Η Θεολογία… στο σχολείο

Αγία Γραφή

animated-bible

Σελίδες

Αναζήτηση στο ιστολόγιο

Αναζήτηση

Πρόσφατα κείμενα

Επισκέπτες

Αρχείο

Ημερολόγιο δημοσιεύσεων

Ιανουάριος 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31  

Καιρός

Πρόσφατα σχόλια

Παρουσιάσεις στο Slideboom

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Σύνδεσμοι

Χρήσιμα Ιστολόγια

Μεταστοιχεία

on line

Χάρτης Τρίπολης

Ο άγιος του αιώνα μας

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Στο θάλαμο 2 του δεύτερου ορόφου, εκεί στο Αρεταίειο, όπου ο Άγιος Νεκτάριος άφησε την τελευταία του πνοή, καίει σήμερα διαρκώς ένα καντήλι μπρος στην πάνσεπτη εικόνα του. Καθημερινά περνούν από κει πλήθος πιστών, κυρίως αρρώστων, οι οποίοι στέκονται για λίγο και νοερά αφήνουν τους στεναγμούς της καρδιάς τους, σαν μια θερμή ικεσία προς τον φιλάνθρωπο άγιο.

Και κείνος φαίνεται να συγκατανεύει. Τους δίνει κουράγιο με το ιλαρό του βλέμμα και ενισχύει την πίστη τους. Τους θυμίζει ότι και ο ίδιος πόνεσε ψυχικά Και σωματικά αλλά ενισχυόταν πάντα από την αδιάκοπη επαφή του με το Θεό.
Τα Θαύματα του Αγίου μας είναι πολλά. Τόμοι ολόκληροι έχουν γραφτεί για αυτά. Θα αναφέρω μια ιστορία γεμάτη με την «παρουσία» και παρέμβαση του αγίου Νεκταρίου, αρκετά πρόσφατη, που έγινε αφορμή πολλοί συνάνθρωποί μας να δουν και να ζήσουν την ευεργεσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού προσφερομένη διαμέσω των θείων δοχείων χάριτος, των Αγίων μας.

Ήταν ανήμερα του Αγίου Πνεύματος (Ιούνιος 2006) όταν η μικρή Βαρβάρα στην ηλικία των 10 ετών χτυπήθηκε από εγκεφαλική αιμορραγία. Η μεταφορά στο νοσοκομείο Παίδων ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ, έγινε σχετικά γρήγορα και σε διάστημα 2 ωρών το κοριτσάκι χειρουργήθηκε από τον Διευθυντή Νευροχειρουργικής Μονάδος κ. Προδρόμου. Στο μετεγχειρητικό διάστημα και μετά από 3 ώρες η μικρή παρουσίασε και νέα αιμορραγία. Χειρουργήθηκε ξανά, αλλά οι γιατροί ήταν απαγορευτικοί σε αισιόδοξες προβλέψεις.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χειρουργικής επέμβασης οι γονείς παρακάλεσαν τον άγιο Νεκτάριο να τους βοηθήσει. Και πράγματι και οι δύο ένιωθαν την παρουσία του μέσα στους διαδρόμους του νοσοκομείου και είχαν την εντύπωση πως είναι παρών στο χειρουργικό τραπέζι! Η εγχειρήσεις ολοκληρώθηκαν αλλά οι γιατροί δεν άφηναν περιθώρια αισιοδοξίας στους γονείς.

Ο Διευθυντής της Νευροχειρουργικής Μονάδας κος Προδρόμου ήταν κατηγορηματικός: Παιδιά με τέτοιο χτύπημα σε ποσοστό 80% πεθαίνουν κατά τη μεταφορά στο νοσοκομείο[!!!]…αν επιζήσουν της επέμβασης πεθαίνουν σε διάστημα 10-20 ημερών μετά από αυτή…. και φυσικά ούτε λόγος για φυσική αποκατάσταση αν παρόλα αυτά καταφέρουν να επιζήσουν!!!! Οι γονείς σε καμία περίπτωση δεν έχασαν το κουράγιο τους και την πίστη τους.

….έχουν περάσει 3 μήνες από τότε. Η μικρή Βαρβάρα, σύμφωνα με τα λεγόμενα της ιατρικής ομάδας, θα έμενε τουλάχιστον 3 μήνες στο νοσοκομείο και φυσικά δεν μπορούσε να καθορίσει ούτε κατά προσέγγιση τον απαιτούμενο χρόνο φυσικοθεραπείας για την ΜΕΡΙΚΗ αποκατάσταση.

Η Βαρβαρούλα ήδη ολοκλήρωσε την φυσιοθεραπευτική αγωγή επιτυχώς και ακολουθεί μαθήματα ε’ δημοτικού με δάσκαλο κατ’ οίκον, για ψυχολογικούς λόγους. Ο άγιος Νεκτάριος έκανε άλλο ένα θαύμα.

Τελειώνοντας την μικρή αυτή ευχαριστία προς δόξαν Θεού θα αναφέρω τα λεγόμενα Ιατρού της εντατικής μονάδας του ΠΑΙΔΩΝ, σε ερώτηση αν πιστεύει στο Θεό.

– Πιστεύω στο Θεό γιατί τον βλέπω εδώ μέσα καθημερινά!


Σηλυβρίας τον γόνον και Αιγίνης τον έφορον,
τον εσχάτοις χρόνοις φανέντα, αρετής φίλον γνήσιον,
Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί,ως ένθεον θεράποντα Χριστού·
αναβλύζει γαρ ιάσεις παντοδαπάς, τοις ευλαβώς κραυγάζουσι·
δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι,
δόξα τω ενεργούντι διά σου πάσιν ιάματα

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ

Δεν θα παύση η Αγία του Χριστού Ορθόδοξος Εκκλησία, να αναδεικνύη αγίους έως της συντελείας του αιώνος. Χαίρει η Εκκλησία δια τους νεοφανείς αγίους, εξαιρέτως δε, δια το νέκταρ το γλυκύτατον της εναρέτου ζωής, το πολύτιμον σκεύος των δωρεών του Παναγίου Πνεύματος, τον Θεοφόρον Ιεράρχη, τον Άγιον Νεκτάριον επίσκοπον, Πενταπόλεως.

Ο Άγιος του Θεού, γεννήθηκε την 1 Οκτωβρίου του 1846 στην Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης κι έλαβε το όνομα Αναστάσιος. Οι γονείς του ήταν ο Δημοσθένης Κεφάλας κι η Μαρία Κεφαλά. Η μητέρα του ήταν πολύ ευσεβής και όταν ο Άγιος ήταν πέντε ετών του δίδαξε τον ν’ ψαλμό του Δαβίδ. Όταν ο Αναστάσιος έφθανε στον στίχο ” διδάξω ανόμους τας οδούς σου” τον επαναλάμβανε πολλές φορές, σαν να ήξερε πόσο καθοριστικός θα ήταν ο ρόλος του αργότερα.

Για λόγους οικονομικούς αφού τελείωσε το Δημοτικό και το Σχολαρχείο στην πατρίδα του, έφυγε σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών για την Κωνσταντινούπολη, και προσελήφθη ως υπάλληλος σε συγγενικό κατάστημα με μόνη αμοιβή στέγη και τροφή. Παρά τις δύσκολες συνθήκες βρίσκει καταφύγιο στη μελέτη, τη μόνιμη στη ζωή του συντροφιά και, μάλιστα, όσα από τα ρητά τα θεωρούσε ωφέλιμα για τους αγοραστές του, τα σημείωνε στα περιτυλίγματα του καπνού. Αργότερα εργάστηκε ως παιδονόμος στο Αγιοταφικό Μετόχι της Πόλης, όπου διευθυντής ήταν ο θείος του. Αγαπούσε και συμμετείχε σχεδόν κάθε ημέρα στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ο πόθος δια την Μοναχική Πολιτεία ήταν διακαής.

Το 1868 σε ηλικία είκοσι ετών φεύγει από την Πόλη και μεταβαίνει στην Χίο και υπηρετεί ως γραμματοδιδάσκαλος στο Λιθί, έως το 1873, όπου προσέρχεται στην Νέα Μονή και μετά από τριετή δοκιμασία λαμβάνει στις 7 Νοεμβρίου 1876 το αγγελικό σχήμα με το όνομα Λάζαρος. Στις 15 Ιανουαρίου (ημέρα της βαπτίσεώς του) το 1877 χειροτονείται διάκονος από τον μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο και μετονομάζεται σε Νεκτάριο. Στην Χίο φοιτά στο Γυμνάσιο, αλλά ο σεισμός του 1881 τον αναγκάζει να έρθει στην Αθήνα, όπου στο Βαρβάκειο δίνει τις απολυτήριες εξετάσεις, ως κατ’ οίκον διδαχθείς και παίρνει το απολυτήριο

Το 1881 ταξιδεύει στην Αλεξάνδεια, όπου συναντά τον πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος τον παροτρύνει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, κάτι που γίνεται εφικτό με την οικονομική υποστήριξη των αδελφών Χωρέμη. Το 1882 πήρε την υποτροφία του κληροδοτήματος Α.Γ. Παπαδάκη. Πήρε το πτυχίο του τον Οκτώβριο του 1885 με βαθμό “καλώς”.

Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονείται πρεσβύτερος από τον Αλεξανδρείας Σωφρόνιο. Στις 6 Αυγούστου του ιδίου έτους χειροθετείται Μέγας Αρχιμανδρίτης και Πνευματικός και τοποθετείται στην Πατριαρχική Αντιπροσωπεία Καΐρου. Εργάζεται συνεχώς με ζήλο και αυταπάρνηση. Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας τον αμείβει με το ύπατο αξίωμα. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 χειροτονείται μητροπολίτης Πενταπόλεως, στον Άγιο Νικόλαο Καΐρου (ο οποίος ανακαινίστηκε ριζικώς υπό του Αγίου), από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, τον πρώην Κερκύρας Αντώνιο και τον Σιναίου Πορφύριο. Ως μητροπολίτης συνέχισε να ασκεί τα ίδια καθήκοντα, χωρίς μάλιστα να πληρώνεται, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης του Πατριαρχείου. Έλαβε ενεργό μέρος για τις εκδηλώσεις της 50ετηρίδος της αρχιερατείας του ευεργέτη και προστάτη του Πατριάρχη, που έμελλε να γίνει διώκτης του. Με μεγάλη ταπείνωση δέχτηκε το αξίωμα της αρχιερωσύνης και είναι αξιοσημείωτο να αναφέρωμεν τι έλεγε προς τον Κύριο: “Κύριε διατί με ανύψωσες εις τοσούτον μέγα αξίωμα; Εγώ σου εζήτησα να γίνω μόνον Θεολόγος κι όχι Μητροπολίτης. Εκ νεαράς ηλικίας Σου εζήτησα να γίνω ένας απλός εργάτης του Θείου Λόγου Σου, και Συ, Κύριε, τώρα με δοκιμάζεις με τόσα πράγματα. Αλλ’ υποτάσσομαι, Κύριε, εις το θέλημα Σου, και δέομαι: καλλιέργησε εντός μου την ταπεινοφροσύνην και τον σπόρον των λοιπών αγίων αρετών, δι’ ων τρόπων γνωρίζεις, και αξίωσόν με να ζήσω πάσας τας επί γης ημέρας μου συμφώνως προς τους λόγους του μακαρίου Παύλου, όστις λέγει: “Ζω Δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός”. Και ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση του ταπεινού Ιεράρχου. Οι αρετές του Αγίου διεδόθηκαν παντού και όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για το θησαυρό που τους χάρισε ο Θεός. Όμως ο δημιουργός της κακίας, ο διάβολος, δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του.

Πράγματι κάποιοι φιλόδοξοι κληρικοί που είχαν εισχωρήσει στο περιβάλλον του ενενηντάχρονου Πατριάρχη διέβαλαν τον Άγιο ότι δήθεν ξεσηκώνει το λαό και επιδιώκει να αναλάβει τον Θρόνο της Αλεξανδρείας. Μάλιστα υπαινίχθησαν και ηθικές παρεκτροπές του δικαίου Νεκταρίου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την παύση του Αγίου από τη Διεύθυνση του Πατριαρχικού Γραφείου και … του επέτρεπαν να λαμβάνει μέρος τροφής εν τη κοινή τραπέζη μετά των ιερέων και να διαμένει στο οίκημα της Πατριαρχικής Επιτροπείας. Μετ’ ολίγον αποπέμπεται από την Αίγυπτο με την αιτιολογία “μη δυνειθείς να εξοικειωθή προς το κλίμα της Αιγύπτου“. Μάταια ζήτησε να συναντήσει τον Πατριάρχη. Οι πιστοί εθλίβησαν που στερήθησαν τον “συμπαθέστατον των Αρχιερέων και τον αγαθώτατον και δραστηριώτατον των κληρικών“.

Εδέχθη ο θείος πατήρ την αδικίαν ταύτην και πικρή δοκιμασία εν πολλή ευχαριστία προς τον Κύριον και ανεχώρησε από την Αίγυπτο κι ήλθε στην Αθήνα το 1889, χωρίς χρήματα και απογοητευμένος αναζητώντας εργασία, αδυνατώντας να πληρώσει ακόμη και τα ενοίκια στην Νεάπολη (Εξάρχεια). Μετά από αγώνες καταφέρνει να πάρει μία θέση ιεροκήρυκος στην Εύβοια. Τον Ιούλιο του 1893 μετατίθεται στην νομό Φθιωτοφωκίδος όπου εργάζεται ακάματα για μόλις έξι μήνες, αφήνοντας άριστες εντυπώσεις. Τον Μάρτιο του 1894 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Εργάζεται με ζήλο Θεού για την εμφύτευση του ιερού ζήλου της ιεροσύνης στους ιεροσπουδαστές του, αλλά και την επαγγελματική τους αποκατάσταση, την αναμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος της σχολής, ακόμη και για την καλυτέρευση του φαγητού και την άθληση. Κατάφερε να χορηγούνται τέσσερις υποτροφίες κάθε χρόνο για μαθητές προερχόμενους από τη Μικρά Ασία. Το κυριότερο είναι ότι αποτελεί για αυτούς ένα ζωντανό παράδειγμα. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη λατρευτική ζωή και ανέδειξε ως λατρευτικό κέντρο το ναό του Αγίου Γεωργίου της Ριζαρείου και τη σχολή πνευματικό ίδρυμα προσκαλώντας επιστήμονες να δίνουν διαλέξεις. Η προσευχή του ήταν το σημαντικότερο λίπασμα για την άνθηση της σχολής. Παράλληλα ασκούσε και λειτουργικό, κηρυκτικό, εξομολογητικό και φιλανθρωπικό έργο. Σχετίζεται με τον παπα-Πλανά και παίρνει μέρος στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου όπου έψαλαν οι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης.

Τον Ιούλιο του 1898 επισκέπτεται για πρώτη φορά το Άγιο Όρος. Διέμεινε για ένα μήνα και επισκέφτηκε τα κυριότερα μοναστήρια και σκήτες. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Γέροντα Δανιήλ με τον οποίο διατήρησε μία πολύχρονη φιλία. Επίσης συνεδέθη με τον π. Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη ο οποίος αργότερα διαδέχθηκε τον Άγιο Σάββα της Καλύμνου στην πνευματική καθοδήγηση της μονής στην Αίγινα. Το επόμενο καλοκαίρι (Αύγουστος 1898) ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και την γενέτειρά του Σηλυβρία. Είχε την ευκαιρία να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας της Σηλυβριανής και τους τάφους των γονέων του. Το 1904 έγινε πραγματικότητα η επιθυμία του για ίδρυση γυναικείας μοναστικής αδελφότητος, αρχικά αποτελουμένης από τέσσερις αδελφές. Ο Άγιος δεν έπαυε να τις κατευθύνει πνευματικά, να τις στηρίζει ηθικά και οικονομικά. Στις 7 Φεβρουαρίου του 1908 υπέβαλε την παραίτησή του από τη διεύθυνση της Ριζαρείου λόγω ασθενείας.
Αφοσιώνεται στην καθοδήγηση των μοναχών, στην ανοικοδόμηση της μονής, στη συγγραφή και στην πνευματική και οικονομική στήριξη των αδυνάτων κατοίκων του. Οι δοκιμασίες όμως δεν σταμάτησαν. Για ποικίλους λόγους η επίσημη αναγνώριση της μονής δεν ήλθε παρά μόνο όταν ο Άγιος είχε κοιμηθεί. Επιπλέον, κατηγορήθηκε για ανηθικότητα από τη μητέρα μίας κοπέλας που κατέφυγε στη μονή να μονάσει. Όλες αυτές τις δοκιμασίες τις βίωνε με απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό και είναι χαρακτηριστικό πως μία από τις προσφιλείς ασχολίες του ήταν η φιλοτέχνηση σταυρών στους οποίους έγραφε “Σταυρός μερίς του βίου μου“.

