ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ

Ο Ηράκλειτος, η βαθύτερη διάνοια ανάμεσα στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, γεννήθηκε στην Έφεσο της Μικράς Ασίας γύρω στα 540π.Χ και πέθανε στην ίδια πόλη το 480 π.Χ. περίπου. Ήταν, όπως μας παραδίδεται, γόνος της αρχοντικότερης οικογένειας της πόλης και κατείχε κληρονομικά το βασιλικό αξίωμα του ιερέα της ελευσίνιας Δήμητρας από το οποίο παραιτήθηκε και κατέφυγε στο ναό της Αρτέμιδος, σύμβολο στην εποχή του της διασταύρωσης ελληνικού και ανατολικού πολιτισμού, για να αφιερωθεί στην αναζήτηση του εαυτού του. «Αναζήτησα τον εαυτό μου».

Φαίνεται πως γνώριζε τις θεωρίες των προηγούμενών του φιλοσόφων της σχολής της Μιλήτου, του Πυθαγόρα και του Ελεάτη Ξενοφάνη, οι οποίες όμως δεν ικανοποίησαν το βαθύ νου του και έτσι ακολούθησε το δικό του μοναχικό δρόμο στην έρευνα. Από το σύγγραμμα του «Περί φύσεως» σώζονται 130 αποσπάσματα, βραχυλογικοί αφορισμοί 1-2 στίχων συνήθως, πλούσιοι σε εικόνες, γραμμένοι με περίτεχνο χρησμικό ύφος. Ήδη από την αρχαιότητα του είχαν δώσει το παράνομα Σκοτεινός, γιατί θεωρούσαν δύσκολο να εισδύσει κανείς στο βάθος της σκέψης του όταν,όμως, έλεγαν, ένας μύστης σε οδηγούσε, τότε το φως της διάνοιάς του γινόταν «πιο λαμπρό και από τον ολόφωτο ήλιο».

Στην έρευνά του ακολουθώντας το δρόμο των Μιλησίων φιλοσόφων ορίζει σαν αρχή και ουσία του κόσμου το πυρ. η θεότητά του, ο Λόγος, το «σοφόν», είναι κι αυτή πύρινη. Αυτός ο Λόγος είναι που δίνει συνοχή στα πάντα και εκφράζεται κοσμικά σα φωτιά, που χάρις στις μεταστοιχειώσεις της προκαλούνται οι αδιάκοπες αλλαγές .

«Αυτόν τον κόσμο, τον ίδιο για όλους, δεν τον έφτιαξε κανένας θεός ή κανένας άνθρωπος, παρά ήταν πάντα και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο», λέει. Λέγοντας φωτιά εννοούσε όχι μόνο τη φλόγα, αλλά το ζεστό γενικά, γι’ αυτό την έλεγε και «αναθυμίαση» ή ανάσα(ψυχή).

Από τη φωτιά με τη μεταμόρφωσή της γεννιούνται όλα τα όντα κι από τον ίδιο δρόμο ξαναγυρίζουν σ’ αυτήν. Στη μεταλλαγή της η φωτιά γίνεται νερό και μετά γη με την πύκνωση και από χώμα    νερό    φωτιά με την αραίωση. Σ’ αυτή τη διαρκή μεταστοιχείωση τίποτα δε χάνεται. Όλα μετριούνται με τον ίδιο λόγο, έτσι υπάρχει μια διαρκής αυτορυθμιζόμενη ισορροπία.

Την ίδια πορεία ακολουθεί ολόκληρο το Σύμπαν. Από την αρχική φωτιά χωρίζεται στα όντα και δημιουργείται ο κόσμος σαν πλήρωση μιας ελλείψεως (χρησμοσύνη) και με την ένωση των πάντων ξαναγυρίζει στην αρχική φωτιά (εκπύρωση, κόρος) και αέναα σύμφωνα με μια αδιάσπαστη νομοτέλεια ξαναδημιουργείται. Την περίοδο αυτή ο Ηράκλειτος την ονομάζει Μέγα Ενιαυτό και την υπολογίζει σε 10.800 ηλιακά έτη.

