Η Θεολογία… στο σχολείο

Αγία Γραφή

animated-bible

Σελίδες

Αναζήτηση στο ιστολόγιο

Αναζήτηση

Πρόσφατα κείμενα

Επισκέπτες

Αρχείο

Ημερολόγιο δημοσιεύσεων

Αύγουστος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
262728293031  

Καιρός

Πρόσφατα σχόλια

Παρουσιάσεις στο Slideboom

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Σύνδεσμοι

Χρήσιμα Ιστολόγια

Μεταστοιχεία

on line

Χάρτης Τρίπολης

Άρθρα σχετικά με 'Μεταμοσχεύσεις'

Μεταμοσχεύσεις: η θεολογική συζήτηση στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια

Ο Καθηγητής του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου Βασίλειος Φανάρας μιλάει για τη θεολογική συζήτηση για τις μεταμοσχεύσεις τα τελευταία τριάντα έτη, η οποία εκφράστηκε τόσο μέσω Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, όσο και διατριβών και άλλων μονογραφιών για το θέμα.

Δείτε το σχετικό βίντεο από την Πεμπτουσία.

19χρονη ξύπνησε από κώμα την ώρα που θα της αφαιρούσαν τα όργανα

Διαβάστε το σχετικό άρθρο στο ιστολόγιο ” Θρησκευτικά”

Περί δωρεάς και μεταμοσχεύσεως οργάνων

Διαβάστε σχετικό άρθρο του μητρ. Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ

Ξύπνησε μετά από 2,5 χρόνια σε κώμα

Διαβάστε για ακόμη μια περίπτωση συνανθρώπου μας που επανήλθε, ενώ βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση

Ξύπνησε από κώμα

Δείτε την συγκλονιστική ιστορία ενός νεαρού που ξύπνησε από κώμα λίγες  ώρες πριν του αφαιρέσουν τα όργανα.

Δωρεά και μεταμόσχευση οργάνων. Απαράδεκτη η νέα ρύθμιση για την εικαζόμενη συναίνεση του δωρητή!

τοῦ Ἰωάννη Τάτση, Θεολόγου

H προώθηση ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Ὑγείας νομοσχεδίου ποὺ προβλέπει τὴν λήψη ὀργάνων ἀπὸ δότη ἀκόμη καὶ μὲ «εἰκαζόμενη συναίνεση» ἐπανέφερε στὴν ἐπιφάνεια τὸ ζήτημα τῶν μεταμοσχεύσεων. Ἰατροί, δημοσιογράφοι, θεολόγοι ἀκόμη καὶ ἐπίσκοποι ἀρθρογράφησαν τὶς μέρες αὐτὲς σὲ ἐκκλησιαστικὲς καὶ κοσμικὲς ἐφημερίδες γιὰ τὸ θέμα. Στὴν πλειονότητά τους τάχθηκαν ἐναντίον τῆς πρόβλεψης τοῦ νομοσχεδίου γιὰ λήψη ὀργάνων ἀπὸ δότη μὲ «εἰκαζόμενη συναίνεση». Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ ὑπερασπίστηκαν μὲ σθένος τὶς μεταμοσχεύσεις ποὺ γίνονται μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ δότη ἢ τῶν συγγενῶν του… Ἕνας μάλιστα ἐπίσκοπος μολονότι ὀρθῶς ἐπεσήμανε ὅτι «συναίνεση ποὺ εἰκάζεται δὲν εἶναι συναίνεση», ἔσπευσε ταυτόχρονα νὰ σημειώσει ὅτι ἡ δωρεὰ ὀργάνων (ἔνν. μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ δότη ἢ τῶν συγγενῶν του) «παρουσιάστηκε ὡς πράξη ὕψιστης ἐθελοντικῆς προσφορᾶς καὶ συναλληλίας. Καὶ πράγματι ἔτσι εἶναι»!
Ἡ κατὰ τὸ 1999 ληφθεῖσα ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας ποὺ χαρακτήριζε τὴ δωρεὰ ὀργάνων «θεάρεστη πράξη ἀγάπης καὶ θυσίας» καὶ ἡ ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου ἀπόφαση τῆς ΔΙΣ μὲ τὴν ὁποία ὅλα τὰ μέλη τῆς δήλωναν δωρητὲς ὀργάνων, ἔχουν δημιουργήσει μεγάλη σύγχυση μεταξὺ τῶν πιστῶν. Κι ἐὰν ἡ τώρα προωθούμενη λήψη ὀργάνων γιὰ μεταμόσχευση μὲ «εἰκαζόμενη συναίνεση» πρέπει νὰ καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ποιμαίνουσα Ἐκκλησία μὲ τρόπο σαφῆ καὶ κατηγορηματικό, ἐξίσου σημαντικὸ εἶναι νὰ ὑπάρξει μία γενικότερη ἐπὶ τοῦ θέματος τῶν μεταμοσχεύσεων ἀπόφαση ποὺ θὰ στηρίζεται στὴν πείρα καὶ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων.
Διαφωτιστικὴ γιὰ τὸ θέμα μᾶς εἶναι μία σχετικῶς πρόσφατα δημοσιευθεῖσα μελέτη τοῦ μοναχοῦ Ἠσαΐα, τοῦ Κελλίου «Παναγούδα» τοῦ Ἁγίου Ὅρους, πνευματικοῦ τέκνου τοῦ ἁγίου Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου. Στὴ μελέτη αὐτὴ ὁ μοναχὸς Ἠσαΐας ἀφοῦ ἀναλυτικὰ παρουσιάζει τὴ στάση τριῶν ἁγίων Γερόντων τῆς ἐποχῆς μας ἀπέναντι στὴ δωρεὰ ὀργάνων καταλήγει λέγοντας: «οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι Γέροντες Παΐσιος, Πορφύριος καὶ Σωφρόνιος οὔτε “δότες ὀργάνων” εἶχαν δηλώσει, ἀλλὰ καὶ σαφῶς ἀπέτρεψαν ἀπὸ τὴν προσφορὰν καὶ ἀφαίρεσιν ζωτικῶν ὀργάνων πρὸς μεταμόσχευσιν. Ἐντεῦθεν καὶ προκύπτει… τὸ χρέος τῶν ἁρμοδίων της Ἐκκλησίας μας νὰ ἀκολουθήσουν πιστῶς τὰ “βήματα τῶν Ἁγίων μας” καὶ νὰ ἐπανορθώσουν πᾶν ἠμαρτημένον, ἐξ ἀγνοίας ἢ κατόπιν πιέσεων γενόμενον».

Γιὰ τὴ λήψη σοβαρῆς ἀπόφασης γιὰ τὸ θέμα τῆς δωρεᾶς ὀργάνων θὰ πρέπει νὰ παραμεριστεῖ ὁ ἀνθρώπινος ἐνθουσιασμὸς καὶ ἡ προσπάθεια νὰ φανοῦμε προοδευτικοὶ ἢ ἀγαπητοὶ στὸν κοσμικὸ ἄνθρωπο καὶ νὰ ἀκολουθηθεῖ ἡ ὁδὸς τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ Γερόντων. Ἡ παράδοση τῶν ἁγίων μας ἀπορρίπτει ὄχι μόνο τὴ δωρεὰ ὀργάνων μὲ εἰκαζόμενη συναίνεση ἀλλά, στὶς πιὸ πολλὲς περιπτώσεις μεταμοσχεύσεων, καὶ τὴν συνήθη τακτική της δωρεᾶς ὀργάνων μὲ συναίνεση τοῦ δότη ἢ τῶν συγγενῶν του. Κρίσιμο παραμένει πάντοτε τὸ ζήτημα τοῦ πραγματικοῦ θανάτου καὶ τῆς ὑπάρξεως ἢ μὴ ζώντων ὀργάνων, χρήσιμων γιὰ μεταμόσχευση, σὲ ἄνθρωπο πραγματικὰ (καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐγκεφαλικὰ) νεκρό.

Αναδημοσίευση από: http://agathan.wordpress.com/2011/04/14/%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%B5%CE%AC-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BC%CF%8C%CF%83%CF%87%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7-%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%AC%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC/

Εικασία χωρίς ηθική βάση

του Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου

Οι μεταμοσχεύσεις αποτελούν μοναδικό επίτευγμα της σύγχρονης ιατρικής τεχνολογίας. Χάρις σε αυτές, σήμερα περισσότεροι από ένα εκατομμύριο συνάνθρωποί μας, άλλως καταδικασμένοι σε θάνατο, ζουν μια μακράς διάρκειας και υψηλής ποιότητας ζωή, που μάλιστα τη δανείζονται από άλλους. Όργανα που δεν μπορούν να συντηρήσουν στη ζωή κάποιους, μπορούν να δώσουν ζωή σε τρίτους. Αρκεί να βρεθεί ο δωρητής. Η επιτυχία τους πλέον στηρίζεται όχι τόσο στη χειρουργική τεχνική όσο στην ύπαρξη μοσχευμάτων. Δυστυχώς το έλλειμμα αυτών των τελευταίων είναι συχνά πιεστικό και το τίμημά του καθοριστικό για το αν κάποιοι θα συνεχίσουν να ζουν ή όχι.

Ως τώρα οι μεταμοσχεύσεις στηρίχτηκαν στην ιδέα της δωρεάς οργάνων. Αυτή παρουσιάστηκε ως πράξη ύψιστης εθελοντικής προσφοράς και συναλληλίας. Και πράγματι έτσι είναι. Επειδή όμως είτε η συναλληλία μας είναι περιορισμένη είτε άλλες αδυναμίες του συστήματος και της ζωής μας είναι αυξημένες, η χώρα μας είναι πολύ φτωχή σε δωρητές και συνεπώς σε δότες.

Αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι, προφανώς μη σχετικοί με τις λεπτομέρειες των μεταμοσχεύσεων, σκέφτηκαν να επινοήσουν μια συναίνεση που εικάζεται, μεταμορφώνοντας την αγάπη σε χρησιμοθηρία και τον δωρητή σε δεξαμενή οργάνων.

Εξ ορισμού, συναίνεση είναι κάτι που εκφράζεται και όχι κάτι που εικάζεται, μάλιστα από τρίτους. Πώς να το κάνουμε; Είναι άλλο πράγμα το «δίνω κάτι δικό μου» και άλλο το «μου παίρνουν αυτό που μου ανήκει». Είναι άλλο πράγμα οι μεταμοσχεύσεις να στηρίζονται σε αισθήματα δωρεάς και σεβασμού και άλλο σε μικρονοϊκά νομοθετικά τεχνάσματα αρπακτικής λογικής. Αυτά, μαζί με τα τελευταία ψήγματα ανθρωπιάς και ιδεολογίας, θα αποτελειώσουν και τις μεταμοσχεύσεις στον τόπο μας. Όπου δοκιμάστηκε η εικαζόμενη συναίνεση δεν μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα των μοσχευμάτων. Αντίθετα, η αύξηση της καχυποψίας του κόσμου και η δυσφήμηση των μεταμοσχεύσεων προκάλεσαν πολύ μεγαλύτερη ζημιά απ΄ όση ωφέλεια φαντάστηκαν οι επινοητές της. Αν οι γιατροί τολμήσουν να εικάσουν τη συναίνεση του νεκρού, τότε θα διαπιστώσουν την έντονη αντίδραση των συγγενών. Καμία εικαζόμενη συναίνεση δεν μπορεί να καταργήσει την υπεύθυνη συγγενική συγκατάθεση. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι ο Εθνικός Οργανισμός Μεταμο σχεύσεων, που εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια υπεύθυνα διαχειρίζεται το όλο θέμα, κατ΄ επανάληψη και με εναλλασσόμενους εκπροσώπους του μεταμοσχευτικού κόσμου, του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, των εντατικολόγων, του Συνδέσμου Νοσηλευτών Ελλάδας, των συλλόγων μεταμοσχευθέντων, αλλά και το σύνολο των άμεσα εμπλεκομένων στις μεταμοσχεύσεις, εκφράζει την κάθετη αντίθεσή του στις κατά καιρούς προσπάθειες νομοθέτησης της «εικαζόμενης συναίνεσης».

Η «εικαζόμενη συναίνεση» δεν έχει ηθική βάση, δεν έχει λογικό έρεισμα, δεν έχει πρακτικό αποτέλεσμα. Έχει όμως τη δυνατότητα να οδηγήσει τις μεταμοσχεύσεις σε βέβαιη κοινωνική απαξίωση και σε παντελή αποτυχία.

Είναι λογικό να διερωτάται κανείς τι θα συμβεί με τα κηρύγματα και τις εκστρατείες περί της δωρεάς οργάνων ως «ύψιστης πράξης αλληλεγγύης». Ο Εθνικός Οργανισμός θα συνεχίσει να πορεύεται αυτοδιαψευδόμενος; Η Εκκλησία θα επιμένει να συμμετέχει αυτοαναιρούμενη; Ο κόσμος θα αποφασίσει να εμπιστεύεται εμπαιζόμενος; Συναίνεση που εικάζεται δεν είναι συναίνεση.

Αναδημοσίευση από Το Βήμα, 7 Απριλίου 2011
(Πρόναος, τεύχος 463, 14 Απριλίου 2011)

Oι μεταμοσχεύσεις από ορθόδοξη εκκλησιαστική πλευρά

© Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος

Πριν αρχίσω την επεξεργασία του θέματός μου θα ήθελα να ευχαριστήσω την Ιερά Σύνοδο και τον Μακαριώτατο Πρόεδρο, τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλο, για την ανάθεση σε μένα αυτού του συγχρόνου και κρισίμου θέματος. Η εισήγηση η οποία θα επακολουθήση δεν μπορεί να εξαντλήση το θέμα, αλλά απλώς θα ανοίξη την συζήτηση για να καταλήξουμε σε μερικά συμπεράσματα, τα οποία, βεβαίως, θα είναι η αρχή και όχι το τέλος της συζητήσεως αυτών των θεμάτων. Διότι, εφ’ όσον το θέμα των μεταμοσχεύσεων συζητείται από ιατρικής, νομικής και βιοηθικής πλευράς, η Εκκλησία δεν πρέπει να καταλήξη σε τελικά συμπεράσματα. Ίσως για να αποφύγουμε το θέμα των διαρκών παλινδρομήσεων και μεταβολών θα πρέπει αφ’ ενός μεν να θέσουμε θεολογικά κριτήρια αντιμετωπίσεως του προβλήματος, αφ’ ετέρου δε να αφήσουμε τους ιατρούς και τους νομικούς να συζητούν το πρόβλημα, χωρίς να παρεμβαίνουμε σε αυτήν την συζήτηση, λόγω του ενεδρεύοντος πειρασμού να εμπλακή η Εκκλησία σε επιστημονικά θέματα τα οποία μπορεί να είναι ανατρέψιμα με την πάροδο του χρόνου. Μπορεί όμως να θέση τα πλαίσια αντιμετωπίσεως του θέματος.

Εισαγωγικά ακόμη θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι στα πατερικά κείμενα και στην όλη διδασκαλία της Εκκλησίας δεν μπορεί κανείς να βρη άμεσες απαντήσεις για το θέμα των μεταμοσχεύσεων, και αυτό γιατί δεν απησχόλησε το θέμα αυτό την πατερική σκέψη. Δηλαδή, στην εποχή τους δεν υπήρχε θέμα μεταμοσχεύσεων οργάνων, για να εκφράσουν την άποψή τους για το θέμα. Ωστόσο όμως μπορούμε να ανιχνεύσουμε μερικά παράλληλα θέματα και από εκεί να προσδιορίσουμε κάπως την στάση μας απέναντι στις μεταμοσχεύσεις, διότι οι άγιοι Πατέρες ασχολήθηκαν με τον άνθρωπο. Άλλωστε, η πατερική περίοδος δεν εξέλιπε. Κάθε εκκλησιαστική περίοδος είναι και πατερική, αρκεί να διασώζη τα ορθόδοξα εκκλησιαστικά κριτήρια ερμηνείας των προβλημάτων και πραγμάτων. Οπότε, μεγαλύτερη σημασία μπορούμε να δώσουμε όχι τόσο στις λύσεις, αλλά στις προϋποθέσεις που καθορίζουν την στάση μας απέναντι στα προβλήματα και στις λύσεις. Αυτό είναι το έργο της ορθοδόξου θεολογίας.

1. Η πολυποίκιλη, πολυεπίπεδη και πολυσήμαντη αντιμετώπιση
των μεταμοσχεύσεων

Το θέμα των μεταμοσχεύσεων αντιμετωπίζεται από πολλά επίπεδα και πολλές πλευρές. Γι’ αυτό στην εισήγηση αυτή είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε αυτήν την απαραίτητη πλευρά του προβλήματος, καθορίζοντας τα πολυποίκιλα επίπεδα.

Το πρώτο επίπεδο είναι το αλτρουϊστικό και ψυχολογικό. Θεωρείται ότι η αγάπη για τους άλλους ανθρώπους, η οποία αγάπη φθάνει και μέχρι την θυσία, πρέπει να μας οδηγή στην προσφορά των οργάνων του σώματος για να ζήση κάποιος άλλος συνάνθρωπός μας, που υποφέρει και βασανίζεται. Ακόμη το να αισθάνεται κανείς ότι τα μάτια του παιδιού του ευρίσκονται σε κάποιον άλλον άνθρωπο και να μπορή σ’ αυτόν να βλέπη την συνέχιση της ζωής του παιδιού του, είναι ασφαλώς ψυχολογικό γεγονός, που μπορεί να δικαιολογή την προσφορά μοσχευμάτων σε άλλους ανθρώπους.

Το δεύτερο επίπεδο είναι το κοινωνικό. Η προσφορά οργάνων ασφαλώς λύει διάφορα κοινωνικά προβλήματα και αντιμετωπίζει διάφορες κοινωνικές ανάγκες, από πλευράς λήπτου. Γνωρίζουμε σήμερα τα προβλήματα που δημιουργούν οι παθήσεις των οργάνων σε οικογενειάρχες και νέους ανθρώπους. Και ακόμη γνωρίζουμε πόσο ανακουφίζονται οι συγγενείς των ταλαιπωρημένων ανθρώπων. Όταν ευρίσκεται ένας δότης και έτσι προσφέρεται η δυνατότητα να ζήση ο ασθενής, αλλά και να ηρεμήσουν τα άλλα μέλη της οικογενείας του ταλαιπωρημένου ανθρώπου, τότε αντιλαμβάνεται την αξία της προσφοράς.

Το τρίτο επίπεδο είναι το βιοηθικό, που συνίσταται στους δεοντολογικούς κανόνες μέσα από τους οποίους θα υπάρχη σωστή συνεργασία μεταξύ δότου και λήπτου μοσχευμάτων. Πολλά πράγματα μπορεί να κάνη κανείς στην ζωή για την βελτίωση των κοινωνικών, οικογενειακών και ατομικών συνθηκών. Το πρόβλημα όμως τίθεται στο κατά πόσον αυτές οι επιλογές είναι επιτρεπτές από τους γενικούς ηθικούς και δεοντολογικούς κανόνες. Για παράδειγμα, η βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος της ελευθερίας και του προσώπου. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Έτσι και στο θέμα των μεταμοσχεύσεων πρέπει να εξετάζεται οπωσδήποτε η βιοηθική πλευρά και να τίθενται ηθικοδεοντολογικοί κανόνες. Σε αυτό το θέμα εμπλέκονται η νομική και η ιατρική επιστήμη, και βέβαια διάφοροι Παγκόσμιοι Οργανισμοί.

Το τέταρτο επίπεδο είναι το νομικό. Δεδομένου ότι η παρουσία του ανθρώπου στην κοινωνία και η επικοινωνία του με τους συνανθρώπους του σχετίζονται και με τους νόμους της Πολιτείας, οι οποίοι επιδιώκουν να διασφαλίσουν την προσωπικότητα του ανθρώπου, αλλά και την αποφυγή πολλών παρανόμων ενεργειών, είναι φυσικό σε ένα τέτοιο σοβαρό ζήτημα να εισέρχεται και ο νομικός παράγοντας. Έτσι, με την νομοθεσία πρέπει να διασφαλίζεται η δικαιοπρακτική ικανότητα του δότη, η ελεύθερη γραπτή συγκατάθεσή του, η ακεραιότητα της σωματικής ζωής του δότη μετά την αφαίρεση των ιστών, ο τρόπος της αφαιρέσεως των ιστών και των οργάνων, ο καθορισμός του σκοπού της αφαιρέσεως ιστού και οργάνων που πρέπει να είναι θεραπευτικός και επιστημονικός και όχι εμπειρικός, η επιβεβαίωση ότι ο δότης έχει υποστή το λεγόμενο εγκεφαλικό θάνατο κλπ. Όλα αυτά είναι απαραίτητα να εξετάζονται με τον καταρτισμό και την ψήφιση νόμων, κατόπιν συνεργασίας ιατρών, νομικών και άλλων παραγόντων που εμπλέκονται σε τέτοια ζητήματα.

Το πέμπτο επίπεδο είναι το καθαρά ιατρικό. Οι μεταμοσχεύσεις οργάνων γίνονται ενώ ακόμη ο άνθρωπος διατηρείται, έστω με μηχανική υποστήριξη, στην ζωή, ενώ δηλαδή τα μοσχεύματα είναι “ζωντανά”. Οπότε τίθεται το πρόβλημα του θανάτου, δηλαδή πότε επέρχεται ο θάνατος, πότε η ιατρική επιστήμη προσδιορίζει το γεγονός του θανάτου, γιατί κανείς δεν θέλει να αισθάνεται δολοφόνος ενός ανθρώπου, ότι δηλαδή λαμβάνονται μοσχεύματα ενώ ο δότης βρίσκεται στην ζωή. Πράγματι, η ιατρική επιστήμη εξετάζει το πρόβλημα αυτό και ετέθησαν διάφορες λύσεις όπως το “μή ανατάξιμο κώμα”, η διάγνωση της νεκρώσεως του “εγκεφαλικού στελέχους” κλπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ και κατά. Σε σχετικό κείμενό του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος με τίτλο “εγκεφαλικός ή καρδιακός θάνατος. Συμβολή στην εξελικτική πορεία των Μεταμοσχεύσεων” κάνει ευρύτατη ανάλυση του προβλήματος αυτού, και βέβαια οι απόψεις αυτές παίζουν σημαντικό ρόλο στην συζήτηση του προβλήματος1. Σαφώς πρέπει να διευκρινισθούν οι όροι κλινικός καρδιακός θάνατος, εγκεφαλικός θάνατος και βιολογικός θάνατος2. Και αυτό είναι σημαντικό, αν σκεφθή κανείς ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ των ιατρών γύρω από το θέμα πότε επέρχεται ο θάνατος. Δηλαδή, η άποψη ότι η νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους ταυτίζεται με τον βιολογικό θάνατο, δεν πρέπει να θεωρήται δεδομένη3.

Το έκτο επίπεδο θεωρήσεως και αντιμετωπίσεως του προβλήματος των μεταμοσχεύσεων είναι το θεολογικό, και φυσικά αυτό ενδιαφέρει περισσότερο από όλα την Εκκλησία. Άλλωστε ο κόσμος σήμερα αναμένει την άποψη της Συνόδου πάνω σε βασικά ζητήματα που συνδέονται με τις μεταμοσχεύσεις. Ο Καθηγητής Αθανάσιος Αβραμίδης έθεσε μερικά τέτοια ερωτήματα, για τα οποία αναμένεται απάντηση από την Εκκλησία. Γράφει: “Στα συνειδησιακά λοιπόν ερωτήματα σχετικά με το α) πού εδράζεται το κέντρο της ζωής, στην καρδιά ή τον εγκέφαλο; β) πού η ψυχή; όπως και γ) πότε “βγαίνει” η ψυχή από τον άνθρωπο; υπάρχει σήμερα απάντηση εκ μέρους της Εκκλησίας;”4

Νομίζω ότι η ουσιαστικότερη προσφορά της Εκκλησίας πάνω στο θέμα αυτό που αντιμετωπίζουμε δεν πρέπει να περιορισθή μόνο στα τρία αυτά ερωτήματα, αλλά να προχωρήση ακόμη περισσότερο. Να εξετάση δηλαδή τι είναι η ζωή και ο θάνατος, τι είναι το πρόσωπο και οι σχέσεις του με τον Θεό και τους ανθρώπους, ποια είναι η σχέση της ψυχής με το σώμα, τι σχέση υπάρχει μεταξύ του νου και του λόγου, και κατά πόσον η βλάβη του λόγου αναιρεί την νοερά λειτουργία, ποιες είναι οι δυνατότητες της ελευθερίας του ανθρώπου, δηλαδή ο άνθρωπος έχει απόλυτη ή σχετική ελευθερία, ο άνθρωπος είναι ανεξάρτητη και αυτοπροσδιορισμένη ύπαρξη ή σαφώς είναι μια εξαρτημένη και προσδιορισμένη, δεδομένη ύπαρξη, ποια είναι η εσχατολογική κατάσταση του όλου ανθρώπου, πώς προσδιορίζεται η αγάπη και η σωτηρία, κλπ.

Όλα αυτά είναι ερωτήματα που αναζητούν απαντήσεις, είναι θέματα τα οποία επιδέχονται αντιμετώπιση και βέβαια αυτό πρέπει να γίνεται μέσα από την μελέτη της πατερικής διδασκαλίας. Γι’ αυτό και λέγαμε προηγουμένως ότι καίτοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αντιμετώπισαν αμέσως το θέμα των μεταμοσχεύσεων, ωστόσο έδωσαν εμμέσους απαντήσεις, αρκεί να έχουμε την δυνατότητα να τις βλέπουμε και να τις μεταφέρουμε στο ποίμνιό μας.

Πάντως, εκείνο που πρέπει να γίνη κοινή συνείδηση είναι ότι οι Ποιμένες του λαού του Θεού δεν πρέπει να αρκούνται μόνον σε μια ψυχολογική, κοινωνική, ιατρική, ηθικοδεοντολογική, νομική αντιμετώπιση του θέματος, αλλά απαραιτήτως πρέπει να προχωρήσουν στις θεολογικές πλευρές του ζητήματος αυτού, που είναι πάμπολλες και βεβαίως εκείνες είναι που ενδιαφέρουν πρωτίστως τους ανθρώπους. Γιατί στο βάθος τους οι άνθρωποι δεν αναζητούν μια παράταση της βιολογικής ζωής, αλλά την υπέρβαση του θανάτου, επιδιώκουν να βρουν την προσωπική ελευθερία και όχι ατομικές ελευθερίες. Αν η Εκκλησία εμπλέκεται σε συζητήσεις που προκαλούν οι άλλοι ουμανιστικοί οργανισμοί, χωρίς να απαντά σε αυτά τα κρίσιμα υπαρξιακά ερωτήματα, τα οποία είναι ερωτήματα ζωής και θανάτου, τότε προξενεί μεγαλύτερη απόγνωση στους ανθρώπους και συντελεί στην εκκοσμίκευση της θεολογίας της.

Νομίζω, λοιπόν, ότι ενώ πρέπει να δίδουμε πρακτικές απαντήσεις σε ανθρώπους που απασχολούνται με τα θέματα αυτά, παράλληλα πρέπει να εξαντλούμε το θέμα και θεολογικά.

2. Η γνωμοδοτική μελέτη της Επιτροπής επί της Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος

Τον Δεκέμβριο του 1998 συγκροτήθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος Επιτροπή επί της Βιοηθικής, η οποία εργάσθηκε ένα ολόκληρο εξάμηνο συστηματικά και ήδη κατατέθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος μια γνωμοδοτική μελέτη περί των μεταμοσχεύσεων, καθώς επίσης και τελικά συμπεράσματα-προτάσεις, που υποδεικνύουν την στάση την οποία θα μπορούσε να λάβη η Εκκλησία πάνω στο σημαντικό αυτό ζήτημα των ημερών μας.

Η γνωμοδοτική μελέτη με τίτλο “ηθική θεώρηση των μεταμοσχεύσεων” είναι ένα καταπληκτικό κείμενο αποτελούμενο από 138 σελίδες, στο οποίο εκτίθεται όλο το πρόβλημα από ιατρικής, κοινωνικής, νομικής και θεολογικής πλευράς. Θα ήθελα στην παρούσα εισήγηση απλώς να παραθέσω τους τίτλους των κεφαλαίων, καθώς επίσης να μνημονεύσω και τους συντάκτες κάθε κεφαλαίου.

1. Η μεταμοσχευτική πραγματικότητα διεθνώς και στην Ελλάδα, ηθικοί προβληματισμοί, υπό του Αρχιμ. π. Νικολάου Χατζηνικολάου.

2. Δεοντολογία των μεταμοσχεύσεων, υπό του κ. Σπύρου Δρακόπουλου.

3. Οι καρδιακές μεταμοσχεύσεις στον κόσμο και στην Ελλάδα, υπό του κ. Χρήστου Χαρίτου.

4. Μεταμοσχεύσεις ήπατος και νεφρών, υπό του κ. Σπύρου Δρακόπουλου.

5. Ο εγκεφαλικός θάνατος, υπό του καθηγητού κ. Σταύρου Μπαλογιάννη.

6. Νομική θεώρηση των μεταμοσχεύσεων, υπό των κ.κ. Χαραλάμπους Κονιδάρη και Χαραλάμπους Παμπούκη.

7. Θεολογική προβληματική των μεταμοσχεύσεων, υπό του Καθηγητού κ. Γεωργίου Μαντζαρίδη.

8. Πνευματική ηθική και παθολογία των μεταμοσχεύσεων, υπό του Αρχιμ. π. Νικολάου Χατζηνικολάου.

9. Το μέλλον των μεταμοσχεύσεων, υπό του Αρχιμ. π. Νικολάου Χατζηνικολάου.

Όπως φαίνεται με την απλή απαρίθμηση των κεφαλαίων πρόκειται για ένα μεγάλο επίτευγμα, για το οποίο πρέπει να δοθούν συγχαρητήρια τόσο στον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί της Βιοηθικής, όσο και στους συντάξαντες τα επί μέρους κεφάλαια.

Επίσης, η ίδια Επιτροπή εξέδωσε και άλλο κείμενο με τίτλο “ηθική των μεταμοσχεύσεων συμπεράσματα – προτάσεις”, το οποίο είναι περίληψη της προηγουμένης γνωμοδοτικής μελέτης. Στο δεύτερο αυτό περιληπτικό κείμενο υπάρχουν τα εξής κεφάλαια: α) βασικές αρχές, β) ο ρόλος της ιατρικής, γ) η δυνατότητα προσφοράς οργάνων, δ) περί εγκεφαλικού θανάτου, ε) περί συνειδητής και εικαζομένης συναινέσεως, στ) περί συγγενικής συναινέσεως, ζ) οι επιφυλάξεις της Εκκλησίας, η) κριτική του νέου νόμου περί μεταμοσχεύσεων, θ) ποιμαντικές δυνατότητες της Εκκλησίας, ι) προτεινόμενη πρακτική της Εκκλησίας.

Υιοθετώ το κείμενο αυτό, αλλά επειδή η Ιερά Σύνοδος το απέστειλε σε όλους τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας, και επομένως είναι γνωστό σε όλους σας, γι’ αυτό και δεν θα το σχολιάσω. Βεβαίως, εννοείται ότι και η εισήγησή μου κινείται μέσα σε αυτό το πνεύμα.

3. Θεολογικές θέσεις για το πρόβλημα των μεταμοσχεύσεων

Προηγουμένως είχαμε αναφερθή στην θεολογική προοπτική μέσα από την οποία πρέπει να εξετάζεται το θέμα των μεταμοσχεύσεων. Νομίζω στο σημείο αυτό πρέπει να επεκτείνουμε τον λόγο και να δούμε μερικές εκκλησιαστικές – πατερικές απόψεις πάνω στο πρόβλημα αυτό, τις οποίες πρέπει να έχουμε πάντα κατά νουν, όταν το αντιμετωπίζουμε.

α) Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος, αφού ο άνθρωπος δεν αποτελείται μόνο από ψυχή ή μόνο από σώμα, αλλά από το συναμφότερο. Η ψυχή λέγεται ανθρώπου ψυχή και το σώμα ανθρώπου σώμα. Το σώμα ζωογονείται δια της ψυχής και η ψυχή ενεργεί δια του σώματος. Θα μπορούσαμε γι αυτό το σημείο να αναφέρουμε πολλά πατερικά χωρία, αλλά όμως θα αρκεσθούμε στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης που νομίζω είναι πολύ εκφραστική.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης διδάσκει ότι με τον όρο ψυχή μπορούμε να εννοήσουμε τρία συγκεκριμένα πράγματα ή μάλλον καλύτερα η ζωτική και ψυχική δύναμη διαιρείται σε τρεις λειτουργίες, ήτοι την αυξητική μόνο και θρεπτική που προσφέρει το κατάλληλο υλικό για την αύξηση των τρεφομένων που παρατηρείται στα φυτά, την αισθητική ενέργεια και αντίληψη, που μαζί με την προηγούμενη υπάρχει στην φύση των αλόγων ζώων και στην τελεία ψυχή που παρατηρείται στον άνθρωπο, η οποία εκτός του ότι είναι τρεφομένη και αισθανομένη, ταυτοχρόνως είναι “και λόγου μετέχουσα και νω διοικουμένη”5. Ο άνθρωπος έχει νου και λόγο, δηλαδή η ψυχή του είναι νοερά και λογική. Και εξηγεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ότι πρόκειται για ενέργειες ψυχικές και όχι για τρεις ιδιαίτερες ψυχές, αφού ο άνθρωπος έχει νου, λόγο και αίσθηση. Έτσι, η μόνη τελεία και αληθινή ψυχή είναι μία, η νοερή και άϋλη, η οποία δια των αισθήσεων αναμειγνύεται με την υλική φύση. Το υλικό μέρος του οργανισμού, όταν βρίσκεται σε τροπή και αλλοίωση, κινείται αυξητικώς εάν μετέχη της δυνάμεως που ψυχώνει, όταν όμως εκπέση από την ζωτική ενέργεια, τότε η κίνηση θα μετατραπή σε φθορά. Και καταλήγει ο άγιος Γρηγόριος: “Ούτε ουν αίσθησις χωρίς υλικής ουσίας, ούτε της νοεράς δυνάμεως, χωρίς αισθήσεως ενέργεια γίνεται”6.

Σημαντική θέση στην όλη ψυχοδυναμική συγκρότηση του ανθρώπου έχει ο νους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης φαίνεται σε μερικά σημεία να συνδέη τον νου με την διάνοια, αλλά σαφώς σε άλλα σημεία του κειμένου διαχωρίζεται ο νους από την διάνοια και συνδέεται άλλοτε με τον όρο ψυχή και άλλοτε με την νοερά ενέργεια της ψυχής. Δεν είναι ευχερής η διάκριση, γιατί ενιαία και πολυδύναμη είναι η ψυχή του ανθρώπου. Η προσπάθεια για μια τέτοια διάκριση μπορεί να θεωρηθή σχολαστική. Μιλώντας για τον νου του ανθρώπου εντοπίζει πολλές πραγματικότητες, κυρίως όμως θα υπογραμμίσουμε δύο από αυτές.

Η πρώτη είναι ότι ο νους ενεργεί δια των αισθήσεων. Μια ενιαία αντιληπτική δύναμις υπάρχει στον άνθρωπο και αυτός είναι ο νους που ευρίσκεται μέσα μας “ο δι’ εκάστου των αισθητηρίων δεξιών και των όντων επιδρασσόμενος”. Ο νους βλέπει δια των οφθαλμών το φαινόμενο, αυτός συλλαμβάνει δια της ακοής το λεγόμενο, αγαπά το ευχάριστο και αποστρέφεται το δυσάρεστο, χρησιμοποιεί το χέρι σε ό,τι θέλει, κρατώντας και απωθώντας ό,τι νομίζει ότι τον ωφελεί. Έτσι ο νους ενεργεί και κινείται με όλα τα όργανα του σώματος7. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα μιας πόλεως, μέσα στην οποία εισέρχονται οι άνθρωποι από διάφορες πύλες, λέγει ότι ο νους μοιάζει με το εσωτερικό της πόλεως που δέχεται τον κόσμο από τις διάφορες πόλεις, δηλαδή τις αισθήσεις, ο νους είναι εκείνος που εξετάζει και ξεχωρίζει όλους τους εισερχομένους και τοποθετεί τον καθένα στους κατάλληλους τόπους της γνώσεως8.

Η δεύτερη πραγματικότητα είναι ότι ο νους δεν ευρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο όργανο του σώματος, αλλά ενεργεί σε ολόκληρο το σώμα, σε όλα τα όργανα του σώματος, τα οποία όμως είναι δεκτικά αυτής της ενεργείας. Στην εποχή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης οι άνθρωποι επηρεασμένοι από διάφορες φιλοσοφικές και θεολογικές αντιλήψεις ερωτούσαν πού κατοικεί η ψυχή, ο νους, στην καρδιά ή στον εγκέφαλο; Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης απαντά ειδικά σε αυτό το θέμα με τέτοιο τρόπο που αφ’ ενός μεν εκφράζει την ορθόδοξη θεολογία, αφ’ ετέρου δε μπορεί σε μερικά σημεία να ανταποκρίνεται σε ιατρικά προβλήματα, όπως το θέμα των μεταμοσχεύσεων.

Γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ότι μερικοί θεωρούν ότι το ηγεμονικό του ανθρώπου βρίσκεται μέσα στην καρδιά και άλλοι ισχυρίζονται ότι ο νους διαμένει στον εγκέφαλο. Όμως “σιγησάτω τοίνυν πάσα στοχαστική ματαιολογία των μορίοις τισί σωματικοίς την νοητήν εναποκλειόντων ενέργειαν”9. Ο νους ενεργεί δια μέσου όλων των αισθήσεων και των σωματικών οργάνων, αλλά δεν διαμένει και δεν περικλείεται σε μερικά σωματικά μόρια. Ενώ ο νους δεν περικλείεται στα σωματικά μόρια εν τούτοις “ομοτίμως εκάστω των μορίων κατά το άφραστον της ανακράσεως λόγον εφάπτεσθαι νομισθέον”10. Ο νους εφάπτεται των μορίων και των σωματικών οργάνων και ενεργεί δια των νοητικών του ενεργειών, σύμφωνα με την φύση του καθενός οργάνου. Δηλαδή, σε εκείνα τα όργανα που λειτουργούν κατά φύση ενεργεί τα αρμόδια και σε εκείνα τα όργανα που δεν μπορούν να δεχθούν την κίνησή του μένει άπρακτος και ανενέργητος. “Πέφυκε γαρ πως ο νους προς μεν τον κατά φύσιν διακείμενον οικείως έχειν, προς δε το παρενεχθέν από ταύτης, αλλοτριούσθαι”11. Χωρίς ο νους να είναι δεμένος με κάποιο μέρος του σώματος εν τούτοις εφάπτεται όλου του σώματος του ανθρώπου “κατά τον ίσον” τρόπον, ενεργώντας την κίνηση κάθε μέρους του σώματος, ανάλογα με την φύση του12. Αυτό το βλέπουμε ακόμη και κατά την διάρκεια του ύπνου. Όταν η ανθρώπινη φύση χαλαρώση λόγω του ύπνου, μένει και αυτός ο νους ακίνητος, ενώ όταν η ανθρώπινη φύση είναι ξυπνητή, τότε και ο ανθρώπινος νους διοικεί την ανθρώπινη φύση συνεργώντας και αυτός και κινούμενος13.

