Η λειτουργία της επιστημονικής έρευνας και η λειτουργική γνωσιολογία

Πρωτοπρ. Γεώργιος Αναγνωστόπουλος
Τομέας Τηλεπικοινωνιών & Διαστημικής,Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, Δημοκρίτειο Παν. Θράκης
(Από τα πρακτικά του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου «Επιστήμες Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002)
 

Eισαγωγή

Πριν από λίγα χρόνια βρέθηκα επισκέπτης στην Ι. Μ. του Τ. Προδρόμου, στο Essex της Μ. Βρετανίας, που αποτελείται από Oρθόδοξους μοναχούς από όλη την Ευρώπη. Το μοναστήρι αυτό το ίδρυσε ένας εξέχων πνευματικός άνθρωπος της εποχής μας, ο γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Pώσος στην καταγωγή, ζωγράφος και πνευματικός αναζητητής στα νεανικά του χρόνια, ασκητής στο ʼγιον Όρος στην συνέχεια και πνευματικός οδηγητής πολλών Eυρωπαίων προς το τέλος της ζωής του. Στην Μονή μού ζήτησαν να μιλήσω σε μια σύναξη προσκυνητών.

Ήταν δύσκολο για μένα να δεχθώ την πρόσκληση αυτή, μέχρι που πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο του Γέροντα Σωφρονίου, με τίτλο «Περί Προσευχής», και διάβασα την πρώτη φράση του βιβλίου. Συνειδητοποίησα το θέμα για το οποίο θα μπορούσα να πω λίγα λόγια. Η πρώτη φράση του βιβλίου ήταν η εξής: «Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία, ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης[1]». Η τοποθέτηση αυτή ήταν το έναυσμα για εκείνη την μικρή ομιλία και για σκέψεις συνεχείς τα επόμενα χρόνια, και κατά κάποιο τρόπο, είναι και η βάση της σημερινής μου ομιλίας.

Η θέση ότι «η προσευχή είναι ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης», προκύπτει ως αποτέλεσμα συγκρίσεως και υποδηλώνει μια συσχέτιση μεταξύ της προσευχής αφενός και της τέχνης ή της επιστήμης αφετέρου. Παρουσιάζεται λοιπόν η Προσευχή ως οδός γνώσεως και εμπειρίας, αφού συγκρίνεται με την Επιστήμη και ως οδός ομορφιάς και δημιουργίας – μάλιστα «ατελεύτητης δημιουργίας»-, αφού συγκρίνεται με την Τέχνη.

Θα συζητήσω λοιπόν στην συνέχεια ορισμένα χαρακτηριστικά της ερευνητικής πρακτικής και μεθοδολογίας, συγκρίνοντάς τα με χαρακτηριστικά της πορείας προς την πνευματική γνώση, όπως αυτή μας παραδίνεται μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα στην ζωή και το πνεύμα της Θείας Λειτουργίας. Και, κατά κάποιο τρόπο, θα παρουσιάσω τις ταπεινές μου παρατηρήσεις, ως επιβεβαίωση του αποφθεγματικού λόγου του Γέροντα Σωφρονίου. Ότι, δηλαδή, «Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία, ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης».

Τι είναι η Θ. Λειτουργία; Είναι αυτή που δίνει ζωή μέσα στους αιώνες σε εκατομμύρια ανθρώπους. Είναι σαν σταγόνες βροχής που πέφτουν ήρεμα και ποτίζουν τη γη για να βλαστήσει. Είναι σαν φωτιά που θερμαίνει την ύλη για να γίνει φωτιστική. Είναι σαν απειλητικός άνεμος, στον οποίο δεν αντέχουν οι θεωρητικές κατασκευές και οι ιδιοτελείς προθέσεις, και υποχωρούν.

Και τι είναι η Επιστήμη; Είναι εκείνο το φαινόμενο που έχει προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών τους τελευταίους αιώνες, και ολοκλήρου σχεδόν του κόσμου σήμερα.

Μία σύγκριση, λοιπόν, των δύο μεθόδων γνώσεως, της Λειτουργικής και Επιστημονικής, είναι, κατά τη γνώμη μας, εξαιρετικής σημασίας για την ζωή μας σήμερα.

ΜΕΡΟΣ Α

Α1. H πίστη ως προϋπόθεση της γνώσης
 

Προ καιρού βρέθηκα σ’ ένα Πανεπιστήμιο στην Μ. Βρετανία για μια επιστημονική συνεργασία. Εκεί με πλησίασε ένας Έλληνας ερευνητής με φιλοσοφικές ανησυχίες και η συζήτηση εξελίχθηκε γρήγορα σε διερεύνηση καίριων επιστημολογικών θεμάτων. Ο συνομιλητής μου επιτέθηκε στη νεώτερη Επιστημολογία. «Είχα επισημάνει, πρώτος νομίζω, μου λέει, ότι οι αρχές του Popper είναι ανορθολογικές. Ό,τι δεν αποδεικνύεται ορθολογικά δεν το συζητάμε», πρόσθεσε με ύφος που μάλλον ήθελε να προκαλέσει την αντίδρασή μου. «Θα θέλατε να μου ορίσετε τι εννοείτε “αληθές”;», ερωτώ. «Αληθές, μου απαντά με ευκολία, είναι ό,τι μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά». «Μάλιστα. Η δήλωση που μόλις εκφέρατε μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά;», ερωτώ πάλι. «Όχι», μου απαντά με κάποιο τρόπο σαν να επειγόταν τώρα να εξομολογηθεί. «Ασφαλώς, ο ορισμός της επιστημονικής αλήθειας στηρίζεται σε μια λογική αντίφαση».

Ανέφερα τον προηγούμενο διάλογο, γιατί θεώρησα σημαντικό όχι την αξία των απαντήσεων που έδωσε ο συνομιλητής μου, που δεν ήταν πρωτότυπες, αλλά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος συνομιλητής μου μπορούσε να επιμένει σε μια «ορθολογική» περιγραφή της επιστήμης, έχοντας υπόψη του όλα τα κενά του Λογικού Θετικισμού και την επαναστατική αντίληψη για την επιστημολογία που έχουν επιβάλει στην νεότερη επιστημολογία με τις έρευνες τους οι Popper, Khun, Lakatos, Feyerabend και άλλοι. Διότι βέβαια, η απάντηση στο ερώτημα «τι σχέση έχει επιστήμη με την αλήθεια» ή και ακόμη στο ερώτημα «ποιο είναι το κριτήριο της επιστημονικής γνώσης» δεν δίνεται από τον άνθρωπο ως επιστήμονα, διότι καμία επιστημονική θεωρία δεν αντιμετωπίζει το ανωτέρω ερώτημα, αλλά δίνεται σ’ ένα ορίζοντα ευρύτερο της επιστημονικής μεθόδου. Δίνεται δηλαδή από τον επιστήμονα ως άνθρωπο-φιλόσοφο.

