π. Βασίλειος Θερμός*
Κατά καιρούς, όπως πρόσφατα με το 1821 ή λίγο παλαιότερα με τη Σμύρνη, έρχονται στην επιφάνεια δημόσιες διαμάχες γύρω από την ορθότητα συγκεκριμένων ιστορικών απόψεων ή ιστοριογραφικών μοντέλων. Καθώς η από χρόνια αυτονόητη για τα πανεπιστημιακά δεδομένα γνώση εκλαϊκεύεται, το ευρύ κοινό δεν παύει να εκπλήσσεται βλέποντας να αναθεωρούνται στερεότυπες απόψεις με τις οποίες είχε γαλουχηθή από δεκαετίες. Δεν θα είναι υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι στην Ελλάδα διαφέρει εντυπωσιακά, ίσως σε αρχετυπικό βαθμό, η κοινόχρηστη ιστορία από την ακαδημαϊκή ιστορία.
Πώς πρέπει να αντιμετωπισθή ένα τέτοιο φαινόμενο; Είναι σύμπτωμα παρακμής; Είναι ανησυχητικό σημάδι; Πώς θα πορευθή ένα έθνος του οποίου η ηγετική και διανοητική ελίτ έχει ριζικά διαφορετική εικόνα από τον λαό για το παρελθόν, με όποιες συνέπειες μπορεί αυτή η διαφορά να έχει για το αίσθημα εθνικής ταυτότητας και συνοχής;
Έχω τη γνώμη (και υπό τους περιορισμούς πάντοτε του μη ειδικού) ότι στις δημόσιες ιστοριογραφικές διαμάχες του τόπου μας συγκρούονται δύο διαφορετικοί κόσμοι. Στην πραγματικότητα συγκρούονται η μακρά κεκτημένη συνήθεια της Ανατολής με τα κατακτημένα αυτονόητα της Δύσης.
Οἱ ὀρθόδοξες χῶρες βρίσκονται σέ διαφορετική ψυχολογική θέση ἀπό τίς δυτικές ὡς πρός τό θέμα μας, ἀλλά καί στό ἐσωτερικό τους οἱ πιστοί χαρακτηρίζονται ἀπό διαφορετική ψυχολογική πραγματικότητα σέ σύγκριση μέ τούς ἀδιάφορους καί δυτικοποιημένους. Ἄλλες εἶναι οἱ ψυχολογικές προτεραιότητες τοῦ καθενός διότι δομεῖται διαφορετικά τό αἴσθημα ψυχικῆς ταυτότητος. Η συντριπτική πλειονότητα τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἀντλοῦν τήν χριστιανική τους ταυτότητα πρωτίστως μέσα ἀπό τή διαμεσολάβηση τοῦ ἔθνους. Ἑπομένως μέ ὁποιαδήποτε ἀλλαγή τῆς καταστατικῆς τους σχέσης μέ τό ἔθνος κινδυνεύουν νά μήν εἶναι πιά χριστιανοί!
Ὑπάρχει χῶρος γιά τό ἔθνος στή σημερινή κοινωνία τῶν πολιτῶν; Δέν θά μποροῦσε νά μήν ὑπάρχει, δεδομένου ὅτι καί τό ἔθνος μέ τή σημερινή του ἔννοια ἀποτελεῖ προϊόν τῆς νεωτερικότητας. Ἀλλά χρειάζεται νά δοῦμε μέ ποιά μορφή ὑπάρχει. Ὅπως εἶναι μᾶλλον γνωστό, οἱ ἐξελίξεις διαμόρφωσαν δύο βασικούς τύπους ἐθνικῆς συνείδησης.
Ὁ πρῶτος ἀναπτύχθηκε στή Βρεττανία καί στή Γαλλία. Ἐδῶ τό ἔθνος γίνεται ἀντιληπτό ὡς ἔννοια πού ἀπορρέει ἀπό τόν πατριωτισμό τοῦ συντάγματος. Ἕνας πολίτης αὐτοῦ τοῦ μοντέλου συγκροτεῖ ψυχική ταυτότητα μέσα ἀπό τήν ἐθνική ἰδεολογία ὅπως αὐτή νοηματοδοτεῖται ἀπό τούς θεσμούς τῆς πολιτικῆς κοινωνίας, μέ ἄλλα λόγια αἰσθάνεται τό ἔθνος μέσα ἀπό τούς θεσμούς τοῦ «συνανήκειν». Ἡ ἐκδοχή αὐτή ἐμπλουτίστηκε ἀπό τίς μεταπολεμικές θεωρίες γιά τήν ἰδεολογία καί τή συγκρότηση ταυτοτήτων. Ἄς προσθέσουμε ἐδῶ ὅτι αυτός ο τύπος έθνους ἀποτελεῖ τήν κοινή βάση τῶν ἐπικρατέστερων θεωριῶν γιά τό ἔθνος στή διεθνῆ ἀκαδημαϊκή κοινότητα.
