1.1.Εννοιολογικός ορισμός της ιστορικής αποσιώπησης
Η ιστορία συχνά γίνεται «εργαλείο» της πολιτικής εξουσίας, θεσμών ή και κοινωνικών ομάδων «υπηρετώντας» επιδιώξεις τους μέσω της αποδεικτικής, απολογητικής, νομιμοποιητικής λειτουργίας της. Αυτό έχει ως συνέπεια την επιλεκτική χρήση ιστορικών τεκμηρίων, την επιλεκτική αναφορά ιστορικών γεγονότων και την αποσιώπηση άλλων. [1]
Η «ιστορική αποσιώπηση» αποτελεί μια ακραία μορφή κατάχρησης της Ιστορίας. Προσπαθώντας να την ορίσουμε εννοιολογικά, θα λέγαμε ότι είναι η σκόπιμη ενέργεια αποφυγής αναφοράς ή αποκάλυψης ιστορικών γεγονότων. Είναι προσπάθεια ελέγχου του παρελθόντος, ώστε να ελεγχθεί το παρόν, οδηγώντας σε παραποίηση της ιστορίας και «επιβολή στερεοτύπων και μύθων».[2] Αποτελεί το προϊόν μιας πολιτικής «λήθης», που υλοποιείται από την πολιτική εξουσία ή και από κοινωνικούς φορείς, ομάδες και άτομα μέσω καταστροφής τεκμηρίων, απόκρυψης ή αγνόησης αρχείων, απαγόρευσης πρόσβασης σε αυτά ή και μέσω του εκφοβισμού των κατόχων ή των παραγωγών τους.[3]
Χαρακτηριστικό πεδίο αποσιωπήσεων αποτελεί η σχολική Ιστορία, όπου στο πλαίσιο της εργαλειοποίησης της ιστορίας διαπιστώνονται επιλεκτικές αποσιωπήσεις.
1.2.Παράγοντες αποσιωπήσεων στην Ιστορία
Βασικός παράγοντας είναι η «χειραγώγηση» της ιστορίας προς υπηρέτηση αλλότριων, προς την ιστορική επιστήμη, σκοπών.[4] Χειραγώγηση που συνδέεται με επιδιώξεις των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ. Μέσα από διαδικασίες σιωπής γεγονότων έχουν τη δυνατότητα να κατευθύνουν την ιστορική ερμηνεία, καθορίζοντας το ποιο ιστορικό αφήγημα θα προβληθεί και ποιο πρέπει να αποσιωπηθεί, ώστε να εξυπηρετηθούν οι στόχοι τους.[5] Οι στόχοι αυτοί αποτελούν και τους παράγοντες ιστορικών αποσιωπήσεων:
- Η διαχείριση της συλλογικής μνήμης με σκοπό την κατασκευή συλλογικής ταυτότητας με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (τονίζοντας συνήθως τις ένδοξες στιγμές του έθνους και σιωπώντας για τα μελανά σημεία του).[6] Παρατηρείται όχι μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά και σε δημοκρατικά, όπου επιχειρείται αποσιώπηση ιστορικών γεγονότων, για να διευκολυνθεί μέσω της προπαγάνδας της εξουσίας, το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα. Να σημειωθεί εδώ και ο ρόλος ιστορικών που συμβάλλουν σε αυτή την αντιεπιστημονική προσέγγιση του παρελθόντος με δύο τρόπους: είτε εξυπηρετώντας και οι ίδιοι ατομικά τους συμφέροντα είτε επηρεασμένοι από την προσωπική τους ιδεολογία αποσιωπούν και παραποιούν γεγονότα. Με παρόμοιο τρόπο κινούνται δυστυχώς και άλλοι φορείς και κοινωνικές ομάδες (πολιτικά κόμματα, ΜΜΕ κ.ά.) που για ιδιοτελείς σκοπούς αποσιωπούν γεγονότα ιστορικά. Αισιόδοξο στοιχείο είναι τις τελευταίες δεκαετίες με την ανάπτυξη της Δημόσιας Ιστορίας η παρουσία ιστορικών, κοινωνικών ομάδων, μειονοτήτων, κοινωνικών κινημάτων που αμφισβητούν την κυρίαρχη ιστορική αφήγηση φέρνοντας στο φως ίχνη του παρελθόντος που έχουν αποσιωπηθεί.
- Η επικράτηση από το 19ο αιώνα μιας ιστορίας με προσανατολισμό εθνικό, με κύριο στόχο την υπεράσπιση των εθνικών στόχων. Γεγονότα που μπορεί να ανατρέψουν τέτοιο προσανατολισμό, συνήθως αποσιωπούνται. Ο φόβος για τις συνέπειες της γνώσης τέτοιων γεγονότων οδηγούν τους πολιτικούς σε πολιτικές λήθης, διαγράφοντας στοιχεία του παρελθόντος.[7]
- Η επιλογή των «θυτών» στην ιστορία για απαλοιφή μνημών που τους «ενοχλούν» και που αποσιωπούνται για να απαλλαγούν από αισθήματα ενοχής ή ντροπής. [8]
- Η «θεραπευτική» παρέμβαση του κράτους σε περιπτώσεις τραυματικών ιστορικών γεγονότων. Τα τραύματα που δεν έχουν θεραπευτεί, μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για διχασμό και βία. Έτσι εξηγείται και η αδράνεια του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου να αποδεχτεί μια σχετική ιστορική μελέτη του παρελθόντος αν και επιστημονικά τεκμηριωμένη. Αν χρειαστεί, το κράτος παρεμβαίνει συνήθως αποσιωπώντάς τη.
- Η ανάγκη προβολής ενός συμφιλιωτικού ιστορικού αφηγήματος «νομιμοποιεί» την επιλογή αποσιώπησης από την εξουσία, ιδιαίτερα σε κράτη που βρίσκονται σε μετασυγκρουσιακή κατάσταση.
1.3. Παράδειγμα αποσιώπησης ιστορικού γεγονότος
Το παράδειγμα που αναφέρουμε παρακάτω εντάσσεται στο πλαίσιο του εμφυλίου Πολέμου (1946-1949). Ένας πόλεμος που άφησε στο πέρασμα των χρόνων ένα «συλλογικό τραύμα» στην ελληνική κοινωνία και μια διαιρεμένη μνήμη ερμηνείας του οδηγώντας σε αποσιώπηση βασικών παραμέτρων του για δεκαετίες. Οι πολιτικές παρατάξεις επέλεξαν να αποφύγουν την ανάκληση στη μνήμη τραυματικών εμπειριών, που μπορεί να απειλούσαν την ενότητα του έθνους.[9]
Για την περίοδο του Εμφυλίου ακολούθησε μια σιωπή από τους «πρωταγωνιστές» του, νικητές και ηττημένους. Και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ακολούθησαν μια πολιτική λήθης για το ζήτημα, που οδήγησε στη σιωπή του στην επίσημη Ιστορία.
Οι νικητές του εμφυλίου (η Δεξιά παράταξη) επέλεξαν την αποσιώπηση του εμφυλίου προς αποφυγή αναμόχλευσης παθών, στο όνομα της εθνικής «συσπείρωσης» και ενότητας επικεντρώνοντας την «απειλή» στον κομμουνισμό. Μια απειλή που πλαισιωνόταν μεταπολεμικά από το διεθνές κλίμα του Ψυχρού πολέμου.[10]
Αλλά και οι ηττημένοι (η Αριστερά) ακολούθησαν το δρόμο της σιωπής για τον εμφύλιο. Προτίμησαν να ακολουθήσουν τη λήθη, με στόχο την παύση των πολιτικών διώξεων και διακρίσεων και της θεμελίωσης της δημοκρατίας.
Ένα παράδειγμα ιστορικής αποσιώπησης που εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο του εμφυλίου είναι και αυτό που αναφέρεται στην εκκένωση εμπόλεμων περιοχών της χώρας από τα παιδιά το 1948. Είναι μια μνήμη διαιρεμένη, αφού και οι δύο πλευρές που αντιμάχονταν είχαν τη δική τους εκδοχή για το ζήτημα.
Και οι δύο πλευρές προέβησαν σε αυτό το εγχείρημα. Η κυβέρνηση της Αθήνας συγκέντρωσε παιδιά (περίπου 15-20.000) από τις περιοχές της Νότιας Ελλάδας που εμπλέκονταν στον εμφύλιο προς τις παιδοπόλεις, που είχαν δημιουργηθεί με τον συντονισμό της βασίλισσας Φρειδερίκης. Η Αριστερά ονόμασε αυτή τη δράση ως «παιδοφύλαγμα», ωε εγκλεισμό χιλιάδων παιδιών σε στρατόπεδα, όπου με ένα σύστημα πειθαρχημένης διαβίωσης από απόστρατους αξιωματικούς του στρατού και της χωροφυλακής, προσπαθούσαν να τα στρέψουν ενάντια στον ΔΣΕ και στο ΚΚΕ. Για την κυβέρνηση της Αθήνας ο στόχος ήταν η εκκένωση ορεινών περιοχών, που ήλεγχε ο ΔΣΕ.[11] Μάλιστα προσέφυγε για το θέμα σε διεθνείς οργανισμούς, ζητώντας την παρέμβασή τους για τον επαναπατρισμό των παιδιών.
Από την άλλη, η κυβέρνηση του Βουνού μετέφερε παιδιά (περίπου 25.000) ορεινών περιοχών της Βόρειας Ελλάδας προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες, πρακτική που οι αντίπαλοι ονόμασαν «παιδομάζωμα» και «γενιτσαρισμό». Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τη Δεξιά για προπαγανδιστικούς λόγους.[12] Για το Δημοκρατικό Στρατό η εκκένωση περιοχών από τα παιδιά συνδεόταν με τη διάσωσή τους και επιπλέον εθεωρείτο και μια λύση στο πρόβλημα των εφεδρειών. Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή, η επιχείρηση αυτή στόχευε στη σωτηρία των παιδιών από τις συνέπειες του πολέμου (φυλακίσεις παιδιών σε Μακρόνησο, Λέρο κ.ά. εκτελέσεις παιδιών στην Κέρκυρα) και έγινε με τη συναίνεση των γονιών τους σε εθελοντική βάση.[13]
Το «παιδομάζωμα» και το «παιδοφύλαγμα» αποτελούν ένα «τραύμα» και για τις δύο κοινότητες μνήμης, οι οποίες θεωρούσαν τη δική τους ερμηνεία ως ιστορική αλήθεια. Κοινά στοιχεία των δύο αφηγημάτων ήταν τα στοιχεία της απομάκρυνσης των παιδιών και το αίσθημα αποξένωσης με τον επαναπατρισμό τους.
Το παράδειγμά μας αποτελεί ένα συλλογικό και πολιτικό τραύμα, αφού η αιτία που το προκάλεσε ήταν πολιτική.[14] Με την αποσιώπηση αυτής της βιωμένης εμπειρίας αποκλείστηκε η αναγκαία διεργασία του πένθους, ο μόνος τρόπος να φτάσει η κοινωνία σε μια συμφιλίωση ουσιαστική με το παρελθόν, που είναι η αναγνώριση του τραύματος.[15]
.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κουλούρη Χ., Thiesse A.-M., Jollivet S. (2015) Ο κοινωνικός ρόλος του/ της Ιστορικού.Στο Καραμανωλάκης Β., Couroucli M., Σκλαβενίτης Τ.Ε. (Επιμ.), Συναντήσεις της ελληνικής με τη γαλλική ιστοριογραφία από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα. Αθήνα, École Francaise d’Athènes, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Εταιρία Μελέτης Νέου Ελληνισμού.
Χριστίνα Κουλούρη, «Ιστορία και Πολιτική: Οι μαίανδροι μιας αμφίσημης σχέσης», στο δεκάτομο συλλογικό έργο υπό την επιμ. Α.Ι. Μεταξά, Πολιτική Επιστήμη: διακλαδική και κριτική προσέγγιση της πολιτικής πράξης, Σάκκουλας, τόμ. IX: Πολιτική Μεθοδολογία, Αθήνα 2016, σ.119-134.
Λε Γκοφ, Ζακ (1998). Ιστορία και μνήμη, Αθήνα: Νεφέλη
Βαγγέλης Καραμανωλάκης, «Υπάρχουν σελίδες της Ιστορίας που δεν θέλει κανείς να τις διαβάσει. Οι φάκελοι, το ανεπιθύμητο παρελθόν και οι ιστορικοί» στο Κοινωνικές κρίσεις και ιδεολογικά διλήμματα (19ος-20ός αιώνας) Κείμενα για τη Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, επιμ. Καίτη Αρώνη-Τσίχλη
Στέφανος Παπαγεωργίου Αλεξάνδρα Πατρικίου (Αθήνα: Παπαζήση, 2014), 240
Martin Sabrow, «The Use of History to Legitimise Political Power: The Case of Germany», in Hannes Swoboda and Jan Marinus Wiersma (επιμ.), Politics of the Past: The Use and Abuse of History, Vienna 2009, σ.97-103.
Antoon De Baets, Responsible History, Berghan 2009, σελ.9-48.
Νίκος Μαραντζίδης, «Το παιδομάζωμα στον εμφύλιο», Τα Νέα, 12 Αυγούστου 2008
Ηλεκτρονικές πηγές
Αβδελά, Ε. (Απρίλιος, 2014). Η σχολική ιστορία πρόσφορο έδαφος για πολιτική προπαγάνδα. Ιστοριογραφία και δημόσια ιστορία σήμερα: μια δύσκολη σχέση. Χρόνος, τεύχος 12. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2022, από http://chronosmag.eu/index.php/index.php/el-950.html
Νίκος Δεμερτζής Ο ελληνικός Εμφύλιος ως πολιτισμικό τραύμα στο: https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/sas/article/view/821/843 91-109 Τόμ. 28 (2011): Πολιτισμικό τραύμα
Νίκος Δεμερτζής, Ο Εμϕύλιος Πόλεμος: από τη συλλογική οδύνη στο πολιτισμικό τραύμα: Νίκος Δεμερτζής, Ελένη Πασχαλούδη, Γιώργος Αντωνίου (επιμ.), Εμϕύλιος: Πολιτισμικό τραύμα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013, 43-90.
[1] Χριστίνα Κουλούρη, Anne Marie Thisse & Servanne Jollivet Thiesse «Ο κοινωνικός ρόλος του/ της Ιστορικού», στο Συναντήσεις της ελληνικής με τη γαλλική ιστοριογραφία από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα, επιμ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Maria Couroucli, Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης (Αθήνα: École Francaise d’Athènes, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Εταιρία Μελέτης Νέου Ελληνισμού 2015), 260.
[2] Χριστίνα Κουλούρη, «Ιστορία και Πολιτική: Οι μαίανδροι μιας αμφίσημης σχέσης», στο Πολιτική Επιστήμη: διακλαδική και κριτική προσέγγιση της πολιτικής πράξης, επιμ. Α.Ι. Μεταξάς ( Αθήνα: Σάκκουλας, 2016), 130.
[3] Antoon De Baets, Responsible History, (New York: Berghan 2009), 9-48.
[4] Χριστίνα Κουλούρη, «Ιστορία και Πολιτική: Οι μαίανδροι μιας αμφίσημης σχέσης», 119.
[5] Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και μνήμη, (Αθήνα: Νεφέλη, 1998), 90
[6] Martin Sabrow, «The Use of History to Legitimise Political Power: The Case of Germany», στο Politics of the Past: The Use and Abuse of History, επιμ. Hannes Swoboda και Jan Marinus Wiersma, (Βιέννη: 2009).
[7] Βαγγέλης Καραμανωλάκης, «Υπάρχουν σελίδες της Ιστορίας που δεν θέλει κανείς να τις διαβάσει. Οι φάκελοι, το ανεπιθύμητο παρελθόν και οι ιστορικοί» στο Κοινωνικές κρίσεις και ιδεολογικά διλήμματα (19ος-20ός αιώνας) Κείμενα για τη Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, επιμ. Καίτη Αρώνη-Τσίχλη
Στέφανος Παπαγεωργίου Αλεξάνδρα Πατρικίου (Αθήνα: Παπαζήση, 2014), 240.
[8] Χριστίνα Κουλούρη, (2016), ό.π. , 125-126.
[9] Πολυμέρης Βόγλης, «Εμφύλιος Πόλεμος, μεταξύ μνήμης και ιστορίας», Τα Νέα 29 Αυγούστου 2009.
[10] Στο ίδιο, 440.
[11] Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, «Μνήμες, τραύματα και μετα-μνήμη: το «παιδομάζωμα» και η επεξεργασία του παρελθόντος», στο Μνήμες και λήθη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, επιμ. Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, Τασούλα Βερβενιώτη, Ευτυχία Βουτυρά, Βασίλης Δαλκαβούκης και Κωνσταντίνα Μπάδα, (Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2008), 131-132.
[12] Νίκος Μαραντζίδης, «Το παιδομάζωμα στον εμφύλιο», Τα Νέα, 12 Αυγούστου 2008.
[13] Διονύσης Αρβανιτάκης, «Το παιδομάζωμα και η Εθνικοφροσύνη», Ριζοσπάστης,11 Νοεμβρίου 2012.
[14] Στο ίδιο, 145
[15] Στο ίδιο, 147.