ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΙΑΛΟΓΟ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Παπαθανασίου Αθανάσιος 

Η συνύπαρξη είναι κάτι δεδομένο, ο διάλογος, όμως, είναι ένα ζητούμενο.

Κάπως έτσι θα όριζα τις σχέσεις θεολογίας και θετικής επιστήμης μέσα στην κοινωνία μας, στην εποχή μας. Συνυπάρχουν ποικιλοτρόπως. Άλλοτε μοιάζει να εργάζονται σε ασύμπτωτα πεδία, άλλοτε φαίνεται να διασταυρώνονται οι τροχιές τους κι άλλοτε να διασταυρώνουν τα ξίφη τους, συχνότερα ωστόσο φαίνεται να κινείται καθεμιά στον κόσμο της γνωρίζοντας μεν την ύπαρξη της άλλης, αγνοώντας όμως τη δουλειά, τη γλώσσα, την πορεία και τις προτάσεις της. Αντίθετα προς το δεδομένο της ύπαρξης, ο διάλογος δεν είναι κάτι δεδομένο, αλλά ένα αίτημα. Είναι η απόπειρα μιας παράξενης χημείας, η επιτυχία της οποίας καθόλου δεν είναι εκ των προτέρων εξασφαλισμένη. Είναι η όσμωση ανάμεσα στο μεράκι του ανοίγματος μου στον άλλο και στο σαράκι της δυσπιστίας μου γι’ αυτόν. Ο διάλογος μου ζητεί να μην αρκεστώ στην εικόνα που εγώ έχω ήδη σχηματίσει για τον απέναντι, αλλά να αποζητήσω τον ίδιο τον απέναντι.

Εδώ βρίσκεται μια θεμελιώδης προϋπόθεση για τον διάλογο θεολογίας και επιστήμης: Το να θέσουμε υπό αμφισβήτηση τη σιγουριά που έχουμε για το τί πραγματικά φρονεί ο «απέναντι χώρος». Είναι, άραγε, σίγουρο ότι όντως φρονεί αυτό που εμείς νομίζουμε ότι φρονεί και εξαιτίας του οποίου, ενδεχομένως, τον απορρίπτουμε; Δεν υπονοώ ότι ένας διάλογος οδηγεί τάχα αναπόδραστα σε τελική ομοφωνία. Μπορεί όμως να ξεκαθαρίσει τι όντως είναι αυτό που δέχομαι και τι όντως είναι αυτό που απορρίπτω. Το κέντρο βάρους, δηλαδή, χρειάζεται να μετατίθεται από το φάντασμα του άλλου που έχω μέσα μου, στον άλλον που βρίσκεται αντίκρυ μου. Αυτό κοντολογίς που σίγουρα χρειάζεται είναι να αποκατασταθεί μια όσο το δυνατόν καλή γνώση της φωνής του άλλου και ένα minimum κοινό γλωσσάρι. Σήμερα, π.χ., όχι μόνο δεν είναι αρκετό, αλλά – πολύ περισσότερο – είναι θλιβερό και αφερέγγυο να αρκείται ένας θεολόγος σε πολεμικά συγγράμματα της εποχής που κάποιες θεολογικές τάσεις θέλησαν να κατατροπώσουν τον Δαρβινισμό. Κι αντίστοιχα, είναι αξιοθρήνητο και απαράδεκτο να αρκείται ένας ερευνητής ιατρός στη θεολογική πληροφόρηση που του πρόσφερε το μάθημα των θρησκευτικών στα μαθητικά του χρόνια.

Υπ’ αυτή την έννοια, η προοπτική ενός διαλόγου ενέχει μια πρόκληση: το άκουσμα μιας φωνής αλλιώτικης από τη δική μας και, ίσως, ένα εθελούσιο ξεβόλεμά μας από σχήματα που έχουμε ήδη τακτοποιημένα στο νου μας. Σαν, π.χ., να μιλήσεις για σημαντικά ζητήματα σ’ έναν θετικό επιστήμονα μέσω της λογοτεχνίας και σ’ έναν θεολόγο μέσω του Καζαντζάκη! Ακριβώς, λοιπόν, ένα κείμενο αυτού του μεγάλου και αμφιλεγόμενου λογοτέχνη θα προσκομίσω εδώ, για να επιχειρήσω ανίχνευση μερικών προϋποθέσεων του διαλόγου θετικής επιστήμης και θεολογίας.

Ο Καζαντζάκης καταγράφει μια σκηνή αλλόκοτη και χαρακτηριστικά κρητικιά. Μια παρέα φίλων γλεντά με κρασί και κρητική λύρα μέσα σ’ ένα κοιμητήριο και συζητά για την ανθρώπινη ψυχή και την αθανασία. Αυτός που έθεσε το ερώτημα παίρνει στα χέρια του τη λύρα και δείχνει στους άλλους ένα-ένα όλα τα τμήματα της: τις χορδές, το σκάφος, την κορφή, τα κλειδιά της, το δοξάρι κλπ. Αυτό είναι – λέει – το κορμί του ανθρώπου: τα πόδια, τα χέρια, τ’ άντερα, η κεφαλή του. Αρχίζει κατόπιν να παίζει, πότε λεβέντικους σκοπούς, πότε αμανέδες. «Αυτό ‘ναι η ψυχή του ανθρώπου», είπε. «Η μούζικα». Οι άλλοι, κοιτούσαν σκεφτικοί. Και κατέληξε θριαμβευτικά: «Αν δώσω μια και κάμω χίλια κομμάτια τη λύρα, τι γίνεται ο αχός της; Που πάει η μούζικα; Μούζικα χωρίς λύρα γίνεται;… Ψυχή χωρίς πόδια, χέρια, άντερα και κεφαλή γίνεται;».

Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης μπορεί να νιώσει την παγωμάρα που έπεσε. Ο γλεντοκόπος φαινόταν να έχει αποδείξει πως ο άνθρωπος δεν είναι παρά το άθροισμα των συστατικών του και πως η αποσύνθεση τους σημαίνει την λήξη του ανθρώπου.

Μα ακριβώς εκεί, αναπάντεχα και εκρηκτικά, ο Καζαντζάκης δίνει μια απρόσμενη τροπή. Ένας από τους συνδαίτημόνες πετάγεται και του λέει: «Ποιος είναι ο λυράρης; αυτό να μου πεις εμένα… Ποιος βαστάει το δοξάρι και το περνάει στην κοιλιά μας και στ’ άντερά μας και παίζει;…». «Ο Θεός», αποκρίθηκε ένας άλλος, συννεφιασμένος(1).

Το αναπάντεχο και εκρηκτικό στη σκηνή αυτή έγκειται στην εισβολή μιας άλλης οπτικής, την οποία δεν διέθετε το αρχικό ερώτημα. Αυτή η άλλη οπτική έχω την εντύπωση πως μπορεί να θυμίσει θέσεις της ορθόδοξης θεολογίας, οι οποίες συχνά αγνοούνται και ο εντοπισμός των οποίων θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βασική προϋπόθεση για έναν διάλογο.

1. Πολλοί θετικοί επιστήμονες πιστεύουν πως ο Χριστιανισμός θεωρεί τον άνθρωπο ως ένα ον δισύνθετο, αφενός από σώμα υλικό και φθαρτό, κι αφετέρου από ψυχή άυλη και άφθαρτη. Πιστεύουν, δηλαδή, πως ο Χριστιανισμός υποστηρίζει την ύπαρξη εντός του ανθρώπου ενός στοιχείου οντολογικά διαφορετικού από το σώμα. Όσο, λοιπόν, προχωρεί η βιοϊατρική και γενετική γνώση, κι όσο περισσότερο εντοπίζεται η βιολογική – υλική βάση πολλών από τις λεγόμενες ψυχικές λειτουργίες, τόσο περισσότερο δίνεται σε πολλούς η εντύπωση πως διαψεύδεται η χριστιανική ανθρωπολογία.

Στην πραγματικότητα, εντούτοις, αυτή η οξεία, οντολογική αντιδιαστολή ψυχής και σώματος δεν αφορά την Ορθόδοξη ανθρωπολογία. Είναι αλήθεια πως ως τέτοια παρουσιάστηκε ευρέως πολλές φορές στην ιστορία και οπωσδήποτε κατά τους τελευταίους αιώνες. Στην ουσία ωστόσο αποτελεί ιδεαλιστική, πλατωνική, κι όχι χριστιανική θέση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πατριάρχη της δυτικής θεολογικής σκέψης, ιερού Αυγουστίνου (μέσα 4ου – αρχές 5ου αι.), ο οποίος έφτανε σε σημείο να ορίζει την ψυχή ως αυτάρκη ουσία που φιλοξενείται μεν στο σώμα, αλλά δεν το έχει ανάγκη, ούτε καν ως εργαλείο (2) . Πάνω σ’ αυτή τη δυαρχική παραδοχή οικοδομήθηκαν μεγάλα ρεύματα όχι μόνον της δυτικής θεολογίας, αλλά και της φιλοσοφίας και της αντι-θρησκευτικής κριτικής.

Για την Ορθόδοξη, όμως, θεολογία, δεν υπάρχει οντολογική διαφορά μεταξύ «μερών» του ανθώπου (3) . Ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη (όπως άλλωστε ολόκληρο το σύμπαν) ανήκει σε μια οντολογική κατηγορία, αυτήν του «κτιστού», δηλαδή του δημιουργήματος. Κανένα «μέρος» της ανθρώπινης ύπαρξης δεν έχει «αλλιώτικη» καταγωγή. Η ψυχή δεν κατανοείται ως μια ουσία που έρχεται από κάποιον άλλον κόσμο, διαφορετικόν από αυτόν του σώματος · δεν είναι «άκτιστη». Η μόνη άκτιστη, δηλαδή αδημιούργητη ύπαρξη και οντολογικά «αλλιώτικη» από τον κόσμο, είναι ο Θεός.

2. Για τον Χριστιανισμό ο άνθρωπος είναι ένα ον που προήλθε από το γήινο υλικό που ήδη υπήρχε πριν από τη δική του εμφάνιση. Η Παλαιά Διαθήκη επισημαίνει πολύ ψύχραιμα ότι το υλικό της δημιουργίας του ούτε από το υπερπέραν ήρθε ούτε αποτελούσε τμήμα κάποιας θείας ουσίας, αλλά ήταν «χώμα από τη γη» (Γεν. 2: 7). Γι’ αυτό και καμία αντιδικία δεν μπορεί να σταθεί μεταξύ Ορθόδοξης θεολογίας και θεωρίας της εξέλιξης. Η ιδιαιτερότητα του ωστόσο (η σφραγίδα του Θεού πάνω του, θα λέγαμε πιο θεολογικά) βρίσκεται αλλού: όχι σε κάποια μεμονωμένη ουσία μέσα του, αλλά στη δυνατότητα του να έρθει σε προσωπική κοινωνία με την αλλιώτικη ύπαρξη που λέγεται Θεός. Είναι κάτι αντίστοιχο με τον λυράρη που δεν συγκαταλέγεται στα συστατικά της λύρας. Μοιάζει, επίσης, με το ότι η αλήθεια του ερωτευμένου δεν εξαντλείται σ’ αυτές καθαυτές τις ουσίες του, αλλά έγκειται στη δυνατότητα που αυτές συνδιακονούν, να συναντηθεί με την απέναντι ύπαρξη (τον αγαπημένο ή την αγαπημένη) και να γίνει κοινωνός της ζωής της. Εδώ ανακύπτει το ζήτημα της σωτηρίας, στο οποίο, επειδή έχει στρεβλωθεί κι αυτό, είναι καλό να αναφερθούμε με συντομία.

Θα ξαναπάρω αφορμές από την παραστατικότητα της σκηνής του Καζαντζάκη, παρόλο που δεν τη θεωρώ απόλυτα εκφραστική των εκκλησιαστικών θέσεων (για την Εκκλησία, π.χ., ο άνθρωπος είναι ενεργητικό υποκείμενο και ιδιαίτερη προσωπικότητα, κι όχι ένα άβουλο όργανο / λύρα στα χέρια κάποιου Θεού δυνάστη / οργανοπαίχτη). Αν τυχόν, λοιπόν, δεν υπάρχει λυράρης, τότε ο Καζαντζάκης έχει δίκιο: ο άνθρωπος σβήνει οριστικά μόλις σπάσει. Αν όμως ο εκτός λύρας λυράρης υπάρχει, τότε η λύρα έχει προοπτική συνέχισης, όχι χάρη σε κάποιο δικό της συστατικό, αλλά χάρη στη σχέση μαζί του, η οποία και δίνει στη λύρα τη δυνατότητα «ανακαίνισης».

Αντίθετα προς ό,τι πιστεύεται ευρέως, η Εκκλησία δεν νοεί την αιώνια ζωή ως συνέχιση της ψυχής και απεμπόληση του σώματος επειδή τάχα αυτό είναι κάτι σαν περιτύλιγμα ή και φυλακή. Αιώνια ζωή είναι αυτή που θα ανατείλει στο τέρμα της Ιστορίας, που θα προκύψει από τη συνάντηση του κόσμου με τον Θεό και θα σημάνει την ανακαίνιση του σύμπαντος. Όχι την κατάργηση της ύλης, αλλά την κατάργηση της φθοράς. Όχι την κατάργηση του σώματος, αλλά τη μεταμόρφωση του και την απαλλαγή του από τον θάνατο.

Ας μας επιτραπεί να το πούμε αυτό κι αλλιώς: Αν όντως υπάρχει ο Θεός, και μάλιστα αν υπάρχει όπως τον «κατανοεί» η Εκκλησία (δηλαδή ως μια ύπαρξη ριζικά διαφορετική απ’ τον άνθρωπο και το σύμπαν, δηλαδή ως μια ύπαρξη η οποία είναι Ζωή που δε φθείρεται και Αγάπη που δε μιζεριάζει), τότε στον άνθρωπο προσφέρεται μια δυνατότητα πελώρια, την οποία είναι αδύνατο να του την προσφέρει ο ίδιος του ο εαυτός ή κι ο κόσμος όλος. Εάν αποδεχτεί το κάλεσμα αυτού του Θεού και γίνει κοινωνός της αλλιώτικης ζωής αυτού του Θεού, τότε η ανθρώπινη ύπαρξη θα ανοιχτεί σε ολοκαίνουργιες διαστάσεις, θα μπορέσει να απεγκλωβιστεί από τη θανατίλα.

Όλα αυτά δεν τα αναφέρω ως τα φυσικότερα πράγματα για να τα δεχτεί κανείς ανενδοίαστα. Το ερώτημα της πίστης παραμένει ανοικτό, για δε τη χριστιανική θεολογία ο λυράρης παραμένει άρρητος και γνωρίζεται με αλλιώτικους τρόπους, καθότι παντελώς αλλιώτικος από τη λύρα. Τα αναφέρω, λοιπόν, όλα αυτά για να δείξω πως σε έναν διάλογο – πέρα από την προσωπική εγκόλπωση ή απόρριψη της πίστης – δεν μπορεί να παραθεωρηθεί το γεγονός ότι η οπτική της χριστανικής θεολογίας καταφάσκει τον κόσμο, την ενότητα και την υλικότητά του κ.λ.π. και προσφέρει το έδαφος για έναν σοβαρό διάλογο.

3. Μία άλλη προϋπόθεση στον διάλογο επιστήμης και θεολογίας μπορεί να αφορά τα κριτήρια εφαρμογών των επιστημονικών ανακαλύψεων. Προσωπικά δεν συμμερίζομαι τον πανικό που καταλαμβάνει πολλούς χριστιανούς μπροστά στην αλματώδη πρόοδο, έχω μάλιστα την εντύπωση πως σε μεγάλο βαθμό αυτός ο πανικός δεν οφείλεται σε γνώση των υπαρκτών κινδύνων, αλλά απλώς στην ανασφάλεια που νιώθει όποιος βλέπει να μεταβάλλεται ο γνώριμος του κόσμος. Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται δεν έχει να κάνει με την ανάσχεση της επιστημονικής προόδου ούτε με την νοσταλγία της εποχής των σπηλαίων. Έχει να κάνει με τον κίνδυνο ενός ιδιότυπου ηθικισμού, από τον οποίο κινδυνεύει και η επιστημονική και η θεολογική συνείδηση. Είναι ο κίνδυνος της εξουσιαστικής κατανόησης του «καλού». Να εντοπίσουμε – επιλέξουμε, δηλαδή, κάτι «καλό» και στη συνέχεια να το υλοποιήσουμε έστω και σε βάρος της ελευθερίας. Φέρνω ένα παράδειγμα. Οι δυνατότητες προγεννητικού ελέγχου ή καθορισμού του φύλου του παιδιού δεν με ανησυχούν τόσο επειδή γενικά εντείνουν την ανθρώπινη παρεμβατικότητα στη φύση, αλλά επειδή ειδικά ενισχύουν τον γονεϊκό αυταρχισμό και εντείνουν τη φυσιογνωμία των παιδιών ως «αποκτημάτων» κι όχι ως ιδιαιτέρων προσώπων. Θυμάμαι τον Έριχ Φρομ που μιλούσε για τις τρεις εξόδους στη ζωή του ανθρώπου: την έξοδο του από τη μήτρα της μητέρας του (που πάντα συμβαίνει), την έξοδο από το στήθος της (που επίσης κάποτε γίνεται) και την έξοδο του από την αγκαλιά της (που μερικές φορές δεν πραγματοποιείται ποτέ)(4) . Η αποτυχία της τρίτης εξόδου συμπίπτει με την ολέθρια παραμόρφωση της νεαρής προσωπικότητας σε εξάρτημα, σκιά ή παρακολούθημα της πρεσβυτέρας, πάντα, βέβαια, για το «καλό» του παιδιού. Αυτή η παραμόρφωση έχω την εντύπωση πως καραδοκεί πολλές επιλογές των συγχρόνων κοινωνιών, επιλογές εξουσιαστικές, που μπορεί να κυμαίνονται από τη λοβοτομή του γενετικά υποψήφιου εγκληματία, μέχρι τη θεώρηση του ανθρώπου ως σακούλας ανταλλακτικών.

Το ζήτημα, ίσως, καταλήγει να είναι: πώς ο άνθρωπος θα γίνει μέτοχος και πρωταγωνιστής της ζωής, κι όχι θεατής ή καταναλωτής της. Αυτό σημαίνει παραχώρηση πρωτείου στην ελευθερία του.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

(1) Ν. Καζαντζάκη, Ο Καπετάν Μιχάλης, εκδ. Ε. Καζαντζάκη, Αθήνα 1974, σσ. 188-189. Για εκτενέστερη ανάλυση του αποσπάσματος αυτού, βλ. Θανάση Ν. Παπαθανασίου, «Εδώ σε θέλω κάβουρα. Μερικές προτάσεις για τη διδακτική πράξη των θρησκευτικών», περιοδικό Σύναξη, τχ. 71 (1999), σσ. 97-107.
(2)π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα τον εαυτού. Ο μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σσ. 48-49, 52, 328.
(3) π. Γ. Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και απολύτρωση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 49-88. Θανάσης Ν. Παπαθανασιου, «Δυτικός και ανατολικός Χριστιανισμός»: περιοδικό Σύναξη τχ. 5 (1983), σα 68-71, 243-275. Του ίδιου, Ανεστιότητα και παραπεμπτικότητα. Κριτικές προσεγγίσεις στα θεολογικά δρώμενα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998, σσ. 103-119.
(4) Έριχ Φρομ, Το δόγμα του Χριστού, εκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1974, σσ. 218-219.

Πηγή: http://www.romios.bravehost.com/theologia/papathanasiou/thriskeia.html

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Παπαθανασίου Αθανάσιος

Δεν είναι δύσκολο να θέσουμε ένα σκάφος στην ανακριτική διάθεση μας. Η τεχνολογία μάς δίνει τη δυνατότητα να το ζυγίσουμε, να το αποσυνθέσουμε, να ξεχωρίσουμε κυκλώπειες λαμαρίνες και δυσδιάκριτες βιδούλες, μέχρι και να ανιχνεύσουμε τη μοριακή σύσταση καθενός από τα εξαρτήματα του. Μπορούμε δηλαδή να εξετάσουμε το σκάφος «καθ’ εαυτό» / από μόνο του και δικαίως να κομπάσουμε για την ολοκληρωμένη γνώση που θα αποθησαυρίσουμε. Αυτό όμως που δεν θα εκμαιεύσουμε με τον τρόπο αυτό, είναι η ρότα του. Τον προορισμό του, τον Πειραιά ή το Πουέρτο Ρίκο, δεν θα τον βρούμε στο σκάφος καθ’ εαυτό. Απλώς τα όργανα πλοήγησης, αφού διακονούν και αποτυπώνουν κάποια απόφαση πλεύσης προς τον προορισμό, μπορούν να μας υποψιάσουν ότι η αλήθεια του καραβιού δεν εξαντλείται στα συστατικά του, αλλά έχει να κάνει με τον προσανατολισμό του προς κάτι Άλλο απ’ αυτό που είναι το καράβι.

Αυτό το Άλλο δίνει νόημα στην ύπαρξη του σκάφους και διαφοροποιεί τις κινήσεις του σκάφους από τις περιδινήσεις φελλού που απλώς επιπλέει πάνω στο κύμα. Δεν ξέρω αν έχει σχέση με τούτο ο υποτιμητικός χαρακτηρισμός κάποιου ως «φελλού» στην καθημερινή γλώσσα, αλλά δε μοιάζει καθόλου αταίριαστο. Όντως, αυτό που δίνει στην ανθρώπινη βιοτή νόημα και την κάνει να είναι ζωή κι όχι απλώς επιβίωση, είναι η ύπαρξη, ο προσδιορισμός, η αποδοχή ενός Άλλου. Μπορεί να είναι το όραμα για μια καλύτερη κοινωνία ή η προσπάθεια κοινωνίας με τον Θεό, η μανία για απόκτηση ισχύος ή ο πόθος για λύτρωση από τον πόνο κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, το Άλλο είναι κάτι το οποίο δεν ταυτίζεται απολύτως με το παρόν, με την παρούσα κατάσταση μας ή τον παρόντα εαυτό μας. Μπορεί να αφορά κάτι οντολογικά διαφορετικό από τον κόσμο (όπως π.χ. ο Θεός του Χριστιανισμού) ή να είναι εντελώς εγκόσμιο (π.χ. η παγκόσμια επικράτηση της ειρήνης), πάντα ωστόσο κάτι που εμπνέει τη ζωή και τη δράση. Υπ’ αυτή την έννοια, η σχέση προς το Άλλο μπορεί να ονομαστεί Ιδεολογία, μπορεί να ονομαστεί και Θρησκεία.