Η υγεία του Αγίου ήταν πάντα εύθραυστη. Από τις αρχές του 1919 η πάθηση του προστάτη άρχισε να επιδεινώνεται. Μετά από παράκληση των μοναχών εισάγεται στις 20 Σεπτεμβρίου στο Αρεταίειο νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νοσηλεύτηκε για πενήντα ημέρες. Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1920, προς το μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης την μακαρία ψυχή του εις χείρας Θεού ζώντος, τον οποίο αγάπησε εκ νεότητος και δι’ όλου του βίου εδόξασεν, σε ηλικία 74 ετών. Το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευώδες μύρον έκβλυζε από το πρόσωπό του. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, στο Μοναστηράκι του κι εψάλη η εξόδιος ακολουθία και ετάφη εν συρροή κλήρου και λαού.

Ο τάφος του ανοίχτηκε επανειλημμένα κατά τα επόμενα χρόνια και για είκοσι και πλέον έτη το σώμα του ήταν σώον και αδιάφθορον, εκχέον την άρρητον ευωδίαν της αγιότητος ως μυροθήκη του Αγίου Πνεύματος. Αλλ’ ύστερον διελύθη, κρίμασιν οις οίδεν ο Θεός, ως διελύθησαν πολλά αδιάφθορα λείψανα αγίων. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του, υπό του Μητροπολίτη Ύδρας Προκοπίου, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή. Το 1961 έγινε η επίσημος αναγνώρισις του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
“Μέγας ο Κύριος ημών και της μεγαλοσύνης Αυτού ουκ έσται πέρας, ο δοξάζων τους δοξάσαντας αυτού” ως αψευδώς επηγγήλατο. Όντως ο Άγιος Νεκτάριος είναι ο Άγιος του αιώνος μας, ο γλυκύς, ο πράος, ο ανεξίκακος, ο ταπεινός και δια τούτο έλαβε και λαμβάνει τόση χάρη από τον Κύριος της Δόξης. Ο συμπαθής Άγιος να παρέχει ενί εκάστω, εν παντί και πάντοτε την πατρική και σωστική αντίληψίν του και βοήθειαν.

αμήν

(Από τον φοιτητή Θεολογίας κ. Σοφό Μιχάλη)

Η διακονία στη Ριζάρειο

Ο Άγιος Νεκτάριος παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, που προερχόταν τόσο από την φύση του παιδαγωγικού έργου και την ποικιλία προέλευσης των μαθητών (στη Σχολή φοιτούσαν και παιδιά πολλών ευπόρων αθηναϊκών οικογενειών κλπ., που δεν ενδιαφέρονταν για να ιερωθούν, αλλά μαθήτευαν σε αυτή επειδή το ποιοτικό της επίπεδο ήταν πολύ υψηλό), όσο και από την απιστία των καιρών, αλλά και από επεμβάσεις του Συμβουλίου της Σχολής, διηύθυνε- το σημαντικότερο μετά τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών- εκκλησιαστικό αυτό εκπαιδευτήριο για δεκατέσσερα συνεχή χρόνια, χωρίς ποτέ ν’ απουσιάζει από τη θέση του, με αισθήματα ανθρωπιστικά, όπως αυτά τα γνώριζε από τη δαψιλή μελέτη των αρχαίων συγγραφέων, με αγάπη Χριστού, με πατρική στοργή, πολλή φρόνηση και ενδιαφέρον ανύστακτο, με προσευχή διαρκή, προκειμένου να επιτύχει την αποστολή του.

Αναφέρεται πως όταν ένας μαθητής έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα, ο Άγιος θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο, προσευχόταν εκτενώς και υποβαλλόταν σε αυστηρή νηστεία. Το μέτρο αυτό είχε επίδραση στους ευαίσθητους μαθητές, οι οποίοι συνήθως μεταμελούνταν και απέφευγαν να επαναλάβουν τις αταξίες τους. Αλλά και όταν, σπάνια, ήταν αναγκασμένος, να επιβάλει κάποια ποινή, στεναχωρούνταν πολύ, ιδίως μάλιστα όταν έβλεπε πολλοί σημαίνοντες να παρεμβαίνουν υπέρ αυτών.

Έγραφε στις μοναχές της Αίγινας: “Πλην της στενοχωρίας ταύτης (έλλειψη χρημάτων να στείλει στο μοναστήρι) είχον και ετέρα πολύ σπουδαίαν, ήτις και αύτη σήμερον έπαυσε. Εδίωξα εκ της Σχολής τέσσερας μαθητάς, δύο της τετάρτης τάξεως και δύο της πέμπτης, οίτινες μετά ένα μήνα ακριβώς θα ελάμβανον το δίπλωμά των. Οι υπέρ αυτών ενδιαφερόμενοι ήσαν ισχυροί, αλλ’ επί τέλους σήμερον απεβλήθησαν, αλλ’ άνευ πράξεως αποβολής”, η οποία αποβολή, ας σημειωθεί, θα τους στιγμάτιζε και θα τους ακολουθούσε στη σταδιοδρομία τους. Ο Πενταπόλεως δεν υπήρξε ποτέ εκδικητικός ούτε ήθελε την εξόντωση εκείνων που παρεκτρέπονταν, παράλληλα όμως ήταν και ανυποχώρητος στην διαφύλαξη της ηθικής και του κύρους της Ριζαρείου, ως Εκκλησιαστικής Σχολής.

Η Κοίμηση και ο ενταφιασμός του Αγίου

Στο απόμακρο για κείνο τον καιρό νοσοκομείο της Αθήνας, το Αρεταίειο, η γραμματεία έπαιρνε απ’ έξω εντολή και έδινε μέσα εντολή να κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στον μικρό παθολογικό θάλαμο για έναν γέροντα καλόγερο, από την Αίγινα.
Τον έφεραν κάποιο μεσημέρι δυο καλόγρηες κι ένας μέτριος στο ανάστημα σαραντάρης που από την πρώτη στιγμή που μπήκαν ανησυχούσε και κρυφόκλαιγε. Έκαναν τις διατυπώσεις της εισόδου και παραμονής του στο θεραπευτήριο και η μια από τις δυο καλόγρηες, έφυγε.

Στον θάλαμο που τον τοποθέτησαν ήταν άλλα τέσσερα κρεββάτια ωστόσο μόνο τα δύο ήταν πιασμένα. Στο διπλανό του γέροντα της Αίγινας αναπαυόταν ένας άντρας περίπου σαραντάρης που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων. Ήταν επαρχιώτης οικογενειάρχης, είχε πέσει σ’ ένα γκρεμό από το ζώο του, χτύπησε κι από τότε τον έσερναν με τα φορεία. Στο παρακάτω, έμενε κάποιος γέροντας συνταξιούχος δάσκαλος, με ουρολογική κι αυτός πάθηση.

“Τι νομίζεις γερόντισσα Ευφημία, έκανε κάπου στον προθάλαμο σιγανασαίνοντας και σκουπίζοντας τα δάκρυά του ο άντρας, θα κάνει την εγχείρηση, θ’ αντέξει στο μαχαίρι;”
Εκείνη απόμεινε συλλογισμένη.
“Τι θ’ απογίνουμε δίχως την ευλογημένη του καθοδήγηση, πώς θα ζήσουμε χωρίς την προσευχή του;” συνέχισε ο άντρας.
“Ελπίζω, κύριε Σακκόπουλε, αποκρίθηκε τέλος η καλόγρηα, μισοταραγμένη. Ο καλός θεός θα λυπηθεί την αδελφότητα, δεν θα επιτρέψει ν’ απομείνουμε είκοσι οκτώ ψυχές ορφανές.”
“Ω αδελφή Ευφημία, σ’ αυτόν οφείλω τα πάντα. Και κυρίως τον θησαυρό της ψυχής μου. Αυτός με εισήγαγε εις το εύρος, το ύψος και το κάλλος που έχει ο Κύριος. Από νωρίς έχασα την μητέρα μου και το ξεπέρασα, πρόπερσι αναπαύθηκε κι ο πατέρας μου, άνθρωπος όλο αυταπάρνηση κι ευγένεια και το κατάπια. Αν μας εγκαταλείψει κι ο άγιος γέροντας, ο πνευματικός πατέρας και οδηγός και μεσίτης εις τον Θεόν, θα καταντήσω δυστυχής, θα παραμείνω δεντρί στην έρημο…”.

Η καλόγρηα τον ανακύτταξε με κάποια στοργή και κούνησε το κεφάλι.
Πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε κι ο δεύτερος.
Δεν πρόλαβε να κάνει εγχείρηση, δεν πρόλαβε να περάσει από μαχαίρι.
Η Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές και αλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, για τις αλλαγές στην Κυβέρνηση, για την επαναφορά του εξόριστου Βασιληά Κωνσταντίνου, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν την έκπτωση του Μελετίου και την επανανθρόνιση του Θεοκλήτου, όταν ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος της Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τους ουρανούς και τους αγγέλους κατά χιλιάδες να τον υποδέχονται.
Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχίσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή σε ξένη χώρα, τον καλούσε.
“Είσελθε τέκνον, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου. Σε αναμένει ο της δικαιοσύνης στέφανος.”
” Εις εμέ, εις εμέ το λέγεις Κύριε;” πρόλαβαν να ψιθυρίσουν για στερνή φορά τα χείλη του.
Κι ανοίγοντας το στόμα να πάρει ανασεμιά, είδε πως μεταφέρεται. Παρέδωσε την άγια του υπομονετική ψυχή στον αγαπημένο του Αφέντη. Στον Αφέντη των ουρανίων, των επιγείων και καταχθονίων.

Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε.
“Σεβασμιώτατε, σεβασμιώτατε, ανάκραξε με λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, που είναι ο κύριος Σακκόπουλος;… Το τηλέφωνο παρακαλώ, το τηλέφωνο…
Ήρθε μια σαβανώτρα από το προσωπικό του νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα, μοσκομύριζε… Θεέ και Κύριε ! … Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα δεν το μπόρεσε. Για μια στιγμή έβγαλαν τη μάλλινη φανέλλα και την πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι ώσπου να προχωρήσουν να τελειώσουν με τα σάβανα, ο διπλανός άρρωστος, ο άνθρωπος που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στα πόδια του κι έκανε το σταυρό του.
“Σηκώθηκα, περπατάω! ανάκραξε δυνατά, Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλλα;”
Για δες, ήταν στ’ αλήθεια όρθιος, περπατούσε !

Δεν καλοκατάλαβαν, απόμειναν να χάσκουν. Το νεκρό σώμα μοσκομύριζε… Η γερόντισσα πήρε τη φανέλλα την έβαλε ένα κουβάρι στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν.
Απόρησαν oι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Aίγινα, ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και ήταν λέει… δεσπότης!

Μια νύχτα θρήνου πέρασε η γερόντισσα Ευφημία.
Αργά το πρωί έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης και λίγο πιο έπειτα ο πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στη Ριζάρειο και δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν το φέρετρο παράγγειλαν τη νεκροφόρα και λίγo αργότερα ξεκίνησαν για τον Πειραιά.

Το βαποράκι της γραμμής η “Πτερωτή”, θα σήκωνε άγκυρα για την Αίγινα ακριβώς στις δυο το μεσημέρι. Η νεκροφόρα με λογίς – λογίς διατυπώσεις που έπρεπε να γίνουν, έφθασε εμπρός στον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, λίγo μετά τις δώδεκα. Ο ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι oι αρμόδιοι κι ο νεωκόρος, έλειπαν για μεσημεριάτικη διακοπή.

Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμι κόσμος. Από λαλιά σε λαλιά, ακούστηκε, μαθεύτηκε στην εργατική πόλη, η κοίμηση του γέροντα της Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε το φέρετρο.
Καθώς το έφεραν σιμά στα σκαλοπάτια του ναού για να πάρουν τουλάχιστον μια φωτογραφία στην πόλη και στο χώρο που τόσο είχε κηρύξει κι αγαπήσει κι άνοιξαν το καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν… Παρατήρησαν κάτι το ασυνήθιστο, το καταπληκτικό. Από την ήρεμη και γαλήνια μορφή έσταζε κάτι σαν ιδρώτας που μοσκομύριζε… Θεέ και Κύριε !

Ο Κώστας ο Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε κι αγόρασε από το περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι και σκούπισε σιγά – σιγά και απαλά από το πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν επάνω του, του άρπαξαν τις τούφφες το μπαμπάκι, τόφερναν ευλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι τόκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι το παράχωναν στο στήθος.
“Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο”, φώναξαν και oι άνδρες που σήκωναν το φέρετρο, έτοιμοι να το ξαναφέρουν στη νεκροφόρα.
Το βαποράκι της γραμμής η “Πτερωτή” έφθασε στις τέσσερις παρά κάτι, απόγευμα στην Αίγινα με τη σημαία “μετζάστρα” στο πλωριό κατάρτι.
Προτού αράξει στο μώλο, ο καπετάνιος σφύριξε τρεις φορές πένθιμα και συνθηματικά.
Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το ιερό λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. Ενός κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. Ενός ιερομόναχου που ευαρέστησε τον άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη.
Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο κλήρος, όλοι oι ιερομόναχοι, όλες oι καλόγρηες από τα ντόπια μοναστήρια.
Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν.
“Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ’ απογίνουμε τώρα που μας άφησες ορφανές και μόνες;”
Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. Ήταν oι φίλοι του, oι ψαράδες του γυαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον τίμιο σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, oικοδόμοι, αγρότες αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι.
Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το μοναστήρι.
Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε.
Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι.
Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το λείψανο – θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και τόφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος.

Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. Οι καμπάνες στους ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ’ όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γρηές και νιες και δροσερές παρθένες. Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί.
“Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο”, φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν’ αλλάξουν βάρδια.
Το μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογίς άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογυαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυκτίσουν, να κλάψουν.

Σ’ όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγρηες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της ηγουμένης, της οσίας Ξένης, της τυφλής.
Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο φέρετρο, πάνω στη γαλήνια κι ευγενική μορφή, που θαρρούσες ότι λαφροκοιμόταν, τη μορφή του πνευματικού πατέρα και οδηγού, του ευεργέτη και προστάτη της και μη μπορώντας με τα τυφλά μάτια να δει, να προσέξει τον ιδρώτα – μύρο που κυλούσε από το μέτωπο, τό’νοιωσε σαν όσφρηση, σαν ευωδιά και μένοντας ακίνητη και κάνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού, είπε:
“Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το μοναστήρι μας θα προκόψει δεν θα το αφήσει ο Κύριος. Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε. Αυτή την προφητεία: Από δω, μας έλεγε, κόρες μου, απ’ αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Kαι μεις οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο σεβασμιώτατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο”.

Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια θεϊκή δύναμη και χάρη. Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. Και το λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα ευωδία!
Mια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε.
“Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει”.
Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια.
” Σεβασμιώτατε”, ανάκραξε. Kαι γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι.
“Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;” τη ρώτησε επιτιμητικά.
” Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε”, ψιθύρισε.
“Τι μυρίζει;”
“Λιβάνι και αλόη.”
“Τότε μη φοβείσαι και δια το λείψανον.”
Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας – μύρο.
Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι, άκουσε την παράδοξη φωνή : “άφισε τόπο για ένα τάφο”. Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού του.

Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έρριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το ναό και παράπλευρα έξω.

(Από το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου: Ο άγιος του αιώνα μας -Ο όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς- Αφηγηματική Βιογραφία. Έκδοσις Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης. Δεύτερη Έκδοση- Διορθωμένη. Σελ. 269-274)

( εμφανίσεις… )

Ταπεινός και  συκοφαντημένος όσο ελάχιστοι στην εποχή μας…

Ο π. Νεκτάριος Βιτάλης, γνωστότατος στο Λαύριο για την δράση του και για την συμπαράστασή του στον φτωχό και ξεγραμμένο κόσμο της υποβαθμισμένης αυτής περιοχής, διηγείται το παρακάτω περιστατικό όπως του συνέβη, όταν ετοιμοθάνατος από καρκίνο, περίμενε απλώς την ώρα του θανάτου του…

Τα όσα ειπωθούν παρακάτω έχουν παρουσιαστεί επανειλημμένως από τα δίκτυα Ενημέρωσης, και είναι καταχωρημένα και στο βιβλίο ” ΜΙΛΗΣΑ ΜΕ ΤΟΝ  ΑΓΙΟ  ΝΕΚΤΑΡΙΟ ” — Αθήνα 1997, του γνωστού συγγραφέα κ. Μανώλη Μελινού.

