Ήταν μια εβδομάδα αφιερωμένη στα έθιμα της Απόκριας που αποκορυφώθηκε με το όλο κέφι πάρτυ της Παρασκευής.
Οι μικροί καρναβαλιστές χόρεψαν παραδοσιακούς χορούς, μπερδεύτηκαν με τις κορδέλες στο γαϊτανάκι, απόλαυσαν τα εδέσματα που πρόσφερε απλόχερα ο Σύλλογος Γονέων που ευχαριστούμε θερμά!
Στο μεταξύ μάθαμε για την χρήση της μάσκας σε πρωτόγονες κουλτούρες, ερμηνεύοντας εικόνες από παραδοσιακές μάσκες τροφοσυλλεκτικών πολιτισμών. Γιατί η χρήση της μάσκας εκπαιδεύει την εναλλαγή στις ταυτότητες, την γνωστική ευελιξία, τελικά την ψυχοκοινωνική ανθεκτικότητα όπως υπονοεί ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης:
«μια σειρά από μάσκες κρέμονται στον τοίχο,
μάσκες που τις χρησιμοποιήσαμε
άλλοτε για ν’ αρέσουμε ή να ωφεληθούμε
κι άλλοτε μονάχα από συνήθεια ή σαν την αυτόματη κίνηση
που κάνει κανείς
για να σωθείς από΄ να κίνδυνο-η μάσκα του ανδρείου,
του κυνικού, του αλαζόνα ή του σεμνού»
Eνίοτε, βεβαίως, ούτε η μάσκα διασώζει, ειδικά όταν οι άνθρωποι μπλέξουν με μεγάλα ιστορικά διακυβεύματα, όπως εξίσου ωραία δείχνει και ο Καβάφης στο ποιήμα “Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς 628 – 655 μ.Χ.”
“Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.
Θα θέλουν να με βλάψουν. Αλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται οι πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.
Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη.
Άραγε νάκαμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.”
Καλά Κούλουμα, με άφθονο αέρα όπως προβλέπει και η Ε.Μ.Υ
, για το πέταγμα των χαρταετών. Καλή Σαρακοστή, με την αισιόδοξη απεικόνισή της από το μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη:
-«Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -είτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. […] Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα που πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.»,
