κλάδων της θεολογίας. Εκκλησιολογικά θεολόγος αποκαλείται αυτός που μεταφέρει το λόγο του Θεού στον κόσμο, όπως για παράδειγμα η Εκκλησία έχει αποδώσει τον τίτλο του Θεολόγου στον Ευαγγελιστή Ιωάννη.

Ιστορία του όρου

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στα έργα του Πλάτωνα και άλλων Ελλήνων φιλόσοφων με αναφορά στη διδασκαλία του μύθου. Υπήρξαν πολλές μορφές και απόψεις θεολογίας στον προχριστιανικό κόσμο, από την ορφική θεολογία έως την Ελεατική σχολή, το Δημόκριτο, τους Σοφιστές και τον Αριστοτέλη. Πάντα όμως η θεολογία εξελισσόταν παράλληλα και εντός της φιλοσοφίας στον αρχαιοελληνικό κόσμο και όχι συστηματικοποιημένα.

Στο δέκατο βιβλίο των Νόμων ο Πλάτωνας πραγματεύεται το θέμα της θεολογίας. Η συζήτηση αυτού του θέματος ανοίγει όταν ένας από τους τρεις συνομιλητές του διαλόγου, ο Αθηναίος ξένος, που μπορεί να είναι ο Πλάτωνας, θίγει το πολιτικό πρόβλημα των εγκλημάτων ενάντια στους Θεούς, ειδικότερα της βλασφημίας και της ασεβούς δράσης των νέων. Σύμφωνα με τον Αθηναίο, η βλασφημία και οι ασεβείς ενέργειες τους οφείλονται στο ότι έχουν τρεις λανθασμένες αντιλήψεις για τους θεούς : θεωρούν είτε ότι οι Θεοί δεν υπάρχουν, είτε ότι οι Θεοί υπάρχουν αλλά δεν ενδιαφέρονται για τις ανθρώπινες υποθέσεις, ή ότι οι Θεοί μπορούν να πειστούν εύκολα από τον άδικο εάν τους δίνονται προσφορές υπό μορφή θυσιών και προσευχών. Η θεολογία των Νόμων είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Αθηναίου ξένου να αντικρούσει αυτές τις λανθασμένες απόψεις, ή να παρέχει τα επιχειρήματα που θα διαθέσουν τον ασεβή νέο και άλλους σε μια σωστή κατανόηση του θείου.

Στο Χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες η θεολογία συνίσταται στη χρήση της φιλοσοφικής μεθόδου, προκειμένου το περιεχόμενο της θείας αποκάλυψης να διατυπωθεί με όρους που είναι αποδεκτοί από την ανθρώπινη διάνοια. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας είναι ότι στη θεολογία η χρήση της φιλοσοφικής μεθόδου στοχεύει εκ των προτέρων στην επίτευξη μιας σύγκλισης της θεωρητικής αλήθειας με τη θεία αποκάλυψη, ενώ στη φιλοσοφία καμία αποκάλυψη δεν είναι δεσμευτική για την έκβαση της θεωρητικής αναζήτησης.

Η μονοθεϊστική θεολογία πραγματεύεται όρους όπως η αμαρτία, η πίστη, η συγχώρηση και εξετάζει τα πλαίσια της συμφωνίας του Θεού με την ανθρωπότητα σε θέματα όπως η σωτηρία και η εσχατολογία. Η θεολογία συνήθως θεωρεί δεδομένη την πνευματική εξουσία ενός θρησκευτικού δασκάλου ή την ισχύ μιας θρησκευτικής εμπειρίας. Διακρίνεται από τη φιλοσοφία στο ενδιαφέρον της για τη δικαίωση και την εξήγηση μιας πίστης, παρά στην επερώτηση των ελλοχευουσών υποθέσεων μιας τέτοιας πίστης, αλλά υιοθετεί συχνά φιλοσοφικές μεθόδους.

Χριστιανική θεολογία

Ως χριστιανική θεολογία θα μπορούσε εν μέρει να χαρακτηριστεί η διδασκαλία των χριστιανικών εκκλησιών, αλλά επειδή η σπουδή της θεολογίας έχει μετατοπιστεί και στις σύγχρονες θεολογικές σχολές είναι δόκιμο να επεκταθεί ο όρος στην εξάσκηση της θεολογίας από χριστιανική άποψη ή τη μελέτη του Χριστιανισμού θεολογικά.

Ιστορικά η πορεία της χριστιανικής θεολογίας ταυτίζεται με την πορεία της χριστιανικής Εκκλησίας. Πρώτες θεολογικές μαρτυρίες θεωρούνται τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, λόγω της θεωρούμενης θεοπνευστίας τους, επέχουν ακριβή θέση θεολογικών συγγραμμάτων. Τα Ευαγγέλια όπως και τα άλλα βιβλία του Κανόνα της Καινής Διαθήκης είναι μαρτυρίες πίστης, έκφραση βιώματος, κήρυγμα ιεραποστολής και μετάδοσης του χριστιανικού μηνύματος και θεολογική κατήχηση των μελών της Εκκλησίας. Σύναμα υπό το πρίσμα της χριστιανικής διδασκαλίας απέκτησαν νέο θεολογικό νόημα και τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

Τα πρώτα χριστιανικά συγγράμματα που γράφτηκαν μετά τα βιβλία της Κ.Δ. ήταν αυτά των Αποστολικών Πατέρων. Τα περισσότερα εξ αυτών ήταν περιστασιακά και για το λόγο αυτό δεν εξέθεταν συστηματικά τη χριστιανική διδασκαλία ούτε έκαναν ιδιαίτερες θεολογικές αναλύσεις.

Στις αρχές του β’ αιώνα παρουσιάζονται οι πρώτοι Απολογητές Πατέρες. Οι Απολογητές ήταν χριστιανοί φιλόσοφοι και απευθύνονταν κυρίως σε φιλοσόφους και λόγιους. Η προσπάθειά τους έγκειτο στο να ανασκευάσουν τις κατηγορίες των Εθνικών και των Ιουδαίων κατά των Χριστιανών και να καταδείξουν την αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Με τους Απολογητές ο Χριστιανισμός παρέλαβε όρους και έννοιες της ελληνικής φιλοσοφίας και επηρεάστηκε από αυτή σοβαρά στον τρόπο σύλληψης και διατύπωσης της θεολογικής του διδασκαλίας.

Από εκεί και πέρα η χριστιανική θεολογία αναπτύχθηκε κατά τρόπο ώστε να κυριαρχήσει στη σκέψη των στοχαστών και συγγραφέων των επόμενων αιώνων, τιθέμενη στο κέντρο της επιστημονικής και φιλολογικής παραγωγής. Εξ αιτίας της συντριπτικής επικράτησης του Χριστιανισμού στο Δυτικό κόσμο και τη Ρωμαϊκή Ανατολή επηρέασε καταλυτικά τη δυτική διανόηση.

Ιουδαϊκή θεολογία

Η ιουδαϊκή θεολογία μαρτυρεί τη δογματική παρουσίαση του περιεχομένου και της ουσίας της εβραϊκής θρησκείας, τις αρχές στις οποίες στηρίζεται και τα θεμελιώδη δόγματα της.

Ο Ορθόδοξος Ιουδαϊσμός θεωρεί την εβραϊκή θρησκεία ως θρησκεία εξ αποκαλύψεως, οι διδασκαλίες της οποίας γνωστοποιήθηκαν από το Θεό στον άνθρωπο με υπερφυσικά μέσα. Αυτές οι θείες αποκαλύψεις συνέβησαν, εντούτοις, μόνο σε ορισμένες χρονικές περιόδους στο παρελθόν και μόνο σε επιλεγμένους ανθρώπους, τους προφήτες, μεταξύ των οποίων εξέχων υπήρξε ο Μωυσής. Με τη διακοπή της προφητείας διακόπηκαν συνολικά. Μέσω αυτών των υπερφυσικών εκδηλώσεων ο Θεός αποκάλυψε στους ανθρώπους όλες τις θρησκευτικές αλήθειες, οι οποίες ήταν απαραίτητες για την καθοδήγησή τους μέσα στη ζωή και την πνευματική ευημερία τους. Αυτές περιλαμβάνονται κυρίως στο Τανάκ, την Εβραϊκή Βίβλο, που θεωρείται ότι γράφτηκε από ανθρώπους καθοδηγούμενους από το Θεό, και εν μέρει βρίσκονται μεταξύ των διδασκαλιών και των εκδηλώσεων που φέρεται να αποκαλύφτηκαν από το Θεό στο Μωυσή και δεν καταγράφηκαν αλλά συντηρήθηκαν στο έθνος από την προφορική παράδοση.

Αν και η πηγή όλων των δογμάτων του Ιουδαϊσμού βρίσκεται στην αποκάλυψη, η εβραϊκή θεολογία δεν είναι απλώς θεολογία εξ αποκαλύψεως. Θεωρείται θεμελιώδες αξίωμα μεταξύ σχεδόν όλων των Εβραιών θεολόγων και των θρησκευτικών φιλοσόφων ότι οι διδασκαλίες και τα δόγματα που περιλαμβάνονται στις Γραφές ως θεόπνευστα δεν μπορούν να είναι σε άμεση αντίφαση με την ανθρώπινη διάνοια, που και αυτή έχει θεία προέλευση. Οι αλήθειες, που γίνονται κατανοητές και αποδεκτές από τον ανθρώπινο νου και αποτελούν το κριτήριο της φυσικής θεολογίας επομένως λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό των αποκεκαλυμμένων θρησκευτικών αληθειών. Και, εκτός αυτού, στην ανθρώπινη διάνοια έχει παραχωρηθεί το γενικό δικαίωμα να κρίνει την αξία και τη σπουδαιότητα των θείων διδασκαλιών. Αυτό δύναται να το κάνει μόνο με τη χρήση ως προτύπου των θεμελιωδών αληθειών που αναγνωρίζει η ίδια. Το θεολογικό σύστημα που ακολουθεί κάθε ορθόδοξος Εβραίος, και που περιέχει την ομολογία πίστης του, είναι επομένως μια σύνθεση της φυσικής και αποκαλυφθείσας θεολογίας.

Θεολογία του Ισλάμ

Η Ισλαμική θεολογία έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς τον όρο “Καλάμ”, ο οποίος σημαίνει λόγος, κρίση και δηλώνει την ισλαμική δογματική θεολογία.

Το Καλάμ ξεκινά με την αποκαλυφθείσα παράδοση και χρησιμοποιεί ορθολογιστικές μεθόδους προκειμένου να κατανοηθεί και να λυθούν οι αντιφάσεις. Διά μέσου της φιλοσοφίας προσπαθεί να χτίσει μια συστηματική κοσμοθεωρία με βάση τον λογικό και επιστημονικό συλλογισμό.

Διάφοροι ισλαμιστές φιλόσοφοι ανέπτυξαν πλήρη λογικά συστήματα, βασισμένα κατά μεγάλο μέρος στις διδασκαλίες του Αριστοτέλη.

Αρχικά, η ισλαμική θεολογία εκδηλώθηκε στα πλαίσια των αντιπαραθέσεων με τους Χριστιανούς και τους Εβραίους. Δεδομένου ότι οι διατυπώσεις των βασικών δογμάτων του Ισλάμ έγιναν πιό σύνθετες, οι μουσουλμάνοι θεολόγοι άρχισαν σύντομα τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις για τις διαφορετικές ερμηνείες του Ιερού Κορανίου, αναπτύσσοντας έτσι τα θεμέλια της ισλαμικής θεολογίας.

Οι επαναλαμβανόμενες συζητήσεις μεταξύ των ισλαμιστών μελετητών για τη φύση του Θεού συνέχισαν να εκλεπτύνουν τις έννοιες του ισλαμικού μονοθεϊσμού.

Διάφορες θεολογικές διενέξεις απασχόλησαν τους μουσουλμάνους φιλοσόφους κατά τους πρώτους αιώνες του Ισλάμ, αλλά μέχρι το 10ο αιώνα οι απόψεις του ισλαμιστή θεολόγου Αλ Ασάρι (Al- ashari) και των οπαδών του, γνωστών ως Ασαριτών, επικράτησαν και υιοθετήθηκαν από τους περισσότερους μουσουλμάνους. Ο τρόπος που αυτή η σχολή επίλυσε το θέμα της ελεύθερης βούλησης ήταν να υποστηρίξει ότι καμία ανθρώπινη πράξη δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εάν ο Θεός δεν το επέτρεπε και ότι η γνώση του Θεού περικλείει όλα αυτά που υπήρξαν, υπάρχουν ή θα υπάρξουν. Αυτή η άποψη επίσης υποστηρίζει ότι είναι θείο θέλημα η νοητική δύναμη του ανθρώπου για ελεύθερες επιλογές. Ο Θεός πρόκειται επομένως να καταστήσει τους ανθρώπους υπεύθυνους για τις ενέργειές τους. Οι απόψεις του Αλ Ασάρι και της σχολής του έγιναν βαθμιαία κυρίαρχες στους Σουνίτες και στο ευρύτερο ορθόδοξο Ισλάμ και επικρατούν ακόμα μεταξύ των περισσότερων μουσουλμάνων. Η τάση των Σουνιτών, εντούτοις, ήταν να ανεχτούν και να διευθετήσουν τις δευτερεύουσες διαφωνίες ώστε να υπογραμμιστεί η συναίνεση της κοινότητας σε θέματα δόγματος.

Η μουσουλμανική θεολογία είναι η θεολογία που προέκυψε από το Κοράνιο και τις προφητικές παραδόσεις (Σούνα Sunnah). Το περιεχόμενο της μπορεί να διαιρεθεί στην καθαυτή θεολογία, τη θεοδικία, την εσχατολογία, την ανθρωπολογία, την αποφατική θεολογία και το θρησκευτικό συγκρητισμό.

ΙΝΔΙΚΗ ΚΑΙ ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ Εκτός από τα παραπάνω είδη θεολογίας υπάρχει και η θεολογία των Ινδών, Κινέζων και Ιαπώνων. Αυτή ασχολείται με τα θρησκεύματα όπου γεννήθηκαν και ευδοκίμησαν στις περιοχές αυτές. Τα πιο γνωστά είναι: 1. Ινδουισμός 2. Βουδισμός 3. Κομφουκιανισμός 4. Ζιντοϊσμός 5. Ταοισμός (Θρησκευτικός και Φιλοσοφικός) 6. Γιόγκα

Κλάδοι της επιστήμης της θεολογίας

Η επιστήμη της θεολογίας μπορεί να διαιρεθεί με πολλούς τρόπους. Πολλά από τα τμήματα της έχουν δημιουργηθεί για τη μελέτη της χριστιανικής θρησκείας, αν και ορισμένα έχουν προσαρμοστεί και επεκταθεί ώστε να ισχύουν και για άλλες θρησκείες ή για τη μελέτη πολλαπλών θρησκειών.

Η θεολογία μπορεί να κατανεμηθεί σε ακαδημαϊκά υποσυστήματα:

  • Μελέτη της Βιβλικής Γραμματείας – στρέφεται στην έρευνα, την ερμηνεία και την εξήγηση της Αγίας Γραφής
  • Λειτουργική – αφορά στην έρευνα των κειμένων και των μέσων της Θείας Λατρείας.
  • Συγκριτική θεολογία – στρέφεται στη σύγκριση των κοινών θεμάτων μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων
  • Θεολογία της Ιστορίας – εστιάζει στην πνευματική ιστορία της θρησκείας
  • Εκκλησιαστική Ιστορία – ερευνά την ιστορία της Εκκλησίας από την εμφάνισή της ως και σήμερα.
  • Ηθική θεολογία – ερευνά την ηθική και τις ηθικές διαστάσεις της θρησκευτικής ζωής
  • Πατρολογία – μελετά τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας.
  • Πρακτική θεολογία – αφιερωμένη στην πρακτική εφαρμογή των θεολογικών ιδεών. Γενικά περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες της ποιμαντικής θεολογίας, της ομιλητικής, και της χριστιανικής εκπαίδευσης, μεταξύ των άλλων.
  • Δογματική θεολογία (συστηματική θεολογία) – στρέφεται στην προσπάθεια να ταξινομηθεί και να ερμηνευθεί το ρεύμα των ιδεών στη θρησκεία.
  • Κανονικό-Εκκλησιαστικό Δίκαιο – Κλάδος της θεολογίας που εξετάζει επιστημονικά το διαμορφωμένο εντός της Εκκλησίας δίκαιο και τις σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος.

Η θεολογία μπορεί επίσης να διαιρεθεί ανάλογα με τη θέματική που εξετάζει:

  • Τριαδική θεολογία – Η Αγία Τριάδα
  • Αγγελολογία (ελάχιστα διαδεδομένη σε σχέση με παλαιότερα) – οι άγγελοι, ο αόρατος κόσμος
  • Βιβλολογία – Η Βίβλος, τα βασικά χαρακτηριστικά της, τα μέσα έμπνευσής της κ.λπ. η ερμηνευτική είναι η μελέτη της ορθής βιβλικής ερμηνείας.
  • Χριστολογία – Ο Ιησούς Χριστός, η φύση Του, η σχέση μεταξύ Θείου και Ανθρώπινου στο πρόσωπο του Χριστού
  • Τριαδολογία– Το δόγμα περί της Αγίας Τριάδας, των μεταξύ τους σχέσεων, καθώς και της έκφανσής τους στην Ιστορία.
  • Εξελικτική θεολογία – Διδάσκει μία εξελικτική νεοπλατωνική φιλοσοφία τροποποιημένη από τη θεωρία της σχετικότητας
  • Διαθηκική θεολογία – Ένα ερμηνευτικό πλέγμα που κατανοεί τις πράξεις του Θεού στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του Θεού με τον εκλεκτό του λαό.
  • Δαιμονολογία (ελάχιστα διαδεδομένη σε σχέση με παλαιότερα) – Ο Σατανάς, οι δαίμονες γενικότερα τα κακά πνεύματα
  • Θεολογία της Οικονομίας – ένα ερμηνευτικό πλέγμα που βλέπει τη σχέση του Θεού με την κτίση σα να περνά μέσα από διαδοχικές εποχές, σε κάθε μία από τις οποίες οι συμφωνίες της προηγούμενης δεν μπορούν πλέον να ισχύουν.
  • Εκκλησιολογία – Η Eκκλησία
  • Εσχατολογία – Η μελέτη των εσχάτων γεγονότων ή στιγμών. Ασχολείται με θέματα όπως ο θάνατος και η μετά θάνατον ζωή, το τέλος της ιστορίας, το τέλος του κόσμου, η ημέρα της κρίσεως κ.α.
  • Σωτηριολογία – Η φύση και τα μέσα της σωτηρίας

Η θεολογία μπορεί επίσης να κατανεμηθεί με βάση τις μεθόδους, συμπεριλαμβάνωντας τις:

  • Αποφατική θεολογία – η συζήτηση για το τι δεν είναι Θεός
  • Καταφατική Θεολογία – η συζήτηση για το ποια γνωρίσματα έχουν αποδοθεί περιγραφικά στο Θεό.
  • Διαλεκτική θεολογία
  • Φυσική θεολογία – η συζήτηση εκείνων των πτυχών της θεολογίας που μπορούν να ερευνηθούν χωρίς την αρωγή της αποκάλυψης, των Γραφών ή της παράδοσης.
  • Εμπειρική θεολογία
  • Υπερβατική θεολογία
  • Κηρυγματική θεολογία
  • Πολιτική θεολογία
  • Υπαρξιστική θεολογία
  • Θεολογία του λόγου
  • Θεολογία του πολιτισμού

Ένας άλλος διαχωρισμός περιλαμβάνει τα θεολογικά κινήματα:

  • Θεολογία της ελπίδας
  • Θεολογία του σταυρού
  • Μαύρη θεολογία
  • Οικουμενική θεολογία
  • Ευαγγελική θεολογία
  • Φεμινιστική θεολογία
  • Θεολογία του ολοκαυτώματος
  • Φιλελεύθερη θεολογία
  • Θεολογία της απελευθέρωσης
  • Θεολογία του Τρίτου κόσμου
  • Νεορθόδοξη
  • Παλεο-ορθοδοξη
  • Αφηγηματική θεολογία
  • Μεταμοντέρνα θεολογία
  • Ρεβιζιονιστική θεολογία
  • Υπερβατική θεολογία

Πηγή:  “http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1

 

Η κτίση εκ του μηδενός, η αρχή και το τέλος της

Πηγή: http://www.oodegr.com/oode/dogma/ktisi/arxi1.htm#3g

Το παρακάτω κείμενο , είναι το απόσπασμα από το βιβλίο του σεβ. Ιωάννη Ζηζιούλα. Πρόκειται για μια σειρά διαλέξεων, που εκφωνήθηκαν στα Αγγλικά στο Πανεπιστήμιο του Λονδίου (King’s College) τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1989. Ως εκ τούτου, το παρακάτω κείμενο, ΑΓΝΟΕΙ τις επιστημονικές αποδείξεις που μετά από 10 περίπου χρόνια περί αρχής του σύμπαντος, και τις θεωρίες περί του κενού που έγιναν στη δεκαετία μας αποδεκτές από την επιστήμη της Φυσικής.

