Χρῆστος Γιανναρᾶς
Τὸ κείμενο βασίζεται σὲ προφορικὴ εἰσήγηση.
Ἐμφανίστηκε στὰ Γαλλικὰ στὸ Contacts No. 179 (1997), pp. 202-206 καὶ σὲ ἀγγλικὴ μετάφραση στὸ Sourozh nr. 70, November 1997.
Ἀπὸ τὰ Ἀγγλικὰ μετέφρασε ἡ Ἀ. Μπύρου Περιοδικὸ Ἐπιγνωση, τεῦχος 88, Ἄνοιξη 2004
Σήμερα, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἕνα νέο οἰκουμενισμό. ἕναν οἰκουμενισμὸ ποὺ σκοπὸ δὲν θὰ ἔχει τὸν «διάλογο» ἀνάμεσα σὲ παραδόσεις καὶ ὁμολογίες, ἀλλὰ μᾶλλον θὰ ἔρθει νὰ ἀποκαλύψει μία νέα «σύναξη», μέσα ἀπὸ τὸ ἀντάμωμα ἀνθρώπων κάθε παράδοσης καὶ ὁμολογίας. Θὰ εἶναι ὁ οἰκουμενισμὸς ποὺ θὰ προκύψει ἀπὸ τὴν προσέγγιση ὅλων ἐκείνων ποὺ μοιράζονται τὴν ἴδια δίψα γιὰ τὴ Ζωὴ ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο· ἀνθρώπων ποὺ ἀναζητοῦν ἀληθινὲς ἀπαντήσεις στὰ «ἀδιέξοδα» τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ βιώνουμε σήμερα.
Αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ οἰκουμενισμοῦ εἶναι καίριο γιὰ μᾶς, γιατὶ ὡς Χριστιανοὶ φέρουμε εὐθύνη γιὰ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ ἀδιέξοδα. Ὁ οἰκουμενισμὸς τῆς δεκαετίας τοῦ ῾60 ἦταν πολὺ διαφορετικός, ἀφοῦ στόχο εἶχε νὰ δώσει τὴν εὐκαιρία στὶς διάφορες παραδόσεις καὶ ὁμολογίες νὰ γνωρίσουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Κάθε παράδοση, κάθε ἐκκλησία, ἐξέφρασε τὰ πιστεύω καὶ τὶς «πεποιθήσεις» της, προκειμένου νὰ ὡριμάσει αὐτὴ ἡ ἀμοιβαία γνώση.
Στὴ ζωή μου εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ μιλήσω σὲ πολλὲς παρόμοιες οἰκουμενιστικὲς συναθροίσεις. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ συμμετεῖχαν ἦταν ἀπὸ τὰ πρόσωπα πού, μερικὲς φορές, ὀνομάζουμε «ἱερὰ τέρατα» (monstres sacrés) τῆς σύγχρονης θεολογίας. Ἂς μὲ συγχωρήσετε γι’ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ πῶ, ἀλλὰ ὁ κανόνας εἶναι πὼς μία σύνθεση σὰν αὐτή, εἶναι ἁπλὰ ἀδύνατον νὰ ἀνταποκριθεῖ σὲ μία τέτοια θεμελιώδη δίψα. Κουβεντιάζαμε γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ Τρίτου Κόσμου, τοῦ φεμινισμοῦ, τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καὶ τὰ παρόμοια. Ἀλλά, ξέρετε, εἶμαι μέλος τῆς Ἐκκλησίας γιατὶ αὐτὸ ποὺ κυρίως μὲ ἀπασχολεῖ εἶναι ἐὰν ὑπάρχει τρόπος γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ «χωρέσει», νὰ χειριστεῖ καὶ νὰ αἰσθανθεῖ τὴ νίκη κατὰ πάνω στὸν θάνατο. Ὑπάρχουν τόσοι πολλοὶ διαφορετικοὶ τρόποι γιὰ νὰ δώσει κανεὶς λύση στὰ προβλήματα τοῦ Τρίτου Κόσμου ἢ στὰ ἐπίκαιρα γυναικεῖα ζητήματα· ἀλλὰ μόνο μία ὑπόσχεση κυριολεκτικὰ πατᾶ πάνω στὸν θάνατο τῆς Ἐκκλησίας.
