του Επισκόπου Ναζιανζού Δρ. Θεοδωρήτου
Είναι πανθομολογούμενο, ότι η ορθόδοξη πνευματικότητα αποτελεί ιερά παρακαταθήκη για τον πιστό της εποχής μας, όχι ως θεωρητική αναζήτηση, αλλά κυρίως ως βιωματική εμπειρία. Κυρίαρχο στοιχείο της ορθόδοξης πνευματικότητας είναι η λατρευτική ζωή, όπως διαμορφώθηκε διαμέσου των αιώνων, με κέντρο την Θ. Ευχαριστία και την λειτουργική και υμνογραφική παράδοση. Το πλήρωμα της Εκκλησίας προσεύχεται με τους δοξολογικούς και ευχαριστιακούς ύμνους των πατέρων και μοναχών, οι οποίοι προσευχόμενοι θεολογούσαν. Κάθε φορά που συμμετέχουμε στην λατρεία της Εκκλησίας μας μυσταγωγούμεθα στην ιερά αυτή παρακαταθήκη και συνειδητοποιούμε γιατί η ορθόδοξη πνευματικότητα αποτελεί την πεμπτουσία της Εκκλησιαστικής μας ζωής. Είναι διαπιστωμένο, ότι η πνευματική-λατρευτική εμπειρία της Εκκλησίας μας έχει ένα υψηλό επίπεδο στο οποίο ο αμύητος χρειάζεται κατάλληλη αγωγή-χειραγώγηση για να συμμετάσχει ενσυνείδητα και να μη περιορίζεται μόνο στην κατανυκτική ατμόσφαιρα, που υπάρχει στην ορθόδοξη λατρεία. Ο επανευαγγελισμός των πιστών που είναι το ζητούμενο της εκκοσμικευμένης κοινωνίας μας, δεν πρέπει να εξαντλείται σε μια πειστική-θεωρητική κατήχηση, αλλά στην ένταξη των πιστών στην εκκλησιαστική-λατρευτική κοινωνία της Εκκλησίας μας. Σήμερα αντιμετωπίζουμε ένα σοβαρό ποιμαντικό πρόβλημα, το οποίο πρέπει να επιλύσουμε με γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Πρόκειται για την γλωσσική δυσκολία της νέας γενιάς να συμμετάσχει ουσιαστικά στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στην Εκκλησία μας έχει μια μεγάλη ιστορική διαδρομή. Τα λειτουργικά και υμνογραφικά μας κείμενα χρονολογούνται από τον β’ μ.Χ. αιώνα. Οι υμνογράφοι μας γνώριζαν την ελληνική γλώσσα σε όλη της την ιστορική και πνευματική εξέλιξη και είχαν την άνεση να χρησιμοποιούν ακόμη και ομηρικές λέξεις για να πετύχουν τις ομοιοκαταληξίες και να εκφράσουν τις πνευματικές τους εμπειρίες και τα θεολογικά μηνύματα του εορτολογίου της Εκκλησίας μας.
Η Ελληνική γλώσσα με το πλούσιο λεξιλόγιο, την πλαστικότητα και την ευαισθησία που διαθέτει, βοήθησε να εκφραστούν όχι μόνο λεπτές θεολογικές έννοιες, αλλά και εμπειρίες και βιώματα πνευματικά. Η σύνδεση λόγου και σκέψης, εμπειρίας και έκφρασης είναι μοναδική.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα προβληματίστηκε έντονα η Εκκλησία της Ελλάδος για το εάν θα έπρεπε να μεταφρασθεί η Καινή Διαθήκη στα νέα ελληνικά. Το πρόβλημα ήταν ο πιθανός κίνδυνος να παρεισφρήσουν, κατά την μετάφραση, ερμηνευτικές απόψεις, που δεν ακολουθούσαν την πατερική θεολογία. Τελικά οι μεταφράσεις της Κ.Δ. είναι μια πραγματικότητα στη νεοελληνική ζωή, που βοηθούν στην πλήρη κατανόηση του πρωτοτύπου κειμένου.
Μεταφράσεις στα νέα ελληνικά της θ. λειτουργίας και των λειτουργικών και υμνογραφικών μας κειμένων βοήθησαν στην κατανόηση της λατρευτικής μας ζωής. Μεταξύ των πολλών μεταφράσεων, ενδεικτικά αναφέρω, αυτήν του αείμνηστου π. Επιφάνιου Θεοδωρόπουλου, λόγιου κληρικού και γνώστη της ελληνικής γλώσσας, ο οποίος μας παρέδωσε μία εξαιρετική μεταφραστική-ερμηνευτική εργασία του Ακαθίστου Ύμνου και της Μ. Εβδομάδος, οι οποίες βοήθησαν τους πιστούς να κατανοήσουν τα ιερά κείμενα και να συμμετάσχουν ουσιαστικά στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας.
Πρόσφατα, επίσης, ο Μητροπολίτης Ν. Σμύρνης Συμεών σε δύο μελέτες του μας προσφέρει ένα αξιόλογο έργο, την μετάφραση με ερμηνευτικά σχόλια, των καταβασιών του όρθρου, που δύσκολα κατανοούνται από τον σύγχρονο Έλληνα.
Όλες αυτές οι μεταφραστικές εργασίες των λειτουργικών-υμνογραφικών κειμένων στη νεοελληνική γλώσσα έχουν βοηθήσει το πλήρωμα της Εκκλησίας στην συμμετοχή του στην λατρεία της Εκκλησίας.
Βέβαια οι ασχολούμενοι με το μεταφραστικό πρόβλημα μας βεβαιώνουν, ότι οποιοδήποτε κείμενο μεταφράζεται από την πρωτότυπη γλώσσα σε άλλη η άλλο γλωσσικό ιδίωμα χάνει ένα σημαντικό μέρος από την εκφραστική δύναμη του πρωτοτύπου. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το θέμα μας δεν έχει καμία σχέση με την διαμάχη των δημοτικιστών και των καθαρευουσιάνων σε εκκλησιαστικό πεδίο.
Οπωσδήποτε η γλώσσα δεν είναι στατική αλλά εξελίσεται. Ο νεοέλληνας, λυκειακής παιδείας, κατανοεί το 60% έως 80% του πρωτοτύπου κειμένου της Κ.Δ. ενώ το ποσοστό κατανόησης των ύμνων της εκκλησίας μας είναι χαμηλότερο.
Ο μορφωμένος νεοέλληνας θα έπρεπε να γνωρίζει διαχρονικά την ελληνική γλώσσα και όχι να είναι αποξενωμένος από τα κείμενα των Πατέρων, της Κ.Δ. και των κλασσικών συγγραφέων. Αυτό σημαίνει ότι κινδυνεύει να αποκοπεί από τις ρίζες του, την ιστορία και τον πολιτισμό του και άρα αδυνατεί να συνεχίσει την πολιτιστική του κληρονομιά.
Το πείραμα που έγινε να διαβάζονται στη λατρεία μεταφράσεις των βιβλικών κειμένων δεν φαίνεται να επιδοκιμάσθηκε από την πλειοψηφία των πιστών, οι οποίοι προτιμούν τα πρωτότυπα κείμενα μια και έχουμε το προνόμιο να είναι γραμμένα στη γλώσσα μας. Η χρήση μεταφράσεων στα νέα ελληνικά κατά την θ. λατρεία θα οδηγήσει στην καταστροφή της λειτουργικής μας γλώσσας, η δε διάσπαση του λόγου και της σκέψης θα οδηγήσουν στην απομύθευση της λειτουργικής ζωής και στην γλωσσική υπεραπλούστευση και λεξιπενία, καταστρέφοντας βιώματα γενεών που σφυρηλατήθηκαν στην ψυχή των πιστών.
Στον προβληματισμό μας θα μπορούσε να βοηθούσαν ανάλογα περιστατικά που συνέβησαν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με την απόφαση της Β Βατικανῆς Συνόδου, που επέτρεψε στους πιστούς διαφόρων χωρών να προσεύχονται στη μητρική τους γλώσσα και όχι αποκλειστικά στη λατινική. Οι Έλληνες Ρωμαιοκαθολικοί, που μετέφρασαν τα λειτουργικά τους κείμενα στην νεοελληνική, ομιλούν για ένα βιωματικό άδειασμα, ένα σοβαρό μείον στην πνευματική εμπειρία, μια γλωσσική υπεραπλούστευση που οδήγησε σε λειτουργική πενία.
Εάν αντικαταστήσουμε στην λατρεία την λειτουργική μας γλώσσα με μεταφράσεις στα νέα Ελληνικά θα καταστρέψουμε την κατανυκτική ατμόσφαιρα και την εκφραστική δύναμη των πρωτοτύπων κειμένων και θα εξαφανίσουμε την μυσταγωγία της ορθοδόξου λατρείας.
Οι μεταφράσεις των λειτουργικών η υμνογραφικών μας κειμένων βοηθούν στην κατανόησή τους για να επιστρέψουμε στα πρωτότυπα κείμενα και να αντιληφθούμε το πνευματικό μεγαλείο και την μοναδικότητα της γλωσσικής επένδυσης που χρησιμοποίησαν οι ιεροί συγγραφείς για να εκφράσουν τα βιώματά τους, δηλαδή, προσευχόμενοι να θεολογούν το μυστήριο του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού.
Κάποιοι θα πρότειναν να γραφούν ύμνοι στην ομιλουμένη γλώσσα, που να εκφράζουν την εποχή μας. Η παρούσα πνευματική μας κατάσταση δεν φαίνεται να δίνει την δυνατότητα να γραφούν ύμνοι αντάξιοι του θεολογικού και πνευματικού επιπέδου των πατερικών ύμνων και της λειτουργικής μας γλώσσας.
Προς το παρόν η ποιμαντική μας ευθύνη πρέπει να προσανατολισθεί στην μετάφραση όλων των βιβλικών-λειτουργικών-υμνογραφικών κειμένων και την ειδική έκδοσή τους μαζί με τα πρωτότυπα κείμενα, ώστε οι πιστοί να διευκολύνονται στην λατρευτική ζωή. Επί πλέον η αύξηση των λειτουργικών κηρυγμάτων θα βοηθήσουν στην ενεργό συμμετοχή των πιστών στη λατρεία.
Τέλος θα πρέπει οι ιεροψάλτες μας να παρακολουθούν μαθήματα ορθοφωνίας και να προσέχουν το μέλος-μουσική να μη λειτουργεί εις βάρος της κατανόησης των κειμένων και βέβαια η σωστή μικροφωνική εγκατάσταση θα διευκολύνει την ακουστική των ναών μας.
Ο προβληματισμός και ο άτυπος διάλογος που έχει αρχίσει για το αν θα συνεχίσουμε να προσευχόμεθα με τα πρωτότυπα κείμενα η τις μεταφράσεις τους στα νέα ελληνικά είναι φυσιολογικός θα πρέπει όμως να μελετηθεί το σημαντικό αυτό λειτουργικό θέμα με σύνεση για να μην οδηγηθούμε σε γρήγορες και επιπόλαιες αποφάσεις οι οποίες θα φέρουν την λειτουργική διάσπαση των πιστών και τον κίνδυνο να δημιουργήσουμε ένα νέο πρόβλημα όμοιο με το ημερολογιακό.