Η πρόσληψη του εθνικού παρελθόντος κατά το 19ο αιώνα και η συμβολή της στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας
1.1 O στόχος της παρεχόμενης ιστορικής παιδείας του 19ου αιώνα
Το βιβλίο του Λέοντος Μελά Ο Γεροστάθης (1858), αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση, όπου φαίνεται το περιεχόμενο της πρόσληψης του εθνικού παρελθόντος. Χρησιμοποιήθηκε ως αναγνωστικό στα σχολεία για μια μακρά χρονική περίοδο (τέσσερις δεκαετίες). Ο ήρωας του βιβλίου (μέλος της Φιλικής Εταιρείας, όπως αποκαλύπτεται στον τρίτο τόμο του έργου), ένας εύπορος ηλικιωμένος επιστρέφει στην πατρίδα του σ΄ένα χωριό της Ηπείρου στα προεπαναστατικά χρόνια και θέτει τη μόρφωσή του στην υπηρέτηση του σκοπού της ηθικής και κοινωνικής διαπαιδαγώγησης των παιδιών της περιοχής, ώστε να διαμορφωθούν σε ηθικούς πολίτες με ορθή σκέψη και λόγο, αντάξιοι των ένδοξων προγόνων τους.[1] Χωρίς δογματικό λόγο χρησιμοποιεί ως διδακτικό εργαλείο παραδειγματικά γεγονότα της ιστορίας, της θρησκείας και της καθημερινότητας.
Το βιβλίο εκδόθηκε σε ένα πλαίσιο με κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, πολιτική ένταση μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και την παραχώρηση Συντάγματος, καθώς και συγκρούσεις του Όθωνα με τις κυβερνήσεις. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής κυριαρχούσε το αφήγημα της Μεγάλης Ιδέας (που διατυπώθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη το 1844) ως απάντηση στο Ανατολικό ζήτημα σ’ ένα πλαίσιο κοσμικού ρομαντικού εθνικισμού.[2]
Η ιστορική οπτική του Μελά συνδέεται με την προβολή των ελληνοκεντρικών ιδανικών και με συνύπαρξη χριστιανικών και κλασικών αρετών και των αξιών του Διαφωτισμού. Να σημειωθεί όμως ότι στο έργο του οι αναφορές από την κλασική αρχαιότητα είναι πολύ περισσότερες από αναφορές της εκκλησιαστικής παράδοσης (ελάχιστες και μάλλον προσχηματικά).[3] Ο ιδεολογικός προσανατολισμός του Μελά βοηθάει στην ερμηνεία αυτού του φαινομένου και της απαξίωσης των Μακεδόνων (που χαρακτηρίζονται ως βάρβαροι) και της βυζαντινής περιόδου. Η στάση αυτή άλλαξε, ειδικά στον τρίτο τόμο, κυρίως ως προς τον Μ. Αλέξανδρο, αλλά και για το Βυζάντιο αναφέροντας την πολιτισμική κατάκτηση των Ρωμαίων από τον ελληνισμό, ανταποκρινόμενος στο αίτημα των καιρών του για μια αναγέννηση του ελληνικού έθνους.
Συμπερασματικά ο στόχος της παρεχόμενης ιστορικής παιδείας του 19ου αιώνα ήταν η εγχάραξη και η θεμελίωση μιας διακριτής ισχυρής εθνικής ταυτότητας με αναζήτηση προτύπων από το ένδοξο ελληνικό παρελθόν.[4]
1.2 Η πρόσληψη και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού ιστορικού παρελθόντος που συγκροτείται. Σύγκριση με το αντίστοιχο εγχείρημα συγκρότησης της ιστορίας του βουλγαρικού έθνους.
Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, στο πνεύμα του Διαφωτισμού η ιστορία του ελληνικού έθνους ταυτίστηκε με την ιστορία της ελληνικής αρχαιότητας. Το μακεδονικό παρελθόν ήταν περιθωριοποιημένο, ενώ η βυζαντινή περίοδος δεν διακρινόταν από τη ρωμαϊκή, αφού εθεωρείτο μια περίοδος σκοταδισμού και παρακμής.[5] Αυτή η στάση των ιστορικών της περιόδου του πρώτου μισού του 19ου αιώνα φαίνεται και από την έκθεση του Μανούση για την Ιστορίαν του Ελληνικού έθνους του εκφραστή του Ρομαντισμού, του Παπαρρηγόπουλου.[6]
Η πρόσληψη του εθνικού παρελθόντος άλλαξε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, λόγω της σταδιακής επικράτησης του ρεύματος του Ρομαντισμού που εστίαζε, μέσα σ’ ένα πνεύμα εθνικισμού, στην αναγέννηση του έθνους, ως συνέχειας της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου. Με κυρίαρχο το αφήγημα της Μεγάλης Ιδέας και τον εθνικό στόχο της ανασύστασης της βυζαντινής αυτοκρατορίας .
