Η Θεολογία… στο σχολείο

Αγία Γραφή

animated-bible

Σελίδες

Αναζήτηση στο ιστολόγιο

Αναζήτηση

Πρόσφατα κείμενα

Επισκέπτες

Αρχείο

Ημερολόγιο δημοσιεύσεων

Ιούλιος 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728293031

Καιρός

Πρόσφατα σχόλια

Παρουσιάσεις στο Slideboom

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Σύνδεσμοι

Χρήσιμα Ιστολόγια

Μεταστοιχεία

on line

Χάρτης Τρίπολης

Η αλήθεια για το ιστορικό πρόσωπο του Κυρίου

ΤΕΥΧΟΣ  41                  ΤΡΙΠΟΛΙΣ                ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Η  ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ  ΤΟ  ΙΣΤΟΡΙΚΟ  ΠΡΟΣΩΠΟ  ΤΟΥ  ΚΥΡΙΟΥ

Ἡ «τέχνη» στήν ὑπηρεσία τῆς παραπλάνησης

Ἄν ρίξουμε μιά ματιά στήν ἱστορία τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, θά διαπιστώσουμε, ὅτι αὐτό πού ἐπεχείρησαν περισσότερο οἱ ἀνά τούς αἰῶνες ἐχθροί της, ἦταν νά πλήξουν τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο πάνω, στόν ὁποῖο αὐτή στηρίζεται. Ἄλλοτε φανερά καί ἄλλοτε συγκαλυμμένα, ἄλλοτε ἄμεσα καί ἄλλοτε ἔμμεσα, αὐτός ἦταν ὁ βασικός τους στόχος. Θά πατάξουμε τόν Ποιμένα καί θά διασκορπιστοῦν τά πρόβατα τῆς ποίμνης (Ματθ. 26, 31), σκέπτονταν. Γι’ αὐτούς, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά διαλυθεῖ. Ὄχι ἐπειδή κάνει κάτι κακό. Ἁπλά, ἐπειδή δέν θέλουν νά ὑπάρχει. Δέν θέλουν οὔτε νά τήν βλέπουν. «Βαρύς ἐστιν» ὁ δίκαιος «καί βλεπόμενος», λέει ἡ Ἁγ. Γραφή (Σοφ. Σόλ. 2, 15).

Τέτοιοι ἐχθροί ὑπάρχουν καί σήμερα. Μάλιστα, πιό πολλοί καί πιό ἐπικίνδυνοι. Μεταξύ αὐτῶν διακρίνεται σαφῶς ἡ Νέα Ἐποχή. Πρόκειται γιά τό γνωστό κίνημα, στό ὁποῖο ἐντάσσονται ἑκατοντάδες ὀργανώσεις καί πρόσωπα σέ ὅλο τόν κόσμο. Τό κίνημα αὐτό ἔχει δική του ἀντίληψη γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη μέ αὐτήν τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας: Δέχεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι Θεός, ἤ τουλάχιστον δέν εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός. Ἤ ἀκόμη δέχεται ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν ὑπῆρξε κἄν σάν ἱστορικό πρόσωπο, καί ἀποτελεῖ μόνο μιά ἀφηρημένη («πνευματική») κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Τίς φοβερές αὐτές πλάνες ἡ Νέα Ἐποχή δέν τίς προβάλλει μέ παλαιές καί ξεπερασμένες μεθόδους, ἀλλά μέ νέες καί σύγχρονες. Χωρίς κραυγές, χωρίς φανατισμούς, ἁπλά καί ἀθόρυβα, μέ τρόπο προσιτό στόν μέσο ἄνθρωπο, μέ λογοτεχνικά ἔργα καί μυθιστορήματα, ὅπως ὁ Ἀλχημιστής τοῦ Κοέλιο, ὅπως ὁ Χάρι Πότερ τῆς Ρόουλιγκ, ὅπως ὁ Κώδικας Ντά Βίντσι τοῦ Ντάν Μπράουν.