Η άποψη του συνομιλητή μου, ότι η επιστημονική περιγραφή του κόσμου είναι η τελική γνώση της αλήθειας, προϋποθέτει την άποψη ότι ο κόσμος είναι πλήρως αναγνώσιμος δια της επιστημονικής μεθόδου. Αλλά από πού προκύπτει ότι ο άνθρωπος με τις δυνάμεις του – την επιστημονική μέθοδο- μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο απολύτως; «Η πίστη αυτή στην επιστήμη, έτσι όπως υπάρχει σήμερα, είναι εξίσου ανορθολογική με την οποιαδήποτε θρησκευτική πίστη. Η μεγάλη πλειοψηφία των σημερινών ανθρώπων, μαζί και οι επιστήμονες, δεν έχουν έναντι της επιστήμης ορθολογική στάση: πιστεύουν σ’ αυτήν. Πρόκειται πράγματι για ένα είδος πίστης. Και αυτή την πίστη πρέπει να διαλύσουμε, που μεταφράζεται στην ιδέα ότι οι γιατροί, οι μηχανικοί, οι φυσικοί, οι οικονομολόγοι κατέχουν την απάντηση για όλα τα προβλήματα που τίθενται στην ανθρωπότητα», έγραψε ο διακεκριμένος Έλληνας φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης[2].

Είναι προφανές ότι η άποψη του Διαφωτισμού και του Λογικού Θετικισμού, που αποδέχεται την χρήση της επιστημονικής μεθόδου ως του μόνου έγκυρου οργάνου γνώσεως, ανάγει τον δημιουργό και χρήστη της επιστημονικής μεθόδου, τον άνθρωπο, σε απόλυτο κριτή της αλήθειας του Είναι, σε Κύριο και Θεό. Πρόκειται για την πιο ισχυρή έκφραση της ανθρωποκεντρικής αρχής. Αλλά η πίστη, όχι βέβαια στον πεπερασμένο άνθρωπο, αλλά στον Θεάνθρωπο είναι μια στάση που βρίσκεται και στην αρχή της Λειτουργικής Γνωσιολογίας. Η πίστη στην Αλήθεια του Θεανθρώπου είναι η βάση από την οποία ξεκινά ο άνθρωπος την πορεία προς την γνώση του Θεού.

Α2. H γνώση ως λειτουργία

Γνωρίζει κανείς την επιστημονική μέθοδο έρευνας της φύσης κάνοντας ο ίδιος έργο-έρευνα και όχι απλά διαβάζοντας επιστημονικά εγχειρίδια, όπου προσφέρεται μια τυπική γνώση. Ο Khun θα γράψει στο κλασικό του έργο «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων»: «Η έννοια της επιστήμης που προκύπτει από αυτά (τα κλασικά κείμενα και τα εγχειρίδια) μπορεί να συγκριθεί με την εικόνα ενός εθνικού πολιτισμού που σχηματίζεται από τουριστικά φυλλάδια ή από εγχειρίδια ξένων γλωσσών»[3].

Πράγματι, η πρόοδος στην επιστημονική γνώση λειτουργεί εντός ενός πλαισίου ζωής και δράσεως που περιέχει, αλλά και υπερβαίνει την διαδικασία μάθησης ως ανάγνωσης ενός (επιστημονικού) κειμένου. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει την προσωπική ερευνητική δραστηριότητα, τη μαθητεία σε άλλους επιστήμονες – ερευνητές, την εξοικείωση με το πείραμα και την θεωρητική ανάλυση, την διεπιστημονική προσέγγιση, την συμμετοχή σε επιστημονικά Συνέδρια, Συναντήσεις και Ενώσεις, την διαδικασία κρίσεως και δημοσιεύσεως ερευνητικών αποτελεσμάτων σε επιστημονικά Περιοδικά, την συνεργασία με άλλους επιστήμονες, την καθοδήγηση επιστημονικής ομάδας, την αλληλεπίδραση με το πολιτιστικό, πολιτικό, θρησκευτικό και κοινωνικό περιβάλλον, την αλληλεπίδραση με την τεχνολογία και την βιομηχανία κ.λπ.

Αλλά και η πνευματική γνώση μέσα στην εκκλησία είναι μια πορεία που υπερβαίνει την έννοια της γνώσης ως απλής διαδικασίας ανάγνωσης και έχει λειτουργικό χαρακτήρα, όπως η επιστημονική γνώση, που περιγράφηκε ανωτέρω. Η πορεία προς την πνευματική γνώση μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι λειτουργική με την έννοια ότι έχει χαρακτήρα εμπειρικό, κοινωνικό και δυναμικό (βλ. επόμενα κεφάλαια).

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία το κέντρο, η καρδιά και ταυτόχρονα η έκφραση της αληθινής ζωής είναι η Θ. Λειτουργία (Λειτουργία = έργο του λαού), εκεί όπου ποιείται το έργο του λαού μέσα σε ύμνους, λόγο, εικόνα, κίνηση, ευωδία, σωματική άσκηση, ʼρτο και Οίνο. Εκεί, στην Θ. Λειτουργία λειτουργούνται όλες οι αισθήσεις και όλος ο νους για να φθάσουν στην υπερ-αίσθηση θέαση του Μυστηρίου της Ζωής.

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία η Γραφή είναι το υπέρτατο γραπτό κείμενο. Η Γραφή όμως δεν νοείται έξω ή εκτός της Εκκλησίας, αλλά εντάσσεται, δηλαδή αναγιγνώσκεται και κατανοείται, εντός της Θ. Λειτουργίας και της Εκκλησίας.