Ο κόσμος του Ηράκλειτου βρίσκεται σε αδιάκοπη μεταβολή, τίποτα δε μένει σταθερό, όλα παρουσιάζονται διαρκώς με νέες μορφές ακόμα και όταν δεν το αντιλαμβανόμαστε, όλα είναι σε μια διαρκή εξέλιξη.«Αεί τα πάντα ρει», «Όλα προχωρούν, τίποτα δεν μένει, τίποτα δεν στεριώνει. Πάνω σε όσους μπαίνουν στα ίδια ποτάμια κυλούν άλλα κι άλλα νερά». Οι νέοι σχηματισμοί που δημιουργούνται από τις μεταλλαγές της φωτιάς δεν παραμένουν σταθεροί, αλλά και αυτοί αλλάζουν διαρκώς στην αντίθετή τους κατάσταση. «Τα ψυχρά θερμαίνονται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξηραίνεται, το στεγνό νοτίζεται». Έτσι στον κόσμο βασιλεύει διαρκώς η αντίθεση. «Να γνωρίζει πρέπει κανείς ότι ο πόλεμος είναι αυτός που μας συνέχει και η δικαιοσύνη είναι φιλονικία και όλα γίνονται σύμφωνα με τη φιλονικία και το χρέος. Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων και ο βασιλιάς όλων και άλλους μεν ανέδειξε σε θεούς κι άλλους σε ανθρώπους, άλλους τους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους.».

Σ’ αυτήν, όμως, την αντίθεση κρύβεται για τον Ηράκλειτο η αρμονία. Μέσα από την ένταση της αντίθεσης ζουν τα πάντα και γίνονται βαθύτερα. «Τ’ αντίθετα μονιάζουν κι όσα πάνε χωρισμένα ανταμώνονται»(μουσική, αρσενικό και θηλυκό). «Το αντίξοο που συγκλίνει. από τα αντίδρομα η πιο όμορφη αρμονία.» Αυτή είναι η κρυφή αρμονία, που για τον Ηράκλειτο είναι πιο δυνατή από τη φανερή. Μέσα στις πιο βαθιές αντιθέσεις υπάρχει μια αρμονία που αγαπά να κρύβεται και δεν την αντιλαμβάνεται ο καθένας. «Δεν κατανοούν πως αυτό που αντιπαλεύει συμφωνεί κατά το λόγο με τον εαυτό του».

Αυτό που ορίζει την ύπαρξη, αντίθεση και την αρμονία των όντων είναι ο λόγος. Τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει το μέτρο στο οποίο έχει οριστεί, ακόμα και ο ήλιος. Η Δίκη φρουρεί γι’ αυτό, και τιμωρεί την υπερβολή και την ύβρη. « Ο ήλιος δεν θα ξεπεράσει τα μέτρα του. ειδεμή οι Ερινύες οι βοηθοί της Δίκης θα τον βρουν».

Υπάρχει λοιπόν στον κόσμο μια προφυλασσόμενη αδιάσπαστη νομοτέλεια.

Τίποτα, επίσης, σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι απόλυτο «Η θάλασσα είναι νερό καθαρότατο και βρωμερότατο, για τα ψάρια πόσιμο και σωτήριο, για τους ανθρώπους όμως άπιοτο και ολέθριο». «Τα γαϊδούρια θα προτιμούσαν άχυρα αντί χρυσάφι».

Κι έτσι συνεχίζει να περιγράφει με φλογερό ενδιαφέρον ο Ηράκλειτος αυτόν τον κόσμο το γεμάτο αντιθέσεις, αντινομίες και παράδοξα, τις αντίθετες δυνάμεις που αλληλοπεριορίζονται από τη Δίκη και συνέχονται με το Λόγο. «Ο λόγος είναι αυτός που μας συνέχει».

