Έχει γίνει πολύς λόγος για την παιδαγωγική σημασία του παραμυθιού στα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Από την άποψη της διδακτικής, ένα παραµύθι µπορεί να λειτουργήσει ως ένα είδος λογοτεχνικού κειμένου που με την αφήγηση συμβάλλει στην ανάπτυξη του γραπτού και προφορικού λόγου. Πάνω απ΄ όλα όμως το παραμύθι είναι για το παιδί ένα ιδανικό μέσο για να κρατήσει κοντά του τον ενήλικα. Σπάνια ο μεγάλος έχει καιρό να παίξει με το παιδί όπως θα άρεσε σε αυτό, δηλαδή με αφοσίωση και ολόπλευρη συμμετοχή, χωρίς περισπασμούς. Με το παραμύθι όμως είναι αλλιώς. (Rodari)
Η μεγάλη προσφορά σε εικονογραφημένα βιβλία, έχει υποτιμήσει την αξία του παραμυθιού από τους ενήλικες κι μοιραία έχει πάψει να προσελκύει τα παιδιά. Η εικόνα έχει αντικαταστήσει τη διήγηση και έχει περιορίσει αισθητά τη φαντασία.
Με την ακρόαση της λογοτεχνίας από τη βρεφική του ηλικία το παιδί συνηθίζει το ρυθμό και τη δομή της γραπτής γλώσσας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Wells σε μια προφορική συζήτηση κάνεις «τις λέξεις να ταιριάξουν στον κόσμο». Αντίθετα, σκοπός του γραπτού λόγου είναι να «χρησιμοποιείς τις λέξεις για να φτιάξεις έναν κόσμο».
Πρόκειται για έναν φανταστικό κόσμο όπου τα πρόσωπα και οι καταστάσεις παρουσιάζονται υπερβολικά ή είναι τελείως όμορφα ή τελείως άσχημα, οι ήρωες πολύ καλοί ή πολύ κακοί, μικροσκοπικοί ή θεόρατοι.
Δεν ασχολείται με κοινούς ανθρώπους, του αρέσουν οι άρχοντες, οι βασιλιάδες, οι πολύ φτωχοί. Στο παραμύθι τα παιδιά αναγνωρίζουν τη δυνατότητα να συμβεί οτιδήποτε. Το θαύμα, ο μαγικός κόσμος και η απόσταση από την πραγματική ζωή είναι το φυσιολογικό. Το παράδοξο και η υπερβολή τους προκαλεί συγχρόνως και γέλιο. Όλα γίνονται εύκολα και από κοντά, η καλή μοίρα βρίσκει τους ανθρώπους στο δρόμο και τους κουβεντιάζει, οι φτωχοί και οι ορφανές μπαίνουν εύκολα στα παλάτια. Ο τόπος και ο χρόνος είναι θαμπά και αόριστα. Όταν το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να ξεπεράσει τις δυσκολίες εμφανίζεται η μαγική δύναμη, το θαύμα « σαν από μηχανής θεός».
Οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ζώα ή αντικείμενα, τα ζώα μιλούν, παντρεύονται. Δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο υπερφυσικό και το πραγματικό που τώρα συνυπάρχουν σαν κάτι το απόλυτα συνηθισμένο.
Ξεχωρίζει για την απλότητα και τη λιτότητά του. Δεν αφιερώνει χρόνο σε λεπτομερείς περιγραφές προσώπων ή πραγμάτων. Ένας σύντομος χαρακτήρας αρκεί, για παράδειγμα, γέρο- βασιλιάς, άσχημη- κόρη. Το όνομα του κεντρικού ήρωα σπάνια αναφέρεται.
Η αρχή και το τέλος του παραμυθιού είναι όμοια και ήρεμα: «Μια φορά κι έναν καιρό… και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Ο ήρωας θα νικήσει, η πάλη του με τις δυσκολίες θα τελειώσουν και τότε ακριβώς ο ακροατής και ο αφηγητής θα ανακουφιστούν, θα χαλαρώσουν, θα λυτρωθούν. Η λήξη του παραμυθιού είναι πάντοτε ο θρίαμβος της δικαιοσύνης και του καλού.
Καθώς η σκέψη στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας χαρακτηρίζεται από τον «ανιμισμό», την τάση δηλαδή να δίνουν ζωή στα πάντα, και μιας και δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή του άψυχου και του ζωντανού, εκφράζονται, αγαπούν, πιστεύουν στα παραμύθια και δημιουργούν δικές τους ιστορίες επηρεασμένα από τα προσωπικά τους βιώματα και επιθυμίες. Τα παραμύθια προχωρούν μ’ έναν τρόπο που ταιριάζει με τον τρόπο που τα παιδιά σκέφτονται και συλλαμβάνουν το νόημα της ζωής.
Οι επικριτές αναφέρουν πως συχνά μέσα στα παραμύθια υπάρχει μια σκληρότητα στις τιμωρίες και μια απανθρωπιά στις σχέσεις των ανθρώπων (κακές μητριές στέλνουν τα παιδιά στο δάσος να χαθούν, κακές γριές και δράκοι ψήνουν τα ξένα παιδιά μέσα στο φούρνο).
Τα παιδιά, ωστόσο, παίρνουν από το παραμύθι ή απ΄ όλα τα γεγονότα της πραγματικότητας αυτό που τα ενδιαφέρει, αυτό που τους χρησιμεύει, επιλέγοντας συνεχώς.
Σε τι ακόμα τους χρησιμεύει το παραμύθι; Για να κατασκευάσουν νοητικές δομές, να θέσουν σχέσεις όπως ” εγώ–οι άλλοι “, “εγώ-τα πράγματα“, “τα αληθινά πράγματα-τα επινοήματα της φαντασίας“. Τους χρησιμεύει για να συλλάβουν τις αποστάσεις μέσα στον χώρο “μακριά-κοντά“, και στον χρόνο “μια φορά- τώρα“, “πριν-μετά“, “χθες-σήμερα-αύριο“. Τα παραμύθια προσφέρουν μια πλούσια συλλογή από χαρακτήρες και τύχες από μια πραγματικότητα που ακόμα δεν γνωρίζουν, για το μέλλον που δεν μπορούν να το σκεφτούν. Συγχρόνως, όταν το παραμύθι αποφασίσει να συγχωρέσει, είναι και τα παιδιά έτοιμα να το δεχθούν.
Η παιδαγωγική και μορφωτική διάσταση και αξία του παραμυθιού έχει πολλές παραμέτρους, καθώς το παραμύθι λειτουργεί σε ένα φαντασιακό και ασυνείδητο επίπεδο, βοηθά το παιδί να κατανοήσει τον κόσμο που το περιβάλλει, να έρθει αντιμέτωπο με διάφορες καταστάσεις, άλλοτε εύκολες και άλλοτε δύσκολες και με έναν αβίαστο τρόπο να κατανοήσει και μεγάλες αλήθειες για τη ζωή που μπορεί ακόμη και να πληγώνουν.
***Πρέπει ωστόσο να θυμόμαστε πως τα παραμύθια συνιστούν κατάλληλα παιδαγωγικά μέσα μόνο όταν επιλέγονται ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, τα ενδιαφέροντά του και τη δύναμη της φαντασίας του και όταν δημιουργούν ατμόσφαιρα ψυχικής αγαλλίασης, εκτόνωσης και δημιουργίας.
Πηγή πληροφοριών: http://apothetirio.teiep.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/569/lgt_2010175.pdf?sequence=1