Λόγω του πράγματος αυτού, κατά διαστήματα θα ανοίγουμε δικές μας παρενθέσεις στο κείμενο αυτό, δίνοντας κάποιες πληροφορίες για ντοκουμέντα που την εποχή που εκφωνήθηκε η διάλεξη αυτή ήταν άγνωστα για ζητήματα στα οποία η προ-χριστιανική Φιλοσοφία δεν μπόρεσε να διεισδύσει με τόση ακρίβεια και ορθότητα.

1. Αντιλήψεις περί δημιουργίας κατά τους πρώτους αιώνες

«Δημιουργία» είναι ένας όρος, τον οποίο η χριστιανική θεολογία από την αρχή βρήκε κατάλληλο, για να αναφερθεί στην αρχή αυτού τού κόσμου. Πρόκειται για έναν όρο, που δείχνει ότι ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε, είναι έργο κάποιου – είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης προσωπικής αίτιας. Ο συνήθης ελληνικός όρος για τη δήλωση της αρχής του κόσμου είναι δημιουργία, αν και οι χριστιανοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων, για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω, προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο κτίση – μια λέξη που φέρνει στο νου μας εικόνες κατασκευής και ανεγέρσεως οικοδομής.

Η άποψη ότι ο κόσμος είναι «δημιουργία» κάποιου δεν ήταν καθόλου ιουδαϊκο-χριστιανική επινόηση. Η ιδέα ότι ο κόσμος ήταν δημιούργημα κάποιου δημιουργού ήταν ευρύτατα διαδεδομένη την εποχή της εξάπλωσης τού Χριστιανισμού, και αυτό που η Εκκλησία έπρεπε να κάνει δεν ήταν τόσο πολύ να επιμείνει σ’ αυτήν, όσο να εξηγήσει τον τρόπο, με τον οποίο εκείνη την εννοούσε. Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν ακόμα μερικοί άθεοι τον πρώτο και δεύτερο αιώνα μ.Χ., οι οποίοι ή θεωρούσαν τον κόσμο αποτέλεσμα κάποιων φυσικών νόμων και ήταν ικανοποιημένοι μ’ αυτή την εξήγηση (τέτοιοι ήταν οι «φυσιολόγοι», τους οποίους, παλαιότερα ο Πλάτων είχε στο νου του, όταν προέβλεπε γι’ αυτούς σκληρές τιμωρίες στους Νόμους του) ή, όπως οι Επικούριοι, απέδιδαν την ύπαρξη τού κόσμου σε καθαρή σύμπτωση. Αλλά όλοι αυτοί ήταν αμελητέοι, σχεδόν περιθωριοποιημένοι, μέσα στο διανοητικό περιβάλλον, στο οποίο βρέθηκε η πρώτη Εκκλησία, και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο οι χριστιανοί συγγραφείς δεν φαίνεται να ασχολούνται πολύ μ’ αυτούς. Οι βασικές αντιλήψεις περί δημιουργίας, τις οποίες η Εκκλησία αντιμετώπισε, και από τις οποίες έπρεπε να διαχωρισθεί, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Η μία ήταν η Γνωστική ερμηνεία της δημιουργίας, και η άλλη ήταν αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Πλατωνική ή κλασσικά ελληνική φιλοσοφική άποψη. Σ’ αυτές τις δύο απόψεις θα στραφούμε, για να δούμε με συντομία με ποιο τρόπο η χριστιανική αντίληψη περί δημιουργίας διαμορφώθηκε στην πρώιμη εκείνη περίοδο.

Ο Γνωστικισμός πίστευε ότι ο κόσμος, στον οποίο ζούμε, είναι τόσο διαποτισμένος με το κακό, τον πόνο, τη θλίψη κ.λ.π., ώστε είναι αδύνατο να έχει δημιουργηθεί από το Θεό Πατέρα, τού οποίου η αγαθότητα ουδέποτε θα επέτρεπε να δημιουργηθεί ένας τέτοιος κόσμος. Έτσι, για να απαλλάξουν το Θεό Πατέρα από κάθε ευθύνη για το κακό, που υπάρχει στον κόσμο, οι Γνωστικοί αποδίδουν τη δημιουργία τού κόσμου σε κατώτερους μεσάζοντες μεταξύ τού Θεού Πατέρα και τού κόσμου. Αυτός ονομάστηκε «δημιουργός» και θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη δημιουργία τού κόσμου.

Ό Γνωστικισμός πίστευε ότι η δημιουργία είναι κακή εξ ορισμού και δεν υπάρχει κανένας λόγος να σωθεί, ειδικά όσον αφορά στην υλικότητά του. Σύμφωνα με κάποιο γνωστικό μύθο, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε προτού να δημιουργηθεί ο υλικός κόσμος, και η παρούσα υλική σύσταση της ύπαρξής του προκάλεσε την πτώση του. Η σωτηρία επιτυγχάνεται με τη γνώση (γι’ αυτό και ονομάστηκε η αίρεση αυτή «Γνωστικισμός»), μια μυστική γνώση της αλήθειας, που δίδασκαν οι δάσκαλοι των Γνωστικών σχολών. Μόνο με τη φυγή από το χρόνο και το χώρο μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος. Η φροντίδα για τον υλικό κόσμο είναι το πιο παράλογο και αμαρτωλό πράγμα που υπάρχει. Όσο πιο γρήγορα απαλλαγεί κανείς από τον υλικό κόσμο τόσο καλύτερα.

Είναι σε όλους γνωστό ότι η Εκκλησία πήρε αρνητική θέση απέναντι στο Γνωστικισμό. Μεγάλοι θεολόγοι της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα ο Άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος της Λυών στο τέλος του 2ου αιώνα, έγραψαν πραγματείες εναντίον των Γνωστικών. Το αποτέλεσμα αυτής της αντι-Γνωστικής πολεμικής ήταν να διατυπωθούν αλήθειες, που περιλήφθηκαν στα βαπτισματικά Σύμβολα της πίστεως στις τοπικές Εκκλησίες, και που τελικά αποτέλεσαν τα άρθρα τού Συμβόλου της Πίστεως, που χρησιμοποιούμε σήμερα στη λατρεία. Μ’ αυτά τα άρθρα πίστεως ομολογούμε ότι ο Θεός Πατέρας δημιούργησε τον υλικό κόσμο («Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα… ποιητήν ουρανού και γης»), και κατά συνέπεια ο υλικός κόσμος («ορατών τε και αοράτων») είναι «καλός λίαν», αφού έγινε από τον ίδιο τον Θεό Πατέρα. Το κακό είναι φυσικά ένα πρόβλημα. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος είναι κακός εκ φύσεως, και ότι δεν είναι δημιούργημα του Θεού. Η Εκκλησία, λοιπόν, έπρεπε να βρει άλλους τρόπους να εξηγήσει την παρουσία τού κακού, χωρίς να την αποδίδει ούτε στον Θεό ούτε στον υλικό κόσμο. Γι’ αυτό το θέμα θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε περισσότερα αργότερα.

Αυτά για τους Γνωστικούς, οι οποίοι εισήγαγαν ένα χάσμα ανάμεσα στο Θεό και τη Δημιουργία. Ο Πλατωνισμός και η επικρατούσα την εποχή εκείνη κλασσική ελληνική σκέψη πήραν την εντελώς αντίθετη θέση. Γι’ αυτούς όχι μόνο το χάσμα ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο στένευε σε σημείο που συχνά εξαφανιζόταν τελείως, αλλά ο κόσμος διαποτιζόταν από τη θεία παρουσία σε όλα τα σημεία του. «Όλα είναι γεμάτα από θεούς». Μερικοί ταύτιζαν τον κόσμο με το Θεό σε τέτοιο σημείο, ώστε δεν χρειαζόταν κάποιο δόγμα για τη δημιουργία. Άλλοι, όπως ο Πλάτων, πίστευαν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από κάποιον, τον οποίον ο ίδιος ονόμαζε Πατέρα, ή Νου, ή Δημιουργό, και ο οποίος έκανε τον καλύτερο κατά το δυνατόν κόσμο — σίγουρα, όχι τον εντελώς τέλειο, δεδομένου ότι είναι ένας κόσμος φτιαγμένος από ύλη και περιορισμένος στο χώρο, δύο πράγματα που αναπόφευκτα περιόριζαν το δημιουργό. Έτσι ο υλικός κόσμος, κατά την πλατωνική άποψη, είναι καλός και όμορφος, όμως μόνο μέχρι τού σημείου, που συμμετέχει στην απόλυτη αγαθότητα και ομορφιά, που βρίσκεται έξω από τον υλικό κόσμο, στον κόσμο των ιδεών, στον οποίο μπορούμε να φτάσουμε μέσα από το στοχασμό και τη διανοητική κάθαρση, σε μια ανοδική πορεία από τον αισθητό κόσμο στον πνευματικό και ιδεατό. Ο καθαρός Πλατωνισμός πήρε θετική θέση απέναντι στον υλικό κόσμο σαν μέσο που μας προσφέρει την κλίμακα, για ν’ ανέβουμε ψηλότερα. Ο Νεοπλατωνισμός λίγο αργότερα έδειξε δυσπιστία στον υλικό κόσμο, και τον αντιμετώπισε αρνητικά.

Η Εκκλησία δεν αντέδρασε στον Πλατωνισμό με τον ίδιο πολεμικό τρόπο, που βλέπομε ότι αντέδρασε στον Γνωστικισμό. Φάνηκε να της αρέσει η ιδέα ότι ο κόσμος αποδίδεται σε κάποιο «δημιουργό» (ονομαζόμενο μάλιστα από τον Πλάτωνα «Πατέρα») και μερικοί από τους μεγαλύτερους θεολόγους της, όπως είναι ο Άγιος Ιουστίνος τον δεύτερο αιώνα, φαίνεται να υπερασπίζονται τον Πλατωνισμό σε όλα σχεδόν τα θέματα, και ιδιαίτερα στο θέμα της δημιουργίας. Όμως θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς ότι η Εκκλησία των πρώτων αιώνων είχε δεχτεί την πλατωνική ή την αρχαία ελληνική άποψη περί κόσμου, γιατί οι διαφορές ήταν πολύ βαθειές και σχετίζονται άμεσα με το θέμα, που συζητούμε στη σειρά αυτών των ομιλιών. Ας τις εξετάσουμε με συντομία. 

2. Δημιουργία με κάποια «αρχή»

Αν ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στα θέματα τα σχετικά με τη δημιουργία, που χώριζαν την Εκκλησία από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πιθανόν να εντοπίσουμε την καρδιά τού προβλήματος και την κρίσιμη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο στο ερώτημα αν ο κόσμος είχε κάποια αρχή η όχι. Αυτό το ερώτημα, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε σ’ αυτή την ομιλία, έχει συνέπειες που φτάνουν τόσο μακριά, ώστε θα μπορούσε κανείς να πει ότι συνιστούν μία από τις πιο σπουδαίες πλευρές της σχέσεως ανάμεσα στη χριστιανική Θεολογία και στο οικολογικό πρόβλημα.

Ότι ο κόσμος είχε κάποια αρχή, με την απόλυτη έννοια, φαινόταν εντελώς ανόητο και παραλογισμός για όλους τους σκεπτόμενους αρχαίους Έλληνες. Όπως ο καθηγητής Richard Sorabji, στη γνωστή μελέτη του «Χρόνος, Δημιουργία και Συνέχεια» υπογραμμίζει, η άποψη πως το σύμπαν είχε κάποια αρχή «απορρίφθηκε στην αρχαία. Ελλάδα απ’ όλους όσοι ήταν έξω από την ιουδαϊκο-χριστιανική παράδοση». Για όλους τους αρχαίους Έλληνες ο κόσμος ήταν αιώνιος. Μπορεί κάποιος να πει πως ο Πλάτων στον Τίμαιο (τον περίφημο διάλογο του, που έχει σχέση με τη δημιουργία) δέχεται την ιδέα της αρχής στη δημιουργία, αλλά το γεγονός είναι ότι αυτή η αρχή, όπως όλες οι θεωρίες περί αρχής στην αρχαία ελληνική σκέψη, δεν ήταν απόλυτη, αφού προϋπέθετε πάντοτε κάτι, από το οποίο ο κόσμος (η κάθε τι το υλικό) δημιουργήθηκε. Στην περίπτωση τού Πλάτωνα (στον Τίμαιο) αυτό το προϋποτιθέμενο «κάτι», που χρησιμοποίησε ο δημιουργός, για να κάνει τον κόσμο, ήταν η ύλη, οι ιδέες και ο χώρος. Όλα αυτά όμως περιορίζουν την ελευθερία του δημιουργού. Επομένως η δημιουργία ήταν άναρχη, και παρά το ότι τα επιμέρους όντα μπορεί να πει κανείς ότι έχουν αρχή, ο κόσμος σαν ολότητα δεν είχε αρχή.

Η Εκκλησία και οι Πατέρες πήραν αρνητική στάση ως προς αυτή τη θεωρία. Πίστευαν ότι περιοριζόταν η ελευθερία τού Θεού κατά τη δημιουργία, αφού σ’ αυτήν ο Θεός είχε να κάνει με προ-υπάρχουσα ύλη και άλλους περιορισμούς. Κάτι τέτοιο έκανε τον Θεό και τον κόσμο να συνυπάρχουν αιώνια, κατά κάποιον τρόπο.

Έπρεπε λοιπόν, να τροποποιήσουν τον Πλατωνισμό σ’ αυτό το θέμα, αν ήθελαν να παραμείνουν κατά κάποιο τρόπο «Χριστιανοί Πλατωνικοί». Τέτοια τροποποίηση είχε ήδη γίνει από αυτό που oνομάζουμε «Μέσο-Πλατωνισμό» (οι Πλατωνικές σχολές των δύο πρώτων αιώνων μ.Χ., πριν εμφανιστεί ο Νεοπλατωνισμός τον τρίτο αιώνα) και με τον περίφημο Ιουδαίο φιλόσοφο της Αλεξάνδρειας τον πρώτο μ.Χ. αιώνα, τον Φίλωνα. Η τροποποίηση περιλάμβανε την απόρριψη της ιδέας ότι η ύλη δεν δημιουργήθηκε από το Θεό, και την πρόταση ότι οι ιδέες τού Πλάτωνα, βάσει των οποίων ο Θεός έδωσε μορφή στη δημιουργία, ήταν σκέψεις στο νου τού Θεού. Αυτή η τροποποίηση απομάκρυνε κατά ένα μεγάλο μέρος, τις πιο προκλητικές για τη χριστιανική σκέψη πλευρές τού πλατωνικού δόγματος περί δημιουργίας, αλλά ακόμα έμειναν αρκετά που έκαναν τον Πλατωνισμό απαράδεκτο από την Εκκλησία σ’ αυτό το θέμα. Πού βρισκόταν το πρόβλημα;

Το αληθινό πρόβλημα φανερώθηκε, όταν οι χριστιανοί Πλατωνικοί, όπως ο Ωριγένης στην Αλεξάνδρεια (τρίτος αιώνας) εξέθεσε τη θεωρία μιας αιώνιας δημιουργίας με βάση την πίστη, που αναφέραμε παραπάνω (ότι δηλαδή οι ιδέες η οι λόγοι, βάσει των οποίων δημιουργήθηκε ο κόσμος, ήταν στη σκέψη τού Θεού), και προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα «Πώς θα μπορούσε ο Θεός να είναι αιώνια παντοδύναμος, αν δεν είχε κάποιο κόσμο, πάνω στον οποίο να ασκεί τη δύναμή του;» Αυτό, όχι μόνο οδήγησε τον Ωριγένη στη θεωρία, που επίσημα καταδικάστηκε από την Εκκλησία λίγους αιώνες μετά, ότι οι ψυχές προϋπήρχαν αιώνια, αλλά επίσης έδειξε καθαρά τους κινδύνους, που ενυπήρχαν σε κάθε δόγμα περί δημιουργίας, το οποίο δεν προϋπέθετε μια ριζική και απόλυτη αρχή. Όπως το τοποθετεί ο αείμνηστος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, το δόγμα τού Ωριγένη για τη δημιουργία υπονοούσε ότι δίπλα στο Θεό υπήρχε πάντα, αιώνια ένα μη-εγώ, ένας μη-Θεός, πράγμα που σήμαινε ότι ο Θεός ήταν δημιουργός εξ ανάγκης, και όχι εξ ελευθερίας: αν δεν δημιουργούσε τον κόσμο δεν θα ολοκληρωνόταν ως Θεός, δεν θα ήταν Θεός. Η έννοια τού Θεού και η έννοια του κόσμου εφάπτονται μεταξύ τους μ’ αυτόν τον τρόπο, και η ειδωλολατρία κάνει έτσι την εμφάνιση της, μεταμφιεσμένη σε χριστιανικό δόγμα.

Έτσι, η ιδέα ότι ο κόσμος έχει κάποια αρχή έπρεπε να γίνει δεκτή κατά τρόπο απόλυτο. Αλλά πώς μπορούσε αυτή η απόλυτη έννοια να περιγραφεί; Και πως μπορούσε να έχει νόημα και να μην οδηγήσει σε παραλογισμό, όπως πίστευε η αρχαία ελληνική σκέψη; Και πάνω απ’ όλα πώς μια τέτοια ιδέα απόλυτης αρχής επηρεάζει την ύπαρξή μας στον κόσμο αυτό και, τελικά, την τύχη τού κόσμου; Αυτά είναι ερωτήματα, στα οποία θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας. 