Το συμπέρασμα του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι ότι ο νους του ανθρώπου βρίσκεται σε όλο το σώμα, σε όλα τα όργανα του σώματος, αλλά δεν περιέχεται μέσα σε ένα μόνο μέρος του σωματικού οργανισμού “ούτε έξωθεν περιλαμβάνων, ούτε ένδοθεν κρατούμενος”. Η κοινωνία του νου με το σωματικό έχει άφραστη και ακατανόητη συνάφεια, ούτε μέσα είναι, ούτε απ’ έξω περιέχει, “αλλά κατά τινα τρόπον αμήχανόν τε και ακατανόητον εγγίζων ο νους τη φύσει και προσαπτόμενος, και εν αυτή και περί αυτήν θεωρείται, ούτε εγκαθήμενος ούτε περιπτυσσόμενος”14.

Συμπερασματικά λέμε ότι τα όργανα του σωματικού οργανισμού του ανθρώπου όταν είναι ζωντανά και λειτουργούν κατά φύσιν σημαίνει ότι δέχονται την ενέργεια του νου, όταν όμως εκφεύγουν της φύσεως και αρχίζει η φθορά, ο νους παραμένει ανενέργητος ως προς αυτά. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για το θέμα μας, γιατί, όταν τα όργανα είναι ζωντανά, τότε ο νους εφάπτεται αυτών, χωρίς βέβαια να συγκρατήται από αυτά και χωρίς να προσβάλλεται, όταν γίνη κάποια χειρουργική επέμβαση.

β) Ο άνθρωπος είναι πρόσωπο και βέβαια το προσωπικό στοιχείο συγκεκριμενοποιείται στην νοερά και λογική ενέργεια της ψυχής, η οποία βέβαια εκφράζεται, όπως είδαμε προηγουμένως, δια των αισθήσεων και των οργάνων του σώματος. Σχετικά με το σώμα του ανθρώπου μπορούμε να πούμε ότι άλλα μέλη του έχουν δημιουργηθή και έχουν διαρρυθμισθή από τον Θεό για την κατάσταση της βιολογικής ζωής του, προκειμένου να δοκιμασθή και στην συνέχεια να ζήση την πνευματική ζωή, και άλλα έχουν δημιουργηθή εν όψει της πτωτικής ζωής του.

Πράγματι, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό για να δοκιμασθή, ώστε στην συνέχεια να φθάση στην θέωση. Αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη του δένδρου της γνώσεως του καλού και του καλού και του δένδρου της ζωής, όπως αναλύονται από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Στην κατάσταση της θεώσεως το σώμα του ανθρώπου δεν έχει ανάγκη της τροφής, αφού άλλωστε και στην ζωή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα έχουμε σώμα άφθαρτο, πνευματικό (Α΄ Κορ. ιε΄, 42-49). Οπότε, όλα τα όργανα που έχουν σχέση με την πέψη και την διαδικασία της τροφής του ανθρώπου δεν έχουν θέση στον μέλλοντα αιώνα. Αυτό λέγεται για να απαντήση σε εκείνους που ενδεχομένως έχουν αντιρρήσεις σχετικά με τις μεταμοσχεύσεις, για το ότι το σώμα του δότου θα είναι ελλείπον κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Άλλωστε, κατά την ανάσταση των νεκρών θα γίνη οπωσδήποτε και νέα δημιουργία, αφού θα συμπληρωθούν και τα ελλείποντα μέρη των ανθρωπίνων σωμάτων.

Ο άνθρωπος φέρει επάνω του την θεία εικόνα, και αυτό είναι που τον καθιστά πρόσωπο. Το πρόσωπο του ανθρώπου δεν έχει σχέση ακόμη με τα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως των φύλων. Όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ερμηνεύοντας τα σχετικά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, εκείνο που πρωτεύει στον άνθρωπο είναι το νοερό, ενώ η κοινωνία και η συγγένεια προς το άλογο είναι επιγέννημα. Ο Θεός πρώτα δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση και “είτα επάγει της ανθρωπίνης φύσεως τα ιδιώματα”, δηλαδή, τον έκανε άρσεν και θήλυ15. Επειδή ο Θεός προείδε την πτώση του ανθρώπου γι’ αυτό και κατεσκεύασε το σώμα κατά τέτοιον τρόπο ώστε να είναι προσοικειωμένο προς την άλογη φύση16. Έτσι, η διαφορά του γένους μεταξύ άρρενος και θήλεος προστέθηκε τελευταία στο πλάσμα17.

γ) Πρέπει όμως να δούμε το θέμα των μεταμοσχεύσεων και από την πλευρά της αξίας της βιολογικής ζωής. Κανείς δεν αντιλέγει ότι η γέννηση και η παρουσία μας στον κόσμο αυτόν έχει μεγάλη σημασία, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται στο εάν η βιολογική και αισθητική ζωή, η ζωή μας κατά τα χρονικά πλαίσια αυτού του βίου έχει απόλυτη σημασία. Φαίνεται ότι μερικοί από εκείνους που επιδιώκουν την παράταση της βιολογικής ζωής δίνουν μια απόλυτη σημασία και έννοια σε αυτήν.

Κατά την ορθόδοξη αντίληψη, όπως εκφράζεται στην Αγία Γραφή και την πατερική παράδοση, δηλαδή σε ολόκληρη την εκκλησιαστική μας εμπειρία, η παρουσία μας στην ζωή αυτή έχει σκοπό την ένωσή μας με τον Χριστό, την πορεία μας από την πτωτική κατάσταση στην θέωση, που είναι η κοινωνία μας με τον Θεό εν Χριστώ Ιησού, ώστε να περάσουμε σε μια άλλη μορφή ζωής που θα είναι πνευματική. Έτσι δίνουμε μεγάλη σημασία στην μετάνοια του ανθρώπου, η οποία μετάνοια νοείται ως πορεία από το παρά φύση στο κατά φύση και στο υπέρ φύση.

Μέσα από την προοπτική αυτή μπορούμε να δούμε και την παράταση της βιολογικής ζωής. Δεν είναι μια δυνατότητα για να συνεχισθεί η πτωτική κατάσταση, η αισθητική και αισθησιακή ζωή, αλλά μια προσπάθεια για πραγματική ένωση του ανθρώπου με τον Θεό και εκπλήρωση του βαθυτάτου σκοπού της υπάρξεώς του. Μέσα από την προοπτική αυτή βλέπουμε και τον άνθρωπο εκείνον που βρίσκεται στην κατάσταση του λεγομένου κλινικού θανάτου ή ακόμη και του λεγομένου εγκεφαλικού θανάτου. Στην κατάσταση αυτή μπορεί να μη λειτουργούν μερικά όργανα του σώματος του ανθρώπου, οπότε η ψυχή, όπως λέγαμε προηγουμένως, είναι ενδεχόμενο να μην ενεργή δια των συγκεκριμένων αυτών οργάνων, αλλά όμως υπάρχει ακόμη η ψυχή μέσα στον άνθρωπο και λειτουργεί δι’ άλλων σωματικών οργάνων και ενεργειών. Οπότε, σε μια περίπτωση ανανήψεως του ανθρώπου που βρίσκεται στον λεγόμενο κλινικό θάνατο όπως έχουν εντοπισθή τέτοια παραδείγματα, μπορεί να συντελέση στην αιώνια σωτηρία του, δηλαδή είναι δυνατόν να ενεργήση σωστικά με ένα πνεύμα μετανοίας και στροφής προς τον Θεό.

Επομένως, αντιμετωπίζουμε από θεολογικής και ποιμαντικής πλευράς τόσο τον δότη όσο και τον λήπτη, μέσα από την προοπτική της μετανοίας για να επιτύχη το αιώνιο μέλλον του. Δεν μας ενδιαφέρει απλώς η βιολογική παράταση του λήπτου, αλλά η αιώνια σωτηρία του, καθώς επίσης δεν μας ενδιαφέρει απλώς η αγάπη του δότου, αλλά η δυνατότητα δι’ αυτού του τρόπου να αποκτήση το αιώνιο μέλλον του, να ενωθή με τον Χριστό. Άλλωστε, η παρούσα ζωή είναι στάδιο προετοιμασίας για την είσοδό μας σε άλλον τρόπο υπάρξεως, στον οποίον δίνουμε μεγάλη σημασία και προτεραιότητα.

δ) Με την ενανθρώπηση του Χριστού και την μετοχή στα αγαθά της ενανθρωπήσεως ο άνθρωπος θεούται. Όταν κάνουμε λόγο για την θέωση του ανθρώπου, εννοούμε θέωση ψυχής και σώματος, οπότε ο άνθρωπος γίνεται κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού και ναός του Παναγίου Πνεύματος. Η άκτιστη Χάρη του Θεού διαπορθμεύεται δια του νου και σε ολόκληρο το σώμα.

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να αναφερθώ στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Σε πολλά σημεία της διδασκαλίας του βλέπουμε ότι τα διάφορα μέλη του εθεωρούντο από αυτόν και ήταν μέλη του Σώματος του Χριστού. Άλλωστε αυτό λέγει και ο Απόστολος Παύλος: “η ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών ηγοράσθητε γαρ τιμή δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού” (Α΄ Κορ. στ΄, 19-20). “Ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού έστιν; άρας ουν τα μέλη του Χριστού ποιήσω πόρνης μέλη; μη γένοιτο” (Α΄ Κορ. στ΄, 15). “Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους” (Α΄ Κορ. ιβ΄, 27).

Ο άγιος Συμεών κατά την διάρκεια της θεωρίας του Θεού έβλεπε ολόκληρο το σώμα του ως σώμα Χριστού:

“Τις η άμετρος ευσπλαχνία σου, σώτερ;
Πώς ηξίωσας μέλος σόν με γενέσθαι,
τόν ακάθαρτον, τον άσωτον, τον πόρνον;
Πώς ενέδυσας στολήν με λαμπροτάτην
απαστράπτουσαν αίγλην αθανασίας
και φως ποιούσαν άπαντά μου τα μέλη;
Σώμα γαρ το σον, το άχραντον και θείον
απαστράπτει όλον πυρί θεότητός σου
αναφυραθέν και συμμιγέν αρρήτως
τούτο ουν καμοί εδωρήσω, Θεέ μου.
Το γαρ ρυπαρόν και φθαρτόν τούτο σκήτος
τω παναχράντω ενωθέν σώματί σου
και μιγέν το αίμα μου τω αίματί σου
ηνώθην, οίδα, και τη θεότητί σου
και γέγονα σον καθαρώτατον σώμα,
μέλος εκλάμπον, μέλος άγιον όντως,
μέλος τηλαυγές και διαυγές και λάμπον.
Ορώ το κάλλος, βλέπω την λαμπηδόνα,
ενοπτρίζομαι το φως της χάριτός σου
και το άρρητον εκπλήττομαι της αίγλης
και εξίσταμαι κατανοών εαυτόν
εκ ποίου οίος εγενόμην, ω θαύμα!
Και ευλαβούμαι και εμαυτόν αιδούμαι
και, ως σε αυτόν, και τιμώ και φοβούμαι
και εξαπορώ, εντρεπόμενος όλος,
το πού καθίσω και τίνι προσεγγίσω
και πού τα μέλη τα σα προσακλίνω,
εις ποία έργα, εις ποίας ταύτα πράξεις
όλως χρήσωμαι τα φρικτά τε και θεία”18.

Δεν μπορώ να εισέλθω στην καρδιά του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου για να γνωρίσω τι θα έκανε ύστερα από αυτήν την εμπειρία, εάν του ζητούσαν να γίνη δωρητής σώματος. Δεν μπορώ ακόμη να εισέλθω στην καρδιά του θεουμένου αυτού ανθρώπου και να εξετάσω αν θα ήθελε να δεχθή μόσχευμα για να επιμηκύνη τον χρόνο υπάρξεώς του επάνω στην γη, και δεν θα είχε στον νου του το χωρίο του Αποστόλου Παύλου “επιθυμώ αναλύσαι και συν Χριστώ είναι” (Φιλ. α΄, 23).

Εκείνο που γνωρίζω και μπορώ να το εκφράσω όσο είναι δυνατόν απλά είναι ότι ένας σύγχρονος θεούμενος, που πολλές φορές είδε το άκτιστο φως, και είχε μεγάλες εμπειρίες της πνευματικής ζωής, ήταν προβληματισμένος από μια προσωπική του περιπέτεια. Χρειάστηκε να κάνη μεγάλη επέμβαση και να βάλη ξένο αίμα στον οργανισμό του. Το έκανε βεβαίως γιατί θεωρούσε ότι η παράταση της ζωής παρέχει την δυνατότητα μεγαλύτερης μετάνοιας. Αλλά όμως αισθάνθηκε ότι εισήλθε ξένο και βαρύ στοιχείο στον οργανισμό του και ότι έχασε την νοερά προσευχή για μήνες. Δηλαδή, χρειάστηκε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε ο πνευματικός του οργανισμός, που είχε γίνει μέλος του Σώματος του Χριστού, να οικειοποιηθή και να ενσωματώση το ξένο αυτό στοιχείο. Γνωρίζω ότι δεν βρισκόμαστε πολλοί σε αυτήν την κατάσταση, και δεν μπορεί να τεθή ως κριτήριο για την λήψη και την προσφορά οργάνων, αλλά είναι μια πραγματικότητα, την οποία δεν μπορούμε να αρνηθούμε για τον προβληματισμό πάνω στο θέμα των μεταμοσχεύσεων. Αυτή η άποψη δεν είναι εξεζητημένη, αφού υποστηρίζεται και από ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι, κάνοντας λόγο για τις μεταμοσχεύσεις ιστών και οργάνων, ομιλούν για δυνατότητα αλλοιώσεως της ταυτότητας του προσώπου του λήπτου, “όταν ο αριθμός των (νευρικών) κυττάρων που μεταμοσχεύονται είναι πολύ μεγάλος”19.

Επίσης, δεν γνωρίζω αν πολλοί σύγχρονοι άγιοι που έχουν ζωντανή κοινωνία με τον Χριστό θα ήθελαν ευχαρίστως να γίνουν δωρητές οργάνων του σώματος. Και αυτό γιατί, καίτοι αγαπούν τους άλλους ανθρώπους, εν τούτοις στέκονται με μεγάλο σεβασμό απέναντι στο σώμα τους, το οποίο δεν το θεωρούν δικό τους, αλλά μέλος του Σώματος του Χριστού. Άλλωστε, το θέμα των μεταμοσχεύσεων δεν μπορούμε να το εξετάσουμε μόνο από την προοπτική του πότε βγαίνει η ψυχή ενός ανθρώπυ, ούτε από την χρηστική και ωφελιμιστική πλευρά αυτής της πράξεως, αλλά και μέσα από τους πνευματικούς νόμους. Και ξέρουμε καλά ότι η εκκλησιαστική πορεία είναι πορεία θεώσεως, και μάλιστα όλοι οι Χριστιανοί, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται βιώνουν μερικές ανταύγειες αυτής της εμπειρίας, είτε της καθαρτικής, είτε της φωτιστικής, είτε της θεοποιού ενεργείας του Θεού.

ε) Όταν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα των μεταμοσχεύσεων, γίνεται πολύς λόγος για την αγάπη ως θυσία. Κανείς δεν αντιλέγει σε αυτό το σημείο, και μάλιστα ομολογούμε ότι ο Χριστιανός, κατά το πρότυπο του Χριστού, πρέπει να θυσιάζη την ζωή του για να ζήσουν οι άλλοι. Αυτό το θυσιαστικό ήθος το βλέπουμε στον Γολγοθά και αυτό το θυσιαστικό ήθος είναι το λεγόμενο ευχαριστιακό ήθος, που είναι η πνευματική ατμόσφαιρα και το βαθύτερο περιεχόμενο της θείας Λειτουργίας.

Στην εκκλησιαστική ιστορία υπάρχουν πολλά παραδείγματα στα οποία φαίνεται η θυσιαστική αγάπη των Χριστιανών που έφθασαν και μέχρι το μαρτύριο χάρη του Χριστού και των συνανθρώπων τους, έφθασαν στο να πωλούν τον εαυτό τους ως δούλο και να εισέρχωνται στην φυλακή για να ελευθερωθούν οι άλλοι, έφθασαν στο σημείο να ζητούν να έλθη η ασθένεια του άλλου επάνω τους, εάν αυτό συντελούσε στην θεραπεία των άλλων.

Βέβαια, δεν έχω υπόψη μου παραδείγματα από την ζωή των αγίων που έδωσαν μέλη του σώματός τους και έμειναν εκείνοι ανάπηροι στην ζωή τους, αφού τότε δεν υπήρχε η δυνατότητα της μεταμοσχεύσεως. Και επειδή η ζωή της Εκκλησίας καθορίζεται από την δράση και την ενέργεια των αγίων γι’ αυτό και θα περιμένουμε και τέτοιες αντιδράσεις αγιασμένων ανθρώπων για να δώσουμε το στίγμα αντιμετωπίσεως του προβλήματος των μεταμοσχεύσεων.

Εκείνο το οποίο μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν αρκεί για την σωτηρία η λεγόμενη φυσική αγάπη, την οποία μπορεί να έχουν και οι άθεοι, αλλά η λεγομένη πνευματική αγάπη, που είναι καρπός και αποτέλεσμα της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό εν προσώπω Ιησού Χριστού. Ο αλτρουϊσμός έχει την κοινωνική και ανθρωπιστική του αξία, αλλά πρέπει να συντονίζεται στον ρυθμό της πνευματικής αγάπης. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: “και εάν παραδώ το σώμά μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι” (Α΄ Κορ. ιγ΄, 3).

στ) Ένα επιπλέον απαραίτητο σημείο το οποίο πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας όταν γίνεται λόγος για τις μεταμοσχεύσεις, είναι και το πρόβλημα του μυστηρίου του θανάτου. Αυτό δεν έχει σχέση μόνο με το πότε βγαίνει η ψυχή, δηλαδή πότε η ψυχή παύει να εφάπτεται όλων των σωματικών οργάνων, τα οποία παύουν να λειτουργούν κατά φύσιν, αλλά και σε ποια κατάσταση βρίσκεται εκείνη την ώρα ο άνθρωπος από τον οποίον λαμβάνονται τα όργανα του σώματος.

Βέβαια, εκ πρώτης όψεως φαίνεται, όπως είδαμε προηγουμένως στην ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης, ότι όταν παύουν να λειτουργούν κατά φύσιν όλα τα όργανα του σώματος του ανθρώπου ή τουλάχιστον τα βασικά, ήτοι η καρδιά και ο εγκέφαλος, τότε παύει να ενεργή ο νους, η ψυχή στα όργανα αυτά και βεβαίως εξέρχεται του σώματος, οπότε εφάπτεται του σώματος εξωτερικά και όχι εσωτερικά. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι αυτή η παύση λειτουργίας των οργάνων του σώματος γίνεται σταδιακά καθώς επίσης και μερικές φορές η πορεία του θανάτου είναι αναστρέψιμη. Τότε οπωσδήποτε υπάρχει η ψυχή μέσα στο σώμα. Και όταν μερικά όργανα κινούνται με υποστηρικτικές ενέργειες, και τότε εξακολουθεί να ενεργή η ψυχή μέσα στον άνθρωπο, εφ’ όσον ενεργεί σε άλλο υγιές σωματικό όργανο. Πάντως, όσο ο νους του ανθρώπου βρίσκεται, έστω και υπολειτουργούντων των οργάνων του σώματος, μέσα στο σώμα, μπορεί να μη λειτουργή η διανοητική λειτουργία, η μνήμη ή ίσως και η αίσθηση, αλλά, εφ’ όσον λειτουργεί η καρδιά, λειτουργεί η νοερά ενέργεια του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι τότε ο άνθρωπος μπορεί να μην έχη συνείδηση του περιβάλλοντος κόσμου, μπορεί να μη σκέπτεται, μπορεί να μη αισθάνεται ή ακόμη μπορεί αμυδρώς να αντιλαμβάνεται, αλλ’ όμως υπάρχει η ψυχή και είναι δυνατόν να έχη κοινωνία με τον Θεό. Και βέβαια εάν έχει συνηθίσει στην ζωή του να προσεύχεται, τότε η νοερά του ενέργεια βρίσκεται σε μεγάλη ένταση, δηλαδή ο άνθρωπος έχει αδιάλειπτη προσευχή.

Επίσης, την ώρα που χωρίζεται η ψυχή από το σώμα, τότε γίνονται πολλά πράγματα τα οποία αγνοούμε παντελώς. Η συνάφεια ψυχής και σώματος είναι φυσική κατάσταση, παρά φύση κατάσταση είναι η καταστροφή της συνάφειας. Η ψυχή δεν προϋπήρχε του σώματος, ούτε φυσικά το σώμα της ψυχής. Και τα δύο δημιουργήθηκαν ταυτοχρόνως από τον Θεό. Οπότε, το μυστήριο του αποχωρισμού της ψυχής από το σώμα είναι φοβερό και άγνωστο τώρα στα ανθρώπινα δεδομένα.

Αυτό το μυστήριο που γίνεται εκείνη την ώρα μπορούμε να το δούμε σε δύο τροπάρια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, τα οποία ψάλλονται στην εξόδιο ακολουθία.

Το ένα αναφέρεται στον βίαιο χωρισμό της ψυχής από το σώμα, με την βούληση του Θεού: “Όντως φοβερώτερον το του θανάτου μυστήριον πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και της συμφυίας ο φυσικώτατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμνεται”. Πρόκειται για έναν φυσικώτατο και αρμονικώτατο δεσμό ή σχέση, μεταξύ ψυχής και σώματος, η οποία αποτέμνεται βίαια με την βούληση και ενέργεια του Θεού, και αυτό αποτελεί το μυστήριο του θανάτου.

Το δεύτερο τροπάριο αναφέρεται στις συγκλονιστικές εμπειρίες του ανθρώπου κατά τις τελευταίες στιγμές. Γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: “Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος. Οίμοι πόσα δακρύει τότε, και ουκ υπάρχει ο ελεών αυτήν. Προς τους Αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει: προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα ουκ έχει τον βοηθούντα”.

Η ψυχή του ανθρώπου αναζητά έλεος και βοήθεια από τους αγγέλους και τους ανθρώπους, γιατί στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται θα παραμείνη αιώνια, δηλαδή εάν δεν έχει εισέλθη στο στάδιο της μετανοίας τότε θα δέχεται την κολαστική ενέργεια του Θεού, εάν όμως έχει εισέλθει στην κατάσταση της μετανοίας, τότε θα έχει μια διαρκή εξέλιξη.

Έχοντες υπ’ όψη αυτήν την πραγματικότητα δημιουργούνται διάφορα ερωτήματα. Πώς αισθάνεται εκείνη την ώρα η ψυχή; Πώς επεμβαίνουμε βίαια σε έναν άνθρωπο του οποίου δεν λειτουργούν μερικές εγκεφαλικές λειτουργίες, αλλά, επειδή λειτουργεί η καρδιά και υπάρχει ακόμη η ψυχή, ο άνθρωπος αισθάνεται; Ποια είναι η ουσιαστική βοήθεια που προσφέρει η προσευχή για το αιώνιο ταξείδι; Μήπως τον βίαιο χωρισμό της ψυχής από το σώμα τον κάνουμε ακόμη βιαιότερο και επομένως μεγαλώνουμε τον πόνο της ψυχής, όταν λαμβάνουμε τα όργανα του σώματος, ενώ ακόμη ζη ο άνθρωπος; Στην κατάσταση εκείνη της διαδικασίας της εξόδου, που γίνονται και πολλά πνευματικά γεγονότα, εμφάνιση αγγέλων, αγίων, ακόμη και δαιμόνων, μήπως στεκόμαστε λίγο ανάλγητοι απέναντι του ψυχοραγούντος και μήπως δεν σεβόμαστε τις πλέον συγκλονιστικές προσωπικές πλευρές της ζωής του; Τα ζώα στο τέλος της ζωής τους αποσύρονται στα βάθη της γης και τα θαλάσσια κήτη στα βάθη της θάλασσας για να τελειώσουν ήσυχα. Μήπως αυτό το προσωπικό γεγονός του θανάτου το στερείται ο άνθρωπος που όμως έχει ψυχή λογική και αθάνατη; Η Εκκλησία στέκεται απέναντι στον ψυχορραγούντα με προσευχή, διάκριση και σεβασμό. Μήπως όμως η υιοθέτηση σκληρών επιλογών, έστω για την παράταση της ζωής ενός άλλου ανθρώπου, εκλαμβάνεται ως βίαιη ενέργεια και μία ιδιότυπη “δολοφονία”;

Πρόκειται για ερωτήματα τα οποία βεβαίως χρήζουν ουσιαστικής απαντήσεως.

4. Η ποιμαντική αντιμετώπιση του θέματος των μεταμοσχεύσεων

Η όλη ανάλυση του θέματος αυτού που επιχειρήσαμε προηγουμένως είχε βασικά δύο σκοπούς: ο ένας να δείξη ότι το θέμα των μεταμοσχεύσεων από πλευράς Εκκλησίας πρέπει να αντιμετωπίζεται θεολογικά. Δεν είναι δυνατόν να μελετάμε απλώς την ψυχολογική, ηθικοδεοντολογική, νομική και ιατρική πλευρά και να αποδεσμευόμαστε από την θεολογία της Εκκλησίας μας. Ο θεολογικός λόγος απαιτεί σοβαρότητα απέναντι του προσώπου και της σωτηρίας του. Ο άνθρωπος πραγματικά δεν αναζητά τόσο την παράταση της βιολογικής ζωής, όσο και την υπέρβαση του θανάτου. Ερωτά πώς θα υπερβή τον θάνατο, σωματικό και πνευματικό, πώς θα ζήση την ζωή, με την εκκλησιαστική σημασία της λέξεως. Ο άλλος σκοπός των αναλύσεων αυτών ήταν να δειχθή ότι το θέμα των μεταμοσχεύσεων δεν είναι δεδομένο. Δηλαδή, έχει δημιουργηθή η εντύπωση ότι έχουμε καθήκον να είμαστε δότες οργάνων για μοσχεύματα, και ότι εκείνο το οποίο πρέπει να ερευνούμε είναι απλώς το να τίθενται μερικοί κανόνες που θα διασφαλίζουν την προσφορά, ωσάν ο άνθρωπος να είναι απλώς μια έμψυχη μηχανή, χωρίς πνευματικές αναζητήσεις, και χωρίς να σεβόμαστε την διαδικασία διελεύσεώς του από την βιολογική ζωή στην άλλη ζωή, στην οποία, μέχρι της κοινής αναστάσεως, θα υπάρχη ο χωρισμός ψυχής και σώματος. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο δεδομένα.

Για να δώσουμε απάντηση καθαρότερη πάνω στους προβληματισμούς που θέσαμε προηγουμένως θα πρέπη να υπογραμμίσουμε τα ακόλουθα, που νομίζω πρέπει να βρίσκονται στην ποιμαντική μας προοπτική.

Πράγματι, το πρόβλημα των μεταμοσχεύσεων πιστεύω ότι δεν λύνεται με γενικές συμβουλές και καθηκοντολογίες, αλλά είναι πρόβλημα που αντιμετωπίζεται μέσα στην ποιμαντική προοπτική της Εκκλησίας. Το λυπηρό όμως είναι ότι έχουμε αφήσει την ποιμαντική των Χριστιανών μας και ασχολούμαστε με γενικές οδηγίες και κατευθύνσεις. Αλλά μια τέτοια νοοτροπία συνιστά έναν νομικισμό.

Νομίζω ότι δεν πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι έχουμε υποχρέωση να γίνουμε όλοι δότες οργάνων του σώματός μας, επειδή αυτό απαιτεί η αγάπη, ανθρωπιστική και χριστιανική, αλλά να αφήσουμε ανοικτές δύο δυνατότητες και ο κάθε άνθρωπος να επιλέξη μεταξύ των δύο αυτών δυνατοτήτων.

Την πρώτη εκφράζουν εκείνοι οι Χριστιανοί που είτε από αίσθηση της Χάριτος του Θεού, είτε από σεβασμό στο σώμα τους, είτε από την ιδιαίτερη ευαισθησία που έχουν απέναντι στο μυστήριο της διαδικασίας του θανάτου, είτε έστω και από φόβο, δεν επιθυμούν να γίνουν δότες οργάνων. Πρέπει να σεβαστούμε την επιθυμία τους, χωρίς να τους δημιουργούμε ενοχές ότι ενδεχομένως με την αρνητική τους επιλογή δεν διακρίνονται από αγάπη για τους πάσχοντας αδελφούς. Πρόκειται για μια δυνατότητα που βρίσκεται μέσα σε θεολογικά και εκκλησιαστικά πλαίσια.

Την δεύτερη δυνατότητα εκφράζουν εκείνοι οι οποίοι επιθυμούν να γίνουν δότες οργάνων του σώματος. Πρέπει να σεβαστούμε και την επιθυμία των ανθρώπων αυτών, συμβάλλοντας έτσι στην παράταση της ζωής μερικών άλλων ανθρώπων, με την ελπίδα να συντελέσουν στην υπέρβαση του θανάτου δια της μετανοίας και της ενχριστώσεώς τους.

Όμως, στην δεύτερη περίπτωση πρέπει η Εκκλησία απαραιτήτως να καθορίση μερικά πλαίσια, ώστε η προσφορά των ανθρώπων αυτών να είναι ουσιαστική. Μερικά βασικά πλαίσια είναι:

α) Να εξασφαλισθή η έγγραφη συγκατάθεση του δότη. Αυτό πρέπει να γίνη από τον καιρό που ζούσε και να μην είναι απλώς αποτέλεσμα επιλογών των συγγενών και να στηρίζεται σε μια εικαζομένη συναίνεση, ούτε και να είναι καρπός αμέσων ή εμμέσων εκβιασμών. Η ελευθερία του προσώπου πρέπει να γίνη σεβαστή.

β) Να καθορισθή επακριβώς από ιατρικής πλευράς πότε επέρχεται ο θάνατος και να γίνεται όχι μόνον κλινική, αλλά και εργαστηριακή διαπίστωση του εγκεφαλικού θανάτου. Η Εκκλησία πρέπει να σταθή αρνητικά απέναντι σε περιπτώσεις που προϋποτίθεται, ή, δια της αφαιρέσεως των οργάνων, θανάτωση των δοτών.

γ) Να διασφαλισθή ότι η ελεύθερη προσφορά ιστών και οργάνων του σώματος δεν θα γίνη αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών, τόσο από την πλευρά του δότη, όσο και από την πλευρά των άλλων, ήτοι συγγενών, ληπτών, ιατρικού προσωπικού, εταιρειών κλπ.

Γενικά, νομίζω ότι η απόφαση και ανακοίνωση της Εκκλησίας για τις μεταμοσχεύσεις πρέπει να διατυπωθή με θετικό τρόπο και ίσως να μη δίνη λεπτομερώς οδηγίες, ούτε να περιπλακή σε συζητήσεις που αντιτίθενται στο έργο της επιστήμης και εκφράζουν θέσεις, οι οποίες ενδέχεται να αναθεωρηθούν αργότερα. Άλλωστε, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ενεργεί όπως το Βατικανό, που καθορίζει όλες τις λεπτομέρειες της ζωής των ανθρώπων, εν σχέσει με τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζουν. Ίσως σε άλλα μεγαλύτερα κείμενα να κάνη ευρύτερες αναλύσεις, πάνω στο πνεύμα αυτό.

Έχω την εντύπωση ότι οι θέσεις της Εκκλησίας πρέπει να τεθούν περίπου ως εξής:

1. Σεβόμαστε την ιατρική επιστήμη και επικροτούμε κάθε προσπάθεια για την θεραπεία των ασθενών και την παράταση της ζωής των ανθρώπων, η οποία ζωή έχει μεγάλη σημασία για την πνευματική ολοκλήρωση του ανθρώπου. Αρκεί βέβαια και η ιατρική επιστήμη, καθώς επίσης και οι ιατρικές έρευνες να κινούνται μέσα στα πλαίσια των ιατρικών και βιοηθικών δεοντολογικών κανόνων, και οι οποίοι κανόνες προστατεύουν τον άνθρωπο ως προσωπικότητα (πρέπει να γίνεται κλινική και εργαστηριακή διαπίστωση του θανάτου). Και οι ιατροί πρέπει να εργάζονται με ταπείνωση και βαθυτάτη αίσθηση ότι είναι όργανα του Θεού για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου.

2. Σεβόμαστε την ελευθερία των ανθρώπων εκείνων που, για διαφόρους λόγους δεν επιθυμούν να γίνουν δότες οργάνων του σώματός τους, καθώς επίσης σεβόμαστε και την ελευθερία των ιατρών εκείνων, οι οποίοι από ευαισθησία και λόγους συνειδήσεως δεν επιθυμούν να συμβάλλουν στην θανάτωση ζωντανών υπάρξεων, για να εξυπηρετήσουν κάποια άλλη ύπαρξη (πρέπει να καταργηθή το σχετικό άρθρο του νόμου).

3. Σεβόμαστε την ελεύθερη επιθυμία (προσωπική συναίνεση) εκείνων που επιθυμούν να γίνουν δότες οργάνων του σώματός τους, αρκεί βέβαια αυτό να γίνεται μέσα στο πνεύμα της αυτοθυσίας και ολοκληρωτικής αγάπης και όχι για άλλους σκοπούς (εμπορικές συναλλαγές).

4. Σεβόμαστε την επιθυμία των ασθενών εκείνων, που με την λήψη μοσχευμάτων επιθυμούν να παρατείνουν τον χρόνο της βιολογικής τους ζωής, με την προϋπόθεση ότι θα συντελέση στην πνευματική τους ολοκλήρωση και την επίτευξη του σκοπού της υπάρξεώς τους.

5. Γενικά, η ποιμαντική της Εκκλησίας προς τους δότες, τους λήπτες και τους ιατρούς πρέπει να είναι τέτοια, ώστε με όλους αυτούς τους τρόπους να δοξάζεται ο Θεός, να ολοκληρώνονται πνευματικά οι άνθρωποι, και η ασθένεια ή παράταση ζωής να γίνουν προϋπόθεση για την εκπλήρωση του βαθυτέρου σκοπού της δημιουργίας τους.

Μακαριώτατε Πρόεδρε

και Σεβασμιώτατοι αδελφοί,

Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την υπομονή με την οποία με παρακολουθήσατε, να ζητήσω τις ευχές σας, ώστε ο Θεός να φωτίζη τις καρδιές και τις διάνοιές μας, για να αντιμετωπίσουμε και το θέμα αυτό μέσα στα ορθόδοξα εκκλησιαστικά πλαίσια, χωρίς να επηρεαζόμαστε από ουμανιστικά και θρησκευτικά ρεύματα, αλλά εκφράζοντας την εμπειρία της Εκκλησίας.

πηγή: http://www.pelagia.org/htm/ar05.e.oi_metamosxeuseis_apo_orthodoxi_ekkl_pl.htm

«Εγκεφαλικός θάνατος» θα πρέπει να αναθεωρηθεί

Συντάχθηκε απο τον/την K. Γ. Kαρακατσάνης www.im-glyfadas.gr
Κυριακή, 18 Οκτώβριος 2009 12:02
Αντικειμενικός σκοπός (Στόχος): Να εκτιμηθεί κατά πόσον τα ισχύοντα κλινικά κριτήρια και οι επιβεβαιωτικές δοκιμασίες για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» ικανοποιούν τις απαιτήσεις (πληρούν τις προϋποθέσεις) για τη μη αναστρέψιμη διακοπή (για τη διάγνωση της μη αναστρέψιμης διακοπής) όλων των λειτουργιών ολοκλήρου του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφαλικού στελέχους.

Πηγές (προέλευση) δεδομένων: Ιατρική, φιλοσοφική και νομική βιβλιογραφία επί του θέματος του «εγκεφαλικού θανάτου».

Εξαγωγή δεδομένων/σύνθεση: Παρουσιάζουμε τέσσερα επιχειρήματα για να υποστηρίξουμε την άποψη ότι οι ασθενείς οι οποίοι πληρούν τα ισχύοντα λειτουργικά κριτήρια του «εγκεφαλικού θανάτου» δεν έχουν αναγκαίως (υποστεί) μη αναστρέψιμη απώλεια όλων των λειτουργιών του εγκεφάλου (ή του εγκεφαλικού στελέχους).

Πρώτον, πολλοί κλινικώς «εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς διατηρούν υπολειπόμενες φυτικές λειτουργίες, οι οποίες άγονται ή συντονίζονται υπό του εγκεφάλου ή του εγκεφαλικού στελέχους.

Δεύτερον, είναι αδύνατο να ελεγχθεί οποιαδήποτε εγκεφαλική λειτουργία με την παρά την κλίνη του ασθενούς κλινική εξέταση, διότι αι οδοί διόδου προς και από το φλοιό του εγκεφάλου, δια του εγκεφαλικού στελέχους, είναι κατεστραμμένες ή μη λειτουργικές. Περαιτέρω, δεδομένου ότι υπάρχουν περιορισμοί στην κλινική εκτίμηση της εσωτερικής εγρήγορσης σε ασθενείς στους οποίους λείπει η κινητική λειτουργία, ώστε (να μπορούν) να δείξουν την εγρήγορσή τους, η διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» βασίζεται σε μία αναπόδεικτη υπόθεση.

Τρίτον, πολλοί ασθενείς διατηρούν διάφορες στερεότυπες κινήσεις (τις ούτως αποκαλούμενες σύνθετες αποκρίσεις του νωτιαίου μυελού και αυτοματισμούς), οι οποίες είναι δυνατόν να προέρχονται από το εγκεφαλικό στέλεχος.

Τέταρτον, ουδεμία από τις χρησιμοποιούμενες επιβεβαιωτικές δοκιμασίες έχει την απαραίτητη θετική προγνωστική αξία για την αξιόπιστη αναγγελία (διάγνωση) του θανάτου του ανθρώπου.

Συμπέρασμα: Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα επιχειρήματα, η υπόθεση ότι έχουν σταματήσει όλες οι λειτουργίες ολοκλήρου του εγκεφάλου (ή εκείνων του εγκεφαλικού στελέχους) στους «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς είναι άκυρη. (Μετά τα ανωτέρω) είναι ίσως αναπόφευκτη η αναθεώρηση της έννοιας του «εγκεφαλικού θανάτου».

«Λέξεις κλειδιά»: εγκεφαλικός θάνατος, θάνατος εγκεφαλικού στελέχους, συνείδηση, αποκρίσεις νωτιαίου μυελού, νωτιαίοι αυτοματισμοί.

Εισαγωγή

Η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» εισήχθη στην ιατρική βιβλιογραφία ως ένα νέο κριτήριο θανάτου το 1968 υπό της ad hoc (επί τούτω συσταθείσης) Επιτροπής της Ιατρικής Σχολής του Harvard1. H Επιτροπή όρισε το θάνατο, με βάση νευροφυσιολογικούς και φιλοσοφικούς όρους, ως τη μη αναστρέψιμη απώλεια όλων των λειτουργιών του εγκεφάλου (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του εγκεφαλικού στελέχους) και εισηγήθηκε κριτήρια που να αντανακλούν αυτόν τον ορισμό2. Η φιλοσοφική θεώρηση του προσδιορισμού του θανάτου του ανθρώπου έχει επίσης τονισθεί υπό πολλών ερευνητών τα περασμένα και τα πρόσφατα χρόνια.

