Η Θεολογία… στο σχολείο

Αγία Γραφή

animated-bible

Σελίδες

Αναζήτηση στο ιστολόγιο

Αναζήτηση

Πρόσφατα κείμενα

Επισκέπτες

Αρχείο

Ημερολόγιο δημοσιεύσεων

Ιανουάριος 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31  

Καιρός

Πρόσφατα σχόλια

Παρουσιάσεις στο Slideboom

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Σύνδεσμοι

Χρήσιμα Ιστολόγια

Μεταστοιχεία

on line

Χάρτης Τρίπολης

Κοπτική Εκκλησία της Αιγύπτου

(Δημοσίευση από Ruy_Lopez στις 1/3/2004 20:08 (1964 αναγνώσεις))

Όταν αναφερόμαστε στον πολιτισμό της Αιγύπτου οι περισσότεροι έχουμε υπόψη δύο πράγματα: τον αρχαίο αιγυπτιακό πολιτισμό των Φαραώ και της πολυθεΐας, και τον ισλαμικό πολιτισμό. Πυραμίδες και μιναρέδες είναι τα σύμβολα που παραπέμπουν στο ένδοξο παρελθόν και το σημερινό παρόν της Αιγύπτου.

Κι όμως, εκτός από τις δύο αυτές πολιτιστικές συνεισφορές της μεγάλης αυτής χώρας στον παγκόσμιο πολιτισμό, υπάρχει και μια άλλη Αίγυπτος που για πολλούς αιώνες ήταν λησμονημένη από την ιστορία, λησμονημένη από την επιστημονική έρευνα, από την γνώση των πολλών. Δεν είχε όμως λησμονηθεί, αυτή η άλλη Αίγυπτος, από τον Τριαδικό Θεό.

Κι όμως, εκτός από τις δύο αυτές πολιτιστικές συνεισφορές της μεγάλης αυτής χώρας στον παγκόσμιο πολιτισμό, υπάρχει και μια άλλη Αίγυπτος που για πολλούς αιώνες ήταν λησμονημένη από την ιστορία, λησμονημένη από την επιστημονική έρευνα, από την γνώση των πολλών. Δεν είχε όμως λησμονηθεί, αυτή η άλλη Αίγυπτος, από τον Τριαδικό Θεό.

Πρόκειται για μια Αίγυπτο χιλιοβασανισμένη από την πανουργία της ιστορίας, ταυτόχρονα όμως ζωντανή και περήφανη ως κληρονόμος ενός αρχαίου χριστιανικού πολιτισμού ο οποίος διαμόρφωσε και εν πολλοίς προσδιόρισε καταλυτικά την εξέλιξη του χριστιανικού πνεύματος και της θεολογίας ως τις μέρες μας. Πρόκειται για τους Κόπτες και την Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία, την αρχέγονη Εκκλησία της Αιγύπτου που ζει την πίστη της μέσα σ’ ένα ισλαμικό περιβάλλον, αποτελούμενη το 12% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, με νηστεία, προσευχή, ταπείνωση και, κυρίως, επίγνωση του σημαντικού παρελθόντος της.

Η Κοπτική Εκκλησία της Αιγύπτου είναι η συνέχεια της αρχαίας Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο ηγέτης της οποίας «Πάπας και Πατριάρχης» κατείχε στον θεσμό της Πενταρχίας των Πατριαρχών την τρίτη θέση πίσω από τους Επισκόπους Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Η συνέχεια αυτή βέβαια διεκδικείται και από την «Μελχιτική» Εκκλησία, την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Αλεξάνδρειας που προέρχεται από το σχίσμα στην Ανατολική Εκκλησία το οποίο συνέβη τον 5ο αιώνα. Η ιστορία αυτή, το άγνωστο σχίσμα για πολλούς, σημάδεψε την τύχη ενός μεγάλου τμήματος του Βυζαντίου και στην ουσία οδήγησε στην εκκλησιαστική απομόνωση την γηγενή Εκκλησία της Αιγύπτου για 13 αιώνες.