Τό τελευταῖο αὐτό ἔργο εἶναι ἕνα βλάσφημο μυθιστόρημα γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού γνώρισε τεράστια ἐμπορική ἐπιτυχία στό ἐξωτερικό καί στή χώρα μας. Ὁ συγγραφέας του φαίνεται νά κινεῖται ἄνετα στούς χώρους τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί τοῦ μυστικισμοῦ καί νά γνωρίζει καλά ἀποκρυφιστικές ὀργανώσεις τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα, ἀλλά καί τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως οἱ Ροδόσταυροι, οἱ Τέκτονες, οἱ Ναΐτες, οἱ Πεφωτισμένοι κ.ἄ. Φαίνεται ἐπίσης νά γνωρίζει ἀρκετά ἱστορικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα παραθέτει μαζί μέ τά μυθικά – φανταστικά, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργεῖται σύγχυση ἄνευ προηγουμένου στόν ἀναγνώστη: Ὁ μέσος ἀναγνώστης δέν εἶναι οὔτε ἱστορικός, οὔτε θεολόγος, οὔτε εἰδικός ἐπιστήμονας, γιά νά μπορεῖ νά διακρίνει ποιά εἶναι ἡ ἱστορική ἀλήθεια καί ποιός ὁ μῦθος. Ἔτσι, ἡ ἀλήθεια λειτουργεῖ στήν προκειμένη περίπτωση ὡς τό καλύτερο δόλωμα γιά νά σερβιρισθεῖ ὁ μῦθος. Ἀλλά, καί στήν περίπτωση πού κάποιος ἀνακαλύπτει τήν ἀλήθεια, ὁ συγγραφέας καλύπτεται ἀπό μιά διευκρίνιση στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου: «Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα φανταστικό δημιούργημα. Τά ὀνόματα, οἱ χαρακτῆρες, οἱ τοποθεσίες καί τά περιστατικά εἶναι προϊόντα τῆς φαντασίας τοῦ συγγραφέα ἤ χρησιμοποιοῦνται σέ φανταστικό πλαίσιο» (D. Brown, Κώδικας Da Vinci, ἔκδ. Λιβάνη, Ἀθήνα 2004, σ. 6).

Οἱ βλάσφημες ἀντιλήψεις, πού ἐπιχειρεῖ νά προβάλλει τό βιβλίο, μποροῦν νά συνοψισθοῦν ὡς ἑξῆς: α) Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν ἕνας ἐπιφανής ἄνθρωπος καί τίποτε παραπάνω. β) Ἡ θεότητά Του διακηρύχθηκε γιά πρώτη φορά τόν δ’ μ.Χ. αἰῶνα ἀπό τόν Μ. Κων/νο καί τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο. γ) Ὁ Μ. Κων/νος δημιούργησε μιά νέα θρησκεία κρᾶμα ἀρχαίου παγανισμοῦ καί πρώτου («αὐθεντικοῦ», δῆθεν) Χριστιανισμοῦ. δ) Ὁ Μ. Κων/νος καί οἱ συνεργάτες του κατέστρεψαν πλῆθος ἀρχαίων κειμένων, πού διέσωζαν, δῆθεν, τήν ἱστορική «ἀλήθεια» περί τοῦ Ἰησοῦ. ε) Κάποια ἀπό τά κείμενα αὐτά σώθηκαν καί μεταδίδονται μέ ἄκρα μυστικότητα ἀπό γενεά σέ γενεά, μέσῳ προσώπων μυημένων στό «μεγάλο μυστικό». στ) Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἦταν σύζυγος τοῦ Ἰησοῦ! ζ) Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἦταν ἐκείνη πού ἡγεῖτο τῆς πρώτης Ἐκκλησίας μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, καί ὄχι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. η) Ὁ Μ. Κων/νος εὐθύνεται γιά τήν ἀποσιώπηση τοῦ ἡγετικοῦ ρόλου τῆς Μαγδαληνῆς Μαρίας, καί γενικά τῆς γυναίκας, στή Χριστιανική Ἐκκλησία. θ) Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐκτός ἀπό σύζυγο, εἶχε καί ἀπογόνους!

Εἶναι ἀδύνατο, βέβαια, νά ἀσχοληθεῖ κάποιος συστηματικά μέ τήν ἀναίρεση τῶν βλάσφημων καί ἀνιστόρητων αὐτῶν ἀντιλήψεων, στά περιορισμένα πλαίσια αὐτοῦ τοῦ ἐντύπου. Θεωροῦμε, ὅμως, σκόπιμο νά παραθέσουμε κάποια γενικά στοιχεῖα, πρός ἐνημέρωσιν τῶν ἐνδιαφερομένων.