Διηγείται ο π. Νεκτάριος Βιτάλης,— Είχα προσβληθεί από σοβαρή μορφή καρκίνου. Το στήθος μου ήταν μια πληγή ανοικτή που έτρεχε αδιάκοπα αίμα και πύον. Από τους πόνους έσκιζα τις φανέλες μου. Κατάσταση τραγική, πήγαινα κατ΄ ευθείαν στον θάνατο. Να φαντασθείτε, είχα ετοιμάσει ακόμη και τα σάβανά μου…

Στις 26  Μαρτίου 1980  το πρωί, συζητώντας στο γραφείο μου στο υπόγειο του Ναού,  μαζί με την νεωκόρο Σοφία Μπούρδου και την αγιογράφο Ελένη Κιτράκη άνοιξε ξαφνικά ή πόρτα και μπήκε ένα άγνωστό μου γεροντάκι. Είχε τα γένια του κατάλευκα, κοντός και με ελαφριά φαλάκρα. Ίδιος ακριβώς όπως ο Άγιος Νεκτάριος στις φωτογραφίες που βλέπουμε. Πήρε τρία κεριά χωρίς να ρίξει χρήματα κι΄ άναψε μόνο τα δύο. Προσκύνησε όλες τις εικόνες του τέμπλου, προσπερνώντας την εικόνα του Αγίου Νεκταρίου χωρίς να την προσκυνήσει. Εμένα δεν μ΄ έβλεπε στο σημείο που βρισκόμουνα. Είχα φοβερούς πόνους όταν τράβηξα την κουρτίνα του γραφείου και προχώρησα προς το μέρος του.  Μπροστά στην Ωραία Πύλη σταύρωσε τις παλάμες του και χωρίς να κοιτάξει πουθενά, ρώτησε,

–Ο γέροντας είν΄ εδώ;

Η νεωκόρος ξέροντας την αρρώστια μου θέλησε να με ” προστατεύσει “…

–Όχι, όχι…είναι με γρίπη στο σπίτι του…

–Δεν πειράζει. Εύχεσθε, και καλή Ανάσταση, είπε εκείνος και έφυγε.Ήρθε η νεωκόρος τρέχοντας και μου λέει,

–πάτερ Νεκτάριε, ο γέροντας που μόλις έφυγε έμοιαζε ίδιος με τον Άγιο Νεκτάριο! Τα μάτια του πετούσαν φλόγες. Μου φαίνεται ότι ήταν ο Άγιος Νεκτάριος κι΄ ήλθε να σάς βοηθήσει…

Την ευχαρίστησα νομίζοντας ότι μου έλεγε αυτά για να με παρηγορήσει. Όμως κατά βάθος “κάτι” δεν πήγαινε καλά. Την έστειλα μαζί με την αγιογράφο να βρούνε γρήγορα  τον άγνωστο και να τον φέρουν πίσω. Μπήκα στο Ιερό και προσκυνώντας τον Εσταυρωμένο κλαίγοντας, για μια ακόμη φορά παρακαλούσα τον Χριστό να με θεραπεύσει. Τα βήματά τους με διέκοψαν,

–πάτερ, ο Γέροντας ήρθε !

Πλησίασα να του φιλήσω το χέρι, αλλά με ταπείνωση δεν μ΄ άφησε. Έσκυψε και φίλησε αυτός το δικό μου ! Τον ρώτησα,

–Πώς λέγεσθε γέροντα;

–Αναστάσιος παιδί μου, είπε, λέγοντας το βαπτιστικό όνομα που είχε πριν γίνει μοναχός…

Τού υπέδειξα να προσκυνήσει τα άγια λείψανα. Έβγαλε ένα ζευγάρι συρμάτινα γυαλάκια, μ΄ ένα μόνο μπρατσάκι. Μόλις τα είδαμε, όλοι   α ν α τ ρ ι χ ι ά σ α μ ε !

Ήταν τα ίδια γυαλιά του Αγίου Νεκταρίου που είχαμε στην προθήκη με τα άγια λείψανα. Μου τα είχε δωρήση η παλιά γερόντισσα του μοναστηριού του, στην Αίγινα, μοναχή Νεκταρία.

Η πίστη είναι το πάν !..., είπε ο άγνωστος, καθώς φορούσε τα γυαλιά του.

ΟΙ  ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ ΖΟΥΝ ΑΙΩΝΙΑ…

Άρχισε να ασπάζεται με ευλάβεια όλα τα άγια λείψανα καθώς τον ξεναγούσε ή νεωκόρος. Στα  λείψανα του Αγίου Νεκταρίου  α δ ι α φ ό ρ η σ ε  , προσπερνώντας τα…

–Γέροντα, με συγχωρείτε του είπα. Κι΄ ο Άγιος Νεκτάριος θαυματουργός είναι. Γιατί δεν τον ασπάζεστε ;

Γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας. Τον ρώτησα,

–Πού μένετε Γέροντα ;

Μού έδειξε το ταβάνι, εκεί που κτίζαμε την καινούργια εκκλησία, λέγοντας,

–Το σπίτι μου δεν είναι ακόμη έτοιμο και στενοχωρούμαι. Ή θέση μου δεν μου το επιτρέπει να μένω εδώ κι΄ εκεί…

–Γέροντα, του εξομολογήθηκα, σάς είπαν ψέμματα ότι έχω γρίπη. Έχω  κ α ρ κ ί ν ο ! Θέλω όμως να γίνω καλά, να φτιάξω την Αγία Τράπεζα, να τελειώσω την Εκκλησία πρώτα, και μετά ας πεθάνω…

–Μη στενοχωρείσαι, μου είπε. Εγώ τώρα αναχωρώ. Πηγαίνω στην Πάρο να προσκυνήσω τον Άγιο Αρσένιο και να επισκεφτώ και τον παπά-Φιλόθεο, πρόσθεσε, ξεκινώντας να φύγει. Προσπέρασε την μεγάλη εικόνα του χωρίς να δώσει σημασία…

Τον σταμάτησα και ακούμπησα τα χέρια μου στο πρόσωπό του.

Γεροντάκο μου, γεροντάκο μου, του είπα, το προσωπάκι σου μοιάζει ίδιο με του αγίου Νεκταρίου που τιμάει αυτή εδώ η Εκκλησία μας

Τότε, κύλησαν δ ά κ ρ υ α   από τα μάτια του…Με σταύρωσε, και με αγκάλιασε με τα χέρια του.. Παίρνοντας θάρρος κι΄ εγώ άνοιξα τα χέρια μου να τον αγκαλιάσω. Μόλις τα άπλωσα όμως, κι΄  ενώ τον έβλεπα μπροστά μου, τα χέρια μου έκλεισαν στο  κ ε ν ό !…

Ανατρίχιασα και σταυροκοπήθηκα. Τού λέω πάλι,

–Γέροντά μου, σε παρακαλώ, θέλω να ζήσω, να κάνω την πρώτη μου λειτουργία. Βοήθησέ με να ζήσω…

Έφυγε από κοντά μου και αφού στάθηκε πέρα, στην εικόνα του μπροστά, μου είπε,

–Ω, παιδί μου Νεκτάριε, μη στενοχωριέσαι. Δοκιμασία περαστική είναι, και θα γίνεις καλά! Θα γίνει το θαύμα που ζητάς και θ΄ ακουστεί σε όλο τον κόσμο. Μη φοβάσαι…

Αμέσως  χ ά θ η κ ε   α π ό   μ π ρ ο σ τ ά   μ α ς   μέσα από την  κ λ ε ι σ τ ή   π ό ρ τ α…

Έτρεξαν οι γυναίκες να τον προφθάσουν. Τον πρόλαβαν στην στάση του λεωφορείου. Μπήκε μέσα και από εκεί   ε ξ α φ α ν ί σ θ η κ ε ,   πριν ξεκινήσει το λεωφορείο !…

Αυτά αναφέρει ο π. Νεκτάριος Βιτάλης, ένα σεβαστό και κατά πάντα αξιόπιστο πρόσωπο, παρουσία μαρτύρων, που τελικά έγινε καλά, διαψεύδοντας γιατρούς, ακτινογραφίες, και προβλέψεις θανάτου. Γιατί επάνω όλων βρίσκεται ο Χριστός, ο ζωντανός Θεός μας και οί μεσίτες Άγιοί του, συν την Παναγία Μητέρα του !

Γιατί  ” όπου Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξη…

Από πολύ μικρός η ευσεβής μητέρα του του έμαθε τον 50ο Ψαλμό, το «Ελέησόν με ο Θεός». Και όπως λέει χαρακτηριστικά ο Συναξαριστής του βίου του, όταν έφθανε στο σημείο του Ψαλμού «διδάξω ανόμους τας οδούς Σου» το επαναλάμβανε πολλές φορές. Δείχνοντας το τι επρόκειτο να γίνει όταν μεγαλώσει. Το πόσο μεγάλος κήρυκας του λόγου του Θεού θα γινόταν και πόσο πολύ κόσμο θα έφερνε δια μετανοίας στην Εκκλησία.

Τα παιχνίδια του αγίου ποια ήταν; Έκανε τεχνητούς άμβωνες και μιλούσε για το Χριστό στα παιδιά της ηλικίας του. Θέλοντας με τον τρόπο αυτό να δείξει στους νέους της εποχής μας και κάθε άλλης εποχής ότι η Εκκλησία είναι η Μάνα μας όπου πρέπει να καταφεύγουμε για να βρίσκουμε ανάπαυση της ψυχής μας. Μόνον δια των Μυστηρίων, ιδία δε με το Μυστήριο των μυστηρίων, τη Θεία Ευχαριστία, όπου μεταλαμβάνουμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, παίρνουμε τη Χάρη του Χριστού μέσα μας.
Όλα αυτά τα έκανε ο άγιος όταν ήταν μικρό παιδί. Μετά όμως όταν μεγάλωσε και έγινε κληρικός της Εκκλησίας μας και Διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής Αθηνών, έδειξε όχι μόνο πόσο καλός κληρικός ήτο αλλά και το πόσο μεγάλες οργανωτικές δυνατότητες διέθετε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, πριν αναλάβει δηλ. την Διεύθυνση της Σχολής ο άγιος Νεκτάριος, η Σχολή κινδύνευε να διαλυθεί. Όταν όμως έγινε Σχολάρχης της ο επίσκοπος Πενταπόλεως, άγιος Νεκτάριος, αναβαθμίστηκε.

Το έργο του όμως δεν φάνηκε μόνο στη Σχολή αυτή. Ήταν και κηρυκτικό. Κήρυττε τόσο στις ενορίες των Αθηνών, αλλά και στο Πειραιά. Και όπου πήγαινε πλήθη λαού προσέτρεχαν στο Ναό που λειτουργούσε και ομιλούσε για να τον ακούσουν και να ωφεληθούν ψυχικά.
Κι όλα αυτά γίνονταν επειδή η ζωή του αγίου ήταν σύμφωνη με τα λόγια του. Δεν έλεγε άλλα και έπραττε άλλα.

Ανέκαθεν οι Άγιοί μας, γιατί και σήμερα υπάρχουν Άγιοι, αποτελούν τις ξεχωριστές εκείνες μορφές που ελκύουν την Χάριν του Θεού και την εκπέμπουν σε ολόκληρον την κτίσιν, αγιάζοντάς την. Ανάμεσά τους και ο Άγιος Νεκτάριος, που η συμβολή του στο οικολογικό πρόβλημα – παρότι μας ξενίζει στο άκουσμα – είναι, όπως και όλων των Αγίων, αυθεντική, γνήσια και ολοκληρωμένη. Προβάλλει έναν νέον τρόπον ζωής, διαπνεόμενον από το πνεύμα της μετανοίας, της αγάπης και της ασκήσεως.

Αν και δεν συνέγραψε ειδική μελέτη για το περιβάλλον μας αφήνει, κυριολεκτικά, έκθαμβους η φωτισμένη και σωστή βιοτή του απέναντι στο συγκεκριμένο θέμα. Ο Άγιος σε όλη του τη ζωή στάθηκε με σεβασμό μπροστά στο δημιούργημα του Θεού, την κτίσιν. Δεχόταν τα αγαθά της φύσεως ως δώρα του Θεού και τα χρησιμοποιούσε «μετά φόβου Θεού», αδελφικής αγάπης και ευχαριστίας. Φυσική συνέπεια του πνεύματος αυτού ήταν η δοξολογική, σωστή χρήσις της κτίσεως. Η οσιακή μορφή του εχαρακτηρίζετο από απόλυτον συμμετρίαν. Η ζωή του, άκρως ασκητική σ’ όλες τις εκδηλώσεις της, περιοριζόταν στις απολύτως απαραίτητες ανάγκες. Η τροφή του λιτότατη. Η ενδυμασία του πτωχική και ευτελής, η σπατάλη και η πολυτέλεια άγνωστα σ’ αυτόν. Πως, λοιπόν, ήταν δυνατόν ο χαριτωμένος αυτός άνθρωπος να διανοηθή να προξενήση το παραμικρό κακό στο ωραίο δημιούργημα του Θεού και πως ήταν δυνατόν να κάνη εγωιστικήν χρήσιν του κόσμου;

Τα περιστατικά της ζωής του που δείχνουν αυτήν την ευλογημένην στάσιν του είναι πάρα πολλά. Είναι γνωστή σε όλους η μεγάλη αγάπη που είχε για τα δέντρα και τα λουλούδια. Στην Ριζάρειο Σχολή, κατά την διάρκεια που την διηύθυνε, υπήρξε εισηγητής του μαθήματος της Γεωπονικής, καθώς μαρτυρείται στο βιβλίο Πρακτικών του Συμβουλίου της Σχολής, έτσι ώστε οι ιεροσπουδαστές, οι προερχόμενοι από την ύπαιθρο, να εκπαιδεύωνται καταλλήλως αποβαίνοντες χρήσιμοι στις πρακτικές εργασίες της ιδιαιτέρας πατρίδος τους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των μαθητών της Σχολής της εποχής εκείνης, ο Άγιος Νεκτάριος περιποιείτο προσωπικώς τον κήπον της Σχολής. Λέγεται ότι κάθε πρωί, πριν την Ακολουθία του Όρθρου, ο Άγιος έσκαβε τον κήπο και εμπλουτίζοντάς τον με νέα λουλούδια και δέντρα και παρακολουθώντας την αύξησιν των ήδη υπαρχόντων απεδείκνυε εμπράκτως την αγάπη του προς την φύσιν.

Κατά το έτος 1906, ενώ ακόμη ήταν στην Ριζάρειο, στέλνει ως δωρεά στον Δήμο της Αιγίνης πέντε χιλιάδες μωρεόδεντρα για την μωρεοφυτεία της νήσου, όπως γίνεται φανερόν από το υπ’ αριθμ. 294/12.3.1906 έγγραφον του Δημάρχου στο οποίο εκφράζονται οι ευχαριστίες και η ευγνωμοσύνη αυτού και ομολογούνται οι πολλές ευεργεσίες του Αγίου προς την νήσον της Αιγίνης. Κατ’ εξοχήν φίλος του πρασίνου επιθυμούσε να πληρωθούν όλες οι γωνιές της νήσου με φυτείες δένδρων χρησίμων.

Αλλά και κατόπιν, στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, στον Ιερό Παρθενώνα του, στην Αίγινα ησχολείτο και «εις χειρωνακτικάς εργασίας και μάλιστα βαρείας μορφής, καλλιεργών κήπους και αγρούς, ποτίζων αυτούς δι’ ύδατος, μεταφερομένου υπ’ Αυτού εκ μακρινής αποστάσεως, ανοίγων αύλακας και οχετούς…», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.

Κάποτε ένα μικρό κοριτσάκι, που επισκεπτόταν συχνά τη Μονή έκοβε τα λουλούδια της αυλής. Ο Άγιος που το είδε, του είπε: «Γιατί παιδί μου κόβεις τα λουλουδάκια της Παναγίας;». Είναι χαρακτηριστική η αγάπη του Αγίου για την Παναγία στην οποία αφιέρωνε κάθε τι ωραίο.

Κατά προφορική μαρτυρία της μακαριστής Γερόντισσας της Ιεράς Μονής Αγίου Μηνά Νεκταρίας, ανήμερα το Πάσχα έστελνε ο Άγιος μία Μοναχή μαζί με τα παιδιά, που εφιλοξενούντο στο Μοναστήρι του, να ψάλλουν στο βουνό το «Χριστός Ανέστη», για να το ακούση όλη η φύσις…
(Απόσπασμα Ομιλίας Μοναχής της Ιεράς Μονής Αγίου Μηνά Αιγίνης, με θέμα : «Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ – ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΥΓΙΟΥΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ»).

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΠΗΛΙΟΥ

Οι Άγιοι, σχολιάζει ο λόγιος μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, είναι αυτοί που διήνυσαν το μακρύτερο δρόμο, από τη γη στον ουρανό. Αυτοί που πάλεψαν με τους αόρατους εχθρούς και τους νίκησαν, αυτοί που αντέστρεψαν μέσα τους τον εμπαθή ρυθμό της ψυχής, έγιναν ταπεινοί και πράοι, σκηνώματα του Αγίου Πνεύματος, θεοί κατά χάριν. Θεός κατά χάριν είναι και ο παγκόσμιος Άγιος και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, ο άγιος Νεκτάριος, ο θαυματουργός Επίσκοπος Πενταπόλεως.

Ιδιαίτερα σήμερα, σε μια εποχή έντονα υλιστική, ανθρωποκεντρική, αντιπνευματική, ο θεόσοφος Ιεράρχης, έχοντας ως πρότυπο το Χριστό, νηστεύοντας, αγρυπνώντας και θέτοντας το θέλημά του κάτω από το θείο Θέλημα, δίδει τον αληθινό προσανατολισμό του ανθρώπου- «Μόνον το αγαθόν εμελέτησα καθ’ όλην την ζωήν μου και αυτού εραστής και εργάτης εγενόμην».

