Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ
Tα Βαλκάνια μπαρουταποθήκη; Η χερσόνησος του Αίμου, τα Βαλκάνια δηλαδή, μεσαίωνας σχεδόν ακόμη στην ανατολική άκρη της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Η νοτιανατολική αυτή γωνιά της Ευρώπης (άλλο ευγενέστερο όνομα πάντα των Βαλκανίων) προπύργιο απέναντι στην Ασία, αλλά και επιρρεπής στα ασιατικά και ανατολίτικα διδάγματα της μακρόχρονης ιστορίας της.
Αυτά λοιπόν τα Βαλκάνια έχουν άραγε κοινά χαρακτηριστικά που να μας κάνουν (μάλλον επιτρέπουν) να μιλάμε για βαλκανική κοινότητα; Και αν ναι, ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά και από πότε γίνονται και αναπτύσσονται ως ιστορική
Να θυμίσω βιαστικά ότι ο βαλκανικός χώρος δεν είχε ακόμη αυτό το όνομα, όταν ενοποιήθηκε για πρώτη φορά, αν όχι στο σύνολό του πάντως σε μεγάλο μέρος του, από τους μακεδόνες βασιλείς, τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Τότε ίσως άρχισε και ο γλωσσικός εξελληνισμός των σκυθικών πληθυσμών της χερσονήσου. Τη μακεδονική ενοποίηση διαδέχθηκε μερικούς αιώνες αργότερα η ρωμαϊκή, στην περιοχή αυτή που τον 4o μ.Χ. αιώνα μετατράπηκε σε βυζαντινή επικράτεια.
Η επαρχιακή διοίκηση του Ιλλυρικού με έδρα τη Θεσσαλονίκη εκφράζει τη βυζαντινή πολιτική και στρατιωτική ενοποίηση του βαλκανικού χώρου, που περιλαμβάνει τους εξελληνισμένους πληθυσμούς της χερσονήσου του Αίμου (πλην ίσως των εκρωμαϊσθέντων Δακών, μακρινών προγόνων των σημερινών Ρουμάνων). Θα υπογραμμίσω ότι, grasso modo, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους εκλατινισμένους και στους εξελληνισμένους λαούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της διαδόχου της βυζαντινής αρχίζει από τη Βενετία, διέρχεται την Αδριατική και το Ιόνιο, για να καταλήξει στη Μεγάλη Σύρτη (σημερινή Λιβύη), έχοντας ανατολικά τους ελληνομαθημένους, που έγιναν αργότερα ο πυρήνας του Βυζαντίου, και δυτικά τους λατινογενείς. Να σημειώσω παρενθετικά ότι η γραμμή αυτή, με ορισμένες οριακές διορθώσεις, είναι αυτή που χώρισε καθολικούς και ορθοδόξους μετά το σχίσμα των εκκλησιών στα 1054, είναι η ίδια που διακρίνει τους τουρκοκρατούμενους χώρους (από τα μέσα του 15ου και εδώ) από τη δυτική χριστιανοσύνη, είναι ακόμη αυτή που χώρισε στα χρόνια μας τις κομουνιστικές χώρες από τις δυτικόφρονες με μόνη εξαίρεση την Ελλάδα.