Τά κείμενα πού ἀναφέρονται στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ

Ὅσοι διαστρέφουν τήν ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἐπικαλοῦνται συνήθως κείμενα, πού τό ἄκουσμά τους προκαλεῖ ἐντύπωση στούς πολλούς: Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια, χειρόγραφα τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, χειρόγραφα τοῦ Nag Hammadi! Τί εἶναι, ὅμως, αὐτά τά κείμενα, καί ποιά ἡ ἱστορική τους ἀξία;

α) Τά ἀπόκρυφα. Ὁ ὅρος «ἀπόκρυφα», καί μάλιστα «ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια», παραπέμπει, ὅσους δέν γνωρίζουν, σέ κείμενα πού κάποιοι τά διατηροῦν στό σκοτάδι, ἐπειδή παρέχουν ἴσως μιά ἐντελῶς διαφορετική εἰκόνα γιἀ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά ἕνα πλῆθος ἀπό ψευδεπίγραφα κείμενα, πού φαίνεται νά ἔγραψαν πρόσωπα τοῦ περιβάλλοντος τοῦ Κυρίου (Ἀπόστολοι, ἄνθρωποι πού τόν γνώρισαν κ.ἄ.), Προέρχονται κατά κανόνα ἀπό κύκλους αἱρετικῶν Χριστιανῶν ἤ γνωστικῶν. Αὐτοί, ἐπιχειρῶντας νά ἀντικρούσουν τήν κατηγορία, ὅτι οἱ ἀντιλήψεις τους δέν ἀποτελοῦν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι ἀποκύημα τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας, κατέφευγαν στόν ἰσχυρισμό ὅτι ὁ Κύριος τούς ἀποκάλυψε ἀλήθειες, πού δέν ἀπεκάλυψε, δῆθεν, στούς πολλούς. Καί ἐπειδή δέν εἶχαν κείμενα, πού νά μαρτυροῦν γι’ αὐτές τίς «ἀλήθειες», κατασκεύαζαν τέτοια κείμενα μόνοι τους. Αὐτά εἶναι τά ἀπόκρυφα. «Ἰουδαιοχριστιανοί, αἱρετικοί, γνωστικίζοντες χριστιανοί, γνωστικοί, εὐφάνταστοι, ἀφελεῖς καί πάντως ὄχι γνήσιοι χριστιανοί ἰσχυρίζονταν, ὅτι κατεῖχαν ἀπόκρυφα βιβλία ἤ ἀπόκρυφες παραδόσεις, δηλαδή λόγους, διδασκαλίες, πληροφορίες (γιά τή ζωή, τή δράση, τά θαύματα) καί ἀποκαλύψεις προσώπων τῆς Κ.Δ., συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Χριστοῦ» (Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α, Ἀθήνα 1982, σ. 200). Τά κείμενα αὐτά, ὄχι μόνο δέν διατηροῦνται στό σκοτάδι, ἀλλά ἔχουν μελετηθεῖ ἀπό τήν ἐπιστήμη, ἔχουν χρονολογηθεῖ καί ἔχουν ἐκδοθεῖ. Ἀπ’ αὐτά, ἄλλα γράφτηκαν τόν β’ αἰῶνα, ἄλλα τόν γ’, ἄλλα ἀκόμη καί τόν δ’ μ.Χ. αἰῶνα. Ὅποιος θέλει, μπορεῖ νά τά βρεῖ καί νά τά διαβάσει. Τό ἐρώτημα εἶναι: ἀποτελοῦν αὐτά τά κείμενα ἱστορικές πηγές γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ; Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφῶς, ὄχι.

β) Τά χειρόγραφα τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης. Τά ἔτη 1947 – 1956 στήν περιοχή Κουμράν τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, ἔγινε ἡ μεγαλύτερη ἀνακάλυψη χειρογράφων τῶν νεοτέρων χρόνων. Πλῆθος ἀρχαίων χειρογράφων, γραμμένων ὡς ἐπί τό πλεῖστον στήν ἑβραϊκή γλῶσσα. Πολλοί ἔσπευσαν νά ἀποφανθοῦν: ἔχουμε μιά νέα εἰκόνα περί τοῦ Ἰησοῦ καί περί τῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅταν τά χειρόγραφα μελετήθηκαν συστηματικά καί ὁ ἀρχικός ἐνθουσιασμός ἐκόπασε, τά δεδομένα ἄλλαξαν ἐντελῶς. Διαπιστώθηκε ὅτι τά κείμενα ἀναφέρονται σ’ ἕνα ἀσκητικό κοινόβιο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τό κοινόβιο τῶν Ἐσσαίων, ἀπό τό ὁποῖο καί προέρχονται. Οἱ ὁμοιότητες μέ τόν Ἰησοῦ καί τούς Μαθητές Του λίγες, ἐξωτερικές καί ἐπουσιώδεις. Μάλιστα, τά κείμενα αὐτά ἐπιβεβαίωσαν τήν αὐθεντικότητα τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού διαθέτουμε.

γ) Τά χειρόγραφα τοῦ Nag Hammadi. Τό 1945 – 1946 ἔγινε μιά ἐξίσου σημαντική ἀνακάλυψη στό Nag Hammadi τῆς Ἄνω Αἰγύπτου. Πρόκειται γιά πλούσια συλλογή χειρογράφων σέ κοπτική μετάφραση. Ὅλα εἶναι ἀπόκρυφα καί γνωστικά. Ἰσχύει γι’ αὐτά ὅ,τι ἀναφέραμε παραπάνω γιά τά ἀπόκρυφα.

Ἄν τά κείμενα στά ὁποῖα ἀναφερόμεθα δέν μποροῦν νά ἀποτελέσουν ἱστορική πηγή γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, τότε ποιά μποροῦν νά ἀποτελέσουν; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: τά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἰδιαίτερα τά Εὐαγγέλια. Γιατί αὐτά εἶναι τά πλησιέστερα στήν ἐποχή τοῦ Ἰησοῦ κείμενα (ὅπως τά ἔχει χρονολογήσει ἡ ἐπιστήμη) καί αὐτά γράφηκαν ἀπό πρόσωπα πού τόν εἶδαν καί τόν γνώρισαν. Τά ἀπόκρυφα εἶναι μεταγενέστερα καί ψευδεπίγραφα.

Πότε διεκηρύχθη ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ;

Γιά τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ κάνει λόγο ἐπανειλημμένα ἡ Καινή Διαθήκη. Ἀλλά, καί στήν Παλαιά Διαθήκη γίνεται λόγος, ἄν καί ὄχι μέ ἀπόλυτη σαφήνεια. Ἄς ὑποθέσουμε, ὅμως, ὅτι τά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀλλοιώθηκαν ἀπό τόν Μ. Κων/νο καί τούς συνεργάτες του. Ὑπάρχουν ἄλλα ἀρχαία κείμενα, πού μαρτυροῦν γιά τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ; Βεβαίως. Ὑπάρχει ὁλόκληρη ἡ χριστιανική γραμματεία τοῦ β’ καί τοῦ γ’ μ.Χ. αἰῶνα. Ἄν ὁ Μ. Κων/νος κατόρθωσε νά χαλκεύσει τά κείμενα τῆς Κ. Διαθήκης, θά ἦταν ἀδύνατο νά χαλκεύσει καί τή γραμματεία δύο ἀκόμη ὁλόκληρων αἰώνων. Κάτι τέτοιο ξεπερνᾶ  κάθε φαντασία!

Μεγάλοι Πατέρες καί συγγραφεῖς τῶν δύο αὐτῶν αἰώνων, ὅπως ὁ φιλόσοφος καί Μάρτυς Ἰουστῖνος, ὁ Τερτυλλιανός, ὁ Εἰρηναῖος Λυών, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς κ.ἄ. διακηρύσσουν σαφέστατα τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι δυνατό νά παραθέσουμε ἐδῶ τά σχετικά κείμενά τους, τά ὁποῖα μπορεῖ νά βρεῖ εὔκολα κάποιος σέ ἕνα σύγγραμμα Ἱστορίας Δογμάτων ἤ Πατρολογίας. Ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ πίστη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ἤ μᾶλλον ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα. Γι’ αὐτή τήν πίστη ἑκατομμύρια Χριστιανοί τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο καί ἔχυσαν τό αἷμα τους. Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν (καί εἶναι) τό κέντρο τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας μέλη δέν εἶναι ἀφελείς, πού λατρεύουν κάποιον πού δέν εἶναι Θεός. Ἐκεῖνος πού ἀμφισβήτησε σαφῶς τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ὁ αἱρετικός Ἄρειος στίς ἀρχές τοῦ δ’ μ.Χ. αἰ. Ἡ διδασκαλία του ἔθετε βόμβα στά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀντέδρασε ἀμέσως καί τήν ἀπέρριψε ὡς κάτι ξένο καί ἄγνωστο. Σ’ αὐτό τό σημεῖο παρενέβη ὁ Μ. Κων/νος, ὁ ὁποῖος πέρα ἀπό τήν ἀγάπη του γιά τήν Ἐκκλησία, ἐνδιαφερόταν καί γιά τήν ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας. Καί κατανόησε ὀρθῶς ὅτι ἔπρεπε νά στηρίξει, ὅσα ἡ Ἐκλλησία ἐξ ἀρχῆς πίστευε καί δίδασκε, δηλ. τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι τά προϊόντα τῆς φαντασίας ἑνός νεοεμφανισθέντος αἱρετικοῦ.

Ποιά ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή

Ἡ ἁγία καί ἰσαπόστολος Μαρία ἡ Μαγδαληνή εἶναι ἕνα πρόσωπο ἀρκετά παρεξηγημένο. Πολλοί τήν ταύτισαν μέ τήν «ἁμαρτωλό» γυναίκα, πού μύρωσε τόν Ἰησοῦ. Προσεκτική, ὅμως, μελέτη τῶν κειμένων πού ἀναφέρονται στό περιστατικό, ἀποδεικνύει ὅτι ἄλλη ἦταν ἡ γυναίκα πού ἄλειψει μέ μύρο τόν Κύριο κατά τόν Λουκά, καί ἄλλη κατά τούς λοιπούς εὐαγγελιστές. Καί ἡ μέν πρώτη εἶναι ἀνώνυμη καί ἀναφέρεται μόνο ὅτι ἦταν «ἁμαρτωλός», ἐνῶ ἡ δεύτερη ἀναφέρεται σαφῶς ὅτι ἦταν ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, γιά τήν ὁποία οὔτε κἄν ὑπαινιγμός ὑπάρχει ὅτι ἦταν ἁμαρτωλή, τό ἀντίθετο μάλιστα. Οἱ περισσότεροι Ὀρθόδοξοι ἑρμηνευτές (Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, Ἐφραίμ ὁ Σύρος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων, Ἱερώνυμος, Ρωμανός ὁ Μελωδός, Φώτιος ὁ Μέγας, Θεοφύλακτος Βουλγαρίας κ.ἄ.) δέχονται ὅτι πρόκειται γιά δύο διαφορετικά περιστατικά (Μον. Παταπίου Ἁγιορείτου, Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἔκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2005, σ. 11). Τό βέβαιο εἶναι ὅτι μέ κανένα ἀπό αὐτά δέν συνδέεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Γιά πρώτη φορά στή δύση τόν στ’ μ.Χ. αἰῶνα ὁ πάπας Γρηγόριος ὁ Α’ ταύτισε τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή μέ τήν ἁμαρτωλή γυναίκα τῆς διηγήσεως τοῦ Λουκᾶ, ἄποψη πού ἔκτοτε ἐπικράτησε στή δύση (αὐτόθι).

Ἀκόμη καί ἡ ἀπαλλαγή της ἀπό τά ἑπτά δαιμόνια μέ τήν θαυματουργική παρέμβαση τοῦ Κυρίου (Μαρκ. 16, 9), παρεξηγήθηκε καί ἑρμηνεύθηκε σάν ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία, καί μάλιστα ἀπό τήν πορνεία. Καί πάλι ὁ πάπας Γρηγόριος εἰσηγήθηκε αὐτή τήν ἐσφαλμένη ἑρμηνεία (ὅτι δηλ. τά ἑπτά δαιμόνια εἶναι «τό σύνολο τῶν ἁμαρτημάτων»). Οἱ Ὀρθόδοξοι ἑρμηνευτές, ἀντιθέτως, δέχονται ὅτι ἡ Μαρία κατεχόταν ἀπό δαιμόνια καί ὄχι ἀπό πάθη (αὐτόθι, σ. 11 – 12).

Ποιά ἦταν, λοιπόν, ἡ Μαγδαληνή Μαρία; Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῆς Κ. Διαθήκης καί μέ τόν ἑλληνικό βίο τῆς Ἁγίας, πού παραδίδεται σέ διάφορους χειρόγραφους κώδικες (πέρα ἀπό ἀναξιόπιστα ἀπόκρυφα κείμενα ἤ μεταγενέστερες δυτικές ἑρμηνεῖες), καταγόταν ἀπό τά Μάγδαλα τῆς Τιβεριάδος, ἀπ’ ὅπου πῆρε καί τήν σχετική ἐπωνυμία. Συνάντησε τόν Κύριο γιά πρώτη φορά βασανιζόμενη ἀπό ἑπτά δαιμόνια. Ὅταν ὁ Κύριος τήν ἀπάλλαξε θαυματουργικά ἀπό τή μάστιγα, ἡ Μαρία ἀφιερώθηκε σ’ Αὐτόν καί Τόν ἀκολούθησε ἀπό εὐγνωμοσύνη σάν πιστή μαθήτρια μέχρι τό Πάθος. Ἄλλωστε, λόγῳ τοῦ προβλήματός της, δέν εἶχε νυμφευθεῖ καί δέν δεσμευόταν ἀπό οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις. Καί ἄλλες γυναῖκες ἔκαναν τό ἴδιο: Εἶχαν ἀφιερωθεῖ στόν Κύριο καί Τόν ἀκολουθοῦσαν, διακονώντας Τόν ἀπό τά ὑπάρχοντά τους, ὅπως «Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου», ἡ «Ἰωσῆ μήτηρ», ἡ «μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου», ἡ Σαλώμη, «Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ», «ἄλλη Μαρία», ἡ «Ἰωάννα γυνή Χουζᾶ ἐπιτρόπου Ἡρῳδου», ἡ «Σουσάννα καί ἕτεραι πολλαί» (Ματθ. 27, 55-56, Μάρκ. 15, 40, Ἰωάν. 19, 25, Ματθ. 27, 61, Λουκ. 8, 3). Μεταξύ αὐτῶν διακρίνεται ἡ Μαγδαληνή Μαρία. Κατά τό Πάθος ἔδειξε ἀξιοθαύμαστη τόλμη, ἀφοῦ ἀποφάσισε, μαζί μέ ἄλλες Μυροφόρες γυναῖκες, νά ἀλείψει μέ μύρα τό Σῶμα στόν Τάφο τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό ἔλαβε πρώτη τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, τό ὁποῖο μετέφερε μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου σέ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου (Ἰεροσόλυμα, Ρώμη, Μασσαλία). Στό τέλος τῆς ζωῆς της διακονεῖ τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη στήν Ἔφεσο, ὅπου καί ἐκοιμήθη. Τό ἱερό λείψανό της δέν φυλάσσεται σέ μυστικές κρύπτες, ἀλλά παρέμεινε στήν Ἔφεσο, τιμώμενο ἀπό τούς πιστούς, μέχρι τό 890 μ.Χ. Τότε ὁ αὐτοκράτορ Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός τό μετέφερε στήν Κων/πολη μέ μεγάλες τιμές (αὐτόθι, σ. 54). Σήμερα δέν σώζεται ἀκέραιο. Μεγάλα τμήματά του ὑπάρχουν στά Ἰεροσόλυμα (Πανάγιος Τάφος), στήν Ἱ. Μονή Σίμωνος Πέτρας Ἁγ. Ὄρους, στίς ἁγιορείτικες Μονές Κουτλουμουσίου, Ζωγράφου, Ἐσφιγμένου καί ἀλλοῦ.

Πέρα ἀπό τίς ἱστορικές καί δογματικές πλάνες

Ἀναφέραμε ἤδη ὅτι ὁ μόνος δρόμος γιά νά ὁδηγηθεῖ κάποιος στήν ἱστορική ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ εἶναι τά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί μάλιστα τά Εὐαγγέλια. Ἄλλες πηγές δέν ὑπάρχουν. Οἱ ἐλάχιστες μαρτυρίες ἐκτός τῶν κειμένων τῆς Κ. Διαθήκης ἁπλά ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἔζησε τήν ἐποχή ἐκείνη ἕνα πρόσωπο, πού ὀνομαζόταν Ἰησοῦς καί διακρίθηκε σάν διδάσκαλος, καί τίποτε παραπάνω.

Βέβαια, ἡ ἱστορική ἔρευνα τοῦ βίου τοῦ Ἰησοῦ κατά τούς τελευταίους αἰῶνες, ἐφαρμόζοντας αὐστηρά ἐπιστημονικά κριτήρια πάνω στά ἱερά κείμενα, ἔδωσε μιά εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ ἀπογυμνωμένη ἀπό κάθε ὑπερφυσικό στοιχεῖο. Τά θαύματα τοῦ Ἰησοῦ καί πρό πάντων ἡ Ἀνάσταση ἀπορρίφθηκαν, γιατί ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τή λογική καί δέν ἐξηγοῦνται ἐπιστημονικά. Ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ θεωρήθηκε ὡς ἰδέα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς ἀντικειμενική πραγματικότητα. Ἡ εἰκόνα αὐτή περί τοῦ Ἰησοῦ ὀνομάστηκε «Ἰησοῦς τῆς Ἱστορίας» ἤ «Ἱστορικός Ἰησοῦς», σέ ἀντίθεση μέ τόν «Χριστό τῆς Πίστεως», δηλ. μέ τόν Χριστό, ὅπως τόν πιστεύει ἡ Ἐκκλησία.

Ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη τέτοια ἀντίθεση δέν ὑπάρχει. Οἱ δύο εἰκόνες θεωροῦνται ἀλληλοσυμπληρούμενες, ἤ μᾶλλον ἡ πρώτη (ὁ «Ἱστορικός Ἰησοῦς») εἶναι ἐλλιπής καί ἀποσπασματική καί ἔχει ἀνάγκη συμπληρώσεως ἀπό τή δεύτερη (τόν «Χριστό τῆς Πίστεως»). Τά συμπεράσματα τῶν ἱστορικῶν εἶναι σέ γενικές γραμμές κατανοητά. Ἡ ἐπιστήμη δέν μπορεῖ νά ἀναχθεῖ περά ἀπό τό φαινόμενο, πέρα ἀπ’ αὐτό πού ἔβλεπαν καί τότε οἱ πολλοί. Καί τό φαινόμενο στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς. Ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου δέν εἶναι ἄμεσα ὁρατή καί δέν ἀποδεικνύεται ἐπιστημονικά, γιατί «κρύπτεται» κάτω ἀπό τήν ἀνθρωπότητα, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεότητα προσεγγίζεται μέ ἄλλες μεθόδους, διαφορετικές ἀπό αὐτές τῆς ἐπιστήμης. Ὁ ἀπ. Παῦλος εἶναι στό σημεῖο αὐτό κατηγορηματικός: Μέ τή σοφία τους, λέει, (καί μέ τήν ἐπιστήμη τους), οἱ ἄνθρωποι δέν γνώρισαν τόν Θεό (οὔτε πρόκειται νά Τόν γνωρίσουν ποτέ). Γι’ αὐτό ὁ Θεός θεώρησε καλό νά σώσει ὅσους πιστεύουν «διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος» (Α’ Κορ. 1, 21).

Αὐτό, λοιπόν, πού σώζει, εἶναι ἡ πίστη. Δέν σώζει ἡ ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη ἁπλῶς συσσωρεύει γνώσεις καί πληροφορίες στό μυαλό μας, χρήσιμες ἴσως γιά τήν καθημερινή ζωή. Οἱ γνώσεις αὐτές δέν σώζουν, ἔστω καί ἄν ἀναφέρονται στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Σώζει ἡ πίστη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀληθινός Θεός. Καί σώζει, ὅταν μετατρέπεται σέ ἔργα, σέ τρόπο ζωῆς. Ἔξω ἀπ’ αὐτή τήν πίστη δέν ὑπάρχει σωτηρία. Αὐτή ἡ πίστη εἶναι ὁ κύριος στόχος τῶν κάθε εἴδους αἱρετικῶν, ἀποκρυφιστῶν, νεοεποχιτῶν κ.λ.π., πού διαστρέφουν τήν ἱστορική εἰκόνα γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου.

Αφήστε μια απάντηση