3. Δημιουργία «εκ του μηδενός»

Η ιδέα ότι ο κόσμος είχε μια απόλυτη αρχή θα μπορούσε να διατυπωθεί μόνο με την έκφραση: ο κόσμος δημιουργήθηκε «εκ τού μηδενός», ex nihilo. Αλλά τι σημαίνει «μηδέν» στην περίπτωση αυτή; Μπορεί να γίνει κάτι από το τίποτε; Οι αρχαίοι Έλληνες απαντούν κατηγορηματικά: όχι. Οι Χριστιανοί έπρεπε να βρουν τρόπους να κάνουν πειστική αυτή τη διατύπωση. Μερικοί απ’ αυτούς τους τρόπους δεν εξασφάλιζαν πάντα τον απόλυτο χαρακτήρα τού «μηδενός», αλλά υπέκυπταν έμμεσα στη λογική της ελληνικής σκέψεως, η οποία δεν μπορούσε να δεχτεί αυτή την ιδέα, και την έβρισκε παράλογη. Ήδη στους Νεοπλατωνικούς συναντάμε μια τέτοια αντίληψη της δημιουργίας «εκ του μηδενός», αλλά αυτοί τη δέχονταν με την έννοια ότι η άναρχη δημιουργία θα μπορούσε να γίνει από τον Θεό, χωρίς να προέλθει από κάτι. Ο Θωμάς Ακινάτης τον Μεσαίωνα έδωσε νόημα στο «μηδέν», που το θεωρεί, λίγο-πολύ, σαν μια πηγή, από την οποία προήλθε η δημιουργία. Ενώ ο Karl Barth στην εποχή μας – αν μελετηθεί προσεκτικά – φαίνεται να δέχεται το «μηδέν» σαν ένα είδος κενού, το οποίο απέκρουσε προαιώνια ο Θεός προς χάριν τού Ιησού Χριστού, «εν τω οποίω και δια του οποίου» δημιούργησε τον κόσμο.

Όλες αυτές οι ερμηνείες για τη δημιουργία «εκ του μηδενός» δεν θα πρέπει να ταυτισθούν με αυτά που ο Άγιος Ειρηναίος και οι άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας εννοούσαν, όταν χρησιμοποιούσαν αυτή την έκφραση. Σκοπός τους ήταν τότε να διευκρινίσουν ότι τίποτε απολύτως δεν υπήρχε πριν από τη δημιουργία. Κανένα απολύτως γεγονός, εκτός από την ελεύθερη θέληση του Θεού, δεν υπήρχε ούτε συνετέλεσε, με οποιονδήποτε τρόπο, στη δημιουργία τού κόσμου.

Για να γίνει κατανοητό αυτό το «εκ τού μηδενός», οι αρχαίοι χριστιανοί θεολόγοι έπρεπε να ξεκαθαρίσουν ένα σημείο: ο χρόνος και ο χώρος είναι πράγματα που αρχίζουν να υπάρχουν μαζί με τη δημιουργία. Δεν έχει κανένα νόημα το ερώτημα: «τι έκανε ο Θεός πριν από τη δημιουργία;», αφού δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως το «πριν» ή το «μετά» μέχρι να εμφανισθεί η δημιουργία. Ο χρόνος και ο χώρος είναι έννοιες, που έχουν σχέση με την «αρχή» και ο,τιδήποτε δεν είχε αρχή δεν μπορούσε να μετρηθεί με τέτοια μέτρα. Έτσι, φαίνεται πως με την αποβολή τής θέσεως ότι ο κόσμος είχε μια αρχή, οι χριστιανοί αναζητούσαν κάποια έννοια τού χρόνου, βάσει της οποίας:

α) ο χρόνος να είναι δεμένος οργανικά με το χώρο — κάτι που ο Πλατωνισμός, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε να δεχτεί — (Σημείωση δική μας: Αυτό έχει αποδειχθεί από πλήθος θεωρίες και πειράματα, ξεκινώντας από τη θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν) και

β) να χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον κτιστό κόσμο — όπως συμβαίνει επίσης στην περίπτωση τού χώρου — και μαζί, χρόνος και χώρος, να διαποτίζουν και να επηρεάζουν αποφασιστικά την ύπαρξη ολοκλήρου τού σύμπαντος.

Επομένως, δεν υπάρχει τρόπος για τον κόσμο να αποδράσει από το χώρο και το χρόνο ή από την προϋπόθεση της «αρχής», η οποία καθορίζει όλα τα όντα τού κόσμου. Τα δημιουργήματα εξ ορισμού υπάγονται σ’ αυτές τις συνθήκες, oι οποίες όχι μόνο σημαδεύουν τη διαφορά ανάμεσα στο Θεό και στον κόσμο, στα κτιστά και τα άκτιστα όντα, αλλά καθορίζουν επίσης τον κόσμο υπαρξιακά. Ακριβώς σ’ αυτές τις υπαρξιακές συνθήκες τών όντων, που δημιουργήθηκαν «εκ τού μηδενός», θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας, γιατί έχουν άμεση σχέση με το θέμα μας.

Τι σημαίνει υπαρξιακά ότι δημιουργηθήκαμε «εκ τού μηδενός»; Πώς «βιώνει» ο κόσμος το γεγονός ότι είχε κάποια αρχή; Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε με συντομία στο ερώτημα αυτό τονίζοντας τα εξής σημεία:

(α) Αν πάρουμε τον κόσμο σαν μια «ολότητα», σαν μια οντότητα καθεαυτή — πράγμα που μπορούμε να κάνουμε, αν τον θεωρούμε πεπερασμένο και εντελώς άλλον από τον Θεό — τότε το γεγονός ότι ο κόσμος έχει κάποια αρχή μας αναγκάζει να βάλουμε μια οροθετική γραμμή, ένα σημείο εκκινήσεως, τουλάχιστον στην αρχή του. Ένα κλασσικό λογικό αξίωμα θα μας υποχρέωνε να βάλουμε μια οροθετική γραμμή, ένα σημείο στάσεως, στο τέλος επίσης, γιατί σύμφωνα μ’ αυτό το αξίωμα., ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος. Αλλά και αν ακόμα παραμερίσουμε αυτό το αξίωμα, η ιδέα τού πεπερασμένου, που συνδέεται εξ ορισμού με το κτιστό, σημαίνει ότι στην ίδια την έννοια τού κτιστού βρίσκεται, μαζί με την ιδέα της αρχής και η ιδέα τού τέλους. Όλα αυτά σημαίνουν ότι το κτιστό αυτό καθεαυτό (η προϋπόθεση τούτη είναι αποφασιστικής σπουδαιότητας, όπως θα δούμε, γιατί τα πράγματα είναι διαφορετικά στην περίπτωση, που δεν πάρουμε το κτιστό «καθεαυτό») αποτελεί μια οντότητα περιτριγυρισμένη και εξαρτημένη από το μηδέν: προήλθε από το μηδέν και θα επιστρέψει στο μηδέν.

Ονομάσαμε αυτή τη συνέπεια της δημιουργίας «υπαρξιακή», όχι γιατί έχουμε υπόψη μας κάποιες συγκεκριμένες φιλοσοφικές σχολές που ονομάζονται έτσι, αλλά γιατί δεν υπάρχει πραγματικά άλλος τρόπος να μιλήσουμε για το σύμπαν, παρά μόνο όταν κατά κάποιο τρόπο το προσωποποιήσουμε και τού αποδώσουμε κατηγορίες προερχόμενες από την εμπειρία μας. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να αποφύγουμε να συνδέσουμε την εξαφάνιση κάποιου όντος με την εμπειρία τού θανάτου η το αντίθετο, να συνδέσουμε το θάνατο με τον αφανισμό και την απώλεια κάποιου όντος. Αν το σύμπαν νοηθεί σαν μια ορισμένη πεπερασμένη οντότητα, αυτή η ίδια η δυνατότητα της κατανοήσεως και «συλλήψεως» του από το νου μας υπονοεί την τοποθέτηση ενός είδους οροθετικής γραμμής γύρω του. Αλλά οι οροθετικές γραμμές, που επιτρέπουν τη διανοητική «σύλληψη», συνεπάγονται υπαρξιακά την εμπειρία τού «πριν» και τού «μετά», την εμπειρία της αρχής και τού τέλους αυτού που κατανοούμε και «συλλαμβάνουμε», δηλαδή κάτι ανάλογο με την εμπειρία της γεννήσεως και τού θανάτου του. Έτσι ο κόσμος, έχοντας απόλυτη αρχή, κρέμεται στο κενό, και δεν μπορεί να αποφύγει την απειλή τού θανάτου. Το σύμπαν δεν είναι αιώνιο ούτε ως προς την αρχή ούτε ως προς το τέλος του. Είναι θνητό, και η θνητότητα, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι τόσο απόλυτη όσο και η έννοια τού όρου «μηδέν» — σημαίνει τον ολικό αφανισμό.

(β) Αν δεν πάρουμε τον κόσμο σαν ολότητα, σαν μια οντότητα καθεαυτή, αλλά κοιτάξουμε στο εσωτερικό του, δηλαδή σε ό,τι συμβαίνει, θα λέγαμε, μέσα του (στα επιμέρους), θα παρατηρήσουμε τις ίδιες ακριβώς συνέπειες της «εκ τού μηδενός» δημιουργίας. Όπως ακριβώς ο κόσμος στην ολότητα του είχε κάποια αρχή, έτσι και κάθε ένα ξεχωριστό ον αυτού τού κόσμου, εξαρτάται από μια αρχή, η οποία το απειλεί με αφανισμό. Η χωρο-χρονική δομή τού σύμπαντος «βιώνεται» από όλα και από όλους μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο ως ο τρόπος, με τον οποίο τα όντα αποχτούν το «είναι» τους και συγχρόνως το «μη είναι» τους. Ο πατέρας μου ήταν ενωμένος μαζί μου δια μέσου τού χρόνου, και δια μέσου τού ίδιου χρόνου χωρίστηκε από μένα με το θάνατο του.

Ο ίδιος χώρος, που με ενώνει μαζί σας την στιγμή αυτή, με χωρίζει από εσάς. Τα όντα ενώνονται και χωρίζουν με τα ίδια μέσα. Χώρος και χρόνος είναι αποκλειστικά χαρακτηριστικά τού κτιστού, και αυτό αφορά σε κάθε ένα κτίσμα, για το οποίο μπορούμε να πούμε πως έχει δική του ταυτότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει κτιστό ον χωρίς χώρο και χρόνο, και αυτό — εκτός αν ο χώρος και ο χρόνος υπήρχαν πάντοτε, δηλαδή εκτός αν όλα ήταν άναρχα — αποδεικνύει όλα τα κτιστά τελικά «μη οντά».

Θα μπορούσε, λοιπόν, να πει κανείς ότι το μηδέν, από το οποίο προήλθε ο κόσμος, διαπερνάει και επηρεάζει κάθε μια ύπαρξη στο σύμπαν. Ο θάνατος έρχεται ως απειλή επανόδου στο μηδέν, από το οποίο προήλθε ο κόσμος, παρά το γεγονός ότι νέες οντότητες μπορεί να προέλθουν από τις παλιές που πέθαναν. Διότι ούτε το γεγονός ότι τα είδη αναπαράγονται μπορεί να μεταβάλει το γεγονός ότι ένας συγκεκριμένος πρόγονος Α δεν υπάρχει πλέον ως ιδιαίτερη ταυτότητα μετά το θάνατο του, ούτε — ακόμα χειρότερα — η επάνοδος ενός πτώματος στη γη «εξ ης ελήφθη», για να μεταβληθεί σε βασικά χημικά συστατικά για τη σύσταση, άλλων όντων, μπορεί να αποτελέσει παρηγοριά για το θάνατο ενός συγκεκριμένου όντος. Ο θάνατος σημαίνει τον αφανισμό, ακριβώς γιατί ο κόσμος προερχόμενος από το μηδέν, με το οποίο είναι διαποτισμένος, δεν κατέχει καμιά δύναμη από τη φύση του να ξεπεράσει το μηδέν.

(Σημείωση δική μας: Είναι εντυπωσιακό το πώς η σύγχρονη φυσική επιβεβαιώνει τη Χριστιανική αυτή έννοια του κενού, και την ακριβέστατη αυτή διατύπωση του σεβασμιωτάτου Ιωάννη Ζηζιούλα. Και αυτό το λέμε, επειδή η σύγχρονη Κβαντική Φυσική, έχει δείξει, ότι το κενό, “διαποτίζει” τον κόσμο μας με έναν τρόπο ακόμα πιο εντυπωσιακό από την “αρχαία” δημιουργία του εκ του μηδενός. Έχει αποδειχθεί  (και πειραματικά), ότι ανά πάσα στιγμή, ο ίδιος ο χωροχρόνος δημιουργείται από δυνάμει σωματίδια-κύματα, που εμφανίζονται από το “τίποτα”, και επιστρέφουν ξανά στο τίποτα! ).

Ο Πλάτων έπρεπε να χρησιμοποιήσει την ιδέα της αθανασίας σαν φυσικό χαρακτηριστικό της ψυχής, για να εξασφαλίσει την υπέρβαση τού θανάτου στο σύμπαν. Ο Αριστοτέλης, αφού αρνήθηκε μέχρις ενός σημείου αυτή την πίστη τού δασκάλου του, έπρεπε να βασισθεί στην αθανασία τού είδους δια μέσου της αναπαραγωγής, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα τού θανάτου. Με τους τρόπους αυτούς ο κόσμος ως ολότητα θα μπορούσε να πετύχει την αθανασία, αλλά δυστυχώς, σε βάρος των συγκεκριμένων όντων. Αλλά ο Χριστιανός; Τι θα μπορούσε να κάνει ο Χριστιανός για να εξασφαλίσει την υπέρβαση τού θανάτου ως απειλή αφανισμού των συγκεκριμένων όντων, αφού δεν υπάρχει αιώνιο και αθάνατο στοιχείο στη φύση των κτιστών, δεδομένου ότι όλα τα κτιστά όντα — περιλαμβανομένων των ψυχών, τού είδους και της ύλης — είχαν κάποια αρχή; Είναι τραγικό, αλλά μια και αποδεχθήκαμε το δόγμα της δημιουργίας «εκ τού μηδενός», δεν θα μπορέσουμε να βρούμε κάτι σ’ αυτό τον κόσμο, που να μην είναι στη φύση του θνητό και — αυτό είναι πολύ πιο σπουδαίο — δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το θάνατο σαν κάτι λιγότερο από τη φορά προς, τον ολοκληρωτικό αφανισμό. Εδώ βρίσκουμε τα λόγια τού Unamuno, πολύ αποκαλυπτικά:

«Μπορώ να πω ότι ως νέος, ακόμα και ως παιδί, έμενα ασυγκίνητος,

όταν μου έδειχναν τις πιο εντυπωσιακές εικόνες της κολάσεως,

γιατί ακόμα και τότε τίποτε δεν μου φαινόταν τόσο φρικιαστικό όσο το μηδέν».

Αυτά τα λόγια μπορεί εύκολα να θεωρηθούν σαν μια καθαρά ψυχολογική αντιμετώπιση τού θέματος, τού θανάτου, και έτσι να απορριφθούν από την καθαρή διανόηση. Αλλά η ψυχολογική πλευρά του θανάτου — που μπορεί η όχι να παίξει κάποιο σπουδαίο ρόλο ανάλογα με τον άνθρωπο και τη διάθεση του τη συγκεκριμένη στιγμή — δεν είναι το μόνο πράγμα, στο οποίο παραπέμπουν τα λόγια αυτά του Unamuno. Αυτά τα λόγια μεταφέρουν πιστά το μήνυμα της χριστιανικής θεολογίας, ότι ο κόσμος ως ολότητα — όπως και τα επιμέρους όντα αυτού τού κόσμου — τελούν κάτω από την απειλή τού μηδενός, γιατί δημιουργήθηκαν «εκ τού μηδενός» με την απόλυτη έννοια της λέξεως «μηδέν». Ο κόσμος δεν έχει μέσα του φυσική δύναμη, που θα μπορούσε να τον κάνει να ξεπεράσει αυτή την κατάσταση. Γιατί, αν αυτό γινόταν, τότε θα ήταν αθάνατος και αιώνιος εκ φύσεως. Δεν θα είχε αρχή με την απόλυτη έννοια, όπως πολύ σωστά παρατήρησαν οι αρχαίοι Έλληνες. Ένας Χριστιανός που επιθυμεί να έχει και τα δύο, και το δόγμα της «εκ του μηδενός» δημιουργίας και την πίστη ότι ο κόσμος κατέχει στη φύση του κάποια μέσα για αιώνια ύπαρξη, καταντά αναπόφευκτα λογικά αντιφατικός. Γιατί μια τέτοια άποψη θα σήμαινε ότι ο αιώνιος Θεός δημιούργησε έναν αιώνιο κόσμο, δηλαδή έναν άλλο Θεό κατά φύση, πράγμα που οδηγεί στην πλήρη απόρριψη τού δόγματος της δημιουργίας «εκ του μηδενός» και την ίδια στιγμή στην κατάργηση της διαφοράς ανάμεσα στα κτιστά και άκτιστα όντα — μια διαφορά στην οποία επέμενε πάρα πολύ ολόκληρη η πατερική παράδοση.

Απόσπασμα από το βιβλίο: “Η κτίση ως Ευχαριστία” του σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, σελ. 71-87. (Εκδόσεις Ακρίτας, 3η έκδοση).

 

Το Βυζάντιο κι εμείς

Στήβεν Ράνσιμαν

Πηγή: www.flash.gr , “Σερ Στήβεν Ράνσιμαν: Χρειαζόμαστε την πνευματική μετριοφροσύνη”,

6/11/2000, Επιμέλεια-Επιλογή αποσπασμάτων: Λαμπρινή Χ. Θωμά

Η συνέντευξη που ακολουθεί δόθηκε από το σερ Στήβεν Ράνσιμαν, στο Ελσισιλντς της Σκωτίας, στον πατρογονικό πύργο του, τον Οκτώβρη του 1994, για λογαριασμό της ΕΤ3, στις δημοσιογράφους Χρύσα Αράπογλου και Λαμπρινή Χ. Θωμά. Για τεχνικούς λόγους, δεν «βγήκε» ποτέ στον αέρα. Και οι δύο δημοσιογράφοι θεωρούν την συνέντευξη αυτή από τις πιο σημαντικές της καριέρας τους, μια και ανήκει στο είδος των «συζητήσεων» που σε διαμορφώνουν και δεν ξεχνάς ποτέ. Θεωρούν ότι πρέπει να δει το φως της δημοσιότητας, έστω και με μια τόσο θλιβερή αφορμή, όπως ο θάνατος του μεγάλου φιλέλληνα. Ο Flash.gr δημοσιεύει, για πρώτη φορά, αδημοσίευτα αποσπάσματα από την συνέντευξη αυτή.

Δημοσιογράφος: Πώς νοιώθει ένας άνθρωπος που ασχολείται τόσα χρόνια με το Βυζάντιο; Κουραστήκατε;

Δύσκολο να απαντήσω. Το ενδιαφέρον μου ποτέ δεν εξανεμίστηκε. Οταν άρχισα να μελετώ το Βυζάντιο, υπήρχαν πολλοί λίγοι άνθρωποι σ’ αυτήν τη χώρα (σ.σ. τη Μεγάλη Βρετανία) που ενδιαφέρονταν, έστω και ελάχιστα για το Βυζάντιο. Μ’ αρέσει να πιστεύω πως «δημιούργησα» ενδιαφέρον για το Βυζάντιο. Αυτό που με ικανοποιεί, ιδιαίτερα σήμερα, είναι ότι πλέον υπάρχουν αρκετοί, πολλοί καλοί εκπρόσωποι (σ.σ. της σπουδής του Βυζαντίου) στη Βρετανία. Μπορώ να πω ότι αισθάνομαι πατρικά απέναντί τους. Είμαι ευτυχής, λοιπόν, που επέλεξα το Βυζάντιο ως το κύριο ιστορικό μου ενδιαφέρον.