Όσο πιο γενικόλογα και αφηρημένα μιλάμε, τόσο δυσκολότερα θα διακρίνουμε μεταξύ αυτών των δύο μεγεθών. Το να πει κανείς ότι η Ιδεολογία καυχάται για την κατασκευή της από τον άνθρωπο (και άρα προϋποθέτει την κριτική σκέψη), ενώ η Θρησκεία για την αποκάλυψη της από κάποιον Θεό (και άρα αξιώνει την ανεπιφύλακτη αποδοχή), είναι τουλάχιστον ανεπαρκές. Ο Ινδουισμός των Ουπανισάδων όχι μόνο δεν αυτοχαρακτηρίζεται αποκάλυψη, αλλά ούτε καν ασχολείται με τη δράση κάποιου θεού. Ο Φερνάντεθ Ντε Λα Μόρα, από την άλλη, κατήγγειλε τις ιδεολογίες ως αντίποδα της αυθεντικής σκέψης και καλωσόρισε την κοινωνική ανάπτυξη ως νεκροθάφτη τους (1) , ενώ αντιθέτως ο Νορμπερτο Μπόμπιο αφαίρεσε το φτυάρι από τα χέρια της ανάπτυξης και κατέδειξε ότι κι αυτή είναι μια ιδεολογία (2) . Ο Έριχ Φρομ χαρακτήρισε θρησκεία κάθε τι που εμπνέει προσανατολισμό και αφοσίωση (ακόμα κι αν πρόκειται για ιδεολογία, πολιτικό κόμμα ή αθεΐα) (3) και ο Ερνστ Κασίρερ μάς εγκατέσπειρε την υποψία ότι ο σύγχρονος ορθολογικός πολιτισμός ουδόλως στερείται θρησκευτική προσήλωση σε μύθους (4) .

Όλα αυτά τα αναφέραμε εντελώς ενδεικτικά, για να σημειώσουμε πόσο ανεπαρκές είναι να οχυρωθεί κανείς πίσω από ταμπέλες για να προβεί σε αξιολογήσεις (5) . Μέσα στην ιστορική πραγματικότητα καμιά ταμπέλα δε λειτουργεί σαν κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Δεν αρκεί να δηλώνεις ιδεολόγος για να εξοστρακίσεις τη θρησκοληψία, ούτε αρκεί να δηλώνεις πιστός για να ξορκίσεις τις ιδεοληψίες. Ανεξάρτητα από τον όποιο αυτοχαρακτηρισμό του, το καράβι μπορεί να κατευθύνεται είτε στην αγκαλιά των Φαιάκων είτε, αντιθέτως, στα σαγόνια των Λαιστρυγόνων. Ο καπετάνιος μπορεί να εμπνέεται από τον μισάνθρωπο ρεαλισμό του κάπταιν Νέμο ή από τη φιλάνθρωπη φαντασίωση του Πήτερ Παν. Ακριβώς επειδή, όπως είπαμε, το Άλλο πάει πέρα από τα «συνθετικά» ή το παρόν σου, η επιλογή του κλώθεται από την αυθαιρεσία της ανθρώπινης ελευθερίας: σχοινοβατεί μεταξύ ξύπνου και ονείρου, εμπειρίας και φαντασίωσης, αλήθειας και φενάκης. Εδώ είναι που η ιστορία αναδεικνύεται σε πεδίο πάλης ιδεών και προτάσεων ζωής. Στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης η εγκόλπωση της μιας ή της άλλης ρότας ως της αληθούς ρότας συνήθως δεν γίνεται σαν εφαρμογή συνταγής, αλλά ως κίνηση εμπιστοσύνης. Αυτό λοιπόν που μπορεί να κάνει στο παρόν κανείς, είναι να ανοίξει τα χαρτιά του για να δείξει ποια είναι η ρότα του, ποιες οι αξιώσεις της και ποιες οι αντοχές της. Να διαλεχθεί δηλαδή δίνοντας μαρτυρία γι’ αυτό που ζει και γι’ αυτό που φρονεί.

Αυτό λοιπόν που χρειάζεται να ψηλαφίσει σήμερα η συζήτηση είναι πώς το όραμα γίνεται εφιάλτης και πώς αυτό που φαίνεται ως επιλογή του ανθρώπου καταντά επιβολή πάνω στον άνθρωπο. Από δω και πέρα ο λόγος μας θα γίνει εξ ανάγκης πιο συγκεκριμένος. Αλλιώς κινδυνεύουμε να πέσουμε σε ακαταληψία, συγχέοντας ετερούσια κριτήρια και σαγηνευόμενοι από τον εντυπωσιασμό επιφανειακών ομοιοτήτων. Στο χώρο των θρησκειών η έννοια «σωτηρία» π.χ. – σε πείσμα όσων φρεναπατώνται ότι όλες οι θρησκείες είναι λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα – κατανοείται υπό διαμετρικά αντίθετες οπτικές: ο Χριστιανισμός οραματίζεται λύτρωση του κόσμου από τη φθορά και τον θάνατο, απωανατολικές θρησκείες οραματίζονται λύτρωση του πνεύματος από τον κόσμο (6) , ενώ πάμπολλοι νεοέλληνες είτε κραδαίνουν με περηφάνεια ως χριστιανική πίστη τους το απωανατολικό όραμα είτε ξιφουλκούν κατά της χριστιανικής πίστης πεπεισμένοι ομοίως ότι αυτή συμπίπτει με το απωανατολικό όραμα. Ποιος είπε ότι η Βαβέλ βρίσκεται μακριά μας;

Ας αναφερθούμε λοιπόν συγκεκριμένα στον Χριστιανισμό, στην εσωτερική λογική του και σε στρεβλώσεις του, στην ακροβασία μεταξύ αυθεντικότητας και ιδεοληψίας. Περιοριζόμαστε σε δυο ενδεικτικά ζητήματα, το Τέλος και την Ηθική.

Ο Χριστιανισμός έχει Εσχατολογία. Πιστεύει δηλαδή ότι η ιστορία οδεύει προς ένα τελικό φτάσιμο: σ’ αυτό που θεολογικά ονομάζεται Βασιλεία του Θεού. Όσο κι αν έρχεται ίσως σε αντίθεση προς τα Θρησκευτικά που διδάχτηκαν ως μαθητές οι περισσότεροι από τους σημερινούς σαραντάρηδες και πίσω, Βασιλεία δεν είναι η απαλλαγή της ψυχής από το σώμα και η αιώνια ασώματη ύπαρξη της, αλλά η ανακαίνιση τον σύμπαντος, η οριστική εξάλειψη του θανάτου και όλων των θανατερών δυνάμεων (αδικίας, ακοινωνησίας, πόνου κ.λ.π.). Πράγμα που σημαίνει ότι για τον Χριστιανισμό κακό, δεν είναι η ύλη, η ιστορία, ο κόσμος, αλλά η καθυπόταξή τους στη φθορά.

Προσδιοριζόμενη η Βασιλεία μ’ αυτόν τον τρόπο, ρίχνει το φως της στο παρόν και παρέχει στον πιστό όραμα για δημιουργική δράση μέσα στην ιστορία, για αγώνα κατά της ανισότητας, της αδικίας, της εξαθλίωσης του ανθρωπίνου προσώπου. Ταυτόχρονα η τοποθέτηση της ιδεώδους και τελικής φάσης μετά την ιστορία και όχι μέσα σ’ αυτήν εγγυάται την ελευθερία στην ιστορία και εμποδίζει την μεταλλαγή του οράματος σε εφιάλτη. Η ιστορία κατανοείται ως πορεία ανοιχτή στο μέλλον. Μέσα σ’ αυτήν, η Εκκλησία (οφείλει να) έχει επίγνωση ότι είναι οδοιπόρος κι όχι καθεστώς. Αν όμως αντιθέτως η εσχατολογία συρθεί και τοποθετηθεί μέσα στην ιστορία, αν δηλαδή κάποια ενδοϊστορική φάση αναγορευθεί σε ιδεώδες και τελικό στάδιο της ιστορικής όδευσης, τότε ανοίγει ο δρόμος του ιδεολογικού ολοκληρωτισμού. Ο πιστός στρατεύεται για την επιβολή και τη διατήρηση αυτού του τέρματος με κάθε θυσία. Και αυτό που συνήθως θυσιάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η ελευθερία και η ετεροδοξία. Τέτοια είναι συνήθως η ιδεολογία διαφόρων «Χριστιανικών Αυτοκρατοριών», οι οποίες φρονούν ότι αποτελούν την επί γης Βασιλεία ή ότι μετά από μια ενδεχόμενη πτώση τους δεν θα συνεχιστεί η ιστορία αλλά θα έρθει η συντέλεια ή ότι συνιστούν τον περιούσιο λαό με την θεία εντολή να καθυποτάξει τους ανόμους. Τη ρωμαϊκή (μη χριστιανική) ιδεολογία περί «Αιώνιας Ρώμης» την αποδέχθηκε το Βυζάντιο και στη συνέχεια άλλοι επίδοξοι διάδοχοι του ρωμαϊκού μεγαλείου: οι Φράγκοι, οι Γερμανοί, οι Ρώσοι κ.λ.π. Το ιδεολόγημα ότι αν τυχόν καταστραφεί η Ρώμη θα διασαλευθούν τα θεμέλια του σύμπαντος, κρατιόταν ορθό παρά την πτώση της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, παρά τον θάνατο του Καρλομάγνου και του Βαρβαρόσα κ.λ.π., με το ιδεολόγημα ότι δεν επρόκειτο αληθώς για πτώση της Αυτοκρατορίας, αλλά για μετακόμισή της ( translatio imperii ). Γι’ αυτό άλλωστε η Κωνσταντινούπολη αυτοονομά-στηκε «Νέα Ρώμη», η Μόσχα «Τρίτη Ρώμη», η Γερμανική αυτοκρατορία «Αγία Ρωμαϊκή» κ.ο.κ. Την ασυμβατότητα αυτής της αυτοκρατορικής ιδεολογίας προς την αυθεντική χριστιανική εσχατολογία την υπενθύμιζε η φωνή της «ερήμου», ο μοναχισμός, ο οποίος εμφανίστηκε στις χριστιανικές κοινωνίες ως κίνημα διαμαρτυρίας για την εκκοσμίκευσή τους (όταν δεν υπέκυπτε κι ο ίδιος στην αυτοκρατορική γοητεία).

Τα ιδεολογήματα που βιάζουν και εκβιάζουν κατά τον προαναφερθέντα τρόπο την ιστορία τα συναντά κανείς σε πάμπολα σύγχρονα κινήματα που αυτό-προσδιορίζονται είτε ως πολιτικά είτε ως θρησκευτικά. Από τη μια δηλαδή συναντάμε ιδεολογικοπολιτικές βεβαιότητες περί τελικού σταδίου της κοινωνικής ανάπτυξης, και από την άλλη καταστροφικές λατρείες που με πράξεις μαζικής ή και τυφλής βίας προσπαθούν να επισπεύσουν την έλευση της συντέλειας. Είναι γνωστό ότι οι τεχνολογικές ανακαλύψεις του 18ου αιώνα και η βιομηχανική επανάσταση προικοδότησαν με τόση αισιοδοξία τον Διαφωτισμό, ώστε διακηρυγμένοι άθεοι πιστεύουν με τη μεταφυσικότερη ζέση ότι η ιστορία βαδίζει μόνο προς το καλύτερο, σαν τάχα μια θεία δύναμη να πηδαλιουχεί την ανθρωπότητα αναπότρεπτα προς την πρόοδο. Παρόμοια ιδεολογήματα όμως φαίνεται να στοιχειώνουν και θεο-λογοΰντες οι οποίοι εναγωνίως συνηγορούν υπέρ του «εκσυγχρονισμού» της Εκκλησίας, παραγνωρίζοντας ότι το αυθεντικότερο άνοιγμά της στο εκάστοτε παρόν το υπαγορεύει η πιστότητα στην εσχατολογική παράδοση της.

Από την άλλη, στους λεγόμενους χριστιανικούς λαούς που ζουν από αιώνες στην προαναφερθείσα διελκυστίνδα «αυτοκρατορίας» και «ερήμου», διαμορφώνεται μερικές φορές μια ιδιότυπη αυτοσυνειδησία: ο χριστιανικός πολιτισμός, τα εκκλησιαστικώς εμπνευσμένα έθιμα, η χριστιανικώς συγκροτηθείσα εθνικότητα (στοιχεία που αναμφίβολα προέκυψαν μέσα από σπουδαίες ιστορικές συνθέσεις) γίνονται δεκτά, χωρίς να θεωρείται αναγκαία η πίστη στον ίδιο τον Χριστό. Στην περίπτωση αυτή, ο Θεός ως αληθινό πρόσωπο υποκαθίσταται όχι από μια απάρνησή του, αλλά από την ιδεολογία περί αυτού, όπως περίπου συμβαίνει με όσους διακηρύσσουν ότι είναι ερωτευμένοι με τον έρωτα, αλλά αδυνατούν να ερωτευτούν άνθρωπο με σάρκα και οστά!

Όσον αφορά τώρα την κατανόηση της Ηθικής: Το πρόβλημα με όσους κατηγόρησαν το Χριστό ότι έτρωγε παρέα με πόρνες και τελώνες (Ματθ. 9:11) δεν είναι ότι κατέφευγαν σε συκοφαντία. Αντιθέτως, την αλήθεια έλεγαν. Το πρόβλημά τους έγκειται στο ότι υποκαθιστούσαν τον ζωντανό Θεό με την Ηθική, δηλαδή με έναν κώδικα καλής συμπεριφοράς που έχει τάχα τη δύναμη τηρούμενος να σώζει και παραβιαζόμενος να καταδικάζει. Όμως ο Θεός του Χριστιανισμού είναι απολύτως ελεύθερος. Ελεύθερος από την ειμαρμένη των αρχαίων Ελλήνων, ελεύθερος από τη φθορά, ελεύθερος ακόμη και από την ηθική. Μόνος νόμος του είναι ο εαυτός του. Το ότι είναι ο εαυτός του, δηλαδή το ότι είναι Τριάδα (τρεις υποστάσεις ομοούσιες σε αρραγή κοινωνία), σημαίνει ότι είναι Αγάπη. Η Αγάπη κρίνει τα πάντα και δεν υπόκειται σε τίποτα. Δεν υπάρχει οξύτερη καταδίκη των ηθικιστικών ιδεοληψιών από τον «ύμνο της Αγάπης» του αποστόλου Παύλου (Α’ Κορ. 13: 140), ο οποίος τολμά να πει την απλή αλήθεια: όποιος ποντάρει στα υψηλότερα επιτεύγματα δίχως Αγάπη, είναι ντενεκές ξεγάνωτος («χαλκός ήχων ή κύμβαλον αλαλάζον»). Ο Χριστιανισμός είναι δύσκολος, όχι επειδή έχει δύσκολη ηθική, αλλά επειδή με την Αγάπη κρίνει αδυσώπητα την Ηθική. Με αυθεντικά λοιπόν κριτήρια ο Χριστός δεν μπορεί να γίνεται δεκτός επειδή είναι καλός ούτε επειδή είναι δίκαιος ούτε επειδή είναι αγνός. Αν γίνεται δεκτός γι’ αυτά, τότε Θεός γίνονται αυτά, αφού υπέρκεινται του Θεού και τον υποχρεώνουν σε συμμόρφωση. Αντιθέτως, η σχέση με τον Θεό καλείται να θεμελιωθεί στην πίστη, με την πρωταρχικότατη έννοια της: εμπιστοσύνη σε ζωντανό πρόσωπο.

Οι επαναπαυμένοι εκ των θρησκευόμενων καλά θα κάνουμε να χάσουμε τον ύπνο μας από τον θόρυβο που κάνει το Ευαγγέλιο πριονίζοντας τα ξυλοπόδαρα κάθε ιδεοληπτικής θρησκευτικότητας. Για φαντάσου παράπονα που θα δεχτεί ο Κύριος όταν οι έσχατοι θα βρεθούν πρώτοι (αυτό κάπως τρώγεται!), αλλά και οι πρώτοι θα πάνε στο τέλος της ουράς!

Σημειώσεις

(1)Γκ. Φερνάντεθ Ντε Λα Μόρα, Το Λυκόφως των Ιδεολογιών (μτφρ. Κ. Τσιρόπουλου), Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1973.
(2)Νορμπέρτο Μπόμπιο, Δεξιά και Αριστερά (μτφρ. Ελεονώρας Ανδρεαδάκη, πρόλογος Κωνσταντίνου Τσουκαλά), εκδ. Πόλις, Αθήνα 1995.
(3)Έριχ Φρομ, Να Έχεις ή να Είσαι, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1978, σ. 173: «Το ερώτημα δεν είναι θρησκεία ή όχι; αλλά τι είδους θρησκεία».
(4) Ernst Cassirer , Η τεχνική των σύγχρονων πολιτικών μύθων (μτφρ. Γερ. Λυκιαρδόπουλου), εκδ. Έρασμος, Αθήνα 1984.
(5) Όπως θα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, τους όρους θρησκεία και ιδεολογία εδώ τους χρησιμοποιούμε στο πλαίσιο της προσπάθειας μας για εξεύρεση κοινού γλωσσάριου με τον συνομιλητή, πράγμα που σημειώσαμε και στην Προλογική Εξήγηση μας. Ο ενδιαφερόμενος για περαιτέρω εμβάθυνση, θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι κάθε στοχαστής εντάσσει τους όρους μέσα σε μιαν ιδιαίτερη συνάφεια που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Π.χ. ο Κάρλ Μανχάϊμ όριζε τις ιδεολογίες ως τις ιδέες που υπερβαίνουν μεν την ενεστώσα πραγματικότητα αλλά δεν πραγματώνονται ποτέ, αντίθετα προς τις ουτοπίες, οι οποίες είναι μεν ομοίως υπερβατικές, αλλά συχνά δεν αποτελούν παρά «πρόωρες αλήθειες». Βλ. Karl Manheim , Ιδεολογία και Ουτοπία (μτφρ. Γιώργος Ανδρουλιδάκης), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1997, σα 231-234, 243. Από την άλλη ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ όριζε ως ουτοπία τον προσδιορισμό μιας ενδοϊστορικής φάσης ως της έσχατης και υψίστης. Βλ. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Οι μεταφυσικές προϋποθέσεις τον Ουτοπισμού (μτφρ. Ειρηναίος Bulovic ): περιοδικό Εποπτεία 86 (1984), σσ. 42-53. Όπως επίσης, ανάλογα με το νόημα που δίνεται στον όρο θρησκεία, διατυπώνονται διαφορετικές θεολογικές θέσεις περί του αν ο Χριστιανισμός είναι η κατεξοχήν θρησκεία (νοούμενη ως η σχέση Θεού και κόσμου) ή, αντιθέτως, η υπέρβαση της θρησκείας (νοούμενης ως μιας ανθρώπινης δραστηριότητας που προϋποθέτει τείχος ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο). Από την τεράστια σχετική θεολογική βιβλιογραφία, σημειώνουμε εδώ απολύτως ενδεικτικά: Αναστασίου, αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, «Θεολογική κατανόηση των άλλων θρησκειών»: στο βιβλίο του ίδιου, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2000, σσ. 188-206 (αντιπροσωπευτικό της πρώτης θέσης) και Alexander Schmemann , Για να ζήσει ο κόσμος (μτφρ. Ζήσιμος Αορεντζάτος), εκδ. Δόμος, Αθήνα 1987 2 , σσ. 27, 141-171 (αντιπροσωπευτικό της δεύτερης θέσης).
(6)Βλ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, Δοκίμια Ιστορίας των Θρησκειών, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994, ιδίως σσ. 57-76. Βλ. σχετικά: Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Αυτοκρατορία και Έρημος. Η ιστορία και οι αντινομίες της στη σκέψη του π. Γ. Φλωρόφσκυ»: περιοδικό Σύναξη, τχ. 64 (1997), σσ. 27-52.

Πηγή: http://www.romios.bravehost.com/theologia/papathanasiou/thriskeia.html

Πρέπει να ορκιζόμαστε, ή όχι;

του Χάρη Ανδρεόπουλου *

 

«Πρέπει να ορκιζόμαστε;». Το ερώτημα επανέρχεται στην επικαιρότητα κάθε φορά που είτε συζητείται η αναθεώρηση του Συντάγματος, είτε συνέρχεται νέα Βουλή προκειμένου οι νεοεκλεγέντες βουλευτές να δώσουν τον νενομισμένο και καθιερωμένο (θρησκευτικό) όρκο. Ετσι, και σήμερα, το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα εξ αιτίας της άρνησης των βουλευτών της Αριστεράς (ΚΚΕ – ΣΥΡΙΖΑ) και ενίων (τέσσερις εκ των εκατόν εξήντα) της κυβερνητικής παράταξης (ΠΑΣΟΚ) να δώσουν, ως μέλη της νέας Βουλής,  τον θρησκευτικό όρκο.

Για το θέμα του όρκου στο δημόσιο διάλογο αντιπαρατίθενται συνήθως  δύο ιδεολογικοποιημένες στη βάση τους απόψεις: α) εκείνων που για λόγους παράδοσης θέλουν να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν: να συνεχίσει, δηλαδή, να ισχύει το σημερινό καθεστώς της (θρησκευτικής) ορκοδοσίας, όπως π.χ. ζητά ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ κ. Γ. Καρατζαφέρης και β) εκείνων που θέλουν να καταργηθεί και το επιδιώκουν για λόγους ξεκάθαρα ιδεολογικοπολιτικούς, όπως π.χ. κάποιοι πολιτικοί σχηματισμοί (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ορισμένοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ) και ενώσεις πολιτών, οι οποίοι τάσσονται αναφανδόν υπέρ ενός κοσμικού – άθρησκου κράτους («etat laique»).