«Κόπτης» αποτελεί την συγκεκομμένη μορφή της λέξης «Αιγύπτιος», που προέρχεται από την λέξη «Αίγυπτος» που με την σειρά της προέρχεται από την αρχαία αιγυπτιακή λέξη “Hak-ka-Ptah”, δηλ. ο ναός του πνεύματος του Ptah, μιας σεβάσμιας θεότητας της αιγυπτιακής μυθολογίας- ήταν το όνομα της Μέμφιδος, της αρχαίας πρωτεύουσας του ενοποιημένης άνω και κάτω Αιγύπτου.

Ιδρυτής της Εκκλησίας των Κοπτών θεωρείται ο Ευαγγελιστής Μάρκος, ο οποίος διετέλεσε πρώτος Πατριάρχης της την τέταρτη δεκαετία του πρώτου αιώνα. Ο Χριστιανισμός στην Αίγυπτο ζούσε τα πρώτα χρόνια μαζί με τον παγανισμό, ωστόσο η ανακάλυψη αρχαίων βιβλικών παπύρων στην κοπτική γλώσσα στην αμμώδη περιοχή της άνω Αιγύπτου αποδεικνύουν την σταδιακή και ταχύτατη διείσδυση της χριστιανικής πίστης στην αιγυπτιακή κοινωνία.

Σταθμό στην εξέλιξη της θεολογικής σκέψης ήταν η ίδρυση της περίφημης «Κατηχητικής Σχολής» στην Αλεξάνδρεια πριν το 200 μ.Χ. Ήταν η πρώτη σημαντική σχολή των χριστιανικών γραμμάτων στον κόσμο που δημιουργήθηκε ως αντίβαρο στο ειδωλολατρικό Μουσείο των Πτολεμαίων, μια σχολή που καλλιέργησε με συστηματικό τρόπο τον ερμηνευτικό κλάδο της θεολογίας. Ιδρυτής της σχολής θεωρείται ο Πάνταινος ο οποίος προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της δυναστικής Αιγύπτου και των ελληνικών Ευαγγελίων μέσω της χρήσης του αρχαϊκού ελληνικού αλφαβήτου. Τον Πάνταινο διαδέχθηκε ο Κλήμης Αλεξανδρείας, ένας θεολόγος που προσπάθησε να συμφιλιώσει την ελληνική φιλοσοφία με τον χριστιανισμό. Ο Κλήμης αγαπούσε την γνώση, την οποία εξύψωσε ως το ανώτατο στάδιο της πίστης. Ήταν όμως μια γνώση όχι νοησιαρχική αλλά βασισμένη στην εντολή της αγάπης. Η μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο Χριστός ήταν ο «σπερματικός» λόγος των φιλοσόφων, πως οι εθνικοί φιλόσοφοι προσέγγισαν την αλήθεια η οποία όμως αποκαλύφθηκε στην πληρότητα της εν Χριστώ. Πάντως τόσο ο Μωυσής όσο και ο Πλάτων ήταν χριστιανοί προ Χριστού. Στη συνέχεια το άλλο μεγάλο όνομα είναι ο Ωριγένης, ίσως ο πολυγραφότερος εκκλησιαστικός συγγραφέας όλων των εποχών, αμφιλεγόμενος αλλά ακατάβλητος στην προσπάθεια του ερμήνευσε όλα τα βιβλία της Γραφής, ενώ έκανε και την πρώτη κριτική μελέτη του κειμένου της.

Η Αλεξάνδρεια όμως γνώρισε την περίοδο της απόλυτης ακμής της στην εποχή του Μεγάλου Αθανασίου. Ήταν η εποχή της σύγκρουσης με τις ιδέες του πρεσβύτερου Άρειου που διαμόρφωσε το τριαδολογικό δόγμα της Εκκλησίας μέσα από την σύγκλιση της 1ης Οικουμενικής Συνόδου η οποία καθιέρωσε το Σύμβολο της Πίστης καταδικάζοντας την ορθολογιστική θεώρηση του Υιού από τον Άρειο. Η επιρροή της αλεξανδρινής σκέψης φαίνεται και στις επόμενες δύο οικουμενικές συνόδους οι οποίες με τη σειρά τους αντιμετώπισαν ανάλογου προβληματισμού αιρέσεις μ’ αυτήν του Αρείου, που ως θεμέλιο είχαν την ορθολογική κατανόηση του προσώπου του Χριστού. Ο μονοφυσιτισμός που εκπροσωπείτο από τον Ευτυχή και δίδασκε την απορρόφηση της ανθρώπινης φύσης από την θεία, και ο Νεστοριανισμός που διασπούσε την ενότητα των φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού. Η αντιμετώπιση των δύο αυτών αιρέσεων βασίστηκε στην θεολογία του πατριάρχου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στην εκκλησιαστική ιστορία.

Η 4η Οικουμενική Σύνοδος στην Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ υπήρξε η απαρχή των δεινών για τον αιγυπτιακό χριστιανισμό. Συνήθως η κοινή αντίληψη για τους Κόπτες τονίζει πως αυτοί είναι μονοφυσίτες χριστιανοί, πως αποκήρυξαν τους κανόνες της 4ης Οικουμενικής επειδή διατύπωσε όρους ενάντια στον μονοφυσιτισμό, εγκαταλείποντας έτσι την κοινή ορθόδοξη πίστη, με αποτέλεσμα πέραν της διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας να χαλαρώσουν οι δεσμοί των αιγυπτίων με το βυζαντινό κράτος που ως αποτέλεσμα θα έχει την κατάκτηση τους από το Ισλάμ. Ωστόσο η αλήθεια είναι διαφορετική. Δίχως να εισέλθουμε σε πολύπλοκες θεολογικές διατυπώσεις, οι Κόπτες κατανοούσαν το χριστολογικό δόγμα, τον τρόπο ένωσης των δύο φύσεων στον Χριστό, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά την θεολογία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Ο μονοφυσιτισμός διδάσκει την απορρόφηση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού από την θεία κατά την υποστατική ένωση. Για να αντιμετωπιστεί λοιπόν η δοξασία του μονοφυσιτισμού που αν γινόταν αποδεκτή έκανε προβληματική την σωτηρία του ανθρώπου- γιατί τότε θ’ αμφισβητείτο η ανθρώπινη παρουσία του Χριστού στον κόσμο- συνεκλήθη κατόπιν πίεσης του αυτοκράτορα Μαρκιανού Οικουμενική Σύνοδος στην Χαλκηδόνα της Μ. Ασίας. Στη Σύνοδο αυτή κυριάρχησε ο άξονας Ρώμης-Κωνσταντινούπολης εις βάρος της Αλεξάνδρειας που πιστευόταν πως είχε παρεκκλίνει από την ορθή πίστη. Οι τελικές αποφάσεις της Χαλκηδόνας δεν έγιναν αποδεκτές από τον κλήρο και τον λαό της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας. Υπήρχε σύγκρουση δύο μακροχρόνιων παραδόσεων: η Αλεξάνδρεια θεωρούσε πως ο Χριστός αποτελεί υπόσταση «εν δύο φύσεσιν», ενώ οι υπόλοιποι μιλούσαν για ένα πρόσωπο αποτελούμενο «εκ δύο φύσεων». Η διαφορά στα αυτιά του σύγχρονου ανθρώπου ακούγεται μάλλον εξωπραγματική, όμως για εκείνη την εποχή σήμαινε όχι μόνο διαφορά στον τρόπο κατανόησης της εν Χριστώ σωτηρίας του ανθρώπου αλλά και αφορμή πολιτικής αντιπαράθεσης της βυζαντινής εξουσίας με τις ανατολικές επαρχίες. Η αντιπαράθεση με την αυτοκρατορική εξουσία και η αποκοπή της Αλεξάνδρειας από την εκκλησιαστική κοινωνία με τις υπόλοιπες εκκλησίες- καθώς δεν απεδέχθη τις αποφάσεις της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου- έφεραν την αποξένωση στις μεταξύ τους σχέσεις για να οδηγηθεί η Αίγυπτος στην αραβική και μουσουλμανική ηγεμονία.

Για αιώνες είχε χαθεί η επικοινωνία ανάμεσα στους δύο βασικούς κορμούς των ανατολικών εκκλησιών. Το 1964 όμως σηματοδοτεί ένα έτος σταθμό που εγκαινιάζει την νεώτερη ιστορία των δύο εκκλησιών. Είναι το έτος της πρώτης θεολογικής συνάντησης που πραγματοποιείται στο Άαρχους της Δανίας. Επρόκειτο για μια ανεπίσημη συνάντηση όπου 15 θεολόγοι από τις δύο πλευρές αντάλλαξαν απόψεις, αναγνώρισαν την κοινή ορθόδοξη πίστη τους και έδωσαν αμοιβαίες υποσχέσεις για συνέχιση των μεταξύ τους συναντήσεων. Σημαντική ήταν η παραδοχή πως το αποτέλεσμα της Συνόδου του 451 διαμορφώθηκε και από την επίδραση κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών παραγόντων. Οι ανεπίσημες διασκέψεις συνεχίστηκαν το 1967 στο Μπρίστολ, το 1970 στην Γενέβη, το 1971 στην Αντίς Αμπέμπα για να φτάσουμε στην πρώτη επίσημη συνδιάσκεψη το 1985 στο Σαμπεζύ της Ελβετίας. Τελευταία συνάντηση ήταν στην Γενεύη το 1990. Η πρόοδος υπήρξε εντυπωσιακή, αληθινός καρπός της αγιοπνευματικής χάριτος σε κάθε στιγμή του διαλόγου. Αποδείχτηκε πως παρά την υπεραιωνόβια διακοπή των σχέσεων, οι χριστολογικές προσεγγίσεις των δύο εκκλησιών βρίσκονταν σε συμφωνία με την οικουμενική παράδοση της Εκκλησίας παρά την διαφορετικότητα στην ορολογία που χρησιμοποιούσαν προκειμένου να εκφράσουν τον τρόπο της υποσταστικής ένωσης των φύσεων: στο κοινό ανακοινωθέν της Γενέβης (1990) επισημαίνεται η ομοουσιότητα του Χριστού προς τον Πατέρα κατά την θεία φύση, και η ομοουσιότητα προς εμάς κατά την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης, και πως οι δύο φύσεις ενώθηκαν στην μια υπόσταση (πρόσωπο) του Θεού Λόγου δίχως σύγχυση, μεταβολή, διαίρεση ή διάκριση. Ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος με όλες τις ιδιότητες που ανήκουν στην θεότητα και την ανθρωπότητα. Η υποψία του μονοφυσιτισμού και του νεστοριανισμού απομακρύνθηκε από τις καρδιές των συμμετεχόντων εκπροσώπων. Ωστόσο παρέμειναν ορισμένα θέματα ανοιχτά, όπως η θέση ορισμένων οικουμενικών συνόδων στο πλαίσιο της παράδοσης της Κοπτικής Εκκλησίας, ο αναθεματισμός αγίων της Κοπτικής Εκκλησίας, όπως ο Λέων, ο Διόσκουρος και ο Σεβήρος από τις οικουμενικές συνόδους, και ερωτήματα σχετικά με την δικαιοδοσία των εκκλησιών σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Η κατ’ αρχήν αυτή συμφωνία δεν συνιστά άρση της ποικιλομορφίας του εκκλησιαστικού τρόπου ζωής και φρονήματος των δύο εκκλησιών με σκοπό την κατάκτηση μιας ισοπεδωτικής και εν πολλοίς ανιστορικής ενότητας. Ωστόσο, όπως συμβαίνει πάντοτε στον εκκλησιαστικό χώρο, η Ιστορία με την συσσωρευμένη εμπειρία της, τα πάθη και τις συγκρούσεις της, οριοθετεί δεσποτικά την σκέψη όλων όσων μετέχουν σε τέτοιες κινήσεις, με συνέπεια να μην γίνεται ποτέ εκείνο το αποφασιστικό βήμα προς την ένωση των εκκλησιών- άλλωστε τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα το λαϊκό σώμα κι αυτό δεν είναι πάντα επαρκώς ενημερωμένο για τις εξελίξεις ή, όπως συχνότερα συμβαίνει, άγεται από τυχάρπαστους δημαγωγούς και φανατικούς υπέρμαχους της παράδοσης η οποία ερμηνεύεται αντιδιαλεκτικά, σαν να βρισκόταν έξω από την ιστορική της σάρκα.

Υπάρχει ακόμα αρκετός δρόμος να διανυθεί ώστε να επιτευχθεί το ευαγγελικό «ίνα εν ώσιν». Απαιτείται κοινή προσπάθεια και πολλή προσευχή για την τελική κοινωνία και την άρση της διαίρεσης του σώματος της Ανατολικής Εκκλησίας.

( πηγή: http://www.ideopolis.gr/modules/news/article.php?storyid=68)

Αφήστε μια απάντηση