Κι ήταν ελκυστικό για σας όλα αυτά τα χρόνια;

Πιστεύω πως κάθε γεγονός της ιστορίας, αν αρχίσεις να το μελετάς σε βάθος, μπορεί να γίνει συναρπαστικό. Το δε Βυζάντιο το βρίσκω εξαιρετικά συναρπαστικό, γιατί ήταν ένας αυθύπαρκτος πολιτισμός. Για να μελετήσεις το Βυζάντιο, πρέπει να μελετήσεις την τέχνη, να μελετήσεις τη θρησκεία, να μελετήσεις έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, που είναι πολύ διαφορετικός από το σημερινό.

Καλύτερος ή χειρότερος;

Κοιτάξτε… Δεν είμαι σίγουρος αν θα μου άρεσε να ζήσω στους βυζαντινούς χρόνους. Δε θα μου άρεσε, λόγου χάριν, να αφήσω γένια. Ωστόσο, στο Βυζάντιο είχαν έναν τρόπο ζωής που ήταν καλύτερα δομημένος. Αλλωστε, όταν έχεις έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, η ζωή σου «μορφοποιείται» κι είναι πολύ πιο ικανοποιητική από τη σημερινή, όπου κανείς δεν πιστεύει σε τίποτε αρκετά.

Αρα ήταν μία θρησκευτική Πολιτεία;

Ηταν ένας πολιτισμός, στον οποίο η θρησκεία αποτελούσε μέρος της ζωής.

Και στους έντεκα αυτούς αιώνες;

Νομίζω ότι ο κόσμος μιλά για το Βυζάντιο λες κι παρέμεινε το ίδιο, ένας πολιτισμός αμετάβλητος κατά την διάρκεια όλων αυτών των αιώνων. Είχε αλλάξει πολύ από την αρχή ως το τέλος του, αν και κάποια συγκεκριμένα βασικά στοιχεία κράτησαν σε όλη τη διάρκειά του -όπως το θρησκευτικό αίσθημα. Μπορεί να διαφωνούσαν για θρησκευτικά ζητήματα αλλά πίστευαν όλοι, κι αυτό το αίσθημα είναι μόνιμο. Ο σεβασμός, η εκτίμηση στις τέχνες, ως εκείνες που ευχαριστούν το Θεό, κι αυτά διατηρήθηκαν. Κι έτσι, παρ’ ότι οι μόδες άλλαζαν, η οικονομική κατάσταση άλλαζε, οι πολιτικές καταστάσεις άλλαζαν, υπήρχε μια ακεραιότητα, πολύ ενδιαφέρουσα μέσα στο σύνολο.

Μιλάμε για θρησκεία κι ηθική. Το Βυζάντιο πολλοί το θεωρούν μία περίοδο πολέμων, δολοφονιών, δολοπλοκιών, «βυζαντινισμών» που ουδεμία σχέση είχε με την ηθική.

Γίνονταν και τότε πολλοί φόνοι, αλλά δεν υπάρχει περίοδος της ιστορία που αυτοί να λείπουν. Κάποτε έδινα μια διάλεξη στις Η.Π.Α., και στο ακροατήριό μου ήταν κι η κόρη του προέδρου Τζόνσον, που μελετούσε το Βυζάντιο. Ηρθε στη διάλεξη με δύο σωματοφύλακες, δύο σκληρούς κυρίους που την πρόσεχαν. Μου εξήγησε ότι αγαπούν τη βυζαντινή ιστορία, γιατί είναι γεμάτη φόνους, και φαντάζει σαν σχολικό μάθημα (homework). Είχα το τακτ να μη της πω ότι, ως τότε, το ποσοστό των αμερικανών προέδρων που είχαν δολοφονηθεί ήταν πολύ μεγαλύτερο -σε σχέση με τα χρόνια ύπαρξης των Η.Π.Α.- από το ποσοστό των δολοφονημένων βυζαντινών αυτοκρατόρων στη διάρκεια της αυτοκρατορίας. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να δολοφονούν.

Ανοίξτε τα μάτια σας!

Γράφετε στο Βυζαντινό πολιτισμό ότι δεν υπήρχε θανατική ποινή στο Βυζάντιο. Οντως, δεν σκότωναν. Και η μεγάλη διαφορά φαίνεται στους πρώτους χρόνους. Οταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έγινε χριστιανική, μία από τις βασικότερες αλλαγές ήταν να σταματήσουν οι μονομαχίες, να μη πετούν πια ανθρώπους στα λιοντάρια, κι όλα τα σχετικά. Η αυτοκρατορία έγινε πολύ πιο ανθρωπιστική. Και πάντα, απέφευγαν όσο μπορούσαν τη θανατική ποινή. Κατά καιρούς, κάποιοι αυτοκράτορες κατέφευγαν σε αυτή, αλλά οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν ως εσχάτη τιμωρία, μια μέθοδο που σήμερα μας φαίνεται αποτρόπαια: τον ακρωτηριασμό κάποιας μορφής. Αλλά μου φαίνεται, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα προτιμούσαν να τους κόψουν π.χ. ένα χέρι, παρά να τους θανατώσουν.

Υπάρχει εδώ και καιρό ένας διάλογος ανοικτός στην Ελλάδα. Υπάρχουν σύγχρονοι Ελληνες διανοούμενοι που υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο δεν αξίζει να μελετηθεί ιδιαίτερα, ότι δε δημιούργησε τίποτε, ότι είχε σχολιαστές των γραφών κι όχι διανοούμενους. Με μια φράση «δεν ήταν και τίποτε αξιομνημόνευτο».

Νομίζω ότι αυτοί οι Ελληνες είναι πολύ άδικοι με τους βυζαντινούς τους προγόνους. Δεν ήταν μια κοινωνία χωρίς διανοούμενους -αρκεί να δεις τη δουλειά και την πρόοδο της βυζαντινής ιατρικής. Μπορεί να μη συμπαθεί κάποιος τη θρησκεία, αλλά μερικοί από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς όπως οι Καπαδόκες πατέρες, και πολλοί ακόμη, ως το Γρηγόριο τον Παλαμά, ήταν άνθρωποι μοναδικής πνευματικότητας… Υπήρχε έντονη διανόηση και πνευματική ζωή στο Βυζάντιο. Κυρίως δε, στο τέλος των βυζαντινών χρόνων, π.χ. στην Παλαιοντολόγεια περίοδο. Είναι αρκετά περίεργο πως, την ώρα που η αυτοκρατορία συρρικνώνονταν η διανόηση ήταν πιο ανθηρή από ποτέ.

Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν είχε τέχνη.

Τότε αυτοί δεν πρέπει να ξέρουν τίποτε από τέχνη. Η βυζαντινή τέχνη ήταν από τις μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως. Κανένας αρχαίος Ελληνας δε θα μπορούσε να χτίσει την Αγία Σοφία, αυτό απαιτούσε πολύ βαθιά τεχνική γνώση. Κάποιοι, ξέρετε, υποστηρίζουν, ότι η βυζαντινή τέχνη είναι στατική. Δεν ήταν καθόλου στατική, αλλά ήταν μια σχολή τέχνης από τις σημαντικότερες στον κόσμο, που όσο περνά ο καιρός εκτιμάται όλο και περισσότερο, κι όσοι έλληνες διανοούμενοί σας λένε ότι το Βυζάντιο δε δημιούργησε τίποτε, είναι τυφλοί.

Αρα, όσοι χαρακτηρίζουν «απλή μίμηση κι αντιγραφή» τη βυζαντινή τέχνη, μάλλον σφάλουν.

Αν κάνεις κάτι άριστα, μπορείς να το επαναλάβεις άριστα. Αλλά υπήρχαν πάντα διαφορές. Βλέποντας μια εικόνα, μπορούμε τη χρονολογήσουμε -αν ήταν όλες ίδιες αυτό δε θα συνέβαινε. Υπάρχουν συγκεκριμένες παραδόσεις που διατηρούνταν, αλλά η τέχνη αυτή παρουσιάζει μεγάλες διαφορές από αιώνα σε αιώνα. «Κόλλησε» και παρέμεινε η ίδια μετά την πτώση της Τουρκοκρατίας, διότι έλειπαν από τη χώρα σας οι φωτισμένοι χορηγοί.* Η τέχνη των Παλαιολόγων είναι πολύ διαφορετική από την Ιουστινιάνεια. Φυσικά, είχε και αναλογίες, αλλά δεν ήταν μιμητική. Τα πράγματα είναι απλά: οι άνθρωποι που κατατρέχουν το Βυζάντιο ποτέ δεν το μελέτησαν, ξεκίνησαν με προκαταλήψεις εναντίον του. Δε γνωρίζουν τι κατόρθωσε, τι επετεύχθη.

Ελλάδα, Βυζάντιο, σύγχρονη Δημοκρατία

Υποστηρίζεται από ορισμένους ότι το βυζάντιο δεν ήταν Ελληνικό και δεν αποτέλεσε κανενός είδους συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας. Δεν είχε δημοκρατία, ή έστω δημοκρατικούς θεσμούς.

Δε νομίζω ότι οι σύγχρονοι έλληνες είναι περισσότερο έλληνες από τους βυζαντινούς. Μέσα στο χρόνο, μες στους αιώνες, οι φυλές δε μένουν καθαρές, υπάρχουν όμως ορισμένα χαρακτηριστικά των πολιτισμών που παραμένουν εθνικά. Οι βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα -που άλλαξε λίγο, αλλά οι γλώσσες αλλάζουν- ενδιαφέρονταν για τη φιλοσοφία και τη φιλοσοφική ζωή πάρα πολύ, ήταν μεν υπήκοοι ενός αυτοκράτορα, αλλά αυτός ο αυτοκράτορας έπρεπε να φέρεται σωστά, γιατί γίνονταν εύκολα λαϊκές εξεγέρσεις. Το χειρότερο που θα μπορούσαν να πουν για το Βυζάντιο είναι πως ήταν, μάλλον, ένα γραφειοκρατικό κράτος. Ομως είχε μια πολύ μορφωμένη γραφειοκρατία, πολύ πιο μορφωμένη από τους γραφειοκράτες του σημερινού κόσμου. Και, τι εννοείτε με τη λέξη «δημοκρατία»; Ηταν όλη η αρχαία Ελλάδα δημοκρατική; Οχι. Θα έλεγα στους Ελληνες που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, να διαβάσουν την ίδια τους την ιστορία, ειδικότερα της κλασσικής Ελλάδας. Εκεί, θα βρουν πολλά να κατακρίνουν… Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι ακριβώς σημαίνει «δημοκρατία». Στα περισσότερα μέρη του κόσμου σήμερα, δημοκρατία σημαίνει να σε κυβερνούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι εφημερίδες, η τηλεόραση. Διότι, είναι θεμιτό να έχουμε αυτό που ονομάζεται «λαϊκή ψήφος» αλλά, από τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν μπορούν να κρίνουν μόνοι τους -κι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στο σύγχρονο κόσμο που δε σκέφτονται- τότε μεταφέρουν την εξουσία στα χέρια όσων κατέχουν τα ΜΜΕ, οι οποίοι, με τη δύναμη που έχουν, θα έπρεπε να επιλέξουν το δύσκολο δρόμο και να μορφώσουν όλο τον κόσμο. Πολλοί εξ αυτών, όχι όλοι ευτυχώς, είναι ανεύθυνοι. Δημοκρατία μπορεί να υπάρξει μόνον εάν έχουμε ένα υψηλής μόρφωσης κοινό. Σε μία πόλη σαν την αρχαία Αθήνα υπήρχε δημοκρατία -χωρίς να σκεφτόμαστε πως περνούσαν οι σκλάβοι ή οι γυναίκες-, διότι οι άνδρες είχαν όλοι πολύ καλή μόρφωση. Συνήθως δεν εξέλεγαν τους κυβερνήτες τους, τραβούσαν κλήρο, σα να το άφηναν στα χέρια του Θεού -καμία σχέση με τη βουλή των κοινοτήτων.

Υπήρχε κοινωνικό κράτος στο Βυζάντιο;

Η Εκκλησία έκανε πολλά για τους ανθρώπους. Το Βυζάντιο είχε πλήρη κοινωνική αίσθηση. Τα νοσοκομεία ήταν πολύ καλά, όπως και τα γηροκομεία, τα οποία ανήκαν κυρίως στην Εκκλησία, αλλά όχι μόνο σε αυτήν -υπήρχαν και κρατικά. Ας μη ξεχνάμε ότι ένας από τους πιο υψηλόβαθμους αξιωματούχους του κράτους ήταν ο Ορφανοτρόφος. Σίγουρα η Εκκλησία έπαιξε βασικό κοινωνικό ρόλο. Δεν ήταν απλά ένα καθεστώς ερημιτών που κάθονταν στο Αγιον Ορος -ήταν κι αυτό, αλλά υπήρχε ένα σύστημα από μοναστήρια στις πόλεις. Τα μοναστήρια φρόντιζαν τους Οίκους για τους γέροντες, των οποίων οι μοναχοί μόρφωναν τη νεολαία -κυρίως τα αγόρια γιατί τα κορίτσια μορφώνονταν στο σπίτι- και τα περισσότερα παρείχαν πολύ καλή μόρφωση. Τα κορίτσια του Βυζαντίου είχαν πολλές φορές καλύτερη παιδεία διότι «απολάμβαναν» περισσότερη ιδιωτική, προσοχή. Νομίζω ότι η βαθμολογία που θα δίναμε στο κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, στο Βυζάντιο είναι ιδιαίτερα υψηλή.

Και η παιδεία τους, κατά το Μέγα Βασίλειο, όφειλε να στηρίζεται στον Ομηρο, τον «διδάσκαλο των αρετών».

Ηταν γνώστες της αρχαίας ελληνικής Γραμματείας. Είναι αξιομνημόνευτο, ωστόσο, ότι δεν έδιναν μεγάλη σημασία στους Αττικούς Τραγωδούς, αλλά στους λοιπούς ποιητές. Υπάρχει η διάσημη ιστορία μιας ελκυστικής κυρίας, φίλης ενός αυτοκράτορα, που μας διηγείται η Αννα Κομνηνή. Την ώρα που η κυρία περνούσε, κάποιος της φώναξε έναν ομηρικό στίχο, που μιλούσε για την Ελένη στην Τροία, κι εκείνη κατάλαβε το υπονοούμενο. Δεν υπήρχε κανείς λόγος να της εξηγήσει κάποιος, ποιανού ήταν οι στίχοι. Ολα ανεξαιρέτως τα αγόρια και τα κορίτσια ήξεραν τον Ομηρο. Η Αννα Κομνηνή δεν εξηγεί ποτέ τα σημεία στα οποία αναφέρεται στον Ομηρο, όλοι οι αναγνώστες της τα γνώριζαν.

Αμόρφωτοι, δεν υπήρχαν στο Βυζάντιο;

Αλλα ήταν τα προβλήματα της βυζαντινής γραμματείας. Ηταν τόσο καλοί γνώστες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ώστε επηρεάστηκαν στη διαμόρφωση της γλώσσας. Πολλοί ιστορικοί ήθελαν να γράψουν σαν τον Θουκυδίδη, δεν ήθελαν να γράψουν στη γλώσσα που τους ήταν πιο φυσική αλλά στην αρχαία. Η μεγάλη τραγωδία των βυζαντινών γραμμάτων ήταν η εξάρτησή της από την κλασσική γραμματεία. Οχι γιατί δεν γνώριζαν αρκετά, αλλά γιατί γνώριζαν πολύ περισσότερα από όσα ήταν απαραίτητα, για το δικό τους «δημιουργικό» καλό.

Θα θέλατε να ζείτε στο Βυζάντιο;

Δεν ξέρω αν προσωπικά θα ταίριαζα στην εποχή του Βυζαντίου. Αν ζούσα τότε, σκέφτομαι ότι θα αναπαυόμουν σε κάποιο μοναστήρι, ζώντας, όπως πολλοί μοναχοί ζούσαν, μια ζωή διανοούμενου, χωμένος στις θαυμάσιες βιβλιοθήκες που διέθεταν. Δε νομίζω πως θα ήθελα μια ζωή στη βυζαντινή πολιτική, αλλά, είναι πολύ δύσκολο να βρεις μια περίοδο στην παγκόσμια ιστορία στην οποία θα ήθελες να ζήσεις… Ολα εξαρτώνται από το πολίτευμα, την κοινωνία, την τάξη στην οποία γεννιέσαι. Θα ήθελα να ζω στη Βρετανία του 18ου αιώνα αν είχα γεννηθεί αριστοκράτης, αλλιώς δε θα μου άρεσε καθόλου. Είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημά σας.

Εδώ είναι Βαλκάνια…

Η κατάσταση στη Βαλκανική σας ανησυχεί;

Με ενδιαφέρουν πολύ τα Βαλκάνια, είναι ένα μέρος του κόσμου που με «συντροφεύει» πολλά χρόνια, κι έτσι, φυσικά, και ενδιαφέρομαι και θλίβομαι. Δεν γνωρίζω τι μπορεί να φέρει το μέλλον. Ενα από τα πράγματα που με ενοχλεί ελαφρώς στα γηρατειά μου, είναι ότι, θα ήθελα να γνωρίσω τι θα συμβεί σε συγκεκριμένα μέρη του κόσμου -και κυρίως στα Βαλκάνια- σε μερικά χρόνια. Η Ελλάδα θα προχωρήσει, και από τις υπόλοιπες Βαλκανικές χώρες μάλλον και η Βουλγαρία. Αλλά για τη Ρουμανία και την Γιουγκοσλαβία… νοιώθω απελπισμένος όταν σκέφτομαι το μέλλον τους…

Μήπως τα Βαλκάνια πληρώνουν την ιστορία τους, σήμερα;

Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Είναι μεγάλο πρόβλημα να έχεις μεγάλη ιστορία. Διότι, έχεις πολύ περισσότερες μνήμες από ότι μπορείς να σηκώσεις. Είναι μια τραγωδία στην περιοχή αυτές οι μνήμες, διότι έχεις να νοιαστείς για πάρα πολλά. Δεν κυλούν εύκολα τα πράγματα, λόγω της αρχαίας, με βαθιές ρίζες, μνήμης.

Πρόσφατα άνοιξε ένας παγκόσμιος διάλογος -και στη χώρα σας- για το κατά πόσον ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα είναι θρησκευτικός.

Ανησυχώ για συγκεκριμένες θρησκείες, με ανησυχούν οι εξτρεμιστές μουσουλμάνοι, οι οποίοι αποτελούν ένα πολύ ρεαλιστικό κίνδυνο για τον πολιτισμό, αλλά η θρησκεία χρειάζεται. Οι άνθρωποι θα νοιώσουν ευτυχέστεροι, λιγότερο χαμένοι, με τη θρησκεία σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να έχουμε μία παγκοσμία θρησκεία, και οι διάφορες θρησκείες ποτέ δε συμπάθησαν ιδιαιτέρως η μία την άλλη. Η φιλανθρωπία δεν καλύπτει και το γείτονα της διπλανής πόρτας, αν αυτός πρεσβεύει άλλη θρησκεία. Δεν νομίζω, δηλαδή, ότι η θρησκεία θα είναι η σωτηρία, αλλά δεν γνωρίζω και τίποτε που να μπορεί να είναι η σωτηρία. Με τον πληθυσμό να αυξάνεται, είναι πολύ δύσκολο να βελτιωθούν τα δεδομένα της εκπαίδευσης, σε παγκόσμια κλίμακα. Απλώς, ποτέ δε θα υπάρξουν αρκετοί δάσκαλοι στον κόσμο, τουλάχιστον μορφωμένοι δάσκαλοι. Φοβάμαι πως είμαι απαισιόδοξος.