Καθοριστικό χαρακτηριστικό τοῦ ἐν λόγῳ μοντέλου εἶναι τό γεγονός ὅτι ἐθνικές ἀρετές εἶναι οἱ κοινωνικές ἀρετές. Παρ’ ὅλα αὐτά ἡ δυναμική τοῦ ἔθνους ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἰδιοπροσωπίας τῶν παραδόσεων καί τῶν συμβόλων ὑπάρχει. Ἡ κοινή ἔννοια τῆς δικαιοσύνης δέν εἶναι ἀρκετή. Μέ λίγα λόγια, ὑπάρχει καί ὑγιής πατριωτισμός σύμφωνα μέ τό μοντέλο αὐτό, δηλαδή συνδεμένος μέ τόν ἱστορικό πολιτισμό τοῦ ἔθνους, ἀρκεῖ νά ἐναρμονίζεται μέ τίς ἀρχές τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν. Πρωτίστως ὅμως ὁ πολίτης αἰσθάνεται ὑπόλογος ψυχικά ἀπέναντι στήν κοινωνία.
Ἀπό τή «διαφωτιστική» ἐκσυγχρονιστική διανόηση στόν τόπο μας θεωρεῖται (και ὄχι ἀβάσιμα) ὅτι ἐνδεχόμενη υἱοθέτηση αὐτοῦ τοῦ μοντέλου θά προαγάγει τήν κοινωνική εἰρήνη, την ἀνοχή ἀπέναντι στήν ὁποιουδήποτε τύπου διαφορά, τήν ἀξιοπιστία καί ὑπευθυνότητα τοῦ πολίτη, τή συνεργασία, τό ξεπέρασμα τῶν συνδρόμων ἄμυνας καί ἀπομονωτισμοῦ… ἐνῶ θά ἐξαπλώσει περισσότερο τό νόμο καί τό δίκαιο στίς κοινωνικές καί διεθνεῖς σχέσεις.
Ποιός εἶναι ὁ δεύτερος τύπος ἐθνικῆς συνείδησης; Τό βαλκανικό καί γερμανικό μοντέλο. Παρά τήν αἰτιολογική σύνδεσή του μέ τή νεωτερικότητα τό μοντέλο αὐτό ἐκφράζει κυρίως, ὄχι τόν ὀρθό λόγο, ἀλλά τό θυμικό. Ἡ σύνδεσή του μέ τή νεωτερικότητα ἐπιτυγχάνεται κατά βάσιν μέσῳ τῆς ἰδεολογίας.
Τό ἔθνος λατρεύθηκε ἰδεολογικά κατά τόν 19ου αἰῶνα ἐπί τῇ βάσει τῆς «ἐθνικῆς ψυχῆς». Τό πάθος αὐτῆς τῆς λατρείας ὑπῆρξε ἀνάλογο τοῦ θρησκευτικοῦ: τό ἔθνος γίνεται ἱερό, διαθέτει «ἀποστόλους καί μάρτυρες», ἀπαιτεῖ «κατήχηση» στόν ἀπελευθερωτικό ἀγῶνα, ἡ δέ ἀμφισημία του ἐμπνέει ὅ,τι καί μέ τίς θρησκεῖες: εἴτε λαμπρά κατορθώματα θυσίας καί ἡρωισμοῦ, εἴτε φανατισμό καί ἐγκληματικότητα. Ὡς πολιτισμικό ἔρεισμα αὐτῆς τῆς ἐκδοχῆς περί ἔθνους χρησίμευσε κυρίως ὁ γερμανικός ρωμαντισμός.
Σ’ αὐτή τήν κατηγορία σκέψης τό ἔθνος γίνεται ἀντιληπτό ὡς μιά διαχρονική κοινότητα κουλτούρας καί ἱστορίας. Ἄλλοτε θεωρεῖται ἀδιαλείπτως ἐνεργό καί ἄλλοτε ἀφυπνίζεται κάτω ἀπό ὁρισμένους ὅρους. Ἡ ἀφύπνιση κατά τόν 19ο αἰῶνα ἀποδίδονταν στή θεία πρόνοια ἤ τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐνῶ στήν ἐποχή μας σέ συγκεκριμένες οἰκονομικοκοινωνικές μεταβολές.
