Ποια τα κύρια σημεία της κριτικής προς τη θετικιστική ιστορία των ιδεών που εισηγήθηκαν η ιστορία των νοοτροπιών και η διανοητική ιστορία;
Η θετικιστική ιστορία έκανε την εμφάνισή της κυριαρχώντας στον πανεπιστημιακό χώρο προς τα τέλη του 19ου αιώνα με σημαντικές επιρροές από τον Γερμανικό ιστορισμό. Με σημαντικότερους εκπροσώπους τους Γάλλους ιστορικούς «Μεθοδικούς» Λανγκλουά και Σενιομπός, προώθησε την αντίληψη για μια «αντικειμενική» Ιστορία κατά το πρότυπο των θετικών επιστημών.
Επίκεντρο της θετικιστικής προσέγγισης η κατάκτηση της ιστορικής γνώσης, θεμελιωμένης αποκλειστικά στα συμβάντα, στα γεγονότα (Ίγκερς 1991, 74). Με βασικές έννοιες την εμπειρία και την λογική,οι ιστορικοί αυτής της σχολής αρκούνταν σε καταγραφή των γεγονότων όπως αυτά συνέβησαν, με μια αυστηρά επιστημονική, εμπειρική μεθοδολογία που αφορούσε την εσωτερική και εξωτερική κριτική των ιστορικών τεκμηρίων.
Η θετικιστική ιστορία των ιδεών δέχτηκε αυστηρή κριτική από τη σχολή των Annales και ειδικότερα από τα ιστορικά ρεύματα των Νοοτροπιών και της Διανοητικής Ιστορίας.
Η ιστορία των Νοοτροπιών δίνοντας έμφαση στην κοινωνική και οικονομική ιστορία εστιάζει στην χαρτογράφηση σχέσεων, που αφορούν διανοητικές νοοτροπίες σε μια αμοιβαία αλληλόδραση με το πολιτισμικό υπόβαθρο, την ανάδειξη αξιακών συστημάτων και συλλογικών πρακτικών(Κόκκινος 1998, 240).
Η Διανοητική Ιστορία, που αναδύθηκε από τη Σχολή του Κέιμπριτζ, με επιρροές από τη Φιλοσοφία, την Ιστορία, την Πολιτική Επιστήμη και τη Γλωσσολογία δίνει έμφαση στο πλαίσιο, υπογραμμίζοντας τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες (Dosse 2016,87). Με βασικό εργαλείο τα κείμενα, τα οποία υποβάλλονται σε ανάλυση, ενταγμένα στο πλαίσιο της εποχής και της κοινωνίας στην οποία αναφέρονται, φιλοδοξούν να νοηματοδοτήσουν να φέρουν στην επιφάνεια πτυχές της ιστορίας που δεν έχουν γίνει αντιληπτές (Dosse 2016, 84∙Κόκκινος 1998, 243).
Τα δύο προαναφερθέντα ιστορικά ρεύματα έδιναν έμφαση στη διεπιστημονική έρευνα πολιτισμών, δομών του κοινωνικού συνόλου, των ιδιαίτερων πνευματικών στάσεων κοινωνικών οργανωμένων ομάδων, σε μια ιστορία που ενδιαφέρεται για τους πολλούς σε μια συλλογική θεώρηση του παρελθόντος (Duby1988, 242-258). Ήταν αναμενόμενο λοιπόν, να ασκήσουν αυστηρή κριτική στη θετικιστική ιστορία των ιδεών, αποδίδοντάς της το χαρακτήρα μιαςαφηγηματικής, συμβαντολογικής, γεγονοτολογικήςιστορίας,χωρίς ερμηνευτική διάσταση, με έμφαση στις ατομικές προθέσεις καιστις elite, βασισμένη σε επίσημα έγγραφα από την οπτική των κυβερνώντων, που προωθούσε εθνικές διεκδικήσεις (Ίγκερς 1991,72∙Κόκκινος 1998, 144).
Οι πηγές είναι άλλο ένα σημείο κριτικής στη θετικιστική ιστορία, που θεωρούσαν ότι πηγές είναι μόνο οι γραπτές, που όμως ουσιαστικά είναι δευτερογενείς, συνδεόμενες κατά τρόπο υποκειμενικό με τον παρατηρητή των γεγονότων,χωρίς να αποδίδουνμε επάρκεια το παρελθόν (Ίγκερς 1991, 74). Περιορίζουν την έρευνα, δεν αναδεικνύουν βιώματα και «σιωπές», δεν μελετούν νοοτροπίες και το πλαίσιο των κοινωνιών. Αντί για μια πολιτική επιφανειακή ιστορίαμε ηρωολατρική θεματολογίαπροέκυψε η ανάγκη για εμπλουτισμό των πηγών (και με άλλα είδη τους), με διαλεκτική προσέγγισή τους, ώστε να νοηματοδοτηθεί διεπιστημονικά η ιστορία των λαών και των πολιτισμών (Ίγκερς 1991,72∙Κόκκινος 1998, 234-236).
Απέναντι στον μεθοδολογικό ατομισμό των θετικιστών προτείνεται από τους ιστορικούς των δύο ρευμάτων ο μεθοδολογικός Ολισμός, με την έννοια της ανάδειξης και ανάλυσης σχέσεων, πλαισίου, κοινωνικών συμπεριφορών, της συλλογικής συνείδησης. Τα κείμενα, βασικό μεθοδολογικό εργαλείο,πρέπει να προσεγγίζονται, όχι μόνο τεκμηριωτικά,όπως θεωρούν οι θετικιστές, αλλά και διαλογικά στην ποιητική τους διάσταση(Carpa1996, 73-76).Όπως προτείνουν οι ιστορικοί της Διανόησης, με βασικά εργαλεία νοητικές κατηγορίες της ιστορικής εποχής ή με έναν άλλο όρο του Koselleck «των εννοιακών συνόρων της εποχής» και το λόγο που χρησιμοποιείτο, με ταυτόχρονη αποστασιοποίηση από την οπτική του παρόντος, αναστοχαστικά και διεπιστημονικά να «αποδοθούν οι κοινωνικές και οι πολιτικές συγκρούσεις του παρελθόντος» (Dosse 2016, 91∙Capra1996, 117).
Άλλο ένα σημείο κριτικής που δέχεται η θετικιστική ιστορία είναι η έννοια του χρόνου. Ο χρόνος δεν είναι ομοιογενής, συνεχής, γραμμικός. Ο Μπρωντέλ εισάγει μια νέα σύλληψη του χρόνου με τρεις διαστάσεις: τον μακρύ χρόνο (γεωγραφικό χρόνο-μακρά διάρκεια που αφορά τις δομές), τον μέσο χρόνο (κοινωνικό χρόνος -μέση διάρκεια), και τον σύντομο χρόνο των γεγονότων (βραχεία διάρκεια). Παρόμοια και ο Koselleck (διανοητής ιστορικός) αμφισβητεί την έννοια του μονογραμμικού χρόνου των θετικιστών εισάγοντας τη θεωρία της μετάβασης από την προνεωτερική περίοδο στη νεωτερική (Κόκκινος 1998,240).
Η οπτική του ιστορικού στη θετικιστική ιστορία είναι περιορισμένη και υπάρχει ανάγκη για διεύρυνσή του και ως προς το χώρο με μελέτη και άλλων πολιτισμών, πέρα από το δυτικό και ως προς τη θεματική και τις μεθόδους συμπεριλαμβάνοντας όλα τα πλαίσια αναφοράςτων κοινωνικών ομάδων (Ίγκερς 1991, 109∙Capra1996, 84). Αμφισβητείται η ιστορικότητα του ιστορικού στο πλαίσιο της θετικιστικής ιστορίας, όπου απλώς καταγράφει και περιγράφει γεγονότα αντί να θέτει ο ίδιος τα ερωτήματα και να παίρνει τις απαντήσεις από τα ΄΄κείμενα΄΄(Capra1996, 79). Με τον όρο ΄΄κείμενα΄΄ θεωρούνται όχι μόνο τα γραπτά αλλά και όλες οι πρακτικές των ανθρώπων που αποτυπώνουν τη δράση τους. Ο ιστορικός πρέπει να εμπλέκεται σε διαδικασία ερμηνείας,ενεργητικά με κριτικό πνεύμα, σε μια διαδικασία εσωτερικευμένου διαλόγου και πάντα με μεθοδολογικούς κανόνες, ειδικά όταν τα γεγονότα που μελετά, έρχονται σε σύγκρουση με προσωπικές του πεποιθήσεις (Capra 1996, 120). Είναι ανάγκη επίσης ο ιστορικός να εστιάζει και στα ΄΄συμφραζόμενα ΄΄, στα πλαίσια αναφοράς των κειμένων. Τα έξι πλαίσια αναφοράς που προτείνει ο Capraείναι: «οι προθέσεις, τα κίνητρα, η κοινωνία, η κουλτούρα, το σώμα των κειμένων και η δομή» (Carpa 1996, 84). Το σημαντικότερο σε αυτή τη διαδικασία είναι να προκληθεί ο αναγνώστης να δώσει τις δικές του απαντήσεις στην ιστορία που του προσφέρεται μέσα από τη δική του ανάγνωση (Capra1996, 101).
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αμφισβήτηση και η κριτική στην θετικιστική ιστορία οδήγησε σε ένα άνοιγμα προς άλλες επιστήμες, ΄΄παρακλάδια΄΄ της Ιστορίας φέρνοντας έναν πλουραλισμό στην ιστοριογραφία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Chartier, R., La Capra, D. καιWhite, H. (1996). Διανοητική ιστορία. Όψεις μιας σύγχρονης συζήτησης. Μετάφραση Έφη Γαζή, Έλσα Κοντογιώργη, Γιώργος Κοκκινος. ΕΜΝΕ-Μνήμων: Αθήνα.
Dosse, F. (2016). Από την ιστορία των ιδεών στην ιστορία της διανόησης, Αθήνα: ΙΙΕ/ΕΙΕ
Duby, G. (1988). Ιστορία των νοοτροπιών. Στο: Ιστορία και μέθοδοί της, Τόμος Β΄: Μεθοδική αναζήτηση των μαρτυριών, 237-278. Αθήνα: ΜΙΕΤ, σσ. 237-278.
Ίγκερς, Γκ. (1991). Νέες κατευθύνσεις στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, Αθήνα: Γνώση
Ίγκερς, Γκ. (1999). Η ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα: από την επιστημονική αντικειμενικότητα στην πρόσκληση του μεταμοντερνισμού, Αθήνα: Νεφέλη
Κόκκινος, Γ. (1998) Από την ιστορία στις ιστορίες: προσεγγίσεις στην ιστορία της ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Λε Γκοφ, Ζακ (1998). Ιστορία και μνήμη, Αθήνα: Νεφέλη