Ο Δημήτριος Υψηλάντης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1793 και πέθανε στο Ναύπλιο το 1832. Ήταν αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας.
Έθεσε τέρμα στην Ελληνική Επανάσταση υποχρεώνοντας τους Τούρκους επί του πεδίου της μάχης της Πέτρας να συνθηκολογήσουν. Έκανε στρατιωτικές σπουδές στη Γαλλία και κατείχε στο Ρωσικό στρατό το βαθμό του λοχαγού. Έλαβε μέρος στους Ναπολεόντιους πολέμους.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία το 1818. Συνόδευσε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην εισβολή του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και αποχώρησε για την Ελλάδα τον Mάρτιο του 1821 αφού έλαβε πληρεξουσιότητα. Κινήθηκε άγνωστος και υπό το ψευδώνυμο του Χαρίτου μέσω της Αυστρίας φτάνοντας στην Τεργέστη. Εκεί επέβη σε ελληνικό πλοίο μεταφέροντας τρόφιμα, πολεμοφόδια και όπλα, τα οποία άλλα προμηθεύθηκε από συνεισφορές και άλλα από την προσωπική του περιουσία. Η άφιξη του στην Ύδρα έγινε στις 8 Ιουνίου όπου τον υποδέχτηκαν με πολύ ενθουσιασμό.
Συνέχισε για το Άστρος όπου τον υποδέχτηκε ο Κολοκοτρώνης και μετά για τη Βέρβενα. Πριν της άφιξης του Υψηλάντη είχε συγκροτηθεί η συνέλευση των Καλτεζών (Αρκαδία) από οπλαρχηγούς και προεστούς όπου εξέλεξε την Πελοποννησιακή γερουσία και δημοσίευσε στις 26 Μαΐου πράξη κατά την οποία όλη η υπέρτατη διοίκηση του Κράτους ανετέθη στη Πελοποννησιακή Γερουσία. Κανένας λόγος δεν έγινε για την Φιλική Εταιρία και για τον αρχηγό της. Αυτό επόμενο ήταν να μη αρέσει στον Υψηλάντη. Αξίωσε από τους πρόκριτους την κατάργηση της Γερουσίας και την παράδοση της υπέρτατης εξουσίας σε αυτόν, σαν σε πληρεξούσιο του αρχηγού, αλλά δεν εισακούσθηκε.
Επειδή οι πρόκριτοι λειτουργούσαν με πανουργία και δεν ήθελαν να αφήσουν τα παλιά τους προνόμια και να παραδώσουν την εξουσία αποχώρησε δυσαρεστημένος για την Καλαμάτα προκειμένου να οργανώσει εκεί τον πόλεμο. Επέστρεψε στα Τρίκορφα από μία επιστολή που έλαβε από τους καπεταναίους των Τρικόρφων. Διέμεινε εκεί και ανέλαβε την αρχιστρατηγία στην πολιορκία της Τριπολιτσάς υποφέροντας πολλές κακουχίες και κινδύνους. Η άλωση της Τριπολιτσάς έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη της Επανάστασης και τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων.
Κάποιοι τον κατηγόρησαν για τη στάση του τον Δημήτριο Υψηλάντη ως πολιτικά ανεπαρκή και ανεπιτυχή στο ρόλο του αρχηγού. «Αν ο Υψηλάντης, έλεγε ο Τρικούπης, είχε τόση πολιτική τόλμη, όση ανδρεία έδειξε πάντοτε στο πόλεμο, η περίσταση εκείνη ήταν η πιο κατάλληλη να τον περιβάλει η εξουσία την οποία επιθυμούσε. Τον τιμούσαν και τον υπάκουαν τα ναυτικά νησιά και όλη η Στερεά Ελλάδα. Ο λαός της Πελοποννήσου τον αγαπούσε, και αυτοί οι πρόκριτοι ήθελαν μόνο να περιορίσουν την απόλυτη εξουσία του, αλλά όχι και να την καταργήσουν, διότι φοβούνταν την Αρχήν της Εταιρίας, αγνοούντες ότι ήταν μύθος.»
Με την αποχώρηση του Δημήτριου Υψηλάντη ο λαός ξεσηκώθηκε ζητώντας να σκοτώσει τους κοτζαμπάσηδες. Μεσολάβησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και το απέτρεψε πείθοντας παράλληλα τον Υψηλάντη να επανέλθει. Οι Πελοποννήσιοι του ανέθεσαν την προεδρία της Πελοποννησιακής Γερουσίας αλλά αυτός, δυσαρεστημένος που τον απέρριψε η συνέλευση, δεν την αποδέχθηκε. Αργότερα τον προσκάλεσαν να αναλάβει πρόεδρος του βουλευτικού σώματος, αξίωμα το οποίο τελικά αποδέχτηκε τον Ιανουάριο του 1822. Ως πρόεδρος του βουλευτικού ο Υψηλάντης δεν έπραξε μεγάλα πράγματα, όμως μόνο η βαρύτητα του ονόματός του ενέπνεε ελπίδα, σεβασμό και θάρρος στους Έλληνες και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους εχθρούς του. Του Υψηλάντη την συνδρομή και αντίληψη επικαλούνταν στην ανάγκη όλες οι ελληνικές κοινότητες, ο Υψηλάντης μόνο διά του ονόματός του είχε ότι ζητούσε.