Έκθαμβο αφήνει το μελετητή του βίου του η αμνησικακία του ανεξίκακου Αγίου- δέχεται τον άδικο διωγμό του από την Αλεξάνδρεια με μακροθυμία, συνεχίζοντας να επικοινωνεί με το διώκτη του Πατριάρχη Σωφρόνιο, αποστέλλοντάς του τα βιβλία του και γράφοντας για όσους τον πίκραναν- «Εγώ ήδη αφήκα πάντα και δέομαι υπέρ των αμαρτησάντων εις εμέ», διδάσκοντάς μας πρακτικά πως να σηκώνουμε το σταυρό των θλίψεων. Σώζεται δε και μία θαυμάσια επιστολή του για την παιδαγωγική και πνευματική αξία των θλίψεων προς τον ενάρετο Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτη.

Για τους απανταχού της γης εραστές του πλούτου και της δόξας, η ακτημοσύνη και η κατά Χριστόν πενία του Αγίου αποτελούν σκάνδαλο. Άνθρωπος του «είναι» και όχι του «έχειν», πάντοτε ευχαριστεί το Θεό για την πτωχεία του, η δε ελεημοσύνη του είναι παροιμιώδης. Τίποτε δεν κρατά για τον εαυτό του. Όλα τα μοιράζει, τα λίγα χρήματά του, τα ράσα του, τα παπούτσια του. Η δε εργασία του στο μοναστήρι της Αίγινας (κατασκευή λάσπης για το χτίσιμο της Μονής) γίνεται κάποτε αιτία να δεχθεί την παρατήρηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών ότι τάχα υποβιβάζει το αξίωμα της αρχιερωσύνης. Ο αγιώτατος Πατέρας ούτε για τα γεράματά του δεν αγωνιά και πεθαίνει φτωχότατος στο θάλαμο ενός νοσοκομείου για απόρους.

Ένα μικρό «δείγμα γραφής» αξίζει να προσεγγίσουμε από τα πάμπολλα ιστορικά, ηθικά, δογματικά, ερμηνευτικά, υμνολογικά, κηρυκτικά κ.α. συγγράματά του. Ως υποστηρικτής της γνήσιας ορθοδόξου ελληνικής παιδείας, τονίζει στους συγχρόνους του- «Θρησκεία χωρίς παιδεία οδηγεί στη δεισιδαιμονία, ενώ παιδεία χωρίς θρησκεία οδηγεί στην ασέβεια και την αθεΐα».

Υπεραγαπώντας τους μαθητές του στη Ριζάρειο Σχολή, όπου υπηρέτησε επί αρκετά έτη ως Διευθυντής, είναι ένα διαχρονικό πρότυπο ορθοδόξου χριστιανικού ήθους, που διδάσκει τους εφήβους κάθε εποχής. « Η αρετή είναι κόσμος (στολίδι) της νεότητος».

Τέλος, ο βαρύτατα πληγωμένος από τη βαυαρική προτεσταντική λαίλαπα ορθόδοξος Μοναχισμός βρίσκει στο πρόσωπο του θεοσόφου Ιεράρχου τον ανανεωτή και Πατέρα του. Οι επιστολές του προς τη γυναικεία αδελφότητα της Ι. Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης αποκαλύπτουν ένα γνήσιο οδηγό του μοναχικού βίου, που διατηρεί και συγκρατεί και σήμερα το Μοναχισμό στο ύψος της ορθοδόξου ησυχαστικής παραδόσεως.

Τον μεγάλο τούτο διακριτικό, νηπτικό και θαυματουργό Πατέρα της Εκκλησίας μας ευγνωμόνως για όλα ευχαριστούμε και τον παρακαλούμε, ως έμπειρος ιατρός και διδάσκαλος, ως κανών αρετής και πίστεως, ως πρεσβευτής με παρρησία προς το Θεό, να μεσιτεύει υπέρ του σύμπαντος κόσμου και της σωτηρίας κάθε χριστιανού.

Από ομιλία του π. Σαράντη Σαράντου στους Ιεροσπουδαστές της Ριζαρείου

Πραγματικά ο Άγιος Νεκτάριος εβίωσε σε όλα και με όλα τα μέρη της υπάρξεώς του την Ορθοδοξία μας ,την οποία και ερμήνευσε και εξέφρασε προσωπικά και δυναμικά στο καθολικό πλήρωμα των Ορθοδόξων αδελφών και γενικότερα στην Οικουμένη.

Είναι τόσο πλούσια η προσωπικότητά του , τόσο βαθειά , τόσο μεγαλειώδης, συνδυασμένη με θεϊκή πραγματικά απλότητα , που θα ‘πρεπε ο φτωχός δικός μας ανθρώπινος λόγος να αργήσει. Και μάλιστα λόγος που προέρχεται από χείλη αδέξια, ισχνόφωνα και κακόηχα σαν τα δικά μου. Συγχωρήστε μου λοιπόν την θρασύτητα και επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω τον συμβατικό λόγο για ωφέλεια όλων μας και για την κατά δύναμιν τιμή  προς τον Άγιο του αιώνα μας.

Θεμέλιο σ’ αυτήν την προσλαλιά ας είναι το παρακάτω υπαρκτό περιστατικό από τη ζωή του Αγίου.

Μετά από κάποιες περιπέτειες που μεθόδευσε στη ζωή του ο μισόκαλλος, βρίσκεται ο Άγιος ,σαν ιεροκήρυκας Χαλκίδος ,επίσκοπος όντας, στο μικρό νησί της Σκιάθου, για να λειτουργήσει και να κηρύξει. Φιλοξενείται από βραδύς σ’ ένα απλό δωματιάκι του νησιού. Περνάνε οι ώρες της νύχτας και το φως του δωματίου του δεν σβήνει. Κάποιοι περίεργοι βρίσκουν τον τρόπο να κρυφοκοιτάξουν. Βλέπουν τον Άγιο Επίσκοπο να κάνει εδαφιαίες μετάνοιες και κάτι να ψελίζει. Το φως έσβησε , όταν ξεκίνησε για την πρωϊνή ακολουθία και την Θεία Λειτουργία.

Το γεγονός αυτό αδελφοί ,λέει πάρα πολλά. Βάση στη ζωή του ο Άγιος από τα νεανικά του χρόνια είχε αυτό που όλοι οι πατέρες και άγιοι είχαν ,τη νηπτική εργασία , την προσεκτική φροντίδα του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, της αθανάτου και θεοεικέλου ψυχής. Μολονότι επίσκοπος , πεπειραμένος στα πνευματικά , κάποιας ηλικίας ,όμως δεν αντικαθιστά με τίποτα την αγαπημένη του πνευματική εργασία για την προσωπική του ένωση με τον εν Τριάδι Θεό. Δόξα τω εν Τριάδι Θεώ για τέτοιους ανθρώπους που αναδεικνύει σε όλες τις εποχές και τους έχει μαζί ίσως και με άλλους αφανεστέρους , δείγματα της Ορθοδόξου πνευματικότητος , που αληθινά όζει (μυρίζει) αγάπη Χριστού.

Ο Άγ. Νεκτάριος γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου του 1846 στη Συληβρία της Θράκης. Σαν παιδί και σα νέος ήταν πολύ φιλομαθής και ιδιαίτερα όπως οι Τρείς Ιεράρχες , αγάπησε την αρχαία ελληνική γλώσσα και τα Πατερικά κείμενα. Το βιβλίο που ο ίδιος εξέδωσε «Λογίων θησαύρισμα» είναι ακριβές απόσταγμα των Πατερικών Μελετών στις οποίες από μικρός αφιερωνόταν. Απ’ αυτό το ανθολόγιο των πολυτίμων μελετών του φαίνεται η νηπτική εργασία και η δυνατή έφεση που είχε στα βάθη του για τον Θεό και η δίψα του για την τελειότητα της εν Χριστώ ζωής.

Από πολύ νωρίς συγκεκριμενοποίησε τον ουράνιο πόθο του και τον ταύτισε με τη μοναχική ζωή. Το 1876 εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή της Χίου με το όνομα Λάζαρος από Αναστάσιος Κεφαλάς. Από τα στοιχεία της Ιεράς Μονής φαίνεται καθαρά ότι έμεινε τρία χρόνια πραγματικά, ασκούμενος στη μοναχική και μοναδική ,όπως αναφέρεται από τους Αγίους Πατέρες μας ,πολιτεία. Η άσκηση του παρθενικού βίου τον έκανε προσηνή επειδή συνδύασε την τραχύτητα της ασκήσεως με την άκρα ταπείνωση. Γι’αυτό έγινε αγαπητός από τη λοιπή μοναστική αδελφότητα , προτάθηκε για χειροτονία και προχειρίσθηκε διάκονος το 1877 σε ηλικία ώριμη και σύμφωνη με τους Θεοπνεύστους ιερούς κανόνες,τριάντα ενός δηλαδή ετών, με το όνομα Νεκτάριος. Με άδεια και ευλογία της Ιεράς Μονής της μετανοίας του συμπληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα , κατόπιν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου , κοντά στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο και πάλι στην Αθήνα, όπου μετά από ευδόκιμες θεολογικές σπουδές το 1885 εκατατάχθηκε στους πτυχιούχους της Θεολογικής Σχολής της «οποίας υπήρξε και υπότροφος . Το επόμενο έτος 1886 χειροτονείται πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης στην Αλεξάνδρεια από τον ίδιο Πατριάρχη Σωφρόνιο , κοντά στον οποίο υπηρέτησε σαν ιεροκήρυκας και γραμματέας του Πατριαρχείου και Πατριαρχικός επίτροπος στο Κάϊρο. Ένα χρόνο αργότερα το 1889 χειροτονείται Μητροπολίτης της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Μητροπόλεως Πενταπόλεως από τον ίδιο Πατριάρχη Σωφρόνιο.

Αυτή την επέτειο των εκατό χρόνων από της χειροτονίας του σε επίσκοπο τιμάμε και γιορτάζουμε σήμερα.

Γιατί ιδιαίτερα αυτήν την επέτειο εξαίρουμε;

Γιατί και ο άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και ο μεγάλος Θεολόγος Νικόλαος Καβάσιλας υποστηρίζουν ότι ο επίσκοπος είναι ζωντανή εικόνα του Σωτήρος Χριστού και ζωντανός φορέας όλης της Χριστιανικής Παραδόσεως. Ίσως σε μερικές περιπτώσεις αμφιβάλλουμε για τα υποστηριζόμενα από τους αγίους , γιατί δεν βλέπουμε πάντοτε σαρκωμένες αυτές τις αρετές στα Επισκοπικά πρόσωπα. Στην περίπτωση όμως του Αγίου Νεκταρίου ταυτίσθηκε η αληθινή χριστιανική ζωή και το ποιμαντικό αρχέτυπο με το πρόσωπό του. Οι λειτουργίες του , τα κηρύγματά του , η φροντίδα του για την ευπρέπεια και διακόσμηση των Ιερών Ναών , το προσωπικό , ποιμαντικό και ανθρωπιστικό ενδιαφέρον , η συμπάθεια στους καχεκτικούς στην πίστη και στην ηθική , οι διοικητικές του ικανότητες και ιδιαίτατα ο άμεμπτος βίος κατάφερναν να συγκρατούν το θεσμό της Εκκλησίας και τα λογικά πρόβατα στη μάνδρα του Χριστού. Η ποιότητα της Χριστιανικής ψυχής του και η Χριστιανική διαύγεια των φρονημάτων του φαίνεται ολοκάθαρα στους άδικους διωγμούς του. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» δεν είπε ο Κύριος; Αφανείς αντίχριστες δυνάμεις κατάφεραν να μεθοδεύσουν έτσι κάποιες συκοφαντίες , ώστε να απολυθεί από τις Εκκλησιαστικές αρχές της Αλεξανδρείας και να παυθεί από τη θέση του. Καμιά σαφής κατηγορία αλλά και καμιά ακύρωση των συκοφαντιών. Σαν ελεύθερος άνθρωπος και αθώος διαμαρτύρεται για την αδικία αλλά και οι επιστολές -διαμαρτυρίες προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, λίγο αργότερα προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο και προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ` είναι γεμάτες εκκλησιαστικό ήθος που σπάνια συναντάμε.

Άνθρωπος ψημένος στη μοναχική άσκηση και στους κανόνες ταπεινοφροσύνης , δεν μπορούσε παρά αυτό το ήθος να αποκτήσει των Μεγάλων Πατέρων, που είτε τους έβριζαν είτε τους εγκωμίαζαν, το ίδιο αισθάνονταν και ανεξίκακα αντιδρούσαν.

Ουδείς αδοκίμαστος ευδόκιμος.

Αξίζει κανείς να διαβάσει και μόνο αυτές τις επιστολές για να προσεγγίσει αυτόν τον πολύτιμο αδάμαντα της Ορθοδοξίας. Μικρές επιστολές γραμμένες με σαφήνεια , γλωσσική αρτιότητα , τέλεια νοήματα , λέξεις ιεροπρεπείς και κατάμεστες από σεβασμό στο πρόσωπο που απευθύνεται και το οποίο τον αδίκησε. Δεν βρίσκεις ίχνος δηκτικότητας να υπολανθάνει. Κρατά τον πόνο του σε καθαρά πνευματικό επίπεδο. Αυτές οι επιστολές αποπνέουν το άρωμα της απαθούς και χαριτωμένης ψυχής του , που προετοιμάζεται έκδηλα από τον Εσταυρωμένο Κύριο για τη μέλλουσα τιμή και παγκόσμια δόξα που του χάρισε. Η ποιότητα της ψυχικής καλλιεργείας του επιβεβαιώνεται και από το  ποιμαντικό έργο του στις ψυχές των ανθρώπων και την ανάλογη ποιμαντική εν Χριστώ αγωγή, που τους προσέφερε.

Πάνω από εννιακόσιοι πιστοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Καίρου συνέταξαν μια διαμαρτυρία και συνάμα αποχαιρετιστήριο γράμμα προς τον Άγιο Πενταπόλεως που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μεταρρύθμισις» της Αλεξάνδρειας. Μέσα σ’ αυτό το γράμμα φαίνεται για άλλη μια φορά από άλλη σκοπιά , από τη σκοπιά των λαϊκών, ο πραότατος και ειρηνικός χαρακτήρας του Αγίου. Στο δημοσίευμα αυτό δεν υποφώσκει ίχνος εμπαθείας ή φανατισμού κατά των αδικησάντων εκκλησιαστικών ανδρών τον Άγιο Πενταπόλεως.

Πόσο ταπεινά και χριστοκεντρικά θα είχε εργασθεί ο Άγιος στην Άμπελο του Κυρίου ,ώστε να μεταφυτεύει και στους άλλους τον αληθινό τρόπο Χριστιανικής ζωής , της Θεανθρώπινης ζωής που ο ίδιος βίωνε.

Από την επιστολή αυτή των λαϊκών του Καίρου φαίνεται η μεγάλη εν Χριστώ αγάπη που του είχαν, φαίνεται διάφανα η εν Χριστώ ηγετική φυσιογνωμία του Αγίου , αλλά τελικά η υπακοή (αυτό είναι το γνήσιο εκκλησιαστικό χριστιανικό φρόνημα) και του Αγίου και των πνευματικών του τέκνων στις αποφάσεις της Μητέρας Εκκλησίας. Ήταν βαθύς και όχι επιπόλαιος και υποπτευόταν ότι πίσω από την ανθρώπινη αδικία κρύβονται μεγαλεπίβολα, μα ανεξιχνίαστα θεϊκά σχέδια. Και κατάφερε αυτήν του τη νοοτροπία να μεταβιβάσει ζωντανά στο λαό του Καίρου, πράγμα που διακρίνεται με ενάργεια προς το τέλος της επιστολής-διαμαρτυρίας.

Ίσως οι βουλές του Θεού έχουν διαφορετικές προοπτικές.

Επιτρέψτε μου να επιμείνω λίγο ακόμη σ’ αυτήν την κρίσιμη καμπή της ζωής του. Αν ο Άγιος έπαιρνε κάποια άλλη διαφορετική στάση, καταλάβαινε με τον σώφρονα λογισμό που του είχε χαρίσει η Ορθόδοξη μοναχική νηπτική άσκηση , καταλάβαινε ότι κατάστρεφε ό, τι ωραιότερο,  ό, τι πιο θεανθρώπινο είχε μεταγγίσει στις ψυχές των πνευματικών του τέκνων.

Σαν αληθινός Λειτουργός του ‘Υψίστου προτιμά να αδικείται παρά να καταστρέψει στα μάτια και στις ψυχές των πιστών την εικόνα της Αρχιερωσύνης, χτυπώντας τους άλλους αρχιερείς που τον αδίκησαν.

Παρακαλώ πολύ όλους μας να εγκύψουμε με πολλή ευλάβεια σ’αυτήν την πτυχή της ζωής του Αγίου Πενταπόλεως και στην θεανδρική στάση του γιατί καθένας μας έχει ή ενδέχεται να έχει πικρίες συκοφαντικές στο μετερίζι από το οποίο μάχεται.

Στη συνέχεια για ένα έτος ταλαιπωρήθηκε «φυτοζωών», λέει ο βιογράφος του άγιος πρ. Παραμυθίας Τίτος Ματθαιάκης, ζητώντας στην Αθήνα εργασία και μη βρίσκοντας. Επί τέλους στις 15 Φεβρουαρίου 1891 διορίσθηκε ιεροκήρυκας του Νομού Ευβοίας , σπάνιο φαινόμενο στα χρονικά της Εκκλησίας. Δηλ. Επίσκοπος να διορίζεται απλός ιεροκήρυκας. Όμως δέχθηκε και εργάσθηκε διόμιση χρόνια ακάματα πνευματικά , αγάπησε το λαό του Θεού και αγαπήθηκε. Πάλι δυσκολίες και μετάθεση στο Νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος. Αξίζει και πάλι να τονισθεί η κρυστάλλινη ποιότητα του ποιμαντικού του λειτουργήματος που εκφράζει το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Δημάρχου Κυμαίων Καρυστίας προς τον Άγιο.

Ο Κύριος όμως αφού τον προετοίμασε με την θλίψη και τον διωγμό , αφού του έκλεισε τις άλλες πόρτες , του άνοιξε την υψηλή και μεγάλη προοπτική του Διευθυντή της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Μέ Β. Διάταγμα διορίσθηκε την 1η Μαρτίου του 1894 και έμεινε σ’αυτήν την περίοπτη θέση μέχρι το 1908 , από την οποία παραιτήθηκε , όπως ο ίδιος γράφει στην αίτησή του προς το Δ. Σ. για λόγους υγείας.

Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια εργάσθηκε συστηματικά ο Άγιος στο θερμοκήπιο των Ιερατικών κλήσεων. Ό, τι ιερότερο, ό, τι θεανθρωπινότερο , ό, τι χριστοευγενέστερο , ό, τι ουράνιο είχε κατακτήσει με την άσκησή του και με τη χάρη του Θεού , με πολύ ζήλο το αποτύπωσε στις ψυχές των Ιεροσπουδαστών του. Πίστευε ότι το νεοσύστατο μετά τον τουρκικό ζυγό έθνος θα μπορέσει να ορθοποδήσει και πνευματικά να μεγαλουργήσει , αν οι ποιμένες αυτού του τόπου τραφούν με τον επιούσιο Άρτο της Ορθοδόξου Θεολογίας και ποτισθούν με τα αστείρευτα νάματα της Ορθοδόξου Ευσεβείας. Πετύχαινε πραγματικά να μεταλαμπαδεύσει στις ψυχές των Ιεροσπουδαστών όλη την χριστοφλόγα της ψυχής του ,με τον πιο εκλεκτό τρόπο , την εν Χριστώ αγάπη, που είναι το πιο δυνατό φίλτρο. Αυτό μπορεί να συγκινήσει το νέο και να βάλει σε συναγερμό και κινητοποίηση όλα τα ψυχοδυναμικά του για εγκόσμια και υπερκόσμια δημιουργία.

Ο πρωτοπρεσβύτερος παπαΝικόλας Μυλωνάς και ο Οικονόμος Θεμιστοκλής Παπακωνσταντίνου που τον είχαν δάσκαλο επαληθεύουν την άριστα παιδαγωγική συμπεριφορά του προς τα νεαρά βλαστάρια. Ποτέ δεν είχαμε δει το ειρηνικό και χαρίεν πρόσωπό του να αλλοιώνεται από τις νεανικές αταξίες.

Είχε μια απεριόριστη εσωτερική ανεκτικότητα και μεγαλοψυχιά λέγουν, με την οποία κατόρθωσε να διορθώσει τις ανωριμότητες των νέων χωρίς να τραυματίσει το ψυχολογικό πεδίο. Και κάποιος άλλος μαθητής του έλεγε με θαυμασμό για τον Άγιο , ότι ανεχόταν ακόμη και να κοροϊδεύεταιμερικές φορές και μολονότι διαισθανόταν πώς του λένε ψέμματα δεν επενέβαινε βίαια, αυταρχικά, πιεστικά, για να διορθώσει τον αμαρτάνοντα. Αυτή η αγάπη και η εκτίμηση προς τα ανώριμα ακόμα παιδιά , τα έφερνε λίγο αργότερα σε αυτοσυναίσθηση του σφάλματος , σε μετάνοια και οριστική και ειλικρινή διόρθωση. Ήδη από τον καιρό της τριετούς μοναστικής ασκήσεώς του στην Ιερά Μονή της χώρας της Χίου , αλλά και από την περισσή εμπειρία του από την διακονία του στο λεπτό και ευαίσθητο έργο του πνευματικού είχε διαπιστώσει πόσο εύθραυστος είναι ο ψυχολογικός παράγοντας σε κάθε άνθρωπο και πόσο αποφασιστικό ρόλο παίζει στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας και στον αγιασμό της. Είχε κατέβει , όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης , ο συγγραφέας της Κλίμακος , είχε κατέβει στα βάθη της ψυχής , γνώριζε πολύ καλά τις αντιδράσεις της και ιδιαίτερα την καταστροφή που προξενούν τα πάθη και οι κακίες των μεγαλυτέρων στην ανέλιξη και ανάπτυξη των νεωτέρων.Και ήθελε αυτός ο μακάριος άνδρας , να μην πληγώσει ,να μην τσαλαπατήσει, να μην σταυρώσει με τιμωρίες τα παιδιά του αλλά να τα ανυψώσει, να τα αναπτερώσει , να τα εμψυχώσει με τη μέθη της δικής του εν Χριστώ αγάπης. Είχε βιώσει βέβαια αυτό που  λέγει ο πρύτανις των ασκητών πατέρων άγιος Ισαάκ ο Σύρος , ότι η αγάπη είναι μέθη ψυχής και έχει την δύναμη να μεθύσει και τους γύρω.

Κάποιος άλλος μαθητής του, ο Ν. Λούβαρης ,θυμάται ότι προτιμούσε ο ίδιος να υποβάλλεται σε ασκήσεις, για παράδειγμα σε νηστεία ,για να μην τιμωρήσει το ανώριμο εύθραυστο βλαστάρι, τον ιερό σπουδαστή του , όταν η διάκριση, που άφθονη είχε , τον πληροφορούσε, ότι η τιμωρία θα δημιουργήσει απωθημένη εμπάθεια ή ψυχολογικά τραύματα. Και δεν πρέπει ένας ποιμένας, ένας ταγός να κατατρύχεται από ψυχολογικά προβλήματα, που μπερδεύουν τους γύρω του , και εξουθενώνουν τις ψυχές και δεν τις οδηγούν στην ελευθερία «ή Χριστός ημάς ηλευθέρωσε». Αναλάμβανε ο άγιος του Θεού ,ο θεόπνευστος αυτός παιδαγωγός πάνω του το βάρος της αμαρτίας των παιδιών του , για να ανοίγει μπροστά τους ο δρόμος της προκοπής και της δημιουργίας και όχι της μιζέριας και της μικροψυχίας.

Πιθανώς να υπήρξαν και περιπτώσεις που ο άγιος να μεταχειρίσθηκε και την παιδαγωγική μέθοδο της αυστηρότητας , όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Κυριαρχούσε πάνω από όλα η Ποιμαντική της αγάπης , της καλωσύνης και της πατρικής επισκοπής , θα λέγαμε γενναιοψυχίας.

Ο Ι. Φ. Κωνστανταράκης , μαθητής του αγίου Νεκταρίου ,αναφέρει ότι οι ιεροσπουδαστές είχαν νύχτα και μέρα ενώπιόν τους ένα αρχέτυπο τελείου και ολοκληρωμένου ανθρώπου.

Ήταν φίλεργος και πολυγραφότατος .

Έγραφε θεολογικές μελέτες.

Συνέθετε ύμνους στην Κυρία Θεοτόκο που όταν τους έψαλε, μεταρσιωνόταν και μετέφερε πνευματικό ενθουσιασμό στους μαθητές του.

Το κήρυγμά του ήταν πολύ εποικοδομητικό και στο ναό της Σχολής και σε πολλούς άλλους που τον καλούσαν.

Η Λειτουργία του ήταν μυσταγωγία και συναγερμός όλου του εκκλησιάσματος προς τον εν Τριάδι Κύριο .

Προς τους ετερόδοξους συμπεριφερόταν με ευγένεια και καλωσύνη χωρίς να κρύβει κανένα σημείο της Ορθοδόξου ομολογίας του.

Παράλληλα σημειώνει ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος «ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών» που τον δέχθηκε στην Διεύθυνση της Σχολής, ενδιαφέρθηκε ο άγιος Νεκτάριος για τον κήπο της Σχολής , για την εύρυθμη λειτουργία όλων των συνεργείων της, για την απρόσκοπτη Διεύθυνση και το όλο πολιτιστικό κλίμα της. Δεν ήταν δυνατό ο άνθρωπος που είχε ταξινομήσει παραδεισιακά τα εσωτερικά πνευματικά του ζητήματα , δεν ήταν δυνατόν να μην εκφράσει αυτήν του την εσωτερική του χριστοαρμονία και να μην  την απεικονίσει ταπεινά από όλα του τα αγαπημένα πρόσωπα , σ’όλα τα πράγματα γύρω του και σ’ό,τι άγγιζε.

Αποκορύφωμα και αποκρυστάλλωμα της όλης του ποιμαντικής δραστηριότητας υπήρξε η ανασύσταση της Γυναικείας Ι. Μονής της Αγίας Τριάδος, στην Αίγινα. Όλο του τον μισθό που έπαιρνε από την Ριζάρειο τον διέθετε για να κτισθεί η ερειπωμένη Ιερά Μονή και για να συντηρούνται οι μοναχές της αδελφότητας.

Ενδιαφερόταν να γίνει ένα ωραίο εκκλησιαστικό οικοδόμημα , όπως και έγινε, για να στεγάσει ένα ιερό ησυχαστήριο και φροντιστήριο Ορθοδόξου μοναστικής ευσεβείας . Είχε αγαπήσει με πάθος απαθές , όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης ,την φιλανθρωπία και χαιρόταν να ξοδεύει τον μισθό του τόσο γι’αυτό τον σκοπό όσο και για περιπτώσεις φτωχών ανθρώπων ,που του ζητούσαν βοήθεια. .Ήταν αχόρταγος στο  να δίνει ,τόσο που μερικές φορές δεν είχε τα ναύλα του ,για να επισκεφθεί τη μοναστική αδελφότητα της Αγίας Τριάδος που παρακολουθούσε πνευματικά και την καθοδηγούσε , ενώ παράλληλα ήταν διευθυντής στη Ριζάρειο.

Τις ημέρες των διακοπών του Πάσχα ,των Χριστουγέννων και του καλοκαιριού έμενε στην ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος και προσπαθούσε εφαρμόζοντας τους αυστηρούς ασκητικούς όρους του Μ. Βασιλείου , να οργανώσει φιλόθεα και φιλάνθρωπα την εσωτερική ζωή της αδελφότητας.

Ευτυχώς που μας έχουν διασωθεί 136 επιστολές του Αγίου ,που έστελνε από την Ριζάρειο στη μοναστική αδελφότητα της Αγίας Τριάδος. Μέσα σε αυτή διακρίνεται η λαμπρότητα και η ωραιότητα του παρθενικού του χαρίσματος που αύξησε ο Χριστός εκατονταπλάσια μέσα του με σύμφωνη την αγαθή προαίρεσή του.

Επίσης διακρίνεται η πνευματική ,η εν Χριστώ αγάπη του αγίου προς τα πνευματικά του τέκνα , τις μοναχές , μέσα στις ψυχές των οποίων , όπως ο θείος Παύλος , θέλησε να μορφώσει τον Χριστό και τη ζωή του Χριστού. Πρότυπό του στη φιλανθρωπία είχε τον άγιο Νικόλαο που από μικρός είχε αγαπήσει και τον είχε προστάτη του.

Ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης τονίζει στο «ωραιότατο βιβλίο του «ο άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός» ότι μέσα στις επιστολές αυτές φαίνεται η μεγάλη διάκριση που είχε ο άγιος. Σε κάθε μια μοναχή δίνει τις κατάλληλες γι’αυτήν οδηγίες , σεβόμενος τα προσωπικά όρια αντοχής της και ανοίγοντάς της τον κατάλληλο δρόμο που θα οδηγήσει αυτήν προς τον Σωτήρα Χριστό , χωρίς να ισοπεδώνει το πρόσωπο.

Ήξερε πολύ καλά αυτός ο βαθυνούστατος επίσκοπος πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της γυναίκας μέσα στη ζωή της Εκκλησίας . Γι’αυτό χωρίς να υποτιμά το Μέγα Μυστήριο του γάμου, λέγει ο π. Θεόκλητος , όμως προσπαθεί να καταρτίσει άριστα τη  γυναικεία προσωπικότητα στην ευσέβεια και στην εν Χριστώ ζωή , για να έχει η κοινωνία , τα δείγματα έστω , της αληθινής χριστιανικής ζωής ,σαρκωμένης στα πρόσωπα των μοναζουσών. Μέσα σε αυτές τις επιστολές μπορούν και οι σημερινές Χριστιανές να σπουδάσουν το γνήσιο χριστιανικό φεμινιστικό κίνημα , που συνοψίζεται στην εν Χριστώ υπακοή ,στο υπάκουο κλίμα της και στην ατμόσφαιρά της.

Και στ’αλήθεια πέτυχε ο άγιος του Θεού να φυτεύσει και μετά την παραίτησή του από την Ριζάρειο, μένοντας κοντά τους , να καταρτίσει τη μοναστική αυτή άμπελο της ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος, που η ζωή και η ακτινοβολία της συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Το καλοκαίρι το 1898 έκανε περιοδεία προσκυνηματική στο Άγιο Όρος. Πήρε ευλογίες από το Περιβόλι της Παναγίας , έδωσε όμως και από το ταμείο των δικών του θησαυρών στους μοναχούς που με πολλή χαρά τον καλοδέχθηκαν και ξεχωριστά τίμησαν επίσημα τον ταπεινόφρονα ιεράρχη. Η επικοινωνία του με αγίους μοναχούς , όπως τον π. Δανιήλ Κατουνακιώτη , τον συνέδεσε πνευματικά με το Άγιο Όρος, έτσι ώστε επιστρέφοντας στον κόσμο , να είναι ένας αγιορείτης εκτός Αγίου Όρους και μέσα στην υπακοή της δικής του , ας πούμε δικής του , μονής.

Αφήσαμε μια πτυχή της ζωής του τελευταία . Σκόπιμα. Για να την τονίσουμε. Βέβαια από όσα μέχρι τώρα έχουμε αναφέρει διαφαίνεται ολοκάθαρα.

Ο Άγιος Νεκτάριος ήταν ένας χαρισματούχος πνευματικός.

Αυτόπτης μάρτυς μου ανέφερε ότι τον είδε να εισέρχεται στο ιερό βήμα , να φορά το πετραχήλι του και να πηγαίνει να κατασπάζεται τον εσταυρωμένο και να κλαίει. Μετά από αυτήν τη μυσταγωγική και κατανυκτική προετοιμασία προσφερόταν να βοηθήσει στο Μυστήριο της ι. εξομολογήσεως όχι μόνο τις μοναχές που πρωτύτερα αναφέραμε , όχι μόνο τους ιεροσπουδαστές του , αλλά και τον κοσμάκι που συνέρρεε για να αποθέσει τον βαρύ κλοιό και φόρτο της αμαρτίας.

Ικανότατος στον ποιμαντικό διάλογο , αμέσως αποσπούσε την εμπιστοσύνη του εξομολογουμένου. Πρόσωπο με πρόσωπο ο πνευματικός πατέρας με τον πνευματικό υιό /την πνευματική θυγατέρα, μπορούσε με την δύναμη του Τελεταρχικού και ζωοποιού Πνεύματος και με την απάθεια της άσπιλης και αμόλυντης ψυχής του , να ανασπά από την άβυσσο το ναυαγημένο καράβι, όπως σοφότατα περιγράφει ό άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης. Μέσα στο κλίμα της εν Χριστώ θερμής και απλής αγάπης , μπορούσε μοναδικά να εκφρασθεί και ειλικρινά να εξαγορευθεί ο αμαρτωλός και φιλόστοργα να εμφυσήσει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και την άφεση ο χαρισματούχος πνευματικός Πατήρ.

Τέλος η αγαθή Πρόνοια του Θεού οικονόμησε έτσι τη ζωή του Αγίου Νεκταρίου , ώστε παραιτούμενος από την Ριζάρειο να αποσυρθεί στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος, να βοηθήσει αποφασιστικά στην οργάνωση του Κοινοβίου της μέχρι το 1920 οπότε και παρέδωσε νικηφόρα την αγία ψυχή του στον Κύριο.

Μέ μία τόσο πλούσια και εκλεκτή ποιμαντική προσφορά μάνιασε ο δαίμονας της συκοφαντίας . Άνθρωποι μικρόψυχοι , εξ ιδίων κρίνοντες τα αλλότρια , κολλημένοι σά στρείδια στα πάθη της ανηθικότητας , πρόβαλαν τον αβυσσαλέο ψυχικό ρύπο τους στο πρόσωπο του αγίου .Τούς ήταν αδιανόητος ο παρθενικός τρόπος ζωής, ο τρόπος που ο νέος Αδάμ, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, εγκαινίασε με το παρθενικό πρόσωπό του στη νέα δική του δημιουργία, στην Εκκλησία του. Έπλασαν λοιπόν μύθους , από το βορβορώδες υλικό που τους χορήγησε ο μισόκαλλος και προσπάθησαν να σπιλώσουν , τον άσπιλο. Μαζί τους μπλέχθηκαν και κάποιοι άλλοι «εκκλησιαστικοί ταγοί» που σαν αφελείς και αδόκιμοι στην κατά Χριστό ζωή , παρασύρθηκαν στις δεινές συκοφαντίες .