Ἐπειδή ἡ συναισθηματική ἐπένδυση στό ἔθνος εἶναι σ’ αὐτή τήν ἐκδοχή πελώρια, εἶναι ἑπόμενο νά προκάλεσε καί νά προκαλεῖ πάθη. Αὐτό ἐξηγεῖ καί τίς φρικτές αἱματοχυσίες πού ἔλαβαν χώρα κατά τόν 20ό αἰῶνα μέ ἀφετηρία -ὄχι τυχαῖα- στή Γερμανία καί στα Βαλκάνια. Ἕνα τέτοιο ἔθνος ὑπόκειται σέ μία νοητική ἀναπαράσταση ἀπό τά ὑποκείμενα τέτοια ὥστε νά ἱκανοποιεῖ ψυχικές ἀνάγκες συνοχῆς καί ἰσχύος. Ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτό τό μοντέλο δέν εἶναι τόσο πολίτης ὅσο μέλος ἑνός ἔθνους, αὐτή ἡ ἰδιότητα εἶναι πού χαρίζει τή θεμελιώδη ταυτότητα. Αὐτό τό ἐπιτυγχάνει μέ τό νά συγκρατεῖ τίς διαλυτικές δυνάμεις τοῦ ψυχισμοῦ καί νά παρέχει ἀσφάλεια: ἐφ’ ὅσον ὁ ἐχθρός βρίσκεται κάπου ἔξω ὁ ψυχισμός ἀποφεύγει τόν δικό του ἐμφύλιο πόλεμο μέσῳ τοῦ ἀσυνείδητου ψυχολογικοῦ μηχανισμοῦ τῆς προβολῆς. Ἐπί πλέον «φυσιολογικοποιεῖ» τίς ἀσυνείδητες ἐπιθετικές ἐνορμήσεις ἐνσωματώνοντάς τις σέ κοινό συμβολικό σύστημα, τό ὁποῖο ἀποενοχοποιεῖ τίς ἐνορμήσεις αὐτές παρέχοντάς τους ἰδεολογική προκάλυψη. (Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἐμπειρική παρατήρηση ὅτι ὅσο περισσότερο ἐθνικιστής εἶναι κάποιος τόσο μεγαλύτερη χαρακτηρολογική ἐπιθετικότητα ἐμφανίζει). Ἡ ἐθνική συνείδηση, μέ ἄλλα λόγια, ἐδῶ ἐξυπηρετεῖ πρωτίστως συναισθηματικούς σκοπούς τῆς ψυχικῆς οἰκονομίας.
Τό προπατορικό ἐλάττωμα αὐτοῦ τοῦ ἐθνικισμοῦ, στόν ὁποῖο ὅπως εἶναι φανερό ἀνήκει καί ὁ ἑλληνικός, βρίσκεται στόν ἔντονα φαντασιακό χαρακτῆρα τῆς ἀντίληψης ἑαυτοῦ καί τῶν ἄλλων. Τό ἔθνος στό ὁποῖο ἀνήκει κάποιος δέν γίνεται ἀντιληπτό στήν πραγματική του κατάσταση, ἀλλά στήν ἰδεατή: ἡ ἐπιθυμία συγχέεται μέ τήν πραγματικότητα. Ἐξογκώνονται οἱ ἀρετές του καί ἀποσιωπῶνται οἱ κακίες του, ἐνῶ σέ κάποιες περιπτώσεις ἀναπτύσσεται ἡ θεωρία τοῦ περιουσίου ἔθνους. Φυσικά υἱοθετεῖται μία ἐγωκεντρική στάση σύμφωνα μέ τήν ὁποία δέν παραχωροῦνται στά ἄλλα ἔθνη ἰσοδύναμα αἰτήματα ὅσων ζητοῦνται ἀπό αὐτά. Πρόκειται γιά τήν ἀσυνέπεια τοῦ ἐθνικισμοῦ στήν αὐτοκριτική καί στά αἰτήματά του, τήν ὁποία ἐπισημαίνει ὁ Gellner.