Σύντομα κατάλαβε, ότι δεν μπορούσε να πράξει πολλά ως πρόεδρος του Βουλευτικού και πικραμένος από το πολιτικό παρασκήνιο αποχώρησε το 1822 στην Ανατολική Ελλάδα και αφοσιώθηκε στον πόλεμο.
Αργότερα επανήλθε στην Πελοπόννησο και συμμετείχε ένδοξα στην απόκρουση και στην καταστροφή του Δράμαλη.
Μετά τον ερχομό του Κυβερνήτη Καποδίστρια, ο Υψηλάντης διορίσθηκε στρατάρχης και αρχηγός του στρατού στην Ανατολική Ελλάδα, όπου εξεστράτευσε για να εκδιώξει τους Τούρκους και να επανακτήσει όσα περισσότερα εδάφη ελληνικά μπορούσε. Αρχικά στρατοπέδευσαν και συγκεντρώθηκαν, στα Μέγαρα και στη συνέχεια στις Θήβες ώστε να κάνουν την επίθεση. Όταν όμως απρόοπτα έγινε μία μάχη εκεί στη Θήβα όλοι σχεδόν οι Έλληνες τράπηκαν σε φυγή, ενώ ο Υψηλάντης έμεινε απτόητος στη θέση του, μέχρι του σημείου που οι αξιωματικοί του κατόρθωσαν με τη βία να τον ανεβάσουν σε ένα άλογο ώστε να μην αιχμαλωτιστεί.
Αργότερα όμως αφού ενισχύθηκαν οι Έλληνες από τον Κριζιώτη και από άλλους, δεν άργησε να κερδίσουν περιφανείς μάχες στον Ανηφορίτη και να τους εκδιώξουν τους Τούρκους από τις θέσεις τους. Στην τελευταία μάχη μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων στη Πέτρα κατόρθωσαν οι Έλληνες να αναδειχθούν τόσο ανώτεροι των εχθρών, ώστε αν και ήταν πιο πολυάριθμοι από τους Έλληνες, 7000 Οθωμανοί έναντι 300 στρατιωτών, και αν και κατείχαν πιο οχυρές θέσεις, αν και ουσιαστικά δεν ήταν πολιορκημένοι καταλήφθηκαν από φόβο και προτίμησαν να υποχωρήσουν στις θέσεις τους με υπογραφή συνθήκης, η οποία διαπραγματεύτηκε από τον Υψηλάντη μέσω του ειδικού γραμματέα του Φιλήμονα και της οποίας τους όρους ετήρησε πιστά, αναφέρει ο Φίνλεϋ.
Όταν απαλλάχτηκε από τους εχθρούς στη Βοιωτία ο Υψηλάντης, στρατοπέδευσε στο Χρισσό της Φωκίδας προς εκφόβηση των εχθρών που κατείχαν ακόμη κάποια μέρη της Φθιώτιδας.
Εκεί όσο διέμεναν συνέβη το εξής: ακολουθούσαν τον Υψηλάντη ιατροί και χειρουργοί του στρατού, οι καθηγηταί Χορτάκης και Ολύμπιος, οι οποίοι με τις άλλες στερήσεις και κακουχίες είχαν ήδη εξοικειωθεί κινδύνευαν όμως μετά από οδοιπορία μέσα σε βροχή να αρρωστήσουν, εξαιτίας της υγρασίας, της έλλειψης κλίνης και σκηνωμάτων και οι νοσηλευόμενοι και οι ιατροί, κ’ έπαθε μάλιστα χρόνιο άσθμα ο Χορτάκης. Αποφάσισαν να πάνε στον αρχιστράτηγο και να παραπονεθούν. Τον βρήκαν να κάθεται σταυροπόδι πάνω σε ψάθα και να τινάζει τις ψείρες του περιλαίμιου του στην πυρά, τους δε υπασπιστές του να στεγνώνουν σε αυτήν την μουσκεμένη κάπα του αρχιστράτηγου, χρησίμευε τότε και ως στρώμα και ως πάπλωμα. Τόση ντροπή ένιωσαν, ώστε ούτε λέξη δεν είπαν για την αιτία της επισκέψεως τους.
Πηγή: Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος Διαπρεψάντων Ανδρών. Υπό Αναστασίου Ν. Γούδα, τόμος ΣΤ’, σελ. 35-48, Αθήνησι τύποις Βιβλιοπωλείο Π. Α. Σακελλαρίου, 1858