Θὰ κάνω χρήση δυὸ λέξεων γιὰ νὰ ἐξηγήσω τί ἐννοῶ: Ἐλευθερία καὶ γνώση. Ἐπιτρέψτε μου νὰ ξεκινήσω μὲ τὴν ἐλευθερία. Ὁ τρόπος ποὺ ὁ σύγχρονος κόσμος προσλαμβάνει τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας μὲ ἀφήνει ἀδιάφορο. Εἶναι ἡ ἐλευθερία ποὺ νοεῖται ὡς ἡ δυνατότητα τῆς ἀπεριόρισης ἐπιλογῆς: ἡ ἱκανότητα νὰ διαλέγει κανεὶς ἀνάμεσα σὲ διαφορετικὲς ἰδέες, διαφορετικὲς πεποιθήσεις, διάφορα πολιτικὰ κόμματα, ἐφημερίδες κ.λπ. Τὸ δικαίωμα, μὲ ἄλλα λόγια, τοῦ ἀτόμου στὴν χωρὶς ὅρια ἐπιλογή. Ἡ ἐνσάρκωση, ἡ εἰκόνα τῆς ἐλευθερίας σήμερα, εἶναι τὸ σοῦπερ μάρκετ. Στὸν χῶρο τοῦ σοῦπερ μάρκετ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ ἐπιλέξει γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ μέσα στὴν ἀπόλυτη μοναξιὰ τοῦ καταναλωτῆ.
Ἡ ἐλευθερία ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει εἶναι ἐκείνη ποὺ καταργεῖ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς θυμήσω τὸ περιστατικὸ μὲ τὸν Πέτρο νὰ βαδίζει πάνω στὸ νερό. Οἱ μαθητές, ὅλοι μαζί, σὲ ἕνα μικρὸ πλεούμενο στὴ Γενησαρέτ. Ἡ λίμνη φουρτουνιασμένη, ἔχει ξεσπάσει καταιγίδα, εἶναι σκοτάδι, οἱ μαθητὲς φοβοῦνται. Ἀπροσδόκητα βλέπουν κάποιον νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος τοὺς διασχίζοντας τὸ νερό. Κλονίζονται, ἔχουν πανικοβληθεῖ. Ἀλλὰ Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς πλησιάζει τοὺς ἡσυχάζει: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμί· μὴ φοβεῖσθε». Εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Κι ὁ Πέτρος τοῦ ἀπαντᾶ: «Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα». Ὁ Χριστὸς τὸν καλεῖ «Ἐλθέ», τοῦ λέει. Κι ὁ Πέτρος δρασκελίζει τὴν κουπαστὴ καὶ ἀρχίζει νὰ βαδίζει πάνω στὰ νερά. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀντλεῖ τὴν ὕπαρξή του ὄχι ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ σχέση του μὲ τὸν Κύριο. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἐλευθερία ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ζητᾶ νὰ κατανοήσουμε τὴν ὑπόστασή μας ὄχι στὴ βάση τῆς κτιστῆς καὶ θνητῆς φύσης, ἀλλὰ ὡς κατόρθωμα σχέσης καὶ ἐγγύτητας μὲ Ἐκεῖνον πού μας κάλεσε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Αὐτὸς εἶναι ὁ ὁρισμὸς τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου: αὐτὸ ποὺ συγκροτεῖ τὸ πρόσωπο βρίσκεται στὴν ἐλευθερία τῆς ἄμεσης, ὑπαρξιακῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό. Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ κάποια ἀφηρημένη ἰδεολογία ἢ ψυχολόγημα· ἀλλὰ γιὰ κάτι πραγματικό, ἀληθινό. Ὑπάρχουμε μὲ τὸν τρόπο τῆς Ἐκκλησίας ὅταν γινόμαστε ἱκανοὶ νὰ βαδίσουμε πάνω στὸ νερό· καὶ ὁλόκληρο τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνας ἀσκητικὸς ἀγώνας σχεδιασμένος νὰ μᾶς διδάξει τὸν τρόπο ποὺ θὰ περπατήσουμε στὸ νερό. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ κανεὶς μένει μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐξαντλεῖται σὲ μία προσπάθεια νὰ βελτιώσει τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων, τὸν χαρακτήρα τους, νὰ τοὺς δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ἐλέγξουν τὰ πάθη τους… Εἶναι, βέβαια, ὅλα αὐτὰ μέρος τῆς ἀσκητικῆς μαθητείας. Ἀλλὰ τὸ τέλος τοῦ ἀγώνα εἶναι ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα, εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ὑποστασιάσουμε τὴ ζωὴ ὡς ἀγάπη, ὥστε νὰ φθάσουμε στὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου.