Εὔλογη ἀπόρροια αὐτῆς τῆς ἐκδοχῆς περί ἔθνους ἀποτελεῖ ἡ προβληματική στάση της ἀπέναντι στό νόμο. Ὁ νόμος δέν γίνεται δεκτός ὡς ὑποχρεωτικός καί ἐξισωτικός, ἀλλά διαθλᾶται μέσα ἀπό τά συμφέροντα καί τίς προτιμήσεις λαμβάνοντας κυρίως προσωπική χροιά. Ἡ ἔμφαση στό πρόσωπο καί τίς προσωπικές σχέσεις συνήθως λειτουργεῖ ὡς ἄλλοθι, δεδομένου ὅτι κατά βάθος τό ἐθνικιστικό ὑποκείμενο δέν ἀνέχεται ἄλλο νόμο πέρα ἀπό ὅ,τι τό ἀγχολύει καί ὅ,τι τό ἰσχυροποιεῖ. Ἡ λανθάνουσα ψυχική δομή ἔγκειται σέ μία ναρκισσιστικά ἐξογκωμένη καί παντοδύναμη εἰκόνα ἑαυτοῦ, ἡ ὁποία αἰσθάνεται τό κέντρο τοῦ κόσμου: ὅλα τά ἄλλα ἔθνη πρέπει νά παραμερίσουν μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ ἐκλεκτοῦ ἔθνους.
Ἄν ἡ ἰδέα-κλειδί τοῦ πρώτου τύπου πατριωτισμοῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη, τοῦ δευτέρου τύπου εἶναι τό μεγαλεῖο. Ἡ στενότατη διασύνδεση τοῦ ἔθνους μέ τήν ἰσχύ γίνεται ἐμφανής καί ἀπό τήν ἄρρηκτη διαπλοκή ἔθνους καί κράτους. Τό ἔθνος δέν ἀρκεῖται στήν διατήρηση τῆς ἰδιοπροσωπίας του ἀλλά διεκδικεῖ κρατική ὀντότητα καί θεσμική ἐπιβολή, μέσα ἀπό τό γνωστό δίδυμο «ἔθνος-κράτος». Τό ἔθνος μεγαλουργεῖ ὅταν ἀνεξαρ-τητοποιεῖται καί ἐπεκτείνεται. Πρός τόν σκοπό αὐτό ἡ ἱστορία διαβάζεται μεροληπτικά, προκειμένου νά δικαιωθοῦν οἱ ἐδαφικές ἀξιώσεις.
Αν ο δεύτερος τύπος εθνικής συνείδησης σάς θυμίζει κάτι, έχετε απόλυτο δίκιο. Ο ελληνικός πατριωτισμός ερωτοτροπεί ανέκαθεν με τον εθνικισμό του θυμικού. Το δυστύχημα εδώ είναι οτι, όπως εἶναι παγκοίνως γνωστό, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει συνδεθῆ ανεπιφύλακτα μέ αὐτοῦ τοῦ τύπου τόν ἐθνικισμό, γι’ αὐτό καί κατά κανόνα ὑποδαύλισε καί στήριξε τίς ἐθνικές διεκδικήσεις, χωρίς νά ἐνδιαφερθῆ στόν ἴδιο βαθμό καί γιά τίς ἀρετές τῆς συνυπάρξεως. Αὐτή ἡ ἐπιζήμια σύνδεση κατέστη δυνατή, ὄχι μόνο ἐξ αἰτίας συγκεκριμένων ἱστορικῶν περιπετειῶν, ἀλλά καί ἐπειδή ἡ θεολογική σκέψη δέν ἔχει ἀσχοληθῆ σχεδόν καθόλου μέ τή δυναμική τῆς ἰδεολογίας προκειμένου νά συμβάλει καί αὐτή στήν ἀπογύμνωσή της.
Μέ τό νά παραμένει ἀνυποψίαστος ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος σχετικά μέ τόν μηχανισμό τῆς αὐταπάτης που είναι εγγενής στήν ἰδεολογία, ἀφήνει ἀφύλακτα τά νῶτα του στήν χρήση του ίδιου ἀπό τήν ἐθνική ἰδεολογία, μιά χρήση ἡ ὁποία ἐνδέχεται νά ὁδηγήσει καί σέ ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μηνύματος. Νομίζει (ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος) ὅτι χρησιμοποιεῖ τόν πατριωτισμό ἀλλά στήν πραγματικότητα χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ἐθνικισμό. Ἡ μέχρι τώρα θητεία τῆς Ἐκκλησίας στό ἔθνος συνόδευσε τόν ἐθνικισμό στά δεινά τῆς ἰδεολογίας, γι’ αὐτό καί τώρα εἰσπράττει τήν κρίση της.