Στην προσέγγιση της ενσωμάτωσης της βυζαντινής περιόδου στην αρχαία ελληνική ιστορία συνέβαλε και η ενίσχυση του θρησκευτικού συναισθήματος μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο και την αναγνώριση του Αυτοκέφαλου της ελληνικής εκκλησίας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Η μοναρχία αναβάθμισε την Εκκλησία, διαπιστώνοντας την ισχυρή επιρροή της, ως επίσημο ιδεολογικό θεσμό, με συμμετοχή στη διαμόρφωση της επίσημης ιστορίας και της εθνικής συλλογικής συνείδησης.[7]
Η αιτούμενη διαχρονικότητα του ελληνισμού θα αναδειχθεί από τον Παπαρρηγόπουλο στην τετράτομη Ιστορία του ελληνικού έθνους (1860-1874) με την εισαγωγή στην Ιστορία του «τρίσημου σχήματος» (Ελληνική Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός).[8] Το έργο αποτέλεσε από τότε τη βάση της σχολικής ιστορίας με σκοπό την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και της εθνικής ταυτότητας.
Μια παρόμοια προσπάθεια συγκρότησης εθνικής ιστορίας είχαμε και στη γειτονική Βουλγαρία. Όμως σε αντίθεση με τους Έλληνες, η καταγωγή τους είναι αμφιλεγόμενη και όπως αναφέρει η Dessislava (2019) η απουσία από την αρχαιότητα και η έλλειψη πηγών στη γλώσσα τους αποτέλεσαν σημαντικά προβλήματα για τη συγκρότηση βουλγαρικής ταυτότητας.[9]
Καις στις δύο περιπτώσεις στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα υπό την οπτική του Διαφωτισμού απαξιώθηκε η βυζαντινή περίοδος, αν και στη Βουλγαρία, γίνονταν συχνές αναφορές. Και στα δύο έθνη όμως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αξιοποιήθηκε αυτή η περίοδος, αναγνωρίζοντας τον ελληνικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας. Στην Ελλάδα ως συνέχεια του έθνους μετά την αρχαιότητα και στη Βουλγαρία με την προβολή της σλαβικής παρουσίας στην αυτοκρατορία και της χρήσης του Κυριλλικού αλφάβητου, που συνέβαλε αποφασιστικά στην υιοθέτηση του Χριστιανισμού.
Η ορθόδοξη εκκλησία και στις δύο περιπτώσεις αποτέλεσε σημαντικό πυλώνα της εθνικής τους ιστορίας με ενισχυμένο πολιτικό και εθνικό ρόλο, αν και με διαφορετικό τρόπο. Στην Ελλάδα η Εκκλησία αναγνωρίστηκε ως Αυτοκέφαλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ στη Βουλγαρία υπήρξε απόσχιση από αυτό το 1870 (Βουλγαρική Εξαρχία), συμβάλλοντας έτσι και στην έντονη ανάπτυξη του εθνικιστικού κινήματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αθανασιάδης, Χάρης. Τα αποσυρθέντα βιβλία: Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2015
Παλάσκας, Σωτήρης «Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους και η εκπαίδευση». Αδημοσίευση Διδακτορική Διατριβή, Α.Π.Θ., 2012
Κουλούρη, Χριστίνα. Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914). Αθήνα: Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, 1988
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Dessislava, Lilova. «Inventing the Ancestors: the Bulgarian History Textbooks in the 19th Century», Lecture at the Dpt of Philosophy and Social Studies, University of Crete,21/3/2019.https://courses.eap.gr/pluginfile.php/152628/mod_resource/content/2/Liliova.pdf (Ημερομηνία πρόσβασης 23/4/ 2021).
[1] Χάρης Αθανασιάδης, Τα αποσυρθέντα βιβλία: Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008, (Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2015), 245
[2] Στο ίδιο, 281
[3] Στο ίδιο, 257-258
[4] Αθανασιάδης, Τα αποσυρθέντα βιβλία: Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008, 254 και 284
[5] Σωτήρης Παλάσκας, «Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους και η εκπαίδευση»,( Αδημοσίευση Διδακτορική Διατριβή, Α.Π.Θ., 2012), 96
[6] Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914), (Αθήνα: Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, 1988),164-168.
[7] Παλάσκας, «Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους και η εκπαίδευση», 88-89
[8] Αθανασιάδης, Τα αποσυρθέντα βιβλία: Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008, 278
[9] Dessislava Lilova, «Inventing the Ancestors: the Bulgarian History Textbooks in the 19th Century», Lecture at the Dpt of Philosophy and Social Studies, University of Crete, 21/3/2019.
https://courses.eap.gr/pluginfile.php/152628/mod_resource/content/2/Liliova.pdf (Ημερομηνία πρόσβασης 23/4/ 2021).