Πίσω από τις αντιθέσεις και τις μεταβολές υπάρχει η πραγματική φύση που αγαπά να κρύβεται, υπάρχει ένα μονάχα ον που απλά αλλάζει μορφές. «Απ’ όλα γίνεται το ένα, και από το ένα όλα», «Ο θεός είναι μέρα και νύχτα, καλοκαίρι και χειμώνας, πόλεμος και ειρήνη, χορτασιά και πείνα…». Κι εκεί, για το θεό, τα πράγματα είναι ίδια, τα αντίθετα είναι ταυτόσημα και όλα τα πράγματα είναι ένα. «Ζωή και θάνατος, ξύπνιος και κοιμισμένος, νέος και γέρος, όλα αυτά είναι ίδια… γιατί το ένα περιστρεφόμενο είναι το άλλο το άλλο δε περιστρεφόμενο είναι το πρώτο…κάτι κοινό είναι η αρχή και το τέλος στην περιφέρεια του κύκλου…το μονοπάτι που οδηγεί προς τα πάνω και το μονοπάτι που οδηγεί προς τα κάτω είναι το ίδιο μονοπάτι, το καλό και το κακό είναι ταυτόσημα» και «όλα για το θεό είναι καλά και δίκαια. Ο άνθρωπος τα εκλαμβάνει άλλα σα δίκαια και άλλα όχι».

Έτσι αυτός ο κόσμος που διαρκώς μεταβάλλεται θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι φαινομενικός, ενώ στην πραγματικότητα και για το θεό όλα είναι ένα και δεν υπάρχει καμιά αλλαγή, «καθώς μεταβάλλεται αναπαύεται», και ότι έτσι ο Ηράκλειτος μας οδηγεί, τελικά με το δικό του τρόπο, μέσα από τις διαρκείς αντιθέσεις και μεταβολές στην ακίνητη και αμετάβλητη θεότητα του διαμετρικά αντίθετού του Παρμενίδη και των Ελεατών.

Ας δούμε, τέλος, τον άνθρωπο με τα μάτια του φιλοσόφου. Όλα στον κόσμο του Ηράκλειτου τα κυβερνά ο Λόγος, ο θείος νόμος, ο ενδοκοσμικός νους, η θέληση του θεού. Ο άνθρωπος επιλέγει. Αν ακολουθήσει το Λόγο τότε θα αντιληφθεί ότι όλα είναι ένα. «Σ’ όλους τους ανθρώπους είναι δοσμένη η δυνατότητα να γνωρίζουν τους εαυτούς τους και να φρονούν σωστά», «Όχι εμένα αλλά το λόγο αφού ακούσετε μαζί με το λόγο είναι σοφό να λέτε ότι όλα είναι ένα».

Σοφία για τον άνθρωπο είναι ν’ ακούει, να ακολουθεί, να σκέπτεται μαζί με το λόγο και να πράττει σύμφωνα με αυτόν. «Πρέπει να ακολουθεί κανείς αυτό που δίνει συνοχή», «Σωστά να φρονεί κανείς είναι η πιο μεγάλη αρετή, και σοφία την αλήθεια να λέγει και να πράττει σύμφωνα με τη φύση εισακούοντάς την», «Όποιος με νου μιλά πρέπει να παίρνει τη δύναμή του από αυτό που συνέχει τα πάντα, όπως η πόλη από το νόμο και με πιότερη δύναμη ακόμα». Ο άνθρωπος που εμπιστεύεται και ακολουθεί τη θεία διάταξη ζει σε ευχαρίστηση (ευαρέστησις) και αυτή είναι για τον Ηράκλειτο το μεγαλύτερο αγαθό. Το ίδιο συμβαίνει και στις πολιτείες. Η ευτυχία τους στηρίζεται στη νομοτάγεια. «Να μάχεται πρέπει ο λαός για το νόμο όπως ακριβώς για το τείχος». Γιατί «όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα το θεϊκό».

Οι άνθρωποι, όμως ζουν με υπεροψία, σα να είχαν δική τους φρόνηση. «Μ’ όποιον πάνω απ’ όλα διαρκώς συναναστρέφονται, το λόγο, με τούτον αντιπαλεύουν», «Από απιστία μας ξεφεύγει ο λόγος και δεν τον γνωρίζουμε». Έτσι οι άνθρωποι ζουν σαν κοιμισμένοι, αφού από έπαρση και απιστία αρνούνται ν’ ακούσουν το λόγο μέσα στον οποίο διαρκώς υπάρχουν. Για να ξυπνήσουν, όμως, πρέπει να ξεπεράσουν την ατομικότητά τους, αφού ο λόγος είναι το κοινό(ξυνόν), αυτό που συνέχει τα πάντα. Έτσι «για όσους είναι ξύπνιοι ένας είναι και κοινός ο κόσμος, για όσους όμως κοιμούνται ο καθένας γυρίζει μέσα στο δικό του».

Και αυτοί, όμως, ακόμα, δεν εξορίζονται από τον κόσμο του Ηράκλειτου, συνανήκουν στην αρμονία του, αφού «αυτοί που κοιμούνται είναι εργάτες και συνεργοί όσων γίνονται μέσα στον κόσμο».

Η ψυχή του ανθρώπου είναι και αυτή ένα κομμάτι θεϊκής φωτιάς. Όσο πιο στεγνή και καθαρή είναι η φωτιά, τόσο σοφότερη η ψυχή. «Ένας άντρας, όταν μεθύσει οδηγιέται από ανήλικο παιδί τρικλίζοντας, χωρίς να ξέρει που πάει, έχοντας υγρή την ψυχή»,  «Για τις ψυχές θάνατος είναι να γίνουν νερό και για το νερό θάνατος να γίνει γη, από τη γη όμως γίνεται νερό και από το νερό ψυχή», «στεγνή ψυχή: η πιο σοφή και άριστη». Όταν η ψυχή φύγει από το σώμα, δεν χάνεται αλλά ξαναγυρίζει στην αρχική φωτιά «Τους ανθρώπους τους προσμένει σαν πεθάνουν, όσα ούτε ελπίζουν ούτε νομίζουν».

«Τα πέρατα της ψυχής προχωρώντας δεν θα μπορούσες να βρεις όποιο δρόμο κι αν πάρεις. τόσο βαθύ λόγο έχει. Η ψυχή έχει δικό της λόγο, που αυξαίνει τον εαυτό του». Στην ψυχή ανήκει πρώτα απ’ όλα ο λόγος. Στα βάθη της βρίσκεται ο ίδιος ο θεικός νόμος. Αφού, όμως, ο λόγος είναι αυτός που συνέχει τα αντίθετα αλλά και αποκαλύπτει την ενότητά τους, ο άνθρωπος εισδύει στο βάθος της ψυχής και του λόγου της όταν ξεπερνά την ατομικότητά και το διαχωρισμό. Έτσι ο λόγος της ψυχής αυξάνει τον εαυτό του και η γνώση του είναι η αληθινή αυτογνωσία.

Η ψυχή, όμως, είναι ενωμένη με το λόγο, το ρυθμό του σύμπαντος και όσο κι αν προσπαθεί ο άνθρωπος να τη γνωρίσει δεν μπορεί, γιατί συνέχεια απομακρύνεται. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αφεθεί να κατακτηθεί από αυτόν.

Ο Ηράκλειτος, τέλος, κατάλαβε το συμβολικό χαρακτήρα της θρησκείας, και αναγνώρισε την αναγκαιότητά της «Ό,τι προσφέρει κανείς στους θεούς είναι γιατρειά για την ψυχή του». Κύρια, όμως καυτηρίασε τις συνήθειες του λαού της εποχής του, την εξωτερική λατρεία των αγαλμάτων, τις υπερβολές των διονυσιακών οργίων και τις αιματηρές θυσίες. «Τους νυχτοπλάνους, τους μάγους, τους βάκχους, τις μαινάδες, τους μύστες (θα τους αρπάξει η φωτιά ) γιατί μυούνται ανίερα στα μυστήρια που καθιέρωσαν οι άνθρωποι», «Και σ’ αυτά τα αγάλματα προσεύχονται σα να συνομιλούν με τα σπίτια χωρίς να γνωρίζουν ποιοι είναι οι θεοί και οι ήρωες».

Κλειδί στην Ηρακλείτεια φιλοσοφία είναι ο λόγος. Στο