Όμως ἡ ἀρχική γέννηση καί ἀνάπτυξη τῆς Ἐκκλησίας ἔλαβε χώρα σέ περιβάλλον πού ἔμοιαζε, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, μέ τή σημερινή κοινωνία τῶν πολιτῶν, δηλαδή σε περιβάλλον ρωμαϊκῆς παγκοσμιοποίησης. Εἶναι καί αὐτός ἕνας ἀπό τούς λόγους πού ὑποστηρίζω πώς ἡ κοινωνία τῶν πολιτῶν ἀποτελεῖ φυσικώτερο χῶρο γιά τήν Ἐκκλησία ἀπό ὅσο τό ἔθνος.
Γιατί η Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία είναι ασύμβατη μέ τόν δεύτερο τύπο τοῦ ἔθνους, ὁ ὁποῖος μέχρι τώρα μονοπώλησε στον τόπο μας την εθνική συνείδηση;
1) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον νά ἀρνεῖται τόν φαντασιακό χαρακτῆρα πού τόσο συχνά προσδίδεται στήν ἐθνική ταυτότητα, λόγῳ τῆς ἀγάπης της πρός τήν ἀλήθεια. Χρειάζεται νά δώσει ἰδιαίτερη προσοχή στήν ἐπισήμανση τοῦ Gellner ὅτι «σέ γενικές γραμμές ἡ ἐθνικιστική ἰδεολογία ὑποφέρει ἀπό μία διάχυτη ψευδῆ συνείδηση. Οἱ μύθοι της ἀντιστρέφουν τήν πραγματικότητα: ἰσχυρίζεται πώς ὑπερασπίζεται τόν παραδοσιακό πολιτισμό, ἐνῶ στήν πραγματικότητα βοηθᾶ νά κατασκευαστεῖ μιά ἀνώνυμη μαζική κοινωνία… Κηρύσσει καί ὑπερασπίζεται τήν πολιτισμική ποικιλία, ὅταν στήν πραγματικότητα ἐπιβάλλει τήν ὁμοιογένεια τόσο στό ἐσωτερικό τῶν πολιτικῶν ὀντοτήτων, ὅσο καί μεταξύ τους σέ μικρότερο βαθμό». Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά μιά πλασματική ὁμοιογένεια ἀπέναντι στόν ἀληθινό ἤ φανταστικό κίνδυνο, μιά ὁμοιογένεια πού συχνά περιλαμβάνει καί ἔντονα ἀντικοινωνικά στοιχεῖα, ἀρκεῖ νά εἶναι «πατριῶτες»!
2) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει χρέος νά ἀντιστέκεται στόν ἐγωκεντρικό χαρακτῆρα τοῦ ἐθνικισμοῦ, ἀναγνωρίζοντας τά θετικά στοιχεῖα ὅλων τῶν ἄλλων ἐθνῶν καί τῶν πολιτισμῶν τους. Μάλιστα, κάτι περισσότερο: ἔχει ὑποχρέωση νά ἀνεύρει καί νά ἀναδείξει ἐκεῖνα τά στοιχεῖα τῶν ἄλλων πολιτισμῶν τά ὁποῖα θά μποροῦσαν νά συμβάλουν στή σάρκωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ μέσα στό σύγχρονο κόσμο. Ἡ συνάντηση Θεολογίας καί πολιτισμοῦ δέν σταμάτησε μέ τόν ἑλληνικό πολιτισμό. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι πολιτισμοί ἔχουν ἀνάγκη κάποιου ἰσχυρότερου χειραγωγοῦ στή διαδικασία προσλήψεώς τους ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος ὅμως νά ἀντιλαμβάνεται τήν ἰσχύ του καί τά ἱστορικά του προνόμια, ὄχι ὡς «ἁρπαγμόν», ἀλλά ὡς «κένωσιν» καί ἔξοδο ἀπό τήν ἐγωκεντρικότητά του.
3) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει «συμφέρον» νά προάγει τά ἰδεώδη τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, διότι μέ αὐτά ἐξασφαλίζει ἐλευθερία κινήσεων καί δράσεων σέ χῶρες πού δέν ἀποτελεῖ τήν πλειονότητα, ἀλλά καί διότι μέσῳ τῆς ἀτομικῆς αὐτοδιαθέσεως ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀποκτᾶ νέα μέλη διά τῆς μεταστροφῆς τους στόν Χριστό. Προφανῶς δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στόν τόπο μας, ὅπου λειτουργεῖ σέ ὑποτυπώδη μορφή ἡ κοινωνία τῶν πολιτῶν, κάθε ἄτομο πού μεταστρέφεται σέ ἄλλη θρησκεία ἤ αἵρεση θεωρεῖται ἀπό τούς πιστούς λιγώτερο ἕλληνας. (Καί ἐνδεχομένως νά ἀληθεύει αὐτό, ἀφοῦ ἡ ἐθνική μας ταυτότητα δομεῖται κατά τόν βαλκανικό τύπο!)