Ορθοδοξία, η αγαπημένη

Πώς βλέπετε την Ορθοδοξία μες σε αυτό τον κύκλο;

Εχω μεγάλο σεβασμό για τα χριστιανικά δόγματα, και κυρίως για την Ορθοδοξία, διότι μόνον η Ορθοδοξία αναγνωρίζει πως η θρησκεία είναι μυστήριο. Οι ρωμαιοκαθολικοί κι οι προτεστάντες θέλουν να τα εξηγήσουν όλα. Είναι άσκοπο να πιστεύεις σε μία θρησκεία, θεωρώντας ότι αυτή η θρησκεία θα σε βοηθήσει να τα καταλάβεις όλα. Ο σκοπός της θρησκείας είναι ακριβώς για να μας βοηθάει να κατανοήσουμε το γεγονός ότι δε μπορούμε να τα εξηγήσουμε όλα. Νομίζω πως η Ορθοδοξία συντηρεί αυτό το πολύτιμο αίσθημα του μυστηρίου.

Μα, χρειαζόμαστε το μυστήριο;

Το χρειαζόμαστε, χρειαζόμαστε αυτήν τη γνώση που λέει πως στο σύμπαν υπάρχουν πολύ περισσότερα από αυτά που μπορούμε να κατανοήσουμε. Χρειαζόμαστε την διανοητική μετριοφροσύνη, κι αυτή απουσιάζει, ειδικά μεταξύ των Δυτικών Εκκλησιαστικών ανδρών.

Αυτό είναι χαρακτηριστικό της σχέσης των ορθοδόξων με τους αγίους τους -ο σεβασμός της ταπεινότητας. Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι αρκετοί άγιοι ανακατεύτηκαν στην πολιτική ή άσκησαν πολιτική;

Ολοι όσοι θέλουν να επηρεάσουν άλλους ανθρώπους ασκούν πολιτική, και είναι πολιτικοί. Πολιτική σημαίνει να προσπαθείς να οργανώσεις την Πόλιν με ένα νέο τρόπο σκέψης. Οι άγιοι είναι πολιτικοί. Ποτέ δεν πίστεψα ότι μπορείς να διαχωρίσεις την πίστη προς τους Αγίους από τη διανόηση. Επιστρέφω σε όσα είπα για τις εκκλησίες. Από τη στιγμή που προσπαθείς να εξηγήσεις τα πάντα, καταστρέφεις ουσιαστικά αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί την ανθρώπινη διαίσθηση, αυτή που συνδέει τη διανόηση με τους αγίους και την αίσθηση του Θεού.

Διανόηση, πολιτική και πίστη στα Θεία, λοιπόν, μπορούν να βαδίζουν μαζί;

Αποτελεί παράδειγμα η πόλη σας, η Θεσσαλονίκη. Ηταν πολύ φημισμένη για τους διανοητές της, ειδικά στα ύστερα βυζαντινά χρόνια. Αλλά είχε και βοήθεια από τους στρατιωτικούς της που, όπως ο Αγιος Δημήτριος, που έρχονταν να τη σώσουν στη σωστή στιγμή. Η πίστη στους Αγίους σου δίνει κουράγιο να υπερασπιστείς την πόλη από τις επιθέσεις, όπως έκανε κι ο Αη-Δημήτρης.

Πώς βλέπετε τις άλλες εκκλησίες;

Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία ήταν πάντα και πολιτικό ίδρυμα, εκτός από θρησκευτικό, και πάντα ενδιαφερόταν για το νόμο. Πρέπει να θυμόμαστε πως, όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέρρευσε στη Δύση και ήρθαν τα βαρβαρικά βασίλεια, οι ρωμαίοι άρχοντες χάθηκαν αλλά οι εκκλησιαστικοί άνδρες παρέμειναν, κι ήταν κι οι μόνοι με ρωμαϊκή μόρφωση. Οπότε, αυτοί χρησιμοποιήθηκαν από τους βάρβαρους βασιλείς για να εφαρμόσουν το νόμο. Ετσι, η Δυτική Εκκλησία «ανακατεύτηκε» με το νόμο. Τον βλέπεις το νόμο στη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία: θέλει να είναι όλα νομικά κατοχυρωμένα. Στο Βυζάντιο -και είναι ενδιαφέρον πώς μετά την τουρκική κατάκτηση τα υποστρώματα παραμένουν- η Εκκλησία ενδιαφέρεται μόνον για τον Κανόνα, το νόμο των γραφών. Δεν έχει την επιθυμία να καθορίσει τα πάντα. Στις δυτικές Εκκλησίες που αποσχίστηκαν από τη ρωμαιοκαθολική, η ανάγκη του νόμου, του απόλυτου καθορισμού, έχει κληρονομηθεί. Εχει πολύ ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς -και μελετώ εδώ και καιρό- το διάλογο ανάμεσα στην Αγγλικανική Εκκλησία του 17ου αιώνα και την Ορθόδοξη. Οι Αγγλικανοί ήταν ιδιαίτερα ανάστατοι διότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι πίστευαν οι Ορθόδοξοι σχετικά με την μεταβολή του οίνου και του άρτου σε αίμα και σώμα. Οι Ορθόδοξοι έλεγαν «είναι μυστήριο, που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Πιστεύουμε ότι γίνεται, αλλά το πώς δεν το γνωρίζουμε». Οι Αγγλικανοί -όπως κι οι ρωμαιοκαθολικοί- ήθελαν μια καθαρή εξήγηση. Αυτή είναι η τυπική διαφορά των Εκκλησιών και γι’αυτό ακριβώς αγαπώ τους Ορθοδόξους.

Τι γνώμη έχετε για τους νεοέλληνες;

Υπάρχει ακόμη ζωντανή στο λαό αυτή η γρήγορη κατανόηση των πραγμάτων και των καταστάσεων. Υπάρχει έντονη επίσης, η άλλη ποιότητα των Βυζαντινών: η ζωηρή περιέργεια. Και οι νεοέλληνες έχουν, όπως είχαν κι οι Βυζαντινοί, αντίληψη της σημασίας τους στην ιστορία του πολιτισμού. Ολα αυτά δείχνουν μία ιστορική ενότητα, άλλωστε κανείς λαός δεν διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά του απείραχτα. Πολλά εξαρτώνται από τη γλώσσα, που είναι ο καλύτερος τρόπος συντήρησης της παράδοσης. Η γραμματεία του Βυζαντίου πληγώθηκε από τη σχέση της με την αρχαία γραμματεία. Ευτυχώς, οι νεοέλληνες έχουν τη δημοτική που επέτρεψε στην νεοελληνική γραμματεία να προχωρήσει, να εξελιχθεί μ’ έναν τρόπο που οι βυζαντινοί δεν κατάφεραν, με εξαίρεση την κρητική λογοτεχνία και το Διγενή. Τα μεγάλα βυζαντινά αριστουργήματα ήταν μάλλον λαϊκά.

Βόλτα στον Κήπο και Ιστορίες Ποίησης**

Πρωτογνώρισα το Σεφέρη όταν ήμουν στην Ελλάδα, αμέσως μετά τον πόλεμο. Οταν ήρθε πρεσβευτής στο Λονδίνο, τον έβλεπα πολύ συχνά. Εκείνη την εποχή, περνούσα πολύ καιρό σε ένα νησί στη Δυτική Ακτή της Σκωτίας, με πολύ μαλακό κλίμα λόγω του Ρεύματος του Κόλπου. Μια αλέα με φοινικιές οδηγούσε στο σπίτι μου. Ηρθε κι έμεινε μαζί με τη γυναίκα του. Ο καιρός ήταν υπέροχος, όπως συμβαίνει συχνά εκεί, και μου είπε «Είναι πιο όμορφα κι από τα ελληνικά νησιά» -κάτι πολύ ευγενικό εκ μέρους του. Είχαμε τακτική αλληλογραφία μέχρι το θάνατό του… Οταν έφυγε από το Λονδίνο για την Αθήνα, μου χάρισε την κάβα του, μια κάβα αποτελούμενη αποκλειστικά από ούζο και ρετσίνα. Ακόμη δεν έχω πιει όλο το ούζο, έχω… Είχε πει ότι ‘Οι Κέλτες είναι οι ρωμιοί του Βορρά’, ναι, το διασκέδαζε να κάνει τέτοια σχόλια. Αν κι εδώ έχει αρκετό δίκαιο…

Ο Καβάφης είναι από τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου, και μάλιστα πρωτότυπος… Εκείνον που δε μπορώ να διαβάσω είναι ο Καζαντζάκης, τον γνώριζα προσωπικά, αλλά δεν μπορώ να τον διαβάσω, ποτέ δε μου άρεσε για να είμαι ειλικρινής. Μ’ αρέσει ο Ελύτης και πότε-πότε βρίσκω κάτι σημαντικό στο Σικελιανό. Τους νεώτερους δεν τους γνωρίζω, σταμάτησα να παρακολουθώ, κι όπως ξέρετε ανήκω σε μια πολύ παλιά γενιά.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Οι βυζαντινοί αγιογράφοι δε μας είναι γνωστοί, διότι ο δημιουργός του ναού θεωρούνταν ο χορηγός, εκείνος που έδινε τα χρήματα και βεβαίως είχε άποψη επί του συνόλου. Σε ελάχιστες περιπτώσεις γνωρίζουμε το όνομα ενός αγιογράφου ή αρχιτέκτονα, στους έντεκα αιώνες του Βυζαντίου, αλλά σχεδόν πάντα μας είναι γνωστό το όνομα του χορηγού.

** Ο σερ Στήβεν μας ξενάγησε στον κήπο του σπιτιού του, μετά τη συνέντευξη, μιλώντας ελεύθερα, για τους αγαπημένους Ελληνες φίλους του. Η κουβέντα ήταν σχεδόν ολόκληρη «off the record», εκτός των αποσπασμάτων που δημοσιεύονται εδώ, τα οποία εν γνώσει του ειπώθηκαν «on camera», καθώς μας έδειχνε το αρχαιότερο δέντρο του κήπου του.

Η Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη, ήτοι το άνθος και αναγκαίον αυτής

Το πληθωριστικό μοντέλο του σύμπαντος

Πηγή: http://physics4u.gr/articles/2008/inflation_story.html

Αν ρωτήσετε από πού προήλθαν όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας και σας απαντήσουν “από το Big Bang”, μην τους πιστέψετε. Καμιά ουσία δεν γεννήθηκε την ώρα της Μεγάλης Έκρηξης. Κι αν δεν συνέβαινε μια τρομερή διαστολή (ο πληθωρισμός) μετά το Big Bang δεν θα υπήρχε τίποτα γύρω μας, ούτε εσείς για να υποβάλλετε τούτη την ερώτηση.

Το σύμπαν γεννήθηκε από μια ανωμαλία, ένα σημείο με άπειρη πυκνότητα, πριν από 13.7 δισεκατομμύρια χρόνια περίπου. Όμως η κβαντομηχανική – η επιστήμη του μικρόκοσμου – δέχεται ότι σε τόσες ακραίες συνθήκες δεν ισχύει κανένας γνωστός νόμος της φύσης. Πρέπει να περιμένουμε να φθάσει το σύμπαν στο μήκος Planck (10-35m), όταν η πυκνότητα από άπειρη έγινε “μόνο” 1094 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστό. Αυτά είναι τα απόλυτα όρια στο μέγεθος και στην πυκνότητα από τα οποία αρχίζει να εφαρμόζεται η κβαντική μηχανική.

Δυστυχώς, αν μια φυσαλίδα στο μέγεθος του μήκους Planck περιέχει όλη την υλο-ενέργεια του σύμπαντος, το ισχυρό βαρυτικό του πεδίο θα το κάνει αμέσως να καταρρεύσει προς μια σημειακή ανωμαλία, ή μια συμπαντική μαύρη τρύπα. Εκτός κι αν παρέμβει κάποιος άλλος μηχανισμός ή ένα κολοσσιαίο γεγονός κι αλλάξει την κατάσταση.

Γι αυτό και στην αρχή η γέννηση του σύμπαντος από το μηδέν φάνηκε αρχικά αδύνατη. Αλλά, έστω ότι το σύμπαν ξέφευγε από τη μοίρα της μαύρης τρύπας, τι θα μπορούσε να ήταν; Ένα σύμπαν γεμάτο ακτινοβολία χωρίς καμιά ύλη και πολύ μικρό με τα σημερινά κριτήρια.  

Η θεωρία του Big Bang φυσικά κι έδωσε το έναυσμα στην επιστήμη να εξηγήσει γιατί το σύμπαν δεν είναι σταθερό, και ότι προέρχεται από ένα απειροελάχιστο σημείο ενώ ακόμα και σήμερα διαστέλλεται. 

Αλλά υπάρχουν κι άλλα αινίγματα που παρατηρούμε σήμερα και η αρχική θεωρία του Big Bang δεν μπορούσε να εξηγήσει. Για παράδειγμα, η εξαιρετική επιπεδότητα, η ομοιογένεια και ισοτροπία του σύμπαντος από πού προέρχονται; πώς δημιουργήθηκαν; τυχαία ή με κάποιο άλλο μηχανισμό που η πρώτη θεωρία του Big Bang αγνοούσε.

Γι αυτό υπήρχε η ανάγκη μιας άλλης θεωρίας, συμπληρωματικής της αρχικής, που θα έλυνε τα παραπάνω προβλήματα. Ένα μοντέλο που θα έδειχνε πώς το σύμπαν ξέφυγε από τη μοίρα της μαύρης τρύπας και την αδυσώπητη βαρυτική έλξη, πώς το σύμπαν έγινε σχεδόν επίπεδο, ομοιογενές και ισότροπο.

Κι αυτή η θεωρία είναι ο Πληθωρισμός.

Ο πληθωρισμός ή μια εκθετική διαστολή μετά την εποχή Planck (τα πρώτα 10 -43 του δευτερολέπτου) μπορεί να αποτρέψει το σχηματισμό μιας συμπαντικής μαύρης τρύπας, ενώ η αρχή της απροσδιοριστίας όπως την ανέλυσε ο Edward Tryon επιτρέπει την εμφάνιση ολόκληρου του σύμπαντος από το κενό, ή από το τίποτα όπως χαρακτηριστικά το είπε, σαν μια κβαντική διακύμανση του κενού, πράγμα που επιτρέπεται από την κβαντική θεωρία.

Τα προβλήματα της Μεγάλης Έκρηξης

Οι κοσμολόγοι είδαν με ενθουσιασμό τη σύνδεση σωματιδιακής φυσικής των υψηλών ενεργειών και κοσμολογίας, αφού τους έλυνε το μεγάλο πρόβλημα της γέννησης της μάζας μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, στη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Κι αυτή η θεωρία ήταν η GUT (που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από 10-43 έως 10-35 δευτερόλεπτα μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, όταν όλες οι δυνάμεις της φύσης ήταν ενωμένες πλην της βαρύτητας), που τους πρόσφερε ένα δυνητικό μηχανισμό δημιουργίας της συμπαντικής ύλης. Μέχρι τότε έλειπε μια πειστική θεωρία για να λυθούν τα προβλήματα που ανέκυψαν μετά τη θεωρία τη Μεγάλης Έκρηξης.

Σίγουρα, το Μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης ήταν ένας θρίαμβος κι από μια άποψη τα προβλήματα που δημιουργούσε ήταν λιγότερο σημαντικά μπροστά στο απίστευτο γεγονός ότι αποτελούσε μια ερμηνεία της προέλευσης του Σύμπαντος. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, τα προβλήματα εξακολουθούσαν να τριβελίζουν το μυαλό των κοσμολόγων και στα τέλη της δεκαετίας του 1970 φάνταζαν πολύ πιο σημαντικά απ’ όσο έμοιαζαν να είναι στα 1965. Και στην ιστορία της επιστήμης, συχνά μια σημαντική εξέλιξη της γνώσης που επιτεύχθηκε από μια γενιά ερευνητών δημιουργεί καινούρια προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζονται και επιλύονται από την επόμενη γενιά.

1. Το πρόβλημα της μάζας

Με ποιόν μηχανισμό γεννήθηκε όλη η μάζα του σύμπαντος; Υπήρχε καθόλου μάζα στην Αρχή; Όλα αυτά τα προβλήματα προσπάθησαν οι κοσμολόγοι να τα λύσουν με τις θεωρίες GUT, αλλά δεν δόθηκαν πειστικές απαντήσεις.

2. Πρόβλημα του ορίζοντα και των γαλαξιών

Εκτός από το πρόβλημα της προέλευσης της ύλης, υπήρχε μια δυσκολία που είναι γνωστή σαν το πρόβλημα του «ορίζοντα» και η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι το Σύμπαν φαίνεται να είναι το ίδιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Ακόμα και στην περίπτωση της κατανομής των γαλαξιών και των γαλαξιακών σμηνών, το Σύμπαν φαντάζει ομοιόμορφο σε γενικές γραμμές. Αλλά η βασικότερη ένδειξη της συμπαντικής ομοιομορφίας προήλθε από τη μελέτη της κοσμικής ακτινοβολίας υποβάθρου, η οποία είναι ισότροπη (παραμένει η ίδια προς όλες τις διευθύνσεις) σε αναλογία μεγαλύτερη από 1 στις 10.000.

Πώς όμως «γνωρίζει» η ακτινοβολία που προέρχεται από μια περιοχή του ουρανού, πόσο ισχυρή πρέπει να είναι για να αντιστοιχεί με τόσο μεγάλη ακρίβεια στην ακτινοβολία που προέρχεται από την αντίθετη μεριά του ουρανού — και στην πραγματικότητα απ’ όλες τις μεριές; Οι σημερινές παρατηρήσεις αποτελούν την πρώτη επαφή με την ακτινοβολία που προέρχεται απ’ αυτές τις «αντίθετες» μεριές του Σύμπαντος.

Και σύμφωνα με το Καθιερωμένο Μοντέλο, αυτές οι περιοχές, δεν μπορούσαν ποτέ να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους, αφού η απόσταση μεταξύ τους ήταν πάντοτε μεγαλύτερη απ’ αυτή που μπορεί να διανύσει το φως, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη δημιουργία του Σύμπαντος μέχρι σήμερα.

Αν η ακτινοβολία της κοσμικής ακτινοβολίας υποβάθρου των 2.7 Κέλβιν, εκπέμφθηκε 380.000 χρόνια μετά τη στιγμή της δημιουργίας, κι όπως προκύπτει από το Καθιερωμένο Μοντέλο, τότε μόνο οι περιοχές που απείχαν μεταξύ τους λιγότερο από δυο μοίρες (όπως τις παρατηρούμε από τη Γη) είναι δυνατό να έχουν έρθει σε επαφή μεταξύ τους, στη διάρκεια όλου αυτού του χρόνου. Έτσι, η ακτινοβολία του υποβάθρου θα έπρεπε να είναι ανομοιογενής και να έχει κοκκώδη υφή, κλίμακας δυο μοιρών.

Φαίνεται σαν το Σύμπαν να γεννήθηκε τη στιγμή της πύρινης σφαίρας έχοντας μια απόλυτα ομαλή κατάσταση, διαθέτοντας την ίδια ακριβώς ενεργειακή πυκνότητα (δηλαδή την ίδια θερμοκρασία) ακόμα και σε περιοχές που απέχουν τόσο μεταξύ τους, ώστε ένα σήμα που κινείται με την ταχύτητα του φωτός να μην μπορεί ποτέ να «ενώσει».

Τι λοιπόν προκάλεσε αυτή την ομοιομορφία θερμοκρασίας στη Μεγάλη Έκρηξη;

Το πρόβλημα του ορίζοντα οδηγεί άμεσα στο επόμενο πρόβλημα: την ύπαρξη των γαλαξιών.

