Με αφορμή την επανέκδοση της Φόνισσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο Κώστας Ακρίβος εξετάζει την επιρροή του μεγάλου συγγραφέα στην ελληνική λογοτεχνία . Παράλληλα, οι εκδόσεις Μεταίχμιο ετοιμάζουν μία διαδραστική εκδήλωση αφιερωμένη στον μεγάλο συγγραφέα.

Eνα στοιχείο που ίσως πρέπει να αξιολογηθεί κάτω από άλλη οπτική, έναν αιώνα μετά την πρώτη έκδοση της Φόνισσας, είναι το ποια ήταν η οικογένεια της Φραγκογιαννούς και ποιοι υπήρξαν οι συγγενείς της – δηλωμένοι και άδηλοι. Η θεια Χαδούλα ή κοινώς Γιαννού η Φράγκισσα ή Φραγκογιαννού είχε πατέρα τον γερο-Σταθαρό και μητέρα τη Δελχαρώ. Και ενώ ο πρώτος ήταν «οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος», η μάνα της χαρακτηρίζεται ως «κακή, βλάσφημος και φθονερά… μία από τας στρίγλας της εποχής της». Και όχι μόνο αυτό, η γριά Δελχαρώ «ήξευρε μάγια» – κάνει μάγια για να έχουν κεσάτια οι κλέφτες, τα παλικάρια του Καρατάσου και του Γάτσου, οι οποίοι την καταδιώκουν απηνώς, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών οι γονείς της παντρεύουν τη Χαδούλα με τον Γιάννη τον Φράγκο, τον λεγόμενο και «Λογαριασμόν» λόγω της ανικανότητας να διαχειρισθεί τα οικονομικά της οικίας του, οπότε τα αναλαμβάνει αυτή η ίδια. Από τα παιδιά που θα αποκτήσουν, άλλα βρίσκονται στην Αμερική, χωρίς να έχουν δώσει σημεία ζωής για πολλά χρόνια, και άλλος, ο παρ’ ολίγον αδερφοκτόνος Μούρος ή Μούτρος, στη φυλακή της Χαλκίδας. Μαζί της ζουν και μεγαλώνουν οι τρεις κόρες: η Δελχαρώ η Τραχήλαινα, η αλαφροΐσκιωτη ανύπαντρη Αμέρσα και η μικρότερη Κρινιώ. Αυτή είναι η φανερή και κανονική της οικογένεια. Γιατί η Φραγκογιαννού έχει και άλλους συγγενείς. Συγγενείς μακρινούς, που δεν γνώρισε ποτέ, συγγενείς της ίδιας μ’ αυτήν ψυχής. Ίσως γι’ αυτό και τόσο κοντινούς.

Η Χαδούλα με τα λόγια και τις πράξεις της δείχνει να κατάγεται απευθείας από την οικογένεια των Λαβδακιδών∙ «παππούς» της δεν είναι άλλος από τον Οιδίποδα. Αυτό το τραγικό πρόσωπο το οποίο δεν υπήρξε αμάρτημα που να μη διαπράξει, σφάλμα στο οποίο να μη διολισθήσει. Και όπως ο βασιλιάς των Θηβών άθελα και ανεξήγητα κουβαλούσε στους ώμους της μοίρας του όλα τα λάθη και όλα τα πάθη του σύμπαντος κόσμου, έτσι τυχαίνει και στη γριά γυναίκα να μπει κι αυτή στο στόχαστρο της Ειμαρμένης για να διαπράξει τα ανήκουστα και ανομολόγητα εγκλήματα που έκανε. Ο άλλος συγγενής της -χρονικά πιο κοντινός, το ίδιο όμως στυγερός- είναι ο πρωταγωνιστής στο Έγκλημα και Τιμωρία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ρασκόλνικοφ. Ο φτωχός φοιτητής που απορρίπτει την κοινή ηθική και πείθει τον εαυτό του ότι έχει δικαίωμα να σκοτώσει, προκειμένου να εξασφαλίσει τη δυνατότητα να εκπληρώσει τον προορισμό του. Δολοφονεί τη γριά τοκογλύφο Αλιόνα Ιβάνοβνα, αλλά αδυνατώντας, λόγω χαρακτήρα, να φυλάξει το μυστικό του, το ομολογεί για να συλληφθεί κι έτσι να δικαιωθεί. Με τη Φραγκογιαννού τον ενώνει το αδικοχυμένο αίμα αλλά και το, κατά κάποιον τρόπο, κοινό τέλος: και οι δύο ίστανται κάτω από τη σκέπη του ελέους του Θεού. Ο μεν φυλακισμένος Ρασκόλνικοφ θα αναζητήσει τη λύτρωση μέσα από το Ευαγγέλιο, η δε γριά Χαδούλα θα απολέσει τη ζωή της «μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Και ίσως εκείνη τη στιγμή να ακούει, μονάχα αυτή και κανείς άλλος, μια υπερκόσμια φωνή να της λέει : «Πνιγμούς έδωκας, πνιγμόν θα λάβεις». Ή, με τα λόγια του βοσκού Καμπαναχμάκη: «Να ‘χης πολλή ζωή και καλή ψυχή, θεια-Γιαννού! Ο Γεραμπής σ’ έστειλε».