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΨΗ

Μιας και μιλάμε, όμως, για όρκο που προϋποθέτει τη θρησκευτική πίστη και ειδικότερα για μας τους ορθοδόξους χριστιανούς τη πίστη στον Τριαδικό Θεό, αξίζει να δούμε και μια τρίτη άποψη και συγκεκριμένα τη θεολογική, την οποία ανέδειξε  ο Αρχιεπίσκοπος και η οποία , δυστυχώς, στον δημόσιο διάλογο, αν δεν αποσιωπάται, τουλάχιστον, υποβαθμίζεται. Επειδή, ωστόσο, για εμάς τους χριστιανούς η θεολογική θα πρέπει να είναι η άποψη που θα σηματοδοτεί τη στάση και τη συμπεριφορά μας απέναντι στο θέμα, αξίζει να δούμε τι λέγουν σχετικώς η Αγία Γραφή και οι Πατέρες.

Ξεκινώντας από την Παλαιά Διαθήκη, διαβάζουμε στο Δεκάλογο: «Ου λήψει το όνομα του Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» («δεν θα προφέρεις καταχρηστικά το όνομα του Κυρίου, του Θεού σου», Εξ. 20,7. Δευτ. 5,11). Περνώντας στη Καινή Διαθήκη ακούμε το Χριστό να λέει: «Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως (…) έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ού ού, το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστί…» («εγώ, όμως, σας λέω να μην ορκίζεστε καθόλου (…) να λέτε μόνο ναι ή όχι, καθετί πέρα απ’ αυτά προέρχεται από τον πονηρό», Ματθ. 5, 33 – 37). Σαφέστατη είναι η προτροπή που μας απευθύνει και ο αδελφόθεος Ιάκωβος στην Επιστολή του (5, 12): « Προ πάντων δε, αδελφοί μου, μη ομνύετε μήτε τον ουρανόν, μήτε την γήν , μήτε άλλον τινά όρκον. Ητω δε υμών το ναί, ναί, και το ού, ού, ίνα μη υπό κρίσιν πέσητε» («Προ παντός, αδελφοί μου, να μην ορκίζεσθε ούτε στον ουρανό, ούτε στη γή, ούτε να κάνετε άλλον όρκο. Ας είναι το «ναί» σας πραγματικό ναί, και το «όχι» σας πραγματικό όχι, για να μη βρεθείτε κατηγορούμενοι στη τελική κρίση»).

Πάμε στους Πατέρες της Εκκλησίας: Ο Μεγ. Βασίλειος επισημαίνει ότι ο όρκος απαγορεύθηκε μια για πάντα (Κανών 29). Στο ερώτημα πως μπορεί κάποιος να πείθει τους άλλους, όταν αποφεύγει τον όρκο, ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος απαντά: με το λόγο και τη συμπεριφορά που θα πιστοποιεί το λόγο του (Επη Ηθικά, PG 37, 940). O Aγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς απορρίπτει επίσης τελείως τη χρήση του όρκου. Σε όσους δεσμεύθηκαν με όρκο προτείνει να τηρήσουν πιστά τις υποσχέσεις τους, αν αυτές είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού, αλλά και να ζητήσουν ταυτόχρονα το έλεος του Θεού, γιατί ακόμη και σε περίπτωση ευορκίας δεν παύουν να είναι παραβάτες της εντολής (Δεκάλογος κατά Χριστόν νομοθεσίας, P.G. 150, 1093 BC).

Η χρήση, λοιπόν, του όρκου στη καθημερινή ζωή αποτελεί καταστρατήγηση της ρητής εντολής του Χριστού «μη ομόσαι όλως», όπως παραδέχθηκε και ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του προ έτους περίπου (28/12/2008) στην κυριακάτικη «Καθημερινή» και στον συνάδελφο Νίκο Παπαχρήστου 
(http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100095_28/12/2008_297508).
 
ΕΠΙ ΟΘΩΝΟΣ…

Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση, που είναι, αν μη τι άλλο, θεολογικά παράδοξη, εμφανίσθηκε – όπως επισημαίνει ο κορυφαίος καθηγητής Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού Γ. Μαντζαρίδης στο μνημειώδες έργο του «Χριστιανική Ηθική» (εκδ. Π. Πουρναρά, 1995, σελ. 415) – με την ανασύσταση του ελληνικού κράτους και έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία της βαυαροκρατίας που κυριαρχούσε στα διοικητικά πράγματα της χώρας τη περίοδο εκείνη (1833, με βασιλιά της ορθόδοξης Ελλάδος τον ρωμαιοκαθολικό Οθωνα και αντιβασιλιά επί των εκκλησιαστικών τον προτεστάντη Μάουρερ).

Εξ αιτίας της δημιουργήθηκε η έντονη διαμάχη ανάμεσα στον Οικονόμο τον εξ Οικονόμων και τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ο πρώτος ακολουθώντας την διδασκαλία, αλλά και τη πράξη της Εκκλησίας υποστήριξε ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να ορκίζονται. Αντίθετα, ο Φαρμακίδης θεώρησε τον όρκο επιτρεπτό, ιδίως όταν επιβάλλεται από την πολιτεία. Αντιμετωπίζοντας το θέμα αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε το 1849 εγκύκλιο επιστολή «Προς τους απανταχού Ορθοδόξους» που υπογράφεται και από τους προκαθημένους των τριών άλλων πρεσβυγενών πατριαρχείων. Στη επιστολή αυτή καυτηριάζεται με δριμύτητα ή φαρμακίδειος άποψη ότι η χριστιανική πίστη δεν απαγορεύει τον όρκο και ότι οι πιστοί μπορούν να ορκίζονται στα δικαστήρια «απροκριματίστως και οσίως».

– Βεβαίως είν’ αλήθεια ότι την ορκοδοσία την επέβαλε, όχι η Εκκλησία (πως θα μπορούσε άλλωστε; ), αλλά το …ανορθόδοξο – επί βασιλείας του ρωμαιοκαθολικού Οθωνος και αντιβασιλείας του προτεστάντου Μάουρερ – νεοσύστατο, τότε, ελληνικό κράτος, θέλοντας να «αξιοποιήσει» τη θρησκευτική συνείδηση των διαδίκων, των μαρτύρων και εν γένει των διοικουμένων για τους δικούς του σκοπούς. Πέρασαν, όμως, από τότε 180 και πλέον χρόνια. Οι καιροί για αλλαγές προς ορθόδοξη κατεύθυνση, δηλαδή για την κατάργηση της ορκοδοσίας και την αντικατάστασή της με άλλες διαβεβαιώσεις (όπως δίνουν οι νεοεκλεγόμενοι μητροπολίτες ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας) ή εγγυήσεις της αξιοπιστίας του μάρτυρα, ωρίμασαν.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ

Yπάρχει μάλιστα και η σχετικά πρόσφατη υπ’ αριθμ. 2601/1998 (ορθοδοξότατη!) απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) βάσει της οποίας έχει κάθε νόμιμο δικαίωμα να αρνηθεί να ορκισθεί εκείνος που επικαλείται κώλυμα για λόγους θρησκευτικής συνείδησης. Με την απόφαση αυτή δικαιώθηκε απόφοιτος του τμήματος Θεολογίας του παν/μίου Αθηνών ο οποίος προσέφυγε κατά της πράξεως του προέδρου του τμήματος που επέβαλλε υποχρεωτικά θρησκευτικό όρκο (καθομολόγηση). Ο απόφοιτος αρνήθηκε να ορκισθεί διότι ο όρκος είναι απαράδεκτος για το ορθόδοξο δόγμα το οποίο πρεσβεύει – και το ΣτΕ δεχόμενο τη προσφυγή του, ακύρωσε τη πράξη του προέδρου του τμήματος.

Το ΣτΕ πήρε θέση. Αναφορικά με την διοικούσα Εκκλησία, η μέχρι τώρα – δίκην Ποντίου Πιλάτου – «ουδέτερη» στάση επί του θέματος (αν συνάδει, ή όχι ο όρκος με το Ευαγγέλιο, με τη χριστιανική διδασκαλία), το μόνο που κατάφερε είναι να επιτείνει τη σύγχυση. Ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος με τις δηλώσεις στη «Καθημερινή» (28/12/2008) διέλυσε  το νέφος αυτής της σύγχυσης και με λόγο πεντακάθαρο, κρυστάλλινο, προσέγγισε το θέμα θεολογικά, πνευματικά. «Η κατάργηση του όρκου δεν δημιουργεί πρόβλημα στην Εκκλησία, αντιθέτως είναι συνέπεια της διδασκαλίας της», δήλωσε στη προαναθερθείσα συνέντευξή του (στη κυριακάτικη «Καθημερινή», 28/12/2008) ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος, αναδεικνύοντας, έτσι, τη θεολογική διάσταση ενός απλού μεν, ωστόσο πολυβασανισμένου – για μικροπολιτικούς, κυρίως, λόγους – θέματος.

Στη βάση αυτών των γραφομένων, θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς: δηλαδή οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ ζητούν την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου αποδεχόμενοι το σχετικό (Ματθ. 5, 33) ευαγγελικό πρόσταγμα;  Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγμα, αλλά, δυστυχώς, δεν είναι. Όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο Αρχιεπίσκοπος η προσπάθεια της κατάργησης του θρησκευτικού όρκου, έτσι όπως επιδιώκεται σήμερα στη χώρα μας, δεν υποκρύπτει ενδιαφέρον για συνέπεια και ειλικρίνεια, αλλά έχει γίνει κι’ αυτή ένα αντιθρησκευτικό ιδεολόγημα.

Αναφορικά, πάντως,  με τη θεολογική διάσταση του θέματος πιστεύουμε ότι  μια απλή επίσημη δήλωση – διακήρυξη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας μας, ότι η θεολογία μας, ως ορθοδόξων χριστιανών, απαγορεύει τον όρκο, θα ήταν αρκετή για την κατάργηση της επιβολής του. Αλλά και θα έδινε οριστικά τέλος σ’ ένα θέμα τόσο απλό, αλλά τόσο βασανισμένο… 

* Σημείωση: Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr ), συνεργάτης του Ρ/Σ της Ι. Μητρόπολης Λάρισας, της Πύλης Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «Αmen.gr» και καθηγητής στο Γυμνάσιο & Λύκειο Αρμενίου ν. Λάρισας. 

Πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=765

Η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, αλλά θεραπευτική αγωγή

π. Ιωάννου Ρωμανίδη

Σε πολλούς επικρατεί η αντίληψις ότι η Ορθοδοξία είναι μία από τις πολλές θρησκείες, που έχει σαν κύρια μέριμνά Της την προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας για την ζωή μετά θάνατον, να εξασφάλιση δηλαδή μία θέση στον Παράδεισο για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό. Έτσι θεωρείται ότι το Ορθόδοξο δόγμα προσφέρει μία επί πλέον εξασφάλισι, επειδή είναι Ορθόδοξο, και ότι, αν κανείς δεν πιστεύη στο Ορθόδοξο δόγμα, αυτό είναι ένας επί πλέον λόγος για να πάη στην Κόλασι ο άνθρωπος αυτός, εκτός δηλαδή από το ότι ενδεχομένως θα τον στείλουν εκεί τα προσωπικά του αμαρτήματα.

Όσοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι αυτό το πράγμα είναι η Ορθοδοξία, αυτοί έχουν συσχετίσει την Ορθοδοξία αποκλειστικά με την μέλλουσα ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά πράγματα σ’ αυτήν την ζωή, αλλά περιμένουν να πεθάνουν, για να πάνε στον Παράδεισο, επειδή, όταν ζούσαν, ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί!

Μια άλλη μερίδα Ορθοδόξων δραστηριοποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ενδιαφερομένη όχι για την άλλη ζωή, αλλά κυρίως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Δηλαδή για το πως θα τους βοηθήση η Ορθοδοξία να ζήσουν καλά σ’ αυτήν την ζωή. Τέτοιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στον Θεό, βάζουν τους παπάδες να κάνουν προσευχές, κάνουν αγιασμούς, παρακλήσεις ευχέλαια κλπ., για να τους βοηθάη ο Θεός να περνάνε καλά σ’ αυτήν την ζωή, να μην αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα παιδιά τους, να εξασφαλίσουν στα κορίτσια τους μία καλή προίκα και έναν καλό γαμπρό, τα αγόρια τους να βρουν καλές κοπέλλες με καλή προίκα για να παντρευτούν, οι δουλειές τους να πηγαίνουν καλά, το εμπόριο, με το οποίο ασχολούνται, να πηγαίνει καλά, ακόμη και το χρηματιστήριο ή η βιομηχανία τους, κλπ. Οπότε βλέπομε ότι αυτοί οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν κατά πολύ από τους πιστούς των άλλων θρησκειών, που κάνουν και εκείνοι τα ίδια περίπου πράγματα.

Δηλαδή βλέπει κανείς από τα παραπάνω την Ορθοδοξία να έχη αυτά τα δύο κοινά σημεία με όλα τα άλλα θρησκεύματα: Πρώτον, το να προπαρασκευάζη τους πιστούς για την ζωή μετά θάνατον, ώστε να πάνε στον Παράδεισο, όπως ο καθένας τον φαντάζεται, και δεύτερον, το να φροντίζη, ώστε οι Χριστιανοί να μην περνούν θλίψεις, στενοχώριες, καταστροφές, αρρώστιες, πολέμους κλπ. σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, δηλαδή ο Θεός να τα τακτοποιή όλα κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες τους. Έτσι γι’ αυτούς τους δεύτερους, η θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αυτήν την ζωή και μάλιστα σ’ αυτήν την καθημερινή τους ζωή.

Κατά βάθος όμως απ’ όλους τους παραπάνω Χριστιανούς ποιος ενδιαφέρεται αν υπάρχη ή δεν υπάρχη Θεός; Ποιος Τον αναζητά; Γι’ αυτούς δεν τίθεται θέμα αν υπάρχη Θεός ή όχι, εφ’ όσον καλύτερα θα ήταν να υπήρχε Θεός για να μπορούμε να τον επικαλούμεθα και να του ζητούμε να ικανοποιή τις ανάγκες μας, ώστε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας και να έχωμε κάποια ευτυχία σ’ αυτή την ζωή.

Οπότε βλέπομε ότι ο άνθρωπος έχει μια ισχυρότατη τάσι να θέλη να υπάρχη Θεός, να πιστεύη ότι υπάρχει Θεός, διότι είναι μία ανάγκη για τον άνθρωπο να υπάρχη Θεός, για να εξασφαλίζη τα όσα είπαμε. Ε, και εφ’ όσον είναι λοιπόν μία ανάγκη για τον άνθρωπο το να υπάρχη Θεός, άρα Θεός υπάρχει!

Αν ο άνθρωπος δεν είχε την ανάγκη ενός Θεού και αν μπορούσε να εξασφαλίση αυτάρκεια των προς το ζην σ’ αυτήν την ζωή με κάποιον άλλο τρόπο, τότε δεν ξέρει κανείς πόσοι άνθρωποι θα πίστευαν στον Θεό. Αυτό, γίνεται, εν πολλοίς στην Ελλάδα.

Έτσι βλέπομε, πολλοί άνθρωποι, ενώ πριν ήταν αδιάφοροι ως προς την θρησκεία, προς το τέλος της ζωής τους να θρησκεύουν, μετά ίσως από κάποιο γεγονός που τους φόβισε. Διότι πλέον δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να επικαλούνται να τους βοηθήση κάποιος Θεός, από δεισιδαιμονική δηλαδή πρόληψη. Γι’ αυτούς τους λόγους η φύσις του ανθρώπου βοηθά στο να θρησκεύη ο άνθρωπος. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ισχύει για τους πιστούς όλων των θρησκειών. Παντού η φύσις του ανθρώπου είναι η ίδια. Έτσι ο άνθρωπος μετά την πτώση του – εσκοτισμένος όπως είναι κατά φύσιν – μάλλον, παρά φύσιν – ρέπει προς την δεισιδαιμονία.

Τώρα το ερώτημα που ακολουθεί είναι: Που σταματάει η δεισιδαιμονία και που αρχίζει η αληθινή πίστις;

Σ’ αυτά τα θέματα οι Πατέρες έχουν σαφείς θέσεις και διδασκαλία. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ακολουθεί ή μάλλον νομίζει ότι ακολουθεί την διδασκαλία του Χριστού και απλώς πηγαίνει στην Εκκλησία κάθε Κυριακή, που κοινωνεί κατά τακτά διαστήματα, που χρησιμοποιεί τους παπάδες για να του κάνουν αγιασμούς , ευχέλαια κλπ, χωρίς να εμβαθύνη σ’ αυτά, παραμένοντας στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα του νόμου, αυτός ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Μετά ένας άλλος, ο οποίος προσεύχεται αποκλειστικά για την μέλλουσα ζωή για τον εαυτό του και για τους άλλους και αδιαφορεί τελείως γι’ αυτήν την ζωή, αυτός πάλι ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Η μία τάσις εκπροσωπείται από τον παπά της ενορίας και όσους μαζεύονται γύρω του με το παραπάνω πνεύμα και η άλλη εκπροσωπείται από έναν Γέροντα σε μοναστήρι, συνήθως κάποιον αρχιμανδρίτη, που βρίσκεται σε σύνταξι και περιμένει να πεθάνη, με μερικούς μοναχούς γύρω του.

Εφ’ όσον οι δύο αυτές τάσεις δεν είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό, από πατερικής απόψεως, είναι λανθασμένες ως προς εκείνο που επιδιώκουν. Όσο όμως είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό και εφαρμόζουν την Ορθόδοξη Πατερική ασκητική αγωγή για την απόκτησι της νοεράς προσευχής, τότε μόνον τα πράγματα τίθενται πάνω σε ορθή βάσι. Αυτές οι δύο τάσεις είναι υπερβολές προς τα δύο άκρα. Δεν έχουν αυτές οι τάσεις κοινόν άξονα. Ο κοινός άξονας που διακρατεί την Ορθοδοξία και διατηρεί την συνοχή της, ο ένας και μοναδικός της άξονας επάνω σε όλα τα θέματα που την απασχολούν και ο οποίος τοποθετεί τα πράγματα πάνω σε ορθή βάσι, όταν λαμβάνεται υπ’ όψιν, είναι ο άξονας: Κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις.

Οι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται για το τι θα συμβή στον άνθρωπο μετά θάνατον αποκλειστικά, αλλά εκείνο κυρίως που τους ενδιαφέρει είναι το τι θα γίνη ο άνθρωπος σ’ αυτήν τη ζωή. Μετά θάνατον δεν υπάρχει θεραπεία του νοός, οπότε πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή να αρχίση η θεραπεία, διότι «εν τω Άδη ουκ εστι μετάνοια». Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία δεν είναι υπερκοσμική ούτε μελλοντολογική ούτε εσχατολογική, αλλ’ είναι καθαρά ενδοκοσμική. Διότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας είναι για τον άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτήν την ζωή, όχι μετά θάνατον.

Τώρα η κάθαρσις και ο φωτισμός για ποιον λόγο χρειάζονται; Για να πάη ο άνθρωπος στον Παράδεισο και να αποφύγη την Κόλασι; Γι’ αυτό χρειάζονται; Εις τι συνίσταται η κάθαρσις και ο φωτισμός και για ποιον λόγο επιδιώκονται από τους Ορθοδόξους; Για να βρη κανείς τον λόγο και να δώση απάντησι στην ερώτησι αυτή, πρέπει να κατέχη το βασικό κλειδί, το οποίο είναι τούτο: Όλοι οι άνθρωποι επάνω στην γη έχουν το ίδιο τέλος από Ορθόδοξη θεολογική άποψη. Είτε είναι κανείς Ορθόδοξος είτε είναι Βουδδιστής είτε Ινδουϊστής είτε αγνωστικιστής είτε άθεος, ο,τιδήποτε και αν είναι, δηλαδή κάθε άνθρωπος επάνω στην γη, είναι προωρισμένος να δη την δόξα του Θεού. Θα δη την δόξα του Θεού κατά το κοινό τέλος της ανθρωπότητος κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξα του Θεού, και από αυτής της απόψεως έχουν το ίδιο τέλος. Όλοι βέβαια θα δουν τη δόξα του Θεού, αλλά με μία διαφορά: Οι μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως γλυκύτατον και ανέσπερον, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού ως πυρ καταναλίσκον, σαν φωτιά που θα τους καίη. Αυτό, το ότι όλοι θα δούμε την δόξα του Θεού, είναι ένα αληθινό και αναμενόμενο γεγονός. Το να δη κανείς τον Θεό, δηλαδή την δόξα Του, το Φως Του, αυτό είναι κάτι που θα γίνη είτε το θέλομε είτε όχι. Η βίωσις όμως αυτού του Φωτός θα είναι διαφορετική στους μεν από τους δε.

Οπότε το έργο της Εκκλησίας και των παπάδων δεν είναι να μας βοηθήσουν να δούμε αυτήν την δόξα, διότι αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. Το έργο της Εκκλησίας εστιάζεται στο πως θα δη ο κάθε άνθρωπος τον Θεόν. Όχι στο αν θα δη τον Θεόν. Δηλαδή το έργο της Εκκλησίας είναι να κηρύττη στους ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αληθινός, ότι ο Θεός αποκαλύπτεται είτε ως Φως είτε ως πυρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα δούμε τον Θεόν, και να προετοιμάζη τα μέλη της, ώστε να δουν τον Θεόν όχι σαν φωτιά, αλλά σαν Φως.

