ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μέρα απόλυτου πένθους για όλη την Χριστιανοσύνη, απόλυτης αργίας και νηστείας, η μέρα που γίνεται η κορύφωση του Θείου Δράματος, όπου κορυφώνονται τα Πάθη του Χριστού και γίνεται η σταύρωση του Χριστού το ξημέρωμα τις ίδιας μέρας.

Τη μέρα που οδήγησαν τον Ιησού στο σταυρό, στο μέρος που λέγεται Κρανίο, εκεί σταύρωσαν και δύο κακούργους, τον ένα στα δεξιά και τον άλλο στα αριστερά του.

Οι Ιουδαίοι, για να μη μείνουν τα σώματα των σταυρωθέντων πάνω στο σταυρό μέχρι το Σάββατο, αφού ήταν τότε Παρασκευή, η μέρα της προετοιμασίας- ήταν σημαντική η μέρα εκείνου του Σαββάτου- ζήτησαν από τον Πιλάτο να συντριβούν τα σκέλη των καταδίκων, για να σιγουρευτούν ότι αυτοί έχουν πεθάνει και να κατεβάσουν τα σώματά τους. Πράγματι, οι στρατιώτες σύντριψαν τα σκέλη του ενός ληστή και του άλλου που σταυρώθηκαν μαζί του. Όταν όμως έφτασαν μπροστά από τον Ιησού και είδαν ότι είχε ήδη πεθάνει, δεν του συνέτριψαν τα σκέλη, αλλά ένας στρατιώτης τον τρύπησε με την λόγχη του στα πλευρά και αμέσως έτρεξε από την πληγή αίμα και νερό.

Μόλις βράδιασε, κάποιος πλούσιος άνθρωπος από την Αριμαθαία, που λεγόταν Ιωσήφ και ήταν και αυτός μαθητής του Ιησού, πήγε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Χριστού. Ο Πιλάτος διέταξε να του το δώσουν. Όταν ο Ιωσήφ πήρε το σώμα του Ιησού, το τύλιξε σε καθαρό σεντόνι και το έβαλε μέσα σε ένα σκαμμένο βράχο. Ύστερα κύλησε μια μεγάλη πέτρα και έφραξε την είσοδο κι έφυγε.

Την επόμενη μέρα μετά την Παρασκευή, μαζεύτηκαν οι αρχιερείς και πήγαν στον Πιλάτο και του είπαν: “Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο λαοπλάνος ο Ιησούς είχε πει, όταν ζούσε, “Μετά από τρεις μέρες, θα αναστηθώ”. “Δώσε λοιπόν, διαταγή να φρουρηθεί ο τάφος μέχρι την τρίτη μέρα, μην τυχόν και πάνε οι μαθητές Του τη νύχτα και κλέψουν το σώμα Του και ύστερα διαδώσουν στο λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς. Κι έτσι η τελευταία πλάνη θα είναι χειρότερη από την πρώτη”. Ο Πιλάτος συμφώνησε και τους απάντησε: “Σας διαθέτω φρουρά, πηγαίνετε και ασφαλίστε τον τάφο, όπως νομίζετε καλύτερα”. Εκείνοι πήγαν, σφράγισαν τον τάφο και τοποθέτησαν από έξω φρουρούς.

Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται η αποκαθήλωση όπου ο ιερέας κατεβάζει τον Εσταυρωμένο από τον Σταυρό και τον τυλίγει σε καθαρό σεντόνι και τοποθετεί το Άγιο Σώμα του Κυρίου στο στολισμένο επιτάφιο, ο οποίος έχει στολιστεί  με άνθη. Επίσης, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής ομάδες παιδιών γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν το μοιρολόι «Σήμερα μαύρος ουρανός», γνωστό και ως «Μοιρολόι της Παναγίας». Σε πολλές περιοχές της χώρας τα κορίτσια της ομάδας κρατούν ένα στεφάνι, πλεγμένο με λουλούδια εποχής, το οποίο στη συνέχεια το εναποθέτουν στον Επιτάφιο. Τα Κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής, όπως τα ονομάζει η Λαογραφία, τείνουν σήμερα να εκλείψουν.

Μετά το στολισμό του επιταφίου οι πιστοί προσέρχονται στις εκκλησίες για να προσκυνήσουν και, όπως συνηθίζεται, άντρες, γυναίκες και παιδιά περνάνε από κάτω όχι μόνο “για να τους πιάσει η χάρη”, αλλά για να δηλώσουν υποταγή, ομολογία στον Χριστό. Όλη την ημέρα οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα σε όλη την Ελλάδα και παραδοσιακά απαγορεύεται πάσα εργασία και γίνεται αυστηρότατη νηστεία και απαγορεύεται και η κατάποση του λαδιού.

Το βράδυ γίνεται η λειτουργία της περιφοράς του Επιταφίου. Η περιφορά του Επιταφίου είναι το κυριότερο έθιμο της Μεγάλης Παρασκευής.

Την Μεγάλη Παρασκευή  ψέλνεται το «Ω γλυκύ μου έαρ» που είναι το μοιρολόι της Παναγίας, η έκφραση του πόνου της για τον επίγειο θάνατο του υιού της. Ο ύμνος είναι κορυφαίος ως μελωδία και ως λόγος και έχει ενδιαφέρον η κατά λέξη εννοιολογική ανάλυσή του.

«Ω γλυκύ μου έαρ,    

γλυκύτατόν μου Τέκνον,

πού έδυ σου το κάλλος;»

Μόλις νυχτώσει, αρχίζει η ακολουθία και η περιφορά του επιταφίου.

Βέβαια, φέτος, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού αυτή τη Μεγάλη Παρασκευή,

μένουμε σπίτι και προσευχόμαστε!