Πριν από μερικά χρόνια σε μια εκδήλωση μέσα στο αμφιθέατρο της Πολυτεχνικής μας Σχολής μίλησε ένας βουλευτής των Αθηνών, αξιόλογος πολιτικός και διανοητής. Ήταν χαρακτηριστικό ότι, παρά την ευχάριστη έκπληξη που είχαμε να προσεγγίζει ευρύτερα θέματα παιδείας και πολιτισμού, ο ομιλητής έκανε με ευπρέπεια, αλλά πάντως μια εκτός τόπου και χρόνου τοποθέτηση, κατά την οποία ο Χριστιανισμός είναι μια θρησκεία των κειμένων, και όχι μια θρησκεία που έχει κίνηση, ύμνους κ.λπ., όπως για παράδειγμα στους Ορφικούς. Και απορεί κανείς πως μπορεί να βλέπει διανοούμενο πολιτικό που ζει στην Ελλάδα και να έχει μια άποψη για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό σαν αυτή που θα είχε ένας αλλοδαπός που δεν είχε ενημερωθεί σχετικώς ούτε καν από ανάγνωση περί της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Α3. Η εμπειρία ως βάση της γνώσης
 

Μια άλλη συσχέτιση που ανιχνεύουμε μεταξύ της λειτουργίας της επιστημονικής γνώσης και της φύσεως της γνώσης που μας προσφέρει η Θ. Λειτουργία είναι η υφή της γνώσης ως εμπειρίας.

Η επιστημονική μεθοδολογία καταξιώθηκε και καταξιώνεται συνεχώς χάριν της συνδέσεώς της με τα εμπειρικά δεδομένα, και την πειραματική επαλήθευση θεωρητικών προτάσεων ή ενός θεωρητικού προτύπου (μοντέλου). Αυτή η σύνδεση της γνώσης με την εμπειρία έχει προσδώσει μια αίγλη στην επιστήμη τους τελευταίους αιώνες, σε αντιπαράθεση με οποιαδήποτε άλλη γνώση, ιδιαίτερα μορφών γνώσεων που θεωρούνται ότι είναι αφηρημένες.

Αλλά και η γνώση του Θεού στο χώρο της Εκκλησίας αρχίζει, με την πίστη, με την μελέτη του Λόγου του Θεού, και γίνεται εμπειρία μέσα στο χώρο και στο πνεύμα της Θ. Λειτουργίας. Ο αββάς Ισαάκ περιγράφει ως εξής την σχέση φυσικής γνώσης-πίστης-αληθούς γνώσεως ή εμπειρίας: «ʼλλη είναι η γνώσις, ήτις προηγείται της πίστεως, καί άλλη, ήτις γεννάται εκ της πίστεως… (η πίστις οδηγεί εις τό) νά πράττωμεν τά καλά έργα καί ούτω δίδεται εις τόν άνθρωπον η πνευματική γνώσις… Η πνευματική γνώσις είναι αίσθησις των κρυπτών θείων μυστηρίων, καί όταν τις αισθανθεί αυτά τα αόρατα καί κατά πολύ υπερβάλλοντα πράγματα, εκ τούτων λαμβάνει το όνομα της πνευματικής γνώσεως, και γεννάται δια τας αισθήσεως αυτής άλλη πίστις, όχι εναντία της πρώτης, αλλά βεβαιούσα την πίστιν εκείνην»[4].

Ο πιστός, και συχνά και ο «άπιστος», γεύεται την γλυκύτητα και την ειρήνη του Αγ. Πνεύματος μέσα στην Θ. Λειτουργία, ευρισκόμενος ακόμη και μόνος του απλά και μόνον μέσα στο κτίριο εκκλησίας. Η χάρις αυτή που αισθάνεται τότε κανείς είναι γιατί μέσα σ’ αυτό τον χώρο, κάποια άλλη στιγμή, έχει τελεσθεί το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, η Θ. Λειτουργία. Είναι γιατί εκεί βρίσκεται το κέντρο του Σύμπαντος, η πηγή της Αγάπης, η Χάρη του Θεού.

Ό,τι είναι γραμμένο στο Ευαγγέλιο και στα άλλα κείμενα της Εκκλησίας δεν είναι συνήθως παρά η καταγραφή της εν Θεώ εμπειρίας των αγίων και προσφέρεται από την εκκλησία όχι απλώς προς ακοή ή προς μάθηση, αλλά ως πρόσκληση προς κάθε πρόσωπο επαλήθευσης αυτών των εμπειριών (όχι μόνο υπέρ-αισθητών εμπειριών του πνεύματος, αλλά ακόμη και αισθητών εμπειριών-γεγονότων). Όταν π.χ. ακούμε τον υμνωδό, που έζησε πολλά χρόνια μετά το Χριστό και δεν τον γνώρισε ιστορικά, να μας καλεί να τον προσκυνήσουμε διότι Τον είδαμε αναστημένο («ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Ιησούν Χριστόν»), δεν εννοεί απλά την ιστορική πληροφορία των αποστόλων για την ανάσταση ούτε εκφράζεται ποιητικά, αλλά απευθύνεται, κατά τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, στην εκκλησιαστική εμπειρία της μετοχής στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας.

Η εμπειρία του Σταυρού και της Αναστάσεως, που γεύεται ο πιστός στην Θ. Λειτουργία, είναι η άνοδος από τον φόβο του θανάτου και της φιλαυτίας στην Αγάπη. Γι’ αυτό η Ανάσταση και η Αγάπη ήταν το θεμελιώδες κήρυγμα της Εκκλησίας από την εποχή των Αποστόλων.

Α4. Η άγνωστη ουσία του είναι

Βεβαίως η ανθρώπινη εμπειρία και γνώση δεν μπορεί να εισέλθει στην κατανόηση ούτε της ουσίας του κτιστού κόσμου ούτε της ουσίας του Θεού. Η επιστημονική γνώση αναφέρεται στην γνώση των ενεργειών της φύσεως του κτιστού κόσμου και η πνευματική γνώση γεύεται και θεάται τις ενέργειες του Θεού.

Μου είπε κάποια φοιτήτρια του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιό μας: «Πάτερ, είναι ίσως ωραία αυτά που διδάσκει η Εκκλησία, αλλά εδώ στο Πολυτεχνείο έχουμε κάτι χειροπιαστό. Καταλαβαίνεις ό,τι πιάνεις. Στην Εκκλησία πολλά πράγματα δεν τα καταλαβαίνω». Λέω: «Μπορείτε να μου πείτε τι είναι το ηλεκτρόνιο, ή ακόμη, τι είναι αυτό που ονομάζουμε ύλη;» Τότε φάνηκε σαν να έχανε έδαφος που πατούσε. Διότι, βέβαια γνωρίζουμε το ηλεκτρόνιο από τις ενέργειές του, αλλά τι είναι το ηλεκτρόνιο στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε. Και τι είναι «ύλη» δεν γνωρίζουμε. Η απάντηση της υλιστικής φιλοσοφίας ότι «ύλη είναι ό,τι υπάρχει», είναι προφανώς ένας φιλοσοφικός ορισμός, πέραν της εμπειρικής γνώσεως.

Α5. Yπάρχει κριτήριο αντικειμενικής γνώσης;
 

Αν και τα παρατηρησιακά δεδομένα που προκύπτουν από το πείραμα είναι εκείνο το στοιχείο που έδωσε λάμψη στην επιστημονική μέθοδο και μια έπαρση ως προς το ακαταμάχητο της ισχύος της ως γνωστικής οδού έναντι άλλων οδών γνώσεως, όπως π.χ. η θρησκεία, η σύγχρονη έρευνα κατέδειξε την δυσκολία να απαντηθούν με ορθολογικό τρόπο μερικά βασικά ερωτήματα γύρω από την φύση της ίδιας της επιστήμης, και τελικά το ερώτημα «τι είναι επιστήμη;». Διότι οι βεβαιότητες γύρω από την ακατανίκητη δύναμη της επιστημονικής αλήθειας κλονίζονται μόλις επιχειρήσουμε να απαντήσουμε με ορθολογιστική σαφήνεια στο ερώτημα: «ποιο είναι το κριτήριο της επιστημονικής μεθόδου, που την διαφοροποιεί από την μη επιστήμη;».

Η κοινή πρόληψη ότι «επιστήμη είναι εκείνη η γνώση που μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά από όλους», είναι φανερό ότι δεν είναι μια συμβατή με την Ιστορία της Επιστήμης προσέγγιση. Η άποψη αυτή έχει ισχύ περίπου όμοια με την αυτονόητη ισχύ που είχε η αλήθεια της χριστιανικής πίστης μέσα στη μεσαιωνική χριστιανική κοινωνία. Αλλά όπως ο Χριστός είναι η Αλήθεια, αλλά η Αλήθεια αυτή δεν επιβάλλεται με τρόπο που να καταργεί την ελευθερία, ορθολογικά, κατά παρόμοιο τρόπο φαίνεται ότι και οι επιστημονικές θεωρίες δεν μπορούν να επιβάλλουν την αλήθεια τους με τρόπο απολύτως ορθολογικό. Ο προαναφερθείς λοιπόν ορισμός της επιστημονικής μεθόδου, ότι δηλαδή «επιστήμη είναι η γνώση που μπορεί να αποδειχθεί πειραματικά από όλους» είναι ατελής για πολλούς λόγους. Θα αναφερθούμε σε μερικούς εξ αυτών επιγραμματικά.

1. Η συμφωνία μεταξύ θεωρητικού προτύπου (μοντέλου) – παρατηρησιακών δεδομένων, σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις, δεν επιτυγχάνεται ποτέ. Επιγραμματικά αναφέρομαι στις εξής σχετικές διατυπώσεις διακεκριμένων ερευνητών της επιστημονικής μεθοδολογίας. Σύμφωνα με τον Popper δεν υπάρχουν παρά μόνο λανθασμένες επιστημονικές θεωρίες, υπάρχει όμως πρόοδος ιστορικά προς θεωρίες λιγότερο λανθασμένες. Ο Khun, στο μνημειώδες έργο του «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», βεβαιώνει ότι: «Καμιά θεωρία δεν λύνει ποτέ τους γρίφους (τις αντιθέσεις της παρατήρησης ως προς το μοντέλο) και δεν φθάνει ποτέ σε μια τελική συμφωνία», και συμπεραίνει ότι: «Αν οποιοδήποτε λάθος σ’ αυτό το συνταίριασμα (θεωρίας-δεδομένων) οδηγούσε κάθε φορά στην απόρριψη της θεωρίας, τότε θα έπρεπε όλες οι θεωρίες να είχαν απορριφθεί σ’ όλες τις εποχές»[5]. Στην ίδια κατεύθυνση ο Feyerabend, στο βιβλίο του «Ενάντια στη Μέθοδο», συμπεραίνει: «Επομένως η επιστήμη, όπως την ξέρουμε, μπορεί να υπάρχει μόνο αν αποσύρουμε την απαίτηση αυτή (συμφωνία θεωρίας – παρατήρησης) και αναθεωρήσουμε τη μεθοδολογία μας…»[6].

Εδώ, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό που ονομάζουνε συχνά οι επιστήμονες «συμφωνία» των παρατηρησιακών δεδομένων με το θεωρητικό μοντέλο προϋποθέτει σχεδόν πάντα μια γενίκευση της ισχύος πεπερασμένου αριθμού μετρήσεων ή γεγονότων.

Ο Κhun παρατηρεί: «Δεν υπάρχει θεωρία που να συμφωνεί με όλα τα γεγονότα του πεδίου εφαρμογής της. Γι’ αυτό όμως δεν ευθύνεται πάντα η θεωρία. Τα γεγονότα καθορίζονται από παλιότερες ιδεολογίες και μια σύγκρουση ανάμεσα σε γεγονότα και θεωρίες μπορεί να είναι απόδειξη προόδου»[7].

2. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει κριτήριο το οποίο να μας καθοδηγεί με ορθολογικό τρόπο στην διακρίβωση μιας λανθασμένης θεωρίας και στην αποδοχή μιας άλλης. Ο Khun σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Στο παρελθόν, συνήθως εκλαμβάνονταν ως ενδείξεις ότι οι επιστήμονες, όντας απλοί άνθρωποι, δεν μπορούν πάντοτε να παραδεχθούν τα λάθη τους, ακόμη και όταν αντιμετωπίζουν ξεκάθαρες αποδείξεις. Εγώ αντίθετα θα υποστήριζα ότι σ’ αυτά τα πράγματα δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με αποδείξεις ούτε με λάθη. Η μετάθεση της εμπιστοσύνης από ένα Παράδειγμα σε άλλο είναι μια εμπειρία μεταστροφής που δεν μπορεί να γίνει με εξαναγκασμό. Η αντίσταση για μια ολόκληρη ζωή, ιδιαίτερα στην περίπτωση εκείνων που το παραγωγικό τους έργο τους έχει δεσμεύσει σε μια παλιότερη παράδοση φυσιολογικής επιστήμης, δεν αποτελεί παραβίαση κάποιων επιστημονικών κριτηρίων αλλά μια ένδειξη για τη φύση της ίδιας της επιστημονικής έρευνας. Η πηγή της αντίστασης είναι η βεβαιότητα ότι το παλιότερο Παράδειγμα θα λύσει τελικά όλα τα προβλήματά του, ότι η φύση μπορεί να προσαρμοστεί στο πλαίσιο που προσφέρει το Παράδειγμα. Αναπόφευκτα βέβαια, αυτή η βεβαιότητα, σε καιρούς επανάστασης, μοιάζει πεισματική και στενοκέφαλη, όπως πολλές φορές, καταλήγει πραγματικά να γίνει. Είναι όμως και κάτι παραπάνω. Η ίδια αυτή βεβαιότητα δίνει στη φυσιολογική επιστήμη (ή στη δραστηριότητα επίλυσης γρίφων) δυνατότητα ύπαρξης»[8]..

Η έλλειψη στην επιστήμη ενός αυστηρώς ορθολογικού κριτηρίου το οποίο θα προσδιόριζε την μετάβαση από μία λανθασμένη σε μια ορθή επιστημονική θεωρία, δραματοποιείται ως εξής από τον διαπρεπή φυσικό του αιώνα μας Planck: «Mια νέα επιστημονική αλήθεια δεν θριαμβεύει επειδή πείθει τους αντίθετους και τους κάνουν να δουν το φως, αλλά μάλλον επειδή κάποτε οι αντίπαλοί τους πεθαίνουν και μια νέα γενιά ανδρώνεται που είναι εξοικειωμένη μ’ αυτή την αλήθεια»[9]…

Ο Lakatos θεωρεί ως κριτήριο «ορθολογικής» απόρριψης μιας επιστημονικής θεωρίας την γενική αίσθηση των επιστημόνων σε μια συγκεκριμένη εποχή. Κατανοεί κανείς αμέσως ότι η έννοια του ορθολογικού κριτηρίου έχει τόσο διευρυνθεί, που αναδεικνύει το πρόσωπο του επιστήμονα που δρα μέσα στην ιστορία και κρίνει την σχέση παρατηρησιακών δεδομένων – θεωρητικού προτύπου, ως το κατ’ ουσίαν τελικό κριτήριο της αποδοχής ή της απόρριψης μιας επιστημονικής θεωρίας[10].

Α5. Η γνώση ως δημιουργία
 

Ποια είναι η σχέση της Επιστήμης και της πνευματικής γνώσεως με την Τέχνη, δηλαδή με την ομορφιά και την δημιουργία;

Ο καλλιτέχνης δημιουργεί νέες μορφές στην επιφάνεια (ζωγραφική), στον χώρο (γλυπτική, αρχιτεκτονική), στον ήχο (μουσική) κ.λπ. Ακριβέστερα, ο καλλιτέχνης – δημιουργός χρησιμοποιεί και αξιοποιεί την προηγούμενη από αυτόν τέχνη και τα δεδομένα της προσωπικής του εμπειρίας στη ζωή για να πραγματοποιήσει μια νέα πάντα καλλιτεχνική μορφή έκφρασης. Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν προκύπτει κατά τρόπο ντετερμινιστικό από την προϋπάρχουσα ύλη-εμπειρία, αλλά την προϋποθέτει. Γι’ αυτό και κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα αποτυπώνει τόσο την ιστορική ένταξη του καλλιτέχνη σε μια χρονική – κοινωνική περιοχή, όσο και την προσωπική του μοναδική ιδιαιτερότητα και εξέλιξη.

Κατά τρόπο ανάλογο οι μεγάλες νοητικές συλλήψεις των ερευνητών – επιστημόνων προϋποθέτουν τα παρατηρησιακά δεδομένα, αλλά δεν προκύπτουν κατά τρόπο ντετερμινιστικό ούτε πάλι τα δεδομένα οδηγούν σε μια μοναδική θεωρητική ερμηνεία – μοντέλο.

Ο διακεκριμένος μαθηματικός και φυσικός Δ. Χριστοδούλου σε μια συνέντευξη του στον κ. Λάλα, στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», περιέγραψε με εναργή τρόπο πως η σύλληψη ενός θεωρητικού προτύπου παρουσιάζεται σχεδόν σαν μια φώτιση – έλλαμψη.

Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι επαναστατικές θεωρίες έχουν συλληφθεί στο όνειρο, κατά τη διάρκεια του ύπνου, εκεί που ο βιασμός των δεδομένων και η ορθολογιστική διαδικασία σταματάει και η άμεση φαντασιακή δημιουργικότητα και αισθητική του επιστήμονα απελευθερώνεται.

Ο A. Einstein τέλος, για να αναφερθώ σε έναν μόνο μεγάλο επιστήμονα ακόμη, βεβαιώνει ότι «δεν υπάρχει λογικό μονοπάτι που να οδηγεί στους πολύ γενικούς νόμους».

Τι σχέση έχουν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά της τέχνης και της ερευνητικής διαδικασίας με την Θ. Λειτουργία και την προσευχητική εμπειρία της γνώσης;

Η λειτουργική πράξη μας εμφανίζει την προσευχητική εμπειρία της γνώσης ως ένα ενδεχόμενο της ελευθερίας μας και της απροσδιόριστης προσωπικής αρχής του είναι μας. Η εμπειρία της ζωής και η λειτουργική πράξη είναι για όλους μας κοινή και παρούσα εκεί κάθε φορά. Προϋπάρχουν και προσφέρονται προς όλους ως μία δυνατότητα μετοχής σε μια άγνωστη ακόμη εμπειρία του Θεού. Αλλά το άλμα προς τον ʼγνωστο Παρόντα επιτυγχάνεται όχι από όλους, ή όχι από όλους, στον ίδιο βαθμό.

Τέλος, όπως στην Επιστήμη μεγάλες συλλήψεις γίνονται συχνά με τρόπο διαισθητικό και με κριτήριο την κομψότητα ή την ομορφιά της δομής, κατά παρόμοιο τρόπο, όχι μόνο η έλξη προς τον Θεό είναι ένα γεγονός έρωτος, αλλά ακόμη και κριτήριο της αληθούς θεϊκής εμπειρίας είναι η ομορφιά των ειρηνικών ματιών και της ειρηνικής και πνευματικής καταστάσεως της ψυχής.