Η νευρο-παθολογο-ανατομική οντότητα του ολικού εμφράκτου του εγκεφάλου περιεγράφη για πρώτη φορά το 1902 από τον Cushing, αλλά τα κλινικά του ευρήματα περιεγράφησαν το πρώτον το 1959 (Fishgold and Mathis 1959, Jouvet 1959, Mollaret and Goulon 1959, Wertheimer et al 1959)3. Οπωσδήποτε, αξίζει να αναφερθεί ότι αυτοί οι ερευνητές δεν εξίσωναν αυτήν την κατάσταση με το θάνατο καθ’ εαυτόν.3

Ο Machado και οι συν.4 πρόσφατα υπεστήριξαν ότι η νευρο-παθολογο-ανατομική οντότητα του ολικού εμφράκτου/καταστροφής του εγκεφάλου δεν εισήχθη  προς όφελος των μεταμοσχεύσεων των ζωτικών οργάνων. Όμως, ο όρος «εγκεφαλικός θάνατος» δεν εισήχθη στην στην ιατρική ορολογία παρά μόνον κατά τη μεσότητα της δεκαετίας του 1960, ως συνέπεια (απόκριση) του ταχέως αναπτυσσόμενου πεδίου των μεταμοσχεύσεων.3

Η αναφορά της ad hoc Επιτροπής της Ιατρικής Σχολής του Harvard δεν εθεμελίωνε το νευρολογικό της κριτήριο του θανάτου σε οποιαδήποτε έννοια θανάτου, αλλά μάλλον «πρωτευόντως ενδιαφέρονταν για το μάταιο της φροντίδας και για την εξεύρεση τρόπων που θα βοηθούσαν τους ιατρούς να άρουν την υποστήριξη».2 Άλλοι, οπωσδήποτε, θεωρούν ότι η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» αναπτύχθηκε για να επιτραπεί η μεταμόσχευση ζωτικών οργάνων.3,5

Μολονότι ο «εγκεφαλικός θάνατος» έχει γίνει αποδεκτός υπό των πλείστων κλινικών ιατρών, επαγγελματιών υγείας, νομικών και εν πολλοίς από την κοινωνία, έχουν εκφρασθεί αντίθετες γνώμες τόσο στο απώτερο όσο και στο πρόσφατο παρελθόν. Έχει υποστηριχθεί ότι ο «εγκεφαλικός θάνατος» είτε αναφερόμενος σε ολόκληρο τον εγκέφαλο ή στο εγκεφαλικό στέλεχος μόνον, είναι μία έννοια χωρίς ακριβή κλινική ή παθολογο-ανατομική βάση και, γι’ αυτήν την αιτία, τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωσή του είναι αυθαίρετα.6

Το 1971 οι νευροχειρουργοί Mohandas και Chou7 εισηγήθηκαν ότι, σε ασθενείς με γνωστές αλλά μη δυνάμενες να διορθωθούν ενδοκρανιακές βλάβες, η μη αναστρέψιμη βλάβη στο εγκεφαλικό στέλεχος ήταν το «σημείο της μη επιστροφής» και η διάγνωση θα μπορούσε να βασισθεί στην κλινική κρίση. Οι εισηγήσεις αυτές έγιναν γνωστές ως κριτήρια της Minnesota και επηρέασαν σημαντικά την πρακτική στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η πρακτική στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει βασισθεί σε δύο υπομνήματα. Το πρώτο υπόμνημα διαβεβαίωνε ότι ο μόνιμος θάνατος του εγκεφαλικού στελέχους συνιστά τον εγκεφαλικό θάνατο, ενώ το δεύτερο ταυτοποιούσε τον εγκεφαλικό θάνατο με το θάνατο καθ’ εαυτόν. Επιπροσθέτως, μια νέα εισήγηση υπό του Christopher Pallis8 ήταν ότι ο θάνατος δύναται να ορισθεί ως η «μη αναστρέψιμη απώλεια της ικανότητας για συνείδηση εν συνδυασμώ προς τη μη αναστρέψιμη απώλεια της ικανότητας για  αναπνοή».

Ο καθιερωμένος ορισμός του «εγκεφαλικού θανάτου» (η πλήρης διακοπή όλων των λειτουργιών ολοκλήρου του εγκεφάλου) αναγνωρίζεται τώρα, ακόμη και υπό των υποστηρικτών της έννοιας του «εγκεφαλικού θανάτου», ότι αποτελεί μόνον μία προσέγγιση.9

Αντιφάσεις σχετιζόμενες με την έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου»

Σύμφωνα με τον Bernat10, η διατύπωση (της εννοίας) του θανάτου θα μπορούσε να επιτευχθεί με προσδιορισμό των προϋποθέσεων, του ορισμού, των κριτηρίων και των δοκιμασιών του θανάτου. Ο προσδιορισμός των προϋποθέσεων (για την κατανόηση της έννοιας αυτής) αποτελεί θέμα της φιλοσοφίας.

Τοιουτοτρόπως, η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» πρέπει να περιλαμβάνει

(α) έναν ορισμό του θανάτου ο οποίος, υπό τη διατύπωση (του θανάτου) ολοκλήρου του εγκεφάλου, θα μπορούσε να γίνει αντιληπτός ως «η μόνιμη διακοπή της λειτουργίας του οργανισμού ως ενιαίου όλου»

(β) ένα κριτήριο του θανάτου, το οποίο ορίζεται ως «η μόνιμη διακοπή της λειτουργίας ολοκλήρου του εγκεφάλου» και

(γ) τις δοκιμασίες του θανάτου για τις οποίες είναι διαθέσιμες δύο ομάδες δοκιμασιών – για την εκτίμηση κατά πόσον ικανοποιούνται τα κριτήρια:

(1) Το καρδιο-αναπνευστικό κριτήριο (μη αναστρέψιμη απουσία της κυκλοφορίας και της αναπνοής)

(2) Το νευρολογικό κριτήριο (παρουσία κώματος, απόδειξη της ύπαρξης άπνοιας και απουσία των αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέχους – αποκλειομένων αναστρεψίμων καταστάσεων). Τοιουτοτρόπως, ο  προσδιορισμός (της εννοίας) του θανάτου αποτελεί έργο της φιλοσοφίας, ο καθορισμός του κατάλληλου κριτηρίου προκειμένου να προσδιορισθεί ότι ο ορισμός (του θανάτου, με βάση το κριτήριο αυτό) έχει πραγματοποιηθεί είναι τόσο φιλοσοφικό όσο και ιατρικό έργο, ενώ η εκλογή των δοκιμασιών και των διεργασιών που δείχνουν ότι το κριτήριο έχει ικανοποιηθεί αποτελεί αμιγώς ιατρική εργασία.

Από της εισαγωγής του το 1968, η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» έχει υποστεί κριτική από πολλούς ερευνητές3,5,11,12. Η σχετική κριτική της εννοίας του «εγκεφαλικού θανάτου» περιλαμβάνει την ύπαρξη ενδογενών αντιφάσεων που αφορούν τόσο τη σχέση ορισμού-κριτηρίων όσο και εκείνη των κριτηρίων – δοκιμασιών. Περαιτέρω, οι Truog και Robinson13 έχουν προσφάτως επισημάνει ότι η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι ασυνάρτητη για το λόγο ότι δεν ανταποκρίνεται σε οποιαδήποτε βιολογική ή φιλοσοφική κατανόηση του θανάτου.

Αντιφάσεις ορισμού-κριτηρίων

Αντανακλαστικά νωτιαίου μυελού και αυτοματισμοί. Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του «εγκεφαλικού θανάτου», σύμφωνα με την ad hoc Επιτροπή της Ιατρικής Σχολής του Harvard, καθορίσθηκαν από τον Καθηγητή Raymon Adams14 και περιελάμβαναν «μια μόνιμη κατάσταση πλήρους έλλειψης δυνατότητας πρόσληψης ερεθισμάτων και πλήρους έλλειψης δυνατότητας απόκρισης (σε ερεθίσματα)». Η έλλειψη της δυνατότητας απόκρισης σε ερεθίσματα περιελάμβανε όλες τις αποκρίσεις τόσο τις προερχόμενες από το φλοιό του εγκεφάλου και το εγκεφαλικό στέλεχος όσο και τις προερχόμενες από το νωτιαίο μυελό. Κατά συνέπεια, όλες οι αυτόματες κινήσεις και τα εκλυόμενα (παραγόμενα) αντανακλαστικά πρέπει να είναι απόντα στην κατάσταση του «εγκεφαλικού θανάτου».

Οπωσδήποτε, σύμφωνα με τις ισχύουσες οδηγίες για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» η παραμονή των νωτιαίων αντανακλαστικών και άλλων σύνθετων (υποθετικώς) νωτιαίων αποκρίσεων ή αυτοματισμών (π.χ. το σημείο του Λαζάρου), οι οποίοι εκλύονται σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς, δεν είναι ασύμβατοι με τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου».15 Επίσης θεωρείται ότι οι αποκρίσεις, οι οποίες ακολουθούν διάφορα ερεθίσματα του περιβάλλοντος είναι συμβατές με τον «εγκεφαλικό θάνατο».16 Μερικές από αυτές τις αποκρίσεις έχουν πρόσφατα χαρακτηρισθεί ως ημισκόπιμες, ημικατευθυνόμενες και σχετικώς συντονισμένες17 και έχουν παρατηρηθεί επί απουσίας υποξίας.18 Προκαλεί, οπωσδήποτε, έκπληξη το γεγονός ότι αυτοί οι «αντανακλαστικοί αυτοματισμοί» ουδέποτε έχουν περιγραφεί σε ασθενείς με υψηλές βλάβες της αυχενικής μοίρας του νωτιαίου μυελού.19

Ισχυριζόμαστε, οπωσδήποτε, ότι τα εκλυόμενα σε μερικούς «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς σύνθετα αντανακλαστικά και οι αυτοματισμοί20-22 – οι οποίοι θεωρείται (υποθετικώς) ότι προέρχονται από το νωτιαίο μυελό – προσομοιάζουν πολύ με μερικές στερεότυπες κινήσεις, οι οποίες άγονται δια του εγκεφαλικού στελέχους. Τέτοιες κινήσεις είναι η περιστροφική κίνηση της κεφαλής (που ελέγχεται από τον πυρήνα interstitial) και οι κινήσεις έγερσης και κάμψης της κεφαλής και του σώματος, οι οποίες ελέγχονται από τους πυρήνες prestitial και precommissuralis, αντίστοιχα.23 Αυτές οι στερεότυπες κινήσεις είναι κατορθωτές μόνον όταν λειτουργούν οι ανωτέρω πυρήνες του μεσεγκεφάλου και του κατωτέρου διεγκεφάλου. Επομένως, το γεγονός ότι προσομοιάζουν αυτές οι κινήσεις με τις προαναφερθείσες στερεότυπες κινήσεις θα μπορούσε να εγείρει την υποψία ότι οι εμπλεκόμενοι (στις κινήσεις αυτές) πυρήνες του εγκεφαλικού στελέχους θα μπορούσαν να είναι βιώσιμοι σε ασθενείς, οι οποίοι κατά τα άλλα έχουν διαγνωσθεί ως «εγκεφαλικώς νεκροί».

Τα ισχύοντα κριτήρια για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» απαιτούν «την πλήρη διακοπή όλων των λειτουργιών ολοκλήρου του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφαλικού στελέχους, αλλά δεν απαιτούν διακοπή της λειτουργίας του νωτιαίου μυελού. Πολλές σύνθετες κινήσεις (όπως «η περιστροφή της κεφαλής, κινήσεις που προσομοιάζουν με αναπνοή, αυτόματες κινήσεις των άκρων – εκτός από την παθολογική κάμψη και έκταση – τονικά αντανακλαστικά του αυχένος, κοιλιακά αντανακλαστικά) έχουν περιγραφεί σε διάφορους ασθενείς που έχουν διαγνωσθεί ως «εγκεφαλικώς νεκροί».16

Οι πλείστοι νευρολόγοι ισχυρίζονται ότι αυτές οι κινήσεις προέρχονται από το νωτιαίο μυελό, και, επομένως, δεν είναι ασύμβατες με τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου». Όμως, σε ασθενείς με πλήρη υψηλή διατομή της αυχενικής μοίρας του νωτιαίου μυελού όλα τα αντανακλαστικά των σκελετικών μυών, τα οποία ολοκληρώνονται στο νωτιαίο μυελό, είναι πλήρως κατηργημένα στην πρώϊμη φάση της νωτιαίας καταπληξίας (νωτιαίο shock). Τοιουτοτρόπως, αυτοί οι ασθενείς πάσχουν γενικώς από χαλαρά παράλυση για 1-4 ημέρες μετά τη βλάβη στο νωτιαίο μυελό24, ενώ σύμφωνα με τους Guyton και Hall25 δεν αναπτύσσονται αντανακλαστικά των σκελετικών μυών στους ανθρώπους παρά μόνον όταν παρέλθουν δύο εβδομάδες έως μερικοί μήνες μετά τη διατομή του νωτιαίου μυελού.

Επιπροσθέτως, ο Shewmon26 έχει πρόσφατα επισημάνει ότι οι ασθενείς με πλήρη διακοπή της λειτουργίας του εγκεφάλου (συμπεριλαμβανομένου του εγκεφαλικού στελέχους) – δηλαδή, οι «εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς – θα πρέπει, εξεταζόμενοι από την πλευρά της φυσιολογίας, να είναι ισοδύναμοι προς τους ασθενείς με υψηλή πλήρη διατομή του νωτιαίου μυελού. Τοιουτοτρόπως, κάποιος θα ανέμενε ότι οι «εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς θα πρέπει να πάσχουν γενικώς από χαλαρά παράλυση για 1-4 ημέρες, όπως αυτό συμβαίνει σε ασθενείς με πλήρη διατομή του νωτιαίου μυελού.24

Εάν το εγκεφαλικό στέλεχος ήταν νεκρό – όπως αυτό (υποθετικώς) συμβαίνει στους «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς – οι νευρικές οδοί θα είχαν πλήρως διακοπεί. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα ήταν αδύνατο να αναδυθούν τα νωτιαία αντανακλαστικά εντός ολίγων ωρών, όπως συμβαίνει σε μερικούς «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς.27 Τοιουτοτρόπως, θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει ότι σε πολλούς «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς οι κατιούσες νευρικές οδοί δεν έχουν πλήρως διακοπεί και ακολούθως ότι το εγκεφαλικό στέλεχος δεν είναι νεκρό.

Τοιουτοτρόπως, σύμφωνα με το ανωτέρω σκεπτικό, η απόδοση αυτών των σύνθετων κινήσεων σε αμιγώς νωτιαία αντανακλαστικά και αυτοματισμούς ίσως είναι άκυρη, ακυρώνοντας ακολούθως την κλινική διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου».

Ο εγκέφαλος ως κριτικό όργανο. Οι Truog και Robinson13 έχουν επισημάνει ότι  «ο πλέον ακαταμάχητος λόγος για τη θεώρηση των «εγκεφαλικώς νεκρών» ασθενών ως νεκρών βασίζεται στην θεώρηση ότι ο θάνατος είναι η μη αναστρέψιμη απώλεια της λειτουργίας του οργανισμού (θεωρούμενου) ως ενιαίου όλου. Το σχετικό επιχείρημα είναι ότι ο εγκέφαλος είναι ο κεντρικός συντονιστής του σώματος και ότι, όταν ο εγκέφαλος δεν θα μπορεί πλέον να παρέχει την αναγκαία συντονιστική δράση, το σώμα δεν είναι πλέον ικανό να αντιστέκεται στις δυνάμεις της εντροπίας που ευνοούν την αποσύνθεση».

Το πρόβλημα με αυτήν την αιτιολογία είναι ότι, όπως ο Shewmon28 έχει με σαφήνεια καταδείξει, εάν «οι εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς υποστηριχθούν κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης της νόσου των, δεν είναι πλέον βέβαιο ότι θα συμβεί καρδιακή ανακοπή. Σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, ο Shewmon έχει προσεκτικά αποδείξει την ύπαρξη παρατεταμένης σωματικής επιβίωσης για περισσότερο από 14 χρόνια σε έναν ασθενή με αναμφισβήτητη διάγνωση «εγκεφαλικού  θανάτου». Η παθολογο-ανατομική εξέταση αυτής της περίπτωσης έδειξε ότι ο εγκέφαλος ήταν κατεστραμμένος.29 «Αυτά τα ακραία παραδείγματα δείχνουν ότι ακόμη και εάν ένα ορισμένο επίπεδο νευρολογικής λειτουργίας είναι απαραίτητο, για να διατηρεί τη λειτουργία του οργανισμού ως ενιαίου όλου, οι εγκεφαλικώς νεκροί ασθενείς δεν ευρίσκονται αναγκαίως κάτω από το επίπεδο αυτό».13 Τοιουτοτρόπως, οι πρόσφατες μαρτυρίες  δείχνουν ότι η επιβίωση είναι δυνατή στο περιβάλλον των σύγχρονων Μονάδων Εντατικής Θεραπείας – και ακόμη έξω από αυτές – παρά το γεγονός ότι ολόκληρος ο εγκέφαλος φαίνεται κατεστραμμένος, όπως συνέβη με μία σειρά ασθενών η οποία ανεκοινώθη υπό του Shewmon.3,28

Η γέννηση υγιών νεογνών υπό «εγκεφαλικώς νεκρών» εγκύων γυναικών μέχρι 107 ημέρες μετά τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι ένα ισχυρό επιχείρημα για την παρουσία απαρτιωτικής λειτουργίας σε επίπεδο οργανισμού, ενώ απουσιάζει η εγκεφαλική λειτουργία3.

Ο  Shewmon3 έχει επίσης επισημάνει ότι η απαρτιωτική ενότητα του ανθρωπίνου σώματος οφείλεται στην αμοιβαία, δυναμική αλληλεπίδραση των διαφόρων μερών του και όχι και όχι στον κυρίαρχο ρόλο ενός κριτικού οργάνου επί του αθροίσματος των οργάνων και των ιστών. Ακολούθως, θεωρείται ότι ο ανθρώπινος οργανισμός είναι νεκρός μόνον όταν συμβεί μία υπερκριτική, μη αναστρέψιμη βλάβη εξ αιτίας της οποίας το σώμα χάνει την ενδογενή του ικανότητα να ανθίσταται στην εντροπία.3

Το συμπέρασμα από την ανωτέρω ανάλυση είναι ότι αυτή η σωματική επιβίωση είναι δυνατή, για διάφορες χρονικές περιόδους, ακόμη και επί παρουσία ενός ολοσχερώς κατεστραμμένου εγκεφάλου. Επομένως, η καταστροφή του εγκεφάλου δεν μπορεί να εξισωθεί με τον ανθρώπινο θάνατο.

Η (θεωρούμενη) μη αναστρέψιμη απώλεια της συνείδησης. Ένα από τα τρία πρωτεύοντα ευρήματα και κριτήρια για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου», σύμφωνα με την Επιτροπή του Προέδρου των ΗΠΑ και τις οδηγίες της Αμερικανικής Νευρολογικής Ακαδημίας είναι το «κώμα»30 (τα άλλα δύο είναι η απουσία των αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέχους και η άπνοια), το οποίο είναι συνώνυμο προς την (μη αναστρέψιμη) «απουσία της συνείδησης» -περιλαμβανομένων και των δύο συστατικών της, δηλαδή της εγρήγορσης και του περιεχομένου της συνείδησης.

Το περιεχόμενο της συνείδησης περιλαμβάνει τις γνωστικές και συναισθηματικές διανοητικές λειτουργίες και ο,τιδήποτε για το οποίο κάποιος είναι ενήμερος την συγκεκριμένη στιγμή (ενεργός  εσωτερική εγρήγορση), όπως επίσης τις προσωπικές αυτοσυνείδητες εμπειρίες, αναμνήσεις και αποκτηθείσες γνώσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να παραμένουν λανθάνουσες, αλλά ανενεργείς στη μνήμη.
Οι πλείστοι ερευνητές πιστεύουν ότι στους «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς όλες οι εγκεφαλικές λειτουργίες – συμπεριλαμβανομένης της συνείδησης και με τις δύο παραμέτρους της – έχουν απωλεσθεί, διότι όλα τα μέρη του εγκεφάλου είναι κατεστραμμένα. Όμως, καμία από τις δοκιμασίες που απαιτούνται για τη θεμελίωση του «εγκεφαλικού θανάτου» δεν ελέγχει για την καταστροφή των εγκεφαλικών ημισφαιρίων. Όσον αφορά την απώλεια του περιεχομένου της συνείδησης σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς, δεν υπάρχουν κριτήρια για τη διάγνωση της απωλείας του, δεδομένου ότι η συνείδηση είναι, εκ φύσεως, μία υποκειμενική εμπειρία.31

Ένα περισσότερο ακαταμάχητο επιχείρημα εναντίον και αυτής ακόμη της απουσίας των εγκεφαλικών λειτουργιών είναι ότι στη συνάφεια του εμφράκτου/καταστροφής του εγκεφαλικού στελέχους, το οποίο αποτελεί πάντοτε τμήμα του εγκεφαλικού θανάτου, είναι αδύνατο να ελεγχθεί οποιαδήποτε εγκεφαλική λειτουργία με την παρά την κλίνη του ασθενούς εξέταση, διότι αι οδοί διόδου προς και από το φλοιό του εγκεφάλου δια του εγκεφαλικού στελέχους είναι κατεστραμμένες ή μη λειτουργικές.

Από την άλλη πλευρά, τόσον οι παλαιές όσο και οι μοντέρνες επιβεβαιωτικές δοκιμασίες ίσως δεν είναι αρκετά ευαίσθητες για να αποκλείσουν την ύπαρξη ελάχιστης ροής, ικανής όμως να διατηρεί τη βιωσιμότητα ορισμένων τμημάτων του εγκεφάλου σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς. Επομένως, η επιβεβαίωση της διάχυτης καταστροφής του εγκεφάλου είναι δυνατόν να μην είναι κατορθωτή με τη χρησιμοποίηση επιβεβαιωτικών δοκιμασιών.

Περαιτέρω, στη μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των ΗΠΑ που περιελάμβανε 503 περιπτώσεις ασθενών με κώμα και άπνοια (συμπεριλαμβανομένων και 146 νεκροτομικών εξετάσεων για νευρο-παθολογο-ανατομική συσχέτιση) «δεν ήταν δυνατόν να επαληθευθεί ότι η διάγνωση που γίνεται πριν από την καρδιακή ανακοπή -με οποιοδήποτε συνδυασμό κριτηρίων- μπορούσε σταθερώς να συσχετισθεί με ένα διαχύτως κατεστραμμένο εγκέφαλο».32

Σχετικά με την καταστροφή του φλοιού του εγκεφάλου – που είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό τόσον των «εγκεφαλικώς νεκρών» ασθενών όσο και των ασθενών που βρίσκονται σε μόνιμη φυτική κατάσταση – ο Shewmon3 σχολιάζοντας για τους τελευταίους ασθενείς επισημαίνει: «ασθενείς με διάχυτη φλοιϊκή καταστροφή δεν εκδηλώνουν κλινικά σημεία εγρήγορσης που αφορά στον εαυτό τους ή στο περιβάλλον. Αλλά δεν υπάρχει θετική μαρτυρία ότι τέτοιοι ασθενείς δεν είναι εσωτερικά συνειδητοί…η απλή απουσία της μαρτυρίας δεν συνιστά μαρτυρία απουσίας».

Τοιουτοτρόπως, σύμφωνα με το ανωτέρω σκεπτικό, η διάχυτη καταστροφή του εγκεφάλου και – κατά συμπερασμό – η απώλεια του περιεχομένου της συνείδησης σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς ίσως δεν είναι δυνατόν να επαληθευθεί πριν από τη μη αναστρέψιμη καρδιακή ανακοπή.

Αντιφάσεις κριτηρίων-δοκιμασιών

Ένα ακαταμάχητο επιχείρημα εναντίον και αυτής ακόμη της απουσίας των εγκεφαλικών λειτουργιών είναι ότι στη συνάφεια του εμφράκτου/καταστροφής του εγκεφαλικού στελέχους, το οποίο αποτελεί πάντοτε τμήμα του εγκεφαλικού θανάτου, είναι αδύνατο να ελεγχθεί οποιαδήποτε εγκεφαλική λειτουργία με την παρά την κλίνη του ασθενούς εξέταση, διότι αι οδοί διόδου προς και από το φλοιό του εγκεφάλου δια του εγκεφαλικού στελέχους είναι κατεστραμμένες ή μη λειτουργικές.
Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες από τη βιβλιογραφία για την υποστήριξη των ακολούθων σε ορισμένους, τουλάχιστον, «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς:

(α) Η παρουσία ακουστικών ή σωματο-αισθητικών προκλητών δυναμικών. Τοιουτοτρόπως, σε έναν «εγκεφαλικώς νεκρό» ασθενή υπήρχε διατήρηση των κεντρικών ακουστικών οδών για 72 ώρες33, σε ένα βρέφος υπήρχε μόνο καθυστέρηση στην αγωγή δια του εγκεφαλικού στελέχους και άθικτοι οδοί των σωματο-αισθητικών προκλητών δυναμικών του μέσου νεύρου34 και σε επτά  από έντεκα κλινικώς «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς υπήρχαν σωματο-αισθητικά προκλητά δυναμικά βραχείας λανθανούσης περιόδου σε κεντρικές υποφλοιώδεις προσαγωγούς οδούς.35

(β) Η διατήρηση πραγματικής ηλεκτρο-εγκεφαλογραφικής δραστηριότητας σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς, ακόμη και επί απουσίας δυνάμενης να μετρηθεί εγκεφαλικής αιματικής ροής. Σύμφωνα με τη Grigg και συν.36, η ηλεκτρο-εγκεφαλογραφική δραστηριότητα ήταν παρούσα σε 11 από 56 ασθενείς για μέσο χρόνο 36.6 ωρών και για μέγιστο 108 ώρες μετά τη διάγνωση (του «εγκεφαλικού θανάτου»). Εννέα από τους έντεκα ασθενείς είχαν χαμηλού δυναμικού β ή θ ηλεκτρο-εγκεφαλο-γραφική δραστηριότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου παρατήρησης. Σε δύο από τους 11 ασθενείς η ηλεκτρο-εγκεφαλογραφική δραστηριότητα ήταν παρόμοια προς εκείνη του φυσιολογικού ύπνου.

Περαιτέρω, η συνεχιζόμενη ηλεκτρο-εγκεφαλογραφική δραστηριότητα σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς για πολλές ημέρες ακόμη και επί απουσίας δυνάμενης να μετρηθεί εγκεφαλικής αιματικής ροής17 αποδεικνύει ότι υπάρχουν αντιφάσεις στις σχέσεις δοκιμασιών-κριτηρίων.

(γ) Η πρόσληψη λιπόφιλων ραδιοφαρμάκων (π.χ. Tc99m-HMPAO) υπό βιώσιμων εγκεφαλικών κυττάρων. Αυτά τα ραδιοφάρμακα προσλαμβάνονται υπό ζωντανών εγκεφαλικών κυττάρων (είτε από τους νευρώνες είτε από κύτταρα της γλοίας είτε και από τα δύο) στο φλοιό του εγκεφάλου και ή στην παρεγκεφαλίδα ή στα βασικά γάγγλια και στο εγκεφαλικό στέλεχος37.
Πρόσφατα, οι Kurtec και συν.38 εμελέτησαν 23 «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς με σπινθηρογράφημα, με το ραδιοφάρμακο Tc99m-hexamethyl-propylene amine oxime, και βρήκαν (σε ορισμένους ασθενείς) άρδευση τόσο στο φλοιό του εγκεφάλου όσο και στην παρεγκεφαλίδα, (σε άλλους ασθενείς) έλλειψη άρδευσης τόσο στο φλοιό του εγκεφάλου όσο και στην παρεγκεφαλίδα, (σε άλλους) άρδευση στο φλοιό αλλ’ όχι στην παρεγκεφαλίδα και, τέλος, άρδευση στην παρεγκεφαλίδα χωρίς άρδευση στο φλοιό. Τα κλινικά κριτήρια εξέτασης, σύμφωνα με αυτούς τους ερευνητές, προέβλεψαν σωστά τον εγκεφαλικό θάνατο μόνο στο 83% συγκριτικά με το σπινθηρογράφημα με Tc99m-HMPAO.

Τα προαναφερθέντα ευρήματα, ιδιαίτερα η απόδειξη της ύπαρξης άρδευσης στον οπίσθιο εγκεφαλικό βόθρο – (εύρημα) που θα μπορούσε να σημαίνει ότι το εγκεφαλικό στέλεχος είναι ζωντανό – σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς υπογραμμίζουν τις επιπρόσθετες αντιφάσεις (όπως αυτές αποδεικνύονται) από την ύπαρξη των (παρατηρηθέντων) σχεδίων εγκεφαλικής αιματικής ροής για την επιβεβαίωση  του «εγκεφαλικού θανάτου».

(δ) Η ύπαρξη ολοκληρωμένων υποθαλαμικών-ενδοκρινικών λειτουργιών. Μερικοί ερευνητές ισχυρίζονται ότι η υπόφυση υποστηρίζεται (όσον αφορά την άρδευσή της) μέσω της εξωκρανιακής κυκλοφορίας, έτσι η διατήρηση της υποφυσιακής ενδοκρινικής δραστηριότητας δεν είναι ασύμβατη με τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου».39

Όμως, «δεδομένου ότι ο υποθάλαμος υποστηρίζεται με αίμα από τον κύκλο του Willis και οι υποθαλαμικοί πυρήνες παρέχουν τις τροφικές ορμόνες τόσο για τον πρόσθιο όσο και για τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης, η διατήρηση της υποθαλαμικής-υποφυσιακής λειτουργίας σε ορισμένους ασθενείς που θεωρούνται ότι είναι «εγκεφαλικώς νεκροί» δεν μπορεί να εξηγηθεί από την (ύπαρξη) υποθετικής παράπλευρης αιματικής ροής προς την προσθία υπόφυση διά μέσω των κάτω υποφυσιακών αρτηριών, που προέρχονται έξω από τη σκληρή μήνιγγα, από τις έσω καρωτίδες».40 Η παραμονή της ενδοκρινικής λειτουργίας περιλαμβάνει διάφορες ολοκληρωμένες νευρο-ενδοκρινικές λειτουργίες – π.χ. του ισοζυγίου του χλωριούχου νατρίου και του ύδατος, όπως αυτό παρατηρείται σε υψηλό ποσοστό αυτών των ασθενών,11,41 έλεγχο της θερμοκρασίας, αύξηση των επιπέδων της αυξητικής ορμόνης μετά ενδοφλέβια ένεση ινσουλίνης42 στην οποία εμπλέκεται ο υποθάλαμος σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς.

(ε) Η παραμονή μερικών αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέχους και μαρτυρία για απόκριση σε ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Έχει δειχθεί ότι ορισμένοι «εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς διατηρούν το αντανακλαστικό της γνάθου και το ρυγχαίο αντανακλαστικό (snout reflex)43, ενώ άλλοι εμφανίζουν τρομώδεις κινήσεις του προσώπου19 ή θέση των άνω άκρων που προσομοιάζει προς εκείνη του απεγκεφαλισμού44. Όλα αυτά τα αντανακλαστικά «συνεπάγονται την ύπαρξη μερικών ζωντανών νευρώνων στο εγκεφαλικό στέλεχος και επομένως δεν είναι συμβατά με τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου».44 Έχει επίσης παρατηρηθεί σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς «δυνάμενη να αναπαραχθεί διάνοιξη των οφθαλμών, αλλά με ελάχιστη μόνο ανύψωση του βλεφάρου, ώστε μόλις να φαίνεται η αρχή της ίριδας, ως απόκριση στη συστροφή της θηλής (του μαστού). Η οδός αυτού του αντανακλαστικού είναι άγνωστη».16

Επίσης, κατά τη διάρκεια των πρώϊμων σταδίων της αφαίρεσης των οργάνων η δακρύρροια είναι ένα σύνηθες φαινόμενο.45 Σύμφωνα με την ανατομική του Gray, “προγαγγλιακές ίνες πιθανώς προέρχονται από ένα ειδικό δακρυϊκό πυρήνα στην κατώτερη γέφυρα… Αυτές οι ίνες συνάπτονται στο πτερυγο-υπερώϊο γάγγλιο… για να φθάσουν (με έναν από τους κλάδους του) στο δακρυϊκό νεύρο. Τοιουτοτρόπως, αυτές παρέχουν ίνες διεγερτικές της εκκρίσεως στον αδένα.46

Επομένως, η δακρύρροια σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς είναι μία μαρτυρία ότι ο δακρυϊκός πυρήνας στο εγκεφαλικό στέλεχος είναι ζωντανός.

στ) Η διατήρηση σταθερής αιμοδυναμικής κατάστασης για λίγες ημέρες σε υψηλό ποσοστό των («εγκεφαλικώς νεκρών») ασθενών (30-78%),47 ανάλογα με το χρόνο της εξέτασης από τη διάγνωση. Μολονότι υποστηρίχθηκε ότι η σταθερή αιμοδυναμική κατάσταση – χωρίς φαρμακευτική υποστήριξη – είναι συμβατή με τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου»,15 (εύλογα) διερωτάται κάθε ένας πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί σταθερή αιμοδυναμική κατάσταση, όταν το εγκεφαλικό στέλεχος είναι νεκρό.

(ζ) Είναι αξιοσημείωτο ότι σε δύο από τους 25 «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς που μελετήθηκαν από τους  Mohanda και Chou7 – οι οποίοι πρώτοι εισηγήθηκαν ότι η μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφαλικού στελέχους ήταν «το σημείο της μη επιστροφής» και ότι η διάγνωση θα μπορούσε να βασισθεί στην κλινική κρίση – δεν υπήρχαν παθολογο-ανατομικές μεταβολές στο εγκεφαλικό στέλεχος.

(η) Η ανεπάρκεια των κλινικών δοκιμασιών να διαγνώσουν επακριβώς τη νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους αποδεικνύεται περαιτέρω από τις περιπτώσεις «εγκεφαλικώς νεκρών» βρεφών –διαγνωσθέντων σύμφωνα με τα ισχύοντα κλινικά κριτήρια- τα οποία επεβίωσαν για εβδομάδες ή μήνες με υπολειπόμενη λειτουργία του εγκεφάλου και του εγκεφαλικού στελέχους.34,48
Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω επιχειρήματα, η υπόθεση ότι όλες οι λειτουργίες ολοκλήρου του εγκεφάλου (ή εκείνων του εγκεφαλικού στελέχους) σε «εγκεφαλικώς νεκρούς» ασθενείς – διαγνωσθέντων σύμφωνα με όλα τα ισχύοντα κριτήρια – έχουν σταματήσει, είναι άκυρη. Τοιουτοτρόπως, θα συμφωνούσαμε με την εισήγηση49 ότι η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» θα μπορούσε να υποκατασταθεί από τον πλέον ακριβή παλαιό όρο του «μη αναστρέψιμου απνοϊκού κώματος».

Ο ρόλος των επιβεβαιωτικών δοκιμασιών στη διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου

Οι επιβεβαιωτικές δοκιμασίες είναι χρήσιμες στην εκτίμηση της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου (ηλεκτρο-εγκεφαλογραφία και προκλητά δυναμικά) όπως επίσης και στην εκτίμηση της αιματικής ροής (αγγειογραφία – κλασσική και ψηφιακή – ραδιονουκλιδικές μελέτες με λιπόφιλα ραδιοφάρμακα και διακρανιακό υπερηχογράφημα Doppler).

Ο ρόλος των επιβεβαιωτικών δοκιμασιών στη διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου έχει πρόσφατα ανασκοπηθεί υπό των Plum17 και Widjicks.16 Οι πλείστοι ερευνητές θεωρούν ότι η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου είναι κλινική και ότι οι επιβεβαιωτικές δοκιμασίες είναι χρήσιμες μόνον όταν είναι αδύνατο να εκτελεσθούν οι σχετικές κλινικές δοκιμασίες, όταν κάποιος παραπλανητικός παράγων παρέμβει στην κλινική εξέταση ή σε παιδιά ηλικίας μικρότερης του ενός έτους.

Μολονότι η πρακτική εφαρμογή είναι ακόμη περιορισμένη, η «επίπεδη» ή ραδιονουκλιδική τομογραφική (SPECT) μελέτη του εγκεφάλου με το λιπόφιλο ραδιοφάρμακο TC99M-HMPAO, το οποίο διέρχεται τον άθικτο αιματο-εγκεφαλικό φραγμό, είναι ίσως η δοκιμασία με την υψηλότερη θετική προγνωστική αξία (η πιθανότητα να υπάρχει νόσος δεδομένου θετικού αποτελέσματος με κάποια δοκιμασία) στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» και έχει διάφορα πλεονεκτήματα.37,38

Σε μία πρόσφατη μελέτη επί 20 «εγκεφαλικώς νεκρών» ασθενών, εκτελέσθηκε η κλασσική τετρα-αγγειογραφία την ίδια ημέρα με SPECT μελέτη του εγκεφάλου με Tc99m-HMPAO. Αυτή η μελέτη έδειξε την αξιοπιστία και την πλήρη συμφωνία μεταξύ της κλασσικής αγγειογραφίας και της ραδιονουκλιδικής μελέτης στην ανάδειξη της απουσίας της άρδευσης του εγκεφάλου σε 19 από τους 20 ασθενείς.50

Η αγγειογραφία, η οποία παραδοσιακώς θεωρείται ως η πλέον ακριβής δοκιμασία στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου»,17 έχει διάφορα μειονεκτήματα6 και διάφορες μελέτες εμμέσως εισηγούνται ότι η θετική προγνωστική αξία στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» δεν είναι 100%.11,36 Η εξειδίκευση της ηλεκτρο-εγκεφαλογραφίας στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι της τάξης του 90%.16,17 Το διακρανιακό υπερηχογράφημα Doppler έχει επίσης διάφορα μειονεκτήματα.16,17 Η ολιγότερο ειδική μέθοδος στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι τα προκλητά δυναμικά.16

Όμως, όταν ευρεθεί δραστηριότητα του εγκεφαλικού στελέχους με τα ακουστικά και σωματο-αισθητικά προκλητά δυναμικά, η διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» πρέπει να αποκλεισθεί
Επομένως, συμπεραίνεται ότι ουδεμία νευροφυσιολογική δοκιμασία απ’ όσες είναι διαθέσιμες σήμερα έχει 100% «θετική προγνωστική αξία» (η πιθανότητα να υπάρχει νόσος δεδομένου του θετικού αποτελέσματος της δοκιμασίας) στη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου», η οποία είναι απαραίτητη για την αναγγελία του θανάτου του ανθρώπου.

Οι Truog και Robinson13 έχουν πρόσφατα ορθώς παρατηρήσει ότι επί απουσίας μιας παγκόσμιας συμφωνίας για τον ορισμό του θανάτου του ανθρώπου, η όλη βιβλιογραφία για τις επιβεβαιωτικές δοκιμασίες του θανάτου του ανθρώπου είναι ασυνάρτητη. Όμως, κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι υπάρχει μόνο μία αιτία – γι’ αυτούς που αποδέχονται τον ισχύοντα ορισμό του εγκεφαλικού θανάτου- για τη χρήση των επιβεβαιωτικών δοκιμασιών σε ασθενείς που βρίσκονται σε βαθύ κώμα: την πρόληψη, δηλαδή, της εσφαλμένης διάγνωσης, όταν διατηρούνται λειτουργίες τις οποίες δεν υποψιάζεται κάποιος κλινικώς ή όταν υπάρχει δομική ακεραιότητα.

Συμπεράσματα

(α) Μόνη η επιστημονική γνώση είναι ανεπαρκής για τον προσδιορισμό των απαραίτητων κριτηρίων για τη διάγνωση του θανάτου του ανθρώπου, δεδομένου ότι ο ορισμός του θανάτου, στην πρωταρχική του θεώρηση, είναι θέμα φιλοσοφικό, θρησκευτικό, νομικό και θέμα πολιτικής.

(β) Οι αντιφάσεις ορισμού-κριτηρίων και κριτηρίων-δοκιμασιών σε πολλούς ασθενείς, οι οποίοι πληρούν τα ισχύοντα κλινικά κριτήρια για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» ακυρώνουν αυτή τη διάγνωση. Ιδιαίτερα (ακυρώνει τη διάγνωση) η νέα θεώρηση που παρουσιάζεται στο άρθρο αυτό, η οποία περιλαμβάνει την ερμηνεία των ούτως αποκαλούμενων νωτιαίων αντανακλαστικών και αυτοματισμών. Υποστηρίζεται ότι αυτές οι κινήσεις είναι δυνατόν να προέρχονται από το εγκεφαλικό στέλεχος, ακυρώνοντας τοιουτοτρόπως την κλινική διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου» σε ένα σημαντικό αριθμό «εγκεφαλικώς νεκρών» ασθενών.

(γ) Ένα ακαταμάχητο επιχείρημα εναντίον και αυτής ακόμη της έννοιας της «απουσίας των εγκεφαλικών λειτουργιών» είναι ότι στη συνάφεια του εμφράκτου/καταστροφής του εγκεφαλικού στελέχους – (εύρημα) που αποτελεί πάντοτε τμήμα του «εγκεφαλικού θανάτου» – είναι αδύνατο να ελεγχθεί οποιαδήποτε λειτουργία του φλοιού με την παρά την κλίνη εξέταση του ασθενούς, διότι αι οδοί διόδου προς και από τον εγκεφαλικό φλοιό μέσω του εγκεφαλικού στελέχους είναι κατεστραμμένες ή μη λειτουργικές.

(δ) Ουδεμία από τις διάφορες «επιβεβαιωτικές δοκιμασίες» έχει την απαραίτητη θετική προγνωστική αξία (100%) για την αναγγελία του θανάτου του ανθρώπου. Όμως, η SPECT μελέτη του εγκεφάλου με το ραδιοφάρμακο Tc99m-HMPAO θα μπορούσε να αποδειχθεί η πλέον ακριβής και ειδική δοκιμασία για τη διάγνωση του «εγκεφαλικού θανάτου». Οι επιβεβαιωτικές δοκιμασίες, επί του παρόντος, δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιώσουν την καταστροφή κάθε τμήματος του εγκεφάλου ή την μη αναστρέψιμη απουσία κάθε εγκεφαλικής λειτουργίας, αλλά μόνον να προλάβουν την εσφαλμένη διάγνωση όταν ανακαλύπτεται η ύπαρξη κλινικών λειτουργιών ή δομικής ακεραιότητας τις οποίες δεν υποψιάζονταν κάποιος.

Επίλογος

Λαμβάνοντας  υπ’ όψιν όλα τα ανωτέρω, διερωτώμεθα κατά πόσον είναι (ο κατάλληλος) χρόνος να εγκαταλείψουμε την έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» και να επιστρέψουμε στο παραδοσιακό καρδιο-αναπνευστικό κριτήριο για τη διάγνωση του θανάτου του ανθρώπου (μη αναστρέψιμη διακοπή της καρδιακής και αναπνευστικής λειτουργίας).

Μολονότι εισηγούμεθα ότι ούτε ο «εγκεφαλικός θάνατος» ούτε το «μη αναστρέψιμο κώμα» συνιστούν το θάνατο καθ’ εαυτόν, θα συμφωνούσαμε με την εισήγηση ότι η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» θα μπορούσε να αντικατασταθεί με τον περισσότερο ακριβή, παλαιό όρο, «μη αναστρέψιμο απνοϊκό κώμα». Τα αναμενόμενα οφέλη από την αλλαγή της ορολογίας και των ισχυόντων κριτηρίων του «εγκεφαλικού θανάτου» θα ήταν η αποφυγή της εσφαλμένης πληροφόρησης και της σύγχυσης του κοινού σχετικά με την έννοια του θανάτου του ανθρώπου καθώς επίσης και η αποφυγή χρησιμοποίησης ωφελιμιστικών κριτηρίων για τον ορισμό του.

Το κύριο ερώτημα που εξετάσθηκε σ’ αυτό το άρθρο ήταν κατά πόσον η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι ακόμη έγκυρη. Σύμφωνα με τα επιχειρήματα που παρουσιάσθηκαν, η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» ως συνώνυμος όρος με τον ανθρώπινο θάνατο (διαγνωσθέντος με βάση το κριτήριο της μη αναστρέψιμης παύσης της πνευμονικής και καρδιακής λειτουργίας) είναι άκυρη.

Θεωρούμε ότι το ενδιαφέρον για το πρόγραμμα μεταμόσχευσης οργάνων θα εξυπηρετείτο καλύτερα με «διαφανείς διαδικασίες και τιμιότητα». Η λήψη ζωτικών οργάνων για μεταμόσχευση από ασθενείς πάσχοντες από «μη αναστρέψιμο απνοϊκό κώμα» (κατάσταση που είναι ταυτόσημη με τον «εγκεφαλικό θάνατο») – οι οποίοι ήδη είχαν δώσει την (κατόπιν της κατάλληλης ενημέρωσης) συγκατάθεσή των γι’ αυτό το σκοπό σε ανύποπτο χρόνο- θα ήταν κοινωνικώς και ηθικώς αποδεκτή σε κοινωνίες οι οποίες θεωρούν ότι η αυτονομία του προσώπου δικαιολογεί μια τέτοια δωρεά.

Οπωσδήποτε, άλλοι θεωρούν –με φιλοσοφική θεώρηση- ότι δεν τους επιτρέπεται να αφαιρούν τη ζωή τους για οποιοδήποτε λόγο. Όμως, θα συμφωνούσαν με τη δωρεά ενός από τα δίδυμα ζωτικά όργανα ή τμήμα από ένα μονήρες όργανο από υγιείς δωρητές ή οποιοδήποτε όργανο από δωρητές οι οποίοι ήδη είναι μη αναστρέψιμα νεκροί (σύμφωνα με το καρδιο-αναπνευστικό κριτήριο του θανάτου) και έχουν δώσει την (κατόπιν κατάλληλης πληροφόρησης) συγκατάθεσή των σε ενωρίτερο χρόνο.

Ευχαριστίες

Ευχαριστώ εκ βαθέων τους Καθηγητές Robert Truog (Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Harvard, ηλεκτρονική Δ/νση: Robert.Truog@childrens.harvard.eduΑυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε. ) και D Alan Shewmon (UCLA Ιατρική Σχολή, ηλεκτρονική Δ/νση: ashewmon@mednet.ucla.eduΑυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε. ) για την ενθάρρυνσή των και για την ευγενική βοήθειά των στην ετοιμασία αυτού του χειρογράφου.

Δεν χρησιμοποιήθηκαν πιστώσεις για την υποστήριξη της εργασίας αυτής. Δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων για την εργασία αυτή.

Αναφορές

1. A definition of irreversible coma.  Report of the ad hoc committee of the Harvard Medical School to examine the definition of brain death. Journal American Medical Association 1968; 205:337-340.

2. Diringer MN, Wijdicks EFM. Brain Death in historical perspective. In: Wijdicks EFM, (ed). Brain Death. Lippincott Williams & Wilkins: Philadelphia 2001: pp 5-27.

3. Shewmon DA. Recovery from “brain death”. A neurologist’s apologia. Linacre Quarterly, February, 1997; 31-96.

4. Machado C, Korein J, Ferrer Y, Portela L  et al. The concept of brain death did not evolve to benefit organ transplants. J Med Ethics 2007:33;197-200.

5. Truog RD. Is it time to abandon brain death? Hastings Center Report (United States) 1997; 27:29-37.

6. Walker AE, Molinari GF. Criteria of cerebral death. A critique. In: The NINCDS Collaborative study of brain death. NINCDS Monography No 24, NIH Publication No 81-2286. Bethesda, Maryland: Dec 1980; pp 181-199.

7. Mohandas A, Chou SN. Brain Death. A clinical and pathological study. Journal Neurosurgery 1971; 35:211-218.

8. Pallis C. From brain death to the brain stem death. British Medical Journal 1982 ; 285:1487-1490.

9. Bernat JL. How much of the brain must die in brain death? Journal Clinical Ethics 1992; 3:21-26.

10. Bernat JL. Philosophical and ethical aspects of brain death. In: Wijdicks EFM, (ed). Brain Death. Lippincott Williams & Wilkins: Philadelphia 2001: pp 171-187.

11. Truog RD, Fackler JC. Rethinking brain death. Critical Care Medicine 1992; 20:1705-1713.

12. Wace J, Kai M. Anaesthesia for organ donation in the brainstem dead. Anaesthesia 2000; 55:590.

13. Truog RD, Robinson WM. Role of brain death and the dead-donor rule in the ethics of organ transplantation  Critical Care Medicine 2003; 31(9): 2391-2396.

14. Adams RD. Foreword.: xi. In: Wijdicks EFM, (ed). Brain Death. Lippincott Williams & Wilkins: Philadelphia 2001: p xi.

15. Wijdicks EFM. Determining brain death in adults. Neurology  1995; 45:1003-1011.

16. Wijdicks EFM. Clinical diagnosis and confirmatory testing of brain death in adults. In: Wijdicks EFM, (ed). Brain Death. Lippincott Williams & Wilkins: Philadelphia 2001: pp 61-90.

17. Plum F. Clinical standards and technological confirmatory tests in diagnosing brain death. In: Youngner SJ, Arnold RM, Schapiro R (eds). The definition of death. Contemporary controversies. The John Hopkins University: Baltimore and London 1999: pp 34-65.

18. Heytens L, Verlooy J, Gheunes J, Bossaert L. Lazarus sign and extensor posturing in brain dead patient. Journal  Neurosurgery 1989; 71:449-451.

19. Awada A. [Uncommon reflex automatisms after brain death]. [Article in French]. Rev Neurol (Paris), 1995 Oct;151(10):586-8. Abstract

20. Mandel S, Arena A, Scasta D. Spinal automatism in cerebral death. Letter to the Editor. New England Journal Medicine 1982; 307:501.

21. Ropper AH. Unusual spontaneous movements in brain dead patients. Neurology (Cleveland) 1984; 34:1089-1092.

22. Bueri JA, Saposnik G, Maurino G et al. Lazarus’ sign in brain death. Movement disorders 2000; 15(3):583-585.

23. Guyton and Hall. Textbook of Medical Physiology. 9th edn. W.B. Saunders Co: Philadelphia 1996: p 712.

24. Diamantopoulos E, Olsen PZ. Excitability of motor neurones in spinal shock in man. Journal Neurology Neurosurgery Psychiatry 1967; 30:427-431.

25. Guyton and Hall. Textbook of Medical Physiology. 9th edn. W.B. Saunders Co: Philadelphia 1996: p 696.

26. Shewmon DA. Spinal shock and “brain death”. Somatic pathophysiological equivalence and implications for the integrative unitive rationale. Spinal Cord 1999; 37:313-324.

27. Crenna P, Conci F, Boselli F. Changes in spinal reflex excitability in brain-dead humans. Electroencephalography Clinical Neurophysiology 1989; 73:206-214.

28. Shewmon DA. Chronic “brain death”. Neurology 1998; 51:1538-1545.

29. Repertinger S, Fitzgibbons WP, Omojola MF, Brumback RA. Long survival following bacterial meningitis-associated brain destruction. J Child Neurol 2006;21:591-595.

30. Plum F, Posner JB. The diagnosis of stupor and coma. 3rd edn. F.A.Davis Co: Philadelphia 1987: p 3.

31. Giacino JT. Disorders of consciousness: Differential diagnosis and neuropathologic features. Seminars Neurology 1997; 17(2):105-111.

32. Molinari GF. The NINCDS Collaborative Study of Brain Death.NINCDS Monograph No 24 (NIH Publication No 81-2286, Bethesda, Dec. 1980, pp1-32.

33. Barelli A, Della Corte F, Calamidi R et al.  Do brainstem auditory evoked potentials detect the actual cessation of cerebral functions in brain dead patients ? Critical Care Medicine 1990; 18:322-323.

34. Kohrman MH, Spivack BS.   Brain death in infants. Sensitivity and specificity of current criteria. Pediatric Neurology 1990; 6:47-50.

35. Anzisca BJ, Cracco RQ. Short latency somatosensory evoked potentials in brain dead patients. Archives Neurology 1980; 37:222-225.

36. Grigg MM, Kelly MA,  Celesia GG et al. Electroencephalographic activity after brain death. Archives Neurology 1987; 44:948-954.

37. Facco E, Zuchetta P, Munari M, Baratto F, Behr AU, Gregianin M et al. Tc99m HMPAO SPECT in the diagnosis of brain death. Intensive Care Medicine 1998; 24:911-917.

38. Kurtec RW, Lai KK, Tauxe NW et al. Tc99m Hexamethylpropylene Amine Oxime Scintigraphy in the diagnosis of brain death and its implications for the harvesting of organs used for transplantation. Clinical Nuclear Medicine 2000; 25:7-10.

39. Wijdicks EFM, Atkinson LD. In: Wijdicks EFM (ed). Pathophysiologic responses to brain death: Brain Death. Lippincott Williams & Wilkins: Philadelphia 2001: pp 29-43.

40. Coimbra CG. Implications of ishemic penumbra for the diagnosis of brain death. Brazilian Journal Medical Biological Research 1999; 32(12):1479-1487.

41. Fackler JC, Troncoso JC, Gioia FR. Age specific characteristics of brain death in children. American Journal Disease Children 1988; 142:999-1003.

42. Schrader H, Krogness K, Aakvaag A et al. Changes in pituitary hormones in brain death. Acta Neurochirurgica 1980; 52:239-248.

43. Allen N, Burkholder JD, Molinari GF, Comiscioni G. Clinical criteria of brain death. In: The NINCDS Collaborative study of brain death. NINCDS, Monography No 24, NIH Publication No 81-2286; Bethesda, Maryland: Dec 1980:  pp 77-147.

44. Marti-Fabregas J, Lopez-Navidad A, Caballero F, Otermin P. Decerebrate-like posturing with mechanical ventilation in brain death. Neurology 2000; 54:224-227.

45. Fitzgerald RD, Dechtyar I, Temple E et al. Cardiovascular and catecholamine response to surgery in brain dead patients. Anaesthesia 1995; 50:388-392.

46. Williams RL, Banner LH, Berry MM, Collins P, Dyson M, Dussek JE, Ferguson MWJ (eds). Gray’s Anatomy. 38th edn. Churchill Livingstone: New York, Edinburgh, London 1995: pp 1233-1236.

47. Widjicks EFM, Rotcester MN, Bernat JL, Lebanon NH. Letter to the Editor. Neurology 1999; 53:1369-1370.

48. Okamoto K, Sugimoto T. Return to spontaneous respiration in an infant who fulfilled criteria to determine brain death. Pediatrics 1995; 96: 518-520.

49. Zamperetti N, Bellomo R, Alberto Defanti C, Latronico N. Irreversible apnoeic coma 35 years later. Towards a more rigorous definition of brain death? Intensive Care Medicine 2004; 30(9): 1715-1722.

50. Munari M, Zucchetta P, Crollo C et al. Confirmatory tests in the diagnosis of brain death: Comparison between SPECT and contrast angiography. Critical Care Medicine 2005; 33(9):2068-2073.

http://www.im-glyfadas.gr/01/05/01050010.asp

πηγή: http://www.tideon.org/index.php?option=com_content&view=article&id=689:l-r-&catid=75:2008-11-30-20-34-47&Itemid=365

Ένας νέος εγκεφαλικά νεκρός ανέζησε

Συντάχθηκε απο τον/την Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής ΈρευναςΘαύματα και Ιατρικά θέματα
Κυριακή, 18 Οκτώβριος 2009 12:12
Τη Λαμπροτρίτη 17-4-2001 τιμήθηκε με την επιβεβλημένη λαμπρότητα στηνΙερά Μονή Αγίου Ραφαήλ Γρίβας η μνήμη των νεοφανών αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης. Στη γιορτή προσήλθαν ο μαθητής Λυκείου Απόστολος Ιω. Γκαζέπης από την Τερπνή Νιγρίτας Ν. Σερρών με τη μητέρα του Ευσταθία και άλλους συγχωριανούς, και διηγήθηκε ενώπιον του Μητροπολίτου, των στρατιωτικών Αρχών, του Καθηγουμένου της Μονής και προσκυνητών το συγκλονιστικό προσωπικό θαύμα διασώσεως από δυστύχημα. Ιατρικώς ήταν αδύνατη και η παραμικρή περίπτωση ανανήψεως λόγω του εγκεφαλικού θανάτου που επήλθε μετά από βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Συγγενείς άλλων ασθενών έκαναν προσπάθεια να πείσουν τους γονείς για τη δωρεά οργάνων του! Όμως, η βαθειά πίστη της μητέρας που παρακαλούσε νυχθημερόν επί οκταήμερο τους νεοφανείς Αγίους έξω από την Εντατική συνέβαλε στην ανάνηψη και αποθεραπεία του υιού της, ο οποίος αξιώθηκε να δει και τους Αγίους. Τη συγκλονιστική διήγηση μαγνητοφώνησε ο διευθυντής του “Ράδιο­Επιλογές” Πολυκάστρου και τη μετέδωσε από τον τοπικό ραδιοσταθμό.

Στην ενυπόγραφη καταγραφή του φοβερού συμβάντος η κ. Ευσταθία Γκαζέπη, μητέρα του Αποστόλου, διηγείται τις τραγικές μέρες ως την ανάνηψη του γιου της. Ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής και της Αγίας Ειρήνης (5-5-2000) ο 17χρονος Απόστολος συγκρούσθηκε με το μηχανάκι του με ένα αυτοκίνητο. Από το Ε. Σ. Υ. Νιγρίτας τον διεκόμισαν επειγόντως στο Νοσοκομείο Σερρών. Αλλόφρων η μητέρα έσπευσε στο Νοσοκομείο και τον βρίσκει πάνω στο φορείο καθώς τον μετέφεραν για τον αξονικό τομογράφο. Δεν επέτρεψαν στη μητέρα να παρευρίσκεται, μόνο στον κουνιάδο της, στον οποίο μάλιστα είπαν ότι όλα ήταν κατεστραμμένα σαν να είχε πέσει βόμβα στον εγκέφαλό του (!), ήταν εγκεφαλικά νεκρός. Στον πατέρα του παιδιού τόνισαν ότι, αν κατόρθωναν να σταθεροποιήσουν την πίεση του εγκεφάλου χωρίς επιπλοκή, υπήρχε μια ελπίδα ανάνηψης.  Τον είχαν διασωληνωμένο, σε καταστολή. Τα πρώτα τρία εικοσιτετράωρα πολύ κρίσιμα.

Η μητέρα ξημερώθηκε προσευχόμενη στο Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους. Το πρωί ζήτησε και της έφεραν στο Νοσοκομείο βιβλία θαυμάτων του αγίου Ραφαήλ κι άρχισε να διαβάζει και να παρακαλεί συνέχεια μέρα νύχτα εκ περιτροπής μαζί με όσες συγγενείς και γειτόνισσες συμπαραστέκονταν. Στα ελάχιστα λεπτά που εισερχόταν στην Μ. Ε. Θ. σταύρωνε το γιό της με λαδάκια από προσκυνήματα διαφόρων Αγίων.

Τον ασθενή παρακολουθούσε ο νευροχειρουργός κ. Βόγας, τον οποίο μετακαλούσε η οικογένεια, καθώς το Νοσοκομείο δεν είχε δικό του νευροχειρουργό. Στο τρίτο εικοσιτετράωρο, η εγκεφαλική πίεση ανέβηκε, ο εγκέφαλος αιμορραγούσε, το παιδί χανόταν. Στην απελπισία τους θέλησαν να φέρουν κι άλλο γιατρό, παρ’ ότι ο νευροχειρουργός τους διαβεβαίωσε ότι δεν ήταν ζήτημα ιατρικής φροντίδος, αλλά επιδείνωσης της καταστάσεως. Κάλεσαν τον κ. Νικόλαο Μπασκίνη από την Θεσσαλονίκη. Και ο νέος γιατρός επιβεβαίωσε την κρίσιμη κατάσταση με τα αιματώματα, ιδίως στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, με αμφίβολη την ανάνηψη. Υπήρχε μια μηδαμινή ελπίδα να κάνουν χειρουργική επέμβαση. Οι γονείς συγκατατέθηκαν. Διαπιστώθηκαν περισσότερα τραύματα από όσα έδειχνε η τομογραφία, ο εγκέφαλος ήταν πρησμένος, άφησαν ανοιχτό το κρανίο και περίμεναν την εξέλιξη. Το παιδί συνέχισε να βρίσκεται σε κώμα, με μηδανική πρόβλεψη σωτηρίας για τόσο σοβαρή κατάσταση. Όταν έφυγαν οι  νευροχειρουργοί, οι άλλοι γιατροί τους κάλεσαν να τους πουν ότι το παιδί ήταν εγκεφαλικά νεκρό.

Παρασκευή βράδυ, 7 μέρες από το δυστύχημα, τα τέστ εγκεφαλικού θανάτου ήταν θετικά. Η εφημερεύουσα γιατρός τους είπε να πάρουν κουράγιο, τουλάχιστον είχαν άλλο ένα παιδί, δυστυχώς ο Απόστολος έσβηνε, μόνο η καρδιά του κτυπούσε! Η μάνα του παιδιού με αβάσταχτο πόνο παρακαλούσε τον Κύριο να αναστήσει το παιδί της, όπως ανέστησε το Λάζαρο. Ένιωσε μέσα της μια φωνή, μια πληροφορία εσωτερική, να μην  απελπίζεται, όσο ανάπνεε ο Απόστολος. Όλο αυτό το διάστημα μέρα νύχτα οι γονείς, οι συγγενείς, οι συμμαθητές, οι γνωστοί προσεύχονταν για τον Απόστολο. Επικοινώνησαν με το Μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ στην Μυτιλήνη και με το Μοναστήρι μας στη Γρίβα και παρακάλεσαν να μνημονεύεται το όνομα του παιδιού. Την Τρίτη, που είχε μεσολαβήσει, η μητέρα πήγε στο Ναό της Παναγίτσας στις Σέρρες, όπου ψάλλεται παράκληση στους νεοφανείς Αγίους. Ο Ιερεύς της έδωσε βιβλίο με θαύματα της αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας, διάβασε για την ανάνηψη ενός βαρύτερα τραυματισμένου και πήρε κουράγιο.

Το Σάββατο (13-5-2000), καθώς περίμενε για την ενημέρωση, ένιωσε νέα εσωτερική πληροφορία να κάνει κουράγιο, και το παιδί της θα γιατρευόταν. Πράγματι, από κείνη τη μέρα άρχισαν κάποια σχετικώς ευνοϊκά σημεία: 7 τεστ εγκεφαλικού θανάτου θετικά, 2 αρνητικά! Το μεσημέρι βελτιώθηκε περισσότερο η κατάσταση, τα μισά τεστ θετικά τα μισά αρνητικά! Σημαδιακά ενύπνια στενών συγγενικών προσώπων αναπτέρωναν τις ελπίδες τους για ουσιαστική βοήθεια της Παναγίας και των νεοφανών Αγίων. Η αδελφή της είδε τους τρεις Αγίους να της παραστέκονται στο διάδρομο έξω από την Εντατική και να της κάνουν ένεση με μια σύριγγα στη σπονδυλική στήλη, λέγοντας: Πήγαμε μέσα στον Απόστολο, τώρα αυτή χρειάζεται δύναμη. Και ο μικρός της γιος ο Ηλίας είδε τον αδελφό του να του λέει: Πάμε να ανάψουμε τα καντηλάκια στο Εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής. Πράγματι το είπε στη γιαγιά του, πήραν λάδι και πήγαν και τα άναψαν παρακαλώντας για τη ζωή του Απόστολου. Ο εγκεφαλικά νεκρός, ανέλπιστα για τα ιατρικά δεδομένα, άρχισε να συνέρχεται! Τα τεστ εγκεφαλικού θανάτου ήταν αρνητικά πλέον. Ξημερώματα εκείνης της μέρας μια άλλη θεία του είδε στον ύπνο της πως της τηλεφωνούσε μια άγνωστη γυναίκα για να της πει ότι ο Απόστολος ξύπνησε. Ποια είσαι εσύ; τη ρώτησε. “Είμαι η αγία Γλυκερία” αποκρίθηκε. Η Αγία γιορτάζει στις 13 Μαΐου!

Στο ενημερωτικό ιατρικό σημείωμα ο νευροχειρουργός κ. Ευάγγελος Βόγας αναφέρει τα εξής:

«… Από το ιστορικό που πήρα από τους εφημερεύοντες συναδέλφους, ο ασθενής κατά την άφιξή του στα Εξωτερικά Ιατρεία βρισκόταν σε συγχυτικοδιεγερτική κατάσταση, αλλά είχε επαφή με το περιβάλλον, χωρίς να παρουσιάζει εστιακή νευρολογική σημειολογία. Κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στον αξονικό τομογράφο, χρειάσθηκε να διασωληνωθεί, γιατί περιέπεσε σε κωματώδη κατάσταση. Στην αξονική τομογραφία εγκεφάλου, βρέθηκαν τα εξής: κάταγμα ινιακού οστού αριστερά με υποκείμενη θλάση στο αριστερό ημισφαίριο της παρεγκεφαλίδας, εκτεταμένες αιμορραγικές θλάσεις στον δεξιό μετωπιαίο λοβό και σύστοιχο λεπτό υποσκληρίδιο αιμάτωμα, παρεκτόπιση της μέσης γραμμής προς τα αριστερά και οι δεξαμενές της βάσης του εγκεφάλου ήταν κλειστές.

» Αποφασίζεται να αντιμετωπισθεί συντηρητικά και μεταφέρεται στην Μ. Ε. Θ.

Τοποθετείται καθετήρας μέτρησης ενδοκράνιας πίεσης, και από την τρύπα που διανοίγεται στην σκληρά μήνιγγα για να τοποθετηθεί ο καθετήρας ενδοπαρεγχυματικά, εξέρχεται ποσότητα του υποσκληριδίου αιματώματος. Η πρώτη μέτρηση ενδοκράνιας πίεσης είναι 42 mm Hg. Χορηγούνται υψηλές δόσεις πεντοθάλης για πρόκληση βαρβιτουρικού κώματος και η ΕΠ κρατιέται σε φυσιολογικά επίπεδα με ταυτόχρονη χορήγηση μαννιτόλης. Στις 7. 5. 2000 παρουσιάζει πολυουρία (24 lit/24ωρο βλάβη υποθαλάμου;), αλλά η ΕΠ ελέγχεται και οι κόρες είναι ισομεγέθεις και αντιδρώσες στο φως. » Τις απογευματινές ώρες της 8. 5. 2000, παρουσιάζει αύξηση της ΕΠ, η οποία πολύ δύσκολα ελέγχεται και η δεξιά κόρη δεν αντιδρά στα φωτεινά ερεθίσματα. Γίνεται επειγόντως νέα αξονική τομογραφία, στην οποία υπάρχουν τα εξής ευρήματα: πολλαπλές αιμορραγικές θλάσεις στο δεξιό μετωπιαίο λοβό και σύστοιχο υποσκληρίδιο αιμάτωμα, αιμορραγικές θλάσεις στον πόλο του δεξιού κροταφικού λοβού και σύστοιχο υποσκληρίδιο αιμάτωμα, παρεκτόπιση της μέσης γραμμής προς τα αριστερά και οι δεξαμενές της βάσης του εγκεφάλου κλειστές.

» Στις 9. 5. 2000 η δεξιά κόρη ανοίγει (μυδρίαση δεξιά) και η ΕΠ ανέρχεται στα 35 mm Hg. Μεταφέρεται στο χειρουργείο, όπου γίνεται κρανιοτομία και μερική αφαίρεση του τεθλασμένου δεξιού μετωπιαίου λοβού. Στο τέλος της επέμβασης ο εγκέφαλος σφύζει, η σκληρά μήνιγγα αφήνεται ανοιχτή, ενώ οι κόρες είναι σε μυδρίαση χωρίς αντίδραση στα φωτεινά ερεθίσματα… » Στις 12. 5. 2000 γίνονται οι δοκιμασίες εγκεφαλικού θανάτου και είναι όλες θετικές. Στις 13. 5. 2000 η μυδρίαση των κορών υποχωρεί και παρουσιάζουν αντίδραση στο φως. Σταδιακά μέχρι 16. 5. 2000 ο ασθενής παρουσιάζει δικές του αναπνοές, αντιδρά στις βρογχοαναρροφήσεις, παρουσιάζει μασητικές κινήσεις και προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια του. 18. 5. 2000: έχει επαφή με το περιβάλλον, εκτελεί εντολές, κινεί και τα τέσσερα άκρα».

* * *

Όταν συνήλθε τελείως, παρουσίαζε μόνο ένα πρόβλημα στο αριστερό χέρι, λόγω του πολλαπλού τραυματισμού και των επεμβάσεων κατά τη διάρκεια θεραπείας στη Μ. Ε. Θ. Δεν μπορούσε να ανοίξει τα δάκτυλά του και είχε υπαισθησία. Επισκέφθηκαν αρκετούς γιατρούς. Ο νευρολόγος κ. Ηλίας Τσορλίνης (Εργαστήριο Κλινικής Νευροφυσιολογίας) συμπέρανε: «διάχυτη εκφύλιση του ωλενίου νεύρου ΑΡ στο αντιβράχιο, κάτω από το ύψος της έκφυσης του κλάδου για τον ωλένιο καμπτήρα του καρπού, χωρίς να υπάρχει το εστιακό block αγωγιμότητας». Ένα βράδυ ο ίδιος ο Απόστολος είδε τον διάκονο άγιο Νικόλαο να λέει απευθυνόμενος στον πατέρα του: — “Πήγατε σε τόσους γιατρούς· σε μένα γιατί δεν ήρθατε;” — “Πως θα το κάνεις εσύ καλά;” ρώτησε ο πατέρας — “Ξέρεις εσύ!” απάντησε ο Άγιος.  Σε δεύτερο ενύπνιό του ο Απόστολος είδε πως βρέθηκε ο ίδιος σ’ ένα εκκλησάκι και στο τέμπλο ήταν η κεφαλή του αγίου Ραφαήλ. Ο ίδιος δίσταζε να πλησιάσει. Τότε εμφανίστηκε ολόκληρος ο Άγιος, του είπε πόσες φορές είχε εκκλησιαστεί τον τελευταίο καιρό, έπειτα του έπιασε το χέρι λέγοντας μια προσευχή, και με το άγγιγμα αυτό το χέρι πήρε μια λάμψη. Σε λίγο καιρό αποκαταστάθηκε τελείως!

http://www.imgap.gr/file1/sthavmata.html#apostolosgazepis

πηγή: http://www.tideon.org/index.php?option=com_content&view=article&catid=75%3A2008-11-30-20-34-47&id=691%3A2009-10-18-10-16-00&Itemid=365

Ταυτίζεται με το Τέλος ο Εγκεφαλικός Θάνατος;


Συντάχθηκε απο τον/την ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ
Κυριακή, 18 Οκτώβριος 2009 12:28
O θάνατος είναι ένα βιολογικό φαινόμενο και πρέπει να έχει εφαρμογή σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, φυτικούς και ζωικούς. Τα κριτήρια του θανάτου, όμως, εί­ναι δυνατόν να είναι διαφορετικά για τους διά­φορους οργανισμούς. Το κατάλληλο κριτήριο θανάτου για τα θερμόαιμα ζώα είναι η οριστική διακοπή της κυκλοφορίας οξυγονωμένου αίμα­τος, η οποία ακολουθείται από απώλεια της ακεραιότητας των κυτταρικών μηχανισμών από τους οποίους εξαρτάται η ζωή και από την έναρξη της αποσύνθεσης.

Ο θάνατος των ανθρώπων είναι ένα αντι­κειμενικό βιολογικό φαινόμενο και είναι δυ­νατόν να ορισθεί ως η αμετάκλητη διακοπή της λειτουργίας του οργανισμού, θεωρουμέ­νου ως ενιαίου όλου. Το κατάλληλο κριτήριο διάγνωσης του θανάτου στον άνθρωπο είναι η μη αναστρέψιμη διακοπή της κυκλοφορίας οξυγονωμένου αίματος

Όπως είναι γνωστό, μέχρι το έτος 1968 το κριτήριο διάγνωσης του θανάτου του αν­θρώπου ήταν η μη αναστρέψιμη διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνευστι­κής λειτουργίας. Το έτος 1968 η ad hoc επιτρο­πή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Harvard των ΗΠΑ (Ad hoc Harvard Committee) εισηγήθηκε την αποδοχή ενός νέου, νευρολογι­κού, κριτηρίου θανάτου. Σύμφωνα με το κριτή­ριο αυτό, νεκροί είναι οι ασθενείς οι οποίοι ευρί­σκονται σε βαθύ, μη αντιδρών, απνοϊκό κώμα και στους οποίους δεν υπάρχει «ευδιάκριτη» δρα­στηριότητα του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος («εγκεφαλικός θάνατος», «ε.θ.»).

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο καθηγητής R. Adams -στον οποίο η προαναφερθείσα επι­τροπή ανέθεσε την εξεύρεση κατάλληλου νευ­ρολογικού κριτηρίου για το νέο (νευρολογικό) ο­ρισμό του θανάτου- έγραφε ότι στον «ε.θ.» υ­πάρχει πλήρης αδυναμία πρόσληψης ερεθισμά­των και απόκρισης σ’αυτά, η οποία αφορά όλες τις αποκρίσεις, δηλαδή του εγκεφάλου, του εγκεφαλικού στελέχους και του νωτιαίου μυελού. Ετσι, σύμφωνα με την επιτροπή του Harvard, οι «εγκεφαλικώς νεκροί» («ε.ν.») δεν εμφανίζουν κινήσεις ούτε οποιοδήποτε αντανακλαστικό.

” Ποιοι λόγοι επέβαλαν την αλλαγή της έννοιας του θανάτου;

Είναι πολύ ενδιαφέρον να γίνει γνωστό ότι οι λόγοι για τους οποίους η προαναφερθείσα επι­τροπή (Ad hoc Harvard Committee) εισήγαγε την έννοια του «ε.θ.» ήταν, πρώτον, για να ελατ­τωθεί το «φορτίο» των συγγενών και των Μο­νάδων Εντατικής θεραπείας (ΜEΘ) από τους ασθενείς αυτούς, οι οποίοι δεν είχαν προοπτική αποκατάστασης, και δεύτερον, γιατί, αν εξακο­λουθούσε να ισχύει το παλαιό κριτήριο θανά­του, θα υπήρχαν διαφωνίες για τη λήψη ζωτικών οργάνων από τους «ε.ν.» ασθενείς προς μετα­μόσχευση.

Ο πρόεδρος της ad hoc επιτροπής του Harvard, Henry Beecher, ήταν πολύ αποκαλυπτι­κός όταν έγραφε ότι η επιλογή του ορισμού του θανάτου είναι μια αυθαίρετη επιλογή και ότι ζωή είναι το να μπορείς να λειτουργείς.

Βλέπει επομένως σαφώς ο απροκατάληπτος μελετητής του θέματος ότι η έννοια του «ε.θ.», ως έννοια ταυτόσημη με το θάνατο, αναδύθηκε για καθαρά ωφελιμιστικούς λόγους. Εδώ πρέπει να λεχθεί ότι, ήδη από το 1959, Γάλλοι ιατροί εί­χαν μεν περιγράψει την κλινική εικόνα του απνοϊκού, βαθέος μη αντιδρώντος κώματος με τη μεγάλη αιμοδυναμική αστάθεια, αλλά δεν ταύτιζαν την κατάσταση αυτή με το θάνατο του ανθρώπου.

Κριτήρια για τον ορισμό του «ε.θ.»: Τα κριτήρια της επιτροπής του Harvard υπέστη­σαν τροποποιήσεις, και έτσι το 1981 ειδική ε­πιτροπή εμπειρογνωμόνων επί του θανάτου στις ΗΠΑ εισήγαγε τον «ενιαίο» ορισμό του θανάτου, σύμφωνα με τον οποίο ένας άν­θρωπος είναι νεκρός είτε με βάση το παλαιό καρδιο-αναπνευστικό κριτήριο είτε με βάση τη μη αναστρέψιμη απώλεια όλων των λει­τουργιών ολοκλήρου του εγκεφάλου, συ­μπεριλαμβανομένων και εκείνων του εγκε­φαλικού στελέχους. Το 1971 εξάλλου, δύο νευροχειρουργοί στις ΗΠΑ (Mohandas & Chou) εισηγήθηκαν ότι η απώλεια των λει­τουργιών μόνο του εγκεφαλικού στελέχους είναι αναγκαία και επαρκής συνθήκη για να χαρακτηρισθεί ο άνθρωπος «ε.ν.». Την τελευ­ταία αυτή άποψη ασπάστηκε, με δύο διαδοχικές αποφάσεις της, τη δεκαετία του 1970, και η «αγ­γλική σχολή», αλλά και η χώρα μας, τόσο πα­λαιότερα όσο και πλέον πρόσφατα με το νόμο 2737/1998.

Σύμφωνα με το θεωρητικό της «αγγλικής σχο­λής» C. Pallis, «ο θάνατος ορίζεται ως η μη ανα­στρέψιμη απώλεια της ικανότητας για αυτόμα­τη αναπνοή σε συνδυασμό με τη μη αναστρέψι­μη απώλεια της ικανότητας για συνείδηση».

Από ετών, τέλος, συζητείται η καθιέρωση της θεωρούμενης απώλειας των ανώτερων διανοη­τικών λειτουργιών και της συνείδησης του αν­θρώπου ως αναγκαίου και επαρκούς κριτηρίου θανάτου, χωρίς να εξετάζεται εάν υπάρχουν φυτικές λειτουργίες στους ασθενείς αυτούς (higher brain formulation of death). Σύμφωνα με τους εισηγητές αυτού του κριτηρίου του θανά­του, ο θάνατος θα πρέπει ν’ αντανακλά το θά­νατο του ανθρώπου ως προσώπου μάλλον, πα­ρά το θάνατο του ανθρώπου ως οργανισμού.

Εάν επικρατήσει αυτό το κριτήριο για τη διά­γνωση του «ε.θ.»,τότε νεκροί θα θεωρούνται ό­χι μόνον οι «ε.ν.», αλλά και οι ασθενείς οι οποίοι ευρίσκονται σε μόνιμη φυτική κατάσταση και, ενδεχομένως, όλοι οι βαριά απνοϊκοί ασθενείς, των οποίων η προσωπικότητα έχει πλήρως απο­διοργανωθεί.

Ενστάσεις στην έννοια του «ε.θ.»: Μολο­νότι η έννοια του «ε.θ.» έχει γίνει αποδεκτή από πλείστους ερευνητές σ’ όλο τον κόσμο, έχουν εκ­φρασθεί και αντίθετες απόψεις, τόσο παλαιότε­ρα όσο και πρόσφατα. Έτσι έχει υποστηριχθεί ό­τι η έννοια του «ε.θ.», τόσο αυτή που στηρίζεται στη (θεωρούμενη) μη αναστρέψιμη απώλεια μόνο των λειτουργιών του εγκεφαλικού στελέ­χους (Αγγλία, Ελλάδα) όσο και αυτή που στηρί­ζεται στη (θεωρούμενη) μη αναστρέψιμη απώ­λεια όλων των λειτουργιών ολόκληρου του ε­γκεφάλου (ΗΠΑ), είναι μια έννοια χωρίς ακριβή κλινική ή παθολογοανατομική βάση και γι’ αυτόν το λόγο τα κριτήρια διαγνώσεώς του είναι αυ­θαίρετα, και ότι οι «ε.ν.» δωρητές οργάνων, με οποιοδήποτε εκ των προαναφερθέντων κριτη­ρίων, δεν είναι νεκροί.

Ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανε­πιστημίου του Harvard, Robert Truog, υποστηρί­ζει ότι η έννοια του «ε.θ.» παραμένει ασυνάρτη­τη στη θεωρία και συγκεχυμένη στην πράξη, ενώ ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι ο «ε.θ.» είναι έννοια διαφορετική απ’ εκείνη του θανάτου του ανθρώπου και ότι επινοήθηκε για την απόκτηση οργάνων για μεταμοσχεύσεις. Την ίδια θέση, ότι δηλαδή η αιτία της εφεύρεσης (ή επινόησης) του «ε.θ.» ήταν η ανάγκη για εξοικονόμηση ορ­γάνων για μεταμοσχεύσεις, διατυπώνει πρό­σφατα και ο εκδότης του παγκοσμίως γνωστού ιατρικού περιοδικού «British Medical Journal».

«Εγκεφαλικώς νεκροί» ασθενείς που υποστη­ρίζονται σε ΜΕΘ διατηρούν τη λειτουργία της κυκλοφορίας του αίματος και διάφορες υπολει­πόμενες λειτουργίες του ΚΝΣ, αφομοιώνουν τροφές, διατηρούν τις λειτουργίες της ούρησης και της αφόδευσης, επουλώνουν τραύματα, κυοφορούν (έχουν παραμείνει μέχρι 3,5 μήνες στις ΜΕΘ) και γεννούν με καισαρική τομή βιώσι­μα νεογνά.

” Υπάρχουν υπολειπόμενες λειτουργίες του εγκεφάλου σε «ε.ν.» ασθενείς;

Κατά τη διάρκεια των 34 ετών αφ’ ότου ως νέο κριτήριο θανάτου ορίστηκε η έννοια του «ε.θ.» έχουν υπάρξει πάρα πολλές μαρτυρίες  σύμφωνα με τις οποίες έχουν παρατηρηθεί σε «ε.ν.» ασθενείς τα παρακάτω:

v     Ύπαρξη υποθαλαμικών-ενδοκρινικών λει­τουργιών, όπως π.χ. διατήρηση του ισοζυγίου του ύδατος, διατήρηση σταθερής της θερμοκρασίας του ασθενούς κ.λπ.

v     Διατήρηση σταθερής αιμοδυναμικής κα­τάστασης, συνήθως για λίγες ημέρες και σπανιότερα για εβδομάδες ή και μήνες.

v     Διατήρηση πραγματικής ηλεκτροεγκεφαλογραφικής δραστηριότητας, η οποία επέ­μενε μέχρι 168 ώρες από τη διάγνωση του «ε.θ.». Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις υ­πάρχει πραγματική ηλεκτροεγκεφαλογραφική δραστηριότητα τουλάχιστον για λίγες ημέρες, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν δυ­νατόν ν’ αναδειχθεί η ύπαρξη εγκεφαλικής αιματικής ροής.

v     Ύπαρξη εγκεφαλικής αιματικής ροής, η οποία αναδεικνύεται καλύτερα με τη χορήγηση λιπόφιλων ραδιοφαρμάκων, τα οποία προσλαμβά­νονται από ζωντανά εγκεφαλικά κύτταρα (Τc99m-HMPAO) στα εγκεφαλικά ημισφαίρια, στην παρεγκεφαλίδα και το εγκεφαλικό στέλεχος ή στα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου.

v     Μερικοί «ε.ν.» ασθενείς, κατά τη διάρκεια της χειρουργικής τομής για λήψη των οργάνων τους, εμφανίζουν σαφή αιμοδυναμική απόκρι­ση, υπό την έννοια ανάπτυξης ταχυκαρδίας και αύξησης της συστηματικής αρτηριακής πίεσης. Έχει επίσης παρατηρηθεί σε «ε.ν.» ασθενείς ά­νοιγμα των οφθαλμών με ελάχιστη ανύψωση των βλεφάρων (ώστε ν’ αποκαλύπτεται η αρχή της ίριδας) σαν απάντηση σε επώδυνα ερεθί­σματα.

v     Πολλοί «ε.ν.» ασθενείς (μέχρι 75%) εμφανί­ζουν αυτόματες κινήσεις (αργή ανύψωση των βραχιόνων – ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο – ρυθμική κάμψη του ισχίου και του γόνατος, στροφή της κεφαλής προς τη μία πλευρά, σταύ­ρωμα των χειρών στο στήθος, κινήσεις των χει­ρών προς τον τράχηλο και την κάτω γνάθο, προσπάθεια να καθίσουν στο κρεβάτι τους κ.λπ.) συνήθως λίγα λεπτά μετά την προσωρινή ή οριστική αποσύνδεση από τον αναπνευστήρα, ακόμη όμως και στο νεκροτομείο.

Οι κινήσεις αυτές, που ονομάζονται «σημείο του Λαζάρου», έχουν χαρακτηρισθεί «σύνθε­τες νωτιαίες αποκρίσεις» ή «σύνθετα νωτιαία αντανακλαστικά», αλλά Αμερικανοί ερευνητές σχολιάζουν ότι δεν πρόκειται περί γνωστών α­ντανακλαστικών. Επιπροσθέτως, τόσο σύμφω­να με τα κριτήρια της επιτροπής του Ηarvard ό­σο και με τα κριτήρια της Μinnesota, δεν πα­ρατηρούνται αυτόματες κινήσεις σε «ε.ν.» α­σθενείς.

Το πλέον ενδιαφέρον είναι ότι οι κινήσεις αυ­τές χαρακτηρίστηκαν σχετικώς πρόσφατα, από τον καθηγητή Fred Plum, «συντονισμένες», «ημισκόπιμες» και «ημικατευθυνόμενες», διότι δίνουν σαφώς την εντύπωση ότι ενέχουν κάποιο σκο­πό. Επειδή μάλιστα οι κινήσεις αυτές είναι «ενο­χλητικές», όταν συμβαίνουν κατά την εγχείρηση για λήψη οργάνων από «ε.ν.» ασθενείς, συνι­στάται να χορηγούνται παραλυτικά φάρμακα, για να μην εκλύονται οι κινήσεις αυτές.

v     Έχει παρατηρηθεί σε «ε.ν.» η ύπαρξη ορισμέ­νων αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέ­χους, όπως είναι το αντανακλαστικό του μασητήρος, το στοματικό αντανακλαστικό, πλέον δε πρόσφατα και άλλες κινήσεις, αλλά συχνά και δακρύρροια κατά τη διάρκεια της τομής για λή­ψη οργάνων από τους ασθενείς αυτούς. Τα ευ­ρήματα αυτά ακυρώνουν τη διάγνωση του «ε.θ.», δεδομένου ότι το εγκεφαλικό στέλεχος στους «ε.ν.» θεωρείται νεκρό, ενώ δεν είναι, α­φού παρατηρούνται αντανακλαστικά τα οποία εδράζονται στο εγκεφαλικό στέλεχος.

v     Για τη διάγνωση του θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους ελέγχονται έξι αντανακλαστικά, από τα οποία σπουδαιότερο είναι το αντανα­κλαστικό της άπνοιας, που ελέγχεται με τη δοκι­μασία της άπνοιας. Η δοκιμασία της άπνοιας στηρίζεται σε ανεπαρκή δεδομένα και είναι δυνατόν να είναι καθεαυτήν βλαπτική για έ­να ήδη τόσο βεβλαμμένο εγκέφαλο ή ακόμη είναι δυνατόν ν’ αποδειχθεί θανατηφόρος. Δεδομένου μάλιστα ότι η προαναφερθείσα δοκιμασία δεν έχει δυνητικό όφελος για τον ελεγχόμενο ασθενή, θεωρείται ότι η χρησι­μοποίηση της είναι σαφώς ανήθικη.

Ο ουδός (το κατώφλι) του διοξειδίου του άνθρακος στο αρτηριακό αίμα, για να χα­ρακτηριστεί η δοκιμασία αυτή θετική (παθο­λογική), είναι τα 50mm Ηg στην Αγγλία, τα 50-55 στον Καναδά, τα 60 στις ΗΠΑ, ενώ πρόσφατα γίνεται σύσταση ο ουδός αυτός να είναι μεγαλύτερος από 100 mmHg, διότι υπήρξαν περιπτώσεις «ε.ν.» ασθενών οι οποί­οι εμφάνισαν αυτόματη αναπνοή σε τιμές διοξειδίου του άνθρακος πολύ πάνω από τα 60 mm Hg30. Και ο χρόνος όμως της απνοϊκής ο­ξυγόνωσης του ασθενούς ποικίλλει στα διάφο­ρα πρωτόκολλα από 3-20 min.

Περαιτέρω, όπως αναγράφεται πρόσφατα, στο 41 % των χωρών ανά τον κόσμο (και στην Ελλάδα) η δοκιμασία της άπνοιας δεν εκτελεί­ται επαρκώς σωστά (σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αμερικανικής Νευρολογικής Ακαδημίας).

v     Εχει παρατηρηθεί η ύπαρξη προκλητών δυνα­μικών του εγκεφαλικού στελέχους σε μικρό α­ριθμό «ε.ν.» ασθενών, εύρημα το οποίο επίσης ακυρώνει τη διάγνωση του «θανάτου του εγκε­φαλικού στελέχους».

Τέλος, σε μικρό αριθμό «ε.ν.» παιδιατρικών α­σθενών έχει πράγματι παρατηρηθεί μερική α­νάκτηση των λειτουργιών του ΚΝΣ, η οποία δια­τηρήθηκε από λίγες ημέρες μέχρι λίγους μήνες.

” Υπάρχει συνείδηση στους «ε.ν.» ασθενείς;

Σύμφωνα με την κλασική Νευρολογία η συ­νείδηση του ανθρώπου διακρίνεται στην εγρήγορση («arousal») και στο περιεχόμενο της συ­νείδησης (content of consciousness). Σύμφωνα εξάλλου με τον προαναφερθέντα ορισμό του C. Pallis, ο οποίος ισχύει και στην Ελλάδα, ο θά­νατος ορίζεται ως «η οριστική απώλεια της ικα­νότητας για συνείδηση, σε συνδυασμό με την ο­ριστική απώλεια της ικανότητας για αυτόματη αναπνοή». Πρέπει να διευκρινισθεί ότι «η οριστι­κή απώλεια της ικανότητας για συνείδηση», ό­πως διευκρινίζεται από τον εισηγητή της C. Pallis, αφορά μόνο την εγρήγορση.

Το περιεχόμενο της συνείδησης δεν είναι δυ­νατόν να επισκοπηθεί και να ελεγχθεί σήμερα α­πό την Ιατρική επιστήμη με οποιαδήποτε ιατρική δοκιμασία, διότι αυτό είναι μια υποκειμενική ε­μπειρία. Ο περιορισμός αυτός ισχύει πολύ πε­ρισσότερο στις περιπτώσεις των «ε.ν.» ασθενών, όπου φαίνεται ότι η εγρήγορση είναι καταργη­μένη και επομένως δεν υπάρχει πρόσβαση στο περιεχόμενο της συνείδησης.

Aξίζει να σημειωθεί ότι, υπ’ αυτές τις προϋπο­θέσεις, ο προαναφερθείς ισχύων ορισμός του θανάτου στη χώρα μας είναι δυνατόν να είναι επαρκής για ζώα, τα οποία κατά τεκμή­ριο στερούνται του περιεχομένου της συνεί­δησης (υπό την έννοια των προσωπικών αυτοσυνείδητων εμπειριών, σκέψεων, γνώσεων που έχουν αποκτηθεί, αποφάσεων, σχεδίων και μελλοντικών επιδιώξεων, αισθημάτων κ.λπ.), αλλ’; όχι για ανθρώπους, αφού δεν ε­ξετάζεται το τι συμβαίνει με το περιεχόμενο της συνείδησης.

Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό ότι η διάγνωση του θανάτου του ανθρώπου «στηρίζεται» σε μια αναπόδεικτη υπόθεση, ό­τι δηλαδή δεν υπάρχει περιεχόμενο της συ­νείδησης, ενώ αυτό δεν είναι δυνατόν ν’ απο­δειχθεί.

Στο Β’ Παγκόσμιο Συμπόσιο για τον «ε.θ.», το οποίο έγινε το 1996, τονίσθηκε από τη γερμανι­κή αντιπροσωπεία ότι «ασθενείς σε βαθιά κω­ματώδη κατάσταση με κατεστραμμένο εγκεφα­λικό στέλεχος, που πληρούσαν όλα τα κριτήρια θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους αλλά με διατηρημένα τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, θα ή­ταν δυνατόν να σκεφθούν, αισθανθούν κ.λπ.».

Οι σημαντικές εξάλλου δυσχέρειες στην ορθή διάγνωση του «ε.θ.» καταδεικνύονται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους Goudreau και συν., λιγότερο από 15% των ιατρών εκτελούσαν επαρκώς τη βασική, για τη διάγνωση του «ε.θ.», δοκιμασία της άπνοιας στο Colorado και την California και ότι, σύμφωνα με τον καθηγητή Wijdicks, σε σύνολο 93 «ε.ν.» παιδιών, τα οποία νοσηλεύονταν σε ΜΕΘ στις ΗΠΑ, στο 22% εξ αυτών η διάγνωση του «ε.θ,» ήταν εσφαλμένη.

Απ’ όλα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο «ε.θ.» δεν ταυτίζεται με το θάνατο του ανθρώπου. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στο γεγονός ότι στους «ε.ν.» ασθενείς υπάρχουν υπολειπόμενες λειτουργίες του εγκεφάλου και σχεδόν πλήρεις λειτουργίες του υπόλοιπου σώματος με την κα­τάλληλη υποστήριξη στις ΜΕΘ και ότι η διά­γνωση του «ε.θ.», τουλάχιστον στο μέρος που α­φορά τη μη ύπαρξη περιεχομένου της συνείδη­σης, στηρίζεται σε μια αναπόδεικτη υπόθεση.

«Εγκεφαλικός θάνατος» και μεταμοσχεύσεις οργάνων

Όπως έγινε εμφανές από το πρώτο δημοσίευ­μα της ad hoc επιτροπής του Harvard, το 1968, για το θέμα του «ε.θ.» και επιβεβαιώθηκε και στην Ελλάδα με τους σχετικούς νόμους που α­κολούθησαν, η έννοια του «ε.θ.» συνδέθηκε εξαρχής με τις μεταμοσχεύσεις. Όπως μάλιστα προαναφέρθηκε, διάφοροι ερευνητές θεωρούν ότι ο «ε.θ.» είναι έννοια διαφορετική απ’ ε­κείνη του θανάτου του ανθρώπου και ότι ε­πινοήθηκε για την απόκτηση οργάνων για μεταμοσχεύσεις.

Άλλοι θεωρούν ότι αποδεκτές είναι μόνον οι μεταμοσχεύσεις που γίνονται αφιλοκερ­δώς, από υγιείς δωρητές εν ζωή, και αφο­ρούν είτε διάφορους ιστούς είτε τον ένα νεφρό, τμήμα του ήπατος ή των πνευμό­νων. Οι προαναφερθείσες μεταμοσχεύσεις προϋποθέτουν, οπωσδήποτε, την ελεύθερη συγκατάθεση του δωρητή, αφού προηγη­θεί ενημέρωση για τις πιθανές βραχυπρό­θεσμες ή μακροπρόθεσμες συνέπειες αυ­τής της δωρεάς,

Η χώρα μας είναι από τις πρώτες χώρες σ’ αυτού του είδους τις μεταμοσχεύσεις, οι οποί­ες χαρακτηρίζονται από υψηλό αίσθημα φι­λαλληλίας και αγάπης για τον πάσχοντα συνάν­θρωπο. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι σε πρόσφατη έκκληση από τα Μέσα Μαζικής Ενη­μέρωσης προσφέρθηκαν τέσσερις εθελοντές να δωρίσουν τμήμα του ήπατος τους σε παιδάκι που το είχε άμεση ανάγκη. Με έκπληξη, όμως, οι υπο­ψήφιοι δωρητές πληροφορήθηκαν ότι ο ισχύων νόμος στη χώρα μας, ο 2737/1999, δεν επιτρέπει μεταμοσχεύσεις από μη συγγενείς δωρητές.

Οι μεταμοσχεύσεις, όμως, από «εγκεφαλικώς νεκρούς» προσκρούουν στο ηθικό δίλημμα ότι οι ασθενείς αυτοί, σύμφωνα με τα προανα­φερθέντα, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρι­σθούν νεκροί. Βέβαια, κάθε κοινωνία είναι δυ­νατόν να νομοθετεί και να μεταθέτει τα όρια της ζωής και του θανάτου κατά το δοκούν, με την προϋπόθεση, όμως, ότι έχει ενημερώσει ε­παρκώς τους πολίτες της και έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση τους.

Φρονούμε ότι και στην προκειμένη περίπτωση, η έλλειψη κλινών στις ΜΕΘ και η έλλειψη οργά­νων για μεταμοσχεύσεις δεν αποτελούν επαρ­κείς λόγους για αλλαγή της έννοιας του θανά­του, διότι το τίμημα αυτού του εγχειρήματος εί­ναι ανυπολόγιστο. Οι προτάσεις που έχουν γίνει για νομοθετική ρύθμιση της αγοραπωλησίας και άλλων οικονομικών συναλλαγών, που αφορούν τη διάθεση ανθρωπίνων οργάνων, ίσως δεν εί­ναι οι σοβαρότερες συνέπειες. Σε διάφορες χώ­ρες έχει ήδη νομοθετηθεί η «τεκμαιρόμενη συ­ναίνεση», ενώ υποστηρίζεται και η άποψη ότι τα όργανα των πολιτών αποτελούν «εθνικό πλού­το» και επομένως είναι στη διάθεση, με την κα­θιέρωση σχετικής νομοθεσίας, των εκάστοτε κρατούντων!!!

Η πρόσφατα εφαρμοζόμενη πρακτική των με­ταμοσχεύσεων από «δωρητές», των οποίων έ­χει σταματήσει η καρδιακή λειτουργία (nonheart beating donors) είτε αυτόματα (χωρίς να έχει γίνει προσπάθεια καρδιοπνευμονικής αναζω­ογόνησης) είτε κατόπιν άρσης της θεραπευτικής αγωγής του ασθενούς (με τη συγκατάθεση του ίδιου ή του περιβάλλοντος του) συνιστά στην πραγματικότητα μία συγκεκαλυμμένη μορφή ευθανασίας σε συνδυασμό με την «τεκμαιρόμε­νη συναίνεση», σε ορισμένες τουλάχιστον περι­πτώσεις.

Εάν, τέλος, επικρατήσει, όπως διαφαίνεται, ως κριτήριο «ε.θ.» η θεωρούμενη απώλεια των α­νώτερων διανοητικών λειτουργιών και της προ­σωπικότητας του ανθρώπου, τότε θα χαρα­κτηρίζουμε νεκρούς -και θα χρησιμοποιούνται ως «αναλώσιμα υλικά»- ακόμη και ασθενείς που έχουν δική τους αυτόματη αναπνοή. Ήδη, άλλωστε, ο όρος «υλικό» άρχισε να χρησιμο­ποιείται για τα έμβρυα, με σκοπό τη νομική κά­λυψη των πειραμάτων για δημιουργία οργά­νων με την τεχνική της (θεραπευτικής) κλωνοποίησης!

Είναι επαρκώς ενημερωμένες οι συντεταγμέ­νες εξουσίες, αλλά και οι Έλληνες πολίτες, για ό­λες αυτές τις δυνητικές συνέπειες;

πηγή: http://www.alopsis.gr

πηγή: http://www.tideon.org/index.php?option=com_content&view=article&catid=75%3A2008-11-30-20-34-47&id=693%3A2009-10-18-10-30-57&Itemid=365

«Ξύπνιος» ήταν άνδρας που νόμιζαν ότι βρισκόταν σε κώμα για 23 χρόνια

Συντάχθηκε απο τον/την news.bbc.co.uk – troktiko.blogspot.com/
Δευτέρα, 07 Δεκέμβριος 2009 01:12

Ένας άνδρας από το Βέλγιο που θεωρείτο ότι βρισκόταν σε κώμα για 23 χρόνια, είχε πλήρη συνείδηση, όπως αποκαλύφθηκε σε πρόσφατη ιατρική μελέτη…

Οι γιατροί θεωρούσαν ότι ο Ρομ Χούμπεν είχε πέσει σε κώμα μετά τον τραυματισμό του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1983.

Ωστόσο, το 2006 ένα εγκεφαλογράφημα αποκάλυψε ότι ο εγκέφαλος του κ. Χούμπεν λειτουργούσε πλήρως. Από τότε επικοινωνεί χρησιμοποιώντας ένα ειδικό πληκτρολόγιο που συνδέεται με το καροτσάκι του.

Η υπόθεση είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, όταν ο γιατρός Στίβεν Λόρεϊς από το πανεπιστήμιο της Λιέγης έγραψε μία επιστημονική μελέτη για την υπόθεση.

Μιλώντας στο BBC, ο κ. Χούμπεν είπε ότι αρχικά, όταν τον θεωρούσαν «φυτό» ένιωθε θυμωμένος και απόλυτα ανήμπορος, αλλά στη συνέχεια έμαθε να ζει σε αυτή την κατάσταση.

«Ήξερα τι μπορούσα να κάνω αλλά οι υπόλοιποι είχαν μία αξιολύπητη εικόνα για μένα. Έπρεπε να μάθω να είμαι υπομονετικός», όπως ανέφερε.

Σύμφωνα με τον δρ Λόρεϊς, περίπου στο 40% των περιπτώσεων ανθρώπων που κατατάσσονται ως «φυτά», πιο λεπτομερείς εξετάσεις αποκαλύπτουν ότι υπάρχουν ενδείξεις συνειδητότητας. Ζ

Τρίτη, 24 Νοεμβρίου 2009

http://troktiko.blogspot.com/2009/11/23_24.html

‘Coma’ man conscious for 23 years

A Belgian man who doctors thought was in a coma for 23 years was conscious all along, it has been revealed.

Medical staff believed Rom Houben had sunk irretrievably into a coma after he was injured in a car crash in 1983.

A doctor at Belgium’s University of Liege who discovered that Mr Houben had been misdiagnosed said his case was not an isolated one.

“I was shouting, but no-one could hear me,” Mr Houben, now 46, was quoted as saying by a German magazine.

According to Der Spiegel, Mr Houben, who can now communicate by using a special keyboard, has described how his body did not respond when he woke up after the accident.

Second birth

He has also said that he felt powerless as doctors and nurses tried to speak to him before giving up hope, and that he “dreamt the time away” as the years passed.

It was only in 2006 that a scan revealed that though Mr Houben was paralysed, his brain was in fact almost entirely functioning.

“I will never forget the day they discovered me,” Mr Houben was quoted as saying. “It was like a second birth.”

Mr Houben’s story was revealed in a paper written by Steven Laureys, a doctor at Liege University who wrote a recent paper that detailed the case.

In it, Mr Laureys said that in about 40% of cases in which people are classified as being in a vegetative state, closer inspection reveals signs of consciousness.

Story from BBC NEWS:
http://news.bbc.co.uk/go/pr/fr/-/2/hi/europe/8375326.stm

Published: 2009/11/23 18:52:34 GMT

© BBC MMIX

πηγή: http://www.tideon.org/index.php?option=com_content&view=article&catid=75%3A2008-11-30-20-34-47&id=1006%3Alr———-23–coma-man-conscious-for-23-y&Itemid=365

Δωρεά οργάνων, η Απάτη με αποδείξεις: «Ο “εγκεφαλικός θάνατος” δεν είναι θάνατος» (Διακήρυξη επιστημόνων)

Των: Paul A. Byrne, πρώην Προέδρου του Ιατρικού Συλλόγου Ρωμαιοκαθολικών, Cicero G. Coimbra, Καθηγητού Κλινικής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο στη Βραζιλία, Robert Spaemann, Ομοτίμου Καθηγητού Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, Mercedes Arzú Wilson, Προέδρου του Αμερικανικού Ιδρύματος για την Οικογένεια και της Παγκόσμιας Οργάνωσης για την Οικογένεια.

Εισαγωγή

Στις 3 και 4 Φεβρουαρίου του 2005, η Παπική Ακαδημία Επιστημών σε συνεργασία με την Παγκόσμια Οργάνωση για την Οικογένεια, φιλοξένησαν Συνδιάσκεψη στο Βατικανό με θέμα τα «Σημεία του Θανάτου».

Το παρόν κείμενο είναι βασισμένο στις εργασίες που υποβλήθηκαν στην Παπική Ακαδημία Επιστημών, καθώς και στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διημερίδα εκεί.
Η Συνδιάσκεψη συνεκλήθη από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β΄ με σκοπό την επανεξέταση των σημείων του θανάτου και την επαλήθευση, σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο, της εγκυρότητας των κριτηρίων του «εγκεφαλικού θανάτου».

Σε μήνυμά του προς την Ακαδημία Επιστημών, ο Πάπας δήλωσε το Φεβρουάριο του 2005 ότι υποστηρίζει την πρακτική της μεταμοσχεύσεως οργάνων μόνο από νεκρούς και προειδοποίησε ότι οι μεταμοσχεύσεις είναι αποδεκτές μόνον, όταν διεξάγονται με τρόπο που εγγυάται το σεβασμό προς τη ζωή και τον άνθρωπο.

Το υπόβαθρο

Το 1968 τα κριτήρια του Χάρβαρντ για τον καθορισμό του «εγκεφαλικού θανάτου», δημοσιεύθηκαν στην Επιθεώρηση του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου με τον τίτλο «Ορισμός του μη αναστρέψιμου κώματος». Αυτό το άρθρο εστερείτο αποδεικτικών στοιχείων, τόσο από πλευράς επιστημονικής έρευνας, όσο και από πλευράς περιπτώσεων ασθενών. Γι’ αυτό και η πλειονότητα των επιστημόνων στη Συνδιάσκεψη της Ρώμης, δήλωσαν ότι τα κριτήρια του Χάρβαρντ δεν είχαν επιστημονική εγκυρότητα.

Το 2002 δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα παγκόσμιας έρευνας στη Νευρολογία, σύμφωνα με τα οποία «δεν υπάρχει παγκόσμια ομοφωνία για τα διαγνωστικά κριτήρια» και αναγνωρίζεται η ύπαρξη «άλυτων θεμάτων παγκοσμίως».
Πράγματι, μεταξύ 1968 και 1978 κοινοποιήθηκαν τουλάχιστον 30 ανόμοια σετ κριτηρίων, στα οποία έκτοτε έχουν προστεθεί πολύ περισσότερα. Κάθε νέο σετ κριτηρίων τείνει να είναι λιγότερο αυστηρό από τα προηγούμενα και κανένα δεν βασίζεται στην επιστημονική μέθοδο της παρατήρησης και της επαληθεύσιμης υπόθεσης.
Πολλοί ιατροί, οι οποίοι αισθάνονται ότι παραβιάζεται ο Ιπποκρατικός Όρκος με την αποδοχή τόσο διαφορετικών μεταξύ τους κριτηρίων, αισθάνονται την ανάγκη να αποκαλύψουν την πλάνη του «εγκεφαλικού θανάτου», διότι διακυβεύεται η καλή φήμη του ιατρικού επαγγέλματος.

Φιλοσοφικοί στοχασμοί

Στην παρουσίασή του στην Παπική Ακαδημία Επιστημών ο Robert Spaemann, διακεκριμένος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, παρέθεσε τα λόγια του Πάπα Πίου του ΙΒ΄, ο οποίος διεκήρυττε ότι «η ανθρώπινη ζωή συνεχίζεται όταν οι βασικές λειτουργίες της εκδηλώνονται ακόμα και με τη βοήθεια τεχνητών διαδικασιών».

Ο καθηγητής Spaemann επεσήμανε ότι «η επιστήμη δεν προϋποθέτει πλέον τη φυσιολογική κατανόηση της ζωής και του θανάτου. Στην πραγματικότητα ακυρώνει τη φυσιολογική ανθρώπινη αντίληψη, ονομάζοντας νεκρά, ανθρώπινα όντα που γίνεται αντιληπτό ότι ζουν ακόμη.
Αυτή η νέα προσέγγιση στον ορισμό του θανάτου», συνέχισε ο Γερμανός επιστήμονας, «αντικατοπτρίζει διαφορετικές προτεραιότητες. Δεν είναι πια το όφελος του ασθενούς που βρίσκεται αντιμέτωπος με το θάνατο, αλλά τα συμφέροντα άλλων ανθρώπων που ανακηρύττουν νεκρό, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, τον άνθρωπο που πεθαίνει. Αυτά τα συμφέροντα δεν είναι τα συμφέροντα του ασθενούς, αφού στοχεύουν στο να τον εξουδετερώσουν, ως υποκείμενο των δικών του συμφερόντων, το ταχύτερο δυνατόν».

Ο καθηγητής Spaemann παρέθεσε ακόμη τα λόγια Γερμανού αναισθησιολόγου: «Οι “εγκεφαλικά νεκροί” δεν είναι νεκροί, αλλά ασθενείς αντιμέτωποι με το θάνατο».

Ιατρικές αποδείξεις

Ο Dr Paul Byrne, νεογνολόγος από το Οχάϊο, κατέθεσε: «Όλα τα σημεία ζωής των δοτών είναι ακόμη παρόντα πριν τη λήψη των οργάνων· για παράδειγμα: Σταθερή θερμοκρασία σώματος και πίεση, η καρδιά χτυπάει, τα ζωτικά όργανα, όπως το συκώτι και τα νεφρά, λειτουργούν και ο δότης αναπνέει με τη βοήθεια αναπνευστήρα».
Και συνέχισε: «Μετά τον πραγματικό θάνατο τα μη διπλά ζωτικά όργανα δεν μπορούν να μεταμοσχευθούν. Αλλά η σημαντική ερώτηση είναι: Είναι ηθικά επιτρεπτό να τερματισθεί μια ζωή για να σωθεί μία άλλη; Στην ιατρική προστατεύουμε, διατηρούμε, παρατείνουμε τη ζωή και αναβάλλουμε το θάνατο. Ο στόχος μας είναι να διατηρήσουμε σώμα και ψυχή ενωμένα.

Η παρατήρηση της παύσεως της λειτουργίας του εγκεφάλου ή κάποιου άλλου σωματικού οργάνου, δεν αποτελεί ένδειξη καταστροφής αυτού του οργάνου, πόσο μάλλον θανάτου».

Η υπεράσπιση των κριτηρίων

Κάποιοι συμμετέχοντες στη Συνδιάσκεψη του Φεβρουαρίου υπερασπίσθηκαν τη χρήση των κριτηρίων του «εγκεφαλικού θανάτου».
Ο Dr Stewart Younger, από το Πανεπιστήμιο του Οχάϊο, παραδέχθηκε ότι οι «εγκεφαλικά νεκροί» δότες είναι ζωντανοί, αλλά ισχυρίσθηκε ότι αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί εμπόδιο για τη λήψη των οργάνων τους.

Ο Dr Conrado Estol , νευρολόγος από το Μπουένος Άϊρες, ο οποίος είναι υπέρ της απόκτησης οργάνων για μεταμοσχεύσεις, παρουσίασε ένα δραματικό βίντεο ενός ανθρώπου που είχε διαγνωσθεί «εγκεφαλικά νεκρός», ο οποίος προσπάθησε να ανασηκωθεί και να σταυρώσει τα χέρια του, παρόλο που ο Dr Estol διαβεβαίωσε το ακροατήριο ότι ο δότης ήταν πτώμα.

Ο Dr Didier Houssin, Γάλλος μεταμοσχευτής, αναγνώρισε τις δυσκολίες που προκύπτουν από τις διαφορές των ποικίλων κριτηρίων του «εγκεφαλικού θανάτου». Παρατήρησε ότι «ο θάνατος είναι ιατρικό γεγονός, βιολογική διαδικασία, φιλοσοφικό ζήτημα και επίσης κοινωνικό γεγονός. Είναι δύσκολο για μια κοινωνία να αποδεχθεί ότι ένας άνθρωπος είναι ζωντανός σε έναν τόπο και νεκρός σε κάποιον άλλο».

Ο Dr Jean Didier Vincent υποστήριξε την έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου», αλλά ερωτηθείς για την περίπτωση μιας εγκύου που έχει διαγνωσθεί «εγκεφαλικά νεκρή» και συνεχίζει – με μηχανική υποστήριξη – την εγκυμοσύνη της, παράγοντας μάλιστα και γάλα για το αγέννητο παιδί της, παραδέχθηκε ότι μπορεί να υπάρχει ελάχιστη ορμονική παραγωγή στον εγκέφαλό της (δείγμα δηλαδή εγκεφάλου που λειτουργεί).

Η δοκιμασία της άπνοιας

Στην παρουσίασή του στη Συνδιάσκεψη ο Dr Cicero Coimbra, κλινικός νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο στη Βραζιλία, καταδίκασε έντονα τη σκληρότητα της δοκιμασίας της άπνοιας, κατά την οποία αποσύρεται η μηχανική αναπνευστική στήριξη από τον ασθενή μέχρι και 10 λεπτά, ώστε να προσδιορισθεί αν θα αρχίσει αυτός να αναπνέει αυτόνομα. Αυτό αποτελεί μέρος της διαδικασίας που ακολουθείται, πριν δηλωθεί ένας ασθενής με εγκεφαλική βλάβη «εγκεφαλικά νεκρός».

Ο Dr Coimbra διευκρίνισε ότι αυτή η δοκιμασία εμποδίζει σημαντικά την πιθανή ανάρρωση ενός ασθενούς με εγκεφαλική βλάβη και μπορεί να προκαλέσει ακόμη και το θάνατο. «Ένας μεγάλος αριθμός ασθενών με εγκεφαλική βλάβη, ακόμα και σε βαθύ κώμα, μπορούν να επανέλθουν σε μια φυσιολογική ζωή.
Ωστόσο, η δοκιμασία της άπνοιας (η οποία θεωρείται το πιο σημαντικό βήμα για τη διάγνωση του “εγκεφαλικού θανάτου”), μπορεί να επιφέρει μη αναστρέψιμη ενδοκρανιακή διαταραχή της κυκλοφορίας, ή ακόμα και καρδιακή παύση».

Ο Dr Coimbra κατέληξε ότι η δοκιμασία της άπνοιας θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη και να ανακηρυχθεί παράνομη ως μία απάνθρωπη ιατρική διαδικασία.
Αν οι συγγενείς πληροφορούνταν για τη σκληρότητα και τον κίνδυνο της διαδικασίας, δήλωσε, οι περισσότεροι θα αρνούνταν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους.

Ο Dr Yoshio Watanabe, καρδιολόγος από την Ιαπωνία, συμφώνησε λέγοντας ότι αν οι ασθενείς δεν υποβάλλονταν στη δοκιμασία της άπνοιας, θα είχαν 60% πιθανότητα αποκατάστασης στη φυσιολογική ζωή, με έγκαιρη θεραπευτική υποθερμία.

Το ζήτημα της πιθανής ανάρρωσης ασθενών με εγκεφαλική βλάβη, απασχόλησε επίσης τον Dr David Hill, Βρετανό αναισθησιολόγο και λέκτορα στο Cambridge.
Ο Dr Hill παρατήρησε: «Θα πρέπει να τονισθεί, πρώτον, ότι κάποιες λειτουργίες, ή τουλάχιστον κάποια δραστηριότητα στον εγκέφαλο, ακόμη συνεχίζονται και δεύτερον, ότι ο μόνος σκοπός που δηλώνεται ένας ασθενής νεκρός, αντί για “πλησίον του θανάτου”, είναι η απόκτηση βιώσιμων οργάνων για μεταμόσχευση.

Η χρήση αυτών των κριτηρίων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ερμηνευθεί ως όφελος για τον ασθενή που βρίσκεται αντιμέτωπος με τον θάνατο, αλλά μόνον (αντίθετα με τις Ιπποκρατικές αρχές) ως πιθανό όφελος για τον παραλήπτη των οργάνων αυτού του ασθενούς».

Η εξαπάτηση

Ο Dr Hill ανέφερε ότι η υιοθέτηση των κριτηρίων του «εγκεφαλικού θανάτου», έλυσε το παλαιότερο πρόβλημα των αποτυχημένων μεταμοσχευτικών προσπαθειών, λόγω της καταστροφής των οργάνων που λαμβάνονταν μετά το θάνατο του ασθενούς, «επιτρέποντας την απόκτηση ζωτικών οργάνων πριν την απόσυρση της μηχανικής υποστήριξης και χωρίς να υπάρχουν οι νομικές συνέπειες, που κανονικά θα ακολουθούσαν αυτήν την πρακτική».

Ο Dr Hill παρατήρησε ότι η αποδοχή του κόσμου για αυτά τα νέα κριτήρια οφείλεται στη σχετική διαφήμιση, αλλά και στην άγνοια για τις εμπλεκόμενες διαδικασίες.
«Δεν γίνεται γενικά αντιληπτό», είπε, «ότι η μηχανική υποστήριξη δεν αποσύρεται πριν ληφθούν τα όργανα, ούτε ότι χρειάζεται κάποια μορφή αναισθησίας στην οποία υποβάλλεται ο δότης κατά τη διάρκεια της εγχείρησης.
Όσο όμως αυξάνεται η γνώση των διαδικασιών», επεσήμανε, «τόσο η άρνηση των συγγενών για αφαίρεση οργάνων αυξάνεται, όπως για παράδειγμα στη Βρετανία, όπου το ποσοστό άρνησης αυξήθηκε από 30% που ήταν το 1992, σε 44% το 2004».

Μάλιστα ο Dr Hill ανέφερε ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχει αυξανόμενη πίεση των πολιτών να υπογράψουν και να έχουν πάντα μαζί τους κάρτες δωρητών, που εξουσιοδοτούν τους γιατρούς να χρησιμοποιήσουν τα ζωτικά τους όργανα.
Σήμερα μόνο το 19% του πληθυσμού της χώρας έχουν εγγραφεί ως δωρητές οργάνων, αλλά τα έντυπα κυκλοφορίας των οχημάτων, οι αιτήσεις για άδεια οδήγησης και λοιπά δημόσια έγγραφα έχουν ειδικά «κουτάκια», όπου οι πολίτες καλούνται να δώσουν εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή τους· ακόμα και τα παιδιά ενθαρρύνονται να υπογράψουν.

Όλα αυτά τα έγγραφα αναφέρουν ότι τα όργανα μπορούν να ληφθούν «μετά το θάνατό μου», αλλά δεν υπάρχει πουθενά ορισμός του τι ορίζεται ως «θάνατος». Η αποδοχή των μεταμοσχεύσεων στηρίζεται στην έλλειψη κατανόησης που έχει ο κόσμος για τη διαδικασία.

Ο επίσκοπος στο Lincoln (Νebraska), Fabian Bruskewitz, τόνισε ότι «κανείς αξιοσέβαστος, κατηρτισμένος θεολόγος, δεν έχει πει ότι οι λόγοι του Ιησού “μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού” (Ιωάννης, 15,13), αποτελούν εντολή ή ακόμη άδεια για συγκατάθεση προς αυτοκτονία, ώστε να συνεχισθεί η γήινη ζωή κάποιου άλλου».
Ο επίσκοπος παρατήρησε ότι η σύγχρονη τεχνολογία, επιτρέπει στους γιατρούς να παρακολουθήσουν την εγκεφαλική δραστηριότητα «στα εξωτερικά ένα ή δύο εκατοστά του εγκεφάλου». Και ρωτά: «Έχουμε λοιπόν ηθική βεβαιότητα, η οποία θα μπορούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να θεωρηθεί αποδεικτική, σχετικά με την ύπαρξη, πόσο μάλλον με την παύση της εγκεφαλικής δραστηριότητας;».

Υπό το φως των σημαντικών ερωτημάτων για την εγκυρότητα των κριτηρίων του «εγκεφαλικού θανάτου», ο Καθηγητής Φιλοσοφίας Josef Seifert υποστήριξε ότι θα πρέπει να επικαλεσθούμε την αληθινή και εμφανή ηθική αρχή, ότι «ακόμα και μια ελάχιστη λογική αμφιβολία να υπάρχει, ότι οι πράξεις μας σκοτώνουν ένα άλλο ανθρώπινο ον, θα πρέπει να απέχουμε από αυτές».

Σημείωση: Το κείμενο μέχρις εδώ ανήκει στους τέσσερις επιστήμονες που αναφέρονται στην αρχή του άρθρου και αποτελεί ουσιαστικά μια έκθεση των εργασιών της Συνδιασκέψεως που συνεκάλεσε ο Πάπας. Το κείμενο με τα συμπεράσματα που ακολουθεί, υπογράφεται από μια ευρύτερη ομάδα επιστημόνων. Τα ονόματά τους ευρίσκονται στο τέλος της Διακηρύξεως.

Τα συμπεράσματα μετά την εξέταση των κριτηρίων του «εγκεφαλικού θανάτου»

1. Από τη μια πλευρά η Εκκλησία αναγνωρίζει, συνεπής προς την παράδοσή της, ότι η ιερότητα όλης της ανθρώπινης ζωής από τη σύλληψη έως το φυσικό τέλος, πρέπει να γίνεται απολύτως σεβαστή και να υποστηρίζεται. Από την άλλη, μια κοσμική κοινωνία τείνει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην ποιότητα της ζωής.

2. Οι Ρωμαιοκαθολικοί υπήρξαν πάντοτε αντίθετοι προς την καταστροφή της ανθρώπινης ζωής πριν τη γέννησή της, διαμέσου εκτρώσεως και εξίσου καταδικάζουν τον πρόωρο τερματισμό της ζωής ενός αθώου δότη, ώστε να παραταθεί η ζωή κάποιου άλλου διαμέσου της μεταμοσχεύσεως μη διπλών ζωτικών οργάνων.
«Είναι ηθικώς ανεπίτρεπτο να επέλθει ακρωτηριασμός που θα προκαλέσει την αναπηρία ή ακόμη και το θάνατο ενός ανθρώπου, ακόμη και για να καθυστερήσει ο θάνατος άλλων. Δεν είναι ποτέ θεμιτό να σκοτώσουμε έναν άνθρωπο για να σώσουμε κάποιον άλλον».

3. «Ούτε μπορούμε να παραμείνουμε σιωπηλοί ενώπιον άλλων ύπουλων, αλλά όχι λιγότερο σοβαρών μορφών ευθανασίας».

4. «Ο θάνατος ενός ανθρώπου αποτελεί μοναδικό γεγονός, που συνίσταται στην πλήρη διάλυση του ενός και ενιαίου συνόλου που είναι το πρόσωπο. Ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα του χωρισμού της ψυχής από το σώμα του ανθρώπου».

5. Η παραδοχή της μοναδικής αξιοπρέπειας του ανθρωπίνου προσώπου έχει μία επιπλέον συνέπεια: Τα ζωτικά όργανα, που δεν βρίσκονται στο σώμα διπλά, μπορούν να αφαιρεθούν μόνο μετά το θάνατο, δηλαδή από το σώμα κάποιου που είναι σίγουρα νεκρός. Αυτή η απαίτηση είναι αυτονόητη, διότι το να ενεργήσουμε διαφορετικά θα σήμαινε σκόπιμα να προκαλέσουμε το θάνατο του δότη, για να διαχειρισθούμε τα όργανά του.
Ο φυσικός ηθικός νόμος αποκλείει την αφαίρεση προς μεταμόσχευση ζωτικών μη διπλών οργάνων, από ένα πρόσωπο που δεν είναι σίγουρα νεκρό. Η δήλωση του «εγκεφαλικού θανάτου» δεν είναι επαρκής, ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ένας ασθενής είναι σίγουρα νεκρός. Ούτε είναι επαρκής για να καταλήξουμε σε ηθική βεβαιότητα.

6. Πολλοί στην ιατρική και επιστημονική κοινότητα ισχυρίζονται, ότι τα κριτήρια του «εγκεφαλικού θανάτου» είναι επαρκή για να οδηγηθούμε σε ηθική βεβαιότητα, σχετικά με τον ίδιο το θάνατο. Όμως, αυξανόμενες ιατρικές και επιστημονικές αποδείξεις αντικρούουν αυτόν τον ισχυρισμό.
Τα νευρολογικά κριτήρια μόνα τους δεν είναι αρκετά για να οδηγήσουν σε ηθική βεβαιότητα σχετικά με το θάνατο, και είναι απολύτως ανίκανα να οδηγήσουν σε απτή βεβαιότητα ότι έχει επέλθει ο θάνατος.

7. Είναι καταφανές ότι δεν υπάρχει ένα νευρολογικό κριτήριο, κοινό για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, για να ορίσει το βέβαιο θάνατο. Αλλά χρησιμοποιούνται διαφορετικά σετ νευρολογικών κριτηρίων, χωρίς να υπάρχει παγκόσμια ομοφωνία.

8. Τα νευρολογικά κριτήρια δεν είναι επαρκή για τη δήλωση του θανάτου, όταν λειτουργεί το καρδιοαναπνευστικό σύστημα. Αυτά τα νευρολογικά κριτήρια ελέγχουν την απουσία ορισμένων συγκεκριμένων εγκεφαλικών αντανακλαστικών.

9. Η δοκιμασία της άπνοιας – η απομάκρυνση της αναπνευστικής στήριξης – διατάσσεται ως μέρος της νευρολογικής διάγνωσης και κατά παράδοξο τρόπο, εφαρμόζεται για να διασφαλίσει τη μη αναστρεψιμότητα. Όμως, η δοκιμασία της άπνοιας βλάπτει την έκβαση, ή προκαλεί ακόμη και το θάνατο, σε ασθενείς με βαριά εγκεφαλική βλάβη.

10. Υπάρχουν συντριπτικές ιατρικές και επιστημονικές αποδείξεις, ότι η πλήρης και μη αναστρέψιμη παύση όλης της εγκεφαλικής δραστηριότητας (στον εγκέφαλο, στην παρεγκεφαλίδα και στο στέλεχος του εγκεφάλου), δεν αποτελεί απόδειξη θανάτου. Η πλήρης παύση της εγκεφαλικής δραστηριότητας δεν μπορεί να αξιολογηθεί επαρκώς. Η μη αναστρεψιμότητα αποτελεί πρόγνωση και όχι γεγονός υποκείμενο σε ιατρική παρατήρηση.

11. Η διάγνωση του θανάτου με νευρολογικά κριτήρια μόνον, αποτελεί θεωρία και όχι επιστημονικό γεγονός. Δεν αρκεί για να εξαλειφθεί η υπόθεση ύπαρξης ζωής.

12. Κανένας απολύτως νόμος δεν πρέπει να προσπαθεί να καταστήσει θεμιτό αυτό που είναι εγγενώς κακό. «Επαναλαμβάνω για άλλη μια φορά, ότι ένας νόμος που παραβιάζει το φυσικό δικαίωμα ενός ανθρώπου στη ζωή είναι άδικος και, ως τέτοιος, δεν είναι έγκυρος ως νόμος.
Γι’αυτό το λόγο κάνω επείγουσα έκκληση σε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς να μην περνούν νόμους, οι οποίοι αψηφώντας την αξιοπρέπεια του ανθρωπίνου προσώπου, υποσκάπτουν το ίδιο το οικοδόμημα της κοινωνίας».

13. Ο τερματισμός μιας αθώας ζωής, αναζητώντας τη σωτηρία μιας άλλης, όπως στην περίπτωση της μεταμόσχευσης μη διπλών ζωτικών οργάνων, δεν μετριάζει το κακό της αφαίρεσης μίας αθώας ανθρώπινης ζωής. Το κακό δεν πρέπει να γίνεται, ακόμα και όταν μπορεί να προκύψει καλό από αυτό.

ΟΙ ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΕΣ:

1. J. A. Armour, ιατρός, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Sacred Heart, Montreal, Quebec.

2. Fabian Bruskewitz, επίσκοπος στο Lincoln, Nebraska.

3. Paul A. Byrne, πρώην πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ρωμαιοκαθολικών, Αμερική.

4. Pilar Mercado Calva, καθηγητής, Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Anahuac, Μεξικό.

5. Cicero G. Coimbra, καθηγητής Κλινικής Νευρολογίας, Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο Σάο Πάολο, Βραζιλία.

6. William F. Colliton, συνταξιούχος καθηγητής Μαιευτικής και Γυναικολογίας, Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου George Washington, Virginia.

7. Joseph C. Evers, κλινικός ιατρός, αναπληρωτής καθηγητής Παιδιατρικής, Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Georgetown, Washington, DC.

8. David Hill, ομότιμος διευθυντής αναισθησιολογίας στο νοσοκομείο Addenbrooke και λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, Αγγλία.

9. Ruth Oliver, ψυχίατρος, Kingston, Ο ntario.

10. Michael Potts, Πρόεδρος του Τμήματος Θρησκείας και Φιλοσοφίας, Methodist College, Fayetteville, North Carolina.

11. Josef Seifert, καθηγητής Φιλοσοφίας στη Διεθνή Ακαδημία Φιλοσοφίας, Vaduz, Λιχτενστάϊν, επίτιμο μέλος της Ιατρικής Σχολής του Παπικού Ρωμαιοκαθολικού Πανεπιστημίου στο Σαντιάγκο, Χιλή.

12. Robert Spaemann, ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Μονάχου, Γερμανία.

13. Robert F. Vasa, επίσκοπος στο Baker, Oregon.

14. Yoshio Watanabe, Διευθυντής Καρδιολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Nagoya Tokushukai, Ιαπωνία.

15. Mercedes Arzú Wilson, Πρόεδρος του Αμερικανικού Ιδρύματος για την Οικογένεια και της Παγκόσμιας Οργάνωσης για την Οικογένεια.

Σημειώσεις

1) Θεωρούμε τη Διακήρυξη αυτή ιδιαίτερα σημαντική. Από αυτήν προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο προηγούμενος Πάπας και το Βατικανό, παρά την αντίθετη θέση που είχαν το 2000, επανεξέτασαν το θέμα του «εγκεφαλικού θανάτου» σε ειδική Συνδιάσκεψη και το 2005 καταδίκασαν τις μεταμοσχεύσεις από «εγκεφαλικά νεκρούς».
Οι ζυμώσεις για το θέμα του «εγκεφαλικού θανάτου» θα πρέπει να συνεχισθούν στην Ελλαδική Εκκλησία. Το ανοικτό και ταπεινό φρόνημα επιβάλλει να δεχόμαστε και ανατροπή των αποφάσεων, όπου χρειάζεται. Παρακαλούμε να ανασταλεί η προγραμματισμένη εκστρατεία συνεργασίας της Οργανώσεως «Αλληλεγγύη» της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, με τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (Ε.Ο.Μ.) για την προώθηση της δωρεάς οργάνων, μέχρι να επανεξετασθεί το θέμα και να ληφθεί σχετική απόφαση από Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη.

2) Το πρωτότυπο και πλήρες κείμενο της Διακηρύξεως στα Aγγλικά, υπάρχει στη διεύθυνση:http://www.cwnews.com/news/viewstory.cfm?recnum=37837.

Η Παγίδα της Δωρεάς οργάνων

” Για τους ανθρώπους μεγάλη δόξα στη ζωή είναι η γνώση, αλλά και κακό για όσους την χρησιμοποιούν άσχημα (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος) “

Ήταν καλοκαίρι του 1998 (πριν από οκτώ χρόνια δηλαδή), όταν αποφάσισα να γίνω δωρητής ιστών και οργάνων, με σκοπό να βοηθήσω ορισμένους συνανθρώπους μου μετά το θάνατό μου, από τη στιγμή που θα είχαν ανάγκη κάποιο από τα (άχρηστα πλέον για εμένα) όργανά μου.

Έτσι και έγινε και για αρκετό καιρό, παρέμενα ήσυχος (όσο όμως και αδιάφορος για να ερευνήσω πιο προσεκτικά το θέμα), πως έκανα το καθήκον μου σαν άνθρωπος όπως θα το ήθελε ο Θεός .

Εκείνος όμως που ορίζει αλλά και διαχωρίζει ποιο πραγματικά είναι το καλό, δεν με άφησε για πολύ καιρό στην ηρεμία της πλάνης μου, παρέχοντάς μου τα ερεθίσματα εκείνα έτσι ώστε να αρχίζω να προβληματίζομαι .

Στην αρχή , εντύπωση μου προκάλεσαν κάποιες συζητήσεις που είχα με δύο φιλικά μου πρόσωπα (γιατροί και οι δύο αλλά με διαφορετική ειδικότητα ο καθένας), σχετικά με ορισμένα «ύποπτα περιστατικά» που συνέβησαν στην Ελλάδα και σε άτομα που ήταν δωρητές ιστών και οργάνων, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους σε διάφορα νοσοκομεία! Μου ανέφεραν ενδεικτικά κάποιες «λανθασμένες» κινήσεις ορισμένων (οι οποίοι θέλουν να ονομάζονται γιατροί αλλά στην ουσία μόνο το συμφέρον της υγείας των δωρητών ιστών και οργάνων δεν υπηρετούν), που στάθηκαν αρκετές για να μετατρέψουν κάποιους ανύποπτους ασθενείς-δωρητές (των οποίων η κατάσταση της υγείας εξελισσόταν απόλυτα ομαλά) σε «αποθήκες ανταλλακτικών»!

Αφού τα κράτησα όλα αυτά σε κάποια άκρη του μυαλού μου, ύστερα από ένα μικρό χρονικό διάστημα άρχισε να διαφαίνεται ο δρόμος, που έμελλε να με οδηγήσει στην πηγή της αλήθειας .

Πιο συγκεκριμένα , καθώς ξεφύλλιζα μία εφημερίδα συνάντησα ένα άρθρο κάποιου Μητροπολίτη, το οποίο είχε ως θέμα τη δωρεά ιστών και οργάνων. Εκεί ο Σεβασμιότατος ανέφερε χαρακτηριστικά , πως «η πολυδιαφημισμένη αυτή πράξη είναι στην ουσία ένας φόνος, αφού για να είναι χρήσιμα τα όργανα που θα αφαιρεθούν πρέπει ο δότης να είναι ζωντανός!!! Ο άνθρωπος όμως σαν δισυπόστατο ον που είναι, αποτελείται από σώμα και ψυχή και κατά συνέπεια δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, ποιες μυστικές ενέργειες μπορεί να πραγματοποιεί με την αθάνατη ψυχή του (αν και κλινικά ή εγκεφαλικά «νεκρός»), εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Αν δηλαδή έχει στραφεί προς τον Θεό για να ζητήσει συγχώρηση για τις αμαρτίες του, κατανοώντας τη ματαιότητα αυτού του κόσμου (πράγμα πολύ πιθανό αν αναλογιστούμε την τραγική σωματική του κατάσταση, την οποία ψυχικά αντιλαμβάνεται και βιώνει), αν εμείς διακόπτουμε βίαια κάτι τέτοιο, κάτι που για εκείνον αποτελεί την τελευταία προσπάθεια αποκατάστασης της Σχέσης του με τον Θεό, όπως επίσης και αν αιτείται μία ακόμα ευκαιρία Σωτηρίας, για να αξιωθεί να μετανοήσει πραγματικά όπως ο Κύριος ορίζει και προτρέπει, για να συγχωρήσει, να εξομολογηθεί, να μεταλάβει, να κάνει δηλαδή τις Πράξεις εκείνες οι οποίες είναι ικανές να τον οδηγήσουν στη Βασιλεία του Δημιουργού του. Ας σκεφτούμε πως αυτά τα αιτήματα δικαιούται να τα ζητήσει, αφού είναι ακόμα ζωντανός!».

Έπειτα από όλα αυτά, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς το πόσο πιθανό είναι να εισακούσει ο Θεός τα αιτήματα ενός τέτοιου ανθρώπου και να του επιτρέψει να επανακτήσει την υγεία του, έτσι ώστε να μπορέσει αυτοθελήτως να προετοιμαστεί κατάλληλα για το «Μεγάλο Ταξίδι».

Αξίζει επίσης να τονιστεί πως αυτή είναι μία μόνο από τις αιτίες, που ο Θεός μπορεί να καταστήσει υγιή και πάλι κάποιον που θεωρείται κλινικά ή εγκεφαλικά «νεκρός», αφού δεν είναι δυνατό να εξερευνήσουμε την Πνευματικότητα του Κυρίου, η Οποία παραμένει ακατανόητη αλλά και ασύλληπτη.

Έχοντας λάβει υπόψη μου όλα εκείνα που διάβασα στο συγκεκριμένο άρθρο, έκρινα πως θα ήταν αναγκαίο να ακούσω και την άποψη της ιατρικής και για το λόγο αυτό επισκέφθηκα ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της χώρας , το νοσοκομείο στο οποίο είχα γίνει δωρητής ιστών και οργάνων.

Εισερχόμενος εκεί κατευθύνθηκα προς την αρμόδια Υπηρεσία (Εξωνεφρικής Κάθαρσης και Μεταμοσχεύσεων), ζητώντας κάποιον υπεύθυνο για να συζητήσω λίγο μαζί του. Χωρίς να το επιδιώξω με παρέπεμψαν στον Διευθυντή της Υπηρεσίας, ο οποίος έδειξε πρόθυμος να με ακούσει.

Ξεκινώντας τη συζήτηση τον ρώτησα εάν ο δότης είναι ζωντανός κατά τη διάρκεια της αφαίρεσης των οργάνων του, καθώς και με ποιο τρόπο γίνεται η όλη διαδικασία .

Η απάντησή του ήταν απόλυτα διαφωτιστική: «Για να έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε τα όργανα ενός δότη, πρέπει οπωσδήποτε να του τα αφαιρέσουμε ενώ αυτός είναι ακόμα ζωντανός!!! Και για να είμαστε απόλυτα σίγουροι πως δεν πρόκειται να ξυπνήσει, ο αναισθησιολόγος τον υποβάλλει σε ολική νάρκωση(!), με σκοπό να διασφαλιστεί έτσι η ομαλή εξέλιξη της επέμβασης»!!!

Προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εαυτό μου και εκτιμώντας παράλληλα την ειλικρίνειά του, τον ρώτησα όσο πιο ήπια μπορούσα αν κατά την άποψη της επιστήμης, υπάρχουν πραγματικά πιθανότητες να ξυπνήσει ένας τέτοιος ασθενής, αφού με τη μεγάλη πρόοδο που παρουσιάζει η ιατρική, ανθρώπους που σήμερα τους θεωρεί κλινικά ή εγκεφαλικά «νεκρούς», σε λίγα χρόνια μπορεί να τους δίνει ελπίδες επαναφοράς.

Και αυτή του η απάντηση όμως ήταν το ίδιο ειλικρινής αλλά και το ίδιο εξοργιστική με την προηγούμενη: «Για να τον υποβάλλουμε σε ολική νάρκωση ασφαλώς και υπάρχουν πιθανότητες να ξυπνήσει!!! Και όπως σωστά παρατήρησες, η ιατρική καθώς και γενικότερα η επιστήμη, λόγω της εξέλιξης είναι συχνά υποχρεωμένη να αναθεωρεί τις απόψεις της».

«Άρα πρόκειται για φόνο!» συμπέρανα και χωρίς να συνεχίσω άλλο τη συζήτηση, ζήτησα τη διαγραφή μου από τους καταλόγους των δωρητών ιστών και οργάνων του νοσοκομείου, για να πάρω τη διαβεβαίωση πως ύστερα από κάποιες ημέρες, θα λάμβανα το χαρτί της διαγραφής στο σπίτι μου (όπως και έγινε).

Το μέγεθος της αμαρτίας αυτής όμως, είναι πολύ μεγαλύτερο και δεν περιορίζεται μόνο στο φόνο της ιατρικής, αλλά προεκτείνεται και στον ίδιο το δότη με τη μορφή της αυτοκτονίας, αφού ο καθένας που αποφασίζει να δώσει τη συγκατάθεσή του για κάτι τέτοιο, στην πραγματικότητα εξουσιοδοτεί με τον πιο επίσημο τρόπο κάποιους που θέλουν να λέγονται γιατροί, κάποιους που γνωρίζουν ότι έχει πιθανότητες να ξυπνήσει και για το λόγο αυτό λαμβάνουν τα μέτρα τους για να μην ξυπνήσει, όχι να τον γιατρέψουν, αλλά να τον τεμαχίσουν ζωντανό! Και όπως μας προειδοποιούν οι Άγιοι με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, εκείνον που αυτοκτονεί δεν επιτρέπεται να τον κηδεύει η Εκκλησία, διότι ο Θεός τον κατατάσσει χωρίς Κρίση στους κολασμένους, σε εκείνους δηλαδή που θα οδηγηθούν οριστικά στην κόλαση κατά την Ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας.

Ας σταματήσουν λοιπόν τα παιχνίδια με τις ανθρώπινες ζωές κάποιοι «επιστήμονες», διότι είτε βρίσκονται στον κλάδο της Γενετικής (όπου και εκεί τα ίδια κάνουν με τα έμβρυα , τα οποία δεν τα θεωρούν ανθρώπους!), είτε βρίσκονται στις Μεταμοσχεύσεις, το ψέμα που χρησιμοποιούν ως άλλοθι είναι το ίδιο:

«Όλα γίνονται για το καλό των ανθρώπων»!

Και ας φροντίσουμε να ενημερωνόμαστε περισσότερο και εμείς, προτού λάβουμε κάποια τόσο επικίνδυνη απόφαση, αλλά και να ενημερώνουμε παράλληλα και όσους δεν γνωρίζουν, διότι η αδιαφορία για ορθή και αντικειμενική ενημέρωση σε τόσο σοβαρά θέματα (θέματα κυριολεκτικά ζωής και θανάτου), μπορεί να αποδειχθεί η αιώνια Καταδίκη μας .

Τέλος, θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθώ ως κατηχητής, σε μία ακόμη λανθασμένη απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία αποφάσισε να γίνουν τα μέλη της (τα οποία σέβομαι και τιμώ απόλυτα ως Ιερείς) δωρητές οργάνων!

Από το 1998, χρονιά κατά την οποία ανέλαβε τα καθήκοντα του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου, ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κύριος Χριστόδουλος , η Ιερά Σύνοδος έχει λάβει (εκτός από την συγκεκριμένη) και άλλες τραγικές αποφάσεις, παντελώς αντίθετες με τους Αγίους και Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας, όπως για παράδειγμα: α) Να υποδεχθεί τον Πάπα ως αρχηγό Εκκλησίας (!), από τη στιγμή που όλοι οι Άγιοι της Πίστεώς μας αποκαλούν τον Πάπα αρχιαιρεσιάρχη (αφού από αυτόν προήλθε το Σχίσμα της Εκκλησίας, αλλά και οι μεγαλύτερες αιρέσεις που υπάρχουν σήμερα στον πλανήτη) και μας προτρέπουν να τον αποφεύγουμε (για το ρόλο που διαδραματίζει με το αξίωμά του τόσους αιώνες μέσα στο Χριστιανισμό, αλλά και για τα δεινά που του προκάλεσε και συνεχίζει να του προκαλεί, παραμένοντας αμετακίνητος στις αιρετικές απόψεις του και διατηρώντας έτσι διασπασμένο το Ποίμνιο του Χριστού), όπως κάποιος αποφεύγει το φίδι. β) Να καταργήσει τους Ιερούς Εξορκισμούς(!), που οι ίδιοι οι Άγιοι έχουν γράψει και παραδώσει στην Εκκλησία , με σκοπό την καταπολέμηση των δαιμονικών πνευμάτων, τα οποία κατακυριεύουν ορισμένους συνανθρώπους μας. γ) Να αποφεύγει τόσον καιρό να καταδικάσει τις πράξεις ορισμένων Ιερέων, όπως επίσης και να επιβάλλει σε εκείνους τις ποινές που προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας (ενώ είχε τα στοιχεία για κάτι τέτοιο), με αποτέλεσμα να σκανδαλιστούν εκατομμύρια πιστών, από τη στιγμή που οι εχθροί (και μη) του Χριστού, έφεραν στο φως της δημοσιότητας τα σκάνδαλα .

Βέβαια, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο μεγαλύτερος Προφήτης της Ορθοδοξίας, είχε επισημάνει στα Κηρύγματά του πως θα υπάρξουν σοβαρά παραπτώματα από Ιερείς στο μέλλον. Για τον λόγο αυτό δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την Προτροπή της Αγίας Γραφής, που μας διδάσκει «να πειθαρχούμε στον Θεό, περισσότερο από ό,τι πειθαρχούμε στους ανθρώπους».

Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν ακόμη αρκετοί άξιοι Ιερείς στην πατρίδα μας, τους οποίους μπορεί να εμπιστευτεί ο πιστός λαός του Θεού, αφού ακολουθώντας την Αγία Γραφή και γενικότερα τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας, είναι σε θέση να καθοδηγήσουν με υπευθυνότητα και ασφάλεια το πλήρωμά Της.

πηγή: http://www.tideon.org/index.php?option=com_content&view=article&catid=75%3A2008-11-30-20-34-47&id=1657%3A—-2005&Itemid=365

Nοσηλευόταν σε κώμα στην εντατική μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας και μερίδα γιατρών διέγνωσε… εγκεφαλικό θάνατο, πιέζοντας τους συγγενείς της να δωρίσουν τα όργανά της. Tελικά ανένηψε!

Aγιο είχε η 55χρονη Παναγιώτα Αποστολοπούλου, κάτοικος Σαλαμίνας, που τη βοήθησε να επιστρέψει από… τον άλλο κόσμο!

Στο διάστημα που νοσηλευόταν στην εντατική σε κώμα, μετά από πνευμονία με μυκόπλασμα, οι συγγενείς της δέχονταν πιέσεις να δώσουν τη συγκατάθεσή τους και να υπογράψουν δήλωση δωρεάς οργάνων για μεταμόσχευση, αφού είχε ήδη καταγραφεί στα βιβλία του νοσοκομείου ο… εγκεφαλικός της θάνατος!

Οι πιέσεις, μάλιστα, άρχισαν από την πρώτη εβδομάδα νοσηλείας της στη ΜΕΘ μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας. Το συγκλονιστικό περιστατικό, μάλιστα, κατήγγειλε εγγράφως γιατρός του νοσοκομείου, αλλά και η οικογένειά της με αναφορά στον διοικητή του νοσοκομείου. Οι συγγενείς αρνήθηκαν κάθε συζήτηση για αφαίρεση οργάνων.

Η ασθενής, λόγω εργασιών συντήρησης, μεταφέρεται, για μερικές μόνο ημέρες, στη ΜΕΘ άλλου νοσοκομείου, με διάγνωση «εγκεφαλικός θάνατος οφειλόμενος σε μυκοπλασματική, ανοσολογικής αιτίας, εγκεφαλίτιδα». Στο χαρτί που συνόδευε την ασθενή, αναφέρεται ότι «οι συγγενείς αρνήθηκαν να υπογράψουν» για δωρεά οργάνων.

Διαφωνίες

Μετά από πολύμηνη νοσηλεία -στη διάρκεια της οποίας οι γιατροί είχαν χωριστεί στα δύο, επιμένοντας η μια πλευρά ότι «τελείωσε» και η άλλη ότι «είναι ζωντανή»- τελικά η γυναίκα ανένηψε!

Σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, μόνο στο 8% των ασθενών με τη συγκεκριμένη νόσο νεκρώνεται ο εγκέφαλος, ενώ η αξονική τομογραφία δεν συνηγορούσε υπέρ του εγκεφαλικού θανάτου. Αυτό ήταν και το «σημείο τριβής» των δύο πλευρών.

Τη διάψευση του «θανάτου» της κάνει πλέον η ίδια η κ. Αποστολοπούλου και στο «Εθνος της Κυριακής»: «Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου για όσα μου είπαν οι συγγενείς μου όταν συνήλθα.

Οι άνθρωποι που η ζωή μου είχε αφεθεί στα χέρια τους, θέλοντας να βοηθήσουν κάποιον που είχε ανάγκη για μεταμόσχευση, βιάζονταν να τελειώνουν με μένα. Νοσηλεύτηκα στην εντατική με σοβαρές επιπλοκές από πνευμονία και καθώς καθυστερούσα να συνέλθω, εκείνοι με είχαν ξεγράψει. Ο αδελφός μου ο Μιχάλης, κάποια στιγμή, αφού φύγαμε από το νοσοκομείο, μου λέει:

«Nα ευχαριστείς τον Θεό και τον γιατρό Κοφινά που σε έσωσε, κάνοντας καβγάδες με τους άλλους, γιατί ήταν αντίθετος και δεν άφησε να σε τελειώσουν».

Κινησιοθεραπεία

Σιγά σιγά βελτιώνεται -με ειδική κινησιοθεραπεία που ακολουθώ- και το κινητικό πρόβλημα που είχα στα χέρια και τα πόδια», μας λέει η κ. Αποστολοπούλου, που τη συναντήσαμε σε κλινική αποκατάστασης.

Εχω συνέχεια δίπλα μου μέρα και νύχτα, τον γιο μου τον Χρήστο, που με βοηθά. Ηδη κινώ τα χέρια μου και όπως μου λένε οι γιατροί, θα μπορώ αυτές τις ημέρες να σηκωθώ και όρθια, κάνοντας ειδικές ασκήσεις βαδίσματος. Σε κείνους που ήθελαν να με ξεγράψουν δεν κρατώ κακία, ούτε ζητώ κάτι. Αυτά τα πράγματα τα «δικάζει» ο Θεός».

Η διαδικασία…

Παρά την προσπάθεια «κουκουλώματος» της υπόθεσης, είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται τέτοιο σοβαρό περιστατικό, καθώς είναι γνωστό ότι υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες στη διαδικασία διαπίστωσης του εγκεφαλικού θανάτου, που αποκλείουν το ιατρικό λάθος, για να προχωρήσει στη συνέχεια η διαδικασία της δωρεάς. Μένει να αποδειχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τηρήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία.

Ο Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ) οφείλει να αποσαφηνίσει αν η τακτική αυτή, που ακολουθήθηκε με την περίπτωση της κ. Αποστολοπούλου, είναι η μοναδική, γιατί, διαφορετικά, κάποιοι πλήττουν το «κίνημα» της δωρεάς οργάνων. Η διοίκηση του νοσοκομείου, παρά το γεγονός ότι από τις 23/10/2008 έχει λάβει επιστολή συγγενών της κ. Αποστολοπούλου, μέχρι σήμερα δεν έχει ζητήσει «συγνώμη».

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

Η αναφορά του γιατρού που την έσωσε

Hδη από τις 30 Μαρτίου 2009, ο γιατρός Γεώργιος Κοφινάς με αναφορά του σε αρμό-δια όργανα εξιστορεί αναλυτικά ότι παρά τις δικές του αντιρρήσεις η οικογένεια δεχόταν πιέσεις από συναδέλφους του στο νοσοκομείο που συνεργάζονται με τον ΕΟΜ να δώσει τη συγκατάθεσή της για δωρεά οργάνων. Καταγγέλλει, μάλιστα, ότι «η εμμονή αυτή συνε-χιζόταν ακόμη και όταν κλήθηκε η νευρολόγος του νοσοκομείου που εξέτασε την ασθενή και είχε αρνηθεί να υπογράψει τον εγκεφαλικό θάνατο»! Περιγράφει «δοκιμασίες εγκεφαλικού θανάτου», οι οποίες έγιναν όλες χωρίς τη συγκατάθεση των συγγενών, μετά δε από κάθε δοκιμασία εγκεφαλικού θανάτου η ασθενής επιβαρυνόταν ανα-πνευστικά. Εξηγεί ότι «η παραμο-νή σε άπνοια -μέρος της διαδικα-σίας ελέγχου της εγκεφαλικής δραστηριότητας- προκαλεί ”ατελεκτασίες” οι οποίες προδιαθέτουν σε πνευμονίες, ενώ η άνοδος του διοξειδίου του άνθρακα μειώνει το pH του αίματος και προκαλεί οξέωση…». «Η κατάσταση ξέφυγε από τα όρια του νοσοκομείου μας και ενεπλάκη και ο Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων. Η κ. (…) επείσθη, χωρίς να δει την ασθενή, να τηλεφωνήσει στους συγγενείς, για να συγκατατεθούν στην αφαίρεση οργάνων», λέει στην αναφορά του ο κ. Κοφινάς.

(Πηγή: http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11424&subid=2&pubid=9528877)

http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1356

πηγή: http://www.tideon.org/index.php?option=com_content&view=article&id=1962:2010-10-12-06-06-42&catid=75:2008-11-30-20-34-47&Itemid=365

Προβληματισμοί από τις βασικές θέσεις επί της ηθικής των μεταμοσχεύσεων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος

Συντάχθηκε απο τον/την Αθανάσιος Β. Αβραμίδης, , Καρδιολόγος – Καθηγητής Παθολογίας Παν/μίου Αθηνών)
Κυριακή, 18 Οκτώβριος 2009 12:22
1. Για τον «εγκεφαλικό θάνατο» διαβάζουμε στο βιβλίο της Ι.Σ.Ε.Ε. «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις» (1) στο άρθρο 12, σ. 25: «Η Εκκλησία σέβεται και εμπιστεύεται την ιατρικήν έρευναν και κλινικήν πράξιν. Διά τον λόγον αυτόν, αν και δεν είναι αρμοδία, θα ημπορούσε να δεχθή την διεθνώς ομόφωνον άποψιν ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με το αμετάκλητον βιολογικόν τέλος του ανθρώπου». (Σημείωσή μου: σε όλα τα άρθρα των βασικών αυτών θέσεων παραμένει αμετάβλητη η γραφή του κειμένου της Ι.Σ.Ε.Ε.).

Σχόλιο επ’ αυτού του άρθρου: Είναι απορίας άξιο το ποιος έδω­σε και πώς πέρασε στην Ι.Σ.Ε.Ε. αυτήν την πληροφορία, και γιατί την υιοθέτησε ως διεθνώς απο­δεκτή, όταν αυτό δεν ανταποκρί­νεται στην αλήθεια. Επειδή ακριβώς υπάρχουν πολλά στοι­χεία στην διεθνή αλλά και την ελληνική βιβλιογραφία, δια των οποίων αμφισβητείται ένας τέ­τοιος ισχυρισμός (2). Ασπάζεται, λοιπόν, η Ι.Σ.Ε.Ε. μίαν «άποψιν» απομονώνοντάς την από «άλλες υπάρχουσες απόψεις». Και γράφει γι’ αυτήν ότι: «…αν και δεν είναι αρμοδία, θα ημπορούσε να δεχθεί την διεθνώς ομόφωνον άποψιν, ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυ­τίζεται με το αμετάκλητον βιολογικόν τέλος του ανθρώπου».
Πρόκειται για μία πρόταση η οποία συντακτικώς συνιστά το λε­γόμενο «οξύμωρον σχήμα». Και δικαιολογημένα θα διερωτάται κανείς για πολλά: α) Εάν η Ι.Σ.Ε.Ε. «δεν είναι αρμοδία», γιατί εκφρά­ζεται, εφ’ όσον «κρείττον το σιγάν του λαλείν». Για θέματα, μάλιστα, τα οποία είναι ιατρικής αρμοδιότη­τος, είναι καλύτερα να μην αναμι­γνύεται η Εκκλησία, όπως και Ιεράρχαι της Εκκλησίας μας το έ­χουν υποστηρίξει. Η, τουλάχιστον, «να μη σπεύδει», όπως άλλωστε είναι και η τακτική της σε τόσα άλλα θέματα, β) Το ότι «θα ημπο­ρούσε να δεχθεί», την εκθέτει. Διό­τι γραμματικώς το «θα ημπορούσε να δεχθεί» είναι «δυνητικόν», είναι το «ηδυνάμην αν», του 4ου είδους του «υποθετικού λόγου», με τον οποίον υπονοείται το «απραγματοποίητον». Και στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε να ακολουθεί ένα «αλλά δεν». Αλλως, θα ώφειλε η πρόταση να είναι: «θα ημπορούσε να δεχθεί την άποψιν ότι… κ.λπ., όμως υπό τις εξής προϋποθέσεις». Οι αμφισημίες και οι διγλωσσίες δεν έχουν θέση στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

2. Στο ίδιο αυτό άρθρο 12 ακολουθεί η φράση: «Ο εγκεφαλικός θάνατος αποτελεί γεγονός οριστικής και αναποτρέπτου καταστροφής του εγκεφάλου…». (Και ακολουθείται από το εξής στο άρθρο 13): «Κατ’ αυτόν, η αναπνευστική λειτουργία συντηρείται μόνον μηχανικώς. Αυτό που επιτυγχάνει η τεχνική υποστήριξις της αναπνοής είναι ότι προσωρινώς αναχαιτίζει την διαδικασίαν αποσυνθέσεως του σώματος, όχι όμως και την αναχώρησιν της ψυχής».
Σχόλιον επ’ αυτού: α) Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι, η Ι.Σ.Ε.Ε. παρουσιάζεται ωσάν να έχει εισέλθει στο «μυστήριον» της ζωής και του θανάτου, να το έχει ανατάμει, και γνωρίζει πλέ­ον το πότε και σε ποιες περιπτώ­σεις έχει συμβεί «η αναχώρησις της ψυχής». Ενώ, κατά την Ορθόδοξη πίστη, «ου φέρει το μυστή­ριον έρευναν». β) Το θέμα τής ανα­χώρησης τής ψυχής δεν είναι, βε­βαίως, αντικείμενο μελέτης της ια­τρικής επιστήμης, όμως είναι τε­ραστίας σημασίας για την ιατρι­κή, την βιοϊατρική και την εν γέ­νει ηθική, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια: γ) Το περισσότερο βαρύ πάντως για την Ι.Σ.Ε.Ε. είναι το ότι δέχθηκε αβασάνιστα τον «εγκεφαλικό θάνατο» στο θέμα της «αναχώρησης τής ψυχής», καθ’ όν χρόνον ο λεγόμενος «εγκεφα­λικός θάνατος» έχει χαρακτηρι­σθεί επιστημονικώς ως «ψευδεπί­γραφος» και επινόηση «χρηστι­κής σκοπιμότητος». δ) Συνιστά λάθος για την Εκκλησία να θεωρεί ότι, «…Κατ’ αυτόν -δηλαδή, τον και ως “ψευδεπίγραφον” χαρακτηριζόμενον “έγκεφαλικόν θάνατον”- αυτό το οποίο επιτυγχάνει η υποστήριξη της αναπνοής είναι ότι, αναχαιτίζει την διαδικασίαν αποσυνθέσεως του σώματος, όχι όμως και την αναχώρησιν της ψυχής». Και το λάθος από επιστημονικής πλευράς είναι ότι, δεν είναι η τεχνητή αναπνοή εκείνη η οποία αναχαιτίζει την διαδικασίαν αποσυνθέσεως του σώματος, αλλά η παύση της κυκλοφορίας, είτε φυσιολογικής είτε τεχνητώς υποστηριζομένης.
3. Στο βιβλίο της Ι.Σ.Ε.Ε. «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις» αναφέρονται τα όργανα του «εγκεφαλικώς νεκρού» ως «πτωματικά». Είναι όμως και πράγματι πτωματικά;

Σχόλιό μου: Κατά τις απαιτήσεις της Ιατροδικαστικής, δεν μπορεί να υπογραφεί το «Πιστο­ποιητικό Θανάτου» για έναν άνθρωπο, προ της παρελεύσεως του θεωρουμένου ως χρόνου «ικανού», προς επιβεβαίωση του ότι έχει επέλθει αμετακλήτως ο βιολογικός θάνατος. Υπάρχουν μάλιστα για την «απαίτηση» αυτή, πολλοί και σοβαροί λόγοι. Αλλά, και στην περίπτωση ακόμη που ένας άνθρωπος διαγνωσθεί σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ. Ε. Θ.) ως «εγκεφαλικώς νεκρός», και στην περίπτωση αυτή υπάρχουν πολλά ερωτήματα για το εάν αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι και «βιολογικώς νεκρός». Η μήπως;;; (τα τέτοια δε «μήπως» είναι πολλά).
Σε ένα τέτοιο άνθρωπο, πάντως, συνεχίζεται η παρεχομένη βοή­θεια, ώστε να «διατηρούνται τα όργανά του ζωντανά» και «κατάλ­ληλα προς μεταμόσχευση» (!). Ε­πομένως, κακώς χαρακτηρίζον­ται ως «πτωματικά», εφ’ όσον ο άνθρωπος δεν έγινε ακόμη «πτώ­μα». Θα γίνει ίσως ή μάλλον, λίγο αργότερα, αλλά και αυτό όχι μετ’ απολύτου βεβαιότητος, διότι υπάρ­χουν και κάποιες «εκπλήξεις». Την χρονική πάντως περίοδο, ή την ώρα που λαμβάνονται τα όργανά του προς μεταμόσχευση, ο άνθρω­πος «δεν είναι πτώμα». Και γι’ αυτό «δεν πιστοποιείται ως νε­κρός άνθρωπος».

4. Η Ορθόδοξη Εκκλησία ζητά από εμάς τους πιστούς της, να είναι ο λόγος μας κρυστάλλι­νος. «Εστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου, το δε περισσόν τούτων εκ τον πονηρού εστιν» (3). Ομως στις Βασικές Θέσεις της Ι.Σ.Ε.Ε. δεν συμβαίνει αυτό. Υπάρχουν «ασάφειες», και μάλιστα πολλές, οι οποίες δεν επιτρέπουν στους πιστούς να αποκτήσουν καθαρή αντίληψη επί των τόσο σοβαρών αυτών θεμάτων. Αλλά και με τα διάφορα «ΘΑ», επαναλαμβανό­μενα και αυτά.
5. Στο βιβλίο «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις» (Ε.κ.Μ.) της Ι.Σ.Ε.Ε., αλλά και στα βιβλία του προέδρου της Επιτροπής Βιοηθικής Αρχιμανδρίτου Νικολάου Χατζηνικολάου, τώρα δε Μητρο­πολίτου Μεσογαίας και Λαυρεω­τικής (4), συχνά αναφέρεται ότι είναι «σχολαστικισμός», και συνιστά «σχολαστικότητα» η ενασχόληση με την «στιγμή του θανάτου». Και ότι, εκείνο το οποίο ενδιαφέρει, κυρίως, είναι «η θυσιαστική προ­σφορά του δότη προς τον λήπτη». Διότι η τέτοια προσφορά «έχει με­γαλύτερη σημασία για τον δότη, αφού ο δότης είναι ο πραγματικός λήπτης», εφ’ όσον «αυτός ουσια­στικά είναι που ωφελείται», και μάλιστα περισσότερο και από τον λήπτη, διότι αυτός είναι εκείνος ο οποίος και «καρπούται χυμούς πνευματικής ζωής». Και, επίσης, «αυτή η πρόσκαιρη σωτηρία του πλησίον, του εξασφαλίζει τη δική του σωτηρία». Προς επίρρωση μάλιστα των τέτοιων «θέσεων», γίνεται επίκληση στο του Κυρίου, ο οποίος είπε: «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (5). Στο του Αποστόλου Παύλου επίσης, ο οποίος έχει γράψει: «Μαρτυρώ γαρ υμίν ότι ει δυνατόν τους οφθαλμούς υμών εξορύξαντες αν εδώκατέ μοι» (6). Αμφότερα όμως, αναφέρονται σε θέματα τα οποία ουδεμία σχέση είναι δυνατόν να έχουν προς τις μεταμοσχεύσεις, οπότε και η συσχέτισή τους με αυτές είναι μάλλον αδόκιμη.
Σχόλιό μου: Ολα αυτά, βεβαίως, ανήκουν στις αρμοδιότητες άλλων, και δεν τολμώ να διαπράξω «εισπήδηση» σε αυτά. Ως γιατρός όμως σκέπτομαι: α) Αραγε, να υποστηρίζονται οι μεταμοσχεύσεις για να καρπούται ο δότης τα τόσα και τέτοια πνευματικά οφέλη, μέχρι του βαθμού να «σώζεται» και να «εξασφαλίζει», ίσως, και αυτόν ακόμη τον «Παράδεισο»!!! β) Με συνέχει επίσης η σκέψη, εάν και κατά πόσον αυτή «η πρόσκαιρη σωτηρία του πλησίον εξασφαλίζει την αιώνια δική μας σωτηρία» (σ. 181 στο «Αλλήλων Μέλη») (7). Ενώ, σύμφωνα με τα όσα έχουμε διδαχθεί, «η σωτηρία του ανθρώπου είναι ένα μυστήριο, είναι δωρεά Θεού» (κατά τα όσα διεξοδικώς ανέπτυξε) και ο Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου στην διημερίδα με θέμα: «Ελευθερία της Βούλησης» στο Ινστιτούτο Goethe Αθηνών, 4-5 Φεβρ. 2005, βλ. σ. 100-101, στα ΠΟΙΝΙΚΑ 72, εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ) (8). Είναι όμως επιτρεπτό, τα προσφερόμενα όργανα του δότη να τυγχάνουν χρηστικής σκοπιμότητας προς «εξαγορά της σωτηρίας μας», όταν η σωτηρία μας είναι «μυστήριον και δωρεά του Θεού»;

Αλλά και πόσο επιτρεπτό είναι άραγε, τις προσωπικές του αντιλήψεις ή τις απόψεις του, να τις αναγάγει κάποιος σε “θέσεις” της Εκκλησίας; Η, ακόμη, και να λέει ότι (σ. 317 στο Ε.κ.Μ.): «Ασκώντας τέτοια ποιμαντική η Εκκλη­σία ίσως μπορέσει να εξασφαλί­σει 200 μοσχεύματα ετησίως»! Υπάρχει άραγε (διερωτώμαι) μια κάποια τέτοια επίσημη “Ποιμα­ντική της Εκκλησίας”; Αλλά και με ποιά απόφαση και πότε η Ιε­ρά Σύνοδος έχει εγκρίνει τέτοιου είδους “χρηστική σκοπιμότητα” των μεταμοσχεύσεων;;;
Πάντως, αναφερόμενος ο ίδιος στο Μέλλον των Μεταμοσχεύσε­ων (σ. 321 και εξής), στη σ. 330 αναπτύσσει το θέμα των Ξενομοσχευμάτων. Στη σ. 331, λοιπόν, γράφει ότι: «η πλειοψηφία των γιατρών πιστεύει ότι τα ξενομοσχεύματα αποτελούν την πιο βιώ­σιμη λύση για το μέλλον των με­ταμοσχεύσεων». Και στη σ. 332 προσθέτει: «Χωρίς αμφιβολία, εάν επικρατήσει η ιδέα και εφαρμο­γή των ξενομοσχευμάτων, θα αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το πρόβλημα της εξευρέσεως μοσχευμάτων και η έρευνα θα έχει καταγράψει ένα ακόμη εντυπω­σιακό και ιδιοφυές επίτευγμα». Και συνεχίζει: «Παρά ταύτα, μια τέτοια εξέλιξη της μεταμοσχευτικής επιστήμης θα είχε και ορι­σμένες αρνητικές συνέπειες: α) οι μεταμοσχεύσεις δεν θα στηρίζονται ούτε και θα καλλιεργούν τις αξίες της αυτοπροσφοράς και συναλληλίας… η επιβολή των …ξενομοσχευμάτων θα τις απογυμνώνει από τον ανθρωπιστικό τους χα­ρακτήρα…κ.λπ.» (Αυτό, βεβαίως, παρά το ότι συνιστά μία πολύ συζη­τήσιμη τοποθέτηση του προέδρου της Επιτροπής Βιοηθικής της Ι.Σ.Ε.Ε., δεν το σχολιάζω, επειδή το θεωρώ ως προσωπική του αξιολόγηση, και οπωσδήποτε όχι ως θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας).
γ) Ως γιατρός και μόνον αναλογίζομαι τις εμπλοκές για κάποιους ακόμη και με τον Ποινικό Κώδικα (Π.Κ.). Αυτό δε, από μια φράση στα βιβλία του Προέδρου της Ε.Β., η οποία και επαναλαμβάνε­ται, ακριβώς η ίδια, τρεις φορές: (Στο βιβλίο «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις», σ. 291, στο «Ελεύθεροι από το Γονιδίωμα», σ. 324, και στο «Αλλήλων Μέλη», του 2005, στη σ. 215) (9).

Η φράση αυτή είναι: «… 7) Τέ­λος, να εκχωρήσει (ο δότης) από τις στιγμές της ευδαίμονος νηφα­λιότητάς του το δικαίωμα, και συ­νεπώς την εμπιστοσύνη, στους για­τρούς και τους δικούς του, αντί να σταματήσει λίγο αργότερα από μόνη της, να του σταματήσουν αυτοί την καρδιά εκείνη τη στι­γμή που αυτοί κρίνουν, βέβαιος πως μόνο το καλό του θέλουν».
Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προ­σοχή, διότι η φαινομενικώς αθώα αυτή φράση περιέχει τα εξής επι­κίνδυνα: α) Την εκχώρηση σε τρί­τους του δικαιώματος να τερμα­τίσουν τη ζωή του δότη (ενώ η ζωή δεν μας ανήκει, είναι «δώρον Θεού» και η «ανάκλησή της» ανή­κει μόνον σε Εκείνον), β) Ο τερ­ματισμός της ζωής κάποιου «πριν να έρθει η ώρα και γι’ αυτόν», συ­νιστά «Επιταχυθανασίαν», η οποία και τιμωρείται κατά το άρθρο 299 του Π.Κ. γ) Το να βοηθήσει κά­ποιος τον δότη να πεθάνει, έστω και λίγο μόνον «νωρίτερα» από την ώρα του, χαρακτηρίζεται ως πράξη «συμμετοχής σε αυτοκτο­νία», και τιμωρείται κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 300 και 301 του Π.Κ. ως «φόνος εκ προμελέτης».

Σημείωσή μου: Παρακαλώ τους αναγνώστες να συγχωρήσουν αυτόν τον σχολιασμό μου. Δεν είμαι «νομικός», αλλά αυτά μου προέκυψαν ως γνώσεις κατά τις αναζητήσεις έγκυρων στοιχείων, όταν συνέγραψα τα βιβλία μου, α) Για την ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ (το 1995, το οποίο προλόγισε ο καθηγητής της Νομικής Γ. Δασκαρόλης). β)  Ευθανασία και «Ευθανασία» (το 2005, το οποίο προλογίζει ο Μητροπολίτης Σπάρτης Ευστάθιος, και είναι των εκδόσεων της Μητροπόλεως Σπάρτης).

Η «στιγμή του θανάτου»
Η «στιγμή του θανάτου» αναφέρεται, συχνά πυκνά, ως θέμα «σχολαστικό» ως «σχολαστικισμός της φιλοσοφίας», και διάφορα άλλα (10). Ο πρόεδρος της Επιτροπής επί της Βιοηθικής των Μεταμοσχεύ­σεων, Αρχιμ. Νικόλαος Χατζηνικολάου, τότε, και τώρα Μητροπολί­της Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, σε εκτεταμένη εκπομπή του, δια τηλεφώνου, στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλά­δος, στις 18.3.2001, ομιλώντας για τις μεταμοσχεύσεις και απαντώ­ντας σε σχετική ερώτηση για τη «στιγμή του θανάτου», είπε: «Αυτή ενδιαφέρει τους ανθρώπους οι οποίοι ασχολούνται με σχολαστι­κισμό στο θέμα αυτό». Και ετόνισε: «Εγώ προσωπικά δεν παλεύω με αυτό το θέμα. Το έχω ξεκαθα­ρίσει. Ο εγκεφαλικώς νεκρός είναι νεκρός. Δεν έχω καμμία αμφιβο­λία μέσα μου», (σσ. Αυτά υπάρ­χουν και σε δημοσιεύματα κληρικών. Ουδέποτε όμως διεψεύσθησαν. Αντί για το δικό μου σχό­λιο επί των ανωτέρω για τη «στιγ­μή του θανάτου, προσφεύγω σέ «δανεισμό». Ο Μητροπολίτης λοι­πόν Ναυπάκτου Ιερόθεος (Βλάχος) έχει διατυπώσει επ’ αυτού μια εντελώς διαφορετική άποψη. Συγκεκριμένως: Στην εισήγησή του στην Ι.Σ.Ι. της Ε.Ε., επί του θέματος «Η θέσις της Εκκλησίας δια τας Μεταμοσχεύσεις», η οποία και συμπεριλαμβάνεται στον «τό­μο» Ε.κ.Μ. της Ι.Σ.Ε.Ε (11), στη σε­λίδα 360 γράφει το εξής: «Την ώρα που χωρίζεται η ψυχή από το σώμα, τότε γίνονται πολλά πράγματα, και το μυστήριο του αποχωρισμού είναι φοβερό και άγνωστο τώρα στα ανθρώπινα δεδομένα. Και τό­τε, πώς επεμβαίνουμε βίαια σε έναν άνθρωπο του οποίου δεν λει­τουργούν μερικές εγκεφαλικές λει­τουργίες αλλά, επειδή λειτουργεί η καρδιά υπάρχει ακόμη η ψυχή»! Και λίγο πιο κάτω, προσθέτει: «Μήπως στην κατάσταση εκείνη της διαδικασίας εξόδου, που γί­νονται και πολλά πνευματικά γεγονότα, στεκόμαστε ανάλγητοι, όταν λαμβάνουμε τα όργανα του σώματος, ενώ ως πρόσωπο ζει ο άνθρωπος»! (σ.σ. από αυτά συνάγεται σαφέστατα ότι η ενασχό­ληση με τη «στιγμή του θανάτου», δεν είναι γιά όλους ένας σχολα­στικισμός).
Η «στιγμή του θανάτου» έχει τεράστια σημασία για την Ιατρι­κή. Σημαντικότατη για την κοι­νωνία, και σε σχέση με τις μεταμοσχεύσεις.

α) Για τους γιατρούς η στιγμή του θανάτου δεν είναι «σχολαστικισμός», διότι ανακύπτουν πολλά και ποικίλα προβλήματα, και κά­ποια ιατροδικαστικής φύσεως. Υπάρχουν, επίσης, και κίνδυνοι για δυσάρεστες εμπλοκές σε δι­καστικές αντιπαραθέσεις, εξ αιτίας της «στιγμής του θανάτου». Το να λέγεται λοιπόν ότι η «στιγμή του θανάτου» είναι θέμα των φιλοσό­φων, όπως και να μη ασχολούμε­θα με αυτήν, διότι είναι «σχολα­στικισμός», είναι απολύτως εκτός πραγματικότητος.
β) Στην περίπτωση της «καρ­διακής συγκοπής ή ανακοπής» η διακοπή του νήματος της ζωής, σχεδόν κατά κανόνα, είναι «στι­γμιαία». Στην περίπτωση ενός «αιφνιδίου θανάτου», οι ιατροί βρισκόμεθα ενώπιον πολλών προ­βλημάτων, τα οποία ουδόλως είναι «σχολαστικιστικής» φύσεως, αλλά «ουσίας». Οι λόγοι δε είναι οι εξής:

1ος λόγος. Από τη στιγμή που θα σταματήσει η κυκλοφορία του αίματος, στην περίπτωση π.χ. ενός «καρδιοαναπνευστικού» θανάτου, υπάρχει το στάδιο του «καρδιακού κλινικού θανάτου». Και τότε «η στιγμή του θανάτου» δεν συνιστά «σχολαστικισμό», καθ’ όσον αποτελεί κρισιμότατο σημείο για τις συντονισμένες προσπάθειες οι οποίες πρέπει να καταβληθούν κατεπειγόντως λόγω του ότι είναι δυνατόν ο άνθρωπος να επανέλθει στη ζωή, σύμφωνα με τα όσα περιεγράφησαν στο κεφάλαιο περί του «κλινικού θανάτου». Για τον λεγόμενο «εγκεφαλικό θάνατο», βεβαίως, δεν έχει αναφερθεί μέχρι τώρα ο όρος «εγκεφαλικός κλινικός θάνατος», επειδή ο «εγκεφαλικός θάνατος» έχει ταυτισθεί (κακώς βεβαίως) με το «αμετάκλητον βιολογικόν τέλος του ανθρώπου». Ενώ ενδέχεται και να μην είναι. Μέχρι τώρα, πάντως, εφ’ όσον διαπιστωθεί νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους, γίνεται «διασωλήνωση» για την τεχνητή αναπνοή. Και προσφέρεται ιατρική βοήθεια με τον άρρωστο «εν καταστολή», στην περίπτωση που αυτός είναι «υποψήφιος δότης». Με τον τρόπο αυτόν καταβάλλεται προσπάθεια ώστε τα όργανά του να διατηρούνται «ζωντανά» και κατάλληλα για την μεταμό­σχευση (άρα αυτά τα όργανα δεν είναι και δεν έχουν γίνει ακόμη «πτωματικά»). Ενώ στην περί­πτωση που κάποιος δεν πρόκει­ται να είναι «δότης», ο ν. 2737/99 επιτάσσει την διακοπή της παρεχομένης βοήθειας (12).
Η πράξη όμως αυτή, ενδεχομένως, για κάποιους, έστω πολύ ολίγους, θα ισοδυναμούσε με κα­ταδίκη σε θάνατο. Ποιός λοιπόν είναι εκείνος ο οποίος θα ήταν δικαιολογημένος για την ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης;

2ος λόγος. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων μεταξύ των τέ­τοιων «εγκεφαλικώς νεκρών», οι οποίοι επανήλθαν στη ζωή, όσο λίγοι και αν είναι αυτοί.

Επομένως, κανένας δεν επιτρέπεται πλέον να αγνοεί ή να αρνείται μια τέτοια πραγματικότητα. Η να ισχυρίζεται εν έτει 2005, και να γράφει σε βιβλίο του (βλ. «Αλλήλων Μέλη», σ. 47) ότι: «Ουδέποτε αναφέρθηκε περίπτωση αναζωογόνησης και ανάκαμψης τέτοιων ατόμων» (13). Διότι αυτό δεν είναι αληθές.

Η πραγματικότητα είναι ότι κάποιοι από τους αρρώστους, οι οποίοι διεγνώσθησαν ότι υπέστη­σαν «νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους» και χαρακτηρίσθηκαν ως «εγκεφαλικώς νεκροί», τελικώς επέζησαν. Το «γιατί» είναι ένα σο­βαρό θέμα. Το οποίο και βεβαίως πρέπει να διερευνηθεί. Επειδή: α) Μπορεί να πρόκειται για «λά­θος» στη διάγνωση. β) Για ανε­πάρκεια των «κριτηρίων» ασφα­λούς διαγνώσεώς του. γ) Υπάρ­χουν και οι περιπτώσεις «εσπευ­σμένης» διάγνωσης, δ) Ακόμη και περιπτώσεις μη τήρησης του «όρου» της επαναλήψεως των «δο­κιμασιών» μετά ένα 24/ωρο, προς επιβεβαίωση της ορθότητος της διαγνώσεως του λεγομένου «εγκε­φαλικού θανάτου». ε) Να «εικά­ζεται» απλώς η βούληση ενός «δό­τη» (σε «αλλοδαπούς» περισσότε­ρο, ή άλλους νοσηλευομένους χω­ρίς γνωστούς ή συγγενείς γύρω τους), ενώ «έξω από την πόρτα» περιμένει κάποιος «πως και πως», για να πάρει τα όργανά του, ώστε να ζήσει αυτός από τα όργανα κάποιου, ο οποίος μπορεί να μην είναι ακόμη και «τελείως νεκρός» (δυστυχώς, σε τέτοιες περιπτώ­σεις, μπορεί να ισχύει, το, «ο θά­νατός σου, η ζωή μου»). στ) Υπάρ­χουν και οι «πιέσεις» για μείωση και ελαστικοποίηση και αυτών ακόμη των “κριτηρίων” διαγνώ­σεως του θανάτου. Η, το σώμα του νεκρού να θεωρείται κτήμα της κοινωνίας προς διάθεση για τις μεταμοσχεύσεις (14). Αλλά και διάφορα άλλα «τεχνάσματα» με τα οποία επιδιώκεται η μείωση των «δυσκολιών», ώστε να «διευκολύνονται» περισσότερο οι μετα­μοσχεύσεις.
Τέτοια τεχνάσματα είναι και η «εικαζομένη συναίνεση» και η «μη εκπεφρασμένη εγγράφως άρνη­ση». Ωστε, επί «διαγνώσεως του χαρακτηριζομένου ή εκλαμβανομένου ως εγκεφαλικού θανάτου», με νομικίστικες δηλαδή επινοή­σεις, να γίνεται η «υποκλοπή» ή η «υφαρπαγή» οργάνων προς με­ταμόσχευση. Καταργουμένου, δη­λαδή, ακόμη και αυτού του αυτε­ξουσίου της προσωπικότητας του ανθρώπου. Και ορθώς η Εκκλη­σία της Ελλάδος έχει αντιταχθεί, τόσο προς την «εικαζομένη συναί­νεση» όσο και προς την «μη εκπε­φρασμένη άρνηση».

3ος λόγος. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι υπάρχουν και κά­ποιες αξιοθαύμαστες περιπτώσεις ανθρώπων, που ενώ χαρακτηρί­σθηκαν ως «εγκεφαλικώς νεκροί», τελικώς επέζησαν, γεγονός το οποίο λογικώς θεωρείται απίστευ­το. Και μάλιστα υστέρα από ένα πολλαπλώς βεβαιωμένον «εγκε­φαλικό θάνατο», και με όλα τα «κριτήρια» θετικά, και κατ’ επα­νάληψη. Τέτοιες περιπτώσεις σε πολλούς από εμάς τους γιατρούς είναι γνωστές, ακόμη και από προ­σωπική πείρα (15).

4ος λόγος. Από κάποιες τέτοιες περιπτώσεις, όσο σπάνιες ή και απίστευτες και αν φαίνονται, εάν δεν πρόκειται περί «θαύματος» (αυτό βεβαίως μόνον ο Θεός το γνωρίζει) ένας σκεπτόμενος άνθρω­πος δικαιούται να προβληματί­ζεται. Και να διερωτάται για την ικανότητα της επιστήμης να κα­θορίζει τον βιολογικό θάνατο ενός ανθρώπου δια της διαγνώσεως του «θανάτου του στελέχους του εγκεφάλου». Είναι λογικό, επο­μένως, να διερωτάται κανείς και για το εξής: Μήπως βιάσθηκε η Επιστήμη, ίσως και να σταμάτη­σε την έρευνα γύρω από τον «νευρολογικό θάνατο», επαφιεμένη στη διάγνωση «της νέκρωσης του στελέχους του εγκεφάλου» η οποία και «θεσμοθετήθηκε» (κακώς μάλιστα) για να σημαίνει και το βιολογικόν τέλος του ανθρώπου;
Ενδέχεται όμως, με την αλμα­τωδώς αναπτυσσομένη επιστημο­νική έρευνα (κάτι το οποίο δεν δι­καιούται να το αποκλείσει κανείς) να προκύψει κάποτε και για τον «νευρολογικό θάνατο» κάτι ανά­λογο με εκείνο του «καρδιακού κλινικού θανάτου». Και να ομι­λούμε τότε πλέον για «εγκεφαλι­κό κλινικό θάνατο» και, πιθανόν, με την περαιτέρω πρόοδο της επι­στήμης, ακόμη και για μια «ιάσι­μη», ενδεχομένως, κατάσταση. Αυτό δε, επειδή ακριβώς πολλά από εκείνα τα οποία πριν από λίγα χρόνια απεκλείοντο ή εθεωρούντο ως απραγματοποίητα, σήμερα αποτελούν χειροπιαστή και πανθομολογουμένη πραγματικότητα. Παράδειγμα πολύ πρόχειρο, η αναφερθείσα και νωρίτερα καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση.
Συμπέρασμα


Από τα ανωτέρω εκτεθέντα κα­θίσταται εμφανές ότι, «Οι Βασικές Θέσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί της Ηθικής των Μεταμοσχεύσεων», παρουσιάζουν ατέλειες, ασάφειες και αρκετά λάθη. Αποδεικνύεται δε ότι η ενασχόληση με την «στιγμή του θανάτου» και τα άπειρα περί αυτήν προβλήματα ουδόλως συνιστά «σχολαστικισμόν». Επί πλέον, παραθεωρείται παντελώς ολόκληρη η επιστημονική «γραμματεία» περί του «καρδιοαναπνευστικού» θανάτου, αλλά και η εκκλησιαστική περί καρδίας «ως κέντρου ζωής». Για την τέτοια «παράλειψη», μάλιστα, έχει ασκηθεί και σφοδρή αντιπαράθεση εκ μέρους ειδημόνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η Επιτροπή Βιοηθικής της Ι.Σ.Ε.Ε., με την έκδοση του βιβλίου της «Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις», διετύπωσε την ευχή «να ακολουθήσουν και άλλες μελέτες, οι οποίες θα συντελέσουν στην τε­λική διαμόρφωση της εκκλησια­στικής τοποθετήσεως της Ιεράς Συνόδου». Προς τον σκοπό αυτόν, λοιπόν, μετά το προηγούμενο βι­βλίο μου «Μεταμοσχεύσεις. Προβληματισμοί και Διλήμματα», κατατίθεται και το παρόν από το προς έκδοση βιβλίο μου με τίτλο «Μεταμοσχεύσεις και Εκκλησία», ως ελάχιστη συμβολή στην πράγματι εργώδη και συγκινητική προσπάθειά της για την προαγωγή των μεταμοσχεύσεων.
______________________
1)    Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις. Εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2001.
2)    Βρεττος Μ., Γιαννουλης Ε., Γκιαλα Μ., Καρακατςανης Κ., Κουντουρας Ι., Μπαλαμουτςος Ν., Τσανάκας Ι., Γουλιανος Α., Κωνςταντινιδης Ν., Κούπας Π., «Προβλήματα και ασάφεια του ν. 2737/1999 για τις μεταμοσχεύσεις ανθρωπίνων ιστών και οργάνων», Ιατρικόν Βήμα, Νοέμβ.-Δεκ. 1999. Οι ανωτέρω και ο Ζουρνατζης Β.: «Ελλείμματα του νόμου για τις μεταμοσχεύσεις», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 12.9.1999· και: «Επιστημονικές επιφυλάξεις για τον νέο νόμο», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 10.10.1999. YOUNGER S., «Defining death. A superficial and fragile consensus», Arch Neurol 49: 570-572, 1992. TRUOG R. D., Is it time to abandon brain death?, Hastings Cent Rep (United States), 27:29-37, 1997. GRANFORD R., “Even the dead are not terminally ill anymore”, Neurology 51:1530-1531, 1998. Καρακατςανης Κ., «ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ». Ταυτίζεται με τον θάνατο του ανθρώπου; (Ιατρική και φιλοσοφική θεώρηση), Β’ έκδοση, UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη 2001. Παναγοπουλος Εμμ., «Ο εγκεφαλικός θάνατος. Η άλλη όψη», ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Μάιος 1994.


3)    Ματθ. ε’ 37.
4)    Χατζηνικολαου Νικόλαος (Αρχιμανδρίτης, Πρόεδρος Επιτροπής Βιοηθικής Ι.Σ.Ε.Ε.): Ελεύθεροι από το Γονιδίωμα. Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεον­τολογίας (αχρονολόγητο). Χατζηνικολαου Νικόλαος (Μητροπολίτης τώρα Μεσο­γαίας και Λαυρεωτικής): «Αλλήλων Μέλη». Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2005.


5)    Ιω. ιε’ 13.
6)    Γαλ. δ’ 15.
7)    Χατζηνικολαου Νικόλαος (Μητροπολίτης τώρα Μεσογαίας και Λαυρεωτικής): «Αλλήλων Μέλη». Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2005.
8)    Ιερόθεος Βλάχος (Μητροπολίτης Ναυπάκτου): «Ντετερμινισμός καί Ορθόδοξη Συνέργια».
9)    Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις. Εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2001. Χατζηνικολαου Νικόλαος (Αρχιμανδρίτης, Πρόεδρος Επι­τροπής Βιοηθικής Ι.Σ.Ε.Ε.), Ελεύθεροι από το Γονιδίωμα. Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας (αχρονολόγητο). Χατζηνικολαου Νικόλαος (Μητροπολίτης τώρα Μεσογαίας και Λαυρεωτικής): «Αλλήλων Μέλη», Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2005.
10) Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις, Εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2001. Χατζηνικολαου Νικόλαος (Αρχιμανδρίτης, Πρόεδρος Επι­τροπής Βιοηθικής Ι.Σ.Ε.Ε.): Ελεύθεροι από το Γονιδίωμα. Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας (αχρονολόγητο). Χατζηνικολαου Νικόλαος (Μητροπολίτης τώρα Μεσογαίας και Λαυρεωτικής): «Αλλήλων Μέλη». Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2005.
11) Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ειδική Συνοδική Επιτροπή επί της Βιοηθικής: Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις. Εκδ. Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2001. Βλάχος Ιερόθεος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, «Η θέση της Εκκλησίας για τις Μεταμοσχεύσεις», Εισήγηση στην Ιερά Σύνο­δο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την 12.10.1999. Αναδημοσιευμένη στο ανωτέρω Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις, σσ. 337-366.
12) Νόμος 2737/27.8.1999, Φ.Ε.Κ. 174, τεύχος πρώτο: Μεταμοσχεύσεις ιστών και οργάνων και άλλες διατάξεις. Αρθρο 12 παρ. 6, και άρθρο 20, παρ. 1,7 και 8.
13) Χατζηνικολαου Νικόλαος (Μητροπολίτης τώρα Μεσογαίας και Λαυρεω­τικής): «Αλλήλων Μέλη». Εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2005.
14) Παπαδημητριου Ι., «Ηθικά και δεοντολογικά προβλήματα των μεταμοσχεύ­σεων», ΙΑΤΡΙΚΟ ΒΗΜΑ, Μάϊος 1989, σ. 60.
15) SHEWMON D. A., “Recovery from “Brain Death”: A neurologist’s apologia”, Linacre Quarterly, February 1997, 31-96. Αβραμιδης Αθ. Β., «ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ. (Μέρος Β’) Από την θεωρία στην πραγματικότητα», περιοδικό ΑΚΤΙΝΕΣ, Μάρτιος 1989, σ. 98, περί­πτωση 3η. “Ενας νέος ανέζησε”: Από το βιβλίο του Μητροπολίτη Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου Δημήτριου, με τίτλο «Θαύματα Αγίων-Σημεία Θεού». Εκδοση Ι. Μ. Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, Γρίβα Γουμενίσσης. Και στην ιστοσελίδα της Ι. Μ. Γουμενίσσης, http://www.imgap.gr/file1/sthavmata.html#apostolosgazepis Βλέπε σχε­τικώς και Νο. 20 της παρούσης Βιβλιογραφίας.
(Πηγή: Περιοδικό «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ», ΙΟΥΝ-ΣΕΠ 2007)
(Ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένου: www.alopsis.gr)

http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=762

πηγή: http://www.tideon.org/index.php?option=com_content&view=article&catid=75:2008-11-30-20-34-47&id=692:2009-10-18-10-24-50

Εκκλησία και μεταμοσχεύσεις

Διαβάστε το κείμενο του π. Στέφανου Στεφόπουλου, ως μια διαφορετική άποψη στα όσα διατυπώθηκαν από την Επιτροπή Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου.

Εκκλησία και μεταμοσχεύσεις

Θέσεις της Επιτροπής Βιοηθικής σχετικά με τις μεταμοσχεύσεις

ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΩΝ

(10.12.1999) α. Γενικές ἀρχές

1) ῾Η ᾿Εκκλησία, ἀντικρύζει τὶς μεταμοσχεύσεις, ὅπως καὶ κάθε τι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πάλη του μὲ τὸν θάνατο, μὲ ἰδιαίτερη συμπάθεια, κατανόηση καὶ αἴσθημα σοβαρότητος. ᾿Αντιλαμβάνεται καὶ τὸ μέγεθος τοῦ προβλήματος καὶ τὶς δυνατότητες ποὺ παρέχουν οἱ μεταμοσχεύσεις καθὼς καὶ τὸ μεγάλο της χρέος ἀπέναντι στὴν κοινωνία, στὴν ἰατρικὴ πράξη, στοὺς λῆπτες ἀλλὰ καὶ στοὺς δυνητικοὺς δότες. Καὶ τὸν λήπτη θέλει νὰ βοηθήσει, ἀλλὰ καὶ τὸν δωρητή ὀφείλει νὰ σεβασθεῖ.
2) Τὸ κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἠθικῆς τῶν μεταμοσχεύσεων, ὅπως καὶ κάθε προβλήματος, εἶναι πνευματικό. Ἂν κάτι βλάπτει τὴν ψυχὴ ἢ ὑποβιβάζει τὶς πνευματικὲς ἀξίες, ἀνεπιφύλακτα τὸ ἀπορρίπτει. Ἀντιθέτως, ἐὰν τὸ ἐπὶ μέρους ἐπιστημονικό ἐπίτευγμα εἶναι συμβατὸ μὲ τὴ θεολογικὴ παράδοση, διδασκαλία καὶ ἐμπειρία της, τὴν ἰδιοφυῆ ἀνακάλυψη τὴν ἀντιμετωπίζει μὲ τὴν τόλμη τῆς πνευματικῆς καινοτομίας της. Οὔτε μὲ τὸν ὀρθολογιστικὸ σχολαστικισμὸ ἔχει σχέση, οὔτε σὲ πολιτικὲς σκοπιμότητες ὑποχωρεῖ, οὔτε μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση συντάσσεται.
3) Κάθε τι ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἀτομικισμὸ καὶ τὴν φιλοζωία καὶ συνδέει τοὺς ἀνθρώπους μὲ σχέση ἀμοιβαιότητος καὶ κοινωνίας, κάθε τι ποὺ ἀποδεικνύει τὴν ὑπεροχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐπὶ τῆς βιολογικῆς ἐπιβιώσεως, ἡ ᾿Εκκλησία τὸ προστατεύει καὶ τὸ ὑποστηρίζει. ᾿Αλλὰ καὶ μπροστὰ στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καθὼς καὶ τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας τοῦ ἀνθρώπου στέκεται μὲ σεβασμὸ καὶ ἰδιάζουσα εὐαισθησία.

β. Εἰδικὲς ἀρχὲς

4) Οἱ μεταμοσχεύσεις μεταμορφώνουν τὸ δράμα τοῦ λήπτη σὲ ἐλπίδα ζωῆς. Ἡ ᾿Εκκλησία θὰ μποροῦσε μὲσα ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία της νὰ τὶς εὐλογήσει, μὲ τὴν ἀδιαπραγμάτευτη ὅμως προϋπόθεση ὅτι κατὰ τὴ μεταμοσχευτικὴ διαδικασία προστατεύεται ἡ συνείδηση τοῦ δότη καὶ δὲν παραβιάζονται οἱ πνευματικὲς ἀξίες.
5) Kάθε λογικὴ ἀποδοχῆς τῶν μεταμοσχεύσεων ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία ἔχει τρεῖς ἄξονες·
α) ῾Η ᾿Εκκλησία αἰσθάνεται μὲν τὸ φιλάνθρωπο χρέος της ἀπέναντι στὸν λήπτη -ποὺ ἔχει ἀνάγκη νὰ ζήσει-, ἀντιλαμβάνεται ὅμως περισσότερο τὸν ρόλο της δίπλα στὸν δότη -ποὺ μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ προσφέρει. ᾿Επ᾿ οὐδενὶ λόγῳ καὶ μὲ κανένα τρόπο δὲν θυσιάζει τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸ δότη στὴν ἀνάγκη ἐπιβιώσεως τοῦ λήπτη. Ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι νὰ ζήσει ὁ λήπτηςּ ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ δώσει ὁ δότης. Ὁ λήπτης λαμβάνει θνητὸ σῶμαּ ὁ δότης δίνει ἀπὸ τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Ὅσο ἀνώτερη εἶναι ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τόσο μεγαλύτερο εἶναι τὸ πνευματικὸ ὄφελος τοῦ δότη ἀπὸ τὸ βιολογικὸ κέρδος τοῦ λήπτη. «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πραξ. κ´ 35).
β) ῾Η δωρεὰ ὀργάνου πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ περιλαμβάνει τὴν «συνειδητὴ συναίνεση» τοῦ δότη, δηλαδὴ ὁ δότης πρέπει ἐν ἐπιγνώσει, ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα νὰ ἔχει συγκατατεθεῖ στὴν ἀφαίρεση τῶν ὀργάνων του, ἂν τυχὸν ἀπὸ κάποια αἰτία καταστεῖ ἐγκεφαλικὰ νεκρός. Ὁ δότης πρέπει νὰ ἐνεργεῖ ὡς δωρητής. Καὶ
γ) ῾Η ᾿Εκκλησία μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὶς μεταμοσχεύσεις μόνο μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα ἀγάπης, συναλληλίας, ἐνίοτε αὐτοθυσιαστικοῦ φρονήματος, ἐξόδου ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῆς φιλαυτίας καὶ φιλοζωίας μας -ποτὲ ὠφελιμιστικῆς ἢ χρησιμοθηρικῆς λογικῆς ποὺ ἀποξενώνει τὸ «δότη» ἀπὸ τὴν προσφορά του.
Κατόπιν τούτων, οἱ μεταμοσχεύσεις προσεγγίζονται ὡς ἀφορμὴ μετάδοσης ζωῆς σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους, κυρίως ὅμως ὡς εὐκαιρία μετάγγισης πνευματικοῦ ἤθους στὴν κοινωνία.

γ. ῾Ο ρόλος τῆς ἰατρικῆς

6) ῾Η ἰατρικὴ φροντίζει γιὰ τὴν ἀποκατάσταση ἢ τὴ βελτίωση τῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου καὶ κατ’ ἐπέκταση γιὰ τὴν παράταση τῆς ζωῆς του. Ἡ θεολογία δὲν ἐμποδίζει τὴν ἰατρικὴ στὴν προσπάθεια αὐτή, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀγνοεῖ τὴ σχετικότητά της. Παράλληλα, προβάλλει καὶ ὁρισμένες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ὀρθὴ ἀνάπτυξη καὶ ἄσκησή της. Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς εἶναι δύο: α) ῾Ο σεβασμὸς τοῦ προσώπου καὶ β) ἡ ὠφέλεια τοῦ πλησίον.
7) Ἐπίσης, ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ ἰατρικὲς ἔρευνες, πρέπει νὰ ἐπιτελοῦνται μέσα στὰ πλαίσια τῶν ἰατρικῶν καὶ βιοηθικῶν δεοντολογικῶν κανόνων, οἱ ὁποῖοι προστατεύουν τὸν ἄνθρωπο ὡς προσωπικότητα. Οἱ γιατροὶ πρέπει νὰ ἐργάζονται μὲ ταπείνωση καὶ βαθύτατη αἴσθηση ὅτι εἶναι ὄργανα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐξυπηρέτηση τοῦ ἀνθρώπου.

