Ο Τελωνισμός των ψυχών κατά την ώρα του θανάτου (πηγή: zoiforos.gr)
Η διήγηση αυτή ελήφθη από την περίληψη του βιβλίου
«Στόμα θανάτου» της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου.
.
Διήγηση της θεωρίας την οποία έγραψα
εγώ ο ταπεινός Γρηγόριος και μαθητής του Αγίου Βασιλείου του Νέου.
Ο αγιότατος Πατήρ ημών Βασίλειος ήταν στον καιρό του βασιλέως Λέοντος του Σοφού και κατοικούσε πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή είχε αποθάνει ο Γέροντάς μου, ζητούσα πνευματικό πατέρα να με οδηγά στα ουράνια. Ο δε Θεός, που κάμνει το θέλημα των φοβούμενων Αυτόν, μου φανέρωσε τον αγιότατο τούτον Γέροντα και σύχναζα, καθώς και άλλοι πολλοί, και μας δίδασκε. Ήταν δε και κάποια γραία καλόγνωμος και έκαμνε πολλή διακονία στον Άγιο, και ο Άγιος είχε πολλή συμπάθεια στην γραία, διότι ήταν ευλαβής και θυσιαζόταν για την αγάπη του Χριστού. Αυτή λέγω, η τιμία γερόντισσα Θεοδώρα, απέθανε μετά ολίγα έτη και πάντες οι μαθητές του Αγίου την λυπήθηκαν, μάλιστα δε εγώ ο Γρηγόριος’ διότι πολύ με αγαπούσε. Εγώ δε ενοχλούμενος από τον λογισμό πολλάκις έλεγα: άραγε να σώθηκε η Θεοδώρα; Ερωτούσα δε τον Γέροντα πολλές φορές να μάθω τίποτε περί της Θεοδώρας, και δεν μου αποκρινόταν. Αλλ’ εγώ ενοχλούμενος από τούτων των λογισμών δεν έπαυα από του να ερωτώ και να ενοχλώ αυτόν περί της Θεοδώρας.
Μία λοιπόν των ημερών χαμογελώντας μου λέγει: θέλεις τέκνον να δεις την Θεοδώρα; Εγώ του είπα: και πώς είναι δυνατόν, Πάτερ μου, να ιδώ την Θεοδώρα, η οποία προ πολλού απέθανε και ευρίσκεται στην άλλη ζωή; Ο δε Άγιος μου είπε: αυτή την εσπέρα θα δεις την Θεοδώρα. Εγώ δε απορούσα συλλογιζόμενος που και πώς έχω να την ιδώ, και βάζοντας μετάνοια ασπάσθηκα την δεξιά του και αναχώρησα, συλλογιζόμενος τους λόγους του Γέροντος.
Την νύχτα λοιπόν κοιμώμενος βλέπω ένα νέο και μου λέγει: σηκώσου και ελθέ οπού ο Γέροντάς σου θα υπάγει τώρα, στην Θεοδώρα, ελθέ να υπάγεις μαζί του να την δεις. Εγώ ακούγοντας τούτο, νόμισα πως παρευθύς σηκώθηκα και επήγα στο κελί του Αγίου και δεν τον βρήκα. Ερώτησα και μου είπαν ότι πηγαίνει να δει την υποτακτική του Θεοδώρα. Ακούγοντας δε εγώ λυπήθηκα, πως δεν τον πρόφθασα. Αλλ’ ένας άνθρωπος μου έδειξε τον δρόμο και μου είπε’ τρέχα και θέλεις φθάσει τον Γέροντά σου. Εγώ δε έτρεχα και μου φαινόταν πως πηγαίνω στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Και ξαφνικά βρέθηκα σ’ ένα πολύ στενό και ανηφορικό μέρος, και ανέβαινα αυτό με πολύ κόπο και φόβο έφθασα σε μία ωραία θύρα κεκλεισμένη. Κοίταξα από μία θυρίδα μήπως δω κανέναν και του πω και μου ανοίξει, βλέπω δύο γυναίκες και καθόταν και συνομιλούσαν. Εγώ δε είπα στη μία κυρά, ποιανού είναι αυτό το ωραίο παλάτι; Και αυτή μου είπε’ του Οσίου Πατρός μας Βασιλείου, ότι λίγη ώρα ήταν όπου ήλθε και επισκέφθηκε τα πνευματικά του τέκνα. Εγώ δε ακούγοντας τούτο χάρηκα μεγάλως και την παρακαλούσα να μου ανοίξει να εισέλθω, διότι και εγώ τέκνο του είμαι, της είπα, και πολλές φορές ήλθα εδώ με τον Γέροντά μας. Και εκείνη μου είπε’ εσύ δεν ξαναήλθες εδώ και ούτε σε γνωρίζομε και δια τούτο φεύγα από εδώ’ διότι χωρίς της κυρίας Θεοδώρας την άδεια δεν είναι δυνατόν να έλθει κανείς εδώ. Αυτά τα παλάτια είναι του Οσίου Πατρός μας Βασιλείου και τα χάρισε στην υποτακτική του Θεοδώρα, και χωρίς την άδεια αυτής είναι αδύνατον να εισέλθει κανείς εδώ. Εγώ δε ακούγοντας για την Θεοδώρα, έλαβα θάρρος και άρχισα να χτυπώ και να φωνάζω. Ακούγοντας δε η Θεοδώρα πλησίασε στην θυρίδα να δει ποιος ήταν που κτύπα και φώναζε, βλέποντάς με λέγει αμέσως προς τις γυναίκες’ ανοίξατε γρήγορα, διότι αυτός είναι ο κύριος Γρηγόριος, ο αγαπημένος υιός του Πατρός μας. Και άμα αυτές άνοιξαν, και εισήλθα, έτρεξε η Θεοδώρα και με αγκάλιασε περιχαρώς λέγοντάς με’ κύριε Γρηγόριε, ποιος σε έφερε εδώ; Άραγε πέθανες και αξιώθηκες να έλθεις στο μακάριο τούτο μέρος και την αιώνιο ζωή; Εγώ δε απορούσα και δεν ήξερα τι να πω, διότι δεν μου φαινόταν δράμα, αλλ’ ως πραγματικά. Γι’ αυτό της είπα’ κυρία και μήτηρ μου, δεν απέθανα, αλλ’ ευρίσκομαι ακόμα στην πρόσκαιρη ζωή, πλην με την ευχή και βοήθεια του Πατρός μας έφθασα εδώ να σε δω και να μάθω σε ποια κατάσταση και μέρος ευρίσκεσαι, και πώς υπέμεινες του θανάτου την βία και πώς πέρασες τα πονηρά δαιμόνια του αέρος, πώς διέφυγες τις πανουργίες αυτών’ διότι ξέρω καλώς ότι εντός ολίγου στο τέλος της ζωής μου θα διέλθω και εγώ αυτά.
Εκείνη μου απεκρίθη λέγοντας: ω τέκνο μου αγαπημένο Γρηγόριε, πως να σου διηγηθώ τον κίνδυνο και φόβο που υπέμεινα, όταν ήταν να χωρισθεί η ψυχή μου από του σώματος; Πώς να εξηγήσω τους πόνους και τις στεναχώριες που υπέφερα έως ότου να χωρισθεί η ψυχή μου από το σώμα; Τους πόνους τούτους παρομοιάζω ως ο ζωντανός να ριφθεί μέσα στην φωτιά γυμνός και να κατακαίεται και να σπαράτει από τους πόνους, και λίγο λίγο να αναλύει, έως ότου να αναχωρήσει η ψυχή από του σώματος. Τόσο πικρός, τέκνο μου, είναι ο θάνατος. Πολύ δε περισσότερο του αμαρτωλού, όπως εγώ. Για τους Δικαίους δεν ξέρω, τέκνο μου, τι είδους είναι, διότι εγώ η ταλαίπωρος ήμουν αμαρτωλή. Όταν ψυχομαχούσα, έβλεπα γύρω από της κλίνης μου στεκόμενους πολλούς μαύρους και άσχημους, οι οποίοι ανακατεύονταν και ταράσσονταν και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον μου, και γάβγιζαν σα σκύλοι και λύκοι, και έκαμναν διαφόρων ζώων λαλιές, βροντώντας, λυσσώντας και μουγκρίζοντας σα βόδια, στρέφοντες τα άγρια βλέμματα και σκοτεινά πρόσωπά τους και με φοβέριζαν, των οποίων και μόνο η θεωρία είναι ανωτέρα πάσης κολάσεως. Και όχι μόνο τούτα, αλλά το χειρότερο ήταν που δεν μπορούσα να στερηθώ της θεωρίας τους. Διότι γυρίζοντας τα μάτια μου εδώ και εκεί, για να μη τους βλέπω, ήταν όμως αδύνατον να φύγω την θεωρία και τις φωνές τους. Διότι, απ’ όπου έστρεφα τους οφθαλμούς μου, τους έβλεπα.
Και ενώ αυτά έπασχα και στενοχωριόμουν, βλέπω ξαφνικά δύο λαμπρότατους νέους χαρούμενους, με χρυσά μαλλιά, που έλαμπαν όπως ο ήλιος, ενδεδυμένοι φορέματα αστράπτοντα. Οι νέοι τούτοι στάθηκαν προς δεξιά της κλίνης μου, ομιλώντας μυστικώς, ο ένας δε από αυτούς τους ωραίους νέους αρχίνησε να φοβερίζει με αυστηρά, αλλά και γλυκύτατη φωνή εκείνους τους μαύρους, λέγοντας προς αυτούς: άδικοι και παμμίαροι πονηροί δαίμονες, για ποιον προφθάνετε στον θάνατο των ανθρώπων και τους ταράσσετε και τους συγχύζετε με τις φλυαρίες και άγριες φωνές σας; Ω κακοί και αργιοπρόσωποι, μη πολύ χαίρεσθε, διότι δεν έχετε απόλαυση καμία, μόνο καθώς ήλθατε, έτσι και θα αναχωρήσετε κατησχυμένοι. Αυτά και άλλα όμοια έλεγε εκείνος ο λαμπρότατος νέος με γλυκύτατη φωνή. Εκείνοι δε έφεραν στο μέσον τις εκ νεότητός μου κακές πράξεις, είτε εν λόγω είτε εν έργω, φλυαρώντας και φωνάζοντας όλα μου τα αμαρτήματα και άλλα περισσότερα, και εγώ έτρεμα και πρόσμενα τον θάνατο. Τότε ήρθε και ένας νέος χονδρός, βάρβαρος, του οποίου η μορφή ήταν σαν του οργισμένου λέοντα, και ήταν φορτωμένος διάφορα σιδηρά εργαλεία και ο οποίος δίνει τον θάνατο κάθε ανθρώπου. Βλέπουσα η ταπεινή μου ψυχή εκείνον τον τύραννο, εκυριεύθη από φόβο και τρόμο.
Τότε οι δύο νέοι λέγουν προς τον τύραννο εκείνο· τι στέκεις; λύσε τα δεσμά του σώματος και μη της δώσεις πολύ πόνο, διότι δεν έχει πολλά και μεγάλα αμαρτήματα. Γεμίζοντας λοιπόν ένα ποτήρι εκείνος ο τύραννος μου το έδωσε να το πιω, και εγώ μη θέλοντας το ήπια· και ευθύς εξήλθε η ψυχή μου εκ του σώματος, με τρομερότατη βία. Ήταν δε τόσο πικρό και άνοστο το ποτό, που μη υποφέροντας την πικράδα, εξήλθε η ψυχή εκ του σώματός μου. Εξερχόμενη την ψυχή την έλαβαν οι νέοι εκείνοι, περιτυλίξαντες με τα επανωφόριά τους, εγώ δε παρατηρούσα το σώμα μου οπού κείτονταν νεκρό και εθαύμαζα. Διότι δεν ήξερα ότι συμβαίνουν τούτα πάντα τον καιρό του θανάτου στον ταλαίπωρο άνθρωπο. Ενώ δε με κρατούσαν οι Άγγελοι, τους περικύκλωσαν οι άγριοι και ανελεήμονες δαίμονες, και μεγαλοφώνως έλεγαν· αυτή έχει πολλά αμαρτήματα, τα οποία έχομε γραμμένα, και είναι ανάγκη να μας αποκριθείτε για όλα αυτά.
Και οι Άγιοι Άγγελοι εξέταζαν τι καλό έκαμα στη ζωή μου και το παρουσίαζαν, διότι και εγώ η πτωχή θα είχα κάμει το κατά δύναμιν για την ψυχή μου. Και εάν έδωσα σε κανένα πεινώντα άρτο ή διψώντα επότισα ή επισκέφθηκα ασθενή ή φυλακισμένο ή δέχθηκα ξένον και τον ανέπαυσα’ ή εάν επήγαινα στην Εκκλησία και εστεκόμουν με φόβο Θεού και ευλάβεια ή εάν έβαλα έλαιο σε κανδήλια Εικόνας’ ή εφίλιωσα κανέναν πού είχε έχθρα με τον πλησίον του· ή αν έκλαυσα για τις αμαρτίες μου ή με ύβρισε κανείς και υπέμεινα’ ή αν έδωκα καλό παράδειγμα στους ανθρώπους για να κάμουν το καλό’ ή εάν παρηγόρησα απηλπισμένον, για να έχει υπομονή και να ελπίζει στον Θεό και να κάμει έργα θεάρεστα’ αν νήστευσα για την αγάπη του Θεού, αν εγκρατεύθηκα από ψεύδη και όρκους και λόγια υβριστικά και εν γένει πάντα τα καλά οπού έκαμα στον κόσμο τα ζύγισαν μετά των αμαρτημάτων και διόρθωναν αυτά. Για όλα αυτά δυσαρεστούνταν οι δαίμονες και εξαγριώνονταν εναντίον μου, και μάχονταν με τους Αγγέλους, δοκιμάζοντας πάντοτε να με αρπάσουν από τα χέρια τους και να με ρίψουν στον άχαρο Άδη.
Μετά από αυτά βλέπω τον αγιότατο Γέροντά μας Βασίλειο μετά της θεοχαρίστου δυνάμεώς του και λέγει προς τους Αγγέλους’ κύριοί μου, αυτή η ψυχή μου έκαμε πολλές υπηρεσίες και με ανέπαυσε στα γηρατειά μου. Για τούτο παρεκάλεσα τον Θεό γι’ αυτήν και μου την εχάρισε η ευσπλαχνία Του. Μ’ όλον τούτο δεχθείτε και αυτά, για να πληρώσετε βαίνοντες τα εναέρια τελώνια τα χρέη της, να την εξαγοράσετε εκ των δαιμόνων. Διότι εγώ με την χάρη του Θεού είμαι πολύ πλούσιος στα ουράνια και θεϊκά χαρίσματα, αυτά τα εσύναξα εκ των πολλών κόπων και ιδρώτων και της τα χαρίζω να ξαναγορασθεί. Μου φάνηκε δε πως ήταν μία σακούλα γεμάτη φλουριά· δίδοντας δε αυτά στους Αγγέλους έγινε άφαντος. Όταν είδαν αυτά εκείνοι οι μαύροι, έμειναν, μη δυνάμενοι να στερεώσουν την κακία τους, και ευρισκόμενοι πολλή ώρα σε σύγχυση και απελπισθέντες και μουγκρίζοντας αναχώρησαν από εμάς.
Μετά από αυτά ήλθε πάλι ο Άγιος Γέροντάς μας, φέρων πολλά αγγεία γεμάτα από αγίου ελαίου, τα οποία κρατούσαν ευμορφότατοι νέοι με χρυσά μαλλιά, και διέταξε να τα ανοίξουν και να τα ρίψουν ένα προς ένα όλα επάνω μου. Χύνοντας δε αυτά, γέμισα θαυμαστής και ουρανίας ευωδίας, και καθαρισθείσα, έγινε το πρόσωπό μου λαμπρό και ευγενές, έβλεπα τον εαυτό μου και ήμουν εύμορφη και άσπρη σαν το χιόνι και γέμισα από θεϊκής ευφροσύνης. Τότε είπε ο Άγιος Γέροντάς μας προς τους νέους’ κύριοί μου, αφού τελέσετε όσα χρήσιμα ανήκουν στην ψυχή αυτή, φέρετέ την στην ουράνια κατοικία, την οποία μου έχει έτοιμη ο Θεός για να κατοικώ με τα πνευματικά μου τέκνα. Και έτσι αναχώρησε από εμάς. Υψώνοντας οι Άγγελοι τις χρυσοειδείς πτέρυγές τους πέταξαν στον αέρα ως τα σύννεφα, όταν τα διώκει ο άνεμος, και κρατώντας με ανεβαίναμε κατά ανατολάς.
.
1. Το τελώνιο της καταλαλιάς.
Εκεί συναντήσαμε το τελώνιο της καταλαλιάς, δηλαδή της κατακρίσεως, οπού ήταν μία σύναξη μαύρων, στο μέσον δε καθόταν ο πρώτος τους με πολλή πονηρία, και ευθύς σταθήκαμε. Μάρτυς μου δε ο Κύριος, τέκνο μου Γρηγόριε, πως όσους κατέκρινα εν τη ζωή μου, μου είπαν όλων τα ονόματα και την ώρα, ως και μία λέξη μου φανέρωσαν, και ζητούσαν δίκη. Και όχι μόνον το αληθές, αλλά και σε πολλά με συκοφαντούσαν εκ της πονηρίας τους. Και εάν είπα λόγο με άλλον σκοπό, και αυτόν ως κατάκριση εξεζητούσαν λογαριασμό. Χάριν λόγου, εάν είπα τίποτε από αγάπη ή με σκοπό για να διορθωθεί ο πταίστης, σε όλα λέγω αυτά ερωτούσαν τους Αγγέλους να τους αποκριθούν. Οι Άγγελοι τους απεκρίθησαν στα αληθινά και τους τα πλήρωσαν από εκείνα οπού μου είχε χαρίσει ο Γέροντάς μας και έτσι ανεχωρήσαμε ευθύς από αυτούς.
.
2. Το τελώνιο της ύβρεως.
Και αναβαίνοντας λίγο, μας συναπάντησε το τελώνιο της ύβρεως. Και ξοδεύοντας και σ’ εκείνο, όπως και στο πρώτο, ανεχωρήσαμε ανενόχλητοι δι’ ευχών του Πατρός μας. Και αναβαίνοντας συνομιλούσαν οι Άγγελοι λέγοντας’ αληθώς μεγάλη ωφέλεια και χάρη βρήκε τούτη η ψυχή από τον αγαπημένο δούλο του Θεού Βασίλειο’ αλλιώς θέλαμε να στενοχωρηθούμε πολύ εκ τούτων των τελωνίων.
.
3. Το τελώνιο του φθόνου.
Ενώ έλεγαν αυτά οι Άγγελοι, φθάσαμε στο τελώνιο του φθόνου, και μη έχοντας, χάριτι θεία, εκείνοι οι αγριοπρόσωποι μαύροι κατηγορία να μου πουν, ανεχωρήσαμε χαρούμενοι. Μ’ όλο τούτο έτριζαν τα δόντια τους μετά πολλής κακίας και θυμού κατ’ εμού και αν ήταν δυνατόν να μας καταπιούν.
.
4. Το τελώνιο του ψεύδους.
Και αναβαίνοντας σε πολύ ύψος συναντήσαμε το τελώνιο του ψεύδους, στο οποίο ήταν πολύ πλήθος μαύροι, και τα πρόσωπα αυτών πολύ άσχημα και μισητά. Ο πρώτος αυτών καθόταν μετά πολλής αλαζονείας και ως μας είδαν, έρχονταν ως ληστές προς εμάς, τρέχοντες μετά κραυγής και ταραχής, και έφερναν πολλές αποδείξεις και πολλά ψέματα, τα οποία ως ανόητος πολλάκις ομίλησα, κρύψασα την αλήθεια στην παιδική μου ηλικία. Πλην αυτοί παρουσιάζοντες αυτά, τον καιρό οπού τα είπα, την θέση, την υπόθεση, και τα πρόσωπα οπού είπα το κάθε ψεύδος, ζητώντας δίκη. Αλλ’ οι Άγγελοι πράξαντες όπως και στα άλλα, και δια της προς εμέ ελεημοσύνης του Πατρός μας, ελευθερώθηκα και απ’ αυτά.
.
5. Το τελώνιο του θυμού και της οργής.
Και αναβαίνοντας λίγο φθάσαμε στο τελώνιο του θυμού και της οργής. Εδώ βρήκαμε σύναξη πολλών μαύρων, και ο πρώτος αυτών καθόταν ως είδωλο, πολύ εξαγριωμένος, και πρόσταξε μετ’ οργής και φωνής τόσο αγρίας, οπού δεν μπορούσαμε να διακρίνομε τι έλεγε στους παραστεκαμένους δαίμονες. Αυτοί δε πλήρεις κακίας δαγκάνονταν και τρώγονταν μεταξύ τους, όπως οι σκύλοι οι λυσσασμένοι, και φωνάζοντας ως άγρια θηρία, μας έβλεπαν με μεγίστη κακία, και με εξέταζαν, όχι μόνο σε όσα αληθώς με οργή και θυμό φιλονικούσα με κανένα ή με άγριο βλέμμα τον έβλεπα, αλλά και όσα ομιλούσα με αγάπη και συμβούλευα τα τέκνα μου ή τα τιμωρούσα και οργιζόμουν εναντίον τους. Όλα αυτά, λέγω, ένα προς ένα μου τα εφώναζαν, και ή είχα φοβερίσει κανένα και αναχωρούσα δυσαρεστημένη, ή είχα έχθρα και μνησικακούσα εναντίον κάποιου. Ότι φέρσιμο και κίνημα έκαμνα, τα αυτά σχήματα και κινήματα έκαμναν και αυτοί’ τρέχοντες εναντίον μας, αναφέροντας τα ονόματα των ανθρώπων, την εποχή και τις αυτές λέξεις καθαρώς, καθώς τις έλεγα εγώ όταν θύμωνα. Πληρώσαντες δε και εκεί το χρέος ανεχωρήσαμε.
.
6. Το τελώνιο της υπερηφάνειας.
Αναβαίνοντας λίγο, μας συνάντησε το τελώνιο της υπερηφάνειας. Και ψάχνοντας οι δαίμονες μήπως βρουν τίποτε για να με κατηγορήσουν, όμως δεν βρήκαν, επειδή ήμουν πτωχή και δεν μπορούσα να υπερηφανευθώ. Γι’ αυτό περάσαμε ανεξόδως.
.
7. Το τελώνιο της βλασφημίας.
Και αναβαίνοντας φθάσαμε το τελώνιο της βλασφημίας. Ο αρχηγός των δαιμόνων του τελωνίου τούτου καθόταν με πολλή αγριότητα και παρ’ ευθύς οπού μας είδαν, έτρεχαν προς εμάς εξαγριωμένοι, τρίζοντας τους οδόντας, σκληρίζοντας και βλασφημώντας και κάμνοντας διάφορα σχήματα. Με φοβέριζαν και εγώ έτρεμα, αυτοί δε βεβαιώσαν ότι είχα βλασφημήσει τρεις φορές στην νεότητά μου. Αλλ’ οι Άγγελοι έφεραν απόδειξη την μετάνοια και εξομολόγηση, και πληρώσαντες το ικανό ανεχωρήσαμε.
.
8. Το τελώνιο της μωρολογίας και της φλυαρίας.
Και πηγαίνοντας συναντήσαμε το τελώνιο της μωρολογίας και φλυαρίας, και μας ζητούσαν οι δαίμονες να ανταποκριθούμε στις φλυαρίες και αισχρές μωρολογίες μου, τις οποίες είπα εκ νεότητός μου. Αλλά και τα σατανικά τραγούδια εβεβαίωσαν ως αληθή. Και να αποκριθώ δεν ήξερα, άλλα απορούσα πώς τα ενθυμούνται, ενώ εγώ εκ της πολυκαιρίας τα είχα λησμονήσει. Δίνοντας όμως και εκεί το ανάλογο ανεχωρήσαμε.
.
9. Το τελώνιο του τόκου και του δόλου.
Και αναβαίνοντας την άγνωστο και σκοτεινή φοβερά στράτα φθάσαμε στο τελώνιο του τόκου και του δόλου, το οποίο εξετάζει τους τοκογλύφους και εκείνους όπου γελούν τους άλλους και τους παίρνουν την περιουσία τους. Αρχίνησαν λοιπόν και με εξέταζαν, εάν απάτησα κανένα και του επήρα το πράγμα του. Αλλ’ επειδή δεν μπορούσαν να το αποδείξουν, έτριζαν τους οδόντας τους και με φοβέριζαν.
.
10. Το τελώνιο της οκνηρίας και το ύπνου.
Αναχωρώντας από εκεί και αναβαίνοντας εκείνη την στράτα, της οποίας το μάκρος νους ανθρώπινος δεν δύναται να μετρήσει, φθάσαμε στο τελώνιο της οκνηρίας και του ύπνου. Εξέταζαν εδώ εάν κοιμόμουν και ώκνεσα να σηκωθώ να υπάγω στην Εκκλησία ή αν από την οκνηρία και αμέλεια δεν έκαμα το καλό οπού μπορούσα να κάμω. Αλλά χάριτι θεία, μη έχουσα ενοχή σ’ αυτά, περάσαμε από εκεί ελευθέρως.
.
11. Το τελώνιο της φιλαργυρίας.
Και αναβαίνοντας απαντήσαμε το τελώνιο της φιλαργυρίας, στο οποίο ήταν πολύ ομίχλη με σκότος. Και εξετάζοντάς με τούτοι οι μαύροι και μη βρίσκοντας ένοχο, επειδή και ήμουν σε όλη την ζωή μου πτωχή, φύγαμε και από αυτούς ανενόχλητοι.
.
12. Το τελώνιο της μέθης.
Και αναβαίνοντας φθάσαμε στους δαίμονες της μέθης, οι οποίοι πρόσμεναν ως άρπαγες λύκοι, ζητούντες να καταπιούν κάποιον. Αλλ’ επειδή δεν έχουν εξουσία παρά Θεού να εξετάζουν όλες τις ψυχές, ήλθαν οι συνοδεύοντές με Άγγελοι και εξέταζαν το κρασί όπου ήπια σε όλη μου την ζωή. Οι δε δαίμονες φώναζαν’ δεν ήπιες τόσα ποτήρια κρασί στην δείνα εορτή; και ήταν παρούσες η δείνα και η δείνα; δεν μέθυσες την δείνα ημέρα; δεν ήπιες όταν επήγες στον δείνα άνθρωπο και την δείνα γυναίκα έτερα τόσα ποτήρια κρασί και ήσαν παρόντες οι δείνα άνθρωποι; Αυτά και ετέρα όμοια έλεγαν και δοκίμαζαν να με αρπάσουν ως άγρια θηρία. Πάντα δε όσα μου είπαν ήσαν αληθινά. Οι δε Άγγελοι έφερναν και αυτοί στο μέσον τα κατορθώματα και καλά μου έργα, δίνοντας δε και εκεί μερική πληρωμή από εκείνα οπού μου εχάρισε ο Γέροντάς μας, τους αφήσαμε. Αναβαίνοντας δε μου έλεγαν οι συνοδεύοντές με Άγγελοι’ βλέπεις πόσον κίνδυνο έχει η ψυχή έως ότου να περάσει τα ακάθαρτα τελώνια και εναέρια δαιμόνια; Εγώ δε τους απεκκρίθηκα: ναί, κύριοί μου, μέγας κίνδυνος στις ελεεινές ψυχές και πιστεύω ότι δεν δύναται να περάσει κανείς αταράχως’ νομίζω ότι κανένας από τους ζώντας ανθρώπους δεν γνωρίζει αυτά οπού συμβαίνουν στην ψυχή’ Αλλοίμονο! Τι αναμένει την ψυχή του καθενός μετά τον θάνατο, και εμείς αμελούμε και δεν φροντίζομε οι ανόητοι. Απεκρίθησαν δε οι Άγγελοι ότι οι Γραφές διαλαμβάνουν τα πάντα, αλλ’ η πολυτέλεια, οι τροφές, οι ηδονές και αναπαύσεις του κόσμου τυφλώνουν τους ανθρώπους και δεν τα βλέπουν, ούτε τα συλλογίζονται, αλλά ζουν ωσάν να μη έχουν να αποθάνουν και αμελούν τα καλά έργα, μάλιστα δε την αγάπη και ελεημοσύνη, η οποία δύναται να βοηθήσει την ψυχή περισσότερο από τα αλλά έργα, και να περάσει τα τελώνια χωρίς ενόχληση. Αλλά τούτοι είναι ολίγοι. Αλλοίμονο στους μη έχοντες καλά έργα! Διότι έρχεται έξαφνα ο θάνατος και τους αρπάζει, και δικαιως θέλοντας να περάσουν από εδώ τους αρπάζουν οι δαίμονες και εν ριπή οφθαλμού τους κατεβάζουν στους σκοτεινούς και βρωμερούς τόπους του Άδου, φυλάττοντας αυτούς μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας και φοβέρας Κρίσεως. Αυτά βεβαίως ήθελες να πάθεις και συ, εάν έλειπε η ευσπλαχνία του Θεού και η ελεημοσύνη του δούλου Αυτού Βασιλείου.
.
13. Το τελώνιο της μνησικακίας.
Λέγοντας αυτά και αναβαίνοντας απαντήσαμε το τελώνιο της μνησικακίας, το οποίο εξετάζει εκείνους οπού έχουν έχθρα με τον γείτονά τους και δεν θέλουν να συγχωρήσουν κατά την εντολή του Θεού εκείνον οπού τους έφταιξε. Πλησιάζοντας προς εκείνο το κατηραμένο, πήδησαν οι δαίμονες ως ληστές απάνω μου, ζητώντας στα κατάστιχά τους να βρουν κανένα φταίξιμο, αλλά χάριτι θεία, δεν βρήκαν τίποτε, και καταντροπιασθέντες φώναζαν’ λησμονήσαμε να τα γράψομε, και άλλα τέτοια ψέματα, και έτσι ανεχωρήσαμε από εκεί, χωρίς να πληρώσομε τίποτε. Και επειδή είχα λάβει θάρρος, ρώτησα τους Αγγέλους: που τα ξέρουν τούτοι οι άδικοι τα πταίσματα του κάθε ανθρώπου; Και μου απεκρίθη ο ένας’ δεν γνωρίζεις ότι μετά το Βάπτισμα κάθε Χριστιανός λαμβάνει έναν Άγγελο μαζί του ως φύλακα, χωρίς να τον βλέπει, δια να τον οδηγεί στο καλό, να γράφει όλα τα καλά του έργα; Ομοίως δε τον ακολουθεί και ένας διάβολος και γράφει τις κακές του πράξεις. Άμα λοιπόν αμαρτήσει ο άνθρωπος, ευθύς μηνά στο τελώνιο οπού ανήκει η αμαρτία, λόγου χάριν, όταν κλέψει, στο τελώνιο της κλεψιάς, όταν βλασφημήσει, στο τελώνιο της βλασφημίας, όταν πορνέψει στο τελώνιο της πορνείας. Και λοιπόν κάθε τελώνιο γράφει, και άμα θα περάσει η ψυχή εκεί, εμποδίζεται από αυτό και ρίπτεται στον Άδη, και κατοικεί εκεί έως να έλθει η φοβερά ημέρα της Κρίσεως. Πλην εάν είναι περισσότερα τα καλά έργα της ψυχής, τα οποία θα παρουσιάσει ο φύλακάς της Άγγελος, περνά ελεύθερα, και πάλι την συναντά άλλο τελώνιο. Τούτα όλα γίνονται στους Ορθόδοξους Χριστιανούς, των οποίων ο δρόμος τους είναι στον Χριστό, στους δε ασεβείς δεν βαστούν κατάστιχα, ούτε τους μέλλει, ούτε τους βιάζουν στην αμαρτία.
.
14. Το τελώνιο της μαγείας και γοητείας.
Αφήνοντας το τελώνιο της μνησικακίας, φθάσαμε στο τελώνιο της μαγείας και της γοητείας, το οποίο εξετάζει τους μάγους και γόητες. Τούτα δε τα δαιμόνια είχαν μορφές ωσάν θηρία, ωσάν φίδια, ωσάν σκύλοι και βόδια άγρια και άλλα ζώα με την πλέον άσχημη θεωρία. Αλλά χάριτι θεία μη έχοντα περί τούτων τίποτε να με εξετάσουν, ούτε καν λόγο να μας πουν ανεχωρήσαμε. Και έτσι αναβαίνοντας, πάλι ρώτησα τους Αγγέλους λέγουσα’ με τι τρόπον δύνανται στον κόσμο να συγχωρηθούν τα αμαρτήματα του ανθρώπου και να εξαλειφθούν από τις βίβλους των εναέριων δαιμονίων; Και μου απεκρίθησαν’ Τα πάντα δύνανται να εξαλειφθούν και να συγχωρηθούν, όταν ο άνθρωπος μετανοήσει και εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και πληρώσει τον κανόνα του Πνευματικού του και λάβει την συγχώρηση. Τότε παρ’ ευθύς και εκ των βίβλων των δαιμόνων εξαλείφονται. Εάν κάμει κανείς, καθώς εσύ έκαμες, και ντραπεί να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και νομίσει ότι τον φθάνει μόνο η αποχή της αμαρτίας και η εξομολόγηση μόνο στον Θεό, κι αν λέγω έτσι κάμει, δεν συγχωρούνται οι αμαρτίες του. Διότι ο Κύριος έδωσε την χάρη στους Αποστόλους να δένουν και να λύνουν επί της γης, οι δε Απόστολοι έδωσαν την χάρη και την ίδια εξουσία στους Αρχιερείς και Πνευματικούς, και θέλει ο Κύριος να φυλάγεται το Μυστήριο. Αυτός γαρ είπε «όσα αν λύσητε επί της γής, έσται λελυμένα». Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να εξομολογηθεί ο άνθρωπος στον Πνευματικό και να πληρώσει τον κανόνα και έτσι να εξαλειφθούν οι αμαρτίες του από τις βίβλους των δαιμόνων. Και άμα ιδούν οι δαίμονες πως εξαλείφθηκαν από τις βίβλους τους οι αμαρτίες των ανθρώπων, συγχύζονται και ταράσσονται και βάζουν τα δυνατά τους να τους ρίξουν σε άλλα μεγαλύτερα αμαρτήματα. Γι’ αυτό η εξομολόγηση και η μετάνοια είναι αιτίες να νικήσουν οι άνθρωποι τα εναέρια τελώνια και να περάσουν ελευθέρως όλα τα ενάντια. Οι πολλοί όμως φοβούνται τον βαρύ κανόνα των αυστηρών Πνευματικών και διαμοιράζουν τα αμαρτήματα τους και εξομολογούνται λίγα στον κάθε ένα Πνευματικό, για να αποφύγουν τον κανόνα. Τούτοι είναι απατημένοι, διότι αυτή δεν είναι μετάνοια, αλλά πονηρία. Οι άνθρωποι πρέπει να διαλέγουν τον καλό Πνευματικό και σ’ όλη τους την ζωή να μη τον αλλάζουν χωρίς ανάγκη. Αλλιώς δεν ημπορούν να φύγουν τα εναέρια τούτα τελώνια.
.
15. Το τελώνιο της γαστριμαργίας και πολυφαγίας
Αναβαίνοντας και ομιλώντας αυτά και άλλα όμοια συναντήσαμε το τελώνιο της πολυφαγίας. Τούτοι οι δαίμονες ήσαν παχείς ωσάν τους χοίρους, άγριοι και δυνατοί περισσότεροι από τους άλλους, και άμα με είδαν έτρεχαν καταπάνω μου γαβγίζοντας, σκληρίζοντας, και φανέρωσαν τις κρυφοφαγίες και πολυφαγίες μου, τις οποίες από παιδική μου ηλικία έκαμα, τρώγοντας από την αυγή έως το βράδυ χορταστικά, καθώς και εάν στις αγίες Τεσσαρακοστές έτρωγα από της πρώτης ώρας χωρίς προσευχή. Αυτά και άλλα όμοια λέγοντες με κατηγορούσαν πώς δέν έπραξα τις υποσχέσεις οπού έδωσα στο άγιο Βάπτισμα’ υποσχέθηκα να τους αρνηθώ και τα έργα αυτών, αλλ’ εγώ πάλι τους έκαμνα τα θελήματά τους. Από το άλλο μέρος οι Άγγελοι μάχονταν και έφερναν προς βοήθειά μου τα καλά έργα μου, και έτσι ανεχωρήσαμε από αυτούς.
.
16. Το τελώνιο της ειδωλολατρίας.
Και σύντομα φθάσαμε στο τελώνιο της ειδωλολατρίας και των διαφόρων αιρέσεων. Αλλ’ ουδέ λέξη μας είπαν, και ανεχωρήσαμε ευθύς.
.
17. Το τελώνιο της αρσενοκοιτίας.
Και αναβαίνοντας λίγο, απαντήσαμε το τελώνιο της αρσενοκοιτίας, το οποίο εξετάζει τους αρσενοκοίτας. Ο πρώτος αυτών καθόταν υψηλά ως φοβερός δράκων με άσχημο πρόσωπο, έχοντας υπό τις διαταγές του χίλια δαιμόνια, άλλαξε δε χιλιάδες μορφές, πότε μεν φαινόταν ως δράκων, πότε ως ποντικός, και πότε ως αγριόχοιρος εξαγριωμένος, πότε ως θηριόψαρο της θαλάσσης. Τριγύρω του ήσαν ακαθαρσίες και βρώμα ανυπόφορος, και πάνω επί τραπέζης κείτονταν και αναπαυόταν, οι δε υπηρέτες του, οι οποίοι εξέταζαν τα αμαρτήματα, ήσαν ως αγάλματα και εξαγριωμένοι κατά πάνω μου. Αλλά βλέποντας ότι ήμουν γυναίκα, δεν είχαν τίποτε να κατηγορήσουν, ούτε πως κοιμήθηκα με άλλη γυναίκα και αμάρτησα. Και χάριτι θεία ελευθερώθηκα από την ακαθαρσία αυτών και πλησιάσαμε στην θύρα του ουρανού. Αναβαίνοντας δε μου έλεγαν οι Άγγελοι ότι πολλές ψυχές φθάνουν έως εκεί ανεμποδίστως από των άλλων τελωνίων, για να προσκυνήσουν τον Άγιο Θρόνο του Θεού, και αυτό το τελώνιο της αρσενοκοιτίας τους γκρεμίζει στον άχαρη Άδη για την αισχρή πράξη της αρσενοκοιτίας, διότι ετούτη η κατηραμένη αρσενοκοιτία παροργίζει τον Θεό περισσότερο από όλες τις άλλες αμαρτίες.
.
18. Το τελώνιο των χρωματοπροσώπων.
Ομιλώντας γι’ αυτά φθάσαμε στο τελώνιο οπού εξετάζει τις γυναίκες και τους άνδρες οπού βάζουν φτιασίδια και στολίζουν τα πρόσωπά τους με διαφόρων χρωμάτων ευωδίες, επειδή την μορφή οπού τους έδωσε ο Θεός δεν τους άρεσε, αλλά την καταφρόνησαν και την απόβαλαν θεληματικώς και δέχθηκαν την δική τους μορφή. Και ετούτη έλεγαν το έκαμε δύο φορές, γι’ αυτό είναι δίκαιο να την πάρομε εμείς. Οι δε Άγγελοι έφερναν τις καλές μου πράξεις στο μέσον και με πολύ κόπο πληρώσαντες ικανά αναχωρήσαμε.
.
19. Το τελώνιο της μοιχείας.
.
Και αναβαίνοντας φθάσαμε στο τελώνιο της μοιχείας, το οποίο εξετάζει τους μοιχούς και τις μοιχαλίδες, εκείνους δηλαδή οπού, ενώ είναι παντρεμένοι, πηγαίνουν με ξένους συζύγους και μολύνουν το στεφάνι τους. Και μαζί με τούτους εξετάζει και τους παραφύση αμαρτάνοντας άνδρες στις γυναίκες τους όλους τους μιαρούς που μολύνουν τα στεφάνια τους. Αλλ’ επειδή χάριτι θεία δεν είχαν σε αυτά να με κατηγορήσουν τα δαιμόνια, ανεχωρήσαμε και εντεύθεν.
.
20. Το τελώνιο του φόνου.
Και αναβαίνοντας λίγο εφάνη το τελώνιο του φόνου, το οποίο εξετάζει τους φονείς και όσους από θυμό κτύπησαν κανένα, και εν συντόμω να ειπεί κανείς ζυγίζουν πάσα αδικία. Γι’ αυτό ξοδέψαμε και εκεί ένα τι και ανεχωρήσαμε.
.
21. Το τελώνιο της κλοπής.
Αναβαίνοντας δε συναντήσαμε το τελώνιο της κλοπής. Και εξέταζαν εκείνοι οι τύραννοι της ζωής μου όλες τις κακές πράξεις, πληρώσαμε δε και εκεί μικρό και ανεχωρήσαμε.
.
22. Το τελώνιο της πορνείας.
Και αναβαίνοντας μακράν επάνω πλησιάσαμε στη θύρα του ουρανού και φθάσαμε στο τελώνιο της πορνείας. Ο μεγάλος αυτών φορούσε ένα φόρεμα ραντισμένο με αφρούς και αίματα και χαιρόταν σα να ήταν λαμπροστολισμένος με βασιλικό φόρεμα. Μου είπαν δε οι Άγγελοι ότι τούτο έγινε από τις πολλές ακαθαρσίες και πορνείες των ανθρώπων. Άμα μας είδαν, πήδησαν πάνω μας και θαύμαζαν πώς μπορέσαμε και περάσαμε τόσα τελώνια και φθάσαμε προς αυτούς, και έτσι αρχίνησαν να εξετάζουν ένα καθένα. Και ουχί μόνον τα αληθή μου έργα έλεγαν και με κατηγορούσαν, αλλά και πολλά ψέματα, φέροντες τα ονόματα των εραστών μου. Και αυτά λέγοντας, δοκίμαζαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων και να με ρίψουν στον άχαρη Άδη. Και οι Άγγελοι έλεγαν’ τα πάντα προ πολλού τα παραίτησε. Αλλ’ εκείνοι τους αντέλεγαν λέγοντας’ και ημείς γνωρίζομε ότι τα είχε παραιτήσει, αλλά μας αγάπα και για τούτο ποτέ δεν μας απαρνιόταν, αλλά τα είχε στην καρδιά της κριμένα και δεν τα εξομολογήθηκε ποτέ στον Πνευματικό, ούτε τράβηξε κανόνα, ούτε συγχώρηση έλαβε από Πνευματικό, και πόθεν αυτή έλαβε την τόση πολλή χάρη και λάμπει ωσάν τον ήλιο; Και απορούσαν και ζητούσαν να με κρατήσουν ή να ζυγίσουν τα καλά μου έργα με τα δικαιώματα τους, για να με εξαγοράσουν. Οι δε Άγγελοι με υπερασπίζονταν και δίδοντας κατά το ζήτημά τους και λαμβάνοντάς με φύγαμε και έτριζαν τους οδόντας τους εκείνοι οι ακάθαρτοι δαίμονες, διότι ανελπίστως από αυτούς γλίτωσα. Μου έλεγαν δε οι άγιοι Άγγελοι’ ήξευρε ότι από τούτο το τελώνιο ολιγοστές ψυχές δύνανται να περάσουν χωρίς μεγάλη ζημία τους. Διότι οι άνθρωποι του κόσμου από την πολυφαγία και από την κακή επιθυμία της πορνείας, και μάλιστα εκείνοι οπού δεν γνωρίζουν τις Γραφές και το βάρος των αμαρτιών τους και την κρίση και τιμωρία οπού κάμνει ο Θεός σ’ αυτούς, και οι περισσότεροι των ανθρώπων από ετούτο το τελώνιο πίπτουν στον σκοτεινό και άχαρη Άδη. Εσύ όμως με την βοήθεια του Γέροντός σου γλίτωσες από τα χέρια και τούτου του τελωνίου, και φόβο πλέον δεν έχεις από εδώ και επάνω, με την χάρη και ευσπλαχνία του Θεού, διότι χάριν του δούλου Του Βασιλείου σε ελέησε.
.
23. Το τελώνιο της ασπλαχνίας.
Και λέγοντας μου αυτά, συναντήσαμε το τελώνιο της ασπλαχνίας και σκληροκαρδίας, το οποίο εξέταζε μετά μεγάλης κακίας και ακριβείας τους ανελεήμονες και μισαδέλφους και έκαμνε όλα τα σχήματα εκείνα οπού κάμνουν εκείνοι οπού πάσχουν από πτώχεια και ασθένεια και κάθε ανάγκη, με τα οποία ζητούν ελεημοσύνη’ πότε δε πάλι εξαγριώνονταν καταπάνω μας με όλο του το τάγμα. Εξετάζοντας δε και μη βρίσκοντάς με άσπλαχνο, αλλά ελεήμονα, διότι έδινα των πτωχών κατά την δύναμή μου ελεημοσύνη, και καταντροπιασθέντες σιωπούσαν και έτσι ανεχωρήσαμε απ’ αυτών. Και μου έλεγαν οι Άγγελοι’ οι περισσότεροι άνθρωποι φύλαξαν τα προστάγματα του Θεού και για να μη έχουν ευσπλαχνία να ελεούν τους πτωχούς, πέρασαν όλα τα τελώνια και έφθασαν έως εδώ, και από ετούτο το τελώνιο εμποδισθέντες κρημνίστηκαν στον Άδη.
.
Η πύλη του Ουρανού.
Και αναβαίνοντας χαίροντες είδαμε την θύρα του ουρανού, η οποία ακτινοβολούσε ως κρύσταλλο φωτεινό. Και η κατασκευή της ήταν θαυμαστή και ουράνιος, φεγγοβολούσα από άστρα με χρώμα ως του καθαρού χρυσού, με υπερθαύμαστη και ουράνια ωραιότητα, την οποία νους ανθρώπινος δεν δύναται να φαντασθεί ούτε γλώσσα ανθρώπινος να διηγηθεί, διότι είναι πράγματα ουράνια και ανερμήνευτα.
Ο θυρωρός ήταν ένας νέος αστραπόμορφος με ζώνη και μαλλιά χρυσά και μας εδέχθη μετά μεγάλης χαράς και δόξαζε τον Θεό οπού πέρασε η ψυχή μου ελευθέρως από τον κίνδυνο και τα σκοτεινά εναέρια δαιμόνια. Και εμβαίνοντες στον ουρανό σχιζόταν και έφευγε από μπροστά μας το νερό οπού είναι επάνω από τον ουρανό και άμα θέλαμε περάσει, γύριζε πάλι στον τόπο του το νερό.
Περνώντας δε το ύδωρ τούτο, φθάσαμε σ’ ένα τρομερό και ακατανόητο αέρα, επί του οποίου ήταν εξαπλωμένο ένα σκέπασμα χρυσοΰφαντο και εσκέπαζε εκείνο το φοβερό πλάτος του αέρος. Κάτωθεν δε αυτού ήταν πλήθος αστραπόμορφων ωραιότατων νέων, οι οποίοι φορούσαν στολή πύρινη και ακτινοβολούσαν ως ο ήλιος, οι δε τρίχες τους ήταν ως αστραπή και οι πόδες τους άσπροι υπέρ το χιόνι, λάμποντας φως ουράνιο. Βλέποντές μας, διέτρεχαν όλοι και με συνέχαιραν και ευφραίνοντο για την σωτηρία μου ψάλλοντες με φωνή λιγυρά και χαρμόσυνο μελωδία την οποία ου δύναται γλώσσα να διηγηθεί! Εγώ λοιπόν ήμουν όλη χαρά και αγαλλίαση και πορευόμεθα προς προσκύνηση του αστραπόμορφου θρόνου του φοβερού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διαβαίνοντας δε είδαμε σύννεφα, όχι όπως τα συνηθισμένα, οπού φαίνονται κάτωθεν του ουρανού, αλλά ως άνθος εκατονταπλασίως υπερβαίνον παν άνθος στην θεωρία και ευωδία, τα οποία σύννεφα διεχωρίσθησαν για να περάσομε. Τότε πάλι είδαμε έτερο ξαπλωμένο, λευκό ως το φώς και αυτό έκαμε ως το πρώτο, μετά δε τούτο φάνηκε ένα άλλο σύννεφο χρυσόμορφο, από το οποίο εξήρχοντο αστραπές και πυρ, και τούτο έκαμε ωσάν τα άλλα. Και πηγαίνοντας λίγο είδαμε αυλή σκεπασμένη με χρυσοΰφαντα και άλλα είδη, τα οποία δεν δύναμαι να διηγούμαι, άνθη ευωδέστατα ουράνια και άλλα ανεκδιήγητα, στεκόταν δε εκεί και ένας άνθρωπος αστραπόμορφος, εξερχόταν δε τόση γλυκύτατη ευωδία από του Θεού οπού δεν δύναται γλώσσα να διηγηθεί.
Μετά από αυτά πορευθήκαμε λίγο και είδαμε σε άμετρο ύψος τον θρόνο του Θεού μυριοβαφή, αστραποβολούντα και φωτίζοντα άπαντα. Εκεί είναι η χαρά των Δικαιων και η ευφροσύνη και αγαλλίαση των αγαπησάντων Αυτόν, γύρωθεν δε του θρόνου του Θεού έστεκε πλήθος άπειρο ωραιότατων και αστραπόμορφων νέων, φορούντων πολύτιμα φορέματα και χρυσές ζώνες. Τα όσα είδα εκεί, τέκνον Γρηγόριε, δεν δύναμαι να σου τα διηγηθώ, αλλ’ ούτε ο δικός σου νους μπορεί να τα κατανοήσει.
Φθάσαμε τέλος αντίκρυ του φοβερού Θρόνου του Θεού ο οποίος ήταν στολισμένος με αλήθεια, καλοσύνη και δικαιοσύνη, και είδαμε θαυμαστή και απερίγραπτη δόξα. Τότε οι Άγγελοι οπού με οδηγούσαν έψαλλαν τοις εις τον φοβερό εκείνον Θρόνο, δοξάζοντες μετά φόβου τον αόρατο Θεό, που αναπαύεται επ’ αυτού, προσκυνήσαντες δε πάλι τρις τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και έπειτα μαζί με εμάς όλο το πλήθος οπού στεκόταν γύρωθεν του Θρόνου και όλοι εδόξασαν Τον καθήμενον επί του Θρόνου και χαίρονταν για την σωτηρία μου.
Τότε ακούσαμε φωνή σιγανή από εκείνου του ύψους, γεμάτη από γλυκύτητα και ευφροσύνη, λέγουσα προς τους οδηγούντας με Αγγέλους’ οδηγήσατέ την σε όλες τις κατοικίες και στον Παράδεισο και στα καταχθόνια, καθώς κάμνετε σε όλες τις ψυχές, και ακολούθως αναπαύσατέ την στον τόπο και την κατοικία του δούλου μου Βασιλείου, διότι εκεί με παρεκάλεσε να την αναπαύσω.
Αναχωρήσαντες δε από εκεί χαρούμενοι, επισκεφθήκαμε τις κατοικίες των Αγίων, οι οποίες ήσαν άμετροι και έλαμπαν όπως οι ακτίνες του ηλίου και τα άλλα μυριόστομα και φωτεινά χρώματα, ήταν δε εκεί και ένας κάμπος αθεώρητος στο μάκρος και φάρδος, στολισμένος με διάφορα άνθη και ευωδίες. Από εκεί αναβρύει βρύση της αθανάτου ζωής, εκεί είναι οι θεόκτιστοι ως πυραμίδες κατοικίες των Αγίων, μέσα στις οποίες αναπαύονται, από εκεί δε εξέρχονται φοβερές ακτίνες. Είναι αυτές οι κατοικίες όπως τα βασιλικά παλάτια και ακόμη ασυγκρίτως ευμορφότερες, με ανάγλυφα διάφορα στην θεωρία, δόξα και λαμπρότητα στολισμένα.
Εκάστου δε τάγματος οι κατοικίες είναι χωριστές και πλέον δοξασμένες, καθώς των Αποστόλων, Προφητών, Μαρτύρων, Ιεραρχών, Ασκητών και Δικαίων, του καθ’ ενός η κατοικία έχει ωραιότητα θαυμαστή κατά τα έργα του καθ’ ενός, όλοι δεν έβγαιναν και μας προϋπαντούσαν και με καταφιλούσαν και ευφραίνονταν για την σωτηρία μου.
Εισερχόμενοι στον κόλπο του Αβραάμ (δηλ. στην κατοικία του) είδαμε αυτόν με δόξα απερίγραπτη, γεμάτη από ευφροσύνη ουράνια, άνθη πολυειδή, αέρος υγιεστέρου και κάλλους αμιμήτου, ώστε οπού ο άνθρωπος γίνεται εκστατικός. Εκεί είναι τα παλάτια του Ισαάκ και Ιακώβ ακτινοβολούντα και λάμποντα από την θεία χάρη. Εκεί αναπαύονται τα τέκνα των Χριστιανών, όσα έζησαν στον κόσμο αναμάρτητα. Τριγύρω τους είναι δόξα και χαρά ανερμήνευτος, δόξα αιώνιος. Εκεί ήσαν αναπαυόμενοι επί δώδεκα λαμπρών θρόνων με λάμψη ως την ακτίνα του ήλιου, οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, ομοίως και οι άϋλες ψυχές, οι δώδεκα Πατριάρχες, από τους οποίους κατάγονται οι των Αγίων. Οι ψυχές των Αγίων φαίνονται ως να ήσαν με σώματα, αλλά χέρι ανθρώπου να τις πιάσει δεν είναι δυνατόν, καθώς και τις ακτίνες του ηλίου.
Ενώ λοιπόν επισκεφθήκαμε όλα εκείνα τα άγια μέρη, στραφήκαμε στο μέρος της δύσεως, όπου είναι οι σκληρές κολάσεις, στις οποίες κατοικούν οι ψυχές των αμαρτωλών. Μου έδειξαν δε οι οδηγούντες με Άγγελοι τις κολάσεις, από τις οποίες εγλύτωσα χάριν του Πατρός μας Βασιλείου. Διότι είδα, τέκνον μου Γρηγόριε, τις σκοτεινές φυλακές στις οποίες είναι κλεισμένες ως η άμμος της θαλάσσης των αμαρτωλών οι ψυχές από καταβολής κόσμου, σκεπασμένοι με την μαύρη ομίχλη του θανάτου, και να δουν ποτέ το γλυκύτατο φως δεν είναι δυνατόν, αλλά γυμνές της χάριτος του Θεού καίουν και θρηνούν απαρηγόρητα. Δεν ακούεται, τέκνον μου Γρηγόριε, άλλο τι εκεί, παρά το ουαί και αλλοίμονον, τους κατατρώγει ο μολυσμός και η δυσωδία και θρηνούν ακαταπαύστως απαρηγόρητα.
Όταν εισήλθαμε στα σκοτεινότατα εκείνα μέρη, ευθύς φωτίσθηκαν από την λάμψη των οδηγούντων με Αγγέλων και είδα εκείνα τα υπόγεια σπήλαια, όπου φόβος και τρόμος με περιεκύκλωσε. Μου είπε δε ο ένας Άγγελος’ αυτές τις φοβερές κατοικίες τις ξέφυγες, γιατί μετανόησες και έπαυσες την αμαρτία και για τα λίγα καλά έργα σου, ή να σου πω καλύτερα, για τις μεσιτείες του δούλου του Θεού Βασιλείου, του Γέροντός σου.
Αφού γυρίσαμε όλες τις κολάσεις, με ερώτησε ο ένας Άγγελος λέγοντάς με: Θεοδώρα, άραγε ξέρεις ότι σήμερα κάμνει τα σαράντα σου ο καλός Πνευματικός σου Πατήρ Βασίλειος; Και αυτά ειπών με άφησε σ’ αυτήν την πανευφρόσυνο κατοικία και αναχώρησαν. Εκ τούτου λοιπόν γνώρισα ότι μετά τις σαράντα ημέρας από του θανάτου μου έφθασα στην κατοικία την οποία βλέπεις, και δεν είναι ιδική μου, αλλά του Πνευματικού μας Πατρός Βασιλείου, του πιστού δούλου του Θεού. Διότι ευρισκόμενος στον κόσμο σώζει πολλές ψυχές με τις συμβουλές του και τις οδηγεί προς μετάνοια και εξομολόγηση, αυτές οι ψυχές κατοικούν σ’ αυτήν την λαμπρά κατοικία μαζί μου. Έλα τώρα να δεις τις κατοικίες μας, τις οποίες προ ολίγου επεσκέφθη και ο Πατήρ μας. Εγώ δε ακολούθησα την κυρία Θεοδώρα και έτσι εισήλθαμε σ’ ένα μεγάλο προαύλιο, το οποίο ήταν στρωμένο με ακτινοβόλους χρυσοκέντητους πλάκες, και στο μέσο τούτων υπήρχαν διάφορα δένδρα, των οποίων η ωραιότης είναι ανερμήνευτος. Ήταν δε η Θεοδώρα ενδεδυμένη ένα φόρεμα μεταξωτό κάτασπρο και στην κεφαλή της έφερε κόκκινο μανδήλι, θαύμασα δε να βλέπω να τρέχει από αυτήν ως ίδρωτας άγιο μύρο πολύτιμο με άρρητο ευωδία. Βλέποντας δε ανατολικά είδα φοβερά και θαυμαστά παλάτια βασιλικά, στα οποία εισήλθαμε, και πλησίον των σκαλών των βασιλικών παλατιών εκείνων ήταν μία θαυμαστή και από σμαράγδου και άλλων πολυτίμων λίθων τράπεζα, η οποία ακτινοβολούσε υπέρ τον ήλιο’ ήταν δε γεμάτη από διάφορα ωραιότατα και ανερμήνευτα οπωρικά, ωσαύτως και μανδήλια μεταξωτά με ευωδέστατα άνθη. Εκεί, επί θαυμαστού και εξαισίου θρόνου, ήταν και ο Πατήρ μας Βασίλειος και αναπαυόταν ως κύριος αυτών όλων. Ο θρόνος ήταν πράσινος, αλλά θαυμαστός, και έλαμπε υπέρ τον ήλιο, και όλοι εκεί έτρωγαν από εκείνα τα οπωρικά και ευφραίνοντο.
Εκείνοι δε οπού έτρωγαν από εκείνη την τράπεζα ήταν άνθρωποι τέλειοι. Όμως δεν είχαν σάρκες παχιές, αλλά ήταν ως οι ακτίνες του ηλίου, και τα πρόσωπα τους ευειδή και χαριέστατα. Επίσης οι άνδρες από τις γυναίκας δεν διεκρίνοντο, και έτρωγαν από εκείνη την θαυμαστή και ουράνιο τράπεζα. Και όσον έτρωγαν, τόσον πλήθαιναν εκείνα τα ευωδέστατα και θαυμαστά οπωρικά, επειδή ήταν ουράνια και πνευματικά, παρά Θεού ετοιμασμένα, έτρωγαν δε και ευφραίνοντο με απερίγραπτη χαρά, συνομιλούντες μετά γλυκιάς φωνής και χαρμόσυνου χαμογελάσματος. Τους κερνούσαν δε μερικοί νέοι με ροδοκόκκινο ποτό, το οποίο υπεράστραπτε μέσα στα κρυσταλλένια ποτήρια, και οι πίνοντες εχόρταιναν της γλυκύτητας του Αγίου Πνεύματος. Και έμενα θαυμάζοντας επί κάποια ώρα, διότι έλαμπαν τα πρόσωπά τους όπως το δροσερό ρόδο. Οι δε νέοι οπού τους κερνούσαν ήσαν ωραίοι και αστραπόμορφοι, με ζώνες χρυσές, και στα κεφάλια είχαν θαυμαστούς στεφάνους στολισμένους μετά πολυτίμων λίθων και θαυμαστής τέχνης. Ενώ περιπατούσα, μπροστά μου η Θεοδώρα πλησίασε προς τον άγιο Γέροντά μας και του ομίλησε για εμένα, αυτός δε κοιτάζοντάς με χαμογέλασε και μου έγνευσε να τον πλησιάσω. Εγώ δε πλησιάζοντας έβαλα μετάνοια ενώπιόν του και του ζήτησα την ευχή του, και μου είπε με χαμηλή τη φωνή’ ο Θεός, τέκνον, να σε ευσπλαγχνισθεί και να σε ευλογήσει και να σε καταξιώσει της επουρανίου Αυτού Βασιλείας. Και ενώ ευρισκόμουν εγώ γονατιστός μπροστά του, επάνω στα χρυσοΰφαντα, με έπιασε από το χέρι και με σήκωσε και μου λέγει (δείχνοντας με το δάκτυλο την Θεοδώρα)’ δες την Θεοδώρα, τέκνον Γρηγόριε, για την οποία πολλές φορές με παρεκάλεσες να μάθεις τι έγινε και που κατοικούσε. Γι’ αυτό από του λοιπού ησύχασε και μη με ενοχλείς περί αυτής. Εκείνη δε η μακαρία και ευλογημένη παρά Θεού, βλέποντάς με ιλαρώς, μου λέγει’ ο Θεός, τέκνον Γρηγόριε, να σου πληρώσει τον μισθό για την τόση περί εμού φροντίδα σου, ο Οποίος σύμφωνα με την επιθυμία σου δια των παρακλήσεων του Αγίου Πατρός μας σε αξίωσε να με δεις.
Όλοι δε οι καθήμενοι σ’ εκείνη την θαυμαστή τράπεζα, μας έβλεπαν με μεγάλη σιωπή και αγάλλοντο. Ύστερα είπε ο Άγιος προς την Θεοδώρα’ πήγαινε, τέκνον, δείξε του την ωραιότητα των δέντρων στο περιβόλι μας. Και οδηγώντας με προς τα δεξιά του περιβολιού είδα την θύρα του περιβολιού θαυμαστή και ολόχρυση και τα τείχη του ολόχρυσα και υψηλά. Ανοίγοντας δε εισήλθαμε και είδαμε το περιβόλι στολισμένο με διάφορα μικρά πολύμορφα δένδρα και με πολυειδή άνθη και ρόδα, των οποίων η ωραιότης και ευωδία είναι απερίγραπτος. Όσο έβλεπα αυτά, τόσο εκστατικός έμενα από την ωραιότητα και ευωδία και το πλήθος τους επί των δένδρων καρπών. Και τόσο πολύς ήταν ο καρπός, οπού έκλιναν στην γή. Όμως τα δέντρα δεν βλάπτονταν, άλλα πάντοτε σ’ αυτήν την κατάσταση βρισκόταν, καθότι είναι ουράνια και αθάνατα, εγώ δεν έμεινα εκστατικός και έβλεπα. Τότε μου λέγει η Θεοδώρα: εάν, τέκνον μου, σε έκαμαν εκστατικό και έκθαμβο αυτά, τι ήθελες να πάθεις, εάν έβλεπες εκείνον τον Παράδεισο, οπού κατά ανατολάς εφύτευσε ο Κύριος, τι ήθελες γένει; Επειδή ετούτος με εκείνον δεν έχουν καμία σύγκριση. Διότι, όσο απέχει ο ουρανός άπω την γή, τόσο διαφέρει και εκείνος από τούτον; Εγώ δε την παρακαλούσα να μου δείξει εκείνα τα πλέον θαυμαστά πράγματα. Και μου απεκρίθηκε’ δεν είναι δυνατόν, τέκνον, να δεις αυτά τα πράγματα, τα οποία είναι ακατανόητα, εφ’ όσον ευρίσκεσαι ακόμη στον προσωρινό κόσμο, αυτά δε οπού είδες είναι οι κόποι και ο ιδρώτας του Πατρός μας Βασιλείου, ο οποίος παιδιόθεν αγωνιζόταν με νηστείες, αγρυπνίες και κακοπάθειες μέχρι γήρατος, για τούτους δε τούς κόπους του χάρισε ο Θεός αυτά τα βασιλικά παλάτια με τα περιβόλια, να κατοικεί με τα πνευματικά του τέκνα, οπού μαζί του αγωνίσθηκαν και φυλάγουν τις εντολές του Κυρίου.
Φρόντισε λοιπόν και συ, τέκνον, έως ότου είσαι στον κόσμο να αγωνισθείς, για να έλθεις και εσύ εδώ να ευφραινόμαστε μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας, διότι μετά την Ανάσταση άλλα καλύτερα ασυγκρίτως έχει να μας χαρίσει ο Κύριος, καθώς λέγει και ο Απόστολος ΙΙαύλος’ «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ άνέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν».
Εγώ δεν έμεινα εκστατικός, άμα άκουσα πως δεν ήμουν εκεί με το σώμα, αλλά νοητώς και με την ψυχή. Για τούτο προσπαθούσα να ψηλαφίσω τον εαυτόν μου, αν φορώ σάρκα και κόκαλα, αλλά μου φαινόταν σαν να έπιανα ακτίνα του ήλιου και την έσφιγγα χωρίς να βαστώ τίποτε. Τοιουτοτρόπως κοιμώμενος είδα την μεγάλη θεωρία αυτήν, είχα δε τας φρένας μου σώας, και θαύμαζα, για όσα έβλεπα. Έπειτα μου φάνηκε πως ήλθαμε στην αυλή δια της θύρας δια της οποίας εισήλθαμε, βρήκαμε δε την τράπεζα άδεια, και ούτε άνθρωπος ήταν εκεί. Τότε ήλθα στον εαυτό μου, και έτσι ελευθερώθηκα από εκείνα τα φοβερά και θαυμαστά πράγματα.
Τότε άρχισα να εξετάζω τον εαυτό μου συλλογιζόμενος τι ήσαν εκείνα, τα οποία είδα και διδάχθηκα, τα οποία καλώς τυπώθηκαν στο νου μου. Σηκωθείς λοιπόν επήγαινα προς τον άγιο Γέροντά μου και διαλογιζόμουν και έλεγα στον εαυτόν μου’ άραγε από του διαβόλου να είναι αυτά τα θαυμαστά πράγματα οπού είδα ή εκ Θεού; Φθάνοντας προς τον Γέροντα έβαλα μετάνοια κατά την συνήθεια, και λαβών την ευλογία του εκάθησα πλησίον του, και μου είπε με ιλαρό πρόσωπον: ξέρεις, τέκνον Γρηγόριε, πως αυτήν την νύκτα ήμασταν μαζί στα αιώνια αγαθά; Εγώ για να δω τί έχει να μου πεί προσποιήθηκα πως δεν ήξερα τι μου έλεγε και είπα: Εγώ, Γέροντά μου, ήμουν στο κελί μου και κοιμόμουν αυτήν την νύκτα. Και εκείνος μου απεκρίθη με χαμηλή τη φωνή, επειδή είμαστε μόνοι στο κελί του, λέγων’ ναί, τέκνον, το γνωρίζω και εγώ αληθώς, ότι με το σώμα κοιμόσουν στο κελί σου, αλλά με το πνεύμα και τον νου σου περιπατούσες σε άλλα μέρη. Όσα λοιπόν σου έδειξα αυτήν την νύκτα μη τα νομίσεις, τέκνον, ονείρατα, αλλά θεωρία αληθινή. Δεν πήγες αυτήν τη νύκτα στην Θεοδώρα; δεν έφθασες στην ουράνιά μου κατοικία; δεν έτρεχες για να με φθάσεις και βρέθηκες στην μεγάλη θύρα, εξερχόμενη δε η Θεοδώρα σε υπεδείχθη πασίχαρος; δεν σου διηγήθηκε το ψυχομαχητό της και τον θάνατό της; και ότι μετά μεγάλης βίας και τρόμου πέρασε τα άγρια και σκοτεινά εναέρια τελώνια, επειδή την βοήθησα σε πολλά μέρη και ελευθερώθηκε τελείως; δεν εισήλθες στην αυλή με την Θεοδώρα κατά διαταγήν μου; δεν είδες την θαυμαστή τράπεζα, την κατάσταση αυτής και τα εξαίσια πράγματα και ωραία οπωρικά και οποία ήσαν τα θαυμαστά και ευώδη άνθη και οποίοι οι υπηρετούντες αυτήν νέοι; δεν στεκόσουν και θεωρούσες την ωραιότητα, την οποία είχαν εκείνα τα θαυμαστά και εξαίσια βασιλικά παλάτια; δεν παρουσιάσθηκες ενώπιόν μου και σου έδειξα την Θεοδώρα, για την οποία πολλάκις με παρεκάλεσες όπως δεις σε πια κατάσταση ευρίσκεται; δεν σε οδήγησε εκείνη κατ’ εντολήν μου και εισήλθατε μαζί στο θαυμαστό περιβόλι; δεν κρατούσες στα χέρια σου εκείνα τα χρυσοβλάσταρα χόρτα και εκστασιάστηκες για την ωραιότητα των καρπών τους; Όλα αυτά δεν είδες την παρελθούσα νύκτα; και πώς λέγεις λοιπόν ότι σε άλλο μέρος δεν ήσουν ούτε είδες κανένα πράγμα;
Ακούγοντας εγώ αυτά, τα οποία ως φλόγα πυρός μου φαινόταν ότι εξερχόταν εκ του στόματος του Αγίου, και συλλογιζόμενος την αλήθεια των λεγομένων του λιποθύμησα και έμεινα άφωνος. Ακολούθως άρχισα να χύνω ποταμηδόν δάκρυα και βρεχόταν το πρόσωπό μου, όσο συλλογιζόμουν το ύψος της αγιότητος και των θαυμάτων αυτού, ότι γήϊνος άγγελος ήταν, και όχι νοερώς ήταν εκεί, αλλά πράγματι ως να βρισκόταν μετά του σώματος τα γνώριζε όλα.
Ο δε Άγιος μου είπε’ εάν, τέκνον, διέλθεις την ζωή σου σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, εάν αποφεύγεις δηλαδή την κακία και εργάζεσαι την αρετή, θέλω να σε δεχθεί εκεί μετά τον θάνατό σου, στις αιώνιες κατοικίες, τις οποίες μου χάρισε ο Κύριος για την αγαθότητά Του, διότι εγώ μέλλω να αναχωρήσω μετά από λίγο καιρό απ’ ετούτον τον μάταιο κόσμο, συ δε μετά από λίγο θέλεις με ακολουθήσει με ζωή θεάρεστη και καλά έργα, καθώς ο Κύριος μου απεκάλυψε.
Πρόσεχε δε, τέκνον, να μην εξέλθουν εκ του στόματός σου τα όσα είδες και άκουσες εν όσω εγώ ζω σε τούτον τον κόσμο, μέλλεις δε να γράψεις τον ταπεινό μου βίο και τα έργα μου να αφήσεις στον κόσμο προς ωφέλεια των αναγιγνωσκόντων, εγώ δε εις το εξής θέλω να βρεθώ σε όλα αυτά κατά την θέληση του Θεού. Και λέγοντάς μου αυτά ο αγιότατός μου Γέροντας με διέταξε να υπάγω στην κατοικία μου και να φροντίζω για την σωτηρία της ψυχής μου.
Έως εδώ, αδελφοί και πατέρες μου τιμιότατοι, είναι η διήγηση του θανάτου της Θεοδώρας, την οποία είδε και έγραψε ο σοφότατος Γρηγόριος. Έχει δε γραμμένα και άλλα πολλά θαύματα και αποκαλύψεις του Αγίου, και πως του έδειξε ο Χριστός το φοβερό Κριτήριο, τους χορούς των Αγγέλων και την πολυθαύμαστη τάξη αυτών και μακαριότητα, είναι δε και άλλα πολλά γραμμένα στο χειρόγραφο, τα οποία αφήσαμε χάριν συντομίας, περιλάβαμε δε μόνον τον θάνατο της Θεοδώρας ως ψυχοφελέστατο και για τον σκοπό τον οποίο εγράφησαν παρά Γρηγορίου σοφοτάτου μοναχού. Ίνα δηλαδή βλέποντες οι άνθρωποι και ενθυμούμενοι τον θάνατο και τον κίνδυνο οπού έχει η ψυχή έως να περάσει τα εναέρια τελώνια, να διορθώνουν τις ψυχές τους με την Μετάνοια και Εξομολόγηση.
Τω δε Θεώ δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
πηγή: http://stratisandriotis.blogspot.com/
Ημερ: 28 Ιανουαρίου 2011 Κατηγορίες: Aπαντήσεις σε θεολογικές ερωτήσεις.