Αν το Σύμπαν δημιουργήθηκε έχοντας μια τόσο ομαλή κατάσταση, τότε πώς θα μπορούσαν να σχηματιστούν δομές που να έχουν το μέγεθος γαλαξιών; Σ’ ένα απόλυτα ομαλό Σύμπαν το οποίο διαστέλλεται ομοιόμορφα, η απόσταση του κάθε σωματιδίου ύλης από όλα τα υπόλοιπα θα μεγάλωνε διαρκώς κι έτσι δεν θα υπήρχαν «σπόροι» οι οποίοι κάτω από την επίδραση της βαρυτικής έλξης θα σχημάτιζαν μεγάλες συγκεντρώσεις ύλης. Δεν είναι απαραίτητοι πολύ μεγάλοι σπόροι, παρά μόνο «ανομοιομορφίες», που θα αντιστοιχούσαν σε περιοχές με πυκνότητα 0,01% μεγαλύτερη από τη μέση, 500.000 χρόνια μετά τη στιγμή της δημιουργίας. Αλλά πώς θα ήταν δυνατό να σχηματιστούν και να αναδυθούν έστω και τόσο μεγάλες ανομοιογένειες από μία απόλυτα ομαλή Μεγάλη Έκρηξη;

3. Το πρόβλημα των μονόπολων

Έπειτα, υπάρχει και το πρόβλημα των μονοπόλων. Οι θεωρίες της Μεγάλης Ενοποίησης GUTs που προβλέπουν με τόση επιτυχία το πραγματικό ποσοστό συμπαντικής ύλης, προβλέπουν επίσης και την ύπαρξη μαγνητικών μονοπόλων, με τη μορφή βαριών σωματιδίων, τα οποία είναι πολύ εύκολο να εντοπιστούν. Θα έπρεπε να έχουν ανακαλυφθεί στις κοσμικές ακτίνες, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο.

Η ιδιαίτερη γοητεία του μαγνητικού μονόπολου έγκειται στο γεγονός ότι αυτό διαθέτει τεράστια μάζα συμπυκνωμένη σε μικροσκοπικό όγκο και τεράστια πυκνότητα ενέργειας, η οποία δημιουργείται από το πεδίο Χιγκς – ακριβώς όπως οι τεχνητές φυσαλίδες ψευδοκενού.

Παρ’ όλες τις έρευνες, μόνο δύο πειράματα εντόπισαν δύο συμβάντα τα οποία ενδεχόμενα να προκλήθηκαν από το πέρασμα ενός μαγνητικού μονοπόλου μέσα από την πειραματική διάταξη και κανείς δεν είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί τη φαινομενική ύπαρξη τους, χωρίς περισσότερα στοιχεία.

4. Το πρόβλημα της επιπεδότητας

Αλλά το πρόβλημα που πυροδότησε την έναρξη του νέου κύματος αναζήτησης, η οποία οδήγησε σε μια νέα θεωρία για την εξέλιξη του Σύμπαντος στα 10-36 δευτερόλεπτα, ονομάζεται πρόβλημα της «επιπεδότητας». Ανάγεται στις παλιές μελέτες των γαλαξιών, της ερυθρής μετατόπισης και της συμπαντικής διαστολής και είναι το εξής: Είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε την ταχύτητα διαστολής του Σύμπαντος και να κάνουμε και μια εκτίμηση για το ποσοστό ύλης που περιέχει — ή μάλλον για την πυκνότητα της ύλης, η οποία είναι το στοιχείο που παίζει ρόλο — μετρώντας τον αριθμό των γαλαξιών. Οι εξισώσεις του Αϊνστάιν επιτρέπουν την πιθανότητα ή ενός ανοιχτού Σύμπαντος το οποίο θα διαστέλλεται αιώνια, ή ενός κλειστού, το οποίο θα καταλήξει να καταρρεύσει σε μια πύρινη σφαίρα. Είναι επίσης πιθανό να είναι και επίπεδο, ισορροπώντας πάνω στην κόψη του ξυραφιού της βαρύτητας, ανάμεσα στις δύο προηγούμενες πιθανότητες.

Από τις παρατηρήσεις προκύπτει ότι η πραγματική πυκνότητα του Σύμπαντος είναι πολύ κοντά στην κρίσιμη πυκνότητα, που χρειάζεται για να είναι το Σύμπαν επίπεδο. Σήμερα θεωρείται ότι τελικά το Σύμπαν μοιάζει πολύ με την περισσότερο απίθανη κατάσταση: την απόλυτη ομαλότητα. Κι αυτό σημαίνει ότι όταν δημιουργήθηκε θα πρέπει να ήταν πολύ ομαλότερο (επίπεδο), όπως υπέδειξαν το 1979 οι Robert Dicke και James Peebles, δυο από τους αστρονόμους του Πρίνστον που ανακάλυψαν την ακτινοβολία του υποβάθρου.

Η ανακάλυψη ότι το Σύμπαν βρίσκεται σε μια κατάσταση — έστω και κατά προσέγγιση — ομαλότητας είναι ακόμα πιο απίθανη κι από την περίπτωση να ισορροπεί στη μύτη του επί εκατομμύρια χρόνια, ένα καλοξυσμένο μολύβι. Κι αυτό γιατί, όπως έδειξαν οι Dicke και Peebles, οποιαδήποτε απόκλιση του Σύμπαντος από την ομαλότητα που προέκυψε από τη Μεγάλη Έκρηξη, θα αυξανόταν υπερβολικά όσο το Σύμπαν διαστελλόταν και «γερνούσε».

Όπως το μολύβι πέφτει με την παραμικρότερη ώθηση, έτσι και το Σύμπαν πολύ γρήγορα αποκλίνει από την τέλεια ομαλότητα. Η κατάσταση τέλειας ισορροπίας είναι μια κατάσταση αστάθειας κι οποιαδήποτε απόκλιση από την τελειότητα καταστρέφει την ισορροπία. Από υπολογισμούς κατά τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης ένα τέτοιο σύμπαν, προκειμένου να έχει πυκνότητα παραπλήσια με την κρίσιμη τιμή, ήταν σε μια κατάσταση ακραίας ομαλότητας.

Alan Guth και πληθωρισμός

Την άνοιξη του 1979, ο Dicke έδωσε μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Cornel στην οποία εξέτασε το πρόβλημα της ομαλότητας και έδειξε πόσο λεπτή είναι η ισορροπία μεταξύ αιώνιας διαστολής και βίαιης κατάρρευσης. Έτυχε τότε να την παρακολουθήσει ο νεαρός τότε ερευνητής Alan Guth.

Παρά την αρχική δυσπιστία του ο Guth βρήκε συναρπαστικές τις ιδέες του Dicke και σιγά σιγά αναμίχθηκε ολοένα και βαθύτερα στις κοσμολογικές μελέτες. Χρειάστηκαν μερικοί μήνες για να συνδυαστούν οι ιδέες που ανέπτυξε ο Dicke, εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα στο Cornel, με άλλες ιδέες που ανακάλυπτε ο Guth στην κοσμολογία και στη σωματιδιακή φυσική (την πρωταρχική του ειδικότητα). Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1979 οι ιδέες άρχισαν να σχηματοποιούνται στο μυαλό του και το απόγευμα μέχρι τη νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου 1979, ο Guth συνδύασε τα κομμάτια του παζλ, πραγματοποιώντας έτσι τη μεγαλύτερη θεωρητική συμβολή στην κοσμολογία του πρωταρχικού Σύμπαντος, από την εποχή της εργασίας του Gamov, πριν από πολλά χρόνια.

Ο Guth χρησιμοποίησε και τις ιδέες της σωματιδιακής φυσικής ότι στο πολύ νεαρό σύμπαν η ασθενής, η ισχυρή και η ηλεκτρομαγνητική δύναμη αποτελούσαν μέρη μιας μοναδικής και ενιαίας δύναμης. Υπήρχε, δηλαδή, μια συμμετρία που συσχέτιζε την καθεμία δύναμη με την άλλη. Για να είναι, λοιπόν, οι δυνάμεις αυτές τόσο διαφορετικές σήμερα, η συμμετρία που τις ενοποιούσε θα πρέπει να διασπάστηκε. Στις Μεγάλες Ενοποιημένες θεωρίες GUT, αυτή η αυθόρμητη διάσπαση της συμμετρίας, όπως λέγεται, επιτυγχάνεται μέσω των επονομαζόμενων πεδίων Higgs, τα οποία είχε προτείνει ο Βρετανός φυσικός Peter Higgs, στην προσπάθεια του να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα στοιχειώδη σωματίδια αποκτούν τη μάζα τους.

Ο Guth εισήγαγε εν τέλει μια εντελώς καινούρια κοσμολογική έννοια, κάνοντας άλλο ένα βήμα μπροστά, τόσο σημαντικό, όσο κι η ίδια η ιδέα του κοσμικού αυγού: Το δωρεάν γεύμα.

Ο Alan Guth γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσευ το 1947, και σπούδασε φυσική στο MIT, από όπου πήρε το μάστερ και το διδακτορικό του το 1972. Εργάστηκε πρώτα στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, μετά στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και τέλος στο Cornel, όπου άκουσε τον Dicke να αναφέρεται στο πρόβλημα της ομαλότητας, την άνοιξη του 1979.

Τον Οκτώβριο του 1979, ο Guth έφυγε από το Cornel και πέρασε ένα χρόνο στο Κέντρο του Γραμμικού Επιταχυντή Στάνφορντ. Και τότε άρχισε να φυτρώνει ο σπόρος που είχε φυτευτεί στο μυαλό του με την ομιλία του Dicke, αφού ποτίστηκε με όλα τα δεδομένα σχετικά με την κοσμολογία και τη σωματιδιακή φυσική, τα οποία ο Guth αφομοίωνε καθώς περνούσαν οι μήνες.

Η έννοια που επεξεργάστηκε ήταν το αληθές κενό (μια σταθερή κατάσταση του κενού σαν τη θεμελιώδη κατάσταση των ατόμων), και το ψευδοκενό (μια διεγερμένη κατάσταση σαν τις διεγερμένες καταστάσεις των ατόμων). Οι φυσικοί γνωρίζουν (με τη βοήθεια της κβαντικής φυσικής) ότι το ψευδές κενό σχετίζεται με μια τεράστια ενέργεια, που ασκεί ισχυρή βαρυτική επίδραση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, όπως έδειξε ο Αϊνστάιν, η ενέργεια έχει μάζα, και συνεπώς ασκεί και αυτή βαρυτική έλξη, όπως ακριβώς και η κανονική ύλη.

Η βαρυτική επίδραση της τεράστιας ενέργειας του κβαντικού κενού είναι φυσικά ισχυρότατα ελκτική. Γι αυτό και η εν λόγω κολοσσιαία βαρύτητα του ψευδοκενού δεν βοηθάει στην πρόκληση πληθωρισμού, αφού ο πληθωρισμός απαιτεί κάποιο είδος αντιβαρύτητας. Εντούτοις, η τεράστια ενέργεια του ψευδούς κενού συνδέεται με μια εξίσου τεράστια αρνητική πίεση, και αυτή ακριβώς είναι που λύνει το πρόβλημα. Στο ψευδοκενό η αρνητική πίεση είναι κολοσσιαία αντιβαρυτική, που ανταγωνίζεται την εξίσου τρομακτική βαρυτική έλξη της ενέργειας.

Στον μεταξύ τους αγώνα τελικά κερδίζει η αρνητική πίεση και γι αυτό το συνολικό αποτέλεσμα είναι η παραγωγή μιας απωστικής δύναμης τόσο μεγάλης, που μπορεί να διαλύσει το σύμπαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Αυτή η γιγαντιαία πληθωριστική ώθηση ήταν που προκάλεσε το διπλασιασμό του μεγέθους του σύμπαντος κάθε 10-34 δευτερόλεπτα.

Το ψευδές κενό είναι από τη φύση του ασταθές. Όπως όλες οι διεγερμένες κβαντικές καταστάσεις, μπορεί να αποδιεγερθεί στη θεμελιώδη κατάσταση του, δηλαδή στο αληθές κενό. Όντας μια κβαντική διαδικασία, υπόκειται στην αναπόφευκτη αβεβαιότητα και τις τυχαίες διακυμάνσεις λόγω της αρχής της απροσδιοριστίας του Heisenberg. Αυτό σημαίνει ότι η αποδιέγερση δεν θα συμβεί ομοιόμορφα σε όλο το χώρο: θα υπάρχουν διακυμάνσεις. Αυτές οι κβαντικές διακυμάνσεις του κενού είναι τελικά η πηγή των διακυμάνσεων που παρατηρήθηκαν από τους δορυφόρους COBE και WMPAP.

Την 6 Δεκεμβρίου 1979 μετά από μια συζήτηση μεταξύ του Guth κα Dicke, προέκυψε μεταξύ άλλων η ιδέα της δημιουργίας ύλης από μποζόνια X (τα μποζόνια της εποχής GUT) και το ίδιο βράδυ, ο Guth κατάλαβε ότι κάτι καινούργιο αποκρυσταλλωνόταν στο μυαλό του. Αυτό το κάτι ήταν ένα φαινόμενο ανάλογο με την υπέρψυξη του νερού, όταν δηλαδή αυτό ψύχεται κάτω από τους 0 βαθμούς Κελσίου, αλλά χωρίς να παγώνει. Καθώς η ψύξη συνεχίζεται, το νερό τελικά θα παγώσει απότομα και θα αποδώσει τη λανθάνουσα θερμοκρασία τήξης, στη διαδικασία. Κάτω από τους 0 βαθμούς Κελσίου, ο πάγος είναι μια σταθερότερη κατάσταση, έχοντας χαμηλότερη ενέργεια, αλλά η μετάβαση σε μια περισσότερο σταθερή κατάσταση με επακόλουθη απελευθέρωση λανθάνουσας θερμικής ενέργειας, πραγματοποιείται πάντοτε στους 0 βαθμούς Κελσίου.

Ο Guth είπε ότι κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να συμβαίνει και στα πεδία Higgs. Ενώ η θερμοκρασία του Σύμπαντος συνεχίζει να κατεβαίνει κάτω από τους 1027 Κέλβιν, όπου η συμμετρία πρέπει να καταστραφεί, τα πεδία παραμένουν για κάποιο χρόνο σε κατάσταση ψευδοκενού (μια κατάσταση λίγο πιο πάνω από το αληθές κενό), όπως το υπέρψυχρο νερό παραμένει υγρό ακόμα κι όταν η θερμοκρασία είναι κατώτερη από το σημείο πήξης. Η συμμετρία καταστρέφεται μόνο εάν και εφόσον τα πεδία «βρουν» έναν τρόπο να περάσουν μέσα από τα τοιχώματα γύρω τους και να φτάσουν σε μια «βαθύτερη» κατάσταση αληθινού κενού, στην οποία καταστρέφεται η συμμετρία.

Ο Guth είχε ανακαλύψει τη βάση για μια περιγραφή του πολύ πρωταρχικού Σύμπαντος, η οποία σήμερα είναι γνωστή σαν πληθωρισμός. Και σύντομα συνειδητοποίησε ότι το νέο μοντέλο του θα μπορούσε να ερμηνεύσει το πρόβλημα της ομοιομορφίας του σύμπαντος. Και παρόλο που η εργασία του έδειξε ότι το μοντέλο εμφάνιζε ορισμένες ατέλειες, προχώρησε στη δημοσίευση της εργασίας, δηλώνοντας χωρίς περιστροφές ότι κάποιος άλλος θα συμπλήρωνε τις ατέλειες και θα βελτίωνε την ιδέα.

Πεδίο Higgs και πληθωρισμός

Ο Guth, που στην αρχή είχε ασχοληθεί με τη σωματιδιακή φυσική, μπόρεσε να εφαρμόσει τις θεωρίες της μεγάλης ενοποίησης GUTs στην κοσμολογία. Έτσι, μπόρεσε να πάρει ακριβώς τον κατάλληλο μηχανισμό για να πετύχει την εκθετική διαστολή ή πληθωρισμό.

Μετά την εποχή Planck, κατά τα πρώτα 10 -43 του δευτερολέπτου, σπάει η αρχική μεγάλη συμμετρία  και η βαρύτητα αποχωρίζεται από τις υπόλοιπες τρεις δυνάμεις. Ομοίως η ισχυρή πυρηνική δύναμη – περίπου στα πρώτα 10-35 sec – αποχωρίζεται από την ηλεκτρασθενή (άλλη μια διάσπαση συμμετρίας).

Στα πλαίσια των θεωριών της μεγάλης ενοποίησης υπάρχουν βαθμωτά πεδία τα οποία σχετίζονται με τις διασπάσεις αυτών των συμμετριών. Ακριβώς τότε – και σε χρόνο 10-32 sec περίπου – τα βαθμωτά πεδία διπλασίασαν το μέγεθος του σύμπαντος τουλάχιστον κατά μια φορά ανά 10-34 του δευτερολέπτου ή μέσα σε 10-32 sec έγιναν 100 διπλασιασμοί μεγέθους.

Το μοντέλο του Guth ξεκινά από την ιδέα της μετάβασης Higgs, δηλαδή την χρονική στιγμή που διασπώνται οι GUTs, ή την διαδικασία με την οποία καταστρέφεται η συμμετρία τους, καθώς τα διανυσματικά μποζόνια Χ της GUT «καταβροχθίζουν» τα σωματίδια Higgs και αποκτούν μάζα.

Ο Guth έδωσε το όνομα «ψεύτικο κενό» ή ψευδοκενό στην κατάσταση όπου τα πεδία Higgs είναι μεν μηδενικά – ενώ η πυκνότητα της ενέργειας των πεδίων Higgs είναι κολοσσιαία και σταθερή! – και αληθές κενό στην κατάσταση στην οποία η πυκνότητα ενέργειας των πεδίων Higgs έχει την ελάχιστη τιμή της και το ίδιο το πεδίο δεν είναι μηδενικό (αντίθετες δηλαδή καταστάσεις στα δύο είδη κενού). Στο αληθές κενό η συμμετρία είναι κατεστραμμένη και τα διανυσματικά μποζόνια έχουν αποκτήσει μάζα. Μάλιστα πρότεινε ότι η διαταραχή της GUT αντιστοιχεί σε μια μετάβαση από το ψεύτικο στο αληθινό κενό.

Η κολοσσιαία ενέργεια την εποχή του πληθωρισμού βρέθηκε, λοιπόν, μέσα στο ψευδοκενό, που χαρακτηρίζεται από ένα πεδίο απωστικής βαρύτητας. Ας σημειωθεί ότι ένα χαρακτηριστικό του ψευδοκενού είναι ότι δεν αραιώνει με την διαστολή – όπως για παράδειγμα ένα αέριο – αλλά η πυκνότητα της ενέργειας του παραμένει σταθερή καθώς ο Κόσμος αυξάνεται. Με αυτό τον τρόπο, λόγω της διαστολής η ενέργεια του αντί να μειώνεται, συνεχώς αυξανόταν, δημιουργώντας κολοσσιαίες ποσότητες ενέργειας.    

Όμως, από τις εξισώσεις προκύπτει ότι το σύμπαν ψύχθηκε ανάμεσα στο 10-43 και 1O-35 δευτερόλεπτο – μετά τη στιγμή της δημιουργίας – και τότε τα πεδία Higgs σταθεροποιούνται σε μια κατάσταση ελάχιστης ενέργειας. Αλλά σε ποιά κατάσταση σταθεροποιήθηκε;

Ας υποθέσουμε ότι σταθεροποιούνται τελικά σε μια κατάσταση που αντιστοιχεί στο ψεύτικο κενό, το οποίο είναι απλώς ένα τοπικό ελάχιστο, σαν μια κοιλότητα που βρίσκεται μέσα στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Σε μια τέτοια κατάσταση:
— η συμμετρία παραμένει αδιατάραχτη
— η ισχυρή κι η ηλεκτρασθενής δύναμη παραμένουν ενωμένες και η πυκνότητα της ενέργειας των πεδίων είναι κολοσσιαία: 1095 έργια ανά κυβικό εκατοστό, δηλαδή 1059 φορές μεγαλύτερη από την πυκνότητα του ατομικού πυρήνα.