Η παμβαλκανική διοίκηση του Ιλλυρικού, που κεντρική αρτηρία έχει την Εγνατία οδό (αυτή ενώνει την παλιά με τη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη) και που θρησκευτικά υπάγεται στον πάπα και όχι στον πατριάρχη, θα διαρκέσει, grosso-modo, ώς την εγκατάσταση των Σλάβων στην περιοχή και τη δημιουργία, πριν από το τέλος του 7ου αι., του βουλγαρικού κράτους στον χώρο του Δουνάβεως. Και βέβαια ώς τη νέα οργάνωση της άμυνας του Βυζαντίου εναντίον των Βουλγαροαβάρων στα βόρεια σύνορά του. Εκφράζεται η προσπάθεια αυτή με την ίδρυση των θεμάτων, διοικητικών επαρχιών της Μακεδονίας, της Θράκης, αλλά και της Ελλάδας, και λίγο αργότερα και του Δυρραχίου. Να πω συμπερασματικά ότι τον 8ο αιώνα έχει διαμορφωθεί ο βαλκανικός χώρος σύμφωνα με συνθήκες εθνολογικές που διαρκούν σχεδόν ώς τις ημέρες μας. Τότε άλλωστε καταργείται και η διοίκηση του Ιλλυρικού και οι εναπομείνασες στο Βυζάντιο περιοχές του προσαρτώνται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Είναι η εποχή που το Βυζάντιο ταράζεται από την εικονομαχική διαμάχη, που μεταξύ άλλων διαφοροποιεί την εικονολατρική Ρώμη από την εικονοκλαστική ακόμη τότε Κωνσταντινούπολη.
Είμαστε στα χρόνια των λεγόμενων σκοτεινών χρόνων (διαρκούν από το τέλος του 7ου ώς τα μέσα του 9ου αιώνα), όταν το Βυζάντιο, εκτός από τα συνεχή κούρσα των Αράβων στην Ανατολή και την εσωτερική διαμάχη των εικόνων, αντιμετωπίζει την εισβολή και εγκατάσταση στα εδάφη του των σλαβικών φύλων. Ο εκβυζαντινισμός των απρόσκλητων αυτών επισκεπτών αποτελεί το κύριο μέλημα της αυτοκρατορίας. Επιτυγχάνεται κυρίως στα χρόνια του Μιχαήλ Γ΄, του αδίκως λεγομένου Μέθυσου, χάρη στον γλωσσικό εξελληνισμό, στον εκχριστιανισμό και στην ένταξη στη βυζαντινή διοίκηση με την οργάνωση των αρχοντιών-σκλαβηνιών, ομάδων αυτόνομων, υπό βυζαντινό όμως διοικητή. Τότε άλλωστε τοποθετείται και ο εκχριστιανισμός των εκτός Βυζαντίου Σλάβων. Με το βάφτισμα των Βουλγάρων ο τσάρος Βόρις παίρνει το όνομα Μιχαήλ από τον ομώνυμο βυζαντινό αυτοκράτορα και ανάδοχό του. Αυτό στα 863, οπότε και μαρτυρείται η πρώτη επίθεση των Ρώσων κατά του Βυζαντίου (860). Τότε λοιπόν τοποθετείται ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων, το περίλαμπρο αυτό κατόρθωμα των θεσσαλονικέων αδελφών μοναχών.
Μιλώ βέβαια για τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, των οποίων το έργο, ο εκχριστιανισμός δηλαδή των εκτός Βυζαντίου Σλάβων και η ένταξή τους στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, δηλώνει τη νέα ενοποίηση του βαλκανικού χώρου. Αυτήν που τα χαρακτηριστικά της δεν είναι πολιτικής ή στρατιωτικής υφής, αλλά είναι καθαρά πνευματικά: ως ενσωμάτωση των βαλκάνιων λαών στην κωνσταντινουπολίτικη ορθοδοξία διαρκεί ώς τα σήμερα, άσχετα από εκκλησιαστικές αποσχίσεις διοικητικού και όχι δογματικού χαρακτήρα. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το θεμέλιο της βαλκανικής κοινότητας, στο μέτρο βέβαια που μια τέτοια ενότητα υπάρχει, είναι η ορθοδοξία, έργο αυτό βυζαντινό, όπως άλλωστε και η δημιουργία της λεγόμενης κυριλλικής γραφής, η μετάφραση στα σλαβονικά των ιερών κειμένων και βέβαια και η τέχνη, αρχιτεκτονική, ζωγραφική ή μικροτεχνία, που συνοδεύει τη χριστιανική ευλάβεια.
Να τονίσω λοιπόν ότι χριστιανικό και ελληνόφωνο πολιτισμικά το Βυζάντιο έγινε γρήγορα, παρά την πολυεθνική σύσταση του πληθυσμού του, ο νέος ευρύς χώρος δράσης του μεσαιωνικού ελληνισμού που, μπολιασμένος από τον χριστιανισμό και από τα ρωμαϊκά κατορθώματα, αναδεικνύεται σε παγκόσμια δύναμη της εποχής, πολιτική και πνευματική.
Η επεξεργασία και η διάδοση της Ορθοδοξίας, που αποτελεί μαζί με τη συνέχεια της γλώσσας το θεμέλιο του νέου ελληνισμού, είναι έργο καθ’ όλα βυζαντινό, δηλαδή της Ρωμιοσύνης.
Χάρη άλλωστε στην Ορθοδοξία, που το Βυζάντιο δίδαξε σε “όλους τους παρά τον Δούναβιν οικούντες”, όπως λέει ένα λαϊκό κείμενο, απαριθμώντας Βουλγάρους, Μοράβους, Σέρβους, Βλάχους και Σλάβους (των Ρώσων μη εξαιρουμένων), χάρη λοιπόν στη διάδοση της Ορθοδοξίας και στο έργο των ισαποστόλων Θεσσαλονικέων Κυρίλλου και Μεθοδίου, το Βυζάντιο, πριν από το τέλος του 9ου αι., βρίσκεται στο κέντρο μιας ευρύτερης πνευματικής ενότητας, της ορθόδοξης Βαλκανικής.
Εκχριστιάνισαν οι Βυζαντινοί και ενσωμάτωσαν έτσι στον υπό δημιουργία τότε ευρωπαϊκό κόσμο τους λαούς που δεν είχαν ωστόσο πάψει να αντιστρατεύονται την αυτοκρατορία τους, όπως οι Βούλγαροι αλλά και οι Ρώσοι, και αυτό ώς τα μέσα σχεδόν του 11ου αιώνα.
Δεν θα σταθώ στην ενδοχριστιανική διαμάχη ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Βουλγάρους για την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Οι πόλεμοι του Συμεών στο τέλος του 9ου, αρχές 10ου αιώνα, που αποβλέπουν στη Θεσσαλονίκη και απειλούν και αυτήν τη Βασιλεύουσα, καθώς και οι επιθέσεις του Σαμουήλ στις αρχές του 11ου αι. κατά της Ελλάδας, που κατέληξαν στη νίκη του Βασιλείου Β΄ του λεγομένου Βουλγαροκτόνου και στη διάλυση του βουλγαρικού κράτους, που τα εδάφη του αποτέλεσαν μετά το 1014 (μάχη του Κλειδίου) για πάνω από έναν αιώνα βυζαντινές επαρχίες, χαρακτηρίζονται ως κύριοι σταθμοί της βυζαντινοβουλγαρικής σύρραξης για την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Είναι ωστόσο αναμφισβήτητο ότι ο 11ος αιώνας, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του 12ου, ώς τη Φραγκοκρατία, αποτελούν την εποχή της εμπέδωσης του Βυζαντίου, της διάδοσης της αυτοκρατορικής πνευματικής και καλλιτεχνικής ακτινοβολίας του στον χώρο των Βαλκανίων. Η βυζαντινή επιρροή, παρά την αφύπνιση των εθνικών κρατών της περιοχής των Βουλγάρων, που ανασυντάσσουν το κράτος τους, και λίγο αργότερα των Σέρβων, που καταφέρνουν χάρη στις νίκες του Στέφανου Ντουσάν, στα μέσα του 14ου αιώνα, να προωθηθούν σε Μακεδονία και Θεσσαλία, θα μείνει ανεξίτηλη και μετά το Βυζάντιο, ορατή μάλιστα θα πω ώς τις μέρες μας.
Το έργο του N. Jοrga “Byzance après Byzance” καταγράφει ακριβώς τις βυζαντινές επιβιώσεις στον βαλκανικό χώρο. Αφορούν βέβαια τις εκκλησιαστικές παραδόσεις, τις καλλιτεχνικές επιδόσεις (ιδιαίτερα στη ζωγραφική κατά την εποχή των Παλαιολόγων), αλλά και τις διοικητικές επιδράσεις που εκφράζει ιδιαίτερα η χρήση του ρωμαϊκού δικαίου στις βαλκανικές χώρες, όπως το είχαν επεξεργαστεί οι μεγάλοι νομοδιδάσκαλοι, ο Αρμενόπουλος με την Εξάβιβλο και ο Βλαστάρης.
Ένα νέο όμως στοιχείο έρχεται να ενισχύσει τη βαλκανική αλληλεγγύη που θεμελίωσε η Ορθοδοξία. Μιλώ για την αντίσταση των Βαλκανίων κατά των Τούρκων από τα μέσα του 14ουν αι. (από την εμφάνιση δηλαδή και εγκατάσταση των Οθωμανών το 1354 στην Καλλίπολη, σε ευρωπαϊκό έδαφος) ώς την τελική υποταγή της περιοχής στη σουλτανική κυριαρχία. Τότε αναδεικνύονται και οι λαϊκοί ήρωες των λαών του Αίμου (που οι Τούρκοι ονόμασαν Βαλκάνια), ήρωες όπως ο Λαζαρεβίτς των Σέρβων, που διακρίθηκε στη μάχη του Κοσόβου στα 1389, ή ο Σκεντέρμπεης ο Καστριώτης των Αλβανών, που αποτελούν, μαζί βέβαια με τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο Δραγάση, την πρώτη διακεκριμένη ομάδα ηρώων του αντιτουρκικού αγώνα, που παίρνει χροιά υπεράσπισης της πίστης.
Οι ηγέτες αυτοί έγιναν γρήγορα τα θρυλικά πρόσωπα της ιστορίας των λαών τους. Άγιασε ο Λαζαρεβίτς, μαρμαρωμένος βασιλιάς ο Κωνσταντίνος που ακόμη περιμένει την οσιοποίησή του ως πρώτος νεομάρτυς του γένους. Στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας, που στην περιοχή ολοκληρώθηκε με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453, δεν θα πάψει η χριστιανική κοινότητα των Βαλκανίων να αποβλέπει στην Τρίτη Ρώμη, τη Μόσχα, τη μόνη ορθόδοξη πρωτεύουσα εκτός ισλάμ, αλλά και στην παραμυθητική αρωγή του Milet, που διευθύνει και διαχειρίζεται εξ ονόματος όλων των χριστιανών ο πατριάρχης χάρη στα σουλτανικά προνόμια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει ομοιογένεια στις αντιδράσεις απέναντι στον κατακτητή. Ο σχεδόν μαγικός εξισλαμισμός των αλβανικών φύλων, αλλά και των Βοσνίων, καθώς και η πολεμική συνεργασία ομάδων, ιδιαίτερα των Αλβανών αλλά και Σέρβων, κατά τους πρώτους χρόνους της τουρκικής κατάκτησης, η τραυματική εμπειρία του παιδομαζώματος και των πρώτων χριστιανών γενιτσάρων δημιουργούν ρήγματα στους κόλπους της βαλκανικής χριστιανοσύνης. Η δημιουργία άλλωστε ημιελεύθερων περιοχών, όπως της Βλαχίας και της Μολδαβίας, διαφοροποιεί την ένταση και το είδος της αντίστασης και της αντιμετώπισης των Τούρκων, των οποίων η διαγωγή απέναντι στους Χριστιανούς εξαρτάται πολλές φορές και μόνο από τον χαρακτήρα κάθε σουλτάνου.