Ἀντίθετα, ἄν θά ἐπιθυμούσαμε νά ἀρθρώσουμε κριτικό λόγο γιά το εκσυγχρονιστικό μοντέλο περί έθνους, θά παρατηρούσαμε τά ἀκόλουθα:
1) Ὁλόκληρη ἡ συζήτηση περί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων στηρίζεται σέ ἀνθρωποκεντρικό σκεπτικό, ἀφοῦ ἀπουσιάζει μία θεολογία περί τῆς ἰσότητας τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό τό ἔλλειμμα ὀντολογίας καθιστᾶ εὐάλωτη στό πέρασμα τοῦ χρόνου τήν θεσμιζόμενη ἰσοτιμία καί ἀνοίγει τήν πόρτα στόν κίνδυνο ἡ κοινωνία τῶν πολιτῶν νά ἐκφυλισθῆ σέ ἁπλῆ ἰσορροπία συμφερόντων.
2) Ὁ ὑπερτονισμός τῆς ταυτότητας δικαίου ὁδηγεῖ σέ πολιτισμικό ἀποχρωματισμό, στοιχεῖο πού διευκολύνει τήν ἐπιβολή ἀλλοτριωτικῶν πρακτικῶν ἀφοῦ μειώνει τίς ἠθικές ἀντιστάσεις. Τό ἐπιχείρημα αὐτό ἀποτελεῖ καί τόν κατ’ ἐξοχήν ἀντίλογο τοῦ σημερινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου στήν πρόταση τοῦ κοσμοπολιτισμοῦ. Αὐτό πού δέν ἐπισημαίνεται εἶναι πώς οἱ σημερινοί μηχανισμοί ἀλλοτριώσεως ἀπευθύνονται κυρίως στό ἀσυνείδητο καί τίς αἰσθήσεις (μέσῳ τῆς διαφημίσεως καί τῆς εἰκόνας ἐν γένει), κάτι τό ὁποῖο ὁ ὀρθός λόγος δέν εἶναι ἐπαρκῶς προετοιμασμένος νά ἀντιμετωπίσει. Μέ λίγα λόγια, ἡ κοινωνία του νόμου δέν εἶναι σέ θέση νά ἀποτρέψει τόν ἐκφυλισμό τοῦ ἀνθρώπου. Πέρα ἀπό τίς δικές της ἀξίες χρειάζονται καί οἱ ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ ὡς ἀντίδοτο.
3) Ἡ ἀπουσία πνευματικοῦ ὑπόβαθρου στήν «ἀσκητική» τῶν πολιτῶν καί ἡ ἀποκλειστική θεμελίωσή της σέ ἀρχές δικαίου ἐγκυμονοῦν τόν κίνδυνο ἐγωκεντρικοῦ περιορισμοῦ τῆς συνταγματικής κοινωνίας τῶν πολιτῶν ἐντός τῶν συνόρων. Μέ ἄλλα λόγια τό μοντέλο της δέν ἐξάγεται, διότι αὐτό θά σήμαινε δραστική περιστολή δικαιωμάτων «χρησικτησίας» τοῦ δυτικοῦ κόσμου πάνω στόν τρίτο κόσμο. Ἔτσι οἱ ἀνεπτυγμένες «ήρεμες» χῶρες συμπεριφέρονται διπρόσωπα: δέν ἐμποδίζονται νά ἐξάγουν τά ἐπικίνδυνα ἀπόβλητά τους σέ ἄλλες φτωχότερες ἤ νά χρησιμοποιοῦν γιά σεξουαλικό τουρισμό γυναῖκες καί παιδιά χωρῶν πού δέν διαθέτουν κοινωνία τῶν πολιτῶν γιά νά τά προστατέψουν!
Ἡ ἐκκοσμίκευση πού δέν ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά στήν ἀποθρησκειοποίηση τῆς κοινωνίας χρειάζεται κάποια θετική ἀποδοχή ἀπό τήν Ἐκκλησία προκειμένου νά μπορέσει νά συμμετέχει δημιουργικά καί ἀποτελεσματικά στόν δημόσιο διάλογο στά πλαίσια τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν γιά τή διαμόρφωση τοῦ κράτους δικαίου. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει πλέον τή δυνατότητα (οὔτε κἄν τό δικαίωμα) νά ἀπορρίπτει τήν ἐκκοσμικευμένη κοινωνία τῶν πολιτῶν στόν δημόσιο λόγο της. Ἀντίθετα, καλεῖται νά συζητᾶ ὡς ἕνας ἀπό τούς πολλούς, κάτι πού φυσικά τῆς προκαλεῖ μεγάλη δυσαρέσκεια.