Όπως τα σωματίδια άλφα διαφεύγουν μέσα από μια κβαντική σήραγγα κάνοντας χρήση της Αρχής της Απροσδιοριστίας, έτσι και τα πεδία Higgs μπορούν να ξεφύγουν από την κατάσταση του ψεύτικου κενού μέσα από μια σήραγγα με τη βοήθεια της Αρχής της Απροσδιοριστίας, προς το αληθές κενό.

Ο Guth ανακάλυψε έκπληκτος ότι ενώ το πεδίο Higgs εγκλωβίζεται στο ψεύτικο κενό (ή στην υπέρψυχρη κατάσταση), η τεράστια πυκνότητα της ενέργειας του έχει σαν αποτέλεσμα μια κολοσσιαία συνεχής ώθηση του Σύμπαντος προς τα έξω, η οποία το εξαναγκάζει να διασταλεί με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ αυτή που προβλέπει το Αποδεκτό Μοντέλο.

Για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, η επίδραση είναι παρόμοια με την εισαγωγή στις εξισώσεις μιας κοσμολογικής σταθεράς, αλλά πολύ ισχυρότερης απ’ όσο είχε φανταστεί ο Αϊνστάιν. Το αποτέλεσμα είναι η εκθετική διαστολή του σύμπαντος.

Το σύμπαν δηλαδή διπλασιάζεται σε μέγεθος συνεχώς, κάθε 10-34 του δευτερολέπτου που περνάει. Αλλά αν το Σύμπαν διπλασιάζεται κάθε 10-34 του δευτερολέπτου, τότε 10-33 του δευτερόλεπτα μετά τη στιγμή της δημιουργίας, ο δεδομένος όγκος έχει υποστεί διπλασιασμό 10 φορές και αυξάνεται σε μέγεθος με ένα συντελεστή της τάξης του 2100. Σε ελάχιστο χρόνο μια περιοχή 10-32 φορές μικρότερη από ένα πρωτόνιο (περίπου 10-48 εκατοστά) μπορεί να διογκωθεί — απ’ αυτό προήλθε και η ονομασία του μοντέλου — και να γίνει μια περιοχή με διάμετρο 10 εκατοστά, αντίστοιχη δηλαδή με το χώρο που καταλαμβάνει ένα γκρέηπφρουτ. Ή για να καταλάβουμε το μέγεθος της διαστολής φαντασθείτε ένα μπιζέλι (με ακτίνα 1 εκατοστό) να καταλάβει τον χώρο του δικού μας Γαλαξία.

Αν δεν υπήρχε ο πληθωρισμός αντί για την αύξηση της ακτίνας του σύμπαντος κατά 1050 φορές – μέσα σε 10-32 του δευτερολέπτου – το σύμπαν θα είχε αυξηθεί μόνο κατά 30 φορές!  

Μία από τις πιο παράξενες ιδιότητες του πληθωρισμού είναι ότι έδρασε ταχύτερα από την ταχύτητα του φωτός. Το φως χρειάζεται 30 δισεκατομμυριοστά του δευτερολέπτου για να διασχίσει ένα εκατοστό, ο πληθωρισμός όμως διαστέλλει το σύμπαν από μια διάμετρο πολύ-πολύ μικρότερη αυτής του πρωτονίου σε διάμετρο 10 cm σε χρόνο 15 Χ 10-33 sec. Οι υπολογισμοί δείχνουν μια ταχύτητα διαστολής 100 φορές μεγαλύτερη από του φωτός. Κάτι τέτοιο επιτρέπεται από τη σχετικότητα γιατί δεν κινείται η ύλη, αλλά διαστέλλεται ο ίδιος ο χωροχρόνος.

Διαστάσεις του σύμπαντος πριν και μετά τον πληθωρισμό

– Ο αισθητός Κόσμος είναι η πιο μακρινή ακτίνα στην οποία μπορούμε να δούμε σήμερα. Είναι ο σφαιρικός όγκος του Κόσμου μέσα στον παρόντα ορίζοντα. Η ακτίνα αυτής της σφαίρας είναι η απόσταση που έχει ταξιδέψει το φως από την αρχή του χρόνου. Αν πολλαπλασιάσουμε την ταχύτητα του φωτός με την ηλικία του σύμπαντος  παίρνουμε κατά προσέγγιση 1028 εκατοστά για τον ορίζοντα σήμερα.

– Η εξίσωση για την διαστολή του Κόσμου λέει ότι έχει διασταλεί σχεδόν κατά έναν παράγοντα 1026 από την εποχή μετά τον πληθωρισμό (10-32  δευτερόλεπτα) έως σήμερα . Κατά συνέπεια, ο σημερινός ορίζοντας μετά το τέλος του πληθωρισμού ήταν τότε μια σφαίρα διαμέτρου περίπου 10 έως 100 εκατοστά (η διαφορά είναι μικρή).

– Και στην αρχή του πληθωρισμού ο αισθητός κόσμος ήταν περίπου 1050 φορές μικρότερος, ή μόνο 10-48 εκατοστά. Ήταν πάρα πολύ μικρότερος από οποιαδήποτε γνωστή μας δομή.

Ο πληθωρισμός πραγματοποιείται στον απίστευτα μικροσκοπικό κόσμο του πολύ πρώιμου σύμπαντος, και ξαφνικά τον κάνει να αποκτήσει διαστάσεις στις οποίες είμαστε εξοικειωμένοι.

Αλλά από τη στιγμή που τα πεδία Higgs θα ξεφύγουν προς το αληθινό κενό, μέσα από τη «κβαντική σήραγγα», σταματά ο ραγδαίος εκθετικός πληθωρισμός. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην δημιουργείται πια ενέργεια στο ψευδοκενό και ο πληθωρισμός να σταματήσει.  Η ενέργεια του πεδίου είχε καταναλωθεί στην παραγωγή ενός τεράστιου πλήθους ζευγών από σωματίδια και αντι-σωματίδια (μια καυτή σούπα από ηλεκτρόνια, ποζιτρόνια, νετρίνα και κουάρκς). Τότε το σύμπαν αναθερμαίνεται από τη διαδικασία αυτή φτάνοντας ξανά στους 1027 Κέλβιν. Αυτή η αναθέρμανση εμφανίζεται λόγω της παραγωγής σωματιδίων από το πεδίο Higgs. Μάλιστα όλη η ύλη από την οποία αποτελείται σήμερα το σύμπαν δημιουργήθηκε από τη διαδικασία της αναθέρμανσης.

Σχεδόν το σύνολο της ύλης και της ενέργειας του Σύμπαντος όπως το ξέρουμε, θα μπορούσε να έχει προκύψει με αυτό τον τρόπο από τη διαδικασία της πληθωρισμός.

Αυτή η δυνατότητα δημιουργείται επειδή η βαρυτική ενέργεια του Σύμπαντος είναι αρνητική κι όσο περισσότερο αρνητική είναι, τόσο μεγαλύτερο είναι και το Σύμπαν.

Κι ενώ η βαρυτική ενέργεια του σύμπαντος – στην περίοδο του πληθωρισμού – γίνεται όλο και περισσότερο αρνητική, αυξάνεται η θετική ύλο-ενέργεια κι έτσι επέρχεται αλληλοεξουδετέρωση. Κι όπως το θέτει ο Guth, το Σύμπαν είναι το «δωρεάν γεύμα».

Όσο επιβραδύνεται η διαστολή, αποκτώντας το φυσιολογικό της ρυθμό — που αντιστοιχεί στο Καθιερωμένο Μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης — τα μποζόνια X (της υπερδύναμης), που δημιουργήθηκαν από την ενέργεια Higgs, αποσυντίθενται προκαλώντας μια μικρή περίσσεια ύλης ως προς την αντιύλη και τα υπόλοιπα εξελίσσονται όπως περιγράφει το Καθιερωμένο Μοντέλο.

Ο ίδιος ο πληθωρισμός ολοκληρώνεται μόλις 10-30 δευτερόλεπτα μετά τη στιγμή της δημιουργίας και στο τέλος της εποχής του πληθωρισμού το σύμπαν έχει ένα πυκνό μίγμα από κουάρκ (ύλη), αντικουάρκ (αντιύλη) και γκλουόνια.

Λύνονται και τα υπόλοιπα τρία προβλήματα

Η επίλυση του προβλήματος του ορίζοντα είναι η εξής: απλά, οι περιοχές που βρίσκονται σήμερα στις «αντίθετες πλευρές» του Σύμπαντος βρίσκονταν σε επαφή» λίγο μετά τη στιγμή της δημιουργίας, προτού απομακρυνθούν ραγδαία η μία από την άλλη εξαιτίας της πληθωρισμού. Το Σύμπαν που αντιλαμβανόμαστε σήμερα είναι πολύ ομοιόμορφο, επειδή έχει προέλθει από την «έκρηξη» ενός μικροσκοπικού σπόρου στον οποίο όλη η ενέργεια ήταν ομοιόμορφα κατανεμημένη.

Η επίλυση του προβλήματος της ομαλότητας είναι λίγο πιο πολύπλοκη. Όταν φουσκώνετε ένα μπαλόνι, η επιφάνεια γίνεται ολοένα και πιο επίπεδη (ομαλότερη) όσο πιο πολύ διογκώνεται το μπαλόνι. Τείνει να ταυτιστεί με μια επίπεδη επιφάνεια. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της καμπύλωσης του χωροχρόνου, καθώς ο χωροχρόνος διαστέλλεται εξαιτίας της πληθωρισμού. Οποιοδήποτε βαθμό καμπύλωσης κι αν θεωρήσετε για αρχή, από τη στιγμή που ο χωροχρόνος έχει διασταλεί με ένα συντελεστή της τάξης του 1050, καταντά να ταυτίζεται με μια επίπεδη επιφάνεια (επίπεδο Σύμπαν). Κάθε κυρτό σύμπαν μετατρέπεται — απ’ όσο μπορούν να μας πουν οι παρατηρήσεις μας — σε επίπεδο σύμπαν, με πυκνότητα που πλησιάζει στην κρίσιμη τιμή, από τη στιγμή που το σύμπαν έχει φτάσει στο μέγεθος ενός γκρέηπφρουτ. Επίσης, επειδή η ενέργεια σε ένα βαρυτικό πεδίο είναι αρνητική, ενώ η ενέργεια που αποθηκεύεται στην ύλη είναι θετική, αν το σύμπαν είναι ακριβώς επίπεδο, τότε όπως υπέδειξε ο Tryon οι δύο ποσότητες εξουδετερώνονται, και η συνολική ενέργεια του Σύμπαντος είναι ακριβώς μηδέν. Στη περίπτωση αυτή, οι κβαντικοί κανόνες του επιτρέπουν να ζήσει επ’ άπειρον. 

Και το πρόβλημα των μονοπόλων λύνεται με πραγματικά πολύ απλό τρόπο. Παρόλο που μπορεί να υπήρχαν αρκετά μονόπολα στο πολύ πρωταρχικό Σύμπαν, πριν τον πληθωρισμό, η περιοχή του χώρου που μπορούμε να δούμε έχει προέλθει από τη διαστολή ενός τόσο μικρού όγκου, ώστε να είναι πολύ απίθανο να υπήρξε έστω και ένα μονόπολο σ’ αυτήν ειδικά την περιοχή του χωροχρόνου. Αυτή η ανάλυση του προβλήματος των μονοπόλων αποτελεί το κυριότερο μέρος του μοντέλου Guth αλλά και των μεταγενέστερων πληθωριστικών μοντέλων. Σαν συνέπεια, μπορεί στην πραγματικότητα να υπάρχουν άλλες περιοχές του χωροχρόνου πέρα από το ορατό Σύμπαν οι οποίες δεν υπέστησαν διόγκωση με την ίδια ταχύτητα με τη δική μας «φυσαλίδα» από την οποία προήλθε το Σύμπαν. Μπορεί να ζούμε σε μια «τοπική» περιοχή (η οποία είναι ολόκληρο το παρατηρήσιμο Σύμπαν) ενός πολύ μεγαλύτερου μετασύμπαντος. Αλλά θα μπορούσαν να γίνουν ορατές αυτές οι περιοχές; Στην πραγματικότητα, αυτή η προοπτική υπήρξε και η μοιραία ατέλεια του πρωταρχικού πληθωριστικού μοντέλου.

 Το Χαοτικό Πληθωριστικό Μοντέλο του Andrei Linde

Ο Guth όμως παρά τις επιτυχίες του υπέθεσε ένα σύμπαν πολύ διαφορετικό από αυτό που βλέπουμε σήμερα. Φυσικά ήταν σωστή η εκθετική διόγκωση του σύμπαντος που έλυσε τόσα πολλά προβλήματα.

Αλλά το επόμενο βήμα έγινε από το φυσικό Andrei Linde, που τότε ήταν στο Ινστιτούτο Λέμπεντεφ της Μόσχας, το 1981. Ο Andrei Linde γεννήθηκε στη Μόσχα το 1948 και σπούδασε φυσική στο εκεί πανεπιστήμιο, προτού εγκατασταθεί σαν ερευνητής στο Ινστιτούτο Λέμπεντεφ. Ο Linde ενδιαφέρθηκε για τη φύση της φάσης μετατροπής υψηλών ενεργειών των πεδίων Higgs και γοητεύτηκε από την εργασία του Guth. Τον προβλημάτιζε όμως σε βαθμό ενόχλησης η δυσκολία εξήγησης μιας ομαλής μετάβασης από το ψεύτικο στο αληθινό κενό.

Αλλά το καλοκαίρι του 1981, ανακάλυψε μια λύση στο πρόβλημα. Ο Linde θεώρησε ότι δεν υπάρχει ένα βαθύ πηγάδι, σαν τον κρατήρα ενός ηφαιστείου, που αντιστοιχεί στην κατάσταση του ψεύτικου κενού. Αντί γι’ αυτό, υπάρχει ένα χαμηλό «οροπέδιο» ενέργειας το οποίο έχει πλαγιές με ελαφριά κλίση που καταλήγουν στην κατάσταση του αληθινού κενού — το οποίο βρίσκεται στους «πρόποδες» του οροπεδίου. Ένα πεδίο Higgs πάνω σ’ ένα τέτοιο εξόγκωμα θα «κατρακυλούσε» πολύ ομαλά και ήρεμα στην κατάσταση του αληθινού κενού, χωρίς περίπλοκες σειρές τοπικών κβαντικών μεταβάσεων, που θα αντιστοιχούσαν στο «άνοιγμα» μιας «σήραγγας» μέσα από το τοίχωμα. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύμπαν ομαλό και ομοιόμορφο, ένα σύμπαν που έχει συμπυκνωθεί σαν το ζελέ στο ψυγείο, και που δεν μοιάζει καθόλου με το σμήνος των αυγών του βατράχου. Η ιδέα έγινε γνωστή σαν το «νέο πληθωριστικό σενάριο» και παρόλο που μεσολάβησε ένα μικρό χρονικό διάστημα, έγινε πολύ δημοφιλής, στα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Δεξιά: Το πεδίο Inflaton, η αιτία της πληθωριστικής διαστολής του χώρου, συμπεριφέρθηκε όπως μια μπάλα που κυλά σε μια πλαγιά: Αναζητούσε το ελάχιστο της δυναμικής του ενέργειας (κατακόρυφος άξονας). Η αρχική τιμή του πεδίου ήταν υψηλή λόγω των κβαντικών διαδικασιών στην έναρξη του χρόνου. Ενώ στον συμβατικό πληθωρισμό, το πεδίο κινήθηκε κατευθείαν στο ελάχιστο του, όμως σε μια παραλλαγή του πληθωρισμού – τον ανοικτό πληθωρισμό – παγιδεύτηκε σε ένα τοπικό ελάχιστο. Σε όλη σχεδόν την έκταση του σύμπαντος, το πεδίο παρέμεινε εκεί και ο πληθωρισμός δεν τερματίστηκε ποτέ. Σε ορισμένες όμως τυχερές περιοχές, το πεδίο μπόρεσε να ξεφύγει, μέσω του κβαντικού φαινομένου σήραγγας, απ’ το τοπικό ελάχιστο και ολοκλήρωσε την κάθοδό του. Μια τέτοια περιοχή έγινε τελικά η φυσαλίδα μέσα στην οποία ζούμε. Μόλις το πεδίο Inflaton πλησίασε στο ελάχιστό του, την τελική θέση ισορροπίας, άρχισε να ταλαντώνεται πέρα-δώθε, γεμίζοντας το χώρο με ύλη και ακτινοβολία. Ουσιαστικά τότε άρχισε το Big Bang.

Λίγο αργότερα ο Linde πρότεινε το «χαοτικό πληθωρισμό», ανοίγοντας νέους ορίζοντες στη θεωρητική κοσμολογία. Οι ερευνητές συνειδητοποίησαν, παράλληλα, ότι τα νεαρό σύμπαν θα πρέπει να έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία ηχητικών κυμάτων, τα οποία προκάλεσαν μια σειρά από συμπυκνώσεις και αραιώσεις του αρχέγονου πλάσματος. Αυτές με τη σειρά τους δημιούργησαν πολύ μικρές εναλλαγές θερμοκρασίας (οι συμπυκνώσεις της ύλης αύξαναν λίγο τη θερμοκρασία, ενώ οι αραιώσεις τη μείωναν), οι οποίες αποτυπώθηκαν -«πάγωσαν», θα λέγαμε- στην κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου (η οποία ήδη είχε εντοπισθεί). Ποια όμως ήταν η πηγή των αρχικών διακυμάνσεων, από τις οποίες προήλθαν τα ηχητικά κύματα;

Σύμφωνα με τη θεωρία του πληθωριστικού σύμπαντος, η επιταχυνόμενη διαστολή του σύμπαντος οφείλεται σε μια παράξενη μορφή ενέργειας ενός πεδίου, το οποίο αναφέρεται κι ως «πεδίο inflaton». Με το πέρας της πληθωριστικής εποχής, η αρχική μικρή μας περιοχή έχει διασταλεί σε απίστευτο βαθμό. Η αρχική συμμετρία μεταξύ των τριών αλληλεπιδράσεων (ασθενής, ισχυρή και ηλεκτρομαγνητική) έχει πλέον διασπαστεί και η ενέργεια των πεδίων Higgs απελευθερώνεται, οδηγώντας σε μια εκρηκτική παραγωγή στοιχειωδών σωματιδίων.