Οι παραστάσεις της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Τούρκων που κοσμούν τις εκκλησίες της Μολδαβίας, όπως στο Βερονέτς και στο Humor, καθώς και το έργο των ελλήνων Φαναριωτών στην περιοχή αυτή ως διοικητών αλλά και ως φορέων πνευματικής ανάπτυξης αποδεικνύουν τη σχετική ελευθερία που απολάμβανε η Μολδοβλαχία αλλά και την ελληνοπρεπή επίδραση που υφίσταντο οι ρουμανικές περιοχές. Και αυτό καθ’ όλη τη μακραίωνη τουρκοκρατία. Είναι γνωστό ότι το Βουκουρέστι και το Ιάσιο αποτέλεσαν τότε κέντρα της ελληνικής διανόησης (να αναφέρω μόνο τη δράση του Μοισιόδακα) και είναι χαρακτηριστικό ότι ο τελευταίος των Βυζαντινών και ο πρώτος των Νεοελλήνων (έτσι χαρακτηρίζω τον Ρήγα Φεραίο) δρα στην περιοχή αυτή. Να θυμίσω ότι το έργο του Ρήγα (η Χάρτα, οι Νόμοι του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια ανασύστασης μιας ελεύθερης βαλκανικής κοινότητας, πολιτικά ενωμένης, από την οποία δεν θα αποκλείεται κανείς από τους λαούς της Χερσονήσου του Αίμου. Όμως οι αμφιταλαντεύσεις της επίσημης εκκλησίας (παρά τα λαϊκά κηρύγματα του Κοσμά Αιτωλού) και η άρνησή της απέναντι σε κάθε διαφωτιστική προσπάθεια, η αμφιλεγόμενη στάση των Φαναριωτών (της ελληνικής, δηλαδή, μεγαλοαστικής ομάδας που υπηρέτησε διοικητικά τα τουρκικά συμφέροντα, αλλά και των κοτζαμπάσηδων, των χριστιανών μεγαλογαιοκτημόνων, απέναντι σε αβέβαιες απελευθερωτικές κινήσεις, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει αδιαφιλονίκητη υποταγή στον κατακτητή, εμπόδισαν την ευόδωση του διαφωτιστικού έργου του Ρήγα. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι ο καινούργιος ύμνος προς την Παρθένο Ελευθερία (έτσι ονόμασαν τον Θούριο του Ρήγα) είχε κυρίως απήχηση στις χώρες των ρουμανικών επαρχιών, όπου ανδρώθηκε η Φιλική Εταιρεία και απ’ όπου άρχισε το πρώτο σάλπισμα για ξεσηκωμό, αυτό του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Να καταλήξω λέγοντας ότι η διαχρονική αλληλεγγύη μεταξύ των λαών των Βαλκανίων που άρχισε με την κοινή αποδοχή της Ορθοδοξίας (συνεχίζεται σήμερα στη μοναστική κοινότητα του Άθω) και που ανδρώνεται με τον αντιτουρκικό αγώνα, πριν και κατά τους χρόνους της μακραίωνης σκλαβιάς, έχει δύο διακριτέα σκέλη: 1) Το λαϊκό, θα έλεγα καλλίτερα το φολκλορικό, όπως εμφανίζεται στα δρώμενα της καθημερινής ζωής (εικόνες, λατρεία, χορούς, τραγούδια κτλ.), και βέβαια 2) το επιστημονικό-πνευματικό, όπως το εκφράζουν η δράση των Φαναριωτών, το έργο των Βαλκανίων της διασποράς και οι διανοούμενοι που εξευρωπαΐστηκαν. Να πω κλείνοντας ότι το δεύτερο αυτό σκέλος είναι θεμελιωμένο στο ελληνικό μάθημα ανθρωπισμού που δεν έπαψε ποτέ να διδάσκει σχεδόν ώς στις μέρες μας τον όποιο βαλκανικό λαό, παρά τις αδελφοκτόνες ενδοβαλκανικές συρράξεις. Να θυμίσω, τελειώνοντας, ότι η ελληνική γλώσσα ήταν ως προχθές ακόμη η lingua franca της περιοχής και αυτό όχι μόνο για εμπορικούς και οικονομικούς λόγους.