Η Φόνισσα καταφθάνει στις μέρες μας δρομαία, ωστόσο καθόλου ασθμαίνουσα, το αντίθετο μάλιστα. Κείμενο ακατάπεστα -για να θυμηθούμε τον Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο- ακμαίο και αρραγές, διδάσκει τις ύψιστες αρετές του αφηγηματικού (άρα και παραμυθητικού) λόγου: τον άριστο χειρισμό ενός τόσο μεγάλου θέματος από τον δημιουργό του, την καταβύθιση στον χαρακτήρα τόσο του κεντρικού όσο και των δευτερευόντων προσώπων, την αρτιότητα στην απόδοση της ψυχολογίας τους, τη γλωσσική στιλπνότητα. Η αφήγηση για τα δρώμενα, φανερά και μη, γνωρίζει καλά την τέχνη να χρησιμοποιεί με οικονομία και με αναγνωστική νοστιμιά τα στοιχεία της αγωνίας, της έκπληξης, της ανατροπής, της επιβράδυνσης, καθώς και της εικονοποιίας τοπίων εξωτερικών και εσωτερικών. Απότοκος όλων αυτών η αμφιθυμία που γεννιέται στον αναγνώστη για τον ρόλο της Φραγκογιαννούς και ειδικότερα για το τι ήταν εκείνο που την έσπρωξε σ’ αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις∙ υπήρξε άβουλο άθυρμα της μοίρας, γι’ αυτό και ψήλωσε ο νους της, ή μήπως λειτούργησε με σώφρονα λογισμό; Για του λόγου το αληθές, αρκεί η υπόμνηση μιας και μόνο σκηνής. Είναι η στιγμή όπου η εξηντάχρονη φόνισσα βρίσκεται καταδιωκόμενη στη σπηλιά στο Κοχύλι και, παρά τους φόβους και τα φαντάσματα των νεκρών κορασίδων που την καταδιώκουν, παραμένει αμετανόητη – έπεται κι άλλο φονικό. Εκείνη την ώρα παραπονιέται για τη μοίρα της και ταυτόχρονα την προκαλεί με το νανούρισμα-μοιρολόγι που πλέκει για τον εαυτό της:

Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,
του ριζικού μου από μακριά την πόρτα ν’ αγναντέψω.
Στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κ’ εκεί να βρω τη μοίρα μου, και να την ερωτήσω…

Σήμερα, σε μια εποχή που η φύση, η τόσο εγκωμιασμένη από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, έχει εγκαταλείψει τον άνθρωπο στο έλεος της μοναξιάς και της αυτοκαταστροφικής του μανίας, που η ζωή δεν είναι πια μοναδική και αναντικατάστατη, ο δε θάνατος έχει ευτελιστεί, η Φόνισσα είναι μια κιβωτός, από τις ελάχιστες που έχουν απομείνει, για να μπορέσει ο άνθρωπος να παρηγορηθεί και να ξαναθυμηθεί την πραγματική αξία και τον αληθινό του προορισμό: την πραγμάτωση της αγάπης.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όπως και ο ισοϋψής του Γεώργιος Βιζυηνός, δεν δίστασε να βάψει τα συγγραφικά του χέρια με τα πιο άνομα και ανόσια αίματα. Και πράττοντάς το, άνοιξε εσαεί τις πύλες του αναγνωστικού παραδείσου.

Σύνδεσμος:http://www.lifo.gr/mag/books/438