Ἡ δεύτερη λέξη ποὺ θὰ χρησιμοποιήσω εἶναι ἡ γνώση. Ἡ γνώση ὅπως τὴν κατανοοῦμε σήμερα δηλαδή, ὡς πληροφορία- δὲν μὲ συγκινεῖ. Στὶς μέρες μας ἡ ἐπιστήμη δείχνει νὰ παρατηρεῖ τὴν πραγματικότητα σάν, γιὰ παράδειγμα, νὰ κατέληγε κανεὶς νὰ πεῖ κρίνοντας ἕναν πίνακα τοῦ Van Gogh, ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕνα κομμάτι καμβᾶ καλυμμένο μὲ μπογιά. Ἔτσι εἶναι ἀδύνατον, μέσῳ τοῦ πίνακα, νὰ γνωρίσει τὴν προσωπικότητα τοῦ καλλιτέχνη. Ἄν, λοιπόν, ἀρκεστοῦμε στὸ ἐπίπεδο τῶν ὑλικῶν ἀπὸ τὰ ὁποία εἶναι φτιαγμένος ὁ πίνακας, τότε ἡ μοναδικότητα τῆς δημιουργικῆς ἔκφρασης, ἡ ἑτερότητα τοῦ προσωπικοῦ λόγου τοῦ καλλιτέχνη παραμένει ἀσπούδαστη. Μπορεῖ νὰ γράψουμε σειρὰ βιογραφιῶν γιὰ τὸν Mozart, τὴ μία μετὰ τὴν ἄλλη. Μπορεῖ νὰ αὐξήσουμε τὶς γνώσεις μας γύρω ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του. Ἀλλὰ εἶναι μόνο ἡ ἐμπειρία τῆς μουσικῆς τοῦ Mozart ποὺ θὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸ πρόσωπό του.
Θέλω μία ἐπιστήμη ποὺ νὰ μὲ καθιστᾶ ἱκανό, μέσα ἀπὸ τὴν πραγματικότητα καὶ τὴ σπουδὴ τῆς φύσης, νὰ φθάσω στὴ γνώση τοῦ προσώπου τοῦ Δημιουργοῦ. Θέλω μία γνώση ποὺ θὰ προχωρᾶ πέρα ἀπὸ τὴ φύση γιὰ νὰ φθάσει στὴν «ἑτερότητα» τοῦ Θείου προσώπου. μία γνώση ποὺ θὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ κοινωνήσω μὲ αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Ἡ γνώση τῆς προσωπικῆς «ἑτερότητας», ἡ γνώση τοῦ προσώπου, εἶναι ἕνα ἀποκορύφωμα, μία ἔκρηξη ἐλευθερίας. Γνώση καὶ ἐλευθερία δὲν χωρίζονται, γιατὶ πρέπει νὰ ἐλευθερώσω τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου γιὰ νὰ τὸν ἀνοίξω πρὸς τὸν ἄλλον· γιὰ νὰ κατορθώσω ν’ ἀναγνωρίσω τὴν «ἑτερότητα» τοῦ ἄλλου προσώπου. Πρέπει νὰ ἐλευθερώσω τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ ὅλες ἐκεῖνες τῆς ἀτομικές, ἐγωκεντρικὲς μορφὲς ἀντίστασης. Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν ἐλευθερία: ἡ ἐλευθερία ὡς ἀγάπη καὶ ἡ ἐλευθερία ὡς γνώση. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ δρόμος γιὰ τὴ γνώση καὶ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀγάπη, εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἄσκησης: εἶναι αὐτὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἐλευθερώσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὶς ἀναγκαιότητες τοῦ ἐγώ. Γιὰ νὰ γνωρίσω τὸν ἄλλον εἶναι ἀπαραίτητο νὰ πῶ ἀντίο στὸν ἑαυτό μου.
Μέσα στὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας συναντοῦμε δυὸ δρόμους γιὰ νὰ πορευθοῦμε τὸν ἀσκητικὸ αὐτὸ ἀγώνα: Τὴν διακονία πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὸ κοινωνικὸ ἔργο, καὶ τὸν μοναστικὸ ἀσκητισμό, ὅπου κανεὶς ἐργάζεται νὰ ὑπερβεῖ ἐκεῖνα τὰ ἐμπόδια, τὰ σημεῖα ἀντίστασης ποὺ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ κοινωνήσει μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Αὐτοὶ οἱ δυὸ δρόμοι στὴν πραγματικότητα ἔχουν τὸν ἴδιο σκοπό. Ὁ Εὐάγριος Πόντικους τὸ ὅρισε πολὺ εὔστοχα ὅταν εἶπε ὅτι ὁ Χριστιανός, καὶ ἰδιαίτερα ὁ μοναχός, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους προκειμένου νὰ ἑνωθεῖ μὲ ὅλους. Δυστυχῶς, στὶς κοινωνίες ποὺ ζοῦμε, ὁ τρόπος τῆς ζωῆς ἀποκλείει καὶ τοὺς δυὸ αὐτοὺς τρόπους. Θὰ πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι βιώνουμε ἕνα παράδοξο. Ἀφενὸς δὲν διστάζουμε νὰ δηλώσουμε ὅτι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἑνὸς ζωντανοῦ σώματος, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ καθημερινή μας ἐπιβίωση προϋποθέτει τὴν ἀπολυταρχία τῆς ἀτομικότητας. Διαμορφώνουμε σήμερα τὴ ζωή μας πάνω στὴ βάση τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου καὶ δίνουμε ἀπόλυτη προτεραιότητα στὴν ἀτομικὴ κατανάλωση. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀκόμα κι ἡ θεολογία ἔχει γίνει ἡ γνώση περὶ τίνος πράγματος. Γεμίζουμε μὲ πληροφορίες ποὺ ἀφοροῦν τὸν Θεό. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ὁρίζει τὴ θεολογία μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ πληρότητα τῆς γνώσης τοῦ ἴδιου του Θεοῦ, ἡ ἐμπειρία τῆς πίστης, ποὺ βέβαια καθόλου δὲν σημαίνει τὴν ἀπόκτηση μιᾶς συγκεκριμένης ἀτομικῆς ἰδεολογίας. Στὰ Ἑλληνικὰ ἡ λέξη «πίστη» διατηρεῖ ἀκόμη τὴν πρωτότυπη ἔννοια τῆς ἐμπιστοσύνης. Νὰ πιστεύω, σημαίνει νὰ προσφέρω τὸν ἑαυτό μου μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ καὶ σ’ αὐτὸν τὸν «ἄλλον» ποὺ ἀγαπῶ. Τὰ δυὸ πρόσωπα τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Φαρισαῖος καὶ ὁ Τελώνης, εἶναι θεμελιώδη σημαίνοντα γιὰ τὴν κατανόηση αὐτοῦ ποὺ προσπαθῶ νὰ ἐκφράσω μὲ τὴν λέξη «πρόσωπο». Ὁ Φαρισαῖος, ὡς τύπος ἀνθρώπου θρησκευόμενου, εἶναι ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀπόλυτα πιστὸς στὸ Νόμο, αὐτάρκης. Δὲν χρειάζεται τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μένει ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία Του. Ὁ ἄλλος, ὁ Τελώνης, δὲν ἔχει νὰ προσφέρει καμία ἀρετή, οὔτε κἂν καλὴ πράξη. Εἶναι ἁμαρτωλός. Δὲν στηρίζεται στὶς προσωπικές του δυνάμεις, ἔτσι τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἀπομένει εἶναι ἡ σχέση του μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶ. Καὶ παραδίδει τὸν ἑαυτὸ τοῦ σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη.
