ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Τιτιντσήδες (ή Καπνάντ’).
Ιδιότυπος πρωτοχρονιάτικος καρνάβαλος της περιοχής Ματσούκας. Οι Καπνάντ’ σχημάτιζαν όμιλο δέκα ως δεκαπέντε ανδρών, που ντύνονταν με παλιά και παράξενα ρούχα, μουντζούρωναν το πρόσωπό τους με καπνιά (μανέα) και κρατούσαν παλιά όπλα. Στη μέση τους φορούσαν ζώνη από ύφασμα, με ψεύτικα φυσίγγια (φτιαγμένα συνήθως από ρόκες καλαμποκιού). Επίσης κουβαλούσαν στην πλάτη τους ένα σάκο γεμάτο άχυρο και προσπαθούσαν να τον πουλήσουν σαν να ήταν καπνός, ενώ ο κόσμος που συγκεντρωνόταν γύρω τους επιχειρούσε να βάλει φωτιά στους σάκους.
Στις παραστάσεις των Καπνάντων συμμετείχαν επιπλέον και οι Κοτσαμάντ’, που ντύνονταν με φουστανέλες και παρίσταναν του αρματολούς. Οι τιτιντσήδες υποδύονταν τους διώκτες τους. Στην αναπαράσταση της μάχης και της καταδίωξης των Κοτσαμάντων, μέσα στα χωράφια, τα δάση ακόμη και στις αυλές των σπιτιών, ηττημένοι ήταν πάντα οι Καπνάντ’. Η αιτία της συμπλοκής ήταν συνήθως το κλέψιμο της «νύφης» από τους Τιτιντσήδες. Οι Κοτσαμάντ’ τους έπιαναν αιχμάλωτους και τους γύριζαν στο χωριό. Τότε επενέβαιναν οι χωρικοί, που έκαναν έρανο μεταξύ τους, για να πληρώσουν τα λύτρα για την απελευθέρωση των Τιτιντσήδων. Στόχος του εθίμου ας σημειωθεί ότι ήταν η συγκέντρωση χρημάτων για την πληρωμή των δασκάλων.
Τα τρίτα.
Η τρίτη μέρα από το θάνατο ανθρώπου, κατά την οποία, όπως και στην ελληνική αρχαιότητα, τελούσαν μνημόσυνο οι συγγενείς του. Από νωρίς συγγενείς, αλλά και φιλικά άτομα, συγκεντρώνονταν στο σπίτι του νεκρού. Εκεί ετοίμαζαν τα κόλλυβα μέσα σε δίσκο. Αφού πασπάλιζαν την επιφάνειά τους με ψιλή ζάχαρη, τη στόλιζαν με φαραχλαεμένα καντζία (= ψίχα φουντουκιού ή καρυδιού τυλιγμένη σε χρυσόχαρτο). Για το στολισμό χρησιμοποιούσαν και κόκκους από ρόδι, καθώς και μαύρη σταφίδα ψιλή (= μαύρα τσεμίτσα). Στη μέση της επιφάνειας σχημάτιζαν το σταυρό και στη βάση του τα αρχικά του νεκρού. Όση ώρα κρατούσε η ετοιμασία των κόλλυβων κερνούσαν στους παρευρισκόμενους ρακί και παξιμάδια. Εκείνοι με τη σειρά τους εύχονταν: «Ο Θεός σ’ χωρέσ’ τον», «λαφρόν η νύχτα τ’», «αιωνία η μνήμη ατ’» κ.ά. Την άλλη μέρα τα κόλλυβα μεταφέρονταν στην εκκλησία για «διάβασμα». Μετά το «διάβασμα» μοιράζονταν στο εκκλησίασμα, αφού πρώτα χωρίζονταν το μερίδιο του παπά και του προσωπικού της εκκλησίας. Ο παπάς, ο επίτροπος, ο ψάλτης και οι παρόντες στην εκκλησία πήγαιναν στο σπίτι του νεκρού, όπου τους προσφέρονταν ποτό και κόλλυβα και μερικές φορές και φαγητό, αν τους το επέτρεπαν τα οικονομικά τους.
Σχετική κατάρα: «Τα τρίτα σ’ να εφτάω!».
Αιιδίτσας (τ’ Αιιδίτσας).
Πρωτοχρονιάτικο έθιμο. Τελούνταν στο χωριό Αντρεάντων της Αμισού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς: Ένας άντρας μεταμφιεζόταν σε κατσίκα. Φορούσε μακρύ φουστάνι, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους και στο κεφάλι φορούσε το δέρμα της κεφαλής κατσίκας. Δυο κομμάτια από ξύλο ήταν προσαρμοσμένα στα δυο σαγόνια του κεφαλιού της μάσκας. Ο μεταμφιεσμένος κρατούσε τις άκρες των ξύλων και τις ανοιγόκλεινε προκαλώντας ανάλογο κρότο με το άνοιγμα και το κλείσιμο του σαγονιού. Τον συνόδευαν δύο άλλοι. Ο ένας έπαιζε λύρα, ενώ ο άλλος κρατούσε το δισάκι για τη συλλογή και μεταφορά των δώρων. Με το σούρουπο ο όμιλος άρχιζε την επίσκεψη στα σπίτια. Εκεί ο μεταμφιεσμένος επιδιδόταν σε χορό με τη συνοδεία της λύρας και το τραγούδι του λυράρη, που ήταν το ακόλουθο:
Αιιδίτσα μ’ βόσκεται
συρίζ’ ‘ατεν και κλώσκεται
κι εγώ τιναν αγαπώ
τοραπολούζ’ ζώσκεται
(Βόσκει το μικρό κατσίκι υπακούοντας στα σφυρίγματά μου κι αυτήν που αγαπώ εγώ μεταξωτή ζώνη ζώνεται).
Μερικοί λυράρηδες τραγουδούσαν το ακόλουθο τουρκόφωνο τραγούδι:
—Κετσιτσί μ’ κερτσιτσί μ’ γιολ μπιλμέζ
—Κερβανά καρούς τα γκελ.
—Ολάν τσοπάν, κοϊνλαρού κουτσένε.
—Αγιαγού μ’ τοπάλ τα κουτέμιορούμ, τζανού μ’.
—Κετσιτσίμ’ κετσιτσίμ’ γιαλ ετέρ πεσ ον παρά καρ ετέρ
τσορέκ’ τα βερσένε γιαγλανούρ.
(Το κατσίκι μου το κατσίκι μου δεν ξέρει το δρόμο. —Στο κοπάδι ανάμειξέ το και έλα. —Τσομπάνε, βόσκα τα πρόβατα. Το πόδι μου είναι κουτσό και δεν μπορώ να τα βοσκήσω, ψυχή μου. —Το κατσίκι μου, το κατσίκι μου βόσκει. Πέντε δέκα παράδες κέρδος κάνει. Κι αν του δώσεις τσουρέκι παχαίνει).
Το δρώμενο, που, εκτός από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τελούνταν μερικές φορές και κατά την παραμονή των Χριστουγέννων, έχει κοινά σημεία με τις αρχαιοελληνικές αγροτικές γιορτές και τη λατρεία του θεού Διονύσου. Είναι τα κοινά αυτά σημεία τα ακόλουθα: α) Ο χρόνος τέλεσης. Το δρώμενα της Αιιδίτσας τελούνταν κατά το χρονικό διάστημα του β’ δεκαπενθημέρου του Δεκεμβρίου. Τα διάστημα αυτό αποτελεί μέρας του αρχαίου αττικού μήνα Ποσειδεώνα κατά τον οποίο, εκτός από τις άλλες γιορτές, τελούνταν τα Αλώα, αγροτική γιορτή προς τιμή της Δήμητρας, της Κόρης και του Διονύσου, για την ευόδωση της βλάστησης, καθώς και τα Διονύσια «κατ’ αγρούς» στους δήμους της Αττικής, με πομπή και ασκωλιασμούς, προς τιμή του Διονύσου. β) Η μεταμφίεση. Ο πρωταγωνιστής της Αιιδίτσας έφερε κεφαλοστολή από δέρμα κατσίκας, αλλά και τραγόμορφοι και τραγόποδες οι σάτυροι και Σειληνοί, μισοάνθρωποι και μισοζώα, ακολουθούν τον πολυπαθή θεό Διόνυσο στις περιπέτειές του. γ) Μουσικά όργανα. Ο αυλός, τα τύμπανα κ.ά. μουσικά όργανα μαζί με τους ύμνους προς το θεό Διόνυσο έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στα βακχικά πανηγύρια. Αλλά και στο δρώμενα της Αιιδίτσας που τελούνταν στα Αντρεάντων της Αμισού, η λύρα, τα τραγούδια και α χορός βοηθούσαν τα θεατή να μεταφερθεί νοερά σε βακχικό πανηγύρι της αρχαιότητας.
Τα προσφερόμενα δώρα στον αυτοσχέδιο θίασο δεν πρέπει με κανένα τρόπο να θεωρούνται μια μορφή αργυρολογίας. Αποτελούσαν απλά μια έκφραση ευχαριστίας σ’ αυτούς που υποβάλλονταν στον κόπο να διατηρούν τη ζωογόνα παράδοση.
Γ. Χατζόπουλος
Τα Γαλιαία (ή γαλιλαία).
Πρόκειται για ένα παράξενο έθιμο τελούμενο κάθε χρόνο σε μερικά μόνο χωριά, που μένουν Ρωσοπόντιοι. Αμέσως μετά την Κυριακή του Θωμά, την Δευτέρα το πρωί, οι νοικοκυρές πηγαίνουν στα μνήματα του χωριού με κόλλυβα, κόκκινα αβγά, τσουρέκια πασχαλινά (πασχαλίτσες), λαγάνες πισία και περεσκία. Αφού ευλογήσει ο παπάς τα αναθήματα και μνημονεύει τα ονόματα των νεκρών, γίνεται η διανομή τους σε όλους τους παρευρισκόμενους. Ύστερα όλοι μαζί κάθονται και συντρώγουν σ’ αυτόν το χώρο της ανάπαυσης των ψυχών και διαταράσσουν τη γαλήνη του κοιμητηρίου. Τρώνε σχεδόν πάνω στις πλάκες των τάφων.
Η όλη εθιμοτυπική διαδικασία ξενίζει κι αποτελεί μυστήριο η αιτιολόγησή της. Πιθανολογείται ότι το έθιμο πήρε το όνομά του από τη Γαλιλαία, τον τόπο όπου μεγάλωσε και έδρασε ο Χριστός. Υποστηρίζεται ότι από παρανόηση της φράσης του ευαγγελίου που διαβάζεται στον όρθρο της Κυριακής του Θωμά και που λέει: «Οι ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν εις την Γαλιλαίαν», προήλθε η παρανόηση ότι επρόκειτο περί αγίου. Έτσι είπαν: «τα’ άε – Γαλιλαία» (του Αγίου Γαλιλαία) και στη συνέχεια απλά γαλιαία.
Το δάκλυμαν.
Καθαρισμός, εξαγνισμός. Για τους Πόντιους το δάκλυμαν αποτελεί έθιμο. Οι νοικοκυρές όσες φορές είχαν την εντύπωση ότι οικιακά σκεύη είχαν μαγαριστεί από κάποια αιτία (από γλείψιμο σκύλου ή γάτας, τα πέρασμα ποντικού ή από κακά πνεύματα) τα ξέπλεναν με αγιασμό, που είχαν φυλαγμένα από τα Θεοφάνια. Αλλά και την ημέρα των Φώτων έκαναν το δάκλυμαν προκαταβολικά στα σκεύη τους.
Σε πολλά μέρη του Πόντου, αλλά και σήμερα σε χωριά της Ελλάδας, μέσα στα αγιασμένα νερά όπου βούτηξε ο ιερέας τα σταυρό, βουτούν και τα σκεύη της εκκλησίας.
Η εμπονέστια.
Αποκριάτικο έθιμο, κατά το οποίο την Κυριακή της Τυροφάγου όλοι οι σπιτικοί κάθονταν το βράδυ στο καλοστρωμένο τραπέζι και έτρωγαν ό,τι καλό είχαν, κρέατα, γαλακτερά κτλ. Όμως, οι νέοι έπαιρναν αμαγείρευτες τροφές από τα σπίτια τους και πήγαιναν παρέες παρέες σε αλώνια ή σε μέρη ακατοίκητα και εκεί μαγείρευαν και έτρωγαν. Το βράδυ συγκεντρώνονταν όλες οι παρέες στο σημείο όπου ήταν η μεγαλύτερη παρέα και άρχιζαν χορό και γλέντι, που κρατούσε ως τα μεσάνυχτα. Μετά το γλέντι αυτό, από την επόμενη ημέρα άρχιζε η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής. Και επειδή ακριβώς θα έμπαιναν στη νηστεία «εμπονέστια», καλοτρώγανε μέχρι σκασμού και ξεφάντωναν σε μεγάλο βαθμό.
Συναντάται η λέξη και σε στίχους:
«Τ’ εμπονέστια την βραδύν,
καλόν κέφ’ είχαμ’ οι δυ’.»
(Καλά τα περάσαμε οι δυο μας το βράδυ της Αποκριάς.)
Το καλάνταμαν (και καλαντίασμαν).
Η προσφορά δώρων στα παιδιά (από τους γονείς, το νουνό κτλ.) τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Ειδικά στην περίπτωση του νουνού, ο βαφτισιμιός του πήγαινε στο σπίτι του για να του ευχηθεί: «Χρόνια πολλά, δεξάμενε (δεξαμέντσα) . . .». Η απάντηση ήταν: «Σ’ εσέν χρόνια πολλά, ρίζα μ’, να τρανύντς και να ίνεσαι προκομμένος. . .». Αφού καθόταν το παιδί στο σπίτι του νουνού του αρκετή ώρα, κατά την αναχώρηση δεχόταν τα δώρα του, που μπορούσαν να είναι: παιδικά κουστουμάκι, παπούτσια, βιβλίο ή και ένα αξιόλογο χρηματικό ποσό. Τα δώρα αυτά λέγονταν «καλαντέσα».
Η πράξη αυτή του νουνού ασκούσε ιδιαίτερη ευεργετική επίδραση στην ψυχολογία του παιδιού. Αν κάποιος νουνός δεν έπραπε αυτά το καθήκον του χαρακτηριζόταν ως αντικοινωνικός.
Σ’ ορισμένες περιοχές του Πόντου και στο Καρς και ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρο στο νουνό του, οπότε το καλαντίασμαν γινόταν κι απ’ τις δυο πλευρές.
Καλαντίασμαν γινόταν και στα νερά, στις βρύσες, στα πηγάδια (βλ. καλαντόνερον).
Ο όρος καλαντίασμαν έχει και μεταφορική έννοια. Σημαίνει γερό ξυλοδαρμό.
Το καλαντοκούρ’.
Κούτσουρο χοντρό που καιγόταν στο τζάκι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Σύμφωνα με τις ποντιακές λαϊκές δοξασίες, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, με την αλλαγή του χρόνου, τα δαιμόνια κατεβαίνουν από την καπνοδόχο. Και η φωτιά τα εμποδίζει. Επειδή τα δαιμόνια είναι πολλά και έρχονται σταδιακά, το καλαντοκούρ’ πρέπει να είναι μεγάλο. Διάλεγαν λοιπόν ένα μεγάλο κούτσουρο, συνήθως από βελανιδιά, για να διαρκέσει ολόκληρη τη νύχτα (σε μερικές μάλιστα περιοχές ολόκληρο το Δωδεκαήμερο), που έμενε αμετακίνητο στη θέση του ώσπου να καεί ολότελα. Η συνεχής διατήρηση της φλόγας αποτελούσε απαραίτητο όρο για την επιτέλεση του σκοπού του. Αν λοιπόν η φλόγα έσβηνε από κάποια αιτία, αυτό θεωρούνταν κακοσημαδιά. Οποιαδήποτε ενόχληση από το καλαντοκούρ’ (καπνός, δυσοσμία κτλ.) ήταν ανεκτή. Ο τυχόν θόρυβος (τρίξιμο), που έκανε, ενώ καιγόταν το καλαντοκούρ’, νόμιζαν ότι οφειλόταν στο κάψιμο των δαιμονίων.
Το καλαντόνερον.
Το νερό που έπαιρναν οι Πόντιοι από τις βρύσες (πεγάδα) και τα ποτάμια τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς, κατά το καλαντίασμά τους. Το νερό αυτό, που το θεωρούσαν αγιασμένο, το ‘φερναν στο σπίτι, έπιναν όλοι από λίγο και με το υπόλοιπο ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τα ζώα και τα χωράφια.
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς, γυναίκες με διάφορα δώρα στα χέρια (τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα, ψημένο στάρι, αλάτι κτλ.) επισκέπτονταν τη βρύση του χωριού ή το ποτάμι, απ’ όπου υδρεύονταν, και τα εναπόθεταν εκεί κοντά, λέγοντας την ευχή: «Κάλαντα και καλός καιρός, πάντα και του χρόνου». Τότε ακριβώς έπαιρναν το καλαντόνερον. Πίστευαν πως η ροή του νερού πάνω στην αλλαγή του χρόνου σταματούσε για λίγο. Αν σ’ αυτή τη μυστηριακή ώρα βρισκόταν κάποιος κι έβλεπε το φαινόμενο, τον θεωρούσαν τον πιο αθώο και τον πιο τυχερό του χωριού. Κι ό,τι ζητούσε, σαν ιδιαίτερη επιθυμία, θα το έβρισκε. «Επλερούτον σα μουράτα τ’», γίνονταν οι επιθυμίες του πραγματικότητα.
Παίρνοντας κανείς νερό, δεν έπρεπε να γυρίσει να δει πίσω του. Γιατί τότε τ’ άστρα του ουρανού πέφτουν και σβήνουν μέσα στα νερά και οι άγγελοι σχίζουν τον Ιορδάνη ποταμό και στον ουρανό κολλάνε άλλα αστέρια. Εκείνη την ώρα τα νερά μουγκρίζουν, βοούν, δημιουργούνται τεράστια κύματα και «γνεφίζ’νε», ξυπνούν.
Τότε αν κανείς γυρίσει πίσω του να δει, αρρωσταίνει ψυχικά (παθάν’, βλάφκεται, αχπαράεται) και μένει για καιρό άρρωστος.
Γι’ αυτό δεν πήγαιναν για καλαντόνερο οι λεχώνες και οι ασαράντιστες.
Το καλάντισμα της βρύσης γινόταν ιδιαίτερα από τις ελεύθερες κοπέλες του χωριού. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς πρόσφεραν στο «πεγάδ’» διάφορα φρούτα και ιδίως μήλο. Και σαν ανταπόδοση περίμεναν από τη βρύση ν’ ανοίξει την τύχη τους με την καινούρια ροή του νερού, μετά τη σύντομη διακοπή του, σύμφωνα με τα παραπάνω. Τα ελεύθερα παλικάρια του χωριού καιροφυλακτούσαν κι όταν αποχωρούσαν οι κοπέλες, πλησίαζαν στη βρύση κι έτρωγαν τα φρούτα. Το παλικάρι που έτρωγε το μήλο της συγκεκριμένης κοπέλας, θα την ερωτευόταν και σύντομα θα την παντρευόταν, κατά την ποντιακή λαϊκή πίστη. Επενεργούσαν εδώ κάποιες μαγικές δυνάμεις, καθώς διαλαλεί η ποντιακή δημοτική ποίηση:
Ανάθεμα π’ εκρέμιζεν
το μήλον σο πεγάδιν,
το μήλον είχεν φάρμακον
και το πεγάδ’ μα(γ)είας.
Μα(γ)εύ’ εμέν, μα(γ)εύ’ κι εσέν,
μαεύ’ τοι δυς εντάμαν.
Η κόρ’ μαεύ’ ελλενικά,
ρωμαίικα παλικάρα…
Τα κοπανίσματα.
Έθιμο του γάμου, ιδίως στην περιοχή της Κερασούντας. Σύμφωνα με το έθιμο αυτό, λίγες μέρες πριν από το γάμο, στο σπίτι του γαμπρού οι συγγενείς κοπάνιζαν το στάρι που θα ήταν απαραίτητο για το γάμο. Πρόκειται για πολύ παλιό έθιμο, που έπαψε να ισχύει πολλές δεκαετίες πριν από τον ξεριζωμό. Διατηρήθηκε όμως στο Καράπερτσιν και σε άλλα χωριά της Αμισού, στα οποία όμως τα κοπανίσματα συνοδεύονταν και από τους ήχους μουσικών οργάνων.
Πακλά Χοράν.
Το γλέντι που γινόταν στην Αμισό, την Καθαρά Δευτέρα. Την ημέρα αυτή όλοι έβγαιναν στην ύπαιθρο με τα σαρακοστιανά φαγητά. Στην εξοχή μάζευαν και σαλιγκάρια και τα έβραζαν. Την ίδια μέρα η νοικοκυρά κρεμούσε στο κελάρι της τον κουκαρά, ένα κρεμμύδι με φτερά κότας, όσες και οι εβδομάδες της νηστείας. Με κάθε εβδομάδα που περνούσε έβγαζαν και ένα φτερό και έτσι ήξεραν πόσες εβδομάδες νηστείας μεσολαβούσαν ως το Πάσχα.
Ο κουκαράς.
Ιδιόχειρη κατασκευή που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως ως φόβητρο των παιδιών, με σκοπό την αυστηρή τήρηση της νηστείας της Μ. Σαρακοστής. Ήταν ένα κρεμμύδι (ή πατάτα) με κοτσάνι, για να μπορεί να προσδένεται στο ταβάνι, μαυρισμένο με καψαλισμένες μουστάκες (ριζίδια) με μεγάλα άσπρα μάτια, ζωγραφισμένα με κιμωλία και αυστηρό ύφος. Γύρω γύρω του κάρφωναν εφτά μεγάλα φτερά, όσες και οι εβδομάδες της Μ. Σαρακοστής, από ουρά κότας και τον κρεμούσαν στον «ασχανά», καθιστικό δωμάτιο, να υπενθυμίζει στους επιλήσμονες μικρούς το καθήκον της νηστείας. Κάθε εβδομάδα αφαιρούσαν και ένα φτερό. Έτσι ήξεραν πόσες ημέρες υπολείπονταν μέχρι το Πάσχα. Το Μ. Σάββατο, όταν έμενε, πια, άφτερος, «αναχωρούσε», για να επιστρέψει, ύστερα από ένα χρόνο στο πόστο του!
Η κουσκουβάρα.
Όταν τους θερινούς μήνες τους βασάνιζε η ξηρασία, οι Πόντιοι επιχειρούσαν με την ομοιοπαθητική μαγεία να προκαλέσουν τη βροχή. Έτσι έπαιρναν δυο κοριτσάκια τα έντυναν με κουρελιασμένα ρούχα και τα περιφέρανε από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το δίστιχο τραγούδι:
—Κουσκουβάρα νε ιστέρ;
—Αλλαχτάν γιαμούρ ιστέρ!
(—Τι θέλει η κουσκουβάρα;
—Θέλει βροχή από το Θεό).
Σε κάθε σπίτι η νοικοκυρά έριχνε πάνω στα κοριτσάκια συμβολικό λίγο νερό, ενώ παράλληλα τα φιλοδωρούσε με αβγά ή και χρήματα.
Άλλες φορές έκαναν μια κούκλα (=σκιάχτρο) από πανιά, κουρέλια και παλιά ρούχα, την οποία περιέφεραν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι.
Η κουσκουντέρα (και κουσκουτέρα).
Μεγάλη σκούπα από ένα είδος αγκαθωτού θάμνου, ντυμένη με ένα μακρύ, μαύρο, τσόχινο χιτώνα όπου κρέμονταν τα μανίκια του, ζωσμένη με μια κόκκινη ζώνη στη μέση της. Πίστευαν πως με την περιφορά του σκιάχτρου της κουσκουντέρας μπορούν να προκαλέσουν βροχόπτωση, γι’ αυτό την περιέφεραν στα σπίτια, σε περίοδο ανομβρίας, τα παιδιά του χωριού ψάλλοντας στην εξώπορτα κάθε σπιτιού το παρακάτω τραγούδι στην τουρκική γλώσσα:
«Λαϊστέρα, κουσκουντέρα αλλαχτάν γιαγμούρ ιστέρα, βερ αλλάχ, βερ αλλάχ ζεγκινούν παχτσιασινέ, φουκαρενούν ταρλασινά» (Κουνίστρα, κουσκουντέρα απ’ το Θεό βροχή ζητάει. Δώσε Θεέ, δώσε Θεέ στου πλούσιου τον κήπο και στου φτωχού το χωράφι. Κάθε οικοδέσποινα έχυνε πάνω στην κουσκουντέρα αρκετό νερό και έδινε και κάποιο φιλοδώρημα.
Τα λαμπροήμερα.
Οι τρεις μέρες της Λαμπρής. Στον Πόντο το τριήμερο της Λαμπρής γιορταζόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα με χαρές, χορούς και τραγούδια. Σ’ όλα τα σπίτια το τραπέζι ήταν στρωμένο με Πασχαλινά φαγώσιμα και ιδιαίτερα με κόκκινα αβγά και λαμπροκουλούρες. Οι άντρες, απαρτίζοντας μικρούς ομίλους με το λυράρη να παίζει κι αυτοί προπορευόμενοι να χορεύουν, περιέρχονταν όλα τα σπίτια για τον καθιερωμένα χαιρετισμό, για το «Χριστός ανέστη. Τότε ήταν η ευκαιρία να συμφιλιωθούν σι μαλωμένοι, όσοι ακόμη δεν είχαν συμφιλιωθεί τις προηγούμενες ημέρες για την πασχαλινή μετάληψη. Αλλά τα λαμπροήμερα ήταν κυρίως το πανηγύρι του αβγού. Από την αρχή της Σαρακοστής οι μανιώδεις, οι άντρες κυρίως, διάλεγαν και φύλαγαν τα γερά αβγά για να τσουγκρίσουν, όχι μόνο στο χωριό, αλλά και στα γειτονικά χωριό. Εκτός από τα φυσιολογικά γερά αβγά, έκαναν και τεχνητά, τα τζιχτζιρίνα. Με τα σπασμένα αβγά έπαιζαν μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, το λεγόμενο «κύλημαν τ’ ωβού» σε κάθε κατωφέρεια.
Η λυκοχαντζού.
Έθιμο κατά το οποίο πιστευόταν πως ένα δαιμόνιο που είχε μορφή λύκου ή σκύλου και επισκεπτόταν τα σπίτια τη Σαρακοστή, μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου, για να τα βλάψει. Για να προφυλαχθούν από το κακό αυτό, οι ένοικοι άφηναν στην πόρτα ένα άχρηστο αντικείμενο, κατά κανόνα τσαρούχι, ώστε να το πάρει η λυκοχαντζού και να μην τους πειράξει.
Το μάχ’.
Το έθιμο, να μη μιλάει η νεόνυμφη στα πεθερικά της για ένα χρονικό διάστημα από σεβασμό. Φράση: Η νύφε κρατεί μάχ’ = η νύφη μένει αμίλητη.
Ήταν ένα παλιό ποντιακό έθιμο πράγματι ανελεύθερο, που στόχευε να δείξει το μεγάλο σεβασμό της νύφης απέναντι στα σεβαστά μέλη της οικογένειας στην οποία ανήκε και αυτή με το γάμο της, αλλά παράλληλα ήταν και ένας τρόπος αποφυγής αντιγνωμιών, ιδιοτροπιών ή και καβγάδων με τις άλλες νύφες, που ζούσαν όλες στο ίδιο σπίτι με τα πεθερικά τους. Σε πολλά μέρη του Πόντου (Κερασούντα, Χαλδία, Σάντα, Κοτύωρα, Σούρμενα, Νικόπολη κ.α.) η νύφη όχι μόνο κατά την περίοδο του αρραβώνα ή αμέσως μετά το γάμο, αλλά και επί πολλά χρόνια μετά το γάμο κρατούσε το μάχ’ δηλαδή δεν είχε το δικαίωμα να μιλά στον πεθερά, την πεθερά και τα άλλα μέλη της οικογένειας, που ήταν μεγαλύτερα απ’ αυτήν. Το τέλος της σιωπής ερχόταν έπειτα από χρόνια και μόνο αν θα το απαιτούσαν τα πεθερικά της. Τότε η νύφη φιλούσε το χέρι του πεθερού ή της πεθεράς και εκείνοι της δώριζαν ένα φόρεμα. Από τη μέρα που η νύφη αποκτούσε το δικαίωμα να μιλάει με τον πεθερό της, τον έλεγε «πατέρα», την πεθερά της «μητέρα», τους κουνιάδους της «αφέντα», τις κουνιάδες της «κυρά», τον παππού «πάππο» και τη γιαγιά «καλομάνα». Τέλος, τα άλλα ηλικιωμένα άτομα τα ονόμαζε «θείο» ή «θεία», το νουνό «δεξάμενε» και τη νουνά «δεξαμένη».
Το νυφείον.
Η νυφική παστάδα, το δωμάτιο, όπου έμπαινε η νύφη μετά τη στέψη και την υποδοχή της στο σπίτι του γαμπρού.
Ο χώρος του νυφείου διαμορφωνόταν ως εξής: Μπροστά από μια γωνιά του δωματίου κρεμούσαν ένα ύφασμα σαν κουρτίνα. Έτσι δημιουργούσαν στη γωνιά εκείνη έναν ιδιαίτερο χώρο, το «νυφείον». Χωρούσαν εκεί μόλις τρία τέσσερα άτομα.
Μέσα στο νυφείον η πεπλοφορούσα νύφη παρέμενε αρκετή ώρα, καμιά φορά δυο και τρεις. Στο διάστημα αυτό την επισκέπτονταν διάφορα άτομα, ακόμη και παιδιά. Η νύφη φιλούσε ολονών τα χέρια (ακόμα και των παιδιών). Στο νυφείον έφερναν και κάθιζαν στα γόνατα της νύφης ένα αγόρι, δίνοντάς της την ευχή να είναι αγόρι το πρώτο παιδί που θα κάνει, και ο γαμπρός του έδινε χρήματα.
Στο νυφείον, κοντά στο γαμπρό και τη νύφη, βρισκόταν και η παρανύφτσα, και ο κουμπάρος. Κι ενώ η νύφη παρέμενε στο νυφείον, ηλικιωμένα άτομα έπαιρναν το γαμπρό και τον κουμπάρο και τους έβγαζαν έξω. Η έξοδος της νύφης από το νυφείον γινόταν αργότερα, με το στήσιμο του χορού «θήμιγμα», που ήταν ο πρώτος χορός για τη νύφη μετά τη στέψη.
Το νυφείον αναφέρεται και σε πολλά δημοτικά τραγούδια, όπως το άσμα για τον Γιάννεν Κιμισκήν, …τσάλ’ και μαγεύ’ τη νέγαμψαν κι εβγάλ’ α σο νυφείον…
(Αργά παίζει τον ταμπουρά και μαγεύει τη νιόνυφη και τη βγάζει από τη νυφική παστάδα).
Το θήμιγμα (ή θήμισμα).
Χορός του γάμου. Αποτελούσε στον Πόντο μέρος του (εκτός εκκλησίας) τελετουργικού του γάμου. Απ’ αυτή την άποψη είναι πιο πολύ έθιμο παρά χορός. Μετά τη «χάρ’» ή τα «χάρτα» ή το «χάρισμαν» προς το νιόπαντρο ζευγάρι αρχίζει το θήμισμα. Τον κύκλο του χορού τον αποτελούν εφτά μονοστέφανα ζευγάρια —ανδρόγυνα δηλαδή που έχουν έρθει μόνο σε πρώτο γάμο— και ένας επιπλέον χορευτής. Στο χορό μπαίνει και το νιόπαντρο ζευγάρι με τον κουμπάρο και την κουμπάρο, την παρανύφ’σα, ον υπάρχει. Στη μέση του χορού βρίσκονται τα όργανα, συνήθως ο λυράρης, παίζοντας και τραγουδώντας, και ο παπάς με το θυμιατό του, θυμιάζοντας τους νεόνυμφους και τους χορευτές. Η Παρουσία του παπά σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε εδώ στην Ελλάδα, όπου σε πάρα πολλά ποντιακά χωριά διατηρείται ακόμη αυτό το έθιμο.
Το τραγούδι που συνοδεύει το χορό δεν ήταν το ίδιο σ’ όλες τις περιοχές του Πόντου. Κοινό γνώρισμα όλων όμως ήταν οι συμβουλές, οι υποδείξεις, οι ευχές αλλά και τα παινέματα προς τη νύφη.
Ο χορός είναι ομαλός και απλός σε ρυθμό δίσημο, με αργά, ρυθμικά, πλάγια προς τα δεξιά βήματα. Οι χορευτές κρατιούνται από τις παλάμες, στο ύψος των ώμων περίπου, κρατώντας στο δεξί τους χέρι από μια λαμπάδα αναμμένη. Το όνομα του χορού, θήμισμα ή θήμιγμα, προέρχεται από παράφραση του ρήματος φημίζω (θημίζω) —αυξάνω τη φήμη κάποιου, σ’ αυτή την περίπτωση του νιόπαντρου ζευγαριού και κύρια της νύφης.
Τα εφτά μονοστέφανα ζευγάρια —καθαρά χριστιανικός συμβολισμός— συμβολίζουν τις εφτά μέρες της δημιουργίας, της οποίας ενσάρκωση πρέπει να αποτελέσει το καινούριο ζευγάρι. Ο επιπλέον χορευτής στον κύκλο, το τεκ’, το μονόν, είναι γνώρισμα της αυξημένης ευαισθησίας στις προλήψεις, που υπήρχε στον Πόντο όπως και σ’ όλη την Ελλάδα τότε. Ήταν η άμυνα στη βασκανία και σε κάθε κακό απ’ το οποίο έπρεπε να προφυλαχθεί το νιόπαντρο ζευγάρι.
Υπάρχουν τρεις παραλλαγές στα βήματα του χορού στις διάφορες περιοχές του κεντρικού και ανατολικού Πόντου καθώς και του Καρς όπου και συναντάμε το χορό. Στην πιο σπάνια από τις τρεις το πρώτο βήμα γίνεται με το αριστερό πόδι. Στις άλλες δύο που είναι και οι πιο κοινές είτε χρησιμοποιείται το χορευτικό μοτίβο του χορού ομάλ’ είτε έχουμε αργόσυρτα βήματα συνεχώς προς τα δεξιά. Σε κάθε περίπτωση η φορά του χορού είναι προς τα δεξιά. Τα πιο συνηθισμένα τραγούδια του χορού είναι τα: «Εφτά ζευγάρα και το τακ κρατούνε τα λαμπάδας…» και «Θημί – θημί θημίζουμε τον νέγαμον τη νεγάμσαν, σουμά σα ξημερώματα και τα πετινολάλα.. » Στους εφτά κύκλους που πρέπει να κάνουν οι χορευτές και μετά τα πρώτα λόγια των τραγουδιών που είναι συγκεκριμένα, ο λυράρης πήγαινε μπροστά σε κάθε ζευγάρι το οποίο τραγουδούσε παραινέσεις, πολλές φορές αυτοσχέδιες, προς τους νεόνυμφους ή και αποκλειστικά σε έναν από τους δύο. Συνήθως τα ζευγάρια από το ένα σόι παραινούσαν τη νύφη ή το γαμπρό που προέρχονταν από το άλλο σόι. Οι παραινέσεις αυτές κάποιες φορές είχαν και χαρακτήρα υπερβολής ή και κωμικό ακόμη «τρανόν τσακέλ να δίτα τεν και σο χωράφ στείλτα τεν!» που όμως προκαλούσαν και την αντίδραση-απάντηση από το άλλο σόι «τρανόν τσακέλ μη δίτα τεν και σο χωράφ’ μη στείλτα τεν!». Βέβαια τέτοια πειράγματα και παιγνιώδεις αντιπαλότητες μεταξύ των σογιών βρίσκουμε σε πολλά σημεία του ποντιακού γάμου και με πολλούς και ευφάνταστους τρόπους (από πάλη μεταξύ δύο νεαρών από κάθε σόι ως κλέψιμο κοτόπουλων από το κοτέτσι του σπιτιού των γονιών της νύφης από τους φίλους του γαμπρού!).
Κυριάκος Μωυσίδης
Το θήμισμαν.
Έθιμο των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων, που επικρατούσε στις περιοχές των Σουρμένων και της Ματσούκας. Την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και κατά την ημέρα των Θεοφανείων, ομάδες από νέους και έφηβους, με επικεφαλής συνήθως τον έφορο του σχολείου, επισκέπτονταν όλα τα σπίτια. Μόλις έφταναν έξω από κάποιο σπίτι, ένας από όλους άρχιζε να λέει την ευχή: «Ο Θεός να πολυχρονίζ’ τον κύριον» (έλεγε το όνομα του νοικοκύρη), και οι υπόλοιποι έλεγαν «Αμήν». Έπειτα έλεγαν ευχές και για τα άλλα αρσενικά μέλη της οικογένειας. Αν στο σπίτι υπήρχε γυναίκα έγκυος, οι θημιστάντ’ έλεγαν ευχές και για το «σιμαρλαεμένο», δηλαδή για το μωρό που ήταν να γεννηθεί.
Στη Ματσούκα, τα Κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς («Χριστός γεννέθεν», «Καλήν εσπέραν»), λέγονταν Θήμιγμαν (θήμισμαν). Δηλαδή έλεγαν τη «φήμη της γιορτής» και, κατά κάποιο τρόπο, ευφημούσαν το νοικοκύρη.
Ο γαμόστολος.
Η γαμήλια πομπή που σχηματιζόταν στο σπίτι του γαμπρού και ξεκινούσε για την παραλαβή της νύφης. Την αποτελούσε μια ομάδα οπλισμένων από 20-30 παλικάρια με έναν αρχηγό, που βάδιζε σε αρκετή απόσταση από την πομπή. Κατά διαστήματα τα παλικάρια πυροβολούσαν ομαδικά με εντολή του αρχηγού. Αυτά τα ομαδικά πυρά λέγονταν τονανμάδες και τόνιζαν τη μεγαλοπρέπεια και τον πανηγυρικό χαρακτήρα της τελετής. Τους οπλισμένους ακολουθούσαν οι γέροι πάνω στα άλογα, ο γαμπρός πάνω σε κόκκινο ή άσπρο άλογο έχοντας ως οδηγό του τον κουμπάρο. Ο γαμπρός περιστοιχιζόταν από συγγενείς και φίλους και από τις παρανυφάδες, οι οποίες ήταν νιόπαντρες και φορούσαν τα «νεγαμ’κα» τους, δηλ. τη νυφική τους στολή, και τέλος ακολουθούσε η υπόλοιπη πομπή που λεγόταν «οψίκ».
Κατά τη διαδρομή, η πομπή σταματούσε σε διάφορα σημεία, όπως σε σταυροδρόμια, σε ρεματιές, σε γεφύρια και ο γαμπρός έβγαζε από το ζωνάρι του το τριγών’ και το πετούσε σαν ξόρκι για την εξουδετέρωση των κακών πνευμάτων.
Του γάμου το φαϊν.
Έδεσμα με υλικά κρέας, ρεβίθια, κρεμμύδι, σκόρδο, πιπέρι μαύρο, σάλτσα, λάδι. Το κρέας βράζει για λίγο και μετά προστίθενται και τα ρεβίθια. Στη συνέχεια προστίθεται το κρεμμύδι, το σκόρδα, το πιπέρι, η σάλτσα και το λάδι και βράζουν όλα μαζί. Το παρασκεύασμα αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλης βιολογικής αξίας καθόσον συνδυάζει τις ζωικές πρωτεΐνες του κρέατος με τις φυτικές των οσπρίων, γεγονός που καθιστά το φαγητό αυτό δύσπεπτο.
Στον Πόντο τα ρεβίθια με το κρέας συνοδεύονται με πιλάφι από ρύζι είτε χωριστά είτε αναμιγμένα. Έτσι, αραιώνεται η μεγάλη ποσότητα των πρωτεϊνών και το έδεσμα γίνεται πλέον περισσότερο εύπεπτο. Μάλιστα, ρεβίθια με κρέας σε συνδυασμό με πιλάφι από ρύζι προσφερόταν σε όλους τους καλεσμένους στους γάμους (γαμοφόρους) όταν οι ανάγκες για σωματική στήριξη ήταν αυξημένες. Για το λόγω αυτό ήταν γνωστό και ως «του γάμου το φαΐν».
Το γαμπροκούρ’(ιν).
Χοντρό κούτσουρο που κοβόταν δύσκολα. Κατά την ποντιακή συνήθεια, ένα τέτοιο κούτσουρο έπρεπε να σχίσει ο γαμπρός πριν από το γάμο του, για ν’ αποδείξει ότι είναι σε θέση να αναλάβει τα «οικογενειακά βάρη». Το σχίσιμο του κούτσουρου από τον γαμπρό γινόταν με τσεκούρι στην αυλή του πεθερού του, μπροστά στους γειτόνους, που τον επευφημούσαν.
Τα γαμπρολάλια.
Οι επισκέψεις που έκανε γενικά ο μνηστήρας στο σπίτι των γονιών της μνηστής του, έπειτα από πρόσκλησή τους, γιατί με δική του πρωτοβουλία δεν επιτρεπόταν να επισκεφθεί τα πεθερικά του.
Στα γαμπρολάλια πήγαιναν επίσης και οι γονείς του γαμπρού και μερικοί στενοί συγγενείς τους, προς τους οποίους οι γονείς της νύφης παρέθεταν γεύμα. «γαμπροκάλεσμαν».
Το γαμπρόφουστρο.
Γαμήλια συνήθεια των Ποντίων την ημέρα του γάμου, σύμφωνα με την οποία οι συγγενείς της νύφης έβαζαν μπροστά στο γαμπρό και στον κουμπάρο, πριν τους επιτρέψουν να μπουν στο σπίτι της νύφης, ένα ταψί με το γαμπρόφουστρο, δηλαδή αβγά τηγανισμένα σε βούτυρο, και αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να το πληρώσουν.
Το κουνοχάρο(γ)μαν.
Έθιμο που επικρατούσε σε πολλά μέρη του Πόντου ως τα τέλη του 19ου αι. Κατ’ αυτό, όταν δύο φιλικές οικογένειες αποκτούσαν παιδιά —αγόρι η μια και κορίτσι η άλλη— χάραζαν στις κούνιες των βρεφών ένα σημάδι, που είχε τη θέση αρραβώνα. Από εκείνη την ημέρα οι δύο οικογένειες συμπεθέριαζαν. Ενδεικτικό σημείο του συμπεθεριού ήταν το «τεγιέν ψωμίν», δηλ. όταν ζύμωναν στο ένα σπίτι, έστελναν στο άλλο ένα καρβέλι ψωμί.
Το γαμπροκάλεσμαν.
Η πρόσκληση για γλέντι που γίνεται από τους γονείς της αρραβωνιαστικιάς στον αρραβωνιαστικό της και τους γονείς του. Σημαίνει επίσης και την πρόσκληση που έκαναν οι γονείς της νύφης στους νιόπαντρους την 7η μέρα μετά το γάμο τους. Κυριαρχεί εδώ η επιστροφή της νύφης στο πατρικό σπίτι, γι’ αυτό και η φράση: «Η νύφε εκλώστεν σ’ εφτά» (η νύφη επέστρεψε την έβδομη μέρα).
Τα εφτά.
Λεγόταν επίσης και λαλέματα ή συμπεθέρια. Ήταν η επίσκεψη που έκανε ο γαμπρός στα πεθερικά του εφτά (σπάνια δεκαπέντε) μέρες από την Κυριακή του γάμου. Η επίσκεψη αυτή λεγόταν επίσης και αντίχαρα. Μαζί με τους νιόπαντρους πήγαιναν στα πατρικό σπίτι της νύφης και άλλοι συγγενείς του γαμπρού, γύρω στα 8-15 άτομα, στα οποία παρέθεταν τραπέζι.
Η επιστροφή αυτή της νύφης στο πατρικό της σπίτι εκφραζόταν με τη φράση «η νύφε εκλώστεν σ’ εφτά» (στις 7 μέρες γύρισε). Το γαμήλιο τούτο έθιμο συμβόλιζε και τόνιζε την ανάγκη για διατήρηση των στενών συγγενικών δεσμών ανάμεσα στις οικογένειες που συμπεθέριαζαν.
Τα γαρσιλαέματα.
Ποντιακό έθιμο στους χορούς, ιδίως του γλεντιού που γινόταν ευθύς μετά το γάμο στο σπίτι του γαμπρού, κατά το οποίο ο λυράρης γονάτιζε μπρος στο χορευτή για να του δώσει χρήματα (αμοιβή).
Το αποκαμάρωμαν.
Ποντιακό έθιμο που γινόταν μετά το γαμήλιο δείπνο. Λεγόταν επίσης και ξεσκέπασμαν ή ξεσκεπάσματα. Ο παπάς, αφού διάβαζε μια ευχή, με την άκρη του ξίφους του Χατζή-μπαση ανασήκωνε ως ένα σημείο το καμαρωτέρ’, το οποίο στη συνέχεια το απέσυρε ο Χατζή-μπασης συμπληρώνοντας έτσι το αποκαμάρωμαν της νύφης.
Στη Ματσούκα του Πόντου το αποκαμάρωμαν γινόταν από τον κουμπάρο. Οδηγούσαν τη νύφη στη μέση της αίθουσας και ο κουμπάρος σήκωνε τη μεταξωτή καλύπτρα, που μισόκρυβε τα πρόσωπο της νύφης, και αναφωνούσε Αιχτρίασεν! (έφεξε).
Τα γανώνα, και γανώλα.
Είδος δοσίματος του γαμπρού στα γονικά της νύφης. Ήταν το αντίστοιχο των αρχαίων «έδνων» που αναφέρονται στον Όμηρο, ή «θωρέτρων». Πρέπει να πούμε πως ο θεσμός της προίκας, όπως τον εννοούμε σήμερα, δεν υπήρχε στον Πόντο. Αντίθετα, ο γαμπρός στην πρώτη του αίτηση γάμου πρόσφερε αυτόβουλα ή όταν του ζητούσαν οι γονείς της κόρης, δώρα: αγρούς ή βόδια ή χρήματα. Στην Αμισό μάλιστα, όπως και στην περιοχή του Καρς, Κιμισχανάς κτλ. προτιμούσαν ανάμεσα σε πολλούς υποψήφιους εκείνον που ήταν ο πλουσιοπάροχος. Γινόταν με άλλα λόγια ένα είδος πλειοδοσίας. Στο Καρς επίσης και αλλού από τα γανώνα, όταν αυτά ήταν σε χρήμα, έπαιρναν από ένα μικρό, έστω, μερίδιο και όλοι της γενιάς της κόρης.
Τα γανώνα καταβάλλονταν στο λογόπαρμαν ή νυφόπαρμαν και πάντως πριν την στέψη. Έχει παρατηρηθεί πως τα γανώνα αντιστάθμιζαν κατά έναν τρόπο τα χαμένα και μάλιστα πρόωρα, εργατικά χέρια του πατέρα, με την παντρειά της κόρης του.
Το έθιμο διατηρήθηκε μέχρι τον ξεριζωμό των πληθυσμών από τον Πόντο. Σημειώνεται ότι, όταν τα γανώνα καταβάλλονταν σε χρήμα λίγο πριν την έξοδο της νύφης από το πατρικό σπίτι, ανάλογα με το ύψος του χρηματικού ποσού (που βρισκόταν σε αναλογία με την ομορφιά της νύφης), που έδινε η πλευρά του γαμπρού στον πατέρα της, η νύφη έπερνε και ένα ιδιαίτερο επίθετο: Αν κατέβαλαν γι’ αυτήν τριακόσια, την έλεγαν «Τριακοσού», αν πεντακόσια «Πεντακοσού» κτλ.
Το οψίκ(ιν).
Η συνοδεία που παίρνει τη νύφη από το σπίτι των γονιών της και την οδηγεί στην εκκλησία. Λέγεται ακόμη και ψίκι. Η λέξη αναφέρεται και στο γνωστό δημώδες άσμα:
Το πέραν κα κατήβαιναν
τοι’ Κωνσταντή τα ψίκα•
είχεν σεράντα φλάμπουρα,
πενήντα παιγνιτόρα.
—Σταθή-, σταθήτεν, φλάμπουρα,
για σώστεν, παιγνιτόρα…
Το ψίκι του γαμπρού, επικεφαλής του οποίου συχνά ήταν μόνο ο κουμπάρος, είχε μουσικά όργανα και οργανοπαίκτες και απαραιτήτως λύρα. Οι συνοδοί χόρευαν κι έπιναν στη διάρκεια της πορείας προς το σπίτι της νύφης κι έπειτα προς την εκκλησία. Ο γαμπρός και ο κουμπάρος, αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό, πήγαιναν να την πάρουν με άλογα καλοξυστρισμένα και στολισμένα. Αν οι αποστάσεις ήταν μικρές, το οψίκι όδευε πεζό.
Το στρατοδέσιμον.
Έθιμο κατά το οποίο κλείνεται ο δρόμος απ’ όπου θα περνούσε ο γαμπρός με σχοινί τεντωμένο ή με ένα λεπτό δοκάρι. Οι δράστες ήταν φίλοι του γαμπρού ή παιδιά. Ελευθέρωναν το πέρασμά του, μόνο όταν ο γαμπρός τούς έδινε φιλοδώρημα.
Τα παιδοστρόφα.
Το γλέντι που γινόταν στο σπίτι του κουμπάρου τη δεύτερη μέρα του γάμου, στο οποίο έπαιρναν μέρος οι γονείς και οι φίλοι των νιόπαντρων. Γενικά προσκαλεσμένοι σ’ αυτό ήταν όλοι όσοι είχαν πάρει μέρος στο θήμιγμαν. Στην Άγουρσα τα παιδοστρόφα γίνονταν το επόμενο Σάββατο από το γάμο, ενώ στη Λιβερά τη Δευτέρα το βράδυ, μετά το γάμο.
Τα παραμόνα.
Λέξη με πολλαπλή σημασία. Καταρχήν, παραμόνα ήταν οι επόμενες μετά τον τοκετό μέρες παραμονής της λεχώνας στο σπίτι της, μέρες που η κατάστασή της απαιτούσε ιδιαίτερες φροντίδες και ευκολίες στις σπιτικές δουλειές, για να αναρρώσει χωρίς επιλόχειους πυρετούς και άλλα προβλήματα. Οι μέρες αυτές έφταναν ως τη βάπτιση του νεογέννητου, που κάποτε γινόταν οκτώ ή δέκα-δεκαπέντε μέρες μετά τον τοκετό. Στο διάστημα αυτό γίνονταν οι συγχαρητήριες επισκέψεις στη λεχώνα από τις συγγένισσες, γειτόνισσες, φίλες, συγχωριανές. Προσέρχονταν οι γυναίκες με εκλεκτά φαγητό, όπως «μακαρίνα», «φούστορον» (ομελέτα), «σιτλίν» (ρυζόγαλο), χαλβά και προπαντός γαλακτοκομικά. Τα έφερναν μέσα σε καθαρά σκεύη, τοποθετημένα πάνω σε δίσκο, σκεπασμένα μάλιστα με κάτασπρη πετσέτα. Στις φτωχές οικογένειες και τις στερημένες πρόσφεραν όλες οι γυναίκες του χωριού γάλα, για να έχει η λεχώνα βούτυρο, μυζήθρα κτλ.
Οι ευχές που συνόδευαν τις προσφορές και απευθύνονταν στους στενούς συγγενείς του νεογέννητου, ήταν του τύπου:
Φως τ’ ομμάτα ‘σουν (φως, χαρά στα μάτια σας), ο Θεόν να χαρίζ’ σας ατό (Ο Θεός να σας το χαρίσει, να ζήσει). Στη μητέρα εύχονταν: Περαστικά κι άμον σίδερον (περαστικά και σιδερένια) ή Χαϊρλίδικον το μωρό σ’ και καλοπίταγον (προκομμένο να γίνει το παιδί σου και πρόθυμο, για δουλειές).
Αν με τις επισκέψεις αυτές μαζεύονταν πολλά φαγώσιμα και υπήρχε φόβος, στις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, να χαλάσουν, κάθονταν όσοι νηστικοί, μικροί μεγάλοι, συγγενείς και γείτονες, και τα κατανάλωναν.
Σε περιπτώσεις που η λεχώνα δεν είχε ανθρώπους, ιδίως γυναίκες (πεθερά, κουνιάδες) μες στο σπίτι, οι επισκεπτόμενες γυναίκες προθυμοποιούνταν να βοηθήσουν σε δουλειές, όπως το πλύσιμο ρούχων ή σκευών, το ράψιμο, το ζύμωμα κτλ.
Συνέπεια όλων αυτών ήταν να λέγονται παραμόνα και οι συγχαρητήριες επισκέψεις (επήγα σα παραμόνα) καθώς και τα προσφερόμενα εδέσματα, εξ ου και η λογοπαικτική φράση όσων παινεύονταν: Εγώ έφαγα και α σα παραμόνα μ’.
Τέλος παραμόνα λεγόταν και το συμπόσιο που γινόταν στη βάφτιση βρέφους, εξ ου και η ευχή που δινόταν σε μια γυναίκα: Τα παραμόνα σ’ να τρώγω, που σημαίνει «εύχομαι να γεννήσεις παιδί, να γίνεις μητέρα και να φάμε στα βαφτίσια του».
Σάββας Παπαδόπουλος
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης.
Εμείς το βρήκαμε στη σελίδα e-istoria.com. Πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο για να διαβάσετε το συγκεκριμένο άρθρο και να βρείτε και άλλα ενδιαφέροντα άρθρα για τον Πόντο και όχι μόνο:
http://www.e-istoria.com/110.html
Των Ταξιαρχών
Οι πρόγονοί μας τόσο στον Πόντο όσο και στον Ελλαδικό χώρο, την παραμονή της εορτής των Ταξιαρχών, δεν άφηναν τη νύχτα έξω από το σπίτι τα ρούχα που κρεμούσαν για στέγνωμα.
Πίστευαν ότι βγαίνει ο αρχάγγελος Μιχαήλ και παίρνει τις ψυχές όσων τα ρούχα είναι κρεμασμένα εκτός σπιτιού.
Κυριακή των Βαίων
Στον Πόντο αλλά και στα μέρη που εγκαταστάθηκαν οι Πόντιοι, μέχρι και την δεκαετία του ’60, την Κυριακή των Βαΐων τα παιδιά περιφέρονταν στα σπίτια και έψελναν τα παρακάτω:
Βάϊ βάϊ το βαγιό τρώγω ψάρι και κολιό
και την άλλεν Κερεκήν τρώγω κόκκινον ωβόν.
Βάϊ βάϊ το βαΐ τρώγω ψάρι και χαψί
και την άλλεν Κερεκήν τρώγω το Παχύν τ’ αρνί.
Το φιλοδώρημα ήταν συνήθως καραμέλες ή στην καλύτερη των περιπτώσεων αυγά. Πολλές φορές όμως λόγω της φτώχειας έδιναν στα παιδιά βραζμένο καρπό καλαμποκιού το οποίο ονομαζόταν «τσιγκούλια».
Στο τέλος λοιπόν του ψαλμού προέτρεπαν τα παιδιά τους οικοδεσπότες να μην τους δώσουν «τσιγκούλια» αλλά αυγά λέγοντας:
Τα ωβά τ’ εμέτερα τα τσιγκούλια τ’ εσέτερα.
Καθαρή Δευτέρα
Στον Πόντο η Καθαρή Δευτέρα δεν ήταν ημέρα γλεντιού και πετάγματος αετού. Ήταν ημέρα γενικού καθαρισμού όλων των σκευών και αντικειμένων που είχαν σχέση με το φαγητό. Για τον τελειότερο καθαρισμό χρησιμοποιούσαν την κατενή. Η κατενή είναι η γνωστή στους παλαιότερους αλισίβα. Σε ένα καζάνι έβραζαν νερό με στάχτη και μ’ αυτό καθάριζαν τα μεταλλικά και ξύλινα σκεύη και αντικείμενα. Τα κρεατοκούρα, τα ξύλινα κούτσουρα που επάνω έκοβαν τα κρέατα και έφτιαχναν και κιμά, όχι μόνο τα έπλεναν αλλά και τα έξυναν με αιχμηρά εργαλεία για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος λίπους που ενδεχομένως είχε εισχωρήσει στο ξύλο. Παρομοίως έξυναν και τα κοβλάκια (ξύλινα δοχεία για βούτυρο) και τα καρσάνια (ξύλινες λεκάνες). Τα χάλκινα σκεύη αφού τα έπλεναν, τα έτριβαν με στάχτη για να γυαλίσουν. Επί πλέον καθάριζαν και τα διάφορα στρωσίδια του σπιτιού
Τα πίζηλα (καλικάντζαροι)
Όπως σε όλα τα μέρη της Ελλάδας έτσι και στον Πόντο πίστευαν, ότι το δωδεκαήμερο (Από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα) βγαίνουν τα πίζηλα (οι καλικάντζαροι) και ενοχλούν τους ανθρώπους. Ιδιαίτερα ενοχλούσαν τα παιδιά και ιδίως τα αβάπτιστα, τις λεχώνες, τις νεόνυμφες και γενικά αδύναμα άτομα. Προκαλούσαν ζημιές στα πράγματα του σπιτιού, στα ζώα και στους αγρούς. Για να προστατευθούν απέφευγαν να κάνουν νυχτερινές δουλειές έξω από το σπίτι και να πετάξουν νερά έξω το βράδυ. Επίσης για να μην πλησιάζουν έλεγαν ψιθυριστά διάφορες προσευχές. Τα πίζηλα εξαφανίζονταν τα Φώτα με τον αγιασμό των υδάτων για να επιστρέψουν και πάλι τα Χριστούγεννα.
Ανάλογα με την περιοχή ονομάζονται και πίζουλα, πίζελα και πιζήαλα.
Εμείς το βρήκαμε στη σελίδα mavropouloskostas.wordpress.com. Πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο για να διαβάσετε το συγκεκριμένο άρθρο και να βρείτε και άλλα ενδιαφέροντα άρθρα για τον Πόντο :
Ποντιακά ήθη, έθιμα και δεισιδαιμονίες
(Κώστας Π. Μαυρόπουλος)
Μωμογέρια – Το έθιμο
Όπως είναι ευρέως γνωστό, οι Πόντιοι, ζώντας αποκομμένοι από τον υπόλοιπο ελληνισμό, δημιούργησαν τον πολιτισμό τους κάτω από τις σκληρές συνθήκες της τουρκικής δουλείας και των βίαιων εξισλαμισμών. Ήταν λοιπόν επιτακτική η ανάγκη τους να κρατήσουν αναλλοίωτα το γλωσσικό τους ιδίωμα και πολλά άλλα στοιχεία του λαϊκού τους πολιτισμού, με σκοπό να διαφυλάξουν τον εθνικό τους χαρακτήρα και τη θρησκευτική τους κληρονομιά. Μέσα στα πλαίσια αυτής της ανάγκης, και καθώς πάντοτε υπήρξαν λαός χαρούμενος, δημιούργησαν το λαϊκό σατιρικό θέαμα των Μωμογέρων.
Οι Μωμόγεροι, ή τα Μωμογέρια, έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα, στις αρχαίες διονυσιακές τελετές ή αγροτικές γιορτές. Η ονομασία τους δεν είναι εξακριβωμένο από πού προέρχεται, το βέβαιο πάντως είναι ότι το δεύτερο συνθετικό προέρχεται από τη λέξη γέρος, ενώ το πρώτο ενδεχομένως από την λέξη Μώμος, που ήταν Θεός των αρχαίων, προσωποποίηση της χλεύης και τις κατακρίσεως ή ακόμα και από την γνωστή και σήμερα λέξη μίμος. Το γεγονός άλλωστε πως οι Τούρκοι του Πόντου, ούτε είχαν ούτε έχουν τα δρώμενα αυτά επιβεβαιώνει την πλήρη ελληνικότητα του εθίμου.
Η αρχική παρουσία λοιπόν των Μωμογέρων είχε κάποιο σκοπό μαγικό και χαρακτήρα τελετουργικό, εντούτοις, με την πάροδο του χρόνου, ενσωματώθηκαν σ’ αυτούς στοιχεία Χριστιανικά και πήραν τη μορφή θεατρικής παράστασης. Η παράσταση αυτή έχει όλα τα χαρακτηριστικά της λαϊκής δημιουργίας: την ομαδικότητα, την ανωνυμία της δημιουργίας της παράστασης από ερασιτέχνες άντρες υποκριτές που μεταμφιέζονται και την προφορική μεταβίβαση του σεναρίου και της καλλιτεχνικής πείρας από άτομο σε άτομο και από γενιά σε γενιά.
Έτσι, από την τουρκοκρατία μέχρι τις ημέρες του ξεριζωμού ,οι Μωμόγεροι ήταν εντελώς θεατροποιημένοι, είχαν σκοπό κυρίως ψυχαγωγικό και κανένα δείγμα τελετουργικό δεν υπήρχε σ’ αυτούς. Παρουσιάζονταν δε σχεδόν σε όλες τις πόλεις και τα χωριά του Πόντου, αλλού όλο το δωδεκαήμερο, από τα Χριστούγεννα μέχρι των Φώτων, αλλού κάποιες ημέρες του Δωδεκαημέρου, όπως την Πρωτοχρονιά.
Οι θίασοι δεν ήταν όμοιοι σε όλα τα μέρη (έχουν καταγραφεί πάνω από 50 παραλλαγές) , ήταν αυτοσχέδιοι και παρουσιάζονταν κυρίως από νέους, οι οποίοι εκτός από το να ψυχαγωγήσουν τους συγχωριανούς τους στόχευαν και στη συγκέντρωση φιλοδωρημάτων. Από τα φιλοδωρήματα αυτά, όσα ήταν σε είδος (βούτυρο, τυρί , αλεύρι κ.λ.π ) άλλοτε μοιράζονταν σε φτωχές οικογένειες και άλλοτε καταναλίσκονταν μεταξύ των μελών του θιάσου. Όσα δε ήταν σε χρήμα, πήγαιναν σχεδόν πάντα στο ταμείο της κοινότητας, του σχολείου ή της εκκλησίας.
Το περιεχόμενο των παραστάσεων ήταν κατά κανόνα κωμικό, γι’ αυτό και οι παραστάσεις των Μωμογέρων χαρακτηρίζονται ως κωμωδία. Η κωμωδία όμως αυτή έπαιρνε σε πολλές περιπτώσεις κοινωνικές διαστάσεις, σατιρίζοντας τη διαφθορά και την αυταρχικότητα των Τούρκων δικαστών, των γιατρών και των τουρκικών αστυνομικών οργάνων, καθώς και την τυραννική συμπεριφορά των πρώτων σε βάρος των απλών, φτωχών ανθρώπων και ραγιάδων. Η αντίδραση σε όλα αυτά ήταν η κοροϊδία και τα κωμικά καμώματα από τη μεριά των καταπιεζομένων ή και ο εξευτελισμός, καμιά φορά, των αφεντάδων.
Αυτές οι θεατρικές παραστάσεις μεταφέρθηκαν από τους προγόνους μας με τον ξεριζωμό στον ελλαδικό χώρο και, μέχρι το 1950, συνέχισαν να παρουσιάζονται σε αρκετά χωριά της χώρας μας. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια η αναβίωσή του εθίμου των Μωμογέρων έχει περιοριστεί σε μεμονωμένες προσπάθειες συλλόγων και πολιτιστικών φορέων.
Το πάτεμαν (το περπάτημα)
Επί σαράντα μέρες από τη γέννηση μωρού μετά τη δύση του ηλίου δεν επιτρεπόταν να βγει η λεχώνα από το σπίτι της ούτε και να μπουν μέσα στο σπίτι ξένοι. Επίσης στο διάστημα αυτό δεν έπρεπε να βάλουν στο σπίτι ωμό κρέας και ψάρια και δεν άφηναν έγκυο γάτα να μπει στο σπίτι, από φόβο μη γεννήσει και δε μπορεί να περπατήσει το μωρό.
Επίσης όσες φορές πέθαινε κάποιος, αν η νεκροπομπή περνούσε από το σπίτι της λεχώνας, αυτή έπρεπε να σηκώσει ψηλότερα από το νεκρό το μωρό. Στη περίπτωση που το σπίτι βρισκόταν χαμηλότερα από το δρόμο που θα περνούσε ο νεκρός, έπρεπε να σηκώσει το μωρό όσο μπορούσε ψηλότερα από το έδαφος. Σε διαφορετική περίπτωση, υπήρχε η άποψη ότι τα παιδιά αυτά δε θα μπορούσαν να περπατήσουν.
Όσα παιδιά δε μπορούσαν να περπατήσουν, η μητέρα τους κατέφευγε στην εξής θεραπεία: Μάζευε ξύλα από εφτά φράκτες κήπων. Πολύ πρωί πήγαινε και έπαιρνε νερό ή από εφτά πηγάδια χωρίς να μιλήσει κανέναν ή αν δεν υπήρχαν πηγάδια από το ποτάμι. Μετά απ’ αυτό άναβε φωτιά σ’ ένα σταυροδρόμι (σταυροστράτ), διέλυε μέσα σε τηγάνι μολύβι ή κερί.
Στη συνέχεια έβαζε πιάτο (σαχάν) γεμάτο νερό από εφτά πηγάδια και επάνω τοποθετούσε ψαλίδι σε σχήμα χιαστό. Κατόπιν το διαλυμένο μολύβι ή κερί το έχυνε μέσα από μία τρύπα σφονδύλου (σποντύλ) μέσα στο νερό, όπου σχηματίζονταν διάφορα σχήματα ανθρώπων, γατών, σκύλων, βατράχων, κτλ. και από το σχήμα συμπέραναν από τι ήταν πατημένο το μωρό και δεν περπατούσε.
Τα είδωλα του μολυβιού ή κεριού τα τύλιγε μέσα σε ένα άσπρο πανί και τα έθαβε, ενώ με το νερό έλουζε το μωρό στο ίδιο μέρος. Έπειτα η μητέρα μοίραζε στα εκεί παριστάμενα παιδιά ζαχαρωτά. Μετά απ’ αυτό το παιδί έπαιρνε δυνάμεις και μπορούσε να περπατήσει όπως πίστευαν.
Κλήδονας
Ο κλήδονας γινόταν ως εξής. Τη νύχτα της 23ης Ιουνίου μέσα σε πήλινο δοχείο, έβαζε κάθε ανύπαντρη κοπέλα ένα χρυσαφικό (σημάδι), π.χ. βραχιόλι, σκουλαρίκι, δαχτυλίδι κτλ. Το δοχείο αυτό το έδιναν σε ένα πρωτότοκο παιδί, το οποίο το γέμιζε νερό από 7 διαφορετικά πηγάδια.
Το νερό αυτό το λέγανε αμίλητο, γιατί αυτός που έπαιρνε το νερό δεν έπρεπε να μιλήσει σε κανέναν καθ΄ όλη τη διαδρομή. Την επομένη συγκεντρώνονταν όλα τα κορίτσια, περιτριγύριζαν το δοχείο, το οποίο κρατούσε μια παντρεμένη και έλεγε σε πρωτότοκο κορίτσι“χάλα καλορίζικος και έβγαλ το ριζικόσ’”.
Η κοπέλα έβγαζε από το δοχείο ένα από τα σημάδια, την στιγμή που άλλη έλεγε έναν κοτσάκ (δίστιχο), ως επί το πλείστον στη νεοελληνική, το οποίο αντιστοιχούσε στην κοπέλα, της οποίας ήταν το σημάδι που είχε βάλει στο δοχείο. Με αυτόν τον τρόπο έβγαζαν όλα τα σημάδια και έλεγαν διάφορα δίστιχα, ως επί το πλείστον σχετικά με έρωτα, αρραβώνα, γάμο, ταξίδι, στεναχώρια κτλ. Υπήρχε και η πρόληψη, ότι η κοπέλα που θα συναντούσε τον πρώτο ανύπαντρο άντρα ή θα άκουγε κάποιο αντρικό όνομα, αυτός θα ήταν ο μελλοντικός της άντρας ή θα είχε το όνομα που πρωτάκουσε.
Εγκυμοσύνη
Η έγκυος γυναίκα ήταν πολύ προσεκτική στα λόγια και στα έργα της. Πιο πολύ φοβόταν τις επίσημες γιορτές των Αγίων και ιδίως τη γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Την ημέρα εκείνη, υποχρεωτικά νήστευαν όλες οι “νυφάδες” και την τηρούσαν ως ημέρα αυστηρής αργίας, γιατί φοβόντουσαν ότι τα έργα τους θα επέφεραν αντίκτυπο στη σωματική αρτιότητα του παιδιού τους.
Επιλόχεια
Μετά το τοκετό, αφού τακτοποιούσαν τη λεχώνα (λοχούσα) και την ξάπλωναν να ηρεμήσει, φώναζαν τον παπά για να κάνει αγιασμό και να ραντίσει το σπίτι. Την τελετή αυτή την έλεγαν “ευχόνερον”. Έπειτα εκτός από την αμοιβή του, του έκαναν και το τραπέζι. Κατά τη παράδοση, υποχρεωτική ήταν η ύπαρξη ομελέτας.
Στο τραπέζι αυτό δε συμμετείχε η μαμή. Εξαιτίας αυτής της διάκρισης βγήκε και η παροιμία: “Σα πόνια η μαμή, σο φούστρον ο ποπάς.” Από τότε αυτή η παροιμία λέγεται όταν άλλος κοπιάζει και σε άλλον αποδίδουν τις τιμές.
Νεογέννητο
Στο νεογέννητο παιδί δε δίνανε το όνομα ανθρώπου που ήταν εν ζωή. Πίστευαν ότι αν το έκαναν, ήταν σαν να αντικαθιστούν το πρόσωπο αυτό από ένα νέο, οπότε το πρόσωπο αυτό έπρεπε να φύγει από τη ζωή.
Στη βάφτιση του νεογέννητου, η μητέρα παρέμενε στο σπίτι και περίμενε τον “δεξάμενο” να της πάει το μωρό και να της το παραδώσει λέγοντας: “Βαφτισμένο, μυρωμένο και το όνομα του …” Στη συνέχεια, η μητέρα φιλούσε το χέρι του κουμπάρου και έπαιρνε το παιδί.
Μας
Ένα παλιό έθιμο της περιοχής Χαλδίας (αλλά και άλλων περιοχών) είναι το Μας (από το ρήμα μασ’ οκρατώ, παράγωγο του ρήματος μάχομαι = θυμώνω). Σύμφωνα με αυτό το έθιμο οι νύφες δεν έπρεπε να μιλήσουν στα πεθερικά τους και στα μεγαλύτερα αδέλφια του άνδρα τους και στη πρώτη νύφη του σπιτιού.
“Νύφες λαλίαν κι θέλω ν’ ακούω” έλεγαν πεθεροί και πεθερές. Το μέτρο αυτό της σιωπής είχε την αιτιολογία του. Πίστευαν ότι με τις πολλές νύφες που συγκατοικούσαν, ο κίνδυνος συγκρούσεων και παρεξηγήσεων ήταν μεγάλος και η ησυχία και η ενότητα της οικογένειας μπορούσε να απειληθεί από μια ατυχή κουβέντα.
Αργότερα αυτό το έθιμο χαλάρωσε και το “μας” μετατράπηκε σε μια συνήθεια απονομής σεβασμού στους “μειζοτέρτς” της οικογένειας. Στο τέλος κατάντησε ένα έθιμο που κρατούσε τις πρώτες μία-δύο εβδομάδες του γάμου.
Προίκα
Εκτός από την ηθική υποχρέωση να προικίζεται η κόρη, υπήρχε και ένα πανάρχαιο έθιμο σύμφωνα με το οποίο, προίκα έδινε και ο γαμπρός. Αυτή η προίκα ήταν ένα χρηματικό ποσό ή αντικείμενα σημαντικής αξίας και τα έδινε ο γαμπρός για να πάρει την κόρη από το πατρικό της σπίτι.
Τα χρήματα ή αντικείμενα που έδινε ο γαμπρός ως προίκα ονομάζονταν γανόνα ή κανόνα ή γανόλα. Ανάλογα με την περιουσιακή κατάσταση του γαμπρού και την αξιοσύνη της νύφης – ιδίως την ομορφιά της – ήταν ανάλογο και το χρηματικό ποσό που έδινε ο γαμπρός στα πεθερικά.
Το έθιμο αυτό ξεκίνησε να καταβάλλεται στο σπιτικό της νύφης ως αποζημίωση, επειδή η οικογένεια θα στερούνταν ένα ενεργό μέλος της και έτσι θα ζημιωνόταν οικονομικά. Αργότερα, η καταβολή αυτή ήταν μια πράξη ευγενική. Ήταν μια απόδοση τιμής σε αυτούς που μεγάλωσαν και ανέθρεψαν σωστά τη κοπέλα που θα παντρευόταν. Αυτό το έθιμο όμως χάθηκε με το πέρασμα του χρόνου.
Σύλλογος Ποντίων Νέστου
Διαβάστε τα κείμενα και στη σελίδα του συλλόγου Ποντίων Νέστου στον παρακάτω σύνδεσμο:
http://www.pontioinestou.gr/culture.html
Τέλος πολλά έθιμα σχετικά με τους μήνες θα βρείτε στο άρθρο μας για τους μήνες, πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο:
Ακούγεται το τραγούδι “Αρνίμ’ η ψύμ’ κι θα εβγαίν ” από τον κ. Θεοδοσιάδη Κώστα.