Αρνητικό ήταν και το κοινωνικό-πολιτικό κλίμα της εποχής που μισούσε τα μοναστήρια, επηρεασμένο από βαυαρικό επιτελείο που είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα και προσπαθούσε να την εκπολιτίσει. Δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να χωνέψουν πώς ο Διευθυντής της Ριζαρείου καταντά στον καλογερικό τρόπο ζωής. Εβδομήντα δύο χρονών άνθρωπος πλέον ο Άγιος και συκοφαντείται άσχημα.  «Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται», λέγει ο προφήτης Ησαίας.,για τον Κύριό μας. Τά ίδια συμβαίνουν και στον Άγιο.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας , υποστηρίζουν ότι το αφορητότερο μαρτύριο για έναν αθώο είναι η συκοφαντία. Και την επιτρέπει ο Κύριος στους δικούς του για μείζονα τελείωση και ουράνια δόξα.

«Ωστόσο η χάρη πληθαίνει πάνω του και επαληθεύεται με τα ποικίλα θαύματα που τελούνται με τα αγιασμένα χέρια του και τις διάπυρες ευχές του . Ο ίδιος όμως σωματικά κάμπτεται. Μία χρόνια προστατίτιδα που είχε, επιδεινώνεται , για λίγο θεραπεύεται από την Παναγία την Χρυσολεόντισσα στην Αίγινα που προσκύνησε, αλλά και πάλι βάρυνε. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στο νοσοκομείο Αρεταίειο , σαν απλός ιερομόναχος , έμεινε δυό μήνες και ενώ τον ετοίμαζαν οι γιατροί για εγχείρηση , παρέδωσε το πνεύμα του τη νύχτα στις 8 Νοεμβρίου 1920.

Ο Άγιος του αιώνα μας όπως πετυχημένα τον απεκάλεσε ο λογοτέχνης Σώτος Χονδρόπουλος, στα τελευταία του, ρίζωσε στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος σαν  Ελαία κατάκαρπος και σαν το δένδρο το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων ο τον καρπόν αυτού δώσει.

Και έδωσε αναρρίθμητους καρπούς στην Εκκλησία και στο έθνος μας. Και από εκεί μεταπήδησε στη ζωή της Αγίας Τριάδος που τόσο είχε λαχταρήσει.

Κάποιοι ονομάζουν τον Άγιο Νεκτάριο, Χρυσόστομο του αιώνα μας, τόσο για την πολυσχιδή προσωπικότητά του, όσο και για το πλούσιο και πολύμορφο έργο του.

Δεν είναι καθόλου υπερβολικό να συμφωνήσουμε με αυτόν τον υψηλό χαρακτηρισμό και την εκλεκτή παρομοίωση, γιατί πράγματι ο Άγιος Νεκτάριος ολοκληρώθηκε σε μια καθολική προσωπικότητα. Μολονότι μοναχός αρχικά και ασκητής , με αυστηρούς περιορισμούς και μοναστικούς κανόνες, όμως τόσο πολύ διευθύνθηκε η προσωπικότητά του, ώστε να φθάσει στα μέτρα των Μεγάλων Αγίων και μάλιστα τα Χρυσοστομικά.

Ο Άγιος αφού έλυσε οριστικά το υπαρξιακό του πρόβλημα ανοίχθηκε με την σώζουσα χάρη του εν Τριάδι Θεού στον μεγάλο γάμο της Εκκλησίας. Ξεκινώντας από τον Μοναχισμό έφθασε στον τελικό προορισμό, Θεανθρώπινο προορισμό που είναι η ένωση με τον Θεό και την εν Χριστώ αδελφότητα.

Κατάκτησε χαρακτηριστικά και βίωσε τον μυστικό Γάμο της ψυχής του  με την Εκκλησία του Χριστού, στην οποία και ολόψυχα και αφιερώθηκε.

Λειτουργός με φλόγα πύρινη, φιλοστοργικότατος και διακριτικότατος πνευματικός Πατήρ, υψιπέτης Θεολόγος, συγγραφέας όχι κοινός, Θεόπνευστος, ιεροκήρυκας , παιδαγωγός άριστος, θαυματουργός και εν ζωή και μετά θάνατον , κοινωνικός εργάτης και βαθύς και ακαταπόνητος . Καλλιεργητής ιερατικών κλήσεων και το κυριώτερο, θεόπτης του ακτίστου θαβωρίου φωτός, προσέφερε άπειρες ευεργεσίες στο Ορθόδοξο Νεοελληνικό έθνος μας. Δυνατό πρότυπο για όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς καθηγητές και ιεροσπουδαστές , τον τιμάμε , Αυτόν τον ένθεο θεράποντα του Χριστού και εξαιτούμεθα τις διάπυρες ευχές του προς τον Κύριο.

Για να δώσει προφητική και Τριαδική Ιερωσύνη κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Αγίου Ιεράρχου,

Λαό με φωτόμορφα και θεοφώτιστα τέκνα της ζωντανής Ελληνορθοδόξου Εκκλησίας.

Και το κυριώτερο, τη νέα γενιά παραλαμβάνουσα μετά φόβου Θεού και αγάπης ,την ολοζώντανή μας Θεανθρώπινη παράδοση, με τις πανάγιες ευχές του εν αγίοις ενδόξου πατρός ημών Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού.

Μεγάλο υπήρξε επίσης και το συγγραφικό του έργο, το οποίο ξεκίνησε από τη νεαρά του ηλικία. Έγραψε σπουδαιότατες θεολογικές μελέτες, δογματικά, ηθικά, κατηχητικά, διδακτικά και ποιητικά έργα. Μόνο για την Παναγία αφιέρωσε 5000 στίχους στην ποιητική του συλλογή Θεοτοκάριον.

Κοιμήθηκε στο Αρεταίειον Νοσοκομείο Αθηνών βαριά ασθενής ως άπορος, αλλά με γαλήνια συνείδηση και πλούτο θείων χαρισμάτων. Αμέσως φάνηκαν τα σημεία της Αγιότητος του, αφού το δωμάτιο ευωδίασε και άρχισε το ιερό του σκήνωμα να μυροβλύζει και να θαυματουργεί. Το ιερό του σκήνωμα έμεινε επίσης άφθαρτο για 30 χρόνια. Αργότερα διαλύθηκε, κατά παραχώρηση του θεού, μετά από παράκληση του ίδιου του Αγίου για να δοθούν τεμάχια σε όλο τον κόσμο, επειδή και εν ζωή εξάλλου η αγκαλιά του πάντοτε ήταν τόσο πλατιά, που όντως χωρούσε όλο τον κόσμο.

Στις 20 Απριλίου του 1961 έγινε η επίσημη Αγιοποίηση του, αφού ούτως ή άλλως ο λαός τον τιμούσε ήδη ως μεγάλο Άγιο. Συνεχώς θαυματουργεί, θεραπεύει και διακονεί ποικιλοτρόπως τη στρατευόμενη Εκκλησία. Ιδιαίτερα συμπαρίσταται στους καρκινοπαθείς και στους οχλούμενους υπό πνευμάτων ακαθάρτων. Χτίζονται αναρίθμητοι ναοί και βαπτίζονται συνεχώς παιδιά στο όνομά του. Η μνήμη του τέλος τιμάται την 3η Σεπτεμβρίου (ανάμνηση ανακομιδής των Αγίων Λειψάνων του) και ιδιαιτέρως την 9η Νοεμβρίου (ανάμνηση της κοιμήσεώς του). Τα ιερά του λείψανα βρίσκονται στην ιερά Μονή της Αγίας Τριάδας στην Αίγινα, η οποία είναι παγκόσμιο πλέον προσκύνημα.

Ο Άγιος Νεκτάριος, πρότυπο συγχωρήσεως των συκοφαντών του.

Αρχιμ. Καλλίνικου Μαυρολέων

Σήμερα γιορτάζει η Εκκλησία μας τη μνήμη του μεγάλου Αγίου του αιώνα μας, του Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου του θαυματουργού, του εν Αιγίνη.
Ένα δώρο του Θεού στις πενιχρές ημέρες του αιώνα που φεύγει, είναι ο Άγιος Νεκτάριος. Στο πρόσωπό του ανακαλύπτει κανείς ένα μεγάλο σύγχρονο Πατέρα της Εκκλησίας μας. Βλέπει να συνδυάζεται στη ζωή του η αγιότητα με την ορθόδοξη διδασκαλία, αλλά και τη χάρη της θαυματουργίας.

Κι ίσως κάποιος ν’ αναρωτιόταν; Τι έκανε όσο ζούσε ο άγιος Νεκτάριος, πως περνούσε τη ζωή του, σε τι ασκητικά αγωνίσματα διακρίθηκε και του έδωσε ο Θεός τέτοιο χάρισμα, να θαυματουργεί, να θεραπεύει τις αρρώστιες, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε δικαίως να γραφτεί “ουδέν ανίατον δια τον άγιον Νεκτάριον”;

Τα 74 χρόνια που έζησε στη γη είναι γεμάτα με καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Την ολόθερμη αγάπη του προς την Αγία Τριάδα και την Κυρία Θεοτόκο; Τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές; Τα θεόπνευστα συγγράματά του και τα κηρύγματα; Τις άπειρες ελεημοσύνες; Τις ατέλειωτες ώρες που διέθετε για να εξομολογεί, για να νουθετεί, για να υπηρετεί τον πλησίον;
Όλ’ αυτά μαζί τον ανέδειξαν πραγματικό “άνθρωπο του Θεού”! Αληθινά μεγάλον Άγιο! Γι’αυτό και είναι ανεξάντλητα τα θαύματά του! Γι’αυτό και η παρουσία του σκορπίζει τη γαλήνη, την ειρήνη στους πάντες! Κι επειδή είναι αληθινά μεγάλος, είναι και αληθινά ταπεινός! Είναι αρχιερέας του Υψίστου, αλλά δε διστάζει να είναι και καθαριστής, και κηπουρός, και τσαγκάρης και χτίστης, μέχρι, μάλιστα, τα γεράματά του!
Κι όταν ήρθε η ώρα, έδειξε το πραγματικό του ύψος! Βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, προστατευόμενος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου, ο οποίος εκτιμώντας τα πολλά του χαρίσματα τον διόρισε Πατριαρχικό ‘Επίτροπο Καΐρου. Το πολυδιάστατο έργο που ανέπτυξε εκεί, προκάλεσε το φθόνο! Η αγιότητα του βίου του, η νυχθημερόν αφοσίωσή του στο ποίμνιό του και τα προβλήματά τους, ενόχλησε πολλούς στο Πατριαρχείο! Και δεν άργησαν να συκοφαντήσουν τον Άγιο Νεκτάριο, ότι δήθεν επιβουλεύεται τη θέση του υπέργηρου Πατριάρχη Αλεξανδρείας, ότι είναι ανήθικος, κλέφτης κι ό,τι άλλο αισχρό και πονηρό τους υπαγόρευε ο αρχέκακος!

Δυστυχώς, ο Πατριάρχης Σωφρόνιος πίστεψε τους συκοφάντες και -αναπολόγητον, χωρίς καν μία φορά να τον δεχτεί και να τον ακούσει- τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τη θέση του και στη συνέχεια ν’ απομακρυνθεί και από την Αλεξάνδρεια. Η ραδιουργία και ο φθόνος τον ακολουθούν μέχρι και την Αθήνα, απ’όπου και στέλνει μνημειώδη επιστολή:

“Τόσο, Παναγιώτατε, έγινα κακός απέναντί σας, ώστε μετά από τέσσερα έτη από την άδικη αναχώρησή μου από την Αλεξάνδρεια, να δίνουν τέτοιες ψεύτικες πληροφορίες οι κατήγοροί μου προς την Ελληνική Κυβέρνηση; Πότε, Παναγιώτατε, κατανοήσετε τις αντιπειθαρχικές μου διαθέσεις; Με ποια έργα φάνηκαν; Ποιές είναι οι ενδείξεις, ώστε να χαρακτηρισθώ ασεβής και επαναστάτης; Ποιο εκκλησιασιαστικό δικαστήριο με δίκασε και αποφάσισε την ανηθικότητά μου και την καταδίκη μου; Που βρίσκονται τα πρακτικά; Ποιοί είναι οι κατήγοροί μου; Που είναι οι μάρτυρες; Που στηρίχθηκαν οι κατηγορίες; Ποιο μεγάλο κακό έκανα προς εσάς Παναγιώτατε η προς οποιονδήποτε άλλο συνεργάτη σας και με δολοφονείτε; Γιατί τόσο πολύ μεγάλη η έχθρα σας απέναντί μου, η οποία μάλιστα με ακολουθεί τόσο μακρυά και ζητά τον εξολοθρεμό μου; Σε τι σάς παρενόχλησα; Ποιο είναι το μεγάλο αμάρτημά μου; Ποια η πονηρία και η κακία μου; Επικαλούμαι μάρτυρα τον Θεό, ότι ουδέποτε κανένα κακό δεν μελέτησα για κανένα! Μόνο το αγαθό, το αρεστό στο Θεό αγάπησα και αυτό σ’όλη μου τη ζωή εργαζόμουν! Ο Θεός ας είναι μάρτυράς μου και κριτής”!

Περνούσε ο καιρός και οι πολλές ταλαιπωρίες του Αγίου στην Ελλάδα συνεχίζονταν! Εκείνος υπέμεινε ειρηνικά τη μεγάλη αυτή δοκιμασία, προσευχόμενος, συγχωρώντας τους συκοφάντες του, ευχαριστώντας το Θεό για όλα! Ταυτοχρόνως, όμως, όλα τούτα, σμίλευαν την αγία του ψυχή και πριν ακόμη πεθάνει, είχε κερδίσει την καλύτερη θέση στη συνείδηση του λαού, που τον τιμούσε κιόλας ως Άγιο!

Κι ο Θεός, που όλα βεβαίως τα γνωρίζει, βράβευσε τον άγιο με το καλύτερο στεφάνι για τη στάση του αυτή στις ψεύτικες κατηγορίες και τις συκοφαντίες. Κι ο πράος και ταπεινός Ιησούς, προσέφερε στον πιστό Του μιμητή το χάρισμα της θαυματουργίας!

Πέρασαν 88 χρόνια από την κοίμησή του Αγίου και ήρθε το 1998 τον Ιανουάριο, η ιστορική απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, να ακυρώσει και να εξαφανίσει την άδικη ποινή, που επιβλήθηκε εκείνα τα χρόνια, μα να ζητήσει “συγγνώμη” από τον Άγιο Νεκτάριο, για τις συκοφαντίες και τις ταλαιπωρίες, που υπέστη από τους πατριαρχικούς. Ο σημερινός Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος τέλεσε στο πατριαρχικό παρεκκλήσιο “συγχωρητική επίκληση αφέσεως των αμαρτιών” των συκοφαντών του Αγίου, ενώ στην περσινή εορτή του Αγίου, στην Αίγινα, έγινε μετά την πατριαρχική Θεία Λειτουργία, λαμπρή τελετή “αποκαταστάσεως της κανονικής τάξεως” για τον άδικο διωγμό που υπέστη ο Άγιος.

Η Χάρη του Αγίου μας, ας είναι πάντοτε μαζί μας! Κι αν τύχει να σηκώσουμε κάποτε κι εμείς το βαρύ σταυρό της συκοφαντίας, ας έχουμε πάντοτε μπροστά μας το παράδειγμα της ζωής του μεγάλου μας Αγίου! Με χαρά να προσευχόμαστε για τους συκοφάντες μας, να τους αγαπούμε και να τους συγχωρούμε, για να γίνουμε κι εμείς μιμητές του Αγίου Νεκταρίου, όπως κι εκείνος έγινε μιμητής του Χριστού!

Προσευχή εις την επέτειον του Αγίου Νεκταρίου

Με την ευκαιρίαν της παρελεύσεως 108 ετών από τον άδικον διωγμόν και την αποπομπήν του Αγίου εκ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, Σε προσκυνούμεν και Σ’ ευχαριστούμεν εκ βάθους καρδίας, διότι διά της θεϊκής αγάπης Σου, μας εχάρισες πλήθος μορφών Αγίων, διά να αποτελούν τα ιδανικά πρότυπά μας, διά να μεσιτεύουν και ικετεύουν για μας και διά να δοξάζουν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές Όνομά Σου, με τα θαυμαστά έργα, τη ζωή και τα θαύματά των.

Ευλόγησον Κύριε, την πανήγυριν αυτήν, που επιτελούμεν σήμερον προς τιμήν του αγίου ενδόξου Πατρός ημών, Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του Θαυματουργού.

Συ Κύριε, ο επαναπαυόμενος εις τους Αγίους Σου, αξίωσον όπως ο εορταζόμενος Άγιος Νεκτάριος, γίνει η κλίμακά μας, για να Σε προσεγγίσωμεν και λάβωμεν την επουράνιον Χάριν Σου, το μέγα έλεός Σου και θείαν Σου ευλογίαν.

Δέξου Δέσποτα Πανάγιε, τας μεσιτείας και ικεσίας του Αγίου Πατρός ημών Νεκταρίου, διότι, επειδή ημείς είμεθα ανάξιοι, να απευθυνώμεθα απ’ ευθείας προς Εσένα, τον αιώνιον Βασιλέα της δόξης, καταφεύγομεν εις τον Προστάτην Άγιόν μας Νεκτάριον λέγοντας του:

Άγιε του Θεού Νεκτάριε, δυνατέ στην πίστιν και υπόδειγμα της υπομονής και καρτερίας, της ταπεινοφροσύνης και ανεξικακίας, ευλαβώς τιμώμεν την ιεράν σου μνήμην και παρακαλούμεν εσέ, που αδίκως εσυκοφαντήθης και δεινώς εδοκιμάσθης από τους διωγμούς και την αποπομπήν σου εκ του κλίματος Αλεξανδρείας, όπως συγχωρήσης τους προαπελθόντας διώκτας σου, ημάς δε πάντας, να περιφρουρήσης και διαφυλάξης, από παντός κακού και ολισθήματος.

Μεσίτευσον, Άγιε Νεκτάριε, προς Κύριον τον Θεόν, διά την ενίσχυσιν και ευόδωσιν του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, του Σεπτού Προκαθημένου αυτού, του ποιμνίου και του κλήρου του.

Πρέσβευε, Άγιε του Θεού, όπως Κύριος ο Σωτήρ και Λυτρωτής ημών στηρίζει διά της θείας Του δυνάμεως και χάριτος, μικρούς και μεγάλους, εις την Ορθόδοξον πίστιν. Να χειραγωγή δε την νεολαίαν μας και να χαρίζη πλούσια τα αγαθά Του στον Ελληνικόν λαόν.

Άγιε του Θεού Νεκτάριε, Συ που τόσον ευλαβώς ελάτρευσες την Παρθένον Μαρίαν, την Μητέρα του Κυρίου μας, γενού ταπεινός ικέτης Της, διά να σκέπη και περιφρουρεί το Έθνος ημών και φέρει σ’ όλο τον κόσμον ειρήνην, ομόνοιαν και αγάπην, προς δόξαν του Ονόματος της Παναγίας Τριάδος. Αμήν.

(Εκ της συλλογής των διαφόρων περιστασιακών Προσευχών του Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως κ. Διονυσίου Χατζηβασιλείου)

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ

Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης

Σηλυβρίας τον γόνον και Εώας το καύχημα, της Ορθοδοξίας τον Στύλον και Αιγίνης το έρεισμα. Νεκτάριον υμνήσωμεν πιστοί, ως νέκταρ γαρ ανέβλυσεν ημίν, εκ πηγών του σωτηρίου αρτιφανώς αρδεύον τους κραυγάζοντας. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω εν εσχάτοις τοις καιροίς, λαμπρώς Σε αγιάσαντι.

Ήχος ο αυτός
Σηλυβρίας τον γόνον και Αιγίνης τον έφορον, τον εσχάτοις χρόνοις φανέντα, αρετής φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ως ένθεον θεράποντα Χριστού· αναβλύζει γαρ ιάσεις παντοδαπάς, τοις ευλαβώς κραυγάζουσι· δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σου πάσιν ιάματα.

Ήχος Γ’
Χαίροις έχουσα πιστών χορεία το υπόδειγμα Ορθοδοξίας και της Αιγίνης η πόλις αδάμαντα. Η Εκκλησία τον φάρον τον πάμφωτον τον ανεξικακία και ταπεινοφροσύνη διαλάμψαντα. Πάτερ Άγιε, Ιεράρχα Νεκτάριε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Ήχος Δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Οσίως εβίωσας ως Ιεράρχης σοφός, δοξάσας τον Κύριον δι’ εναρέτου ζωής, Νεκτάριε Όσιε, Όθεν του Παρακλήτου δοξασθείς τη δυνάμει, δαίμονας απελαύνεις και νοσούντας ιάσαι, τους πίστει προσιόντας, τοις θείοις λειψάνοις σου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ

Από το βιβλίο  «Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ- ΟΣΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ»

Σώτου Χονδρόπουλου

Τα δυο χρόνια που ακολούθησαν, ο νους και η ψυχή του ήταν ολοκληρωτικά πάνω σ’ αυτό το έργο. Μια πεταλού­δα ήταν, λέει, η ψυχή του, μια ολόχρυση πεταλούδα που φτερουγούσε αδιάκοπα στο Σαρωνικό, στην Αίγινα, στη θέση Ξάντος. Και σαν το μεγάλο και μοναδικό Απόστολο των ε­θνών, όταν τύχαινε ν’ αρρωσταίνουν οι γυναίκες εκεί, αρρώ­σταινε κι έπασχε κι ανησυχούσε από μακριά. Φρόντιζε να τους στέλνει κάθε πνευματική και υλική βοήθεια. Φάρμακα δυναμωτικά, οινόπνευμα κι αυτή ακόμα την τελευταία του δεκάρα. Έβαλε μπρος ολάκαιρο σύστημα αλληλογραφίας μα­ζί τους. Τις παρακαλούσε να τού γράφουν κάθε τι που τις απασχολούσε, ή τις έφερνε σε παραζάλη κι αδιέξοδο. Και σηκωνόταν χαράματα κι απαντούσε με μακριές επιστολές καταγεμάτες πατρότητα. Μια πατρότητα καθαρό χρυσάφι, ό­που κοντά στην απαραίτητη παιδευτική αυστηρότητα, έκρυ­βε άσπιλη κι ανομολόγητη αγάπη. Αγάπη της «άνωθεν Βασι­λείας», αγάπη της αιωνιότητας.

Αξίζει να αναφέρουμε μερικές του φράσεις άπ’ αυτές τις επιστολές. Μερικές άπ’ αυτές τις επιστολές, νομίζουμε, θα παραμείνουν μνημεία ορθοδόξου διδαχής.

Λόγου χάρη στην τρίτη επιστολή του γύρω από την αγα­θή συνείδηση έγραψε: «. . . Η εκτός της καρδίας οικοδομουμένη ύλη προς ανέγερσιν πύργου ευτυχίας, οικοδομείται επί σαλευομένου υπό διηνε­κών σεισμών εδάφους, εφ’ ου ουδέ λίθος επί λίθου δυνατόν να μείνη επί μακρόν χρόνον, ώστε μάταιοι και δείλαιοι οι τοιούτοι δομήτορες. . . Ερευνήσατε μη κακίαι και πάθη επλήρωσαν τας καρδίας υμών, μη επιποθώσι τοις κακοίς, μη δουλεύουσι τοις κακοίς συγκατατιθέμεναι. Ίδωμεν μη αποκλίνει η καρδία υμών τού αγαθού, ετράπη δε εις οδούς σκόλιας, εις τρίβους άβα­τους, εν οίς ελλοχεύουσιν οι φίλοι της απώλειας».

Στην έβδομη επιστολή έγραψε: «. . . Εύχομαι πάσαις τα άρι­στα και παρακαλώ να εύχησθε προς τον Θεόν υπέρ εμού, όπως μη αποτρέψη το πρόσωπον Του άπ’ εμού δια την αμέλειάν μου την πολλήν, αλλά μοι δίδει γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν».

Στην ένατη επιστολή έγραψε: «Πέμπω Υμίν εγκλείστως τεσσάρας ωδάς, ας συνέταξα προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον, ίνα πληρωθή χαράς η καρδία υμών και ανυμνήσητε την Κυρίαν Θεοτόκον με νέους ύμνους. Εύχομαι δ’ η χαρά η της χάριτος τού Παναγίου Πνεύματος ζωογονεί αίδίως την ψυχήν σας και ευφραίνει μυστικώς και καθιστή υμάς μακάριας. Φροντίζετε να περιφρουρήτε εν τη καρδία σας την χαράν ταύτην και μη επι­τρέπετε τω αλλοτρίω να εγχέη εν αύτη πικρίαν. Προσέχετε! Προσέχετε, ίνα μη ο παράδεισος ο εν υμίν μεταποιείται εις κόλασιν».

Στην ενδέκατη έγραψε: «. . . Δια χρόνου μακρού θα φθάσε­τε εις την τελειότητα. Μη εντείνετε πλέον τού μέτρου την χορδήν. Το θείον δεν εκβιάζεται εις τας δωρεάς του. Δίδει, όπου αυτό θέλει, και χαρίζηται πάντοτε τα θεία Αυτού δώρα. Ό,τι λαμβάνομεν, λαμβάνομεν δωρεάν δια θείου ελέους. Μη εντείνετε την χορδήν υπερμέτρως μήποτε διαρραγή προ τού καιρού αυτής».

Στην δωδέκατη, έγραψε: «Σας στέλνω εσωκλείστως έναν ύμνον. Πιστεύω να σας ευχαριστήση, μοι φαίνεται ότι δεν σας μένει καιρός να τους διαβάζετε, ότι τέρπεσθε εις υψηλότερα αναγνώσματα και δια τούτο δεν με πληροφορεί η καρδία μου να σας στείλω ωδάς. Άλλως τε έχετε και τόσας άλλας. Ήδη αι χειρόγραφοι έφθασαν τον αριθμόν εκατόν. Όταν το ερχόμενον συν Θεώ τας τυπώσω, θα τας ίδητε και τότε θα τας ανα­γνώσετε όλας ομού. Τους βράχους θα τους αποκόψωμεν και τον δρόμον και τον τοίχον θα τον κάμωμεν, αλλά ήδη δεν έχω χρήματα. Όταν θα έχω, θα σας στείλω προς εκτέλεσιν αυτών».

Στη δεκάτη τρίτη, που απευθύνεται στην οσία πλέον Κασσιανή και όχι στην παλιά Αικατερίνα, έγραψε σχετικά με κάποια διαφωνία της και αντίθεση της με την πνευματική της φίλη και αδελφή οσία Ξένη, την παλιά Χρυσάνθη, την τυφλή: «. . . Ο πειρασμός, όστις σε κατέλαβε με θλίβει, είναι όντως εκ τού πονηρού, δια τούτο μη οκνήσεις να το εκμυστηρευθής εις την ιδίαν και να την παρακάλεσης να ευχηθή υπέρ σου, να κατάπαυση ο πειρασμός. Όταν λάβης την παρούσα μου, να μεταβής εις τον ναόν και να παρακάλεσης την Κυρίαν Θεοτόκον και ν’ αναγνώσης την παράκλησιν. Επίσης και εγώ θα επικαλεσθώ το θείον έλεος επί σε δια πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, της μόνης ακαταισχύντου ελπίδος και προστασίας ημών, και πέποιθα ότι θέλεις απαλ­λαγή τού πειρασμού. Σε παρακαλώ να μη επιτρέπης να σε κατα­κυριεύσουν οι λογισμοί της αντιπάθειας. Ο πονηρός εμ­βάλλει μίσος κατά της φιλτάτης σου Ξένης (Χρυσάνθης), της αδελφής σου και μητρός σου, ίνα εξουδετερώση την προς αυ­τήν ευγνωμοσύνην σου δια την σωτηρίαν της ψυχής σου, ειργάσατο και μετατρέψη αυτήν εις μίσος. Μάθε ότι η καρδία σου εις το βάθος της έχει ερριζωμένην την αγάπην της αγαθής Ξένης, ην ο πονηρός εκ φθόνου προς σε και προς εκδίκησιν της Ξένης ζητεί να εκρίζωση. Η θλίψις σου μάθε καλώς ότι είναι αποτέλεσμα της διαμαρτυρόμενης καρδίας σου, η οποία θέλει ν’ απαλλαγή το ξένον αύτη τού μίσους συναίσθημα και μη δυναμένη θλίβεται. Ο πονηρός σε επετέθη, ίνα σοι αφαιρέση και την χαράν και την αγάπην και διαταράξη την ειρήνην ημών. Άλλ’ έχε θάρρος και μη απελπίζου. Ο Θεός δεν θέλει επιτρέψη και ηττηθής».

Στην δεκάτη πέμπτη έγραψε: «. . . Ήδη προτίθεμαι να συν­τάξω όσους δυνηθώ ύμνους και ωδάς εις τον εν Τριάδι Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Επιθυμώ να παρα­καλέσετε την Κυρίαν Θεοτόκον να μεσιτεύση προς τον Κύριον, ίνα μοι αποστείλη ακτίνα τού θείου φωτός και φωτισθώ και δυνηθώ ν’ αναλάβω και φέρω εις αγαθόν πέρας το οποίον προ­τίθεμαι σπουδαιότατον έργον. Τα έργα μοι ταύτα θα ώσιν η περιουσία μου και η περιουσία σας. Εις τον πατέρα Ανδρόνικον είπον να φροντίση να κοπώσιν οι βράχοι και να διορθωθή και ο δρόμος και να υψωθή και ο τοίχος έως τον δρόμον και ν’ ανοίξη και την καταβόθρα έξω από τον δρόμον και μοι γράφη πόσα θα δαπανηθώσιν χρήματα, ίνα τω τα στείλω, διότι φρονώ ότι πρέπει πλέον να τελειώση εκείνη η οδός δια να διευκολύνεσθε και δια το νερόν».

Στη δέκατη έβδομη έγραψε: «. . . Έτερον τι συναίσθημα δυσάρεστον ανεπτύχθη εν εμοί, αγνοώ πόθεν, και με έβαλεν εις δυσθυμίαν. Φαίνεται αι αδελφαί δεν απηλλάγησαν εντελώς κο­σμικών τίνων ελλείψεων και ψυχικών τινών παθών. Εγώ, αγαπη­τή Ξένη και αγαπητά εν Κυρίω τέκνα, σας φαντάζομαι ως παρ­θένους φρόνιμους, σπευδούσας εις την τελειότητα, έχουσας αεί τας λαμπάδας ανημμένας και φέρουσας πάντοτε μεθ’ εαυ­τός έλαιον. . . Η περί τας προσευχάς και τας νηστείας περιορι­σμένη ενόχλησις άνευ της μελέτης υμών αυτών δεν είναι επιμέλεια ψυχής, ουδέ επιφέρει η εργασία αύτη μόνη τους ποθούμενους καρπούς. Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή εισί τα μέσα προς επίτευξιν τού σκοπού και ουχί ο σκοπός δι’ ον εξήλθατε εις την έρημον. Τούτο επιθυμώ να το ενθυμήσθε διηνεκώς, ίνα μη εκπέσητε της αποστολής σας και αποτύχητε τού σκοπού σας. . . Άλλ’ ίνα εύρετε τον Κύριον ταπεινωθήτε μέχρις εδάφους ενώπιον τού Κυρίου, διότι ο Κύριος βδε-λύσσεται τους υψηλοκαρδίους, αγαπά δε και επισκέπτεται τους ταπεινούς την καρδίαν, διο και λέγει «Προς τίνα επιβλέψω, η επί τον πράον και ταπεινόν την καρδίαν;». Έργον υμών έστω η έρευνα της καρδίας υμών, μη εν αύτη εμφωλεύει ως όφις ιοβό­λος η υπερηφάνεια, η πολύτοκος αυτή κακία, ή τω ίφ αυτής πάσαν αρετήν δηλητηρίαζουσα και απονέκρουσα. . . Διότι α­φού η ταπείνωσις είναι υψοποιός, έπεται ότι φέρει μεθ’ εαυτής άπαντα τον χορόν των αρετών. Διότι εάν εν τη ταπει­νώσει μη είποντο άπασαι αι αρεταί, ουκ αν ην η ταπείνωσις υψοποιός, διότι ο όλος χορός των αρετών υψοί και ουχί τίνες εξ αυτών. Άλλωστε αι αρεταί ως ούσαι ακτίνες από τού ηλίου εκπεμπόμενοι, ή ως ούσαι τα χρώματα της μιας ακτίνος ηλιακής διαθλασθείσης επί του καθαρού της ψυχής μας κατό­πτρου, δεν δύνανται τα μεν να υπάρχωσι, τα δε να μη υφί­στανται. Δια ταύτα, όπου η αληθής κατά Χριστόν ταπείνωσις, εκεί και άπασαι αι αρεταί. Δια τούτο και υψοποιός η ταπείνωσις. Θέλω να μανθάνω ότι καθ’ εκάστην υψούσθε, διότι εν τούτω χαίρω και η υπέρ υμών φροντίς αυξάνει και μέλη­μα μου σταθερόν αποβαίνει η της μονής πρόοδος και τελείωσις. Θλιβερά τις και παρά προσδοκίαν είδησις δια την ψυχικήν μου αδυναμίαν δύναται να επιδράση επί των διαθέσεων μου ψυχρώς. Ταύτα εκ πατρικού ενδιαφέρον­τος».

Στην εικοστή πρώτη, αγγίζει μια βαθύτερη αλήθεια, μια ανθρώπινη αδυναμία. Έγραψε: «. . . Προσέχετε εις την ανάπτυξιν τού αισθήματος της αγάπης. Διότι κινδυνεύει αύ­τη, όταν η καρδία δεν ενισχύεται υπό της καθαράς προσευ­χής, της διαθερμαινομένης εις αυτήν, να αποβή σαρκική, α­φύσικος, και να σκότιση την διάνοιαν και να εκκαύση και την καρδίαν, όπερ απεύχομαι. . . Αγαπάτε αλλήλας ως αγίας αδελ­φάς και μόνη η κοινή προς Κύριον αγάπη ας συνδέη υμάς. Απέχετε και των χειραψιών και των ασπασμών, διότι μάχεσθε προς τον πονηρότατον πτερνιστήν».

Στην εικοστή τρίτη έγραψε: «. . . Η ειρήνη (ύψιστον αγαθόν) δεν αποβάλλεται υπό των παθών άλλ’ υπό τού χαρακτήρος αυτών, τον οποίον θα λάβωσιν εκ της ήττης ή εκ της πάλης. Εάν εν τη πάλη νικήσης, η των παθών εξέγερσις εγένετο α­φορμή νέας χαράς και ειρήνης, εάν ηττηθής, ο μη γένοιτο, τότε γεννάται θλίψις και ταραχή, άλλ’ εάν μετά αγώνα κρατερόν πάθη τι ανθρώπινον, επικρατήση δε προς ώραν ο νόμος της αμαρτίας, επανέλθη δε εν τω αγώνι και επιμείνη εν αυτώ, νικά ο αγωνιζόμενος και η ειρήνη επανέρχεται».

Στην εικοστή τέταρτη, έγραψε: «. . . Επόθησα το έαρ όπως έλθω και παράσχω υμίν τινά παρηγορίαν και ευχαριστήσω τας τοσούτον δοκιμασθείσας καρδίας κατά τον επελθόντα βαρύν χειμώνα, τον παντοίας προξενήσαντα θλίψεις εις πάσας τας αδελφάς. . . Αληθώς πάσα θλίψις μετά καρτερίας φερομένη, βαθμός τις γίνεται, προβιβάζουσα εις την τελειότητα».

Στην εικοστή έκτη, προς την οσία Ξένη (Χρυσάνθη), έ­γραψε: «. . . Σε συμβουλεύω να μη παραδίδεσαι εις ρέμβην θλίψεως (μελαγχολίαν), διότι τούτο πλήττει μεγάλως τας καρδίας των αδελφών. Ο μισθός σου θα είναι μέγας, εάν γίνεσαι ταις αδελφαίς ευφροσύνης πρόξενος. Τούτο σοι το συμβουλεύω, διότι και εγώ τούτο έχω ως αρχήν εν τω βίω μου. Τούτο θέλω να έχωσιν ως αρχήν και αι μαθήτριαί μου. Όταν ευφραίνης την καρδίαν τού πλησίον σου, πολλώ μάλλον της αδελφής, της στερηθείσης των πάντων και απεκδεχομένης παρά σού μόνης πνευματικήν ευφροσύνην, τότε έσο βεβαία ότι ευαρεσκείς τω Θεώ πολλώ μάλλον ή εάν μακράς ποιείς προσευχάς και μεγά­λος νηστείας. . . Εύχομαι πάσαι να κατισχύσετε εν τω κατά τού εγωισμού αγώνι, ο οποίος είναι κρατερός. Διότι ομοιάζει την πολυκέφαλον Ύδραν, της οποίας, όταν κόψης μίαν κεφαλήν, φύεται έτερα υπό άλλην μορφήν και άλλον χαρακτήρα. Δια τούτο, ενώ κατορθούμεν και αφίνομεν τον κόσμον και τα τού κόσμου και αρνούμεθα τω σώματι πάσαν απόλαυσιν και ταλαι-πωρούμεν αυτό, ίνα μη ποιήσωμεν το θέλημα αυτού, βλέπομεν εξαίφνης να παρουσιάζεται ως ψυχική νόσος και συνηθέστα­τα μεν ως απείθεια, παρακοή, ως σύνεσις, ως γνώσις, ως φρόνησις, ως αυταρέσκεια, ως μεμψιμοιρία και τι πρώτον να αριθ­μήσω. . . Υφ’ όλας ταύτας τας μορφάς υποκρύπτεται η ασχημία τού εγωισμού».

Στην εικοστή έβδομη, μέσα σε διάφορα νέα και συμβου­λές αναγγέλλει την εκτύπωση του Θεοτοκαρίου: «Το Θεοτοκάριον τυπούται, ήδη τυπούται το δεύτερον τυπογραφικόν φύλλον (δεκαεξασέλιδον). Σήμερον πέμπω Υμίν ένα νέον έργον μου, εκτυπωθέν ήδη, επιγραφόμενον Ιερατικών Εγκώλπιον. . . Να ίδωμεν, θα σάς αρέση το ύφος. . . ».

Ακριβώς την ίδια εκείνη εποχή χήρεψε ο θρόνος της Χαλκίδας και οι κάτοικοι της περιφέρειας μέσα σε τόσα χρό­νια που έλειψε από κοντά τους, δεν κατάφεραν να λησμονή­σουν το πέρασμα του από κει. Συσπειρώθηκαν πάλι σαν λαός κι έκαναν διάφορες ενέργειες, για να τον αποκτήσουν Επί­σκοπο. Συνέταξαν λογής-λογής αναφορές στους αρμοδίους, σκάρωσαν δημοψηφίσματα συλλέγοντας υπογραφές κι έπια­σαν να δημοσιεύουν σχετικά στην τοπική τους εφημερίδα. Ο ίδιος έλαβε αρκετές επιστολές από μέρος τους. Και βρέ­θηκε πάλι στα καλά καθούμενα σε μια καινούρια εκκρεμότη­τα και αναμονή. Προσευχήθηκε εκ βαθέων και νύχτα-μέρα συλλογιόταν αυτές εκεί τις φτωχές μαθήτριες. Τι θα γίνοταν αν. . . Αλλά πάλι, αν κάτι τέτοιο το ήθελε ο Θεός; Ω, ποτέ δεν επιχειρούσε ερωτήματα στη θέληση τού πανευεργέτη Θεού. Γιατί Εκείνος με την πρόνοια Του ήξερε να τακτο­ποιήσει και να βολέψει τα πάντα.

Πήρε λοιπόν την απόφαση κι έγραψε στις 27 Μαρτίου 1907 την παρακάτω επιστολή: «. . . Οι Χαλκιδείς ενεργούσι δι’ αναφορών και δημοσιευμάτων, τα οποία και θα δημοσιεύσωσιν εις την εν Χαλκίδι εφημερίδα, όπως με αποκτήσωσιν Επίσκοπον της επαρχίας αυτών, αγνοών ποία έσεται η έκβασις των ενερ­γειών αυτών. Πιστεύω ότι ο Θεός θ’ αποκαλύψη εις καμίαν εξ υμών τι, εάν ευδοκήση να διορισθώ Επίσκοπος Χαλκίδος. Εάν είναι θέλημα Θεού, γενηθήτω το θέλημα Αυτού».

Ακολούθησε μεταξύ λαού και αρμοδίων μια κατακραυγή, μια πάλη. Αυτός ήρεμος και γαλήνιος, αμέτοχος από κάθε ενέργεια, προσκαρτερούσε. Αλλά ο λαός ανάμεσα στους Εκκλησιαστικούς που κρατάνε τα κλειδιά είναι τις περισσό­τερες φορές ακίνδυνο ποτάμι. Το αφήνουν και ξεχύνεται και κυλά και ξεθυμαίνει, για να το στρέψουν τελικά στο δρόμο που αυτοί επιθυμούν. Ο πανάγιος όμως Θεός σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα σκεπάζει τους εκλεκτούς Του και κάνει το θέλημα Του με άλλους τρόπους. Οι ισχυροί που κρατού­σαν τα κλειδιά δεν τον ήθελαν, όχι, δεν τον ήθελαν. Δεν επιθυμούσαν σαν «ευθύς και καθαρός την καρδίαν» ν’ ανα­λάβει ένα γερό εκκλησιαστικό πόστο εδώ, στη μικρή πατρί­δα.

Έτσι ύστερα από τρεις μήνες, στις αρχές του καλοκαι­ριού, έγραψε: «. . . Χάριτι Θείας ειμί καλά. Αι εξετάσεις ετελείωσαν, εγώ θα έλθω ακριβώς μετά μίαν εβδομάδα, εκτός εάν η της Χαλκίδος υπόθεσις με εμποδίση δι’ ολίγας ακόμη ημέρας. Άλλα σας αναγγέλλω ότι οι άγιοι Συνοδικοί δεν θέλουσιν, ώστε φαίνεται δεν είναι θέλημα Θεού».

Προτού διηγηθούμε τα γεγονότα που ακολούθησαν, θα α­ναφερθούμε ακόμη σε δύο χαρακτηριστικές επιστολές του. Η μια περιλαμβάνει κάποιο του όνειρο και η άλλη πα­ρουσιάζει κατά μοναδικό οδηγητικό τρόπο την παραπλανητι­κή ανθρώπινη αγάπη. Την αγάπη που στρέφεται απευθείας σ’ ένα πρόσωπο, δίχως να διαπερνά από την καρδιά τού Θεού.

Την πρώτη την έστειλε στις 21 τού Οκτώβρη του ίδιου χρόνου, του 1907, κι έγραψε: «Την παρούσαν μου γράφω υμίν, άμα εγερθείς της κλίνης, όπως ανακοινώσω υμίν όνειρόν τι, το οποίον μοι ενεποίησε πολλήν εντύπωσιν. Το όνειρον είναι το εξής: Είδον, ότι ιστάμην προς τους πόδας της λάρνακος τού αγίου λειψάνου τού αγίου Νικολάου και παρετήρουν αυτό και μοι εφαίνετο κοιμώμενον. Εν τω μεταξύ όμως μοι εφάνη κινούμενον και μετ’ ολίγον ήνοιξε τους οφθαλμούς αυτού, ύστερον ηγέρθη και ανεκάθησε και υψώσας τας χείρας αυτού έτεινε προς εμέ. Εγώ έκυψα εκ σεβασμού, ίνα ασπασθώ αυτόν. Ο δε με ενηγκαλίσθη και με ησπάσθη τρις εις το στόμα και τον ησπάσθην και εγώ. Μετά τον ασπασμόν ατενίσας με, μοι είπεν: Εγώ θα σε υψώσω υψηλά, υψηλά. Άλλα θέλω και εγώ παρά σού να μοι κάμης ένα θρόνον αργυρούν. Ταύτα μοι είπε και αύθις ανέπεσε και εκοιμήθη, εγώ δεν αφυπνίσθην. Αφυπνισθείς ενεθυμούμην εκείνην την στιγμήν ότι το όνειρον τούτο και προ τίνων ημερών το είδον και το ελησμόνησα. Τότε ενεθυμήθην ότι την πρώτην φοράν ο Άγιος μόνον με ησπάσθη εγερ­θείς, αλλά δεν μοι είπεν ουδέν. Είς την δευτέραν φοράν εγένετο η αναγγελία και η αίτησις. Τούτο είδον και σας το γράφω ως όνειρον, το οποίον μοι έκαμεν εντύπωσιν δια τον αποκα­λυπτικόν αυτού χαρακτήρα και την διαβεβαίωσιν και την αίτησιν. Ίδωμεν ει αληθές το όνειρον. Φαίνεται αληθοφανές, άλλ’ ημείς απαθείς διακείμεθα, ο Θεός να ποδηγετήση ημάς εις εργασίαν τού αγαθού. Ο ναός του Καΐρου, τον οποίον διεκόσμησα και ελάμπρυνα και από πενιχρόν ανέδειξα έκπαγλον, τιμάται έπ’ ονόματι τού αγίου Νικολάου. Πρώτην φοράν βλέπω τον άγιον Νικόλαον καθ’ ύπνους και ασπαζόμενον και διαλεγόμενον. Είη ευλογημένον το όνομα Κυρίου. . . ».

Την άλλη επιστολή την έστειλε στις 5 Δεκεμβρίου 1907 κι έγραψε εξ αφορμής μιας πολύ κολακευτικής προς το πρόσωπον του επιστολής της ρασοφόρος Συγκλητικής, κατά κόσμον Μα­ρίας Χασιώτου, τα παρακάτω: «. . . Προς την Συγκλητικήν εψυχράνθη η ψυχή μου τοσούτον, ώστε να διατελέσω προς αυτήν αδιάφορος, ο δε λόγος η ψυχική αυτής κατάστασις. Εγώ αγα­πητοί, αγαπώ υμάς, ουχί διότι με αγαπάτε, αλλά διότι αγα­πάτε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Η αγάπη προς τον Κύριον, ως αγάπη κοινή θερμαίνει και προς υμάς την καρδίαν μου. Όταν μία εξ υμών αποσπάση την καρδίαν της από τον Κύριον και παραδώση αυτήν εις την ματαιότητα τού κόσμου και εις τα πάθη της ψυχής της, τότε η προς αυτήν αγάπη μου καταπαύει, διότι η αδελφή αύτη αφαιρέσασα την καρδίαν της από τού Χριστού, απέκοψε τον μεταξύ ημών της αγάπης σύνδεσμον, διότι ο κρίκος ο συνδέων ημάς ήτο η κοινή προς τον Χριστόν αγάπη. Ώστε η προς αυτήν ψυχρότης μου ήτο επακόλουθον της από τού Χριστού απομακρύνσεώς της. Η προς εμέ αυτής αγάπη ως ανθρωπινή δεν θερμαί­νει την καρδίαν μου, διότι είναι αλλότρια της αγάπης τού Χριστού και αδυνατώ να έχω εις την καρδίαν μου δύο αγάπες, μίαν θείαν και μίαν ανθρωπίνην. . . Η τοιαύτη αγάπη, όταν εν μόνω τω ενί προσώπω αναπτύσσεται, γεννά εν τω ετέρω, τω αγαπημένω, μίσος. Οταν εν αμφοτέροις αναπτύσσεται, γεννά τον έρωτα. Δια τούτο εν τη προς αλλήλους αγάπη, είτε τη προς ομοφύλους, είτε τη ετερόφυλους, μάλιστα προς πρόσωπα δεκτικά έρωτος, οφείλομεν καθ’ έκαστην να εξετάζωμεν μήπως η αγάπη ημών δεν απορρέη από τον σύνδεσμον της αγάπης, ήτοι τού Χριστού, ή δεν εκπηγάζει από τού πληρώμα­τος της αγάπης. . . Εξ αυτών δύνασθε να εννοήσετε τον σκοπόν δια τον οποίον σάς έγραψα τόσον αυστηρά εις την Συγκλητικήν. Ηθέλησα να την φέρω εις συναίσθησιν, διότι ησθάνθην ότι η καρδία της εψυχράνθη προς τον Κύριον, ότι ήρχισε ν’ αναπτύσσεται εν τη καρδία της αγάπη τις ανθρωπινή, ήτις ηδύνατο ν’ αποβή έρως, εάν ηνεχόμην αυτής ή ηρεσκόμην εις αυτήν. Ο πονηρός ήρχισε να πλανά αυτήν εις τους ύπνους της. . . ».

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Ο άγιος Νεκτάριος και οι αιρέσεις
Η στάση του αγίου Νεκταρίου έναντι των αιρέσεων και των αιρετικών…
Η αγωγή των παίδων και αι μητέρες
Η των παίδων αγωγή από της βρεφικής ηλικίας ανάγκη να άρχηται, όπως αι ψυχικαί του παιδός δυνάμεις απ’ αυτής της εκδηλώσεως αυτών…
Περί της δημιουργίας του κόσμου
Κόσμος καλείται το σύνολον της δημιουργίας, ένεκα της τάξεως και αρμονίας της επικρατούσης εν αύτη. Διαιρείται δε η δημιουργία εις τον ορατόν …
Περί των αγίων του Θεού
Περί της δόξης των δικαίων εν τη γη υπό του Θεού και περί της τιμής της αποδιδομένης αυτοίς υπό της Εκκλησίας…
η ολοκλήρωση στον μοναχισμό (Μνήμη Αγίου Νεκταρίου)
Εκείνο το οποίο, όπως είπα, τον εχαρακτήριζε ήταν η αγάπη προς τον πλησίον. Αυτή τον παρακινούσε, ούτος ώστε εάν κάτι εμάνθανε από…
Περί θείου έρωτος
Ο θείος έρως είναι αγάπη του θείου τελεία, εκδηλουμένη ως πόθος του θείου άπαυστος. Ο θείος έρως γεννάται εν τη κεκαθαρμένη καρδία …
Περί πρωτείου του Πάπα
Πώς ην δυνατόν να εξαρτώνται οι απόστολοι από του Πέτρου, όστις εξ ίσου προς τους άλλους απεστέλλετο εις το κήρυγμα…
Ο άγιος Νεκτάριος έναντι της παπικής εκκλησίας
η Εκκλησία διατρέχει κίνδυνον να αποβή εκ Μιας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, Εκκλησία Ρωμαϊκή η μάλλον παπική, κηρύττουσα ουχί πλέον τα των Αγίων…[7/2/2010]
Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος
Ο Άρειος εγεννήθη εν Λιβύη περί τα μέσα της γ’ μ.Χ. εκατονταετηρίδος, εσπούδασε δε εν Αλεξανδρεία και εγένετο οπαδός του Ωριγένους…
 ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ-ΙΕΡΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ  ΤΗΣ  ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Περί δημιουργίας Κόσμου – Περί δημιουργίας των Αγγέλων – Περί της πλάσεως του Ανθρώπου…[5/9/2010]

(πηγή: http://www.egolpion.com/agios_aiwna.el.aspx)

Αφήστε μια απάντηση