Αυτή η προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας, καθώς και όλων των ανθρώπων, που θέλουν να δουν τον Θεόν ως Φως, είναι στην ουσία της μία θεραπευτική αγωγή, η οποία πρέπει να αρχίση και να τελειώση σ’ αυτήν τη ζωή. Πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή να γίνη η θεραπεία και να περατωθή. Διότι μετά θάνατον ουκ εστι μετάνοια. Αυτή η θεραπευτική αγωγή είναι η ουσία και το κύριο περιεχόμενο της Ορθοδόξου Παραδόσεως ως και η κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνίσταται δε και αποτελείται από τα ακόλουθα τρία στάδια πνευματικής αναβάσεως: Την κάθαρσι από τα πάθη, τον φωτισμό από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, και την θέωσι, πάλι από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Συμβαίνει δε και τούτο: Αν δεν φθάση κανείς τουλάχιστον σε κατάστασι μερικού φωτισμού, σ’ αυτήν την ζωή, δεν μπορεί να δη τον Θεόν σαν Φως ούτε σ’ αυτήν την ζωή, αλλά ούτε και στην άλλη ζωή.

Έτσι είναι φανερό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο όπως είναι σήμερα, αυτήν την στιγμή. Και εκείνος, που χρειάζεται θεραπεία, είναι ο κάθε άνθρωπος, ο οποίος έχει και την ευθύνη ενώπιον του Θεού να αρχίση αυτό το έργο σήμερα, σ’ αυτήν την ζωή, διότι σ’ αυτήν την ζωή μπορεί. Όχι μετά θάνατον. Και αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος είναι εκείνος, που θα αποφασίση για το αν θα ακολουθήση αυτόν τον δρόμο της θεραπείας ή όχι.

Ο Χριστός είπε: « Εγώ ειμί η οδός». Η οδός προς τι; Όχι μόνον προς την άλλη ζωή. Ο Χριστός είναι πρώτα η οδός σ’ αυτήν την ζωή. Ο Χριστός είναι η οδός προς τον Πατέρα Του και Πατέρα μας. Ο Χριστός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο πρώτα σ’ αυτήν την ζωή και του δείχνει τον δρόμο προς τον Πατέρα. Αυτός ο δρόμος είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αν ο άνθρωπος δεν δη τον Χριστόν σ’ αυτήν την ζωή τουλάχιστον με την νοερά αίσθηση, δεν θα δη τον Πατέρα, δηλαδή το Φως του Θεού ούτε στην άλλη ζωή.

Πηγή: http://istologio.org/?p=39

Αγία Τριάδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Αγία Τριάδα ονομάζεται το χριστιανικό δόγμα που περιγράφει την πίστη σε έναν Θεό με τρία πρόσωπα. Τα τρία πρόσωπα ή υποστάσεις είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, τα οποία είναι αδιαίρετα και ομοούσια κατά τη θεότητα, έχουν την ίδια δύναμη και κοινή Θεία ουσία. Αποτελεί ένα από τα κυριότερα δόγματα που αποδέχεται η πλειοψηφία των εκκλησιών του χριστιανικού κόσμου, το οποίο είναι γνωστό και ως Τριαδικό Δόγμα.

Με την αιτιολογία ότι η Παλαιά Διαθήκη παραδέχεται αυστηρό μονοθεϊσμό[1], ο Ιουδαϊσμός[2], το Ισλάμ[3] αλλά και χριστιανικές ομολογίες, όπως οι Ουνιταριανοί[4], οι Μάρτυρες του Ιεχωβά[5] και ορισμένες Ευαγγελιστικές[6] και Πεντηκοστιανικές εκκλησίες[7], δεν αποδέχονται το μυστηριακό δόγμα της Αγίας Τριάδας. 

Πώς περιγράφεται

Η Αγία Τριάδα με τη μορφή τριών αγγέλων στη “φιλοξενία του Αβραάμ” (Θεοφάνης ο Κρης).

Ο τριαδικός Θεός περιγράφεται ως “Τρισυπόστατη Μονάδα” η οποία φανερώνεται με ενέργειες και έργα στην κτίση και την ιστορία. Έχει μεν τρία πρόσωπα, αλλά αυτά τα τρία πρόσωπα δεν αποτελούν τρεις χωριστούς Θεούς, αλλιώς ο Χριστιανισμός δε θα ήταν μονοθεϊστική αλλά τριθεϊστική θρησκεία. Κατά το δόγμα, ο λόγος που ο τριαδικός Θεός είναι ένας αν και με τρεις υποστάσεις είναι η απουσία χώρου και χρόνου. Ο χώρος και ο χρόνος διαφοροποιούν τις ανθρώπινες υποστάσεις μεταξύ τους, ώστε τα διαφορετικά πρόσωπα να αποτελούν διαφορετικούς ανθρώπους. Επειδή όμως ο χώρος και ο χρόνος είναι κτιστοί (δημιουργήματα του Θεού), ο Θεός δεν υπόκειται σε αυτούς. Έτσι έχουμε το μυστήριο (ακατάληπτο για τους ανθρώπους) της Τρισυπόστατης Μονάδας. Στην εκκλησιαστική ιστορία, η ταυτότητα της ουσίας και η διάκρισή της σε Τρία Πρόσωπα οδήγησε συχνά σε “αιρετικές” ερμηνείες.

Η τάξη αυτή όπου, πρώτος αναφέρεται ο Πατήρ, δεύτερος ο Υιός και τρίτο το Άγιο Πνεύμα, δεν ανταποκρίνεται σε αληθινή και ουσιαστική διαβάθμιση των Τριών Προσώπων (π.χ. υπεροχή του Πατέρα) αλλά σχετίζεται με τη φύση του ανθρώπινου λόγου.

Τα τρία πρόσωπα αυτά ή αλλιώς υποστάσεις, έχουν μοναδικές και αμεταβίβαστες ιδιότητες που προκύπτουν από τις αιώνιες (χωρίς χρονική αρχή) σχέσεις τους. Ταυτόχρονα τα τρία πρόσωπα έχουν μία ουσία ή φύση.

  • Ουσία καί φύση καθιερώθηκαν ως έννοιες ταυτόσημες, που σημαίνουν την ίδια κοινή πραγματικότητα.
  • Πρόσωπο και υπόσταση καθιερώθηκαν επίσης ως έννοιες ταυτόσημες, που σημαίνουν την ιδιαιτερότητα.

Απεικόνιση της Αγίας Τριάδας στην «Θεία Λειτουργία», Μιχαήλ Δαμασκηνού (16ος αι.). (Μουσείο Ιερών Εικόνων και Κειμηλίων Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης)

Η σχέση των Προσώπων

Η αιώνια σχέση των τριών προσώπων ή υποστάσεων αποσαφηνίζεται με τρεις βασικές προϋποθέσεις:

  • Αίτιο του τρόπου ύπαρξης της Τριάδας καθεαυτής είναι μόνο ο Πατέρας.
  • Ο οποίος γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα χωρίς όμως να υπάρχει χρονική διαφορά ύπαρξης των τριών.
  • Οι τρεις υποστάσεις ή πρόσωπα, υπάρχουν άχρονα και αιώνια ως εκδήλωση μιας ουσίας και φύσης.

Με άλλα λόγια υπάρχει:

1) Ένα αίτιο,

2) Ταυτότητα ουσίας (τα πρόσωπα είναι ομοούσια) και

3) Ετερότητα των υποστάσεων ή προσώπων.
Το ένα αίτιο και η μία ουσία εξηγούν το γιατί ο θεός είναι ένας και η ετερότητα των υποστάσεων εξηγεί το γιατί ο Θεός είναι τρισυπόστατος.

Η ετερότητα των υποστάσεων

Η Αγία Τριάς, Ναός Αγίου Γεωργίου, Πρίγκηπος, Πριγκιπονήσια.

Την ετερότητα των υποστάσεων συνιστά το ότι:

  • Ο Πατέρας είναι αγέννητος
  • Ο Υιός είναι γεννητός (άχρονα)
  • Το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό.

Οι ιδιότητες αυτές λέγονται “υποστατικά προσόντα” και κάθε ιδιαίτερο προσόν ανήκει στην ιδιαίτερη υπόσταση και μόνο:

  • Ο Πατέρας είναι αγέννητος και όχι γέννημα ή πρόβλημα (δηλ. κάτι που προβάλλεται ή εκπηγάζει)
  • Ο Υιός είναι γέννημα και όχι αγέννητος ή πρόβλημα
  • Το Άγιο Πνεύμα είναι πρόβλημα (που εκπηγάζει και έχει την αιτία του στον Πατέρα) και όχι αγέννητο ή γέννημα.

Στην επαφή τους με τον κόσμο και την ιστορία:

  • Ο Πατέρας, πραγματώνει τη δημιουργική και απολυτρωτική ενέργεια, είναι η αρχική αιτία
  • Ο Υιός πραγματώνει το έργο της φανέρωσης, της άσαρκης και της ένσαρκης παρουσίας του στην κτίση και την ιστορία για τη σωτηρία του ανθρώπου
  • Το Άγιο Πνεύμα διενεργεί την τελείωση του δημιουργικού και απολυτρωτικού έργου.

Ως προς την αιώνια και χωρίς αρχή σχέση των προσώπων της Αγίας Τριάδας για την Ορθόδοξη θεολογία είναι σημαντική η διαμάχη με τους δυτικούς θεολόγους για το ζήτημα του Filioque. Κατά τη διατύπωση αυτήν του Συμβόλου της Πίστεως, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού. Για το ορθόδοξο όμως δόγμα το μοναδικό αίτιο της ύπαρξης του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι το πρόσωπο του Θεού Πατέρα. Ο Υιός μπορεί να πέμπει το Πνεύμα, δεν μπορεί όμως ποτέ το Πνεύμα να εκπορεύεται από αυτόν, ο Υιός να αποτελεί δηλαδή την αιτία της ύπαρξης του Πνεύματος, τον δημιουργό του.

Το λεγόμενο Σύμβολο της Πίστεως ή σύμβολο της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης που τα 7 πρώτα άρθρα του θεσπίστηκαν στην A’ Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας ενώ τα υπόλοιπα 5 άρθρα ολοκληρώθηκαν στη B’ Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε το 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, εκφράζει την ορθόδοξη διατύπωση του τριαδικού δόγματος περί του Θεού.

Ο Θεός ως Αγάπη

Η Αγία Τριάδα αποτελεί για τον Χριστιανισμό την αρχετυπική κοινότητα μεταξύ προσώπων, στην οποία η αγάπη είναι όχι απλά στοιχείο, αλλά το ίδιο το αίτιο της ύπαρξής της (πλην του Πατέρα, ο οποίος δεν έχει αρχή και αιτία). Αναγνωρίζοντας ο Χριστιανός τον Θεό ως “Αγάπη” κατά την ρήση της Αγίας Γραφής (Α΄ Ιωάννου 4/δ: 8), αντιμετωπίζει το εξής πρόβλημα: “Πώς ο Θεός είναι αγάπη;” Γιατί το χωρίο δεν λέει “έχει” αγάπη, αλλά “είναι” αγάπη. Αυτό προφανώς ταυτίζει την αγάπη με την ουσία του Θεού, και όχι με κάποιο συναίσθημα, καθώς ο Θεός δεν είναι κτίσμα, ώστε να έχει συναισθήματα. Πώς λοιπόν η ουσία του Θεού είναι αγάπη;

Το Τριαδικό δόγμα, δίνει μια σαφέστατη και συνεπή απάντηση στο ερώτημα αυτό, το οποίο δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί χωρίς την αντίληψη για έναν Τριαδικό Θεό. Γιατί εφ’ όσον η ουσία του Θεού ονομάζεται “αγάπη”, πώς είναι δυνατόν να εξαρτάται η ουσία του Θεού από την αγάπη Του προς τα κτίσματα, που έχουν αρχή, ενώ η ουσία του Θεού είναι άναρχη;

Η απάντηση περί “αγάπης προς τον εαυτό Του”, δεν είναι ικανοποιητική, δεδομένου ότι δεν λέγεται “αγάπη” κάτι τέτοιο, αλλά “φιλαυτία” και “ναρκισισμός”. Η αγάπη είναι κάτι που εκδηλώνεται έξω από τον εαυτό κάποιου, προς ένα άλλο πρόσωπο.

Από τη στιγμή λοιπόν που η Αγία Τριάδα, είναι κοινωνία ομοούσιων προσώπων, και όχι μονάδα, γίνεται φανερή για τον πιστό του Τριαδικού Θεού, και η απάντηση στη λύση του ζητήματος, για το πώς ο Θεός είναι αγάπη: Είναι αγάπη, επειδή κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αγαπά προαιωνίως και ανάρχως τα άλλα δύο πρόσωπα, ενώ αγαπάται προαιωνίως από αυτά. Η δε αγάπη του Θεού προς την κτίση, είναι απόρροια αυτής της ιδιότητάς του, και όχι κατ’ ουσίαν αγάπη, η οποία είναι ενδοτριαδική. Με άλλα λόγια, η αγάπη προς τα κτίσματα, και η συναισθηματική αγάπη μεταξύ των κτισμάτων, είναι εικόνα εκείνης της αγάπης, με την οποία αγαπώνται προαιωνίως τα πρόσωπα της Θεότητας.

Το Χριστιανικό δόγμα, ότι ο Θεός είναι αγάπη, δίνει επίσης τη λύση στο γιατί ο Θεός είναι Τριαδικός, και όχι μονάδα: Επειδή εξ αγάπης βούλεται να υπάρχει ως Τριαδική αγαπητική κοινωνία ομοουσίων προσώπων, στην ομοίωση της οποίας καλούνται να ζήσουν και τα κτίσματα, ως κοινωνία αγάπης.

Η Αγία Τριάδα στην Αγία Γραφή

Στην ασπίδα της οροφής του προστώου της εισόδου της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους εμφανίζεται η παράσταση της Αγίας Τριάδος περιστοιχισμένη από πλήθος αγγέλων.

Αν και οι λέξεις “Αγία Τριάδα” δεν υπάρχουν στην Αγία Γραφή, υπάρχουν πολλοί στίχοι μέσα στην Αγία Γραφή που επιβεβαιώνουν την τρισυπόστατη φύση του Θεού:

Δευτερονόμιον 6:4 “…άκουε Iσραηλ κύριος ο Θεός ημών Κυριος εις εστιν”

Εδώ βλέπουμε ότι ο Θεός είναι ένας κάτι που ακόμα και ο Κύριος Ιησούς επιβεβαίωσε:

Κατά Μάρκον 12:29 “ο δε Ιησους απεκρίθη αυτω οτι πρωτη πασών των εντολών άκουε Ισραηλ κύριος ο Θεός ημών Κυριος εις εστίν”

Αλλά η Αγία Γραφή επίσης επιβεβαιώνει ότι:

O Πατέρας είναι Θεός[8]:

Προς Κορινθίους Α 8:6 “αλλ ημίν εις Θεός ο πατήρ εξ ου τα παντα και ημεις εις αυτον και εις Κύριος Ιησούς Χριστος δι ου τα πάντα και ημείς δι αυτού”

O Υιός του Ιησούς είναι Θεός[9]:

Κατά Ιωάννην 1:1 “Εν αρχή ήν ο λόγος και ο λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο λόγος”
Κατά Ιωάννην 5:18 “δια τούτο ουν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαιοι αποκτείναι οτι ου μόνον έλυεν το Σάββατον αλλα και πατέρα ίδιον ελεγεν τον Θεον ισον εαυτον ποιων τω θεώ

Tο Άγιο Πνεύμα είναι Θεός[10]:

Πράξεις 5:3 «Είπεν δε Πέτρος, Ανανία διατί επλήρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου ψεύσασθαι σε το πνευμα το Άγιον και νοσφισάσθαι απο της τιμής του χωρίου»
Πράξεις 5:4 «ουχι μένον σοι έμενεν και πράθεν εν τη ση εξουσία υπήρχεν τι οτι έθου εν τη καρδία σου το πράγμα τούτο ουκ εψεύσω ανθρώποις αλλά τω θεώ»

Όμως οι ανωτέρω στίχοι αναφέρουν ότι υπάρχει μόνο ένας Θεός, άρα κατά τα δόγματα που πιστεύουν στην τρισυπόστατη μορφή του Θεού, ο Θεός είναι ένας σε 3 θεϊκές υποστάσεις:

Κατά Ματθαίον 3:16 “και βαπτισθεις ο ιησους ανεβη ευθυς απο του υδατος και ιδου ανεωχθησαν αυτω οι ουρανοι και ειδεν το πνευμα του θεου καταβαινον ωσει περιστεραν και ερχομενον επ αυτον
Κατά Ματθαίον 3:17 και ιδου φωνη εκ των ουρανων λεγουσα ουτος εστιν ο υιος μου ο αγαπητος εν ω ευδοκησα”
Προς Κορινθίους Β 13:14 “η χαρις του κυριου ιησου χριστου και η αγαπη του θεου και η κοινωνια του αγιου πνευματος μετα παντων υμων αμην”
Πέτρου Α 1:2 “κατα προγνωσιν θεου πατρος εν αγιασμω πνευματος εις υπακοην και ραντισμον αιματος ιησου χριστου χαρις υμιν και ειρηνη πληθυνθειη”
Κατά Ματθαίον 28:19 “πορευθεντες ουν μαθητευσατε παντα τα εθνη βαπτιζοντες αυτους εις το ονομα (ενικός αριθμός, ενα ονομα) του πατρος και του υιου και του αγιου πνευματος”
Ιωάννου Α 5:7 “οτι τρεις εισιν οι μαρτυρουντες εν τω ουρανω ο πατηρ ο λογος και το αγιον πνευμα και ουτοι οι τρεις εν εισιν”
Κατά Ιωάννην 10:30 “εγω και ο πατηρ εν εσμεν”

Η Αγία Τριάδα στην τέχνη

Ορθόδοξη απεικόνιση της Αγίας Τριάδας στην κορυφή της εικόνας «Μέγας ει Κύριε», έργο του 1770, του Ιωάννη Κορνάρου. (Μονή Τοπλού, Σητεία, Κρήτη).

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία τα ομοιώματα του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, είναι απαγορευμένες απεικονίσεις, επειδή η Αγία Γραφή απαγορεύει σε πολλά εδάφια τις εικόνες της αόρατης Θεότητας [11].

Η περιστερά ως σύμβολο του Αγίου Πνεύματος χρησιμοποιείται από παλιά ως σύμβολο στην εκκλησιαστική διακοσμητική, όχι όμως στην εικονογραφία όπου οι μορφές δε χρησιμοποιούνται σαν σύμβολα αλλά σαν ομοιώσεις. Η απεικόνιση του Αγίου Πνεύματος ως περιστεριού επιτρέπεται μόνο στην εικόνα των Θεοφανείων, όπου το Άγιο Πνεύμα εμφανίστηκε “εν είδει περιστεράς” ή “ωσεί περιστερά”, αλλά δεν έγινε περιστέρι. Επιτρέπεται επίσης η απεικόνιση της καθόδου του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, όταν “διεμεριζόμενοι γλώσσαι ωσεί πυρός” ήρθαν και στάθηκαν πάνω στα κεφάλια των Αποστόλων. (Πράξεις β΄: 3). Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία η ενσάρκωση του Λόγου δίνει τη δυνατότητα απεικόνισης μόνο του Υιού, και μόνο κατά την ανθρώπινη φύση του.

Αυτή η άποψη διαφοροποιείται από την ερμηνεία που καταγράφεται στο Πηδάλιον ότι «και ο άναρχος Πατήρ πρέπει να ζωγραφίζεται καθώς εφάνη εις τον προφήτην Δανιήλ ως παλαιός ημερών» και ότι «το άγιον Πνεύμα πρέπη να ζωγραφίζεται εν είδει περιστεράς»[12]. Ομοίως, σύμφωνα με τον Χ. Γκότση, επιτρέπεται η απεικόνιση του Πατρός ως “Παλαιού των Ημερών”[13].

Πάντως και στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν δυο απεικονίσεις του συνόλου της Αγίας Τριάδας: Η «Αγία Τριάδα», που παριστάνει το Θεό Πατέρα σαν γέρο με λευκά μαλλιά και γένια, τον Ιησού, τον Υιό του Θεού καθισμένο δίπλα του, και το Άγιο Πνεύμα, με μορφή περιστεριού να ίπταται ανάμεσά τους, και η «Φιλοξενία του Αβραάμ» που παρουσιάζει την Αγία Τριάδα με τη μορφή τριών παρόμοιων σε εμφάνιση και ηλικία αγγέλων. Από αυτές η «Αγία Τριάδα» θεωρείται από ορισμένους ότι έχει Δυτική επίδραση, και εμπίπτει στις περιπτώσεις που η 7η Οικουμενική Σύνοδος χαρακτηρίζει ως είδωλα, ενώ η δεύτερη είναι επιτρεπτή εφόσον σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ο Θεός πράγματι προτυπώθηκε στον Αβραάμ ως Τριαδικός, με τη μορφή τριών αγγέλων.

Στη Δυτική τέχνη συναντάμε το περιστέρι σε πολλές θρησκευτικές απεικονίσεις, όπως του Ευαγγελισμού, παρότι η Αγία Γραφή δεν αναφέρει εμφανίσεις με μορφή περιστεράς στη Γέννηση ή στον Ευαγγελισμό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, είναι η “Γέννηση” (15ος αι.) του Lorenzo Monaco, η ζωγραφιά του Φλαμανδού ζωγράφου Gerard Davis (15ος αι.), καθώς και πίνακες πάνω στό ίδιο θέμα από τους Petrus Christi (15ος αι.) και Hans Memling (16ος αι.).

Υποσημειώσεις

  1. Βλέπε «Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη Παράδοση», του Παύλου Ευδοκίμωφ, στον ιστότοπο myriobiblos.gr.
  2. Βλέπε εδώ, στον ιστότοπο Jews for Judaism γιατί δεν είναι αποδεκτό για τους Ιουδαίους το δόγμα της ενσάρκωσης του Θεού.
  3. Το Κοράνιο αναφέρει: «Οπαδοί των Γραφών, μην ξεπερνάτε τα όρια της θρησκείας σας και μην αποδίδετε στον Θεό παρά μόνο την αλήθεια. Ο Μεσσίας Ιησούς, ο γιος της Μαρίας, είναι απόστολος του Θεού και ο λόγος του Θεού, τον οποίο έστειλε στη Μαρία, είναι πνεύμα το οποίο προέρχεται από Εκείνον. Να πιστεύετε, λοιπόν, στον Θεό και στους αποστόλους Του και να μη λέτε πως υπάρχει αγία τριάδα. Σταματήστε να το λέτε αυτό και θα ωφεληθείτε, καθώς ένας μόνο είναι ο Θεός. Δοξασμένο ας είναι το όνομα του Κυρίου! Ο Κύριος δεν έχει γιο. Όσα βρίσκονται ψηλά στους ουρανούς και χαμηλά στη γη ανήκουν μόνο σε Εκείνον. Οι Χριστιανοί […] λάτρεψαν περισσότερο ως θεό τους […] τον Μεσσία, τον γιο της Μαρίας, στη θέση του ίδιου του Κυρίου, παρόλο που διατάχτηκαν και οι μεν [ενν. οι Ιουδαίοι] και οι δε [οι Χριστιανοί] να μην υπηρετούν κανέναν άλλον παρά μόνο τον Θεό, επειδή δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός από Εκείνον». (Κοράνιο 4:171· 9:31, Εκδ. Κάκτος)
  4. Βλέπε “Unitarian Universalist Origins: Our Historic Faith”, του Mark W. Harris, διαθέσιμο εδώ, στον ιστότοπο της Unitarian Universalist Association
  5. «Τριάδα: Είναι ο Ιεχωβά Τριάδα—τρία πρόσωπα σε έναν Θεό; Όχι! Ο Ιεχωβά, ο Πατέρας, είναι ‘ο μόνος αληθινός Θεός’. (Ιωάννης 17:3· Μάρκος 12:29) Ο Ιησούς είναι ο πρωτότοκος Γιος Του, και υποτάσσεται στον Θεό. (1 Κορινθίους 11:3) Ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος από τον Γιο. (Ιωάννης 14:28) Το άγιο πνεύμα δεν είναι πρόσωπο· είναι η ενεργός δύναμη του Θεού.—Γένεση 1:2· Πράξεις 2:18.» (Τι Απαιτεί ο Θεός από Εμάς; Πεποιθήσεις και Έθιμα που Δυσαρεστούν τον Θεό).
  6. Βλέπε σχετική αναφορά σε άρθρο του Robert Morey σχετικά με Βρετανούς Ευαγγελικούς ηγέτες οι οποίοι αρνούνται το δόγμα της Τριάδας. (Dr. Robert Morey, Dr. Jacob Prasch’s Soul Sleep Heresy Exposed!, 2006)
  7. Αυτές οι Πεντηκοστιανικές Εκκλησίες περιλαμβάνονται στο κίνημα της Ενότητας (Oneness) και δεν δέχονται το δόγμα της Αγίας Τριάδας, καθώς πιστεύουν ότι υπάρχει μόνο ένα πρόσωπο στη Θεότητα, ο Ιησούς Χριστός. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ενωμένη Πεντηκοστιανή Εκκλησία, «Ο Πατέρας, ο Υιός, και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ονόματα των χωριστών προσώπων, αλλά τίτλοι των θέσεων που κατέχει ο Θεός». (The Apostles’ Doctrine, United Pentecostal Church International)
  8. Δευτερονόμιον 4:35, κατά Ματθαίον 6:9, Κορινθίους Α 8:6, Εφεσίους 3:14-15
  9. κατά Ιωάννην 5:18, κατά Ιωάννην 20:27-28, κατά Ιωάννην 10:30,33, Ρωμαίους 9:5, Κορινθίους Α 8:6, Φιλιππησίους 2:6 Κολοσσαείς 2:9, Τιμόθεον Α 2:13, Τιμόθεον Α 3:16 Εβραίους 1:3, Εβραίους 1:8, Πέτρου Β 1:1, Ιωάννου Α 5:20
  10. Γένεσις 1:2, ψαλμοι 139:7, Ησαιας 9:6, κατά Ιωάννην 4:24, Πράξεις 5:3-4, Κορινθίους Α 12:11, Κορινθίους Β 3:17+κατά Ματθαίον 22:44 ψαλμοι 95:7-11+Εβραίους3:7-11 κατά Ματθαίον 12:31
  11. Σχετικά εδάφια: “ούκ είδετε ομοίωμα εν τη ημέρα, ή ελάλησε Κύριος πρός υμάς εκ μέσου του πυρός” (Δευτ. δ΄: 15-17). “Γένος ούν υπάρχοντες του Θεού ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου, το θείον είναι όμοιον” (Πράξεις ιζ΄: 29) “Τίνι ωμοιώσατε Κύριον και τίνι ομοιώματι ωμοιώσατε αυτόν;” (Ησαϊα μ΄: 18). “Ουχ ότι τον Πατέρα τις εώρακεν”. (Ιω. στ΄: 46). “Τις εώρακεν αυτόν και εκδιηγήσεται;” (Σοφία Σειράχ μγ΄: 31). “Όν είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται”. (Τιμ. Α΄, στ΄: 16). “Θεόν ουδείς εώρακε πόποτε”. (Ιω. α΄: 18).
  12. Πηδάλιον, Περί της Αγίας και Οικουμενικής Εβδόμης Συνόδου, σελ. 320, 321.
  13. Εξαίρεσις τοῦ κανόνος αὐτοῦ εἶναι ἡ παράστασις τοῦ Θεοῦ-Πατρός ὡς “Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν”. Ο χαρακτηρισμός αὐτός ἔχει ληφθῆ ἀπό τό προφητικόν βιβλίον τοῦ Δανιήλ (κεφ. 7ον) καί δηλώνει τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ. (Βλ. τό βιβλίο: «Ο μυστικός κόσμος των Βυζαντινών εικόνων», Χρήστου Γ. Γκότση).

Ιησούς Χριστός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Ιησούς (8-2 π.Χ./Π.Κ.Ε. – 29-36), είναι το πρόσωπο η διδασκαλία του οποίου αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία της Χριστιανικής θρησκείας.

Οι ακόλουθοί του τον προσδιόρισαν ως τον αναμενόμενο «Μεσσία» (Εβρ. μασιάχ), που σημαίνει «χρισμένος». Πίστευαν ότι ήταν ο σωτήρας, ο εκλεκτός απεσταλμένος του Θεού που θα ελευθέρωνε το έθνος του Ισραήλ από τους εχθρούς του και θα αποτελούσε ευλογία για όλα τα έθνη. Το όνομα «Ιησούς» (Εβρ. יהושוע‎, Γεχοσούαχ) σημαίνει «η Σωτηρία του Γιαχβέ ενώ από τον τίτλο «Χριστός», που αποτελεί απόδοση του εβραϊκού όρου Μεσσίας, προέκυψε η ονομασία «Χριστιανός». (Πράξεις 11:26, Κείμενο)

Πηγές

Για τα γεγονότα της γέννησης του Ιησού, οι πληροφορίες προέρχονται από τα τέσσερα Ευαγγέλια, δηλαδή τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, που αναφέρονται στη ζωή και διδασκαλία του Ιησού και τη ζωή της πρώτης χριστιανικής κοινότητας.

Η ζωή και η διδασκαλία του σύμφωνα με τα Ευαγγέλια

Τα πρώτα χρόνια

Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε την μέλλουσα μητέρα του Ιησού, τη Μαριάμ και της είπε ότι θα φέρει στον κόσμο ένα ξεχωριστό παιδί που θα ήταν ο γιος[1] του Θεού και μάλιστα με έναν ξεχωριστό τρόπο αφού ήρθε στον κόσμο όχι με την συμβολή ανδρός αλλά με την θαυματουργή δύναμη του Θεού.

Η Βάπτιση του Ιησού Χριστού

Έτσι, ο Ιησούς γεννήθηκε περίπου το 6 π.Χ. στη Βηθλεέμ, μια πόλη της Παλαιστίνης. Κατόπιν, η Μαριάμ (Μαρία) και ο σύζυγός της Ιωσήφ, ένας πιστός άνθρωπος και μαραγκός στο επάγγελμα, πήραν τον Ιησού στην φτωχική κωμόπολη Ναζαρέτ όπου και τον μεγάλωσαν. Τα Ευαγγέλια δεν γράφουν πολλά για την παιδική και εφηβική ηλικία του Ιησού. Από τα λίγα που είναι γνωστά είναι και η ιστορία σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς επισκέφθηκε με τους γονείς του την Ιερουσαλήμ όπου ξαφνικά ανακάλυψαν ότι έλειπε. Τον βρήκαν στο ναό όπου συνομιλούσε με μορφωμένους άνδρες της πόλεις οι οποίοι εξεπλάγησαν από τη σοφία του. Αργότερα, σύμφωνα πάντα με τα Ευαγγέλια, ο Ιησούς μεγάλωνε με τους γονείς του στη Ναζαρέτ ασκώντας το επάγγελμα του ξυλουργού όπως κι ο Ιωσήφ.

Διδασκαλία

Σύμφωνα με τις Εβραϊκές Γραφές, επρόκειτο να υπάρξει ένα πρόσωπο που θα προετοίμαζε τον κόσμο για τον ερχομό του Μεσσία· σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές, αυτός ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ο οποίος ανέλαβε αυτό το προπαρασκευαστικό έργο. Όταν ο Ιησούς ήταν περίπου 30 ετών, ο Ιωάννης τον βάπτισε μέσα στον Ιορδάνη ποταμό καθώς αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον αναμενόμενο Μεσσία. Όχι πολύ αργότερα από το γεγονός αυτό, ο Ιησούς ξεχώρισε μια ομάδα 12 πιστών ανθρώπων που ονομάστηκαν απόστολοι και οι οποίοι θα τον βοηθούσαν να διαδώσει το μήνυμά του. Ο Ιησούς κήρυξε στον κόσμο της υπαίθρου, στους ναούς και στις πόλεις και μίλησε για την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει άνθρωπος στο Θεό, δίδαξε τη συγχώρεση, και την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής που να αγκαλιάζει με αγάπη τον συνάνθρωπο. Επίσης δίδαξε την ύπαρξη της αιώνιας ζωής που συνεχίζεται και μετά τον φυσικό θάνατο. Μια ζωή μέσα στην “Βασιλεία του θεού“. Η διδασκαλία του, έκανε τον Ιησού σύντομα γνωστό και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, όχι μόνο στο βορρά και στις περιοχές της Γαλιλαίας άλλα και στο νότο με τα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην ιερή πόλη του Ιουδαϊσμού, στα Ιεροσόλυμα. Τα Ευαγγέλια περιγράφουν επίσης και διάφορα θαύματα που έγιναν από τον Ιησού, όπως η ανάσταση νεκρών, η μετατροπή του νερού σε κρασί, η θεραπεία αρρώστων, κ.ά.

Η αντιμετώπιση της διδασκαλίας του

Το μήνυμα του Ιησού είχε μεγάλη επίδραση στους ακροατές του και πολλοί από αυτούς θεώρησαν ότι πράγματι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Άλλοι πάλι θεώρησαν ότι απλά ήρθε να προετοιμάσει τον ερχομό του πραγματικού Μεσσία ενώ κάποιοι είπαν πως ήταν κάποιος παλιός προφήτης που ήρθε και πάλι στη γη για να διδάξει. Μια ομάδα Εβραίων θρησκευτικών ηγετών κατηγόρησε τον Ιησού επειδή τα Σάββατα, την ιερή ημέρα ανάπαυσης των Ιουδαίων, συνέχιζε την διδασκαλία του. Επίσης κάποιοι από αυτούς δυσανασχετούσαν επειδή ο Ιησούς πλησίαζε με καλοσύνη ανθρώπους που θεωρούνταν ανάξιοι και ασεβείς. Μια μερίδα από τους Εβραίους ηγέτες ανησύχησε μήπως αυτός, που πολλοί νόμιζαν για Μεσσία, ξεκινήσει κάποια εξέγερση ενάντια στους Ρωμαίους και έτσι υπάρξει αναταραχή. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να θανατώσουν τον Ιησού και άρχισαν να ψάχνουν για οπαδούς του που θα ήταν πρόθυμοι να τον προδώσουν. Και βρήκαν τον μαθητή του Ιησού τον Ιούδα. Τα Ευαγγέλια μας περιγράφουν πως ο Ιησούς γνώριζε ότι έπρεπε να προετοιμαστεί για το τέλος του.

Το τέλος

Ο Ιησούς μάζεψε τους αποστόλους μαζί για ένα τελευταίο γεύμα, που είναι γνωστό ως «μυστικός δείπνος». Εκεί εξήγησε στους μαθητές του ότι ο θάνατός του ήταν απαραίτητος επειδή θα καθιέρωνε μια νέα σχέση ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους. Πήρε το ψωμί και το κρασί από το τραπέζι, προσευχήθηκε και σε μια συγκινητική ατμόσφαιρα αποχαιρετισμού το μοίρασε στους αποστόλους του. Οι Χριστιανοί, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού έχουν καθιερώσει την θρησκευτική τελετή της Θείας Κοινωνίας.

Μετά από το δείπνο, ο Ιησούς και οι απόστολοι πήγαν στο Όρος των Ελαιών, ένα λόφο στην ανατολική πλευρά της Ιερουσαλήμ, και στον κήπο της Γεσθημανής. Σε αυτόν τον κήπο, ο μαθητής του Ιησού, Ιούδας, έφερε τους στρατιώτες για να συλλάβουν τον Ιησού. Αυτοί τον οδήγησαν μπροστά στους ηγέτες των Ιουδαίων, οι οποίοι πραγματοποίησαν μια σύντομη δίκη και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Οι νόμοι όριζαν πως για να πραγματοποιηθεί μια θανατική ποινή θα έπρεπε να εγκριθεί από τον ρωμαϊό κυβερνήτη της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο. Εκείνος, προσπάθησε να αθωώσει τον Ιησού καθώς δεν έβρισκε κάτι επιλήψιμο ενάντιά του. Μετά όμως από την απαίτηση του συγκεντρωμένου πλήθους, ο Πιλάτος καταδίκασε τον Ιησού σε θάνατο επάνω σε έναν σταυρό. Το βράδυ, πιστοί του Ιησού πήραν το σώμα του και το τοποθέτησαν σε έναν τάφο. Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, το σώμα του Ιησού μετά από τρεις ημέρες είχε εξαφανιστεί από εκεί και ο Ιησούς εμφανιζόταν κατά διαστήματα σε πολλούς από τους μαθητές του. Μετά το γεγονός αυτό της Ανάστασής του, πέρασε ακόμα 40 ημέρες στη γη και μετά “αναλήφθηκε“» δηλ. ανέβηκε προς τον ουρανό. Η ιστορία της Ανάστασης του Ιησού, είναι κεντρική στη χριστιανική πίστη. Οι απόστολοί του συνέχισαν να διδάσκουν το μήνυμά του Ιησού Χριστού που βρήκε ανταπόκριση από πολλούς ανθρώπους τότε και σήμερα.

«Ιησούς Χριστός» ως τίτλος

«Ιησούς Χριστός» είναι το όνομα και ο τίτλος (που έλαβε αφού χρίστηκε κατά το βάφτισμά του) του Ιουδαίου Ιησού από την Ναζαρέτ, ο οποίος αποκαλείται στην Αγία Γραφή «Γιος του Θεού». Το όνομα Ιησούς είναι το αντίστοιχο του εβραϊκού ονόματος Γιεσούα (ישוע) ή, στην πλήρη του μορφή, Γεχοσούα’ (יהושע) που σημαίνει «ο Ιεχωβά/Γιαχβέ Είναι Σωτηρία» ([1] [2] [3]). Το συγκεκριμένο όνομα δεν ήταν ασυνήθιστο την περίοδο που έζησε ο Ιησούς. Γι’ αυτό συνήθως πρόσθεταν επιπλέον προσδιορισμούς, αποκαλώντας τον «Ιησούς ο Ναζαρηνός» ή «Ναζωραίος» ([4][5] Strong’s Concordance, αρ. 3479 και 3480). (Ματθαίος 2:23· Μάρκος 10:47· Πράξεις 2:22) Ο όρος Χριστός (Strong’s Concordance, αρ. 5547) είναι ισοδύναμος με τον εβραϊκό όρο Μασίαχ (Μεσσίας) (Strong’s Concordance, αρ. 4899) και σημαίνει «Χρισμένος». Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή και για άλλα άτομα πριν τον Ιησού, όπως ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Δαβίδ (Εβραίους 11:24-26· Λευιτικό 4:3· 8:12· 2 Σαμουήλ 22:51) ως συμβολισμοί για τη θέση, το αξίωμα ή την υπηρεσία που θα κατείχε στον μέγιστο βαθμό ο Μεσσίας. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις τον Ευαγγελίων ο Ιησούς Χριστός περιγράφεται με εξέχοντα και μοναδικό τρόπο ως «ο Χριστός ο υιος του Θεού του ζώντος». (Ματθαίος 16:16)

Πηγές πληροφόρησης

Η κύρια πηγή πληροφόρησης για τον Ιησού είναι τα Χριστιανικά, κανονικά Ευαγγέλια (σε αντίθεση με τα μη κανονικά ή Απόκρυφα Χριστιανικά κείμενα).

Αυτά τα κείμενα, δεν αποτελούν λεπτομερείς και αναλυτικές βιογραφίες του Ιησού Χριστού, ούτε και είναι έργα καθαρά ιστορικά με την έννοια των έργων Θουκυδίδη ή του Ιώσηπου, ή άλλων ιστορικών της αρχαιότητας. Βέβαια μέσα τους βρίσκουμε αναφορές σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα (όπως η απογραφή του Κυρηνίου, ο αυτοκράτορας της Ρώμης Τιβέριος, ο Πόντιος Πιλάτος, ο Ηρώδης Αντίπας, ο τετράρχης Λυσανίας κ.ά.), όμως δεν εξαντλείται ο χαρακτήρας τους στην ιστορία, αλλά αποτελούν κυρίως μαρτυρίες πίστης, βιώματος και μετάδοσης του χριστιανικού μηνύματος. Τα Ευαγγέλια είναι τέσσερα και μαζί με τα υπόλοιπα 23 βιβλία που κατά τους χριστιανούς περιέχουν τη «νέα οικονομία του Θεού», ονομάζονται όλα μαζί «Καινή Διαθήκη».

Ίδε ο άνθρωπος πίνακας του Αντόνιο Τσίζερι

Στα Ευαγγέλια, όπου προέχει ο θεολογικός ερμηνευτικός χαρακτήρας τους, οι ευαγγελιστές, ενδιαφερόμενοι να μεταδώσουν το μήνυμα του Ιησού, δεν καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια να τοποθετήσουν χρονικά τα ιστορούμενα γεγονότα με σχολαστική ακρίβεια ή να εναρμονίσουν πλήρως μεταξύ τους τις διάφορες πληροφορίες. Έχει υπογραμμιστεί γενικότερα ο χαλαρός τρόπος σύνδεσης των γεγονότων με ένα «και», «ευθέως» ή «πάλιν», ενώ αργότερα οι θεολόγοι υποστήριξαν ότι το κάθε ευαγγέλιο φέρει και τη σφραγίδα της προσωπικότητας του συντάκτη του όπου το ίδιο επεισόδιο της ζωής του Ιησού είναι δυνατό να παρατίθεται από όλους τους ευαγγελιστές αλλά στον κάθε ευαγγελιστή να παρουσιάζεται μια διαφορετική έξαρση των ίδιων στοιχείων ή τονισμός διαφορετικών στοιχείων που συχνά συμπληρώνουν τις διηγήσεις.

Στη σύγχρονη ερευνά άλλωστε, η επικρατέστερη άποψη στο θέμα της σχέσης του Ιωάννη με τους τρεις “Συνοπτικούς” -όπως ονομάζονται- Ευαγγελιστές είναι πως ο δ’ ευαγγελιστής γνωρίζει κάποια ή και όλα τα προγενέστερα Ευαγγέλια, τα οποία σε ορισμένα σημεία συμπληρώνει.

Η γέννηση του Ιησού

Σύμφωνα με τις παραδόσεις των Ευαγγελίων, ο Ιησούς ήταν πρόσωπο συγκεκριμένα υπαρκτό, που εμφανίσθηκε στην ιστορία σε καθορισμένη χρονική στιγμή, «ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. 2, 2).

Γεννήθηκε «εκ γυναικός» και «υπό νόμον» (Γαλ. 4, 4) μέσα στους κόλπους μιας ανθρώπινης οικογένειας της Παλαιστίνης και «εξ οίκου Δαυίδ» (Λουκ. 1, 27). Οι περιγραφές των ευαγγελιστών για τη γέννηση τού Ιησού τονίζουν τον υπερφυσικό χαρακτήρα της με επίκεντρο την «εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας τής Παρθένου» σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Η ημερομηνία γέννησης του Ιησού και εορτασμού των Χριστουγέννων, γνωρίζουμε πως είναι συμβατική (οι εσωτερικές βιβλικές ενδείξεις τοποθετούν την πραγματική ημερομηνία κάπου στα μέσα του φθινοπώρου). Αρχικά δεν εορταζόταν καν η γέννησή του και οι πρώτες πιθανές ημερομηνίες άρχισαν να διατυπώνονται από τον 2ο αιώνα μ.Χ. Τελικά, μετά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όλες οι πιθανές ημερομηνίες γέννησης του Ιησού που είχαν διατυπωθεί καταργήθηκαν, και ως τελική ημερομηνία εορτασμού των Χριστουγέννων καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου, ημερομηνία που συνέπιπτε με την ειδωλολατρική γιορτή των Σατουρναλίων προς τιμήν του θεού Κρόνου, με τα γενέθλια του Μίθρα, και με τα Μπρουμάλια τον εορτασμό της μικρότερης μέρας του έτους. Αυτό ήταν κάτι που κατά την άποψη των χριστιανών, έδινε την ιδέα της αναγέννησης του κόσμου μέσω του χριστιανισμού, που ήθελε να δώσει μια νέα διάσταση στα πράγματα ξεπερνώντας τις αρχαίες θρησκείες. Αναλόγως, 9 μήνες πριν, εορτάζεται ο Ευαγγελισμός.

Ο μεσσιανικός χαρακτήρας του Ιησού

Ο Παντοκράτορας Χριστός, πίνακας του Φερδινάνδο Γκαλιέγο

Ο Ιησούς στη συνέχεια της ζωής του, παρουσιάσθηκε ως ένας κατεξοχήν διδάσκαλος του Ισραήλ, αν και διέφερε ουσιαστικά από όλους τους Ραββί της εποχής του. Σύμφωνα με τα ιερά κείμενα του χριστιανισμού, ενεργούσε ως αυθεντικός ερμηνευτής του Νόμου και δίδασκε με μια μοναδική εξουσία και αυθεντία το λόγο του Θεού, που ξεπερνούσε και αυτή την αυθεντία των προφητών, κατά την εκτίμηση των συγχρόνων του (Ματθ. 5, 17). Στην επικοινωνία του με τους ανθρώπους της εποχής του ασφαλώς δεν αρνήθηκε ποτέ να θεωρείται «υιός Δαυίδ» (Ματθ. 1, 1). Η δαβιδική βασιλική προέλευση του Μεσσία ήταν βασικό στοιχείο της θρησκείας του παραδοσιακού Ιουδαϊσμού. Ασφαλώς για τον ιουδαϊκό κόσμο το γενεαλογικό δένδρο του καθενός ανθρώπου είχε μεγάλη σημασία και γι’ αυτό έχουμε συχνά τέτοιες αναφορές σε γενεαλογίες πολλών προσώπων της βιβλικής ιστορίας. Και κατά την εποχή του Ιησού αυτό ήταν ένα πολύ συνηθισμένο γεγονός. Ίσως αυτό αιτιολογεί και τις διάφορες γενεαλογικές παραδόσεις που έχουμε και στην περίπτωση του Ιησού Χριστού (Ματθ. 1, 1-17, Λουκ. 3, 23-38). Αυτό που έχει ιδιαίτερη αξία στις παραδόσεις των γενεαλογιών του Ιησού είναι κυρίως η ιστορική και λιγότερο η μεταφυσική σημασία. Γι’ αυτό και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης καθώς και ο Απόστολος Παύλος δεν φαίνεται να δίνουν κάποια ουσιαστική σημασία στην γενεαλογία του Μεσσία (Ίωάν. 7,41, Ρωμ. 1, 3). Τα χριστιανικά Ευαγγέλια μας παρουσιάζουν έναν Ιησού που δεν ήρθε για να εκπληρώσει τις υποσχέσεις πού δόθηκαν στο γένος Δαβίδ, ότι το έθνος του θα μεγαλυνθεί και θα δοξασθεί αλλά ήρθε ουσιαστικά για να ποιμάνει το λαό του Θεού και να σώσει πνευματικά τον άνθρωπο, όπως η αρχαία προφητεία είχε ήδη διατυπώσει (Ιεζ. 34, 15). Αν και ο Ιησούς συχνά παρουσιάζεται να μην παίρνει ποτέ την πρωτοβουλία να προβάλει και να κηρύξει τον εαυτό του ως Μεσσία, από την άλλη επέλεξε για τον εαυτό του, κυρίως τον δανιήλειο μεσσιανικό τίτλο «Υιός του Ανθρώπου». Ο τίτλος αυτός προέρχεται από την γραμματεία της Παλαιάς Διαθήκης και συγκεκριμένα από το βιβλίο του Δανιήλ (Δαν. 7,13). Σύμφωνα με τους θεολόγους, είναι μια έκφραση που προσπαθεί να τονίσει την υπερβατική φύση του φορέα του τίτλου αυτού. Οι υποστηρικτές του θεολογικού περιεχομένου των ιερών κειμένων, προβάλλουν την εξήγηση ότι ο τίτλος «Μεσσίας» είχε στην εποχή του Ιησού ουσιαστικά ένα έντονο «κοσμικό» στοιχείο και σχετιζόταν με την πανάρχαιη ελπίδα του ιουδαϊκού λαού για ένα μεσσιανικό άρχοντα εκ του «οίκου Δαυίδ» που θα αποσταλεί για τη σωτηρία του έθνους και την επανασύνδεση της ένδοξης δαβιδικής βασιλείας. Έτσι, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να ερμηνευθεί η παρουσία του Ιησού, κάτω από μια καθαρά κοσμική προοπτική. Μάλιστα μετά από τις διάφορες εντυπωσιακές θαυματουργικές ενέργειες που διηγούνται τα Ευαγγέλια, ο Ιησούς συνιστούσε να μην κοινοποιείται η μεσσιανική αυτή πεποίθηση στον ευρύτερο κόσμο (Λουκ. 4,41 κ.ά.). Μόνο μετά τα τελευταία γεγονότα του σταυρικού θανάτου και της ανάστασης του Ιησού, οι μαθητές και οι πιστοί παρουσιάζονται να κατανοούν σωστά, ότι «έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα, και κηρυχθήναι επί τω ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τά έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ» (Λουκ. 24,46). Έτσι, τα Ευαγγέλια μας προβάλουν ότι κάτω από την οπτική γωνία της ανάστασης ο μεσσιανικός και «κοσμικός» τίτλος χάνει τα εθνικιστικά του στοιχεία και τη διφορούμενη σημασία του, απευθύνεται καθαρά σε όλο τον κόσμο και γίνεται τίτλος τιμής για τον Ιησού αλλά και για τους πιστούς του που ονομάζονται κατ’ επέκταση και αυτοί «Χριστιανοί», δηλαδή «κεχρισμένοι» (Α’ Κορ. 15,12 / [[Πράξ. 11,26).

Η διδασκαλία του Ιησού

Ο Ιησούς, δεν έγραψε κανένα κείμενο αλλά φαίνεται ότι εμπιστεύτηκε στη μνήμη των μαθητών και των ακολούθων του το μήνυμά του και τα έργα του. Μέσα στα κείμενα της κανονικής γραμματείας της Καινής Διαθήκης περιλαμβάνεται η προφορική αυτή παράδοση όχι ως υποκειμενική αυθαίρετη καταγραφή, αλλά ως μια αποκρυσταλλωμένη παράδοση, εκφρασμένη από την συγκεκριμένη πρωτοχριστιανική κοινότητα. Ο Ιησούς με τη στάση και τη διδασκαλία του δεν φάνηκε να ακολουθεί ή να συνεχίζει κάποια γνωστή ραββινική παράδοση. Το ιδιόμορφο έργο του, μάλλον δεν θυμίζει κάποιο από τα κοινωνικά ή πνευματικά κινήματα της εποχής του. Δεν φαίνεται να συνεχίζει ούτε την αυστηρή γραμμή του Βαπτιστή, ούτε και τις ασκητικές τάσεις των μοναστικών κοινοτήτων της Νεκράς Θάλασσας καθώς αρκετές διαφορές παρουσιάζει από τις αρχές τους. Χαράσσει μια προσωπική γραμμή, χωρίς να κηρύσσει ούτε αποστασία άλλα ούτε και τυφλή υποταγή στο Νόμο. Προβάλλει την ανθρώπινη ελευθερία ως υπέρτατο αγαθό και καλεί τον άνθρωπο να την εναρμονίζει με το καλό και με τις βουλές του Θεού. Στο έργο και τη στάση ζωής του, τα πράγματα παρουσιάζονταν με μια εντελώς άλλη όψη εγκαινιάζοντας μια διαφορετική κατανόηση του κόσμου και των ανθρώπων.

Διδασκαλία του Ιησού, τοιχογραφία από κατακόμβη της Ρώμης, αρχές 4ου αι.

Στο επιτιμητικό ερώτημα των Φαρισαίων προς τους μαθητές του Ιησού, «διά τι μετά τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών», η απάντηση του Ιησού είναι καταλυτική: «Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Ο Ιησούς, πολύ συχνά παρουσιάζεται στα Ευαγγέλια να είναι έντονα “επαναστατικός” επάνω σε πολλά θεωρητικά θέματα, που είχαν άμεση σχέση με τις παραδόσεις του λαού, επειδή είχε διαφορετικές θέσεις. Το περιεχόμενο του κηρύγματός του, ιδιαίτερα για τα μεγάλα θεολογικά θέματα, όπως της αρχαίας προφητείας και των εσχατολογικών προσδοκιών του παραδοσιακού Ιουδαϊσμού, σε πολλούς θα φαινόταν ως απαράδεκτη θεολογική παρέκκλιση. Τα θαύματα συχνά έθεταν το πρόβλημα της μεσσιανικότητας του Ιησού. Τα ερωτήματα «Τίς ούτός εστιν ός και αμαρτίας αφίησιν;” (Λουκ. 7, 49), ή «Εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς; και τις σοι έδωκεν την εξουσίαν ταύτην;» (Ματθ. 21, 23), έγιναν αιτία να πει έναν θεμελιώδη λόγο της διδασκαλίας του, ότι “το Σάββατον διά τον άνθρωπον έγένετο και ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον» (Μάρκ. 2,27), πού φανερώνει τη σαφή τοποθέτηση του έναντι του νόμου και της θρησκείας. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να γίνει δούλος όλων αυτών, άλλα οι θρησκευτικές εντολές, οι κανόνες και οι νόμοι, ουσιαστικά πρέπει να «υπηρετούν» τον άνθρωπο και να συμβάλλουν στη λύτρωση και τη σωτηρία του. Αυτή η «επαναστατικότητα» της διδασκαλίας του Ιησού, θορύβησε την άρχουσα ιερατική τάξη που έβλεπε να αμφισβητείται ο ρόλος της και να κινδυνεύει η θέση της.

Η Επί του Όρους Ομιλία

Πολύς λόγος έχει γίνει για την περίφημη «επί του Όρους Ομιλία» του Ιησού. Ο Ματθαίος αφιερώνει τρία ολόκληρα κεφάλαια του Ευαγγελίου του στην ομιλία αυτή και αυτό σημαίνει ότι κατέχει πολύ κεντρική θέση στην όλη έκθεση των γεγονότων. Βέβαια για το χριστιανισμό, η «επί του Όρους Ομιλία» δεν αποτελεί την πεμπτουσία του, καθώς δεν περιέχει ούτε το σύνολο της διδασκαλίας του Ιησού, ούτε και τη λυτρωτική προσφορά του έργου του, όμως το περιεχόμενο της εκφράζει κατά ουσιαστικό τρόπο το πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας και πίστης, που διαφοροποιείται από το ιουδαϊκό πνεύμα άλλα και από την γενικότερη ιδεολογία και ηθική δεοντολογία της εποχής εκείνης. Πάντως κατά την άποψη των χριστιανών, η πίστη δεν περιορίζεται μόνο στα ηθικά πλαίσια μιας διδασκαλίας περί κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων αλλά περιλαμβάνει άρρηκτα όλα τα παραδομένα υπερφυσικά γεγονότα και κυρίως την ανάσταση του Ιησού που αποτελεί ελπίδα για την οριστική νίκη επί του πόνου, της φθοράς και του θανάτου.

Οι παραβολές

Η διδασκαλία του Ιησού, είναι διατυπωμένη στη γλώσσα, το μορφωτικό επίπεδο και την προσληπτική ικανότητα των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Ο Ιησούς δεν απευθύνθηκε ως Διδάσκαλος σ’ έναν κόσμο λογίων και μορφωμένων ανθρώπων, άλλα επικοινώνησε με το λαό της εποχής εκείνης, που ουσιαστικά δεν διέθετε σχεδόν καμιά μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια. Γι’ αυτό απέφευγε συστηματικά τις ιδεολογικές και συνθετικές ομιλίες, καθώς και λόγους με προτάσεις και εκφράσεις θεωρητικού περιεχομένου. Ήταν μάλλον πρακτικός και πολύ αναλυτικός και διαμόρφωνε το λόγο του με παραδείγματα παρμένα από την καθημερινή ζωή κάνοντας χρήση των «Παραβολών». Η παραβολή ήταν, από τα βασικά δομικά στοιχεία της διδασκαλίας του Ιησού. Χρησιμοποιούσε πάντοτε εικόνες από τον γύρω κόσμο και συχνά παρατηρείται μέσα στις εκφράσεις του ή υπερβολή ή και το απίθανο ακόμη, ώστε να δημιουργήσει αίσθηση ή να προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον. Ενδεικτικό παράδειγμα μας δίνουν τα Ευαγγέλια με το χωρίο: «ευκολώτερον εστι κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν τού Θεού εισελθείν» (Ματθ. 19, 24) ή το εντυπωσιακό από την επί του Όρους Ομιλίας: «και ει η δεξιά σου χείρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σού· συμφέρει γάρ σοι ίνα απόληται έν των μελών σου και μη όλον το σώμά σου βληθή εις γέενναν» (Ματθ. 5, 30).

Ο καλός Σαμαρείτης, πίνακας του Ρέμπραντ

Η χρήση των παραβολών δεν ήταν άγνωστη κατά την εποχή της Καινής Διαθήκης και ο Ιησούς δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο πρώτος πού εισηγήθηκε τη φιλολογική αυτή μορφή της παραβολής καθώς και στην Παλαιά Διαθήκη, γινόταν χρήση της παραβολικής μεθόδου. Πάντως, η εκτεταμένη χρήση της παραβολής στη διδασκαλία του Ιησού έκανε πολλούς να διερωτηθούν σχετικά: «διατί εν παραβολαίς λαλείς αυτοίς;» (Ματθ. 13,10). Αυτό ίσως να σημαίνει, πως ενώ η μέθοδος της παραβολής ήταν αρκετά γνωστή και στην εποχή εκείνη, δεν γινόταν συχνή χρήση στη διδασκαλία από τους άλλους Ραββί και διδασκάλους της ιουδαϊκής κοινωνίας. Ασφαλώς, δεν πρόκειται απλώς για μια παιδαγωγική μέθοδο που επιλέγει ο Ιησούς για να εκθέσει τη διδασκαλία του. Επειδή απευθυνόταν σ’ ένα κόσμο απλοϊκό, χωρίς κάποια μόρφωση και παιδεία, κόσμο συνήθως κτηνοτροφικό και γεωργικό, η παραβολική γλώσσα με εικόνες παρμένες από την καθημερινή ζωή έγινε το πιο κατάλληλο μέσο για ουσιαστικότερη κατανόηση κι επικοινωνία. Ο κόσμος της εποχής του Ιησού εκφραζόταν περισσότερο με σύμβολα, με παραστάσεις, με εικόνες και μύθους. Τα μηνύματα ήταν πιο εύκολο τότε να φτάσουν στους αποδέκτες, να τους συγκινήσουν και να διεγείρουν τη φαντασία τους, με εικόνες ζωντανές, παρμένες από τη φύση και τη ζωή. Η Ανατολή αρέσκεται να εκφράζεται με τη μορφή των υπερβολών και των συγκρίσεων που προβάλλουν και παρέχουν τα σύμβολα και οι εικόνες που είναι παρμένες από την πραγματικότητα της ζωής. Ο μεγαλύτερος αριθμός των παραβολών έχει ως περιεχόμενο την έννοια της Βασιλείας του Θεού, κάτι που παρουσιάζεται τόσο καινούργιο, που είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί από τους ανθρώπους της εποχής εκείνης. Γι’ αυτό ο Ιησούς έθεσε το ερώτημα στους μαθητές του: «συνήκατε ταύτα πάντα;» (Ματθ. 13, 51). Η θετική απάντηση των μαθητών «λέγουσιν αυτώ, ναι» σημαίνει, ότι στο μέλλον αυτοί οι ίδιοι θα είναι εκείνοι που θα κληθούν να μεταφέρουν στον κόσμο το νόημα των παραβολών αυτών και της διδασκαλίας του.

Η «τεχνική των παρανοήσεων»

Πέρα όμως από τις παραβολές, στο Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, βρίσκουμε κάποια νέα στοιχεία στον τρόπο διδασκαλίας. Το δ’ Ευαγγέλιο που δεν διασώζει καμία από τις 50 και πλέον παραβολές του Ιησού που παραδίδουν οι Συνοπτικοί, ούτε και μεμονωμένα λόγια ή συλλογές λογίων προερχόμενα από την υποτιθέμενη αρχική (γραπτή;) πηγή πίστεως της πρώτης εκκλησίας, αλλά παραθέτει μακρούς λόγους του Ιησού με ενιαίο θέμα. Εκεί διαπιστώνεται συχνά η λεγόμενη «τεχνική των παρανοήσεων». Οι διδασκαλίες του Ιησού δεν κατανοούνται αρχικά από τους ακροατές του στο πνευματικό τους βάθος, αλλά στην επιφάνεια τους. Έτσι ο Ιησούς έχει την ευκαιρία να τις διασαφηνίζει περισσότερο έως ότου τις αντιληφθούν σωστά οι ακροατές του. Όταν π.χ. ο Ιησούς λέει στον Νικόδημο ότι ο άνθρωπος πρέπει να αναγεννηθεί για να μπορέσει να ζήσει τη νέα ζωή πού προσφέρει στον κόσμο ο Θεός, ο συνομιλητής του ρωτά, πως είναι δυνατό να ξαναμπεί κανείς στην κοιλιά της μάνας του. Όταν μιλάει στη Σαμαρείτιδα για το «ύδωρ το ζων», εκείνη τον ρωτά πως είναι δυνατόν να διαθέτει τέτοιο ύδωρ αφού δεν έχει «άντλημα» και το φρέαρ είναι βαθύ κ.λπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η τεχνική αυτή επιτρέπει στο να παρουσιαστεί το βαθύτερο νόημα της διδασκαλίας του Ιησού, πέρα από την επιφάνεια. Στο σημείο όπου καταγράφεται η συνάντηση με τον Νικόδημο, περιέχεται μια πολύ σημαντική διδασκαλία του Ιησού που αφορά στο βασικό θέμα της ανάγκης για πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου, προκειμένου να γίνει μέλος της Βασιλείας του Θεού.

Τα θαύματα

Καθώς οι Παραβολές βρίσκονται στο κέντρο των «λόγων» του Ιησού, τα θαύματα, αποτελούν το κέντρο των «έργων» του. Τα θαύματα, όπως και οι παραβολές, δεν πραγματοποιήθηκαν σε κάποιο ορισμένο τόπο και περιορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της δημόσιας δράσης και σε όλες τις περιοχές της Παλαιστίνης, από τη βόρεια Γαλιλαία ως τη νότια Ιουδαία. Βέβαια η ενασχόληση με ένα τέτοιο θέμα έχει ν’ αντιμετωπίσει πλήθος ερωτημάτων, όχι μόνο από πλευράς ιστορικής αξιοπιστίας των σχετικών διηγήσεων και της ανάλογης επιστημονικής διερεύνησης τους, αλλά και από πλευράς καθαρά θρησκευτικής και θεολογικής σημασίας τους.

Ο χαρακτήρας του βιβλικού θαύματος

Μελετώντας το βιβλικό θαύμα σε σχέση με κάποιο άλλο, γενικά θαυμαστό ή εκπληκτικό γεγονός, μπορούμε να πούμε πως δεν το βρίσκουμε ως αυθαίρετο προϊόν μιας άστατης και μεταβαλλόμενης θέλησης του θεού, αλλά περιλαμβάνεται σε συγκεκριμένα πλαίσια. Το θαύμα εντάσσεται στην όλη πορεία της ιστορίας της θείας οικονομίας, και δεν παρουσιάζεται σαν κάτι το ξεχωριστό. Πολλές φορές μάλιστα ούτε καν φαίνεται η ιδιαιτερότητα του μέσα στην ιστορία των διηγήσεων και η βιβλική ιστορία δεν δείχνει να ξεχωρίζει καθόλου τα κοινά από τα θαυμαστά γεγονότα. Οι ιεροί συγγραφείς διηγούνται το θαύμα σαν ένα ιστορικό γεγονός χωρίς καμιά προσπάθεια για να πείσουν τον αναγνώστη παρουσιάζοντας έτσι μια οργανική ενότητα των κοινών ιστορικών γεγονότων και των θαυμάτων πράγμα που αποτελεί μια σημαντική διαφοροποίηση από πολλά απόκρυφα χριστιανικά κείμενα. Η ομοιότητα των διηγήσεων θαυμάτων στα Ευαγγέλια σε σχέση με άλλους χώρους διαφέρει σημαντικά στο ότι το θαύμα προσπαθεί να οδηγείσει στην πίστη και όχι να εντυπωσιάση, αφού και ο ίδιος ο Ιησούς όσες φορές προκλήθηκε να κάνει θαύμα αρνήθηκε κατηγορηματικά. Έτσι το θαύμα στον βιβλικό κόσμο παρουσιάζεται πέρα από κάθε ατομοκρατικό χαρακτήρα και δεν προσβάλλει τη φυσική και την ιστορική τάξη. Φυσικός και μεταφυσικός κόσμος στο βιβλικό θαύμα αποτελούν δύο πράγματα ενοποιημένα και το θαύμα δείχνει να εξυπηρετεί ολόκληρη την κοινότητα, κι όταν ακόμα πρόκειται για ένα μεμονωμένο άνθρωπο. Ο Ιησούς όχι μόνο με τη διδασκαλία του αλλά και με τα θαύματά του κηρύσσει τη Βασιλεία του Θεού. Η αποδοχή αυτού του κηρύγματος γίνεται δυνατή κυρίως με την πίστη που είναι η βασική προϋπόθεση για την πραγματοποίηση ενός θαύματος.

Η διδασκαλία των «Παθών» και της Σταύρωσης

Η Φραγγέλωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του William-Adolphe Bouguereau (1880).

Αμέσως μετά το θάνατο του Ηρώδη (4 π.Χ.) ξεσπάει σειρά ολόκληρη επαναστάσεων, με κάποιο Μεσσία επικεφαλής, όλες όμως πνίγηκαν τελικά στο αίμα από τις ρωμαϊκές φρουρές. Η ταραχώδης αυτή περίοδος κράτησε ενάμιση περίπου αιώνα, και μέσα απ’ αυτήν βγήκε ως ιστορικό μέγεθος ο Χριστιανισμός. Τα Ευαγγέλια δεν αρνούνται πως και ο Ιησούς δικάστηκε και καταδικάσθηκε ως ο «βασιλεύς των Ιουδαίων», δηλ. ως επαναστάτης ψευδομεσσίας. Συγχρόνως όμως οι Ευαγγελιστές με σαφήνεια αφήνουν τον αναγνώστη τους να καταλάβει πως, κατά κάποιο ουσιαστικό τρόπο, ήταν ενός άλλου επίπεδου Μεσσίας που δεν είχε σχέση με τις δεκάδες εκείνες των Μεσσιών, των οποίων το οικτρό τέλος διεκτραγωδεί ο Ιώσηπος στον Ιουδαϊκό Πόλεμο. Ένα σημαντικό ερώτημα που συνδέεται άμεσα με τη διδασκαλία του, μια διδασκαλία που δεν σχετίζεται μόνο με την εν ζωή δράση του, αλλά ιδιαίτερα με τον τρόπο του θανάτου του. είναι, σε τι διαφέρει ο Ιησούς από τους Μεσσίες της εποχής του. Ο Ιησούς, κατ’ αντίθεση προς τους Ζηλωτές επαναστάτες του καιρού του, δεν οργανώνει επαναστατικό κίνημα ούτε προβαίνει σε πράξεις βίας εναντίον της Ρώμης.Γνωστή η ρήση του “τα του καισαρος τω καίσαρι κ τα του θεού τω θεώ” Και η ιστορία έρχεται να βεβαιώσει πως από τους Μεσσίες που εκτελέστηκαν από τη Ρώμη μέχρι το 135 μ.Χ. μόνον ο Ιησούς, «αναστημένος από τους νεκρούς», δημιούργησε κίνημα που έθεσε σε κίνδυνο τα θεμέλια της αυτοκρατορίας. Ως εσταυρωμένος, και ενώ ο σταυρός για τους εχθρούς του φανέρωνε πως ήταν ένας ανίσχυρος άνθρωπος, ο Ιησούς ασκεί έλξη και δύναμη στους ανθρώπους και γίνεται μια απίστευτη για τον κόσμο έκφραση δύναμης του θεού για υπέρβαση και υπερνίκηση. Για την άρχουσα τάξη ο θάνατος του Ιησού και τα θρυλούμενα περί αναστάσεώς του, κανέναν κίνδυνο δεν προμήνυαν. Επρόκειτο για ένα παραμύθι. Κι όμως, ένας Μεσσίας που πεθαίνει εκούσια, γιατί αυτός το θέλει, ως “αναστημένος” Μεσσίας αποδεικνύεται τελικά, ιστορικώς, ως κάτι τρομερά αποτελεσματικό για τη διάδοση της διδασκαλίας του Ιησού και για την ανάπτυξη μιας εμπιστοσύνης στο θεό για τον ερχομό μιας νέας πραγματικότητας, όπου η φθορά, το κακό και ο θάνατος παραμένουν ανενεργά και αδύναμα. Σύμφωνα με την άποψη της χριστιανικής θεολογίας, ο θάνατος του Ιησού δεν ήταν μια απλή κατάληξη της κοινής ανθρώπινης μοίρας. Ήταν μια προσωπική εκλογή και εκούσια παράδοση στον θάνατο με την οποία δείχνει την έως τότε προβληματική πορεία της ανθρωπότητας, τη νέα κατεύθυνση που πρέπει αυτή να πάρει και την σωτηριολογική αγάπη του Θεού.

Τα πάθη του Ιησού

Η Τελική Κρίση, Γιάκομπ Μπάκερ (περ. 1580).

 Η αφήγηση των παθών του Ιησού συνδέεται με την απόφασή του να μεταβεί στην Ιερουσαλήμ, και τα γεγονότα που ακολούθησαν, έμειναν αιώνια σύμβολα για την πίστη των Χριστιανών. Η θεολογία των αφηγήσεων των Ευαγγελίων επάνω στα γεγονότα των Παθών παρουσιάζεται να αποτελεί εκπλήρωση των λόγων των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και μαρτυρία για την Μεσσιανική ταυτότητα του Ιησού.

 Υποσημειώσεις

  1. Στο αρχαίο ελληνικό κείμενο ο Ιησούς Χριστός αναφέρεται ως ο «υἱὸς» του Θεού. Σύγχρονες εκκλησιαστικές μεταφράσεις διατηρούν τον αρχαιότερο τύπο υιός/Υιός, ενώ άλλες μεταφράσεις τον αποδίδουν στη σύγχρονη μορφή “γιος/Γιος”. Μεταφράσεις που αποδίδουν τον όρο ως “γιος/Γιος” είναι μεταξύ άλλων οι εξής: Αλέξανδρος Πάλλης, Η Νέα Διαθήκη (1901)· Ο Λόγος Ζωντανός: Η Νέα Διαθήκη (1988)· Η Καινή Διαθήκη: Εγχειρίδιο Μελέτης και Ζωής (1994)· Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο (1996)· Η Αγία Γραφή-Μετάφραση Νέου Κόσμου (1997).

  

Η ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Του ΑΡΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ

«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου… δικό σας τώρα»!!! Κυκλοφορεί και σαν μαθητικό ανέκδοτο αλλά η ιστορία είναι πραγματική. Πουρνό πουρνό σε συνοικιακό Λύκειο της Αθήνας, μαθητής έχει κληθεί να πει την πρωινή προσευχή, ανεβαίνει στο μικρόφωνο, λέει τα πρώτα λόγια, σταματά και μιμούμενος αστέρα νυχτερινής πίστας καλεί το «κοινό» να συνεχίσει εκείνο τραγουδώντας το «σουξέ»…

Το παραπάνω συμβάν πιθανόν να ξεπερνά κάποια όρια, όμως στα εκατοντάδες δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια της Ελλάδας, χιλιάδες μαθητές ξεκινούν κάθε «εργάσιμη» μέρα με την κυριακή προσευχή. Μια εντελώς προσωπική πράξη λατρείας και επικοινωνίας με τον Θεό μετατρέπεται σε καθήκον υπαγορευόμενο από νόμους που συνοδεύεται από σύνταξη σε γραμμές, παραγγέλματα και άλλες οδηγίες προς μαθητευομένους. Καθήκον που συχνά αντιμετωπίζεται σαν σχολική υποχρέωση με βαριά καρδιά από εκπαιδευτικούς αλλά και μαθητές…

Ασκηση αυτοσυγκέντρωσης

«Νιώθει κανείς πολύ άσχημα… Είναι ό,τι πιο γελοίο υπάρχει», μας λέει ο Αλέξανδρος Καριώτογλου, διδάκτωρ Θεολογίας, διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και στενός συνεργάτης του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου: «Βίωσα για χρόνια την υποχρέωση ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση», λέει ο κ. Καριώτογλου. «Επειδή οι διευθυντές αντιμετωπίζουν τη δυσκολία της εφαρμογής του θεσμού, συνήθως το φορτώνουν στους θεολόγους. Αναλάμβανα με χαρά αυτό το φορτίο, φρόντιζα όμως από την αρχή της χρονιάς να εξηγώ στα παιδιά ότι έχει μεγάλη σημασία, πριν από κάθε σημαντική εργασία και μάλιστα πνευματική, να έχουμε 2-3 λεπτά για να αυτοσυγκεντρωθούμε. Ελεγα στα παιδιά ότι όποιος πιστεύει μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια του Θεού. Αλλά εάν δεν πιστεύει, και έχει κάθε τέτοιο δικαίωμα, μπορεί απλώς να σιωπά και αυτό είναι πάρα πολύ καλό και θεραπευτικό». Οταν μάλιστα τον ρωτούμε για τα παιδιά των μεταναστών, λέει χωρίς δισταγμό πως «εάν είχα σε σχολείο πολλούς μουσουλμάνους, ειλικρινά θα έβγαζα ένα παιδί να διαβάσει τον πρώτο στίχο του Κορανίου…».

Ατομική υπόθεση

«Η προσευχή είναι καθαρά ατομική υπόθεση. Μου είναι δύσκολο να νιώσω ανάταση εάν προσπαθώ μαζί με άλλους σαν στρατιωτάκι, όπως γίνεται στα σχολεία, ή ακόμη και στις εκκλησίες όπου συχνά καθένας χαζεύει δεξιά και αριστερά και μόνο αυτοσυγκέντρωση δεν έχει», αντιτείνει ο Κώστας Μπέης, ομότιμος καθηγητής της Νομικής και άνθρωπος με βαθιά σχέση με το θείο. Και φέρνει δύο φωτεινά παραδείγματα για το προσωπικό στοιχείο της επικοινωνίας με το υπερβατικό: «Γνωρίζουμε ότι ο Σωκράτης, συμμετέχοντας στην εκστρατεία της Ποτίδαιας, έμεινε όλη τη νύχτα βυθισμένος στους στοχασμούς του πριν προσκυνήσει τον ήλιο και αναλάβει υπηρεσία. Και ο ίδιος ο Ιησούς όμως δεν εμφανίζεται σε κανένα ευαγγελικό κείμενο να προσεύχεται μαζί με άλλους. Πάντοτε προτιμούσε να απομονώνεται γι’ αυτό τον σκοπό».

Πνεύμα και τάξη

Τι γίνεται όμως όταν ο άνθρωπος έρχεται σε αντιπαράθεση με τους ανθρώπινους νόμους; Η εκτέλεση προσευχής στα σχολεία προβλέπεται με σαφήνεια από σειρά νομικών κειμένων, το προεδρικό διάταγμα 210 του 1998 και ετήσιες εγκυκλίους του υπουργείου Παιδείας (και Θρησκευμάτων βεβαίως). Σε ιστοσελίδες εθνικοθρησκευτικού περιεχομένου είναι συχνό το φαινόμενο κάποιοι να καταγγέλλουν ότι στο τάδε σχολείο οι καθηγητές ή οι δάσκαλοι αδιαφορούν για την προσευχή. «Πέφτει άγριο ξεφωνητό, άνθρωποι γίνονται στόχος και αυτό είναι πολύ βαρύ», λέει η Βασιλική Γεωργιάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο. «Το σχολείο δεν υπάρχει για να κάνει το παιδί πιστό ενός δόγματος, ούτε για να τονώσει το θρησκευτικό του φρόνημα. Γι’ αυτό υπάρχουν τα κατηχητικά. Δεν είναι η υποχρεωτική προσευχή που θα με κάνει χριστιανό. Αυτό είναι καταναγκαστική πίστη. Είμαστε Ιράν;», αναρωτιέται η κ. Γεωργιάδου.

Εκ Θεού άρχεσθαι…

«Οι νόμοι και οι διατάξεις που υφίστανται δεν είναι κάτι που πιεστικά και μόνο με τη βία του νόμου έχει επιβληθεί στα ελληνικά σχολεία. Είναι η παράδοση του Ελληνισμού, της ορθόδοξης πίστης που οδηγεί να αρχίζουμε από τον Θεό τις εργασίες μας», λέει ο Ηλίας Φραγκόπουλος, αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Θεολόγων (ΠΕΘ): «Δεν πιέζουν οι νόμοι όποιον δεν θέλει να κάνει προσευχή». Τι γίνεται όμως με τον στιγματισμό όσων αρνούνται να ακολουθήσουν τους άλλους που συμμετέχουν ενεργά στην προσευχή; Τι γίνεται με τα χιλιάδες παιδιά μεταναστών που έρχονται από άλλες θρησκείες και χριστιανικά δόγματα; «Οι Ελληνες ορθόδοξοι ειδικά δεν έδειξαν ποτέ μίσος έναντι των άλλων», επιμένει ο κ. Φραγκόπουλος. «Να σας θυμίσω τι έγινε στην κατοχή με τους Ελληνες Εβραίους; Οταν τα παιδιά είναι κοντά μου και ξέρουν ότι τα αγαπώ, τέλειωσε η δουλειά».

Πίσω τα μουσουλμανάκια

«Η πρωινή σύνταξη δεν είναι μόνο για την προσευχή», συνεχίζει ο κ. Φραγκόπουλος. «Ανακοινώσεις γίνονται, οδηγίες δίνονται, ακούγονται λόγια που διαμορφώνουν την καθημερινή ζωή στο σχολείο. Νομίζω ότι εκεί τα μουσουλμανάκια μπορούν να μείνουν στο τέλος της σύνταξης…». Μα, αυτό δεν είναι επικίνδυνος διαχωρισμός; ρωτούμε. «Είναι διαχωρισμός, αλλά πάντα μέσα στο πνεύμα της συνεργασίας και της μη εχθρικής αντιμετώπισης του άλλου (!!!). Τα θέματα λύνονται μέσα στο κλίμα της αγάπης και της συναδελφικότητας που πρέπει να καλλιεργούμε στα παιδιά. Δεν πρέπει να απεμπολήσουμε τον εαυτό μας και την ταυτότητά μας για να είμαστε καλοί με τους άλλους…», επιμένει ο αντιπρόεδρος της ΠΕΘ.

Παραβιάσεις συνείδησης

«Δεν είναι δυνατόν το θέμα της θρησκευτικής συνείδησης να είναι αντικείμενο οποιουδήποτε καταναγκασμού και ομαδικής αντιμετώπισης», τονίζει ο καθηγητής Μπέης. «Στο Σύνταγμα μπορεί να αναφέρεται ότι η παιδεία πρέπει να φροντίσει και για τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, αλλά στο άρθρο 2 τονίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου είναι πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας». «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και αυτή την ελευθερία, σύμφωνα με το άρθρο 9, την έχει και το μικρό παιδί. Τα όσα γίνονται αντιστάσεως μη ούσης συμβαίνουν…», σημειώνει ο Κ. Μπέης.

«Ζήτημα παραβίασης της ελευθερίας της συνείδησης τίθεται όχι μόνο για τα αλλόθρησκα ή αλλόδοξα παιδιά», αναφέρει η Εύη Ζαμπέτα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Εκπαιδευτικής Πολιτικής Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας του βιβλίου «Σχολείο και θρησκεία»: «Οσοι κάνουν έρευνα γνωρίζουν ότι τα παιδιά είναι παρόντα στην προσευχή, είτε είναι χριστιανοί είτε όχι, γιατί κανείς δεν θέλει να διαφέρει. Υπάρχει διαδικασία απαλλαγής με αίτηση του γονέα, αλλά πάσχει, γιατί σε αναγκάζει να δηλώσεις ταυτότητα, οδηγεί σε περιθωριοποίηση και δημιουργεί προϋποθέσεις κοινωνικού αποκλεισμού. Εάν δεν πας το πρωί εκεί που πάνε όλα τα παιδιά, είσαι μόνος σου στη γωνία και δακτυλοδεικτούμενος. Είναι σαν το σχολείο να δηλώνει σε ποιον ανήκει». Και ο φόβος απεμπόλησης της ταυτότητας; «Δεν απειλείται η ταυτότητα όταν σέβεται τον εαυτό της και τους άλλους. Είναι ούτως ή άλλως κυρίαρχη», επιμένει η κ. Ζαμπέτα.

Μια δουλειά να κάνουμε…

«Στην ορθόδοξη εκκλησία πηγαίνουμε γιατί το θέλουμε και μάλιστα χωρίς αυστηρούς όρους για την ώρα, όπως συμβαίνει με καθολικούς και προτεστάντες», αναφέρει ο Α. Καριώτογλου: «Είμαστε Εκκλησία της ελευθερίας και θεολογικά το θεωρώ ασύμβατο να υποχρεώνουμε τα παιδιά σε μια τέτοιου είδους προσευχή». Γιατί τότε στο σχολείο να πρέπει όλοι μαζί να προσεύχονται σε τόσο περιοριστικό πλαίσιο; «Δεν βλέπω κανέναν περιορισμό», εμμένει στη θέση του ο αντιπρόεδρος των θεολόγων: «Τι θα έπρεπε; Να κάνει ένας προσευχή και άλλοι να σηκώνουν τη σημαία ή να μιλούν για τον Ολυμπιακό; Εάν πούμε να κάνουμε όλοι μαζί μια δουλειά, θα την κάνουμε. Η αυτοπειθαρχία είναι πολύ σημαντικό πράγμα και κερδίζεται μέσα στο σύνολο που πειθαρχεί με τάξη…».

«Υπάρχει τάξη μέσα στις ευαγγελικές περικοπές; Η θρησκευτική συνείδηση δεν έχει πειθαρχία, είναι άναρχη. Κάποιοι αποσύρονται και προσεύχονται, άλλοι παίζουν μπάλα, άλλοι κάνουν πλάκα, γιατί όχι; Η προσευχή δεν μπορεί να θεωρείται δουλειά. Οσοι θέλουν πειθαρχία να πάνε να τη ζητήσουν στο στρατό», λέει θυμωμένος ο Κ. Μπέης.

Λαός προσευχόμενος!

«Η ομαδική προσευχή παραπέμπει σε θρησκευτικό φονταμενταλισμό και είναι εκτός του θρησκευτικού μας πολιτισμού», λέει η Βασιλική Γεωργιάδου. «Οταν μάλιστα επιμένεις έχοντας απέναντι παιδιά άλλων θρησκειών και δογμάτων, αγνοείς τις ευαισθησίες που εσύ προβάλλεις -υποτίθεται- μέσα από την πράξη της προσευχής. Τους δίνεις δυνατότητα αυτοαποκλεισμού, αλλά στην πραγματικότητα, τους αποκλείεις εσύ. Αγνοείς πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας». Η κ. Γεωργιάδου στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Ερευνας (ESS, 2007) χειρίστηκε το θέμα «Εκκλησιασμός, Θρησκευτικότητα και Προσευχή» και θυμάται ακόμη πόσο εντυπωσιακό ήταν ένα από τα ευρήματα, ότι οι Ελληνες εμφανίζονταν με κολοσσιαία διαφορά ως ο πλέον προσευχόμενος λαός, καθώς μόλις το 4% απαντούσε ότι «ουδέποτε προσεύχεται», ενώ στις καθολικές χώρες, ο μέσος όρος των μη προσευχομένων ήταν 32%! Σε εκείνη την έρευνα οι Ελληνες έσπαγαν τα κοντέρ στην επίδειξη ξενοφοβίας – ευτυχώς όμως άλλη έρευνα του 2006 στα σχολεία του Δήμου Αθηναίων έδειχνε ότι οι Ελληνες μαθητές, στη συντριπτική τους πλειονότητα, αποδέχονται και κάνουν παρέα με παιδιά μεταναστών. Τους νόμους όμως ποιος τους φτιάχνει;…

Πηγή: Edugate.gr

Ο Θεός, οι διανοούμενοι και ο λαός

Του Θανάση Θ. Νιάρχου

Σε μια εξόχως συγκλονιστική σελίδα στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή ακούγεται η κυρία Εκάβη, λίγο πριν πεθάνει, να λέει στην κυρία Νίνα: «Νίνα, δεν υπάρχει Θεός». Λέγεται με παράπονο, με απελπισία, με σπαραγμό, ως μια διαμαρτυρία για τα βάσανα που έχει περάσει στη ζωή της η συγκλονιστική αυτή γυναίκα. Βάσανα που, λόγω της ανυπαρξίας του Θεού, κινδυνεύουν να μείνουν αδικαίωτα, έτσι ώστε η άλλη όψη του παραπόνου της κυρίας Εκάβης να διαβάζεται πως «αφού υπάρχει Θεός, γιατί επιτρέπει να βασανίζεται τόσο σκληρά ένας άνθρωπος». Το παράπονο και ο πόνος κρύβουν μέσα τους πολύ περισσότερη παραδοχή απ΄ ό,τι άρνηση. Το μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή είναι ένα γνήσιο λαϊκό μυθιστόρημα και η μεγάλη επιτυχία του έγκειται στο γεγονός πως δεν υπάρχει ούτε μισός ήρωάς του που ο δημιουργός του να του έχει δανείσει τις δικές του πνευματικές ανησυχίες. Με τρόπο μάλιστα που να συμπεραίνει κανείς πως ό,τι είναι λαϊκό, είναι γνήσιο και αυθεντικό, ενώ ό,τι είναι διανοουμενίστικο είναι πλασματικό και κούφιο. Τα σκέφτεται κανείς όλα αυτά καθώς διαβάζει τις απαντήσεις συγγραφέων και ποιητών στο ερωτηματολόγιο του Μαρσέλ Προυστ και πιο συγκεκριμένα στην ερώτηση «Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;», που δημοσιεύονται στα σαββατιάτικα «ΝΕΑ». Απαντήσεις που αμιλλώνται μεταξύ τους σε μια τόσο προχωρημένη πρωτοτυπία (σπάνιες οι περιπτώσεις αλλά υπαρκτές) ώστε να αναρωτιέσαι πόσον καιρό άραγε να βασανίζανε την απάντηση σε μιαν ερώτηση που αυθόρμητα ουδέποτε θα αποκρινόταν κανείς, λέγοντας στον Θεό: «Δεν πας στον Διάολο» ή «Ούτε θέλω να τον συναντήσω ποτέ, ούτε θέλω να μου πει απολύτως τίποτε. Τι ξέρει αυτός για εμάς τους ανθρώπους. Ανέραστος είναι, σταύρωσε τον γιο του». Ένας τρίτος θα απαντήσει πως «Μάλλον θα του έλεγα να σκάσει και να πάει στον Διάβολο» (θα έλεγε του Θεού!), ενώ ένας τέταρτος πολύ πιο καθωσπρέπει αποκρίνεται πως «Δεν συνηθίζω να συνομιλώ με αγνώστους μου». Με τη σειρά σου τώρα σκέφτεσαι να τους αντιτείνεις πως είναι αδιανόητο να βρίζει κανείς κάτι ή κάποιον που δεν υπάρχει ή ότι διαπρεπείς και σεσημασμένοι άθεοι, όπως ο Μαρξ, ο Νίτσε, ο Ροζέ Μαρτέν ντι Γκαρ ή ο δικός μας Κώστας Βάρναλης θα ήταν, αν μη τι άλλο, πιο συγκρατημένοι εκφραστικά. Ενώ στον τελευταίο, που δεν συνηθίζει να συνομιλεί με αγνώστους, νιώθεις την ανάγκη να τον ρωτήσεις αν όλοι με όσους συναλλάσσεται στις Εφορίες, στις τράπεζες, στα σούπερ μάρκετ, του είναι γνωστοί, ώστε να εξαντλεί την αυστηρότητα του κοινωνικού καθωσπρεπισμού του σε σχέση με τον Θεό, αν τύχαινε να τον συναντήσει. Είναι ωραίο να ποικίλλουν οι απόψεις, όσον αφορά στην ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού, φτάνει όμως ο τρόπος που εκφράζονται τα αντίθετα μεταξύ τους επιχειρήματα να τα κάνει όσο γίνεται πιο ισχυρά και οπωσδήποτε να τα τιμά ως επιχειρήματα. Αν συμβαίνει να μην υπάρχει Θεός, είναι ένα γεγονός τόσο τρομερό που δεν σηκώνει ούτε εκφραστικούς αυτοσχεδιασμούς ούτε πλασματικούς θυμούς. Πόσω μάλλον η έννοια του Θεού να γίνεται η «πλατφόρμα» για να αναδειχθεί κανείς ως πρωτότυπος, προοδευτικός, ρηξικέλευθος. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν διανύουμε πια μια ψυχροπολεμική περίοδο ώστε αυτός που δεν πιστεύει, ο άθεος, να δικαιολογείται να βλέπει σ΄ εκείνον που πιστεύει έναν εχθρό ή το αντίθετο. Άλλωστε στον βαθμό που μπορείς να κατηγορήσεις έναν θρησκευόμενο για μακάριο κι ανυποψίαστο, το ίδιο μπορείς να μεμφθείς έναν άθεο (όταν μάλιστα εκφράζεται με τον τρόπο που αναφέραμε) ως επιδειξία και ναρκισσευόμενο. Φοβάσαι πως κι αν αποδεικνυόταν επιστημονικά απολύτως η ανυπαρξία του Θεού, οι προγραμματισμένα άθεοι θα έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν να διαιωνίζουν την ύπαρξή του, προκειμένου να μη στερηθούν ένα επιπλέον τεκμήριο για την «προοδευτικότητά» τους. Σε εποχές, όπως η δική μας, όπου αμφισβητούνται τα πάντα (και καλώς αμφισβητούνται), οι κατ΄ αυτόν τον τρόπο υβριστές του Θεού ή της έννοιάς του γίνονται τόσο γραφικοί όσο και οι ομοιόμορφα ντυμένες κυρίες διαφόρων θρησκευτικών οργανώσεων με τον αυστηρά δεμένο κότσο και τα εξίσου αυστηρά κουμπωμένα γιακαδάκι και μανικάκι.

*Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη» πηγή: Τα Νέα 22/5/2008

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/index.php?option=com_content&view=article&id=379&catid=22:2009-10-10-07-06-00&Itemid=205

Δημιουργώντας τάξη μέσα από το χάος

Του ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗ

Το ότι ζούμε σε έναν ιδιαίτερα πολύπλοκο και αβέβαιο κόσμο θεωρείται πλέον μια σχεδόν αυταπόδεικτη αλήθεια για τους περισσότερους ανθρώπους. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα η επίσημη «επιστημονική» ιδεολογία όπως προβάλλεται από τα ΜΜΕ -αλλά και τα επίσημα σχολικά προγράμματα- επιχειρεί να μας πείσει ότι η αταξία, η αβεβαιότητα και η τυχαιότητα των φαινομένων που παρατηρούμε γύρω μας δεν είναι σε καμία περίπτωση εγγενείς αλλά απλώς φαινομενικές: μια ψευδαίσθηση που αποδίδεται αποκλειστικά σε ανθρωποκεντρικές προκαταλήψεις ή, ακόμη χειρότερα, σε διανοητική σύγχυση.

Αυτή η ιδεοληπτική προκατάληψη υπέρ μιας βαθύτερης, απλής και ασφαλώς νομοτελειακής εξήγησης όλων των πολύπλοκων «επιφαινομένων» δεν είναι καθόλου αυθαίρετη ή παράλογη. Αντίθετα, στηρίζεται σε μια σειρά από αρκετά επιτυχημένες μεθοδολογικές παραδοχές που, κυρίως κατά το παρελθόν, συνέβαλαν στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης.

Αναμφίβολα η πιο επιτυχής από αυτές τις μεθοδολογικές προσεγγίσεις είναι ο «αναγωγισμός», η άποψη δηλαδή ότι όλα τα πολύπλοκα φυσικά φαινόμενα μπορούν, κατ’ αρχήν, να εξηγηθούν από λίγους απλούς νόμους ή από κάποιες θεμελιώδεις «πρώτες αρχές» στις οποίες και οφείλουμε να αναγάγουμε τα πάντα. Αυτό το αναγωγιστικό εξηγητικό σχήμα αποδείχτηκε εξαιρετικά γόνιμο αλλά ταυτόχρονα και υπερβολικά περιοριστικό για την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης: ανακαλύψαμε γιατί πέφτουν τα μήλα, ενώ αγνοούμε το πώς αυτά δημιουργήθηκαν ή γιατί, ενδεχομένως, τα θεωρούμε εύγευστα!

Τις τελευταίες δεκαετίες η εκπληκτική ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας σε όλους τους τομείς -από τη μικροφυσική μέχρι τη μοριακή βιολογία και από τη νευροεπιστήμη μέχρι την οικολογία- οδήγησε στην αποκάλυψη των ανυπέρβλητων περιορισμών αυτής της μηχανιστικής και αυστηρά αναγωγιστικής προσέγγισης, η οποία κατά το παρελθόν είχε οδηγήσει στους μεγάλους θριάμβους της κλασικής επιστήμης, όπως είναι η νευτώνεια μηχανική και η θεωρία της σχετικότητας.

Ωστόσο, τα πρώτα σοβαρά ρήγματα στην κλασική επιστημονική κοσμοαντίληψη τα επέφερε αρχικά η θερμοδυναμική με την εισαγωγή της εντροπίας, δηλαδή του βέλους του χρόνου στη φυσική, και κατόπιν η κβαντική φυσική με την εισαγωγή του παρατηρητή ως παράγοντα που επηρεάζει την «αντικειμενική» παρατήρηση των μικροφυσικών φαινομένων, για να μην αναφέρουμε την εξελικτική θεωρία στη βιολογία ή τα θεωρήματα της μη πληρότητας του Godel στα μαθηματικά.

Μακριά από την ισορροπία η αταξία γίνεται δημιουργική

Ηδη από τον 17ο αιώνα, την εποχή της διαμόρφωσης της νεότερης επιστημονικής μεθόδου από τον Γαλιλαίο, τον Καρτέσιο και τον Νεύτωνα, η κατανόηση και ιδιοποίηση του φυσικού κόσμου βασίστηκε στην αναγωγική σκέψη και πρακτική: στην απλοποίηση, μέσω των κατάλληλων μαθηματικών εργαλείων, των πιο σύνθετων φαινομένων σε πιο απλά, τα οποία και θεωρούνταν ως «η αιτία» των πρώτων.

Διαμορφώθηκε έτσι ένας πολύ ισχυρός αιτιοκρατικός τρόπος σκέψης (ντετερμινισμός) που, αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να μας αποκαλύψει τα τελικά και προαιώνια αίτια όλων των φαινομένων (φυσικών, βιολογικών, αλλά και των ανθρωπολογικών ή κοινωνικών). Μάλιστα, πάνω σε αυτό ακριβώς το υπερφιλόδοξο αναγωγιστικό πρόγραμμα θα θεμελιωθεί και το σύνολο σχεδόν της νεότερης σκέψης και πρακτικής, από τη φιλοσοφία μέχρι τις πολιτικές και οικονομικές επιστήμες.

Παράλληλα όμως με τις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις και τις πρωτόγνωρες τεχνολογικές εφαρμογές που αυτές συνεπάγονται, η αύξηση της επιστημονικής γνώσης προκάλεσε και σοβαρές απογοητεύσεις. Σκεφτείτε την αδυναμία μας να κατασκευάσουμε μηχανές που δεν καταναλώνουν ενέργεια όταν εργάζονται ή μηχανές που μπορούν να ταξιδεύουν με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός.

Ίσως η πρώτη και πιο ενοχλητική αποκρυστάλλωση αυτής της εγγενούς θεωρητικής-τεχνολογικής αδυναμίας διατυπώθηκε ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα με τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής. Αυτός ο αδιάψευστος μέχρι σήμερα φυσικός νόμος ορίζει ότι η αταξία στο ορατό Σύμπαν τείνει αναπόδραστα να μεγαλώνει επειδή η συνολική ενέργεια που περιέχει τείνει βαθμιαία να υποβαθμίζεται. Με άλλα λόγια, η συνολική «εντροπία» του Σύμπαντος μπορεί μόνο να αυξάνεται με το πέρασμα του χρόνου.

Αν όντως ισχύει αυτός ο αδυσώπητος νόμος συμπαντικής υποβάθμισης, τότε πώς εξηγείται η ανάδυση και η εξέλιξη μέσα στο Σύμπαν εξαιρετικά πολύπλοκων φαινομένων όπως η γένεση και η εξέλιξη της ζωής, καθώς και η εμφάνιση των ανθρώπων με τις περίπλοκες και εξαιρετικά ενεργοβόρες κοινωνίες τους; Πράγματι, τα φαινόμενα αυτοοργάνωσης και εξέλιξης στη φύση φαίνεται να διαψεύδουν οριστικά αυτόν τον φυσικό νόμο.

Πολλοί επιστήμονες που συνέβαλαν στην εδραίωση της θερμοδυναμικής ως ανεξάρτητου κλάδου της σύγχρονης φυσικής είχαν επίγνωση αυτής της ανωμαλίας και επιχείρησαν να λύσουν το παράδοξο της δημιουργίας πολύπλοκων δομών. Ετσι, χάρη στο έργο των Lars Onsager, Ilya Prigogine, Peter Mazur και άλλων ερευνητών, έγινε σαφές τον 20ο αιώνα ότι η καθολική ισχύς του δεύτερου νόμου της αύξησης της εντροπίας όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά και προάγει την τοπική δημιουργία και την ανάπτυξη πολύπλοκων δομών!

Η αχίλλειος πτέρνα της πρώτης «κλασικής θερμοδυναμικής» ήταν πως αρχικά υπέθεταν ότι αυτή ισχύει και εφαρμόζεται μόνο σε κλειστά και αδρανή συστήματα, δηλαδή σε ιδανικά συστήματα που δεν ανταλλάσσουν ύλη και ενέργεια με το περιβάλλον. Προφανώς, τέτοια συστήματα σε κατάσταση απόλυτης θερμικής ισορροπίας μέσα στο γνωστό μας Σύμπαν αποτελούν μόνο θεωρητικές αφαιρέσεις. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής περιορίστηκε στη μελέτη μόνο καταστάσεων ισορροπίας αποτελούσε έναν αυτοευνουχισμό της ίδιας της καθολικής εφαρμοσιμότητας αυτού του νόμου!

Μακριά από τη θερμοδυναμική ισορροπία, που ισοδυναμεί με τον ενεργειακό θάνατο, η φύση αποκτά ιστορία. Ο χρόνος γίνεται όχι απλώς μια μεταβλητή αλλά ένας ενεργητικός παράγοντας που συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση πολύπλοκων κοσμολογικών δομών καθώς και στην ανάδυση και την εξέλιξη των ζωντανών οργανισμών. Οπως έχει επαρκώς τεκμηριώσει με το έργο του ο νομπελίστας Ilya Prigogine (βλ. πλαίσιο), τόσο η κοσμολογική εξέλιξη όσο και η βιολογική εξέλιξη αποτελούν μη προβλέψιμες αλλά και μη αναστρέψιμες φυσικές διεργασίες που δημιουργούν και συντηρούν πολύπλοκες «εκλυτογενείς δομές» (dissipative structures), που δημιουργούνται πάντα μακράν της ισορροπίας και παρά την αύξηση της συνολικής εντροπίας!

Φανταστείτε λοιπόν τις δραστικές συνέπειες που είχε αργότερα η εντελώς απρόσμενη ανακάλυψη ότι οι απολύτως ντετερμινιστικοί νόμοι και κανόνες οργάνωσης της φύσης οδηγούν πολύ συχνά τα πολύπλοκα συστήματα σε εντελώς χαώδεις και απρόβλεπτες συμπεριφορές! Πρόκειται για ένα πολύ συνηθισμένο, όπως αποδείχτηκε, φαινόμενο που σήμερα αποκαλείται «ντετερμινιστικό χάος» (σημειώστε το οξύμωρο των δύο όρων). Ερευνώντας μάλιστα τέτοια χαοτικά φαινόμενα οι επιστήμονες θα διαπιστώσουν ότι είναι πάντα μη γραμμικά: δεν μπορούμε να προβλέψουμε τη μελλοντική τους συμπεριφορά, ακόμη και αν γνωρίζουμε επακριβώς τις αρχικές συνθήκες ή τις προγενέστερες καταστάσεις τους.

Ολα τα ορατά ή μακροσκοπικά συστήματα, δηλαδή αυτά που μελετούν οι γεωλόγοι, οι βιολόγοι, οι μηχανικοί, οι οικονομολόγοι, οι γιατροί, υπακούουν απ’ ό,τι φαίνεται σε δύο τουλάχιστον αρχές οργάνωσης: (1) οι απλοί νόμοι δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην σε απλές συμπεριφορές και (2) ελάχιστες και φαινομενικά ασήμαντες μεταβολές στις παραμέτρους που διαμορφώνουν ένα πολύπλοκο (δηλαδή μη γραμμικό) σύστημα μπορεί να οδηγήσουν στο μέλλον σε μεγάλες αλλαγές στη δομή και τη συμπεριφορά του.

Συνήθως ταυτίζουμε εσφαλμένα το χάος με την απόλυτη αταξία, δηλαδή με την απουσία κάθε οργάνωσης και εσωτερικής συνοχής: «χαώδεις» θεωρούνται οι καταστάσεις ή τα φαινόμενα που θεωρούμε ότι δεν υπόκεινται σε ακριβείς κανόνες ή νόμους και συνεπώς αντιστέκονται σε κάθε μας προσπάθεια πρόβλεψης, ελέγχου ή τεχνολογικής χειραγώγησής τους. Πρόκειται για μια διανοητική στάση που σχετίζεται πιθανά με την ίδια την οργάνωση και τη λειτουργία του ανθρώπινου νου.

Το χάος λοιπόν έχει πλέον εισβάλει δημιουργικά στην ανθρώπινη σκέψη όχι μόνο, όπως στο παρελθόν, ως μέτρο της άγνοιάς μας αλλά και ως απαραίτητη προϋπόθεση της βαθύτερης γνώσης του κόσμου. Ενα εύλογο ερώτημα είναι: οι σημερινοί πολιτικοί, πέρα από τα επιστημονικοφανή πυροτεχνήματα, διαθέτουν άραγε τα απαραίτητα γνωστικά εργαλεία για να κατανοήσουν την πολύπλοκη δυναμική τάξης-αταξίας όπως αποκρυσταλλώνεται στην τρέχουσα κρίση του κυρίαρχου μοντέλου διαχείρισης της κοινωνίας; *

Η πρόκληση της πολυπλοκότητας στην επιστημονική σκέψη

«Η επιστήμη εξακολουθεί να είναι η εξ αποκαλύψεως προφητική περιγραφή του κόσμου, όπως αυτός φαίνεται από ένα θεϊκό ή δαιμονικό σημείο αναφοράς.

Είναι η επιστήμη του Νεύτωνα, του νέου Μωυσή, στον οποίο αποκαλύφθηκε η αλήθεια του κόσμου -είναι μια επιστήμη “εξ αποκαλύψεως”, ξένη προς κάθε ιστορικό ή κοινωνικό πλαίσιο που θα την αναγνώριζε ως δραστηριότητα μιας ανθρώπινης κοινωνίας». Με αυτό το καυστικό σχόλιο στο σπουδαίο βιβλίο «Τάξη μέσα από το Χάος» (ελλ. έκδ. ΚΕΔΡΟΣ) ο Ilya Prigogine και η στενή συνεργάτις του Isabelle Stengers ασκούν κριτική στο αίτημα της κλασικής φυσικής για απόλυτες και διαχρονικές επιστημονικές βεβαιότητες.

Με το πρωτοποριακό του έργο αυτός ο ιδιοφυής φυσικοχημικός και η περίφημη σχολή του στο Βέλγιο κατάφεραν να μεταμορφώσουν τη θερμοδυναμική από «επιστήμη της θερμότητας» σε έναν πολυδύναμο διεπιστημονικό κλάδο που μελετά όλες τις πολύπλοκες εκλυτογενείς δομές του φυσικού κόσμου.

Εκτοτε η «πολυπλοκότητα» έπαψε να θεωρείται απλώς μια αφηρημένη ή ασαφής έννοια που ταιριάζει μόνο σε πιο «ελαφρές» επιστήμες, όπως η βιολογία, και αναδείχτηκε σε μια πολύ συγκεκριμένη φυσική κατηγορία που περιγράφει, με τρόπο αναγκαστικά μη αναγωγιστικό, όλες εκείνες τις σύνθετες φυσικές δομές και διεργασίες που ενώ τις παρατηρούσαμε δεν διαθέταμε τα μέσα για να τις περιγράψουμε.

Χάρη στην ανάπτυξη της θερμοδυναμικής των μη γραμμικών συστημάτων η επιστήμη απέκτησε κάποια εργαλεία για τη μελέτη των φυσικών διεργασιών που οδηγούν στην αυτοοργάνωση και την εξέλιξη των πολύπλοκων συστημάτων (από τα ουράνια σώματα μέχρι τους ζωντανούς οργανισμούς)!

Η νέα επιστημονική και όχι πια αποκλειστικά φιλοσοφική προσέγγιση της πολυπλοκότητας επέβαλε όχι μόνο καινοφανείς προσεγγίσεις των πολύπλοκων φυσικών φαινομένων αλλά και την ανάγκη μιας διεπιστημονικής προσέγγισής τους. Ούτε η φυσικοχημεία ούτε η βιολογία μπορούν από μόνες τους να κατανοήσουν πώς και γιατί προέκυψε η ζωή πάνω στη Γη. Ούτε βέβαια η κοσμολογία χωρίς τη συνδρομή της μικροφυσικής θα μπορούσε ποτέ να κατανοήσει την εξέλιξη και την πολυπλοκοποίηση του γνωστού μας Σύμπαντος!

Πιο πρόσφατα, μάλιστα, επιχείρησαν να εφαρμόσουν αυτή την εναλλακτική προσέγγιση και αυτά τα μοντέλα ανάλυσης στη μελέτη των ακόμη πιο σύνθετων κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων. Τελικά, η επιστήμη του εικοστού πρώτου αιώνα είτε θα γίνει η μεταμοντέρνα «επιστήμη της πολυπλοκότητας» είτε θα πάψει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανθρώπινη ιστορία.

Πηγή: http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=26/09/2009&id=85968

Μίκης Θεοδωράκης: Το «αγαπάτε αλλήλους»… και η Εθνική Αντίσταση

Εγώ δεν βρήκα καμία αντίφαση ανάμεσα στην (ένταξή μου και στην) Εκκλησία, όπου συνάντησα την ελληνική γλώσσα, το βυζαντινό μέλος, που είναι και ελληνικό μέλος, όλα τα βασικά κηρύγματα του χριστιανισμού και κυρίως το «αγαπάτε αλλήλους», τη θυσία στη Σταύρωση, σε μία εποχή όπου ζούσαμε κάτω από το ζυγό της ξένης κατοχής και που αυτά τα παραδείγματα της αλληλεγγύης, της αγάπης προς τους δοκιμαζόμενους αδελφούς μας αλλά και της ανάγκης της θυσίας της σταύρωσης για να ελευθερωθεί η πατρίδα μας. Όλα αυτά για μένα ήταν συγγενή με την ένταξή μου, την εποχή εκείνη στην Εθνική Αντίσταση. Ήμουνα ένας αντιστασιακός, ήμουνα ένας κομμουνιστής εκείνη την εποχή και παράλληλα ήμουνα ένας χριστιανός, ένας άνθρωπος που πίστευε στην Ορθοδοξία και που πίστευε και που πιστεύει στη συνέχεια του ελληνικού έθνους. Κι ένας μεγάλος σταθμός είναι βέβαια και το Βυζάντιο, όπου όχι μόνο διατήρησε το ελληνικό μέλος αλλά και το επεξεργάστηκε και από κει το πέρασε στα ακριτικά και στα δημοτικά μας τραγούδια κι έτσι μπόρεσε να διατηρηθεί η εθνική και πολιτιστική μας ταυτότητα.

Αναγεννήθηκα μέσα από την Εκκλησία.
Ήθελα, επειδή πιστεύω ότι η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι και είναι συνάθροιση απλών ανθρώπων, ιδιαίτερα στις μικρές μονάδες όπως είναι το χωριό, όπως είναι η κωμόπολη, όπως είναι η πόλη, θα ’θελα πάρα πολύ να γράψω πάρα πολλά εκκλησιαστικά έργα, όπως είχα γράψει όταν ήμουν έφηβος αλλά και μετέπειτα, ξεκινώντας από τη «Λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου».

Πηγή: http://www.xristianiki.gr/anexartetes-enotetes/stokhastes-theologoi/mikes-theodorakes-to-agapate-allelous-kai-ethnike-antistase.html

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση