Αρχική » 2021 » Απρίλιος

Αρχείο μηνός Απρίλιος 2021

Σκέψεις σχετικά με τον ρόλο του ραδιοφώνου στην εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το ραδιόφωνο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στις αρχές του 20ου αιώνα τοποθετείται χρονικά η εφεύρεση του ραδιοφώνου. Ενός μέσου που συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη των ΜΜΕ. Με εμπνευστή τον Ιταλό Μαρκόνι και τον ασύρματο πομπό του το 1896 έγινε η αρχή για την εκπομπή σημάτων σε περιορισμένη απόσταση (δύο μίλια) και στη συνέχεια για την ασύρματη εκπομπή σημάτων μέσω του κώδικα Μορς  και την εξέλιξη του ραδιοφώνου σε μέσο ενημερωτικό και ψυχαγωγικό (Μπαντιμαρούδης, 2006, σ. 51-52).

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε φανεί ο σημαντικός ρόλος του ραδιοφώνου και αυτό είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη νέων εταιρειών που στόχο είχαν την εκμετάλλευση του νέου μέσου (Μπαντιμαρούδης, 2006, σ. 54). Ακολούθησε μεταξύ 1920-1940 η «εισβολή» του ραδιοφώνου σε εκατομμύρια σπίτια στην Αμερική μετά από μια πετυχημένη επιχειρηματική πρωτοβουλία του Ρώσου Sarnoff (Μπαντιμαρούδης, 2006, σ. 55-56).

Πριν ξεκινήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, από το 1933 με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι Ναζί έδωσαν μεγάλη έμφαση στη χρησιμοποίηση του ραδιοφώνου, ως βασικό προπαγανδιστικό τους εργαλείο για να ελέγξουν και να χειραγωγήσουν τους Γερμανούς πολίτες. Είχε εδραιωθεί η αντίληψη, ότι το ραδιόφωνο «θα μπορούσε να είναι κατά κάποιον τρόπο το απόλυτο όπλο» (Jeanneney, 2010, σ. 223). Έφτασαν μάλιστα στο σημείο, στην προσπάθειά τους για έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, να επιβάλλουν ακόμη και τη θανατική ποινή σε όσους δεν υπάκουαν στην απαγόρευση ακρόασης «εχθρικών» ραδιοφωνικών σταθμών (Μποκ, 2020).

Η προπαγανδιστική δύναμη του ραδιοφώνου είχε ήδη φανεί έντονα σε τέσσερις περιπτώσεις: α) στην περίπτωση των Ιαπώνων σε περιοχές της Κίνας από το 1931, β) στην προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία το 1938, γ)στην κατάληψη της Αιθιοπίας από τους Ιταλούς, δ) στον Ισπανικό εμφύλιο, όπου και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές χρησιμοποίησαν το ραδιόφωνο, ώστε να επιτύχουν τις επιδιώξεις τους (Jeanneney, 2010, σ.224-228).

 

Ως ένα μέσο χαμηλού κόστους, χωρίς μια υψηλά δαπανηρή τεχνολογία, το ραδιόφωνο, με μια τεράστια δυνατότητα διείσδυσης σε μεγάλες μάζες ακροατών και μετάδοσης πέρα από τα εθνικά σύνορα, αποτέλεσε το κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας και προπαγάνδας πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου(Μπαντιμαρούδης, 2006, σ. 61).

 

 

 

Η επίδραση του ραδιοφώνου στην εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

 

Με την έναρξη του πολέμου στη Γερμανία υπήρχαν 10 εκατομμύρια ραδιοφωνικές συσκευές, εργαλείο ακραίας προπαγάνδας των Ναζί  υπό το συντονισμό του Γκαίμπελς. Οι Γερμανοί διέθεταν το καλύτερα οργανωμένο ραδιοφωνικό κέντρο στον κόσμο με εκπομπές προς όλες τις ηπείρους σε 53 γλώσσες (Jeanneney, 2010, σ. 229).

Όσο προχωρούσαν με επιτυχία στην υλοποίηση των  κατακτητικών τους σχεδίων, τόσο γίνονταν κάτοχοι περισσότερων ραδιοφωνικών πομπών που εξέπεμπαν προπαγανδιστικά προγράμματα σε όλη την Ευρώπη, ασκώντας ψυχολογική επίδραση, παραπλανώντας και παραποιώντας. Παρουσίαζαν τον «αήττητο» γερμανικό στρατό, το «όραμα» του Χίτλερ για έναν νέο κόσμο συκοφαντώντας τους εχθρούς του (εθνότητες και μειονότητες ), που υποτίθεται ότι αποτελούσαν «κίνδυνο» για την ανθρωπότητα (Jeanneney, 2010, σ. 229-230). Στο εγχείρημά τους αυτό είχαν και την αμέριστη βοήθεια του μεγάλου συμμάχου τους, του Μουσολίνι με τους τεχνολογικά υψηλού επιπέδου ραδιοφωνικούς πομπούς, των οποίων η εμβέλεια έφτανε στη Βόρεια και στη Λατινική Αμερική (Jeanneney, 2010, σ. 230).

Οργάνωσαν την προπαγάνδα τους εκπέμποντας τα μηνύματά τους στη γλώσσα των λαών στους οποίους απευθύνονταν. Έτσι ο Γερμανός Υπουργός Προπαγάνδας για τις εκπομπές προς τη Γαλλία όρισε υπεύθυνο τον Γάλλο δημοσιογράφο Ferdonnet και προς το βρετανικό κοινό τον «Λόρδο Haw Haw», ο οποίος μάλιστα προσπαθούσε να πείσει τους Βρετανούς για την ανάγκη τερματισμού του «αδελφοκτόνου ευρωπαϊκού πολέμου», ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να προσελκύσει στα ναζιστικά στρατεύματα εθελοντές που προέρχονταν από τους αιχμαλώτους Βρετανούς (Jeanneney, 2010, σ. 242-243).

Στο αντίπαλο στρατόπεδο μετά τον Ιούνιο του 1941 οι Σοβιετικοί αρχικά αρκέστηκαν στην εντολή προς το λαό για παράδοση των ραδιοφώνων τους. Στη συνέχεια άρχισαν να αξιοποιούν προπαγανδιστικά το ραδιόφωνο  καινοτομώντας με την εγκατάσταση μεγαφώνων στο μέτωπο, με σκοπό την αναμετάδοση μηνυμάτων στον εχθρό και επίσης επιδόθηκαν σε έναν «ψυχολογικό πόλεμο» στις οικογένειες των Ναζί, τρομοκρατώντας με την ενημέρωση που περιελάμβανε λίστες αιχμαλώτων (Jeanneney, 2010, σ. 231).

Οι άλλοι μεγάλοι σύμμαχοι, οι Βρετανοί, αξιοποίησαν το BBC για να αντιμετωπίσουν την προπαγάνδα των Γερμανών με εκπομπές σε 16 διαφορετικές γλώσσες.  Ο δημοσιογραφικός οργανισμός BBC ταυτίστηκε μέσω του ραδιοφώνου με τη φωνή των καταπιεζόμενων, από τους Γερμανούς, λαών στην Ευρώπη. Αποτέλεσε το μέσο από το οποίο οι ευρωπαϊκοί λαοί μπορούσαν να πληροφορούνται τις ειδήσεις για τις πολεμικές εξελίξεις έγκυρα και αξιόπιστα. Στο πλαίσιο της δικής του «αντιπροπαγάνδας» το BBC αξιοποίησε τις μαρτυρίες εξόριστων (κυρίως πολιτειακών αλλά και στρατιωτικών παραγόντων) από τις χώρες τους λόγω της κατοχής τους από τους Ναζί. Το BBC κατάφερε στη δύσκολη αυτή περίοδο να εμψυχώνει τους πολίτες της κατεχόμενης Ευρώπης χάρη στη μεγάλη του ακροαματικότητα, ως ένα αντίβαρο αποτελεσματικό στην γερμανική προπαγάνδα, σε έναν ιδιότυπο «πόλεμο των ραδιοφώνων» (Jeanneney, 2010, σ. 232-233).

Μετά το 1941 και σε συνεργασία με τη Μ. Βρετανία ακολούθησε ο έτερος σύμμαχος, η Αμερική στην αξιοποίηση του ραδιοφώνου για προπαγανδιστικούς λόγους,  με κατεύθυνση της προπαγάνδας κυρίως προς τον Ειρηνικό και την Λατινική Αμερική. Ιδρύθηκε μάλιστα και το Γραφείο Πληροφοριών Πολέμου καθώς και το «Δίκτυο των Αμερικανικών Δυνάμεων» με αποστολή την αντιμετώπιση των διαστρεβλωμένων ειδήσεων και φημών (Jeanneney, 2010, σ. 234-235).

Στη Γαλλία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν  κυρίως το BBC και το ελβετικό ραδιόφωνο. Για την ήττα της Γαλλίας από τους Ναζί σημαντικό ρόλο είχε το ραδιόφωνο σύμφωνα με τον Γκαίμπελς και τον ιστορικό του BBC Briggs (Jeanneney, 2010, σ. 237). Οι αποτελεσματικές κινήσεις προπαγάνδας των Γερμανών είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κλίματος ηττοπάθειας στους κόλπους της γαλλικής κοινωνίας και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης για την αδιαμφισβήτητη «ανωτερότητα» του γερμανικού στρατού. Αυτό είχε ως συνέπεια την υποχώρηση του γαλλικού στρατού  και την σύναψη ανακωχής από μέρους των Γάλλων, που έφερε και την απαγόρευση λειτουργίας οποιουδήποτε γαλλικού ραδιοφωνικού σταθμού (Jeanneney, 2010, σ. 243-244).

Ενώ λοιπόν η προπαγάνδα των Γερμανών μέσω του ραδιοφώνου επιτάχυνε την κατάληψη της Γαλλίας, το BBC ως αναγνωρισμένο διεθνώς αξιόπιστο μέσο, με εκπομπές στη γαλλική γλώσσα αναδείχθηκε ως η μόνη διέξοδος ενημέρωσης των Γάλλων και όχι μόνο. Αποτέλεσε το βήμα από όπου καθημερινά με πεντάλεπτη εκπομπή, ο Γάλλος στρατηγός Ντε Γκωλ, ο «στρατηγός μικρόφωνο» ανέλαβε να ανυψώσει το ηθικό του λαού του, να συμβάλλει στη συσπείρωσή του  και να κρατήσει έτσι «άσβεστη» τη φλόγα της ελευθερίας και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο (Jeanneney, 2010, σ. 248-250).

Το ραδιόφωνο λοιπόν ήταν ο εκφραστής της Αντίστασης και συνέβαλε στην ενότητα του γαλλικού λαού, ενώ με παρόμοιο τρόπο βοήθησε και λαούς άλλων χωρών (όπως του ελληνικού).

Συμπερασματικά θεωρούμε ότι το ραδιόφωνο χάρη στην προσβασιμότητα και την διαθεσιμότητά του σε μεγάλο μέρος των Ευρωπαίων Πολιτών λειτούργησε ως «όπλο» κατά της γερμανικής προπαγάνδας και  επέδρασε καταλυτικά στην ψυχολογία των ευρωπαϊκών λαών εμψυχώνοντάς τους και καλλιεργώντας την αισιοδοξία, συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στη νίκη των Συμμάχων.

 

.

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

Jeanneney, J. N. (2010). Ιστορία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Από την εμφάνισή τους ως τις μέρες μας. (μτφρ. Νάση Μπάλτα). Αθήνα: Παπαδήμας

Μπαντιμαρούδης, Φ. (2006). Σύντομη Ιστορία της Επικοινωνίας. Μέσα και Πολιτισμός. Αθήνα: Επίκεντρο

Ηλεκτρονικές πηγές

Μποκ, Κ. (2020). Ένας αιώνας ραδιόφωνο στη Γερμανία. Dw.com. https://www.dw.com/el/%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CF%8C%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1/a-56002162 (Ημερομηνία πρόσβασης 11 Απριλίου 2021)

Νταλούκας, Μ. (2018). Κατοχή: Όταν οι Γερμανοί έδωσαν εντολή όλοι οι Αθηναίοι να πάνε τα ραδιόφωνά τους για σφράγισμα.ifimerida.https://www.iefimerida.gr/news/454352/katohiotanoigermanoiedosanentolioloioiathinaioinapanetaradiofonatoysgia (Ημερομηνία πρόσβασης 18 Απριλίου 2021)

 

Η πρόσληψη του εθνικού παρελθόντος κατά το 19ο αιώνα

1.1 O στόχος της παρεχόμενης ιστορικής παιδείας του 19ου αιώνα

 

Το βιβλίο του Λέοντος Μελά Ο Γεροστάθης που εκδόθηκε το 1858, χρησιμοποιήθηκε ως αναγνωστικό στα σχολεία για μια μακρά χρονική περίοδο(περίπου τέσσερις δεκαετίες). Ο ήρωας του βιβλίου (μέλος της Φιλικής Εταιρείας, όπως αποκαλύπτεται στον τρίτο τόμο του έργου), ένας εύπορος ηλικιωμένος επιστρέφει στην πατρίδα του σ΄ένα χωριό της Ηπείρου στα προεπαναστατικά χρόνια και θέτει τη μόρφωσή του στην υπηρέτηση του σκοπού της ηθικής και κοινωνικής διαπαιδαγώγησης των παιδιών της περιοχής. Στόχος του να βοηθήσει τους νέους να διαμορφωθούν σε ηθικούς πολίτες με ορθή σκέψη και λόγο, πολίτες αντάξιους των ένδοξων προγόνων τους.[1]  Χωρίς δογματικό λόγο χρησιμοποιεί ως διδακτικό εργαλείο παραδειγματικά γεγονότα της ιστορίας, της θρησκείας και της καθημερινότητας.

«Ο Γεροστάθης» εκδόθηκε σε μια χρονική περίοδο, με κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα στη χώρα, μεγάλη πολιτική ένταση μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και την παραχώρηση Συντάγματος, καθώς και συγκρούσεις του Όθωνα με τις κυβερνήσεις. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής κυριαρχούσε το αφήγημα της Μεγάλης Ιδέας (που διατυπώθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη το 1844) ως απάντηση στο Ανατολικό ζήτημα σ’ ένα πλαίσιο κοσμικού ρομαντικού εθνικισμού.[2]

Ο Μελάς με τον «Γεροστάθη» προσπάθησε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής του για εθνογένεση με έναν λόγο ηθικοπλαστικό, προβάλλοντας τα ελληνοκεντρικά ιδανικά και με συνύπαρξη των χριστιανικών αρετών με τις κλασικές αρετές (ανδρεία, φρόνηση κ.ά.) και τις αξίες του Διαφωτισμού, του οποίου οπαδός ήταν ο Μελάς και γι’ αυτό στο έργο του οι αναφορές από την κλασική αρχαιότητα είναι πολύ περισσότερες από αναφορές της εκκλησιαστικής παράδοσης (ελάχιστες και μάλλον προσχηματικά).[3] Ο ιδεολογικός προσανατολισμός του Μελά βοηθάει στην ερμηνεία αυτού του φαινομένου και επιπλέον εξηγεί και την απαξίωση των Μακεδόνων (που χαρακτηρίζονται ως βάρβαροι) και της βυζαντινής περιόδου. Η στάση αυτή βέβαια άλλαξε, ειδικά στον τρίτο τόμο, κυρίως ως προς τον Μ. Αλέξανδρο, αλλά και για το Βυζάντιο αναφέροντας την πολιτισμική κατάκτηση των Ρωμαίων από τον ελληνισμό, ανταποκρινόμενος στο αίτημα των καιρών του για μια αναγέννηση του ελληνικού έθνους.

Συμπερασματικά ο στόχος της παρεχόμενης ιστορικής παιδείας του 19ου αιώνα ήταν η εγχάραξη και η θεμελίωση μιας διακριτής ισχυρής εθνικής ταυτότητας με αναζήτηση προτύπων από το ένδοξο ελληνικό παρελθόν.[4]

 

1.2 Η θέαση/πρόσληψη και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού ιστορικού παρελθόντος που συγκροτείται. Σύγκριση με το αντίστοιχο εγχείρημα συγκρότησης της ιστορίας του βουλγαρικού έθνους.

 

Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, στο πνεύμα του Διαφωτισμού η ιστορία του ελληνικού έθνους ταυτίστηκε με την ιστορία της ελληνικής αρχαιότητας. Το μακεδονικό παρελθόν ήταν περιθωριοποιημένο, ενώ η βυζαντινή περίοδος δεν διακρινόταν από τη ρωμαϊκή, αφού εθεωρείτο μια περίοδος σκοταδισμού και παρακμής.[5]  Αυτή η στάση των ιστορικών της περιόδου του πρώτου μισού του 19ου αιώνα φαίνεται και από την έκθεση του Μανούση για την Ιστορίαν του Ελληνικού έθνους του εκφραστή του Ρομαντισμού, του Παπαρρηγόπουλου.[6]

Η πρόσληψη του εθνικού παρελθόντος άλλαξε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, λόγω της σταδιακής επικράτησης του ρεύματος του Ρομαντισμού στην ελληνική κοινωνία που εστίαζε, μέσα σ’ ένα πνεύμα εθνικισμού, στην αναγέννηση του έθνους, ως συνέχειας  της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου.  Με κυρίαρχο το αφήγημα της Μεγάλης Ιδέας και τον εθνικό στόχο της ανασύστασης της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου και της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης.

Σε αυτή τη προσέγγιση της ενσωμάτωσης της ιστορίας του Βυζαντίου στην αρχαία ελληνική ιστορία συνέβαλε και η ενίσχυση του θρησκευτικού συναισθήματος μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο και την αναγνώριση του Αυτοκέφαλου της ελληνικής εκκλησίας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Η μοναρχία διαπιστώνοντας την ισχυρή επιρροή της Εκκλησίας την αναβαθμίζει ως επίσημο ιδεολογικό θεσμό με συμμετοχή στη διαμόρφωση της επίσημης ιστορίας και της εθνικής συλλογικής συνείδησης.[7]

Ακόμη και ο Διαφωτιστής Μελάς αναφέρει στον τρίτο τόμο του Γεροστάθη την πολιτισμική κατάκτηση των Ρωμαίων από τον ελληνισμό και τον μετασχηματισμό της αυτοκρατορίας από ρωμαϊκή σε ελληνική.[8]  Η διαχρονικότητα του ελληνισμού θα αναδειχθεί από τον Παπαρρηγόπουλο στην τετράτομη Ιστορία του ελληνικού έθνους (1860-1874) με την εισαγωγή στην Ιστορία του «τρίσημου σχήματος» (Ελληνική Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός).[9] Το έργο αποτέλεσε από τότε τη βάση της σχολικής ιστορίας με σκοπό την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και της εθνικής ταυτότητας.

 

 

Οι Βούλγαροι διανοούμενοι ασπάστηκαν τις ιδέες του Διαφωτισμού μέσω της ελληνικής παιδείας.

Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και υπό την επίδραση του Ρομαντισμού, τα δύο έθνη προσπάθησαν να συγκροτήσουν την ιστορία τους δίνοντας έμφαση σε στοιχεία, όπως η θρησκεία και η γλώσσα, που θα συνέβαλαν  ενοποιητικά στη συγκρότηση του  έθνους τους στην παρουσία τους στην αρχαιότητα. Και στις δυο περιπτώσεις υπήρχε καθυστέρηση στην έκδοση ιστορικών βιβλίων και ειδικά σχολικών. Στην περίπτωση της Βουλγαρίας, όπως αναφέρει και η  Dessislava (2019) η απουσία από την αρχαιότητα συνέχισε να θεωρείται ως έλλειψη βουλγαρικής ταυτότητας.[10] Επίσης  έλλειψη πηγών στη γλώσσα τους ήταν ένα επιπρόσθετο πρόβλημα.  Για τους Έλληνες δεν υπήρχε αμφισβήτηση της καταγωγής τους σε αντίθεση με τους Βούλγαρους, των οποίων η καταγωγή είναι αμφιλεγόμενη και έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες γι’ αυτή (σύγκρουση απόψεων μεταξύ δυτικής ιστοριογραφίας και σλαβικής). Οι Έλληνες διερευνούσαν μετά το 1850 το πώς θα μπορούσαν να ενσωματώσουν στην ιστορία τους την περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έλληνες ιστορικοί επικεντρώθηκαν πλήρως στην αρχαιότητα με αποκλεισμό του Βυζαντίου από η αφήγηση του εθνικού τους παρελθόντος.

Μια περίοδο που την είχαν απαξιώσει στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα υπό την οπτική του Διαφωτισμού, κάτι που συνέβη και στη Βουλγαρία, αν και οι αναφορές τους στο Βυζάντιο ήταν πολλές.

Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις δύο χώρες αξιοποιείται η παρουσία τους στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Αναγνωρίζουν και οι δύο τον ελληνικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας. Στην Ελλάδα αναγνωρίζεται η πολιτισμική κατάκτηση των Ρωμαίων από τους έλληνες και στη Βουλγαρία, εκτός από τη σλαβική παρουσία στην αυτοκρατορία αξιοποίησαν το κυριλλικό αλφάβητο. Το κυριλλικό αλφάβητο ήταν και ένα σημαντικό στοιχείο που συνέβαλε αποφασιστικά στην υιοθέτηση του Χριστιανισμού. Η ορθόδοξη εκκλησία και στις δύο περιπτώσεις αποτέλεσε σημαντικό πυλώνα της εθνικής τους ιστορίας με ενισυμένο πολιτικό και εθνικό ρόλο.. Με διαφορετικό τρόπο όμως. Στην Ελλάδα η Εκκλησία αναγνωρίστηκε ως Αυτοκέφαλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ στη Βουλγαρία υπήρξε απόσχιση από αυτό το 1870 (Βουλγαρική Εξαρχία), συμβάλλοντας έτσι και στην έντονη ανάπτυξη του εθνικιστικού κινήματος.

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθανασιάδης, Χάρης. Τα αποσυρθέντα βιβλία: Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2015

Παλάσκας, Σωτήρης  «Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους και η εκπαίδευση». Αδημοσίευση Διδακτορική Διατριβή, Α.Π.Θ., 2012

Κουλούρη, Χριστίνα. Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914). Αθήνα: Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, 1988

 

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

 

Dessislava, Lilova.  «Inventing the Ancestors: the Bulgarian History Textbooks in the 19th Century», Lecture at the Dpt of Philosophy and Social Studies, University of Crete,21/3/2019.https://courses.eap.gr/pluginfile.php/152628/mod_resource/content/2/Liliova.pdf (Ημερομηνία πρόσβασης 23/4/ 2021).

[1] Χάρης Αθανασιάδης, Τα αποσυρθέντα βιβλία: Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008, (Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2015), 245

[2] Στο ίδιο, 281

[3] Στο ίδιο, 257-258

[4] Αθανασιάδης, Τα αποσυρθέντα βιβλία: Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008, 254 και 284

[5] Σωτήρης Παλάσκας,  «Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους και η εκπαίδευση»,( Αδημοσίευση Διδακτορική Διατριβή, Α.Π.Θ., 2012), 96

[6] Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914), (Αθήνα: Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, 1988),164-168.

[7] Παλάσκας,  «Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους και η εκπαίδευση», 88-89

[8] Αθανασιάδης, Τα αποσυρθέντα βιβλία: Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα,  1858-2008, 272

[9] Στο ίδιο, 278

[10] Dessislava Lilova, «Inventing the Ancestors: the Bulgarian History Textbooks in the 19th Century», Lecture at the Dpt of Philosophy and Social Studies, University of Crete, 21/3/2019.

https://courses.eap.gr/pluginfile.php/152628/mod_resource/content/2/Liliova.pdf (Ημερομηνία πρόσβασης 23/4/ 2021).

 

 

European Radio Logo

Συντάκτες ιστολογίου

  • ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΚΚΟΣΗΣ

  • Log in



     
    Απρίλιος 2021
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
     1234
    567891011
    12131415161718
    19202122232425
    2627282930  
    Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
    Αντίθεση