Η Εκκλησία έχει τους Αγίους της, όπως η Τέχνη τους μεγάλους Δημιουργούς της και η Επιστήμη τους μεγάλους Εφευρέτες-Ερευνητές. Ή μάλλον οι ʼγιοι της Εκκλησίας φθάνουν την Τέχνη και την Επιστήμη πέρα από τα όριά τους.

Α6. Ο προσωπικός οδηγός στην γνώση

Η εισαγωγή στην πιο ουσιαστική μορφή της επιστήμης, που είναι η προσωπική μετοχή στην διαδικασία της έρευνας, τελείται συνήθως με την εύρεση ενός έμπειρου ερευνητού και την ανάθεση της εμπιστοσύνης του υποψήφιου ερευνητού στο πρόσωπο του, ώστε να τον οδηγήσει πρακτικά σε νέους χώρους γνώσεως, πέραν των βιβλίων. Ο υποψήφιος ερευνητής έχει ανάγκη να δεχθεί οδηγητικές κατευθύνσεις, να διδαχθεί πρακτικές μεθόδους, να συζητήσει προσωπικά με τον επιστημονικό σύμβουλο σημεία που δεν εξηγούν τα βιβλία και δεν μπορεί να τα εξηγήσει με τις ατομικές του γνώσεις ή με την δική του μόνο ευφυΐα. Κατ’ αναλογία η αληθινή γνώση της ζωής και της Θεολογίας της Εκκλησίας, που κορυφώνονται στην μετοχή στη Θ. Λειτουργία, ξεκινάει συνήθως από την στιγμή που κάποιος θελήσει να γίνει μαθητής σ’ ένα Πνευματικό οδηγό, που γίνεται και Πνευματικός Πατέρας. Η συσχέτιση αυτή μεταξύ ερευνητικής και πνευματικής μαθητείας κοντά σ’ ένα πρόσωπο – δάσκαλο αναδεικνύει την προσωπική σχέση ως κοινό στοιχείο των δύο γνώσεων -επιστημονικής και λειτουργικής- όταν αυτές νοούνται στην ουσιαστική τους μορφή.

Α7. Η κοινωνική διάσταση της γνωστικής διαδικασίας

Επιπλέον, πρέπει να προστεθεί ότι η έρευνα εντέλει δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί παρά μόνο όταν ο ερευνητής λάβει υπόψη του την προηγούμενη εμπειρία των άλλων ερευνητών πάνω στο θέμα με το οποίο απασχολείται και όταν ανακοινώσει τα αποτελέσματα του στην επιστημονική κοινότητα και γίνουν αποδεκτά από τους άλλους ειδικούς επιστήμονες. Είναι φανερό δηλαδή ότι η λειτουργία της επιστημονικής γνώσης τελείται εντός μίας κοινότητας ειδικών. H πρόοδος της επιστήμης προϋποθέτει την επιστήμη ως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Κατ’ αναλογία η πνευματική γνώση του πιστού παρέχει εγγύηση όταν είναι λειτουργική και εκκλησιαστική. Όταν βρίσκεται δηλαδή σε συμφωνία με την πείρα όλων των ζώντων και κεκοιμημένων αγίων και όταν τελείται με την βοήθεια τους. Μια πνευματική γνώση ατομικιστική, ακόμη και όταν θέλει να είναι θρησκευτική και πνευματική, κινδυνεύει να εκτραπεί σ’ ένα φανταστικό κόσμο ψυχολογικών και άλλων εμπειριών μακριά από την «κοινωνία των αγίων».

Α8. Γνώση και πράξη

Τέλος αξίζει να σημειωθεί η αναλογία μεταξύ Επιστήμης – Θεολογίας και Τεχνολογίας – Ηθικής. Η Τεχνολογία είναι εφαρμοσμένη Επιστήμη, αλλά και βοηθός της Επιστήμης, μέσω των τεχνικών οργάνων. Αλλά και στην λειτουργική κατανόηση της χριστιανικής γνωσιολογίας, η Ηθική (ή ʼσκηση) είναι μια Θεολογία εφαρμοσμένη και η άσκηση πάλι, δηλαδή η πνευματική εμπειρία, γίνεται το φυσιολογικό έδαφος της αληθούς Θεολογίας.

ΜΕΡΟΣ Β

Προχωρώ τώρα να συζητήσω μερικά σημεία διαφοροποιήσεως της αυτονομημένης επιστημονικής έρευνας από την πνευματική μεθοδολογία της λειτουργικής γνώσεως.

Β1. Nόμος ή πρόσωπο;

Η μέγιστη επιτυχία της επιστημονικής μεθόδου, όσον αφορά κυρίως τις φυσικές επιστήμες, είναι η ανίχνευση νόμων λειτουργίας της φύσεως. Η ανίχνευση Φυσικών Νόμων, που περιγράφονται από μαθηματικές σχέσεις, είναι ένα εξαίρετο επίτευγμα του ανθρωπίνου πνεύματος και είναι η βάση του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού και των επιτευγμάτων του (Φυσικής, Ηλεκτρονικής, Τηλεπικοινωνιών, Πληροφορικής, εν μέρει της Ιατρικής και της Βιολογίας κ.λπ.). Είναι η θαυμαστή ανακάλυψη του αριθμών και της σχέσεως των ως δομικών στοιχείων της Αρμονίας, την οποία ανιχνεύει η σύγχρονη επιστήμη στον φυσικό κόσμο, κατά την ρήση του Πυθαγόρα ότι τα πάντα είναι αριθμός. Το καίριο ερώτημα όμως που θέτει η ανάπτυξη της επιστήμης είναι το εξής: Είναι ο Αριθμός ή ο Νόμος, η τελική ουσία του κόσμου; Εξαντλείται η λογικότητα του κόσμου σε μια απρόσωπη λογικότητα φυσικών Νόμων και αριθμητικών σχέσεων; Αν δεχθούμε την αριθμητική αρμονία και την απρόσωπη λογικότητα του Νόμου ως την τελική λογικότητα που ουσιοποιεί την φύση και την κάνει κόσμο (= κόσμημα), τότε αναδύεται η συνείδηση του παράλογου μιας συνειδητής λογικής υπάρξεως, που αναζητεί λόγο (νόημα) ζωής μέσα σ’ ένα λογικό κόσμο, που όμως δεν έχει αντικειμενικό λόγο – νόημα. Η θεωρητική αυτή πίστη νομίζουμε ότι εφαρμόζεται πρακτικά ως μηχανοποίηση της ζωής και της Παιδείας, ως διάσπαση των σχέσεων μεταξύ των ανθρωπίνων προσώπων και προσώπου-φύσεως, ως ακραία διαχείριση της κοινωνίας μέσω του ηλεκτρονικού φακελώματος και του αστυνομικού κράτους, ως συνάντηση τέλος με το παράλογο του θανάτου μέσα σ’ ένα ορθολογικό και εκσυγχρονισμένο κόσμο.

