Oταν καισαρόπαπες ιερωμένοι- κατά κανόνα ευτραφείς – δεν χάνουν ευκαιρία για να εκπέμψουν μύδρους εναντίον του Αλλου (λ.χ., του μετανάστη, του πρόσφυγα, του κοινωνικά αποκλεισμένου· ή του νέου που βιώνει αδιέξοδα και δυναμικά αντιδρά- δόξα τω Θεώ ), τότε είναι ώρα να θυμηθούμε το «Προφητικόν» Εκτο Ανάγνωσμα από το Αξιον Εστί: «Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν»… Προπαντός σε καιρούς δύσκολους όπως οι τωρινοί, η θρησκεία ή, ακριβέστερα, η διαχείριση της θρησκευτικότητας από τους εκκλησιαστικούς θεσμούς πράγματι προσφέρει καταφύγιο. Το θέμα είναι τι είδους; Γνωστά είναι τα επιχειρήματα περί του μεταθετικά άυλου τρόπου με τον οποίο οι θρησκείες κατά κανόνα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα: τα δεινά της ανθρωπότητας επιλύονται ριζικά (και κατά τούτο η θρησκεία πράγματι «δίνει στήριγμα»), επιλύονται όμως με ουσιαστική ακύρωσή τους: ως απόρροια της αρχέγονης «πτώσης του ανθρώπου» και, εν πάση περιπτώσει, ως προβλήματα που, στην προοπτική τής μετά θάνατον ζωής, είναι πρόσκαιρα, συνεπώς και ανάξια ενδελεχούς διαπραγμάτευσης. Στην κρίση που μας μαστίζει οφείλουμε να δείξουμε καρτερία- αφού μας προέκυψε, δεν μπορεί, παρά να φταίμε κι εμείς (αν όχι κυρίως εμείς )· αν μάλιστα καταφέρουμε να παρακάμψουμε την υλικότητά της, τότε θα έχουμε επιδείξει σοφία, μια και αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι η μετά θάνατον «επόμενη ημέρα».
Από το σκεπτικό αυτό απορρέουν δύο κρίσιμες συνθήκες.
Η πρώτη είναι η απόλυτη εξατομίκευση. Η θρησκεία προβάλλει ηχηρά τον ρόλο του εκκλησιάσματος, όμως η ανθρώπινη πορεία που ενατενίζει είναι απολύτως ιδιωτική: μόνοι μας γεννιόμαστε και μόνοι μας θα πεθάνουμε· ό,τι είναι πραγματικά κρίσιμο στα εγκόσμια αποτελεί ατομική υπόθεση, πρόβλημα καθενός για τον εαυτό του- sauve qui peut. Αυτό υπονομεύει καίρια το αποστολικό εγχείρημα, μετατρέποντάς το σε απλό άθροισμα στρατηγικών προσθαφαιρέσεων (ακόμη και όταν σε αυτό θεωρητικά ενέχεται η θυσία).
Η δεύτερη συνθήκη είναι η οργανική απάλειψη της έννοιας της κυριαρχίας. Ενώπιον Θεού οι άνθρωποι είναι «ίσοι». Ομως στη ζωή δεν είναι. Από καταβολής τους οι ανθρώπινες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από ατομική ιδιοποίηση και νομή συλλογικά παραγόμενου πλούτου. Κάτι δεν πρέπει να γίνει, άραγε, για να αρθεί αυτή η αδικία; Μάλλον όχι, αφού η «πραγματική ζωή» είναι… μετά θάνατον. Να ίσως ο λόγος για τον οποίο οι θεσμικές Εκκλησίες συντάσσονται τόσο εύκολα με τους κατά καιρούς ισχυρούς- με το Κράτος και τους ευυπόληπτους κυρίαρχους- ως ένα ακόμη φαντασιακό κράτος που απευθύνεται σε υπηκόους· να ίσως ο λόγος για τον οποίο τα θρησκευτικά μηνύματα είναι τόσο συχνά διάστικτα με μέριμνες κατοχύρωσης εκκλησιαστικών περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο η πραγματική Αμαρτία (η Αμαρτία του Αξιον Εστί) έγκειται στο ότι όλα αυτά αποκλίνουν δραστικά απ΄ ό,τι διατηρεί στην καθημερινή ζωή των κοινωνιών το αναντικατάστατο στοιχείο της Ιερότητας: πρωτογενών και αδιαπραγμάτευτων αξιών (λ.χ., της ανιδιοτελούς αλληλεγγύης προς τον Αλλο) για τις οποίες οι άνθρωποι προτίθενται να θυσιάσουν τις ατομικές τους επιδιώξεις, την κοινωνική τους ανέλιξη, κάποτε και την ίδια τους τη ζωή, ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) χωρίς συμπαράσταση από τον φιλήσυχο- κατά κανόνα ευτραφή- κλήρο… Στον θεσμικό αυτόν ευτελισμό του Ιερού οι κοινωνίες ευτυχώς ακόμη αντιδρούν. Με την έννοια αυτή, η κρίση αποτελεί πράγματι ευκαιρία: όχι για τους λόγους που αλαζονικά προβάλλουν οι κυβερνήτες μας, αλλά γιατί προετοιμάζει «την καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου» ως το σανίδωμα «να υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου» και «να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση». Τα «λίγα γραμμάρια ευτυχίας» που δίνει ο ανιδιοτελής αγώνας ενάντια στην αδικία αποτελούν- νυν και αεί- την επιτομή της Ιερότητας.
Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Μember στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.