ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΕΩΣ ΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΟΥΣ
Η αγωγή τού παιδιού ως την ενηλικίωση μπορεί να διαιρεθεί σε δυό περιόδους :
Την εσωσχολική και την εξωσχολική.
ΕΣΩΣΧΟΛΙΚΗ ΑΓΩΓΗ (αγοριών και κοριτσιών)
Ενόσω πήγαιναν στο σχολειό, βρισκόντανε διαρκώς κάτω από την επίβλεψη και την κηδεμονία των δασκάλων. Όπως ήτανε μικρό το μέρος και γνωστός ο κύκλος παντού, κάθε παρεκτροπή γινόταν αντιληπτή εύκολα, κ’ εγκαίρως ήτανε δυνατό να προληφθούν συνήθως κακές τάσεις και ροπές. Επικουρικά στο έργο των δασκάλων ερχότανε κ’ ή επίβλεψη και παρακολούθηση των γονιών. Η στενή επαφή τους με τούς δασκάλους, όταν επιτυχαινότανε, συμπλήρωνε την προσπάθεια, σε τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται ο καλύτερες εγγυήσεις για τη μάθηση, την πρόοδο και τη διαμόρφωση καλού χαρακτήρα στο παιδί. Στα τελευταία χρόνια πού είχαν προοδέψει τόσο τα σχολεία (9η τάξη αρρεναγωγείου και 7η παρθεναγωγείου), με την αποφοίτηση εκείνων πού παρακολουθούσαν ως το τέλος, ερχότανε σχεδόν κ’ η ενηλικίωση. Έτσι επιτυχαινόταν η συνεχή φροντισμένη μόρφωση και αγωγή των λίγων, δυστυχώς, πού ευτυχούσαν να παρακολουθήσουν ως το τέλος. Μερικοί απ’ αυτούς συνέχιζαν τις σπουδές τους στα γυμνάσια τής Τραπεζούντας και τής Κωνσταντινούπολης και μετά τα 1910 και της Αμισού. Επίσης και λίγοι κατέβαιναν στην Αθήνα, όπου σπουδάζανε στο Πανεπιστήμιο—κυρίως ιατρική.
Τα κορίτσια μετά την αποφοίτηση καταγινόντανε πια με τις δουλειές τού σπιτιού και την έμπρακτη οικιακή οικονομία, πού διδασκόντανε στο Παρθεναγωγείο, περιμένοντας τον νυμφίο.
ΕΞΩΣΧΟΛΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΑΓΟΡΙΩΝ
Για την εξωσχολική αγωγή των παιδιών δεν υπήρχε καμιά κοινωνική, κοινοτική, ούτε, βέβαια, και κρατική πρόνοια. Ούτε αναγνωστήρια, ούτε μορφωτικοί σύλλογοι, ούτε οργανώσεις νέων υπήρχαν. Μόνο, ο ειδικός ρυθμός της ζωής γενικά, ή κοινωνία, ή παράδοση, είχαν δημιουργήσει ένα δίκτυο ολόκληρο για την παρακολούθηση και την ποδηγέτηση των παιδιών πού δεν συνέχιζαν για οποιοδήποτε λόγο τις σπουδές τους ως τις τελευταίες τάξεις. Ή οικογένεια, ό μεγάλος σεβασμός σ’ όλους τούς μεγαλύτερους στην ηλικία συγγενείς, οι δάσκαλοι, είτε ντόπιοι είτε ξένοι, πού παραμέναν κ’ εξακολουθούσαν να εξασκούν την επίβλεψη και την ηθική επιρροή τους, ή εκκλησία, κ’ έπειτα ή έμφυτη φιλοτιμία κ’ ή μεγάλη ευαισθησία για την περιφρούρηση τού καλού ονόματος, όλ’ αυτά, ήταν σοβαροί παράγοντες, ώστε να συμμαζεύεται το παιδί κ’ εκτός λίγες εξαιρέσεις να συμμορφώνεται με τις καλές έξεις και με κάθε τι πού θα συντελούσε στην πρόοδο και στην ανάδειξή του. Σ’ αυτό επιδρούσε ασφαλώς κι’ ο στενός κύκλος της κοινωνίας μέσα στην οποία ζούσε και θα ζούσε, κ’ η υποσυνείδητη ή και συνειδητή ίσως σκέψη τού έφηβου, πού άρχιζε να ξυπνά, ότι συμφέρον του είναι ν’ ακολουθεί γενικά τον «δρόμο τής αρετής».
Εργασίες κι’ ασχολίες: Κατά ένα γενικό κανόνα, τα παιδιά πού έπαυαν να πάνε στο σχολειό, ή βοηθούσαν τούς πατέρες τους στις δουλειές τους ή τα έβαζαν οι γονιοί τους να εργάζονται για να μάθουν καμιά τέχνη ή για ιδιωτικοί υπάλληλοι σε μπακάλικα, εμπορικά, κ.τ.τ. Αν δεν τούς είχανε κοντά τους, προτιμούσαν να τούς βάλουν κοντά σε κανένα συγγενή ή τον ανάδοχο τού παιδιού, για να μάθουν την τέχνη ή τη δουλειά τους. Έτσι και στην εργασία ακόμα την οποιαδήποτε, υπήρχε η επίβλεψη κ’ ή παρακολούθηση.
Κοντά σ’ αυτά όμως υπήρχαν κ’ οι τρόποι κι’ ό καιρός να παροχετεύεται, σύμφωνα κι’ ανάλογα με την ηλικία, ό πληθωρισμός της ζωής των παιδιών, ώστε να μη νομιστεί ότι πήγαιναν για… καλογεράκια. Πρώτα— πρώτα ήτανε τ’ άφθονα παιγνίδια και στη στεριά και στη θάλασσα, πού αναφέρονται στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο*. Κ’ έπειτα μερικά όχι και τόσο αθώα σπόρ, στα οποία βρίσκανε κάποτε την ευκαιρία ξεφεύγοντας να ξεφαντώσουν.
Το κλεψίον. Ο συνηθισμένος απαγορευμένος καρπός κ’ ή αδυναμία όλων ήτανε τα φρούτα των Αρμένικων κήπων.
Γινόντανε παρέες από δυό ή περισσότεροι και πήγαιναν για κλέψιμο— σό κλεψίον. Ενεργούσαν με δυό τρόπους : ή κρυφά, ή με… στρατηγικό σχέδιο. Ο πρώτος τρόπος εφαρμοζόταν όταν υπήρχε ή πιθανότητα να μη γίνουν αντιληπτοί. Κι’ αυτό το συμπέραιναν από διάφορες ενδείξεις: από την πυκνότητα τού κήπου, από την εγγύτητα τού προκλητικού δέντρου στο σπίτι, από τα παράθυρα τού σπιτιού πού κοιτάγανε στον κήπο—αν ήταν ανοιχτά και φύλαγε κανείς εκεί κ.τ.τ.
Το δεύτερον σχέδιο εφαρμοζόταν όταν είχαν τη βεβαιότητα ότι θα γίνουν ή και γινόνταν αντιληπτοί ευθύς αμέσως. Μόλις πλησιάζανε στον κήπο, έρριχναν πέτρες στα παράθυρα του σπιτιού πού κοιτάγανε στον κήπο. Οι γυναίκες, πού είχαν μαζεμένες συνήθως πέτρες στα παράθυρα εκεί για να ρίχνουν και να εμποδίζουν τούς πιθανούς επιδρομείς, από φόβο μήπως σπάσουν τα τζάμια, έκλειναν τα παντζούρια μπήγοντας και τις φωνές. Τις ειρωνευόνταν έπειτα κι’ απ’ αυτά επικράτησαν οι συνηθισμένες πολύ εκφράσεις: ιντζιρί τα πέντατα, κοκκυμελί τα πέντατα, πού σήμαιναν: κλέφτες στα σύκα, κλέφτες στα κορόμηλα. Έτσι οι καλοπίχειροι κάναν ανενόχλητοι τη δουλειά τους. Ωστόσο ορισμένοι, φύλαγαν και καραούλι με έτοιμες πέτρες για ν’ αμυνθούν, μόλις ήθελε προβάλει κανείς από άλλο σημείο. Το σχέδιο αυτό το εφάρμοζαν και κατά τη διάρκεια τού πρώτου τρόπου, μόλις τούς παίρνανε μυρωδιά, ή για να συνεχίσουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους, ή και για να κατορθώσουν ν’ απαγκιστρωθούν και να το σκάσουν. Από κάποτε όμως μαζί με τα λάφυρά τους, πού τα γέμιζαν κυρίως στους κόρφους τού πουκάμισου δένοντάς το καλά στη μέση — εγόμωσαν τα τζόπας και τα κόλφα — επιστρέφανε και με κανένα σπασμένο κεφάλι, όχι όμως και χωρίς ανάλογα αντίποινα. Παραλείψαμε μόνο να πούμε ότι στα προκαταρκτικά παρόμοιων επιχειρήσεων εφοδιαζόντανε και με υγειονομικό υλικό: μαντίλια και καπνό κομμένον, για επίδεση των πιθανών τραυμάτων.
Επιδρομές για κλεψίον γινόντανε και σε τούρκικους κήπους προς τις Τάπιες και τον Άη-Κωνσταντίνο, με τη διαφορά ότι εκεί εφαρμοζότανε το πρώτο σχέδιο. Άλλωστε εκεί οι κήποι κ’ οι πακτσέδες ήταν εκτεταμένοι χωρίς φύλακες συνήθως, κ’ οι αγροικίες αραιότατες.
Αλλά κ’ οι προκλητικοί κήποι των Ρωμιών, πού ήσαν άλλωστε λιγοστοί, δεν έμεναν ανενόχλητοι, πάντα με την πρώτη μέθοδο.
Όταν λάβει κανείς υπόψη ότι τα φρούτα γενικά ήτανε φτηνότατα, μπορεί εύκολα να συμπεράνει ότι το κλεψίον δεν μπορούσε στα σοβαρά να ονομαστεί κλοπή, αλλά ήτανε πραγματικά ένα είδος σπόρ. Φυσικότατα άλλωστε έλεγε ό ένας στον άλλο: πάμε σ’ Αρμέντικα κιάν σο κλεψίον, ωσάν να του ‘λεγε: έλα παίζομε λάχτας.
Πετροπόλεμος: Απ’ αφορμή το κλεψίον, αλλά και για άλλες αιτίες πού αναφέρομε αλλού (σελ. 60*), υπήρχε και διατηρότανε κ’ εκδηλωνότανε κάθε τόσο ένας μόνιμος ακήρυχτος πετροπόλεμος ανάμεσα στα Ελληνόπαιδα και τ’ Αρμενόπαιδα. Κάποτε λαβαίνανε μέρος και μεγαλύτεροι στην ηλικία (17—20 ετών κι’ απάνω) και γινόταν ανάστα ό Κύριος, σωστό ξεσήκωμα, με σφεντόνες —σαπάνας—με ρόπαλα—κιοντάλα —και πέτρες στους κόρφους για όπλα, με σχέδια ελιγμών και κυκλωτικών κινήσεων. Παρά την πλεονεκτική θέση τής Αρμενικής συνοικίας, πού ήτανε ψηλότερα, οι πετροπόλεμοι αυτοί γενικά είχαν γι’ αποτέλεσμα τον θρίαμβον των ελληνικών… όπλων. Έφτασαν μάλιστα κάποια φορά σε σημείο—ενθυμούμαι κ’ εγώ καλά—να πολιορκήσουν το Αρμένικο σχολειό σε ώρα μαθήματος και ν’ αναγκάσουν το διευθυντή τους να βγει έξω και να τούς παρακαλέσει να λύσουν την πολιορκία… Τα επεισόδια αυτά είχανε δημιουργήσει μιάν έχρθητα ανάμεσα στα Ελληνόπαιδα και τ’ Αρμενόπαιδα, σε σημείο ώστε συχνά να ‘χουν μαλώματα και καυγάδες γερούς, όπου κατά κανόνα τις τρώγαν οι δεύτεροι. Κ’ έπειτα, η παραλία, πού την κατείχαν οι Ελληνικές συνοικίες, είχε κηρυχτεί απαγορευμένη ζώνη για τούς Αρμένηδες και κατά το καλοκαίρι ακόμα. Δεν κοιτούσαν να κατέβουν να κάνουν μπάνια. Κι’ αν κατέβαιναν κρυφά σε κανένα σημείο και τούς παίρνανε μυρωδιά, τούς ταλαιπωρούσανε κρύβοντας τα ρούχα και τις ζώνες τους. Όλ’ αυτά γινόντανε παλιότερα, με την ανοχή, μπορεί να ‘πει κανείς, και των γονιών και των ηλικιωμένων γενικά, πού δεν επολυχώνευαν τούς Αρμένηδες. Αργότερα είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει αυτή η τάση, πού είχε καταντήσει σαν παράδοση, κ’ ελεύθερα κατέβαιναν σε ορισμένα μέρη της παραλίας για να χάνουν τα μπάνια τους το καλοκαίρι — ση Φιταγκούρ’ και σ’ Αναστάς-αγά καικά.
Πετροπόλεμος με Τουρκόπαιδα σπάνια και τυχαία γινότανε, γιατί ήτανε μακρυά η Τούρκικη συνοικία και δεν υπήρχε σχεδόν καμιά υποκειμενική εχθροπάθεια και λόγος για έριδες και για διενέξεις μεταξύ των δύο στοιχείων, πού είχανε μιάν εκτίμηση κ’ έναν αλληλοσεβασμό ανάμεσά τους.
Σ’ όλες τις επιχειρήσεις πού αναφέραμε, μαζί με τα παιδιά πού είχανε πάψει να φοιτούν στο σχολειό λάβαιναν μέρος και παιδιά τού σχολείου, προπαντός κατά τις διακοπές τού καλοκαιριού, όσο κι’ αν η απαγόρευση γι’ αυτά ήταν αυστηρότερη.
Σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους: Μεταξύ τους τα Ελληνόπαιδα είχανε μιά στενή αλληλεγγύη, όταν ήτανε ν’ αντιμετωπίσουν Αρμενόπαιδα ή Τουρκόπαιδα, είτε στο στίβο τού πετροπόλεμου, είτε σ’ άλλες επιδείξεις σχολικές κ.τ.λ. Προπάντων μετά τη μεταπολίτευση τού 1908. Γενικά δεν είχαν διακρίσεις μεταξύ τους και κάναν συναναστροφές εκείνοι πού συνεχίζανε στο σχολειό, με τούς συμμαθητές τους πού είχαν διακόψει. Ωστόσο είχαν και τούς σχετικούς καυγάδες μεταξύ τους για διάφορες αφορμές κ’ αιτίες, που, όπως είναι γνωστό και συνηθισμένο, δε λείπουν. Σημειωνόνταν όμως διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά των κοινωνικών τάξεων. Τα παιδιά της μεσαίας και της κατώτερης τάξης περισσότερο (τα ως 10 ετών) είχανε παρμένο τον αέρα των λίγων παιδιών τής ανώτερης τάξης και δεν τ’ άφηναν σε χλωρό κλαρί και με ξυλιές και με πειράγματα και ειρωνείες. Γενικά τα ονόμαζαν διάρικον, τρώτζικον ή χάσικον (=ψωμιά άσπρα τού φούρνου της αγοράς των δυό γροσιών, γιατί τέτοια τρώγανε στα σπίτια τους κ’ έξω στην αυλή ή στο σχολειό στο διάλειμμα και δε ζύμωναν ντόπιο ή καλαμποκίσιο αλεύρι όπως κ’ οι άλλες οικογένειες). Τα πειράγματα αυτά πού προδίνουν τόση παιδική αφέλεια, αλλά και τόση μαεστρία σε χαρακτηρισμούς, δείχνουν μιά διάθεση ειρωνείας, ίσως-ίσως αποτελούσαν και μιά φυσική αντίδραση στην κοινωνική διαφορά.
Φιλία: Ο ιερός δεσμός τής φιλίας ήτανε σε μεγάλο βαθμό αναπτυγμένος μεταξύ των παιδιών. Φιλία ειλικρινή κ’ εγκάρδια, με αγνότατα αισθήματα πού διατηρόταν όλον τον καιρό και σ’ όλη τη μετέπειτα ζωή, ενισχυόμενη συνήθως και μ’ άλλους δεσμούς, κουμπαριές κ.τ.τ.
Ή φιλία γενικά αγνοούσε τις κοινωνικές τάξεις.
ΕΞΩΣΧΟΛΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ
Όσα κορίτσια άφηναν το σχολειό από τις μικρές τάξεις, καταγινόντανε σε διάφορες ασχολίες. Βοηθούσανε στο σπίτι τις μανάδες τους και μάθαιναν το νοικοκυριό: να μαγειρεύουν, να κεντούν, να πλέκουν κάλτσες κ.τ.τ. Επίσης πήγαιναν και στις μοδίστρες για να μάθουν να ράβονται, και μερικές να μάθουν την τέχνη, πήγαιναν και δούλευαν στα μαγαζιά—οι φτωχότερες—για να κερδίσουν και να φκιάσουν τα προικιά τους και τέτοια ανάλογα. Στις μοδίστρες και στα μαγαζιά μάθαιναν και την τέχνη τού κουτσομπολιού, καλλιεργούσαν τον έρωτα κι’ όταν επιστρέφανε στο σπίτι παρακολουθούσαν και το νοικοκυριό, κουβαλούσαν το νερό τού σπιτιού όπως κι’ όλα τ’ άλλα κορίτσια, από τις λίγες βρύσες τής πόλης κ.τ.τ.
Οι διακρίσεις των κοινωνικών τάξεων ήταν ολοφάνερες στα κορίτσια. Γι’ αυτό κ’ η φιλία—καλύτερα οι σχέσεις—περιοριζόντανε κυρίως μεταξύ των κοριτσιών της ίδιας κοινωνικής τάξης. Αλλά και γι’ αυτό, το κουτσομπολιό σε βάρος των κοριτσιών τής ανώτερης τάξης ήταν αγριότατο. Γενικώς τις αριστοκράτισσες τις ονόμαζαν σκωπτικά φαρφουρία.
ΑΓΩΓΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Τα παιδιά και τα κορίτσια γενικά μέσα στο σπίτι σεβόντανε πολύ τούς πιο ηλικιωμένους. Όταν τύχαινε κανένας μουσαφίρης, ή καθόντανε σ’ άλλο δωμάτιο ή μένανε στο ίδιο, αλλά χωρίς να επεμβαίνουν στην ομιλία και χωρίς να μετατοπίζονται από τη θέση τους. Μόνο άκουγαν. Την παρέμβασή τους στη συζήτηση την θεωρούσαν για ασέβεια.
Απαραίτητες γλωσσολογικές εξηγήσεις: όπου το γράμμα έχει επιπλέον τόνο χρώματος ‘’μπόλντ’’, αλλάζει και η προφορά του στην ποντιακή γλώσσα. Δηλ: το α το προφέρουμε σαν έψιλον. Αν είναι δυο γράμματα μαζί στην κατάληξη, όπως τα ια, τα προφέρουμε σαν έψιλον επίσης. Το χ σαν σίγμα. Στην περίπτωση που πρόκειται για σύμφωνο η προφορά τους είναι πιο ασθενική, με μικρές εξαιρέσεις στο ζ, το σ κ.α. ανάλογα την λέξη που τα συναντάμε (φιλτζάνα) όπου εκεί ακούγεται πιο ‘’βαριά’’.
Πηγή*: Το αξεπέραστο ως σήμερα έργο του Ξενοφώντα Άκογλου (Ξένου Ξένιτα), Από την ζωή του Πόντου – Λαογραφικά Κοτυώρων-, εκδ. Μάτι, αναστατική έκδοση του 1938.
Το βρήκαμε στο: www.e-istoria.com
Πατήστε για να δείτε το κείμενο : http://www.e-istoria.com/po1.html