Μια εβδομάδα πριν την Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών του Ιησού Χριστού
και ακολουθούμε και εμείς τα δικά Του βήματα μέσα από μια όμορφη ιστορία,
την “Πασχαλινή Ιστορία” του Brian Wildsmith, από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.
Κάποτε, πριν από πολλά χρονιά, έφεραν στον Ιησού Χριστό ένα γαϊδουράκι. Το γαϊδουράκι δεν είχε κουβαλήσει ως τότε κανέναν πάνω στη ράχη του, αλλά ο Ιησούς του μίλησε γλυκά και έπαψε να φοβάται. Ο Ιησούς ανέβηκε στο γαϊδουράκι και ξεκίνησαν μαζί για τα Ιεροσόλυμα. Καθώς πλησίαζαν στην πόλη, είδαν πλήθος κόσμου να στέκεται στην άκρη του δρόμου. Το γαϊδουράκι τα έχασε βλέποντας τόσους ανθρώπους. Κάποιοι είχαν στρώσει τα ρούχα τους στο δρόμο, ενώ άλλοι είχαν στρώσει κλαδιά από φοινικόδεντρα, για να πατήσει πάνω τους Εκείνος. «Ωσαννά» φώναζαν. «Ευλογημένος αυτός που έρχεται στο όνομα του Θεού».
Όταν έφτασαν στα Ιεροσόλυμα, το πλήθος παραληρούσε από ενθουσιασμό. Κάποιοι ρωτούσαν: «Ποιος είναι αυτός που έρχεται πάνω στο γάιδαρο;» «Είναι ο Ιησού Χριστός από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας». Το γαϊδουράκι ένιωσε πολύ περήφανο καθώς έμπαιναν στην πόλη.
Το γαϊδουράκι με τον Ιησού στην ράχη του διάσχισε τους δρόμους της πόλης κι έφτασε μπροστά στο ναό. Ο Ιησούς κατέβηκε και μπήκε μέσα αλλά είδε ότι ήταν γεμάτο ανθρώπους αγόραζαν και πουλούσαν διάφορα πράγματα. Τότε θύμωσε και τους έδιωξε όλους από το ναό φωνάζοντας: «Το σπίτι του πατέρα μου πρέπει να είναι τόπος προσευχής!»
Τις επόμενες μέρες το γαϊδουράκι έμεινε στην πόλη με τον Ιησού. Την Πέμπτη το βράδυ πήγαν σε ένα μικρό σπιτάκι, όπου ο Ιησούς, θα δειπνούσε με τους μαθητές του. Από το παράθυρο, το γαϊδουράκι είδε τον Ιησού να κόβει το ψωμί. «Φάτε» τους είπε ο Ιησούς Χριστός. «Αυτό είναι το σώμα μου». Μετά, το γαϊδουράκι είδε τον Ιησού να σηκώνει ψηλά ένα κύπελλο με κρασί. «Πιείτε», είπε ο Ιησούς. «Αυτό είναι το αίμα μου».
Μετά το δείπνο, το γαϊδουράκι ακολούθησε τον Ιησού και τους μαθητές Του στον κήπο της Γεσθημανής. Ο Ιησούς τους είπε: «Καθίστε εδώ και μείνετε ξάγρυπνοι, όσο εγώ θα προσεύχομαι». Το γαϊδουράκι έμεινε εκεί και Τον περίμενε αλλά όλοι οι άλλοι αποκοιμήθηκαν.
Ξαφνικά, πολύς κόσμος έφτασε στον κήπο. Μπροστά από όλους βάδιζε ο Ιούδας, ένας από τους μαθητές του Ιησού. Βλέποντας από μακριά τον Ιησού, τον πλησίασε και τον φίλησε. Τότε άρπαξαν τον Ιησού και τον έσυραν μακριά. Βλέποντας το αγριεμένο πλήθος, οι υπόλοιποι μαθητές φοβήθηκαν και έτρεξαν να φύγουν. Μόνο το γαϊδουράκι και ο Πέτρος δεν έφυγαν, αλλά ακολούθησαν το πλήθος που διέσχιζε την πόλη.
Έφτασαν, επιτέλους, στο σπίτι του Καϊάφα, του αρχιερέα. Το γαϊδουράκι άκουσε τον Καϊάφα να ρωτάει τον Ιησού «Εσύ είσαι ο Γιος του Θεού;» «Εγώ είμαι» απάντησε ο Ιησούς. Τότε ο αρχιερέας είπε: «Ακούσατε αυτά τα τρομερά λόγια. Τι έχετε να πείτε;» «Πρέπει να πεθάνει!» φώναξαν όλοι. Το πλήθος έφυγε από το σπίτι του Καϊάφα και οδήγησε τον Ιησού στον Πιλάτο, το Ρωμαίο διοικητή. Το γαϊδουράκι κοίταζε τον Ιησού να στέκεται μπροστά στον Πιλάτο και στο πλήθος. «Είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» το ρώτησε ο Πιλάτος. «Εσύ το είπες…» απάντησε ο Ιησούς.
Οι ιερείς τότε κατηγόρησαν τον Ιησού για φοβερά πράγματα. « Δεν έχεις τίποτα να απαντήσεις;» ρώτησε ο Πιλάτος.
«Να τον σταυρώσεις!» φώναξαν όλοι. «Πάρτε τον, λοιπόν, και σταυρώστε τον», είπε ο Πιλάτος. «Εγώ νίπτω τα χείρας μου». Κι έπλυνε τα χέρια του σε μια λεκάνη με νερό.
Τότε, οι στρατιώτες πήραν τον Ιησού. Του φόρεσαν στο κεφάλι ένα στεφάνι από αγκάθια και τον κορόιδευαν. «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων», έλεγαν. Του έδωσαν ένα πολύ βαρύ ξύλινο σταυρό και τον ανάγκασαν να τον κουβαλήσει. «Αχ, να μπορούσα να τον βοηθήσω…» σκεφτόταν το γαϊδουράκι λυπημένο.
Αλλά τότε ένας άνδρας ξεχώρισε από το πλήθος και βοήθησε τον Ιησού να κουβαλήσει το Σταυρό του. Το γαϊδουράκι ακολούθησε, καθώς οδηγούσαν τον Ιησού στον Γολγοθά, ένα λόφο έξω από την πόλη. Εκεί τον σταύρωσαν ανάμεσα σε δυο ληστές.
Αργά εκείνη την νύχτα ένας πλούσιος άνθρωπος, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ζήτησε από τον Πιλάτο το σώμα του Ιησού. Το τύλιξε σε ένα καθαρό λινό σεντόνι, αλλά δεν μπορούσε να το κουβαλήσει. Έτσι, ο Ιωσήφ φόρτωσε το σώμα του Ιησού πάνω στο γαϊδουράκι και εκείνο το κουβάλησε σε ένα τάφο, σκαμμένο στο βράχο. Ο Ιωσήφ απόθεσε μέσα το σώμα του Ιησού και σφράγισε τον τάφο, κυλώντας στο άνοιγμα του ένα τεράστιο βράχο.
Νωρίς το πρωί της Κυριακής, δυο γυναίκες που αγαπούσαν και τιμούσαν τον Ιησού, σκέφτηκαν να πάνε στον τάφο του. Όταν έφτασαν εκεί είδαν ότι ο βράχος είχε μετακινηθεί και το σώμα του Ιησού έλειπε. Το γαϊδουράκι είδε δυο αγγέλους εκεί που ήταν το σώμα του Ιησού. «Δεν είναι εδώ», είπαν οι άγγελοι. «Αναστήθηκε. Είναι πάλι ζωντανός».
Οι γυναίκες έφυγαν από τον τάφο και το γαϊδουράκι τις ακολούθησε, μέχρι που έφτασαν σε ένα κήπο. Εκεί στεκόταν ένας άντρας. Οι γυναίκες νόμισαν ότι ήταν ο κηπουρός, αλλά το γαϊδουράκι κατάλαβε ότι ήταν ο Ιησούς. Οι γυναίκες τρόμαξαν, αλλά ο Ιησούς τους είπε: «Μη φοβάστε. Τρέξτε να πείτε στους μαθητές μου να πάνε στη Γαλιλαία. Εκεί θα με συναντήσουν».
Οι μαθητές του Ιησού χάρηκαν πολύ που θα τον έβλεπαν και πάλι. Και Εκείνος έμεινε μαζί τους σαράντα μέρες, μιλώντας τους για τη Βασιλεία του Θεού. Αλλά ο Ιησούς γνώριζε ότι πλησίαζε η ώρα που έπρεπε να φύγει από τη γη. Και ένα πρωί την ώρα που πρόβαλλε ο ήλιος, ανέβηκε στον ουρανό, κοντά στον Πατέρα Του.
Την επόμενη μέρα, ένας από τους μαθητές του Ιησού οδήγησε το γαϊδουράκι πίσω στο σπίτι του. Και το γαϊδουράκι έμεινε εκεί για την υπόλοιπη ζωή του, κρατώντας πάντα μέσα του την ανάμνηση εκείνου του ξεχωριστού ανθρώπου που κουβάλησε κάποτε στη ράχη του ως τα Ιεροσόλυμα. Του Θεανθρώπου…