δ. ῾Η δυνατότητα προσφορᾶς ὀργάνων

8) ῾Η ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν μᾶς χαρίζεται γιὰ νὰ βιώνουμε τὴ φιλαυτία καὶ τὴν κτητικότητά μας, ἀλλὰ μᾶς προσφέρεται γιὰ νὰ εἶναι τόσο δική μας, ὥστε νὰ μποροῦμε ἀκόμη καὶ νὰ τὴν προσφέρουμε μὲ ἀγάπη. ῾Ο καλύτερος τρόπος ἐπιστροφῆς της στὸν Θεὸ εἶναι ἡ προσφορά της ἀπὸ ἀγάπη στὸν πλησίον· «οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον» (Ἅγιος Μακάριος Αἰγύπτιος).
9) Τὸ φρόνημα καὶ ἡ διάθεση τῆς αὐτοπροσφορᾶς ἀποτελοῦν τὸν πνευματικὸ ἄξονα τῆς ἠθικῆς τῆς ᾿Εκκλησίας στὸ θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων. ῾Ο ἀποστολικὸς λόγος «ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι» (Α´ ᾿Ιω. γ´ 16) διαλύει κάθε ἀμφιβολία γιὰ τὸ ὅτι ἡ προσφορὰ τῆς ζωῆς, καὶ συνεπῶς καὶ ἡ δωρεὰ σώματος, δὲν εἶναι πράξεις αὐτοκτονίας ἢ εὐθανασίας, ἀλλά μποροῦν νὰ ἀποτελοῦν ἐκφράσεις τῆς «μείζονος ἀγάπης», περὶ τῆς ὁποίας κάνει λόγο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατὰ τὴν παράδοση τῶν τελευταίων Του ὑποθηκῶν στοὺς μαθητές·«μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (᾿Ιω. ιε´ 13). ῾Η προσφορὰ τῆς ζωῆς εἶναι τὸ μεῖζoν· ἡ προσφορὰ τῶν ὀργάνων εἶναι τὸ εὐλογημένο ἔλασσον. Οἱ παραπάνω ἁγιογραφικὲς ἀναφορὲς μεταθέτουν τὸ ἠθικὸ πρόβλημα ἀπὸ τὸ σχολαστικὸ προσδιορισμὸ τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου στὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἐλεύθερη ἔκφραση τοῦ αὐτεξουσίου.
10) Στὴν περίπτωση λοιπὸν ποὺ κάποιος ἐπιθυμοῦσε νὰ προσφέρει τὰ ὄργανά του, ἀκόμη κι ἂν ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος δὲν ταυτιζόταν μὲ τὸν ὁριστικὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, μαζὶ μὲ τὰ ὄργανά του θὰ εἶχε προσφέρει καὶ τὴ ζωή του. ῾Η πράξη του δὲν θὰ περιεῖχε μόνο τὸ στοιχεῖο τῆς προσφορᾶς, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τῆς αὐτοθυσίας.
11) ῾Η ᾿Εκκλησία εὐνοεῖ καὶ ἐνθαρρύνει τὴν προσφορὰ ἑνὸς ἀπὸ τὰ διπλᾶ μας ὄργανα (νεφρά) ἢ ἱστῶν (δέρματος, μυελοῦ τῶν ὀστῶν, αἵματος), ἀπὸ ζῶντα δότη.

ε. Περὶ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου

12) ῾Η ᾿Εκκλησία σέβεται καὶ ἐμπιστεύεται τὴν ἰατρικὴ ἔρευνα καὶ κλινικὴ πράξη. Γι᾿ αὐτό, ἂν καὶ δὲν εἶναι ἁρμόδια, θὰ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὴν διεθνῶς ὁμόφωνη ἄποψη ὅτι ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος ταυτίζεται μὲ τὸ ἀμετάκλητο βιολογικὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου.
῾Ο ἐγκεφαλικὸς θάνατος ἀποτελεῖ γεγονὸς ὁριστικῆς καὶ ἀνεπίστρεπτης καταστροφῆς τοῦ ἐγκεφάλου καὶ κατάσταση πλήρους ἀπώλειας αἰσθήσεων καὶ συνειδήσεως. Κατ’ αὐτὸν ἡ ἀναπνευστικὴ λειτουργία συντηρεῖται μόνον μηχανικά, ἡ δὲ διακοπὴ τῆς τεχνητῆς ὑποστηρίξεως ὁδηγεῖ σὲ σχεδὸν ἄμεση παύση καὶ τῆς καρδιακῆς λειτουργίας.
13) Αὐτὸ ποὺ στὴν οὐσία κάνει ἡ τεχνητὴ ὑποστήριξη τῆς ἀναπνοῆς εἶναι ὅτι προσωρινὰ ἀναχαιτίζει τὴν διαδικασία ἀποσυνθέσεως τοῦ σώματος ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς.
14) ῾Ο ἐγκεφαλικὸς θάνατος πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διαφοροποιηθεῖ ἀπὸ τὴν φυτικὴ κατάσταση -ποὺ συνήθως ὀνομάζεται «κλινικὸς θάνατος». Κατ’ αὐτήν, τὸ ἐγκεφαλικὸ στέλεχος λειτουργεῖ καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν ἀπαιτεῖται τεχνητὴ ὑποστήριξη.
15) ᾿Επειδὴ ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος -σὲ μεμονωμένες εὐτυχῶς περιπτώσεις-, ἀπροσεξίας, λάθους ἢ καὶ ἀσέβειας πρὸς τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἡ ᾿Εκκλησία μαζὶ μὲ τὴν πλειοψηφία τοῦ ἰατρικοῦ καὶ νοσηλευτικοῦ κόσμου καὶ τῶν ἁρμοδίων κοινωνικῶν φορέων, ἀπαιτεῖ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν διεθνῶς ἀποδεκτῶν κριτηρίων διαγνώσεως τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. ῎Ετσι:
α) εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τεκμηριωμένη καὶ σαφὴς διαπίστωση τῶν αἰτίων τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου.
β) ῾Η πιστοποίηση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ ἐπιτροπὴ εἰδημόνων ποὺ νὰ μὴν ἔχουν καμμία σχέση ἐξαρτήσεως ἀπὸ τὶς μεταμοσχευτικὲς ὁμάδες καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὑφισταμένων κλινικῶν καὶ ἐργαστηριακῶν κριτηρίων.
γ) Τὰ κριτήρια τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου δὲν εἶναι ἐπαρκῆ ἂν εἶναι μόνον κλινικά. Πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ ἐργαστηριακά (ἀξονικὴ τομογραφία καὶ ἕνα ἠλεκτροεγκεφαλογράφημα) ὥστε νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ, κατὰ τὸ δυνατόν, ὄχι μόνο ἡ παύση τῶν λειτουργιῶν τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους, ἀλλὰ καὶ τοῦ φλοιοῦ. ῞Οπου δὲν ὑπάρχει ἐμφανὴς αἰτία ἐγκεφαλικῆς βλάβης πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνονται οἱ ἐξετάσεις γιὰ μεγαλύτερη ἐπιβεβαίωση, ἀκόμη κι ἂν αὐτὴ ἡ καθυστέρηση ὁδηγεῖ σὲ ἀπώλεια τῶν ὀργάνων.
δ) Πρὶν ἀπὸ τὶς δοκιμασίες τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου θὰ πρέπει νὰ ἔχουν προηγηθεῖ οἱ βιοχημικὲς ἐξετάσεις ποὺ νὰ παρουσιάζουν φυσιολογικὲς τιμὲς (ὄχι οὐρία οὔτε ἠλεκτρολυτικὲς διαταραχές). ᾿Επίσης, γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος πρέπει νὰ ἔχουν παρέλθει τουλάχιστον 24 ὧρες ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦ συμβάντος.
16) ῾Ο ἔλεγχος ἂν κάποιος εἶναι δότης (δηλαδὴ ἂν ὑπάρχει συναίνεση) πρέπει νὰ γίνεται μετὰ τὴν ὁριστικὴ διάγνωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου, ὥστε αὐτὴ νὰ εἶναι κατὰ τὸ δυνατὸν ἀμερόληπτη καὶ ἀνεπηρέαστη.
17) Σύμφωνα μὲ ὅλα τὰ παραπάνω, ἡ δωρεὰ ὀργάνων ἀπὸ ἐγκεφαλικὰ νεκροὺς δότες καθὼς καὶ ἡ νηφάλια καὶ συνειδητὴ ἀπόφαση ὑγιοῦς ἀνθρώπου νὰ προσφέρει κάποιο ὄργανό του σὲ πάσχοντα συνάνθρωπο, ὡς πράξεις φιλαλληλίας καὶ ἀγάπης, εἶναι σύμφωνες μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὸ φρόνημα τῆς ᾿Εκκλησίας μας.

στ. Περὶ συνειδητῆς καὶ εἰκαζομένης συναινέσεως

18) Ἡ δωρεὰ προϋποθέτει τὴ «συνειδητὴ συναίνεση» τοῦ δότη σ᾿ αὐτὸ ποὺ κάνει. Κάθε τι ποὺ «εἰκάζει» τὴ βούλησή του ἀποτελεῖ παρέμβαση στὸ αὐτεξούσιο καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει ἀποδεκτό.
19) ῾Η «συνειδητὴ συναίνεση» ἀποτελεῖ πράξη αὐταπάρνησης, καὶ ἀγάπης, ποὺ συνδέει τὸ δωρητὴ μὲ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου του, ποὺ ἐπισυμβαίνει μὲ τρόπο τραγικὸ καὶ σὲ σχετικὰ νεαρὴ ἡλικία. Ἐπίσης, ἐνέχει τὶς ἀρετὲς τῆς ἀνιδιοτέλειας, τῆς ἄρνησης τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων, τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τοὺς ἄλλους, τῆς αὐτοπροσφορᾶς καὶ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ φρόνημα τῆς φιλοζωίας.
20) Ἡ ᾿Εκκλησία, ἀσκώντας τὴν μεταμοσχευτικὴ ποιμαντική της, ἴσως ἐξασφαλίσει ἕναν ἀριθμὸ μοσχευμάτων καὶ συντελέσει ἔτσι στὴν ἐπιβίωση ἀντίστοιχων ἀνθρώπων (ἀνάλογα μὲ τὸ ποσοστὸ ἐπιτυχίας τῶν μεταμοσχευτικῶν ἐπεμβάσεων). Μὲ τὴν προϋπόθεση ὅμως τῆς συνειδητῆς συναινέσεως, αὐτοὶ ποὺ πνευματικὰ καλλιεργοῦνται εἶναι πολλοὶ περισσότεροι -ὅσοι ἔχουν συνειδητὰ δώσει τὴν συναίνεσή τους. Ἀπὸ αὐτοὺς θὰ προέλθουν οἱ ὁπωσδήποτε λιγότεροι δότες. ῾Η ᾿Εκκλησία δὲν εἶναι στραμμένη μόνο στοὺς πραγματικοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς δυνητικοὺς δότες.
῾Ο δότης μπορεῖ μὲν νὰ ὠφελεῖ μὲ τὴν προσφορά του, ὠφελεῖται ὅμως κυρίως μὲ τὴν πράξη τῆς συναίνεσής του. Σώζει βιολογικὰ μὲν τὸν λήπτη πνευματικὰ δὲ τὸν ἑαυτό του.
21) ῾Η συναίνεση δὲν εἶναι κάτι δευτερεῦον ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπισκιασθεῖ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη πράξη (π.χ. ἀπογραφή, ἔκδοση ταυτότητος κ.τ.λ.). Θὰ πρέπει ἡ δήλωσή της νὰ εἶναι ἐλευθέρα καὶ ἀπόλυτα συνειδητή, καρπὸς ὥριμης σκέψης. Γι᾿ αὐτό, καλὸ θὰ ἦταν νὰ διατυπώνεται ἐντελῶς ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη κοινωνικὴ πράξη καὶ μὲ τὴν προϋπόθεση τῆς σωστῆς καὶ ἀβίαστης ἐνημερώσεως.

ζ. Περὶ συγγενικῆς συναινέσεως

22) ῾Η ᾿Εκκλησία ὑπὸ ὅρους καὶ κατ’ οἰκονομία, μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς ἱερότητος τῶν συγγενικῶν δεσμῶν καὶ τῆς ἐπιδιωκόμενης καλλιέργειας τῶν σχέσεων κοινωνίας, θὰ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ καὶ τὴν ὑποκατάσταση τῆς βουλήσεως τοῦ δότη ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς, βέβαια μὲ τὸ δεδομένο ὅτι αὐτὴ δὲν ἀντιτίθεται πρὸς τὴ δική του. ῾Η πρόνοια γιὰ τοὺς οἰκείους ἀποτελεῖ ἔκφραση πίστεως (Α´ Τιμ. ε´ 8), οἱ δὲ ἐγγενεῖς ὑποχρεώσεις ἀπέναντί τους ἀπόδειξη ἱερῶν συγγενικῶν δικαιωμάτων.
Γιὰ τοὺς συγγενεῖς ἡ ζωὴ τοῦ δότη καὶ ἡ τιμὴ τοῦ σώματός του ἴσως νὰ ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία ἀπ᾿ ὅ,τι γιὰ τὸν ἴδιο. Μὲ δεδομένη τὴν ἀγάπη, ἡ ἀπόφαση τῆς δωρεᾶς τοῦ σώματος τοῦ ἄλλου ἴσως νὰ εἶναι καὶ δυσκολότερη ἀπὸ αὐτὴν τῆς δωρεᾶς τοῦ δικοῦ μας σώματος. ῾Υπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ὁ πραγματικὸς δότης εἶναι οἱ συγγενεῖς.
23) Ἐπειδὴ στὴν κοινωνία καὶ ἐποχή μας τὰ πάσης φύσεως συμφέροντα, ἰδίως τὰ οἰκονομικά, συχνὰ παρεμβάλλονται μὲ βέβηλο τρόπο ἀκόμη καὶ στὶς ἱερότερες τῶν σχέσεων, ὁ νόμος θὰ πρέπει νὰ προνοεῖ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ κάθε ὑποψίας ἐμπορευματοποίησης τῶν μοσχευμάτων ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς.
24) Εὐχῆς ἔργον θὰ ἦταν, κατὰ τὴν ὁποιαδήποτε διαδικασία ἐνυπογράφου συναινέσεως, νὰ μποροῦσε ὁ δότης νὰ ἐκχωρήσει ἐκ τῶν προτέρων τὸ δικαίωμα διαθέσεως τοῦ σώματός του στοὺς συγγενεῖς του.

η. Οἱ ἐπιφυλάξεις τῆς ᾿Εκκλησίας

25) ᾿Επειδὴ ἡ ἐξέλιξη τῶν ἐπιστημῶν ἐπικοινωνίας καὶ πληροφορικῆς (διαδίκτυο, τήρηση μηχανογραφικῶν ἀρχείων μὲ εὐρύτατο φάσμα δεδομένων καὶ περιορισμένη δυνατότητα ἐλέγχου κ.ἄ.) ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ ἡ πνευματικὴ πενία τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν ἀφ᾿ ἑτέρου εἶναι δυνατὸν νὰ ὁδηγήσουν σὲ κακοποίηση, ἐκμετάλλευση ἢ καὶ θυσία τῶν μεταμοσχεύσεων στὸν βωμὸ τῶν μεγάλων οἰκονομικῶν συμφερόντων, ἡ ᾿Εκκλησία ὀφείλει νὰ προστατεύσει τὸ θεσμό, τὴν πράξη καὶ τὰ ἐμπλεκόμενα πρόσωπα ἀπὸ ἐνδεχόμενη βεβήλωση (βεβιασμένη διάγνωση ἢ προχειρότητα στὴν τήρηση τῶν κριτηρίων τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου, ἐμπορευματοποίηση ἢ συναλλαγή οἱασδήποτε φύσεως σχετικὰ μὲ τὴν προσφορὰ ὀργάνων, ἐπιλογὴ ληπτῶν ἐπὶ τῆ βάσει ρατσιστικῶν κριτηρίων, παραβιάσεις τῶν καταστάσεων ἀναμονῆς, κ.λπ.).
26) Πρὸς ἀποφυγὴν τῶν παραβιάσεων τῶν καταστάσεων ἀναμονῆς, πρέπει νὰ γίνει ἀρχεῖο ἐγγραφῆς δοτῶν ἐπὶ μηχανογραφικῆς βάσεως, τὸ ὁποῖο νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ κεντρικὸ ἀδιάβλητο μηχανισμό.
27) ᾿Ενῶ ἡ διεθνὴς καὶ ἑλληνικὴ νομοθεσία, γιὰ νὰ προστατεύσει τὶς μεταμοσχεύσεις ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς ἐμπορικῆς συναλλαγῆς, ἐπιβάλλει τὴν ἀνωνυμία τοῦ λήπτη καὶ τοῦ δότη καὶ ἀπαγορεύει τὴ δωρεὰ ὀργάνου σὲ προκαθορισμένο ἀπὸ τὸ δότη φιλικὸ ἢ συγγενικὸ πρόσωπο (ἐξαίρεση οἱ μεταμοσχεύσεις νεφρῶν ἀπὸ ζῶντα δότη), κάτι τέτοιο δὲν ἀντιτίθεται κατ᾿ ἀνάγκην στὴν ἠθικὴ τῆς ᾿Ορθοδόξου Χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας.
28) ῾Η ᾿Εκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ συγκατατεθεῖ στὴν ἀφαίρεση ὀργάνων ἀπὸ βρέφη μὲ συγγενῆ ἀνεγκεφαλία. Τέτοιοι δότες εἶναι πολλοὶ σπάνιοι, πράγμα ποὺ περιορίζει τὶς ἐλπίδες τῶν ληπτῶν-βρεφῶν. Παρὰ ταῦτα τὰ ἀνεγκέφαλα βρέφη ἐπειδὴ δὲν στεροῦνται στελέχους δὲν εἶναι ἐγκεφαλικῶς νεκρὰ καὶ ἐπειδὴ στεροῦνται συνειδήσεως δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα τῆς συναινέσεως -καὶ φυσικὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν εἰκάσει. Αὐτὸ δημιουργεῖ νομικὸ κώλυμα στὴν ἀφαίρεση ὀργάνων. ᾿Επὶ πλέον, ἡ κοινωνία πρέπει νὰ ἀρνηθεῖ κάθε ὠφελιμιστικὴ θεώρηση αὐτῶν τῶν βρεφῶν. ῾Η ἀνάγκη σεβασμοῦ πρὸς αὐτὰ δὲν ἀφήνει περιθώρια ὥστε τὸ πέρασμά τους ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ εἶναι ἐντελῶς χρηστικό.
29) Σχετικὰ μὲ τὸ ἐνδεχόμενο χρήσης τεχνητῶν ὀργάνων ἢ καὶ ξενομοσχευμάτων (γενετικὰ ἐπεξεργασμένων μοσχευμάτων ἀπὸ ζῶα), ὅπως καὶ προϊόντων κλωνοποίησης, ἐπειδὴ ἡ ἔρευνα δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσει σαφῆ ἐπὶ τοῦ παρόντος ἀποτέλεσματα καὶ ἡ πορεία της δὲν εἶναι εὐκρινής, ἡ ᾿Επιτροπὴ Βιοηθικῆς ἐπιφυλάσσεται νὰ παρουσιάσει ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ τὶς θέσεις καὶ ἀπόψεις της ἐπ’ αὐτοῦ.
30) ῾Υπάρχει ὁ κίνδυνος, στὸ ἄμεσο μέλλον, μὲ τὴν χαλαρὴ διεθνῶς ἠθικὴ ἀπέναντι στὴν εὐθανασία καὶ τὴν τάση νομοθετικῆς κατοχυρώσεώς της, οἱ μεταμοσχεύσεις νὰ συνδυασθοῦν μὲ τὴν εὐθανασία. ῎Ετσι, ἄτομα ποὺ θὰ ἐπιλέγουν αὐτὸν τὸν τρόπο τερματισμοῦ τῆς ζωῆς τους ἐνδεχομένως θὰ καθίστανται καὶ δωρητὲς ὀργάνων. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἐπὶ πλέον λόγος ποὺ ἡ νομοθεσία τῶν μεταμοσχεύσεων θὰ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ διαθέτει ὑψηλὸ ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο.

θ. Κριτικὴ τοῦ νέου νόμου περὶ μεταμοσχεύσεων

᾿Ενῶ ἡ ᾿Εκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἰδέα τῶν μεταμοσχεύσεων, ἀδυνατεῖ νὰ συμφωνήσει μὲ τὴν πρόσφατη νομοθετικὴ κατοχύρωσή τους στὴ χώρα μας, ἡ ὁποία κυριαρχεῖται ἀπὸ χρησιμοθηρικὴ ἀντίληψη καὶ στενὸ ὀρθολογισμό. ῾Ο μόνος τρόπος προστασίας τῆς ἠθικῆς καὶ πρακτικῆς τῶν μεταμοσχεύσεων ἀπὸ τὸ ἐνδεχόμενο κακοποιήσεώς της εἶναι ἡ σχετικὴ νομοθεσία νὰ εἶναι σαφής, μελετημένη, ἰδεολογικὴ καὶ ὄχι χρησιμοθηρική.
31) Στὸν προσφάτως ψηφισθέντα νόμο, ὁ νομοθέτης ἑρμηνεύει τὴ «μὴ ἄρνηση» τῶν συγγενῶν ὡς συναίνεση τοῦ δότη (῎Αρθρ. 12, παρ. 4). Τὰ ὄργανα ἀφαιροῦνται ὄχι ὅταν συναινοῦν, ἀλλὰ ὅταν «δὲν ἀντιτίθενται» οἱ συγγενεῖς. Οἱ μεταμοσχεύσεις δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ στηριχθοῦν σὲ μιὰ «μὴ ἄρνηση», καὶ μάλιστα τῶν συγγενῶν, τὴν στιγμὴ ποὺ ὅλοι ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴ συγκατάθεση, καὶ μάλιστα τοῦ δότη.
32) Στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ ἔλλειψη ἢ ἡ μὴ ἐξεύρεση συγγενῶν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς «μὴ ἄρνηση». Συνεπῶς, κάθε ἐγκεφαλικὰ νεκρὸς ἀλλοδαπός, λαθρομετανάστης, ἄγνωστος καὶ ἐγκαταλελειμμένος, ἀθίγγανος κ.τ.λ., -ὁ ἀριθμὸς τῶν ὁποίων δὲν εἶναι καθόλου εὐκαταφρόνητος, καὶ τῶν ὁποίων οἱ συγγενεῖς εἴτε δὲν βρίσκονται στὴν ῾Ελλάδα, εἴτε δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀνευρεθοῦν- ἢ ὅποιος βρεθεῖ μόνος στὸ νοσοκομεῖο μετὰ ἀπὸ τροχαῖο ἀτύχημα ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἀμέσως ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του θὰ θεωρεῖται αὐτομάτως δότης. Θὰ πρέπει ἄραγε στὴ δυστυχία τῆς μοναξιᾶς τους νὰ προσθέσουμε καὶ τὴν αὐθαίρετη ἀφαίρεση τῶν ὀργάνων τους; ῾Ο νόμος τῆς «μὴ ἄρνησης» λοιπὸν ἀποτελεῖ ἐκβιασμὸ τῆς συνειδήσεως.
33) ῾Η «συναίνεση» δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴ «μὴ ἄρνηση». Τὸ «δίνω κάτι δικό μου» εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ «μοῦ παίρνουν κάτι ποὺ μοῦ ἀνήκει». Στὴ δεύτερη περίπτωση ἡ βούληση τῆς πολιτείας καὶ κοινωνίας ὑποκαθιστᾶ ὡς ἀγαθὸ τὴν ἔκφραση τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας.
34) Τὸ κράτος δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα εἰσχωρήσεως στὴν ἰδιωτικὴ σφαῖρα τῆς ζωῆς τῶν πολιτῶν. Μία τέτοια ἐνέργεια ἀντιβαίνει στὰ ἄρθρα 2, παρ. 1 (περὶ τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας) καὶ 5, παρ. 1 (περὶ τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀτόμου) τοῦ συντάγματος.
35) Δὲν μπορεῖ ἐπίσης νὰ ὑποχρεώνει τὸν πολίτη νὰ ἐκφέρει γνώμη χωρὶς νὰ κατοχυρώνει τὸ δικαίωμά του νὰ μὴν ἐκφέρει. Ποιὲς οἱ ἐπιπτώσεις ἂν ὁ πολίτης ἀρνηθεῖ νὰ ἐκφράσει τὴ βούλησή του;
36) ῾Η ὑποκατάσταση τοῦ ὅρου «ἐγκεφαλικὸς θάνατος» μὲ τὸ «νέκρωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους» θεωρεῖται ἰατρικὰ ἀμφιλεγόμενη καὶ ἰδεολογικὰ ὕποπτη. Ἡ διαπίστωση τῆς παύσης τῶν λειτουργιῶν ὄχι μόνο τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους ἀλλὰ καὶ τοῦ φλοιοῦ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀνεπίστρεπτη παύση ὅλων τῶν ἐγκεφαλικῶν λειτουργιῶν καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἐπιβεβλημένη.
37) ῾Η διὰ νόμου ὑποχρεωτικὴ διακοπὴ τῆς μηχανικῆς ὑποστήριξης τῆς ἀναπνευστικῆς λειτουργίας σὲ περίπτωση ἐγκεφαλικὰ νεκροῦ ἀτόμου ποὺ δὲν εἶναι δότης (῎Αρθρ. 12, παρ. 6) εἶναι πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ ἀντιδεοντολογική. ῾Ο νόμος πρέπει νὰ κατοχυρώνει τὸν γιατρὸ πού, γιὰ λόγους συνειδήσεως, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ διακόψει τὸν μηχανικὸ ἀερισμὸ καὶ φυσικὰ ὄχι νὰ τὸν τιμωρεῖ (῎Αρθρ. 20, παρ. 1).
38) ῾Η δυσκολία τῶν συγγενῶν νὰ συναινέσουν στὴ δωρεὰ τοῦ σώματος, ποὺ ὀφείλεται σὲ προσωπικοὺς, συναισθηματικοὺς ἢ καὶ φιλοσοφικοὺς λόγους, πρέπει νὰ γίνεται ἀπόλυτα σεβαστὴ καὶ ὄχι νὰ ἀντιμετωπίζεται ἐκβιαστικὰ μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς διακοπῆς τῆς μηχανικῆς ὑποστήριξης (῎Αρθρ. 12, παρ. 6).

ι. Ποιμαντικὲς δυνατότητες τῆς ᾿Εκκλησίας

39) Μὲ βάση τὶς παραπάνω ἀρχές, ἡ ᾿Εκκλησία ὀφείλει νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν ἀρχῶν της, τὸ θετικὸ ἐπηρεασμὸ τῆς μεταμοσχευτικῆς πολιτικῆς καὶ νὰ δημιουργήσει ἡ ἴδια μιὰ μεταμοσχευτικὴ πνευματικὴ παράδοση προσανατολισμένη πρὸς τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες προσφορᾶς αἰσθημάτων τοῦ δότη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἡ ἐξεύρεση μοσχευμάτων καὶ ἡ προώθηση τῶν μεταμοσχεύσεων δὲν θὰ ἀποτελεῖ ἐπιδιωκόμενο σκοπὸ ἀλλὰ φυσικὸ ἀποτέλεσμα.
40) Ἡ ᾿Εκκλησία μπορεῖ νὰ ὀργανώσει προγράμματα ἀγωγῆς δοτῶν μὲ σκοπὸ τὴν καλλιέργεια σημαντικῶν ἀρετῶν μεταξὺ τῶν πιστῶν της (μνήμη θανάτου, αὐτοπροσφορά, θυσιαστικὸ φρόνημα κ.τ.λ.). Ἔτσι, θὰ δίνει τὴ μαρτυρία τοῦ ἤθους της στὴ σύγχρονη κοινωνία μὲ ἕνα ἐντελῶς σύγχρονο τρόπο.
41) ῾Η ᾿Εκκλησία οὔτε τὴν ἀλήθεια θυσιάζει οὔτε τὸ πρόσωπο ὑποδουλώνει. ῍Αν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει δωρητὴς τὸν εὐλογεῖּ ἂν δυσκολεύεται τὸν κατανοεῖ. Αὐτὴ εἶναι ἡ προστασία τοῦ προσώπου. Τὸ πνεῦμά της δὲν ὑποτάσσεται στὴν ἀνάγκη τῶν μεταμοσχεύσεων, ἀλλὰ ὑπηρετεῖ τὸ σεβασμὸ τοῦ προσώπου. Κυρίως τοῦ προσώπου ὡς δότου.
42) Ἐπίσης, σέβεται καὶ πλήρως κατανοεῖ τὴν φυσικὴ ἐπιθυμία τῶν ἀσθενῶν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ λήψη τῶν μοσχευμάτων ἐπιθυμοῦν νὰ παρατείνουν τὸ χρόνο τῆς βιολογικῆς τους ζωῆς, καθὼς πιστεύει ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ συντελέσει στὴν πνευματική τους ὁλοκλήρωση καὶ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς ὕπαρξής τους.
43) Λόγῳ τοῦ πνευματικοῦ μεγέθους ποὺ ἐνέχει ἡ πράξη τῆς δωρεᾶς σώματος, πρὶν αὐτὸ συμβεῖ, καλὸ θὰ ἦταν ὁ ἱερεὺς τοῦ νοσοκομείου νὰ διαβάσει μιὰ κατάλληλη εὐχὴ ἢ νὰ τελέσει κάποια ἁγιαστικὴ πράξη (χρίση δι᾿ ἐλαίου, σταύρωμα κ.τ.λ.).
44) Σχετικὴ ἀγωγὴ πνευματικοῦ προσανατολισμοῦ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει καὶ γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ προετοιμασία τοῦ λήπτη, ὥστε νὰ μὴν νοιώθει μόνον ὡς ὁ εὐνοημένος ἀποδέκτης ἑνὸς μοσχεύματος, ἀλλὰ ὡς εὐλογημένος δέκτης τῆς ἀγάπης κάποιου ἄγνωστου συνανθρώπου καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
45) Συμπερασματικά, ἡ ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς δότες, τοὺς λῆπτες καὶ τοὺς γιατρούς πρέπει νὰ εἶναι τέτοια, ὥστε μέσα ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους νὰ δοξάζεται ὁ Θεός, νὰ ὁλοκληρώνονται πνευματικὰ οἱ ἄνθρωποι και ἡ ἀσθένεια ἢ παράταση ζωῆς νὰ ἀποτελέσουν προϋπόθεση ἐκπλήρωσης τοῦ βαθύτερου σκοποῦ τῆς δημιουργίας τους.

ια. Προτεινόμενη τακτικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας

46) Εἶναι κοινὴ πεποίθηση ὅτι ὁ λόγος καὶ ὁ ρόλος τῆς ᾿Εκκλησίας μας στὴν πορεία τῶν μεταμοσχεύσεων στὴν ῾Ελλάδα εἶναι κεντρικός. Οἱ μεταμοσχεύσεις εἶναι ἴσως ἕνα ἀπὸ τὰ λίγα θέματα στὰ ὁποῖα ἡ πολιτεία ἔχει τὴν ἄμεση ἀνάγκη τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτὸ δημιουργεῖ στὴν ᾿Εκκλησία οὐσιαστικὰ δικαιώματα καὶ μεγάλες ὑποχρεώσεις.
47) Δεδομένου ὅτι οἱ μεταμοσχεύσεις εὔκολα μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ κατάχρηση καὶ παραβίαση θεμελειωδῶν ἠθικῶν ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν καὶ ὑπάρχει τεράστια διαφορὰ ἤθους καὶ προσεγγίσεως μεταξὺ κοσμικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἀντιλήψεως τοῦ θέματος, ἡ ᾿Εκκλησία πρέπει νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικὴ στὶς ἐνέργειές της καὶ φειδωλὴ στὰ λόγια της.
48) Στὴν συνεργασία της μὲ τὴν πολιτεία, ἡ ᾿Εκκλησία θέτει σαφεῖς ὅρους, ὥστε νὰ μὴ χρεωθεῖ κοσμικὲς ἀποφάσεις καὶ ἐνέργειες ποὺ πιθανῶς θὰ γίνουν μὲ ἐντελῶς διαφορετικὸ πνεῦμα καὶ σκοπό. Τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ὀργανώσει ἡμέρα δότου ἢ ἐκστρατείας ὑποστήριξης τῶν μεταμοσχεύσεων, μὲ σκοπὸ τὴ συγκέντρωση τοῦ μεγαλύτερου δυνατοῦ ἀριθμοῦ μοσχευμάτων θὰ τὸ ἀποφασίσει μόνον, ἀφοῦ ὑπάρχουν σαφῆ ἐχέγγυα σεβασμοῦ τῶν ἀρχῶν καὶ ὅρων της.
49) ῾Η ἀπουσία ἐπίσημης ἐκκλησιαστικῆς τοποθετήσεως στὸ θέμα ὁδήγησε σὲ αὐθαίρετη εἴτε ἀποδοχὴ εἴτε ἀπόρριψη τῶν μεταμοσχεύσεων ἀπὸ συγκεκριμένα ἁρμόδια ἢ ἀναρμόδια ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα. Αὐτὸ ἔχει προκαλέσει σύγχυση, ἐνίοτε δὲ καὶ διχασμό, μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τοῦ θεολογικοῦ κόσμου.
Στὴν παροῦσα φάση, ἡ ᾿Εκκλησία μὲ σαφήνεια ἀλλὰ σὲ χαμηλοὺς τόνους διακηρύττει ὅτι θὰ μποροῦσε, μέσα στὰ πλαίσια τῶν προαναφερθεισῶν θεολογικῶν ἀρχῶν, νὰ δεχθεῖ τὴν ἰδέα τῶν μεταμοσχεύσεων καὶ ὅτι μέσα ἀπὸ αὐτὲς θὰ τῆς ἦταν δυνατὸν νὰ ἀσκήσει τὴν ποιμαντικὴ καὶ νὰ διοχετεύσει τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος της.
Στὴ συνέχεια, θὰ προκαλέσει διάλογο καὶ εὐκαιρίες ἐνημέρωσης μέσα στοὺς κόλπους της (σεμινάρια πνευματικῶν, ὁμιλίες κ.τ.λ.), θὰ προσπαθήσει νὰ καλλιεργήσει πνεῦμα κατανοήσεως, συμφωνίας καὶ εὐρείας ἀποδοχῆς τῶν βασικῶν θεολογικῶν θέσεών της μεταξὺ τοῦ σώματος τῶν πιστῶν, ὥστε νὰ ἐξαλειφθεῖ κάθε ἀδικαιολόγητος ἀρνητισμός.
Τρίτο βῆμα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ ἔκδοση καὶ κυκλοφορία ἐνημερωτικῶν καὶ ἐπεξηγηματικῶν τῶν ἀπόψεών της φυλλαδίων ἢ καὶ ἡ διοργάνωση μεγάλης ἀνοιχτῆς ἡμερίδος διὰ τῆς ὁποίας θὰ διακηρύξει τὶς ἀπόψεις της στὴν κοινωνία μας.
Τελευταία ἐνέργεια θὰ εἶναι ἡ ἔκδοση συνοδικῆς ἐγκυκλίου, ἡ ὁποία θὰ ἐκφράζει τὴν ἐπιτομὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν θέσεων καὶ προτάσεων καὶ θὰ διατυπώνει μὲ σαφήνεια τὸ περίγραμμα καὶ τὴν πρακτικὴ τοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ ἤθους στὸ θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων.
50) Σχετικὰ μὲ τὸ νέο νόμο, ἡ ᾿Εκκλησία διαχωρίζει τὴ θέση της, δίχως ἐμπάθεια ἀλλὰ μὲ σύνεση καὶ σαφήνεια, ὥστε οὔτε τὴν ὑπόθεση τῶν μεταμοσχεύσεων νὰ βλάψει οὔτε τὴ βαρύτητα τῶν ἀπόψεών της νὰ ὑποβιβάσει. Παράλληλα ἔχει δημοσιοποιήσει τὶς ἀπόψεις της στὰ σημεῖα ποὺ διατηρεῖ τὶς ἐπιφυλάξεις καὶ ἔχει τὶς ἀντιρρήσεις της. ᾿Επίσης, ἔχει ἑτοιμότητα γιὰ ἄμεσες νομικὲς παρεμβάσεις καὶ θὰ ζητήσει τροπολογίες καὶ νομοθετικὲς βελτιώσεις, τέτοιες ποὺ θὰ διασφαλίζουν τὶς ἀρχὲς τῆς λογικῆς της καὶ θὰ ἐπιτρέπουν τὴν οὐσιαστικὴ συμπαράστασή της.
51) ᾿Απαραίτητος ὅρος συνεργασίας μὲ τὴν πολιτεία εἶναι ἡ τελευταία νὰ κατανοήσει ὅτι εἶναι ἐπιφορτισμένη μὲ τὴν τεράστια ὑποχρέωση νὰ προστατεύσει τὶς μεταμοσχεύσεις νομοθετικὰ καὶ πρακτικὰ ἀπὸ κάθε μορφῆς ἀσυνειδησία, χρησιμοθηρία ἢ καὶ χρηματικὴ ἐκμετάλλευση καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἐπιστημονικὴ ἀρτιότητα, ἐνημέρωση καὶ κατάρτιση τῶν ἁρμοδίων ἰατρῶν καὶ φορέων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ὁ δότης δὲν καταντάει θῦμα ποταπῶν συμφερόντων, ἀσεβείας ἢ ἐπιστημονικῆς ἐπιπολαιότητος καὶ ἀγνοίας.
52) ᾿Επὶ πλέον, ἡ ἰατρικὴ κοινότητα καὶ ἡ πολιτεία ὀφείλουν νὰ βοηθήσουν στὴν ἐπιβολὴ καὶ νομοθετικὴ κατοχύρωση τῶν ἀκριβεστέρων κριτηρίων τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου», ἡ πιστὴ τήρηση τῶν ὁποίων αὐστηρῶς νὰ ἐλέγχεται.
53) ᾿Επίσης, εἶναι ἀναγκαία ἡ ἵδρυση σοβαρῶν καὶ ἀξιοπίστων μεταμοσχευτικῶν κέντρων τὰ ὁποῖα νὰ διαθέτουν τὴν κατάλληλη ἐπιστημονικὴ καὶ τεχνολογικὴ ὑποδομὴ, ὥστε ἡ λήψη τῶν ὀργάνων τοῦ δότη καὶ ἡ ἐν συνεχείᾳ μεταμόσχευσή τους στὸν κατάλληλο λήπτη νὰ γίνεται μὲ τὰ ὑψηλότερα ποσοστὰ ἐπιτυχίας καὶ τὶς λιγότερες ἀπώλειες.
54) Ἡ ᾿Εκκλησία θὰ ἐπιμεληθεῖ τὴ συμμετοχή της δι’ ἐκπροσώπων της σὲ ἐπιστημονικὰ ἰατρικὰ συνέδρια σχετικὰ μὲ τὶς μεταμοσχεύσεις, ὥστε καὶ τὴ γνώση της νὰ ἀνανεώνει καὶ τὶς ἀρχές της νὰ προβάλλει.
55) Τέλος, ὁ ρόλος καὶ ἡ ἐκπροσώπησή της στὸ ᾿Εθνικὸ Συμβούλιο Μεταμοσχεύσεων -ἐφ’ ὅσον αὐτὸ συνεχίσει νὰ ὑφίσταται- καὶ στὸν ὑπὸ σύστασιν ᾿Εθνικὸ ᾿Οργανισμὸ Μεταμοσχεύσεων (Ε.Ο.Μ.) πρέπει νὰ εἶναι κεντρικὸς καὶ παρεμβατικὸς καὶ ὄχι εἰκονικὸς καὶ δευτερεύων. Σκοπός της εἶναι τὰ μεταμοσχευτικὰ κέντρα νὰ λειτουργοῦν κατὰ τὸ δυνατὸν ἐπὶ τῆ βάσει τῶν ἰδικῶν της ἀρχῶν σεβασμοῦ, ἐλευθερίας καὶ ἀγάπης τοῦ προσώπου.

(πηγή: http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/bioethics/k0005.htm)