Η θεωρία του πληθωρισμού επιβεβαιώνεται από τις μετρήσεις της μικροκυματικής ακτινοβολίας από το δορυφόρο WMAP. Παράλληλα, η θερμοκρασία αυξάνεται ξανά, πλησιάζοντας τους 1027 βαθμούς Κέλβιν (επαναθέρμανση). Εκείνο που απομένει είναι μια καυτή θάλασσα στοιχειωδών σωματιδίων σε θερμική ισορροπία – ακριβώς, δηλαδή, αυτό που προϋποθέτει, χωρίς όμως να το εξηγεί, η κλασική θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης. Το πληθωριστικό μοντέλο προβλέπει ότι οι κβαντικές διακυμάνσεις θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει μικροσκοπικές ρυτιδώσεις στην δομή του σύμπαντος, ακόμη και όταν το σύμπαν είχε μέγεθος της τάξης του 10-25 cm, δηλαδή 100 εκατομμύρια φορές μεγαλύτερο από το μήκος Planck. Οι ρυτιδώσεις αυτές αντιστοιχούν στις ανωμαλίες στην κατανομή της ύλης και της ενέργειας στο σύμπαν. Αυτές οι διαταραχές της πυκνότητας, τελικά άφησαν ένα αποτύπωμα στη μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου, κατά τον χρόνο που η ύλη και η ακτινοβολία αποσυζεύχθηκαν (περίπου 380.000 χρόνια μετά το Big Bang), παράγοντας ακριβώς το είδος της ανομοιομορφίας στην ακτινοβολία υποβάθρου, που παρατηρούμε σήμερα. Μετά την αποσύζευξη, οι διακυμάνσεις της πυκνότητας διαστάλθηκαν και αποτέλεσαν την μεγάλης κλίμακας δομή του σύμπαντος που εκδηλώνεται σήμερα με την κατανομή των σμηνών των γαλαξιών. Αυτό σημαίνει ότι οι παρατηρήσεις ακτινοβολίας υποβάθρου μας δίνουν στην πραγματικότητα πληροφορίες για το τι συνέβη στο σύμπαν όταν αυτό είχε ηλικία λιγότερη από 10-20 του δευτερολέπτου.

Από το σημείο αυτό και ύστερα, η περιοχή συνεχίζει να διαστέλλεται και να ψύχεται με τον τρόπο που περιγράφει η κλασική θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης. Οι κβαντικές διακυμάνσεις των πεδίων Higgs μεγεθύνθηκαν από την εκθετική διαστολή του σύμπαντος και δημιούργησαν τις διακυμάνσεις στην ενεργειακή πυκνότητα της αρχέγονης ύλης του νεαρού σύμπαντος και εντέλει τις κοσμικές δομές που παρατηρούμε σήμερα.

Ο Linde όπως γνωρίζουμε βοήθησε στην εδραίωση της πληθωριστικής κοσμολογίας – τη θεωρία ότι ο Κόσμος άρχισε όχι με ένα καυτό Big Bang αλλά με μια εξαιρετικά γρήγορη διαστολή (πληθωρισμός) του χώρου σε μια κατάσταση σαν το κενό. Σύμφωνα με την πληθωριστική θεωρία, αυτό που ονομάζουμε Σύμπαν είναι μόλις ένα λεπτό τμήμα ενός πολύ μεγαλύτερου Κόσμου.

Το 1983, ο Linde υπέθεσε ότι η κβαντική κατάσταση του πρώιμου σύμπαντος θα μπορούσε να ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή με χαοτικό τρόπο: χαμηλή ενέργεια εδώ, μετρίως διεγερμένη κατάσταση εκεί, εντόνως διεγερμένη σε άλλες περιοχές. Ο πληθωρισμός θα εμφανιζόταν στις περιοχές όπου η κατάσταση ήταν διεγερμένη. Επιπλέον, οι υπολογισμοί του Linde για τη συμπεριφορά της κβαντικής κατάστασης έδειξαν σαφώς ότι οι ανώτερες διεγερμένες καταστάσεις θα διαστέλλονταν με ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι οι άλλες, ενώ θα αποδιεγείρονταν με αργότερο ρυθμό · έτσι, όσο πιο διεγερμένη ήταν η κατάσταση σε μια συγκεκριμένη περιοχή του χώρου, τόσο περισσότερο το σύμπαν θα διαστελλόταν πληθωριστικά σ’ αυτή την περιοχή.

Είναι προφανές ότι ύστερα από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι περιοχές του χώρου όπου τυχαία η ενέργεια ήταν υψηλότερη, και συνεπώς η πληθωριστική διαστολή ταχύτερη, θα είχαν διογκωθεί περισσότερο από όλες τις άλλες και θα καταλάμβαναν τη μερίδα του λέοντος από τον συνολικό χώρο. Ο Linde παρομοιάζει αυτή την κατάσταση με τη δαρβινική εξέλιξη ή τα οικονομικά. Μια επιτυχημένη κβαντική διακύμανση που οδηγεί σε ανώτερη διεγερμένη κατάσταση, αν και σημαίνει δανεισμό μεγάλου ποσού ενέργειας, επιβραβεύεται αμέσως από την τεράστια αύξηση του όγκου της περιοχής όπου συνέβη. Επομένως, οι περιοχές που δανείζονται μεγάλα ποσά ενέργειας και διαστέλλονται υπερπληθωριστικα σύντομα θα κυριαρχήσουν.

Εξαιτίας του χαοτικού πληθωρισμού, το σύμπαν θα διαχωριζόταν σε μια ομάδα μίνι-συμπάντων, ή φυσαλίδων, μερικά από τα οποία θα διαστέλλονταν πληθωριστικά «σαν τρελά», ενώ άλλα δεν θα διαστέλλονταν καθόλου. Λόγω των τυχαίων διακυμάνσεων, μερικές περιοχές θα είχαν πολύ υψηλές ενέργειες διέγερσης, και επομένως σ’ αυτές τις περιοχές θα συντελούνταν πολύ μεγαλύτερη πληθωριστική διαστολή απ’ όση είχε υποτεθεί στην αρχική θεωρία. Ωστόσο, επειδή αυτές ακριβούς είναι οι περιοχές που διαστέλλονται περισσότερο, ένα τυχαία επιλεγμένο σημείο στο μεταπληθωριστικό σύμπαν είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται σε μια τέτοια περιοχή. Έτσι, και η δική μας θέση στο Διάστημα πιθανότατα βρίσκεται βαθιά στο εσωτερικό μιας τέτοιας περιοχής που έχει διασταλεί υπερπληθωριστικά. O Linde υπολόγισε ότι τέτοιες «μεγάλες φυσαλίδες» μπορεί να έχουν προκύψει από διαστολή κατά έναν παράγοντα ίσο με το 10 υψωμένο στα εκατό εκατομμύρια μηδενικά!.

Μέσα στη δική μας φυσαλίδα—η οποία εκτείνεται σε τεράστιες αποστάσεις πέρα από το σύμπαν που είναι σήμερα παρατηρήσιμο—, ύλη και ενέργεια είναι σχεδόν ομοιόμορφα κατανεμημένες. Ωστόσο, πέρα από αυτήν βρίσκονται άλλες φυσαλίδες, καθώς επίσης και περιοχές που είναι ακόμη στη διαδικασία του πληθωρισμού. Στην πραγματικότητα, στο μοντέλο του Linde ο πληθωρισμός δεν παύει ποτέ: υπάρχουν πάντα περιοχές του χώρου όπου συντελείται πληθωριστική διαστολή και όπου νέες φυσαλίδες σχηματίζονται, ακόμη και όταν άλλες ολοκληρώνουν τον κύκλο της ζωής τους και πεθαίνουν. Έτσι, αυτή είναι μια μορφή αιώνιου σύμπαντος, παρόμοια με εκείνη της θεωρίας των συμπάντων-βρεφών, όπου νέα ζωή και νέα σύμπαντα αναδύονται αιώνια. Δεν υπάρχει τέλος στην παραγωγή νέων φυσαλίδων-συμπάντων μέσω πληθωρισμού — και πιθανώς ούτε αρχή, αν και όσον αφορά αυτό το ζήτημα υπάρχουν τώρα κάποιες διαφωνίες.

“Το Σύμπαν μοιάζει πραγματικά, όχι όπως μια φυσαλίδα, αλλά όπως μια φυσαλίδα που παράγει νέες φυσαλίδες”, εξηγεί ο Linde. “Ζούμε σε ένα μικροσκοπικό μέρος της μιας φυσαλίδας, και κοιτάζουμε γύρω μας και λέμε”, αυτός είναι ο Κόσμος μας.”

Μερικοί θεωρητικοί προσπάθησαν να ξεπεράσουν τις όποιες δυσκολίες του προηγούμενου μοντέλου, εγκαταλείποντας τη θεωρία με τις GUT, η οποία δεν είναι καλά κατανοητή, και υιοθετώντας μια άλλη θεωρία, τη SUSY (υπερσυμμετρία), η οποία είναι ακόμα λιγότερο κατανοητή. 

Η βασική όμως ιδέα μοιάζει σήμερα αρκετά δυνατή και αρκετά καλά εδραιωμένη, ώστε να έχουμε τόση εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι στην αρχή της ζωής του Σύμπαντος υπήρξε μια περίοδος πληθωρισμού, που «φούσκωσε» ένα χώρο με το μέγεθος του Πλανκ (1O-43 εκατοστά) στο μέγεθος όλων αυτών που βλέπουμε γύρω μας, όση εμπιστοσύνη έδειξε κι ο Gamov στην ιδέα της Μεγάλης Έκρηξης, πριν από εξήντα χρόνια.

Ο Κόσμος μετά τον πληθωρισμό

Και τι έγινε μετά το τέλος του πληθωρισμού; Το σύμπαν έγινε σχεδόν ομοιογενές, επίπεδο, και χωρίς σωματίδια. Μία από τις επιτυχίες της θεωρίας του πληθωρισμού είναι ότι εξήγησε γιατί δεν βλέπουμε σήμερα σωματίδια – λείψανα εκείνης της εποχής, μονόπολα και γκραβιτίνα. Όμως ακόμα πρέπει να εξηγήσουμε πώς γεννήθηκαν όλα τα σωματίδια που βλέπουμε σήμερα Επειδή ο πληθωρισμός μειώνει την πυκνότητα των σωματιδίων ουσιαστικά στο μηδέν, ξέρουμε ότι τα σωματίδια σήμερα στον Κόσμο πρέπει όλα να έχουν παραχθεί μετά από τον πληθωρισμό.

Θυμηθείτε ότι ο πληθωρισμός εμφανίζεται όταν σε κάποια περιοχή του διαστήματος (ψευδοκενό) η μεγαλύτερη συμβολή στην ενεργειακή πυκνότητα προέρχεται από ένα βαθμωτό πεδίο υψηλής ενέργειας. Το βαθμωτό πεδίο που προκάλεσε τον πληθωρισμό λέγεται ίνφλατον (inflaton). Κατά τη διάρκεια του πληθωρισμού το σύμπαν επεκτείνεται όπως είδαμε εκθετικά και η ενεργειακή πυκνότητα του πεδίου ίνφλατον μειώνεται πολύ αργά. Ο πληθωρισμός τελειώνει όταν αυτό το πεδίο φτάσει σε μια αρκετά χαμηλή ενεργειακή πυκνότητα (στο αληθές κενό), αρχίζοντας να συμπεριφέρεται σαν την ύλη, δηλ. όταν αρχίζει το σύμπαν να υφίσταται κανονική διαστολή. Έτσι στο τέλος του πληθωρισμού ουσιαστικά όλη η ενέργεια του Κόσμου περιλαμβάνεται σε αυτό το ένα, σχεδόν ομοιογενές πεδίο.

Πολλά πεδία και σωματίδια στον Κόσμο είναι ασταθή που σημαίνει ότι μετά από λίγο αποσυντίθενται σε άλλες μορφές ενέργειας. Έτσι και το πεδίο ίνφλατον, μόλις η ενεργειακή πυκνότητά του έγινε αρκετά μικρή ώστε να μην μπορεί να κάνει εκθετική διαστολή, το πεδίο inflaton γίνεται ιδιαίτερα ασταθές. Μετά από τον πληθωρισμό η ενέργεια στο πεδίο inflaton θα είχε διασπαστεί γρήγορα σε άλλα σωματίδια και πεδία, έως ότου τελικά ο Κόσμος να περιέχει κυρίως από πιο μακρόβιες μορφές ύλης και ενέργειας, όπως πρωτόνια, νετρόνια, ηλεκτρόνια, και ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία.

Αυτά τα σωματίδια-λείψανα (μονόπολα και γκραβιτίνα) μπορούσαν να παραχθούν μόνο στις θερμές και πυκνές συνθήκες του πρώιμου σύμπαντος. Και μετά από τον πληθωρισμό η πυκνότητα και η θερμοκρασία ήταν πάρα πολύ μικρή για να παραχθούν αυτά τα μόρια. Κάθε δε μονόπολο και γκραβιτίνο που παρήχθησαν πριν από τον πληθωρισμό είναι πολύ λεπτά για να τα βρούμε σήμερα.

Από τη στιγμή που το ψευδές κενό έχει αποδιεγερθεί, το σύμπαν ξαναρχίζει την κανονική επιβραδυνόμενη διαστολή του. Η ενέργεια που υπήρχε εγκλωβισμένη στο ψευδές κενό ελευθερώνεται με τη μορφή θερμότητας. Η τεράστια πληθωριστική διαστολή είχε ψύξει το σύμπαν σε μια θερμοκρασία πολύ κοντά στο απόλυτο μηδέν. Με το τέλος του πληθωρισμού, όμως, η θερμότητα που ελευθερώνεται το αναθερμαίνει ξαφνικά στην τεράστια θερμοκρασία των 1028 βαθμών. Η διαδικασία αυτή λέγεται επαναθέρμανση.

Αυτή η απέραντη δεξαμενή θερμότητας που δημιουργήθηκε τότε επιζεί και σήμερα, με τη μορφή της θερμικής ακτινοβολίας κοσμικού υποβάθρου. Ένα παραπροϊόν της απελευθέρωσης της ενέργειας του κενού είναι ότι τα πολλά δυνάμει σωματίδια που υπήρχαν σ’ αυτό προσέλαβαν ένα μικρό ποσό ενέργειας και προήχθησαν σε πραγματικά σωματίδια. Έπειτα από περαιτέρω διεργασίες και μεταβολές, ένα υπόλειμμα αυτών των αρχέγονων σωματιδίων έφτασε σήμερα να αποτελεί τους 1050 τόνους της ύλης που σχηματίζει όλο το παρατηρήσιμο σύμπαν.

Πόσο καιρό μετά από τον πληθωρισμό χρειάστηκε το inflaton να διασπαστεί στα σωματίδια που βλέπουμε σήμερα; Δεν ξέρουμε, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι έπρεπε να τελειώσει μέχρι την ώρα της πυρηνοσύνθεσης, δηλ. περίπου τρία λεπτά μετά από το τέλος του πληθωρισμού.

Το σύμπαν de Sitter

Είναι γεγονός ότι η εκθετική διαστολή του χωροχρόνου περιγράφηκε ακριβώς από τον Willem de Sitter στα 1917, σαν μια λύση των εξισώσεων της γενικής σχετικότητας. Όμως, πάνω από μισό αιώνα αυτό το μοντέλο του de Sitter αντιμετωπίστηκε μόνο ως μαθηματικό αξιοπερίεργο, που δεν είχε καμιά σχέση με το πραγματικό σύμπαν.

Η λύση του De Sitter των εξισώσεων του Αϊνστάιν περιγράφει ένα άδειο χωροχρόνο, ένα στατικό σύμπαν. Αλλά κατά τη δεκαετία του 1920 αναγνωρίστηκε ότι αν προσθέταμε μια μικροσκοπική ποσότητα ύλης σ’ αυτό το μοντέλο (με μορφή σωματιδίων διασκορπισμένων στο χωροχρόνο), αυτά θα απομακρύνονταν μεταξύ τους με εκθετικό ρυθμό καθώς ο χωροχρόνος θα διαστελλόταν. Αυτό σημαίνει ότι η απόσταση μεταξύ δύο οποιονδήποτε σωματιδίων θα διπλασιαζόταν συνεχώς ανά ίσα χρονικά διαστήματα. Αυτό φαινόταν τελείως μη ρεαλιστικό, ακόμη και όταν ανακαλύφθηκε η διαστολή του σύμπαντος από τον Χάμπλ το 1920.

Όταν όμως η θεωρία του πληθωρισμού έδειξε ότι το σύμπαν υπέστη μια εκθετική διαστολή κατά το πρώτο κλάσμα του δευτερολέπτου μετά τη γέννησή του, αυτή η πληθωριστική εκθετική διαστολή φάνηκε ότι μπορούσε να περιγραφεί ακριβώς από το μοντέλο του de Sitter, την πρώτη επιτυχή κοσμολογική λύση των εξισώσεων του Einstein της Γενικής Σχετικότητας.

Η ιστορία της επιστήμης όμως μας λέει ότι το πρώτο πληθωριστικό μοντέλο αναπτύχθηκε από τον Alexei Starobinsky, στο Ινστιτούτο Landau για τη θεωρητική φυσική στη Μόσχα στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αλλά τότε δεν χρησιμοποιήθηκε ο όρος πληθωρισμός. Το αρχικό ήταν ένα πολύ περίπλοκο μοντέλο βασισμένο σε μια κβαντική θεωρία βαρύτητας, αλλά προκάλεσε αίσθηση μεταξύ των κοσμολόγων της τότε Σοβιετικής Ένωσης και έμεινε γνωστό ως το “μοντέλο Starobinsky” για το σύμπαν.  Δυστυχώς, εξαιτίας των δυσκολιών που είχαν τότε οι επιστήμονες της Σοβιετικής Ένωσης να ταξιδέψουν έξω από τα σύνορα της χώρας τους, το μοντέλο αυτό δεν διαδόθηκε στη Δύση.

Σημείωση

Τελευταίες εργασίες όπως των  Bezrukov – Shaposhnikov δείχνουν ότι το πεδίο ίνφλατον και το πεδίο Higgs είναι το ίδιο. Κάποιοι άλλοι φυσικοί δέχονται ότι είναι διαφορετικά ενώ άλλοι πολύ παρόμοια. Γι αυτό υπάρχει και αυτό το μπέρδεμα με τα δύο πεδία. Άλλοτε αναφερόμαστε στο πεδίο ίνφλατον (που προκάλεσε τον πληθωρισμό) και άλλοτε στο πεδίο Higgs που έδωσε μάζα στα σωματίδια αλληλεπιδρώντας μαζί τους.

Σύμφωνα με τον Linde υπήρχε στο σύμπαν μετά την εποχή Planck και πριν την GUT (μεταξύ 10-43 sec και 10-35 sec), ένα ενεργειακό πεδίο πολύ παρόμοιο με το πεδίο Higgs του πληθωρισμού GUT. Αυτό το “πεδίο ίνφλατον” είναι παρόμοιο με το πεδίο Higgs στο ότι το σύμπαν τεχνικά ήταν σαν το κενό, όταν γέμισε με αυτό το πεδίο, ακόμα κι αν η ενεργειακή πυκνότητα αυτού του πεδίου ήταν τεράστια. Πάλι, όπως το πεδίο Higgs, έτσι και η ενεργειακή πυκνότητα του πεδίου ίνφλατον μένει σταθερή ακόμα κι αν το σύμπαν διαστέλλεται. Αναλογικά, αυτό το πεδίο (το ίνφλατον) μπορεί να είναι η αιτία του πληθωρισμού, ακριβώς όπως κάνει αργότερα το πεδίο Higgs στην εποχή GUT. Στην πραγματικότητα, όσο μεγαλύτερη είναι η ενέργεια του πεδίου ίνφλατον τόσο πιο γρήγορα πραγματοποιείται ο πληθωρισμός.

Ο Niel Turok στο πρόσφατο βιβλίο του: Αέναο Σύμπαν γράφει ότι η αιτία τότε του πληθωρισμού ήταν η σκοτεινή ενέργεια, αλλά με πολύ μεγαλύτερη κοσμολογική σταθερά Λ, από τη σημερινή Λ που προκαλεί την επιτάχυνση της διαστολής του σύμπαντος. 

Πηγές: Το Big Bang του John Gribbin, Περιοδικό Science Illustrated, Wikipedia, Paul Davis, παλιά άρθρα του physics4u

 
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση