Η αφήγηση της Άλωσης από τον Φωτάκο και ο ιστορικός ρόλος του Κυνουριάτη Μανώλη Δούνια.
Αναδημοσίευση από ανάρτηση Ηλία Χαλκιά, Φιλολόγου
Η Τρίπολη γιορτάζει φέτος την 198η επέτειο της απελευθέρωσής της από τον οθωμανικό ζυγό. Το κορυφαίο αυτό γεγονός του 21 ήταν βέβαια συλλογικό επίτευγμα των επαναστατημένων Ελλήνων, αλλά η σύλληψη και εφαρμογή του σχεδίου που οδήγησε στην επιτυχία του στόχου αυτού έχει τη σφραγίδα της στρατηγικής ιδιοφυίας του θρυλικού Γέρου του Μοριά, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Αυτός διέκρινε ότι, αν δεν παρθεί το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Πελοποννήσου, δεν θα ήταν δυνατή η απελευθέρωσή της, όσα περιφερειακά κάστρα του Μοριά κι αν καταλάμβαναν οι Έλληνες. Και παρά τις αντίθετες στο σχέδιό του απόψεις άλλων οπλαρχηγών, επέμεινε στο σχέδιό του και τελικά δικαιώθηκε απόλυτα. Ύστερα από ένα εξάμηνο πολιορκητικό κλοιό (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1821) και τις νικηφόρες μάχες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στα Βέρβενα, Δραγούνι και Δολιανά, και στη Γράνα του Μύτικα, η Τριπολιτσά έπεσε ως ώριμος στρατηγικά καρπός στα χέρια των Ελλήνων πολεμιστών. Η επανάσταση στο Μοριά και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα είχε πλέον βάλει ισχυρές βάσεις για την επιβίωση και προοπτική της.
Αντί άλλης ιστορικής αναφοράς επιλέξαμε να παραθέσουμε τη φωνή ενός από τους έγκυρους Απομνημονευματογράφους του Αγώνα, του Υπασπιστή του Γέρου του Μοριά Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου(1798-1879). Με την αφήγησή του φωτίζονται αρκετά σημαντικές πτυχές του μεγάλου γεγονότος και μεταξύ αυτών ο κυρίαρχος ρόλος του Κυνουριάτη (από τον ιστορικό Πραστό) Μανώλη Δούνια και δύο συντρόφων του στην εκπόρθηση του τείχους της Τριπολιτσάς. Η αυθεντική του μαρτυρία αποκαθιστά την ιστορική σύγχυση σχετικά με τον φυσικό αυτουργό της κατάληψης της Πύλης του Αναπλιού το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου 1821, που οδήγησε στην απελευθέρωση της Τριπολιτσάς. Ήταν ο Μανώλης Δούνιας που με το καταδρομικό σχέδιό του κατέλαβε την πύλη αυτή και όχι ο κατά τα άλλα σπουδαίος αγωνιστής της Επανάστασης Παναγιώτης Κεφάλας, στον οποίο κάποιοι έχουν εσφαλμένα αποδώσει το γεγονός. Ας ακούσουμε τον Φωτάκο*:
«Τώρα θέλω διηγηθή τον τρόπον, πώς οι Έλληνες εμβήκαν έξαφνα εις την Τριπολιτσάν, χωρίς να ήναι προμελετημένον και μήτε να το γνωρίζουν οι μεγάλοι καπεταναίοι. Οι Τούρκοι είπαμεν είχαν προσκληθή από την Πέμπτην (22 Σεπτεμβρίου) δια την γενικήν συνέλευσιν. Άφησαν λοιπόν κατά την ώραν της συνελεύσεως και ταις τάπιαις του φρουρίου αφύλακταις και τα σπίτια τους ακόμη, και επροσηλώθησαν εις το αποτέλεσμα αυτής. Η Τριπολιτσά ήτον καθώς είπαμεν τειχογυρισμένη και είχε τάπιαις με κανόνια• εις του Ναυπλίου την Πόρταν ήτον μία μεγάλη Τάπια και έμπροσθεν αυτής της Τάπιας είναι εκκλησία Αγία Σωτήρα ονομαζομένη, και ως είκοσι χαλασμένα σπίτια, ονομαζόμενα Αρσενέκα. Εις αυτά τα χαλάσματα επήγαιναν οι Έλληνες συχνά και εμπορεύοντο με τους Τούρκους, οι οποίοι εκατοικούσαν επάνω εις την Τάπιαν, τους έδιδαν ψωμί καλό, σύκα, κρέας και έπερναν άρματα και άλλα πράγματα πολύτιμα. Οι αρχηγοί εγνώριζαν τούτο, αλλ’ επειδή οι περισσότεροι από τους στρατιώτας ήταν χωρίς άρματα, εκαμώνοντο ότι δεν τους έβλεπαν. Οι τοπτσίδες (πυροβολισταί) της Τάπιας αυτής Τούρκοι ήταν Αλβανοί και Ανατολίται αδιαβόλευτοι, συχνά ανταμώνοντο με τον Εμμανουήλ Δούνια Τσάκωνα, και με τους Σπετσιώτας Αυραντίνην και Γκίκαν Ρουμάνην συνταχνήτας των, επειδή εγνώριζαν καλά να ρίπτουν τα κανόνια• αυτοί οι τρεις εγνώριζαν την γλώσσαν των και εμπιστεύοντο αναμεταξύ των• επήγαιναν συχνά εκεί και τους ανέβαζαν εις την τάπιαν, εκρέμαγαν δηλαδή ένα σχοινί δεμένον από ένα κανόνι και από αυτό επιάνοντο και ανεβοκατέβαιναν εις την Τάπιαν.
Την ημέραν δε της συνελεύσεως, ότε έλειπαν οι αξιωματικοί, ανέβηκαν και άλλοι Έλληνες εις την Τάπιαν με σχοινία, τα οποία είχαν φέρει μαζί τους μιμούμενοι τον Αυραντίνην, όπου ανέβαινε με το σχοινί και τα έδεσαν από άλλα κανόνια. Ήλθαν και άλλοι πολλοί εις τα χαλάσματα τα οποία ήταν απέξω. Αυτοί τότε συνενοήθησαν με τους μέσα, και επειδή η Πόρτα του Ναυπλίου ήτον κοντά την άνοιξαν και εμβήκαν μέσα άλλοι Έλληνες Τσάκωνες και όσοι ήταν εκεί απέξω Αγιοπετρίται. Καθώς δε τους είδαν και οι άλλοι Αγιοπετρίται από το ταμπούρι τους ότι οι εδικοί τους εμβήκαν μέσα άρπαξαν και αυτοί τας σημαίας και επήγαν έξω από το φρούριον και εμβήκαν με τους αρχηγούς των από του Σεραγιού την Πόρταν, την οποίαν είχαν ανοίξει οι σύντροφοί τους• ο δε Αυραντίνης από την Τάπιαν, αφού την επήραν, εγύρισε τα κανόνια και εβάρει το Σεράγι.
Συγχρόνως, αφού από το ταμπούρι του τους είδεν ο Κεφάλας και ο Παππατζώνης, έτρεξαν και αυτοί και εμβήκαν από του Μυστρά την πόρτα. Αμέσως και ο Δημήτριος Δελιγιάννης από του Ματζαγρά, όπου ήτον, εμβήκε και αυτός από του Σεραγιού την Πόρταν. Πανταχόθεν άνοιξεν ο πόλεμος, όσοι έμβαιναν άνοιγαν ταις Πόρταις• αλλ’ οι περισσότεροι έμβαιναν από τα τείχη, όπου δεν έβλεπαν αντίστασιν.
Οι Τούρκοι ειδοποιήθησαν, εν ώ ήτον ακόμη εις την συνέλευσιν, ότι οι Έλληνες εμβήκαν, έτρεξεν ο καθένας εις το σπίτι του, δια να σώσει την φαμιλία του και τα πράγματά του και καμμίαν προσοχήν δεν έδωσαν, διά να εμποδίσουν το έμβασμα των στρατιωτών. Οι Έλληνες έπειτα επροχώρησαν, επήραν όλαις ταις Τάπιαις και τα δυνατά σπίτια, και μερικοί μόνον Τούρκοι επρόφθασαν και εκλείσθησαν εις τινα σπίτια δυνατά και εις την μεγάλην Τάπιαν.
Η σφαγή άρχισε εις όλα τα μέρη της πόλεως, το τουφέκι εδούλευε πανταχού και ανηλεώς κατά τρεις ολοκλήρους ημέρας εσκοτώνοντο πάσης ηλικίας άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά ανήλικα. Οι Έλληνες εδώ εξεδικήθησαν δι’ όσα τόσους χρόνους είχαμεν πάθει από τους τυράννους μας. Πολλοί δε Τούρκοι, όπου εκλείσθησαν εις τα σπίτια των, επροτίμησαν και εκάησαν μέσα εις αυτά με ταις φαμιλίαις των παρά να παραδοθούν εις τους δούλους των.
Πολλοί Καπεταναίοι και άλλοι Έλληνες από φιλανθρωπίαν ήθελαν να σώσουν κανένα Τούρκον, αλλά άλλος Έλλην, του οποίου ο Τούρκος την γυναίκα, το παιδί ή και αυτόν τον ίδιον είχε κατά διαφόρους τρόπους ατιμάσει, τυραγνήσει και αδικήσει, άμα έβλεπε τον εχθρόν του του άναπτε από πίσω την πιστόλαν ή το τουφέκι του• όσοι ήθελαν να σώσουν Τούρκους και να κάμουν καλόν έτρεχαν κίνδυνον• διότι πολλάκις το βόλι επέρνα τον Τούρκον και εφόνευε και τον Έλληνα, ο οποίος ήθελε να του σώση την ζωήν• και ούτω τους άφιναν εις την διάκρισίν των. Δεν ήτον κανένας Τούρκος, ο οποίος να μην είχε δύο και τρεις εχθρούς• διότι ποτέ τους δεν εσυλλογίσθησαν ότι θα σηκωθούν οι ραγιάδες των και θα ζητήσουν την ελευθερία τους• το δε κακόν έξαφνα τους ήρθε εις το κεφάλι τους.
Δεν τους εσκότωναν λοιπόν από ωμότητα οι Έλληνες τους Τούρκους, καθώς η πολιτισμένη Ευρώπη μας εκατηγόρησεν, ούτε δια κανένα άλλον σκοπόν, καθώς είδαμεν, αλλά από δικαίαν εκδίκησιν, την οποίαν έτρεφαν εναντίον τους• εν ώ τους καλούς Τούρκους, όσοι πρότεροννδεν τους εκακομεταχειρίζοντο, τους επήραν μαζί τους και τους επεριποιήθησαν όσον καλλίτερα ημπορούσαν, τους είχαν ομοτραπέζους των, τους έσωσαν και τους έστειλαν όπου ήθελαν.
Αλβανοί δε υπέρ τους 300 εκλείσθησαν μέσα εις τα κονάκια του Σεραγιού και κοντά το δείλι εζήτησαν τον Κολοκοτρώνην ως φίλον τους και πιστόν δια να παραδοθούν. Ήλθεν ο Κολοκοτρώνης, αλλά διότι δεν τον εγνώριζαν, επειδή και δεν ήτον κανένας μπουλούμπασης Αλβανός μαζί τους, από εκείνους όπου τον εγνώριζαν να τους βεβαιώση, δεν έδιδαν πίστιν. Ο Κολοκοτρώνης τους έλεγε μ α τ ον θ ε ό ν, μ α τ α τ έ σ σ ε ρ α κ ε τ ά π ι α τ ο υ θ ε ο ύ, μ α τ ο ν π ρ ο φ ή τ η ν Χ α σ ρ έ τ Ι σ ά (Χριστόν) ε γ ώ ε ί μ α ι• αλλά αυτοί πάλιν δεν τον επίστευαν. Τότε τους είπε και αυτός, επειδή δεν παρεδίδοντο, ν α ή ν α ι τ ο κ ρ ί μ α ε ι ς τ ο ν λ α ι μ ό ν τ ο υ ς κ α ι ό τ ι ε γ ώ δ ε ν ε ί μ α ι π α ρ α β ά τ η ς τ η ς μ π έ σ α ς. Έφυγεν έπειτα ο αρχηγός και οι στρατιώται αμέσως έβαλαν φωτιά εις τα κονάκια και τους έκαψαν όλους.
Την ημέραν όπου αντάμωσα τον αρχηγόν είχα πάγει εις το σπίτι του Δημητρίου Δελιγιάννη, ευρήκα μέσα και τους Καπεταναίους του, τους εχαιρέτησα, και δεν με εδέχθησαν με τον τρόπον όπου με εδέχοντο έξω, πριν έμβωμεν μέσα εις την Τριπολιτσάν. Μάλιστα ήκουσα ύβρεις κατά του αρχηγού μου και φοβερισμούς. Του έκαμα την παρατήρησιν, ότι δεν αρμόζουν αυτά τα λόγια, για να τα λέγη ο Δελιγιάννης δια τον φίλον του τον Κολοκοτρώνην, και μου είπεν ότι δεν τον έχει φίλον τον κλέφτην, και δεν τον φοβάται πλέον. Αυτά όλα τα έκαμα γνωστά εις τον αρχηγόν μου• αυτός δε μου είπε καμώσου ότι δεν μου είπες τίποτε• τώρα όπου ο Άγιος Θεός ηθέλησε και μας εδυνάμωσε και επήραμεν την Τριπολιτσάν, ας λέγουν ό,τι θέλουν. Έχουν δίκαιον παιδί μου• διότι βλέπουν τούτους σκοτωμένους (και έδειξε τα Τουρκικά πτώματα), με τους οποίους είχαν μαζί την εξουσίαν• τώρα την επήρε το έθνος. Αν εγελάσθηκαν και έκαμαν την επανάστασιν, ήλπιζαν να κληρονομήσουν τους Τούρκους και να γίνουν αυτοί εις τον τόπον τους, αλλ’ αργά το εσυλλογίσθηκαν.
Όταν εμβήκαμεν εις την Τριπολιτσάν, όσοι ευρέθησαν τότε εκεί πρόκριτοι και καπεταναίοι, Κρεβατάς, Πετρόμπεης, Αν. Δελιγιάννης, Γιατράκος και λοιποί επήγαν και επίασαν το Σεράγι. Εδώ ευρίσκοντο τα πολυτιμότερα πράγματα του Πασιά, πολλών Αγάδων και άλλων επισήμων Τούρκων. Κατά δε το μεσονύκτιον δια συνεργείας φαίνεται των προκρίτων, δια να αρπάξουν τα λάφυρα, έβαλαν φωτιά και έκαψαν το Σεράγι και ούτως επήραν αυτοί όλα τα λάφυρα, τα δε χαρέμια τα μετέφεραν εις του Μουσταφάμπεη το σπίτι εις την φύλαξιν των Μανιατών Μαυρομιχαλαίων.
Η κυρίευσις της Τριπολιτσάς, διότι επήραν των Τούρκων τα άρματα, αρμάτωσεν όλους τους Πελοποννησίους, εν ώ οι περισσότεροι από αυτούς, καθώς είπαμεν, ήσαν αρματωμένοι με μαχαίρας, τας οποίας οι γύφτοι (σιδηρουργοί) τότε τας έκαμαν, και με σουχλιά. Τους έδωσε δε ακόμη και μεγάλο θάρρος κατά των Τούρκων, διότι εφόρεσαν χρυσά και καλά φορέματα και λαμπρά άλογα εκαβάλικαν. Άρχισαν λοιπόν έπειτα από όλα αυτά να συλλογίζωνται πώς να εξαπλώσουν τον πόλεμον και υπέρ της εδικής των ελευθερίας και υπέρ της ελευθερίας των άλλων αδελφών των.
Μετά την άλωσιν της Τριπολιτσάς εκείνο το οποίον ο αρχηγός μου προείπεν αλήθευσεν. Οι πρόκριτοι μετενόησαν για το κίνημα, επειδή αντί αυτών εφάνησαν ότι οι καπεταναίοι με τον Δ. Υψηλάντην έγειναν δυνατώτεροι και έλαβαν όλην ην επιρροήν του λαού της Πελοποννήσου. Εσκέφθησαν να μην αφήσουν τον Κολοκοτρώνην να παή να πάρη το φρούριον των Πατρών• επειδή αν ήθελεν υπάγει, αμέσως το φρούριον θα παρεδίδετο εις αυτόν• είχε δε και γράμματα εις τους εκεί Αλβανούς τον Ασλάν Αγάκον αρχηγόν, από τους Αλβανούς Μπέηδες της Τριπόλεως, άμα φθάση ο Κολοκοτρώνης, ευθύς να κάμουν μπέσα, να παραδώσουν το φρούριον και να παν κοντά τους χωρίς να έχουν καμμίαν υποψίαν.
Οι Αλβανοί της Τριπολιτσάς είχαν ορκισθή να μην έμβουν πλέον ποτέ εις τον Μωριάν να πολεμήσουν και ότι θα αφήσουν την ιδία διάταν εις τα παιδία τους και εις τους άλλους συγγενείς των να μην πάουν ποτέ εις τον Μωριά δια πόλεμον, και όποιος παραβή τον όρκον τούτον να μη γλυτώση από την οργήν του Θεού και από το σπαθί του Κολοκοτρώνη• και όπου τύχη άνθρωπος του Κολοκοτρώνη και το σκυλί του ακόμη να χύνουν δια το ίρτζι του (την υπόληψίν του) το αίμα των. Βεβαιώνεται μάλιστα ότι έπειτα ήλθαν με τον Δράμαλην έως εις την Αλαμάναν ως 8.000 Αλβανοί, από τους οποίους πολλοί έτυχαν να ήναι εις την άλωσιν της Τριπολιτσάς, και αφού εβεβαιώθησαν ότι τους φέρνει, δια να πολεμήσει την Πελοπόννησον, έφυγαν όλοι και επήγαν πίσω. Ο Δράμαλης έμαθε την αιτίαν δια την οποίαν φεύγουν και, μολονότι επροσπάθησε να τους κρατήση, δεν ημπόρεσε».
*ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Υπό Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη Αθήνησι, Τύποις και Βιβλιοπωλείω Π.Α. Σακελλαρίου 1858 (σελ 126-134)
Σημ 1: Διατηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου, εκτός από τον τονισμό.
Σημ 2: Η εικόνα παρουσιάζει τη Μάχη της Τριπολιτσάς, των Ι. Μακρυγιάννη και Παν Ζωγράφου.