Η Θ. Λειτουργία ως προσφορά ζωής («υπέρ της κόσμου ζωής») και όχι θανάτου δεν αρχίζει με την φράση «Ευλογημένη η βασιλεία του Νόμου» ή «Ευλογημένη η βασιλεία του Αριθμού», αλλά «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Ευλογούμε, δηλαδή δεχόμαστε, μακαρίζουμε και πορευόμαστε προς την Βασιλεία των Προσώπων και της Αγάπης των Προσώπων. Αυτών που αριθμούνται ως Τρεις υποστάσεις – πρόσωπα και τα οποία ταυτόχρονα υπερβαίνουν την αρίθμηση, ως Ένας Θεός, Μία Βασιλεία. Διότι τολμούμε, μετά την ένταξή μας στην κοινωνία του Υιού του Θεού, να επικαλούμαστε τον «επουράνιον», «απερινόητον», «αόρατον», «ακατάληπτον» Θεόν, όχι ως «Ουσία» ή «Αριθμό» ή «Νόμο», αλλά «Πατέρα ημών».

Η απόλυτη Μονάδα, και η εξ αυτής πολλαπλότητα των μονάδων, εγκαθιστά είτε την εξουσία του Ενός (θρησκευτική ή πολιτική Μοναρχία) είτε την διαμάχη των πολλών μονάδων (πόλεμοι των θεών ή των εθνών, σύγκρουση στην κοινωνία). Η πολλαπλότητα πάλι, ως επανάληψη του ίδιου, εγκαθιστά την ομοιομορφία και την εξ αυτής ανία σ’ ένα ίσως παγκοσμιοποιημένο αλλά χειραγωγούμεννο κόσμο υπό μία Ανώτατη Αρχή. Η εν Τριάδι Μονάς φανερώνει το Πρόσωπο και την Αγάπη ως την αιτία και το Πρότυπο της Δημιουργίας και της εν αγάπη ενώσεως των διαφορετικών.

Η πρώτη λοιπόν ουσιώδης διαφορά της αυτονομημένης επιστημονικής και της λειτουργικής γνωστικής μεθοδολογίας έγκειται στο ότι, κατά την δεύτερη, η τελική Αλήθεια και Ομορφιά του κόσμου αναζητούνται στο Πρόσωπο, το οποίο υπερβαίνει τον αριθμό (1=3, 1=2), ενώ κατά την πρώτη, το ζητούμενο είναι ο Νόμος και ο Αριθμός.

Διερωτώμαι μήπως τα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού ανάγονται σε μεγάλο βαθμό στην απολυτοποίηση της αρίθμησης και της λογικής του Νόμου ως κατεξοχήν εργαλείων ερμηνείας και διαχειρίσεως του κόσμου.

Β2. O κόσμος: Δώρο ή κτήμα;

Η δεύτερη υπέρβαση της λειτουργικής γνώσεως ως προς την αυτονομημένη επιστημονική έρευνα σαν τελικού εργαλείου γνώσης προκύπτει από την προηγούμενη. Η λειτουργική εμπειρία είναι Ευχαριστηριακή. Επίσης, η Θ. Λειτουργία είναι η ζωή της Εκκλησίας και η Θ. Ευχαριστία είναι η καρδιά της Θ. Λειτουργίας.

Ο πιστός θεάται τον Θεό ως Δημιουργό και Δωρητή του κόσμου και των όντων εξ αγάπης.

«…Ευχαριστούμεν σοι, Βασιλεύ αόρατε, ο τηαμετρήτω σου δυνάμει τα πάντα δημιουργήσας καί τω πλήθει τουελέους σου, εξ ουκ όντων εις το είναι τα πάντα παραγαγών».

Ο Χριστός πάλι ως τέλειος άνθρωπος παρουσιάζεται να προσφέρει τον εαυτό του στο Σταυρό ευχαριστιακά και να δίνει στο κόσμο ζωή.

«ʼΆγιος ει και πανάγιος, η μεγαλοπρεπής η δόξα σου (ος τον κόσμον σου ούτως αγάπησας, ώστε τόν Υιόν σου τόν μονογενή δούναι, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον … λαβών άρτον εν ταις αγίαις αυτού και αχράντοις, και αμωμήτοις χερσίν, ευχαριστήσας, καί ευλογήσας, αγιάσας, κλάσας, έδωκε τοις αγίοις αυτού Μαθηταίς καί Αποστόλοις, ειπών Λάβετε, φάγετε, τούτό μού εστι το σώμα, το υπέρ υμών κλώμενον… Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου…».

Οι πιστοί τέλος εισάγονται στην Ευχαριστιακή μετοχή και στην ευχαριστιακή αποδοχή του κόσμου, των άλλων και του Θεού.