Ὁραματίζομαι ἕναν οἰκουμενισμὸ ποὺ οἱ ἀπαρχές του θὰ ὁρίζονται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε ἐκκλησία θὰ ὁμολογήσει τὶς δικές της ἀστοχίες. Ἐὰν ξεκινήσουμε ἀπὸ μία τέτοια ἐξομολόγηση τῶν ἱστορικῶν μας λαθῶν, εἶναι πιθανὸν ὅτι στὸ τέλος θὰ καταφέρουμε νὰ παραδώσουμε τὸν ἑαυτό μας ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Εἴμαστε πλήρεις λαθῶν καὶ ἀδυναμιῶν ποὺ ἔχουν παραμορφώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἀλλά, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μας θυμίζει ὅτι ἀπὸ τὴν «ἀσθένεια» γεννιέται ἡ ζωὴ ποὺ θριαμβεύει πάνω στὸν θάνατο. Ὁραματίζομαι ἕναν οἰκουμενισμὸ ποὺ ἡ βάση του θὰ ὁροθετεῖται ἀπὸ τὴν ἐθελοντικὴ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς ἀσθένειας.
Εἶναι πιθανὸν ὅτι θὰ ξεχάσετε τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μόλις σᾶς εἶπα. Ἀλλά, θὰ ἤθελα νὰ σὰς ζητήσω νὰ θυμᾶστε αὐτὴ μόνο τὴν πρόταση: Τὸ πιὸ δύσκολο πράγμα στὴν προσωπικὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ δὲν ἐννοῶ τὴν πνευματική του ζωή, παρὰ ἐν γένει τὴν προσωπική του ζωή- εἶναι νὰ διακρίνει ἀνάμεσα στὸ ἀληθινὸ καὶ τὸ ψυχολόγημα. Ὁ πολιτισμός μας ἔχει ἀντικαταστήσει τὴν ὀντολογία μὲ τὴν ψυχολογία. Καὶ δὲν ἐννοῶ τὴν ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας ποὺ ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ. Ἐννοῶ τὶς ψυχολογικὲς πλάνες ποὺ κατασκευάζουμε ἀπὸ μόνοι μας, εἴτε μέσα ἀπὸ μία καθαρὰ λογικὴ διεργασία, εἴτε μέσα ἀπὸ ἕνα εἶδος ἠθικῆς αὐτοδικαίωσης. Θὰ πρέπει νὰ ξεπεράσουμε αὐτὰ τὰ εἴδωλα γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀγγίξουμε τὴν πραγματικότητα ποὺ εἶναι ἀληθινὰ θεολογική. Πρέπει νὰ ξεχωρίζουμε ἀνάμεσα σὲ ὅ,τι εἶναι πραγματικὸ καὶ σ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι ψυχολόγημα, ὥστε κάποια μέρα νὰ κατορθώσουμε νὰ ψάλλουμε μαζὶ πώς, μὲ τὸν θάνατο κανεὶς μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν θάνατο.