Μέσα στό οὕτως διαμορφωμένο πλαίσιο ἀποδεικνύονται παντελῶς ἄχρηστα κάποια προνόμια πού ἔρχονται ἀπό τό παρελθόν. Ἡ ἐπιβίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου μέσα σέ μία σημερινή δυτική κοινωνία στηρίζεται πλέον ἀποκλειστικά καί μόνο στίς ἀρχές τοῦ ὑγιοῦς ἀνταγωνισμοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀνεξάρτητα ἀπό τό γιά πόσο καιρό ἀκόμη θά τῆς παρέχεται μιά τυπική θεσμική ὑπεροχή, ἔχει ἤδη ἀρχίσει νά δρᾶ ὡς ἕνας ἀπό τούς πολλούς, ἕνα ἔργο πού τό ἀγνοοῦσε μέχρι τώρα καί γιά τό ὁποῖο τά στελέχη της δέν εἶναι ἐπαρκῶς ἐκπαιδευμένα.
Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις λοιπόν είναι απόλυτα εύλογο να συγκρούονται δύο τόσο αντιτιθέμενα ιστοριογραφικά μοντέλα. Το «παραδοσιακό» εκλαμβάνει την εκπαίδευση ως εργαστήριο που σκοπό έχει να γαλβανίζει το θυμικό ώστε να προστατεύσει τη χώρα από υπαρκτούς ή ανύπαρκτους εχθρούς. Το «εκσυγχρονιστικό», αντίθετα, θεωρεί την εκπαίδευση ως χώρο δημιουργίας απλώς πολιτών, απολύτως άχρωμων ως προς την εθνική ταυτότητα. Το πρώτο ορκίζεται στο απειλούμενο μεγαλείο του έθνους, το δεύτερο λογοδοτεί για τη νομιμοφροσύνη του στο υπερεγώ (δηλ. σύστημα κανονιστικών αξιών) της νεωτερικότητας, εσχάτως δε και της μετανεωτερικότητας. Το πρώτο απολαμβάνει τη ησυχία του επί μακρόν ελλιμενισμού, το δεύτερο βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και αυτοδιαμόρφωση.
Η ασυμβατότητα των δύο μοντέλων εγείρει δυναμικά πόλωσης που ενεργεί τελικά ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Κάθε υπενθύμιση της παρουσίας του ενός σκληραίνει τη στάση του άλλου. Η μάχη είναι παθιασμένη και δεν θα κοπάσει παρά με την εξόντωση του αντίπαλου, κάτι που δεν θα έλθει ποτέ. Φρονώ πως ο εκκλησιαστικός λόγος οφείλει να επιδείξει σωφροσύνη και να σπάσει τον φαύλο κύκλο. Έχει χρέος να αντιμετωπίσει νηφάλια την πραγματικότητα του έθνους χαράσσοντας τη μέση οδό μεταξύ των δύο άκρων.
Καμία αλλαγή στην ιστοριογραφική του αντίληψη δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς προηγουμένως να αποκολληθή από το γερμανικό-βαλκανικό μοντέλο εθνικής ταυτότητας, δηλαδή χωρίς να απαλλαγή από τα βαρίδια της εθνικιστικής ρητορείας του παρελθόντος. Ο εκκλησιαστικά εμπνεόμενος ιστορικός λόγος έχει υποχρέωση με τη στάση του να καταγγείλει τόσο τον σχετικισμό όσων ντρέπονται για την ελληνική τους ταυτότητα όσο και τη φοβική αμυντικότητα εκείνων που η συμπεριφορά τους συνιστά ζωντανή δυσφήμιση του ελληνισμού.
Επιπλέον καλείται να αντιληφθή την πασιφανή πραγματικότητα ότι, αν η άχρωμη και εκσυγχρονιστική ιστοριογραφία έχει σήμερα καταλάβει το έδαφος που κατέλαβε, οφείλεται κατά κύριο λόγο στα «κατορθώματα» του ελληνικού εθνικισμού του παρελθόντος. Ενός εθνικισμού ο οποίος φακελώνοντας και βασανίζοντας ανθρώπους, περιθωριοποιώντας πληθυσμούς, ρητορεύοντας ασύστολα, καπηλευόμενος τα όσια, οδηγώντας σε εθνικές καταστροφές και τραγωδίες, κατάφερε να εκθρέψει το «αυγό του φιδιού» με την αντίστροφη έννοια, δηλαδή του εθνικού και θρησκευτικού αποχρωματισμού. Τόσο δύσκολο είναι οι εκκλησιαστικοί να αντιληφθούμε ότι σήμερα πληρώνουμε τις αμαρτίες της Δεξιάς που κυβέρνησε ασύδοτα επί δεκαετίες τον τόπο και την οποία τότε δεν κρίναμε αλλά μάλλον αναπτύξαμε ομαλότατη συνεργασία; Επιτέλους, οφείλουμε οι χριστιανοί να συνειδητοποιήσουμε πως οι φυλακισμένοι και διωκόμενοι αριστεροί συχνά υπήρξαν πιο καλλιεργημένοι (ίσως και ηθικώτεροι) από τους άξεστους βασανιστές τους και πως η τότε Εκκλησία στάθηκε με το μέρος των δεύτερων. Τέτοιες ιστορικές αδικίες δεν μένουν ατιμώρητες και κινητοποιούν τους πνευματικούς νόμους.
Συγκεκριμένα και εντελώς ενδεικτικά ο εκκλησιαστικά εμπνεόμενος ιστορικός λόγος θα χρειαστή:
α) Να επικεντρώσει εξ ίσου στις αρετές και στα ελαττώματα του λαού μας, προκειμένου να εξαχθούν διδάγματα χρήσιμα για το παρόν και το μέλλον. Για να συμβή αυτό θα πρέπει να μην αποκρύπτονται ντροπιαστικές σελίδες της ιστορίας μας (π.χ. ακρωτηριασμός Βουλγάρων αιχμαλώτων στο Βυζάντιο, σφαγή Τριπολιτσάς, βιαιότητες εναντίον Τούρκων της Μικράς Ασίας κατά το 1921-22, συνεργασία με Γερμανούς κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και λεηλασία περιουσιών τους, καταπίεση και σφαγές αμάχων Τουρκοκυπρίων κ.ά.), αλλά να λέγεται «η αλήθεια γυμνή», κατά την φράση του Μακρυγιάννη.
β) Συμπληρωματικά προς το πρώτο, να αποδεχθή το προφανές αξίωμα πως για τα περισσότερα γεγονότα δεν υπάρχει μόνο μία ιστορική αλήθεια. Διάφορες εκδοχές είναι δυνατό να αληθεύουν ταυτόχρονα. Μέ άλλα λόγια, δεν είναι όλες οι προτάσεις της μετανεωτερικότητας για πέταμα.
γ) Να σκύψει με μεγαλύτερο σεβασμό στους άλλους πολιτισμούς, ιδιαίτερα σε εκείνους με τους οποίους ο ελληνικός ανέπτυξε περισσότερες δοσοληψίες και να μην διστάσει να αναγνωρίσει και τα δάνεια εισόδου παράλληλα με εκείνα της εξαγωγής.
δ) Να επεκτείνει την αναθεωρητική της στάση σε όλες τις πτυχές της επιρροής της (κατήχηση, ραδιόφωνο, έντυπα), έτσι ώστε να παιδαγωγήσει υπεύθυνα τον λαό και να μην τον «ντοπάρει» μονόπλευρα.
Μια τέτοια αλλαγή δεν θα πρέπει να αποτελεί κίνηση τακτικης αλλά ουσιαστική αλλαγή. Χρειάζεται να εμπνέεται από τα (πνευματικά άλλωστε) ιδεώδη της μετάνοιας και της αλήθειας. Χωρίς μετάνοια και αλήθεια ο εκκλησιαστικά εμπνεόμενος ιστορικός λόγος σύντομα θα χάσει και την αγάπη, όση του έχει απομείνει.
(Μέρος του κειμένου αυτού έχει δημοσιευθή στο βιβλίο «Οι δικοί μου οι ξενοι», εκδ. Εν πλω, υπό τον τίτλο Ἡ φιλάνθρωπη ἀναμέτρηση τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν κοινωνία των πολιτῶν: θεώρηση ἀπό τή σκοπιά τῆς ψυχικῆς ταυτότητος)
* O π. Βασίλειος Θερμός είναι ψυχίατρος παιδιών και εφήβων & διδάκτωρ Θεολογίας
πηγή : antifono.gr