«Τά σά εκ των σων σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα»

«Άξιον καί δίκαιον σέ υμνείν, σέ ευλογείν, σέ αινείν, σοί ευχαριστείν, σέ προσκυνείν εν παντί τόπω της δεσποτείας σου…. Σύ εκ του μή όντος εις τό είναι ημάς παρήγαγες, καί παραπεσόντας ανέστησας πάλιν,… Υπέρ τούτων απάντων ευχαριστούμέν σοι, καί τω μονογενεί σου Υιώ, καί τω Πνεύματί σου τω Aγίω, υπέρ πάντων, ων ίσμεν, καί ων ουκ ίσμεν, των φανερών, καί αφανών ευεργεσιών, των εις ημάς γεγενημένων. Ευχαριστούμέν σοι καί υπέρ τής Λειτουργίας ταύτης…»

Η απολυτοποίηση της επιστημονικής μεθόδου γνώσεως και η μη ένταξή της σε μια ευχαριστιακή προοπτική επιτρέπει την υπόθεση ότι ο εφευρέτης των νόμων της Φύσεως, το ανθρώπινο υποκείμενο, είναι η ανώτατη μορφή ύπαρξης της φύσεως. Διότι είναι το όν, το μέρος εκείνο της φύσεως, όπου αυτή, η Φύση, αποκτά συνείδηση της νομοτελειακής αλλά μη συνειδητής εξέλιξης του εαυτού της. Με την απολυτοποίηση της πίστης αυτής ο άνθρωπος αυτοανακηρύσσεται Θεός. Απόλυτος κύριος. Το αίσθημα της κτητικότητας είναι η πρωτογενής του εμπειρία. Η εκμετάλλευση από κει και πέρα του αυτοθεωθέντος Εγώ επί των άλλων εγώ και επί της φύσεως είναι θέμα λογικής και πρακτικής συνεπαγωγής. Ο ατομικισμός και η άλογη εκμετάλλευση της φύσεως είναι φαινόμενα φυσιολογικά πλέον μέσα σε μια τέτοια κοινωνία.

Αντίθετα, η αίσθηση του κόσμου ως δώρου του Θεού και ακόμη η αίσθηση του ίδιου του Θεού ως θυσιαστικού Δώρου, ως δείπνου στο οποίο έχουμε προσκληθεί από τον Θεό, θέτει κατά φυσιολογικό τρόπο όρια στη χρήση του κόσμου. Ακόμη περισσότερο, αναπτύσσει και την ευαισθησία μιας λεπτής συμπεριφοράς έναντι του μεγάλου Ξενοδόχου, της Τράπεζας και των Συνδαιτημόνων του Δείπνου. Με άλλα λόγια η λειτουργική γνώση ή εμπειρία δεν είναι απλά η γνώση κάποιων σχέσεων, αλλά είναι η ίδια – η γνώση – μια σχέση. Είναι η Γνώση ως Γνώση της Αγάπης και Αγάπη. Διότι ο άνθρωπος γίνεται ό,τι γνωρίζει. Η γνώση έχει την συνήθεια να καθιστά το υποκείμενο της γνώσης ό,τι είναι το αντικείμενό της. Η γνώση-εμπειρία της Αγάπης του Θεού μεταποιεί τον πιστό με τον καιρό υποκείμενο αγάπης. Η γνώση αυτή «τό ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν», όπως λέγει το απολυτίκιο του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου. Η επιστημονική γνώση, όταν δεν λειτουργείται ευχαριστιακά, αλλά ανθρωποκεντρικά, μεταποιεί το υποκείμενο της γνώσης στη μορφή του αντικειμένου της: σε αυτόματο μηχάνημα ή αριθμό. Και μας εκθέτει στην μοναξιά της υπερηφάνειας.

Τελειώνω. Και τελειώνοντας θα επιχειρήσω να παρουσιάσω τις επιπτώσεις των δύο διαφορετικών αντιλήψεων, της λειτουργικής γνώσης των Προσώπων και της ανθρωποκεντρικής απρόσωπης λογικής μ’ ένα παράδειγμα[11]. Αν η λογικότητα του κόσμου είναι μια απρόσωπη λογικότητα, ένας απρόσωπος Φυσικός Νόμος, μοιάζω να είμαι καταδικασμένος να ζω στον κόσμο όπως σ’ ένα άσυλο, σωματείο ή οργανισμό, που τυραννικά ελέγχεται από μια απρόσωπη διοίκηση. Αν ο Λόγος είναι Πρόσωπο, τότε μεγαλώνω, γνωρίζω, κινούμαι, ζω και αγαπώ στο σπίτι του Πατέρα μου. Η έκπληξη των δώρων Του δεν έχει τέλος. Η ελπίδα και η έκπληξη με συνοδεύουν ως το τέλος. Δεν υπάρχει τέλος…

Ευχαριστίες
Ευχαριστίες οφείλονται στον αν. καθηγητή του ΕΜΠ κ. Ηλία Κατσούφη, μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής για τις παρατηρήσεις του στο αρχικό κείμενο, καθώς και στον φιλόλογο κ. Γεώργιο Φραντζολά για την φιλολογική επιμέλεια.
 
[1] Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, «Περί προσευχής». εκδ. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1993
[2] Κ. Καστοριάδη, «Σκέψεις πάνω στην Ανάπτυξη και Ορθολογικότητα», σ. 105. εκδ. «Ύψιλον», μετ. Μ. Λυκούδης, Αθήνα,1984
[3] T. Khun, «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», σ. 62, εκδ. «Σύγχρονα θέματα», μετ. Γ. Γεωργόπουλος, Β. Κάλφας, Β΄ έκδ. Θεσσαλονίκη, 1987.
[4] Αβ. Ισαάκ, «Ασκητικοί Λόγοι», Λόγος ΙΗ΄, Περί του πόσον γίνεται το μέτρον της γνώσεως, και τα μέτρα τα περί πίστεως, σ. 56, εκδ. «ΑΣΤΗΡ», Αθήνα, 1961.
[5] T. Khun, ό. α. σ. 227
[6] P. Feyerabend, «Ενάντια στη Μέθοδο», σ. 100, εκδ. «Σύγχρονα Θέματα», μετ. Γρ. Κααυκαλάς, Γ. Γκουνταρούλης, Θεσσαλονίκη, 1983.
[7] P. Feyerabend, ό. α.
[8] T. Khun, ό. α. σ. 232
[9] MaxPlank, ScientificAutobiographyandotherPapers», σ. 33-34, NewYork, 1949, από το βιβλίο του T.S. Khun «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων» σ. 232
[10] π. Γεωρ. Αναγνωστόπουλου, «Περί Όντων, Νόμων και Εκπλήξεως», Επιθεώρηση Φυσικής, Τομ. ΣΤ΄, τευχ. 17, σ. 14, Αθήνα, 1989.
[11] π. Γεωρ. Αναγνωστόπουλου, «Περί Όντων, Νόμων και Εκπλήξεως», Επιθεώρηση Φυσικής, Τομ. ΣΤ΄, τευχ. 17, σ. 14, Αθήνα, 1989.
 
Πηγή: http://talanto.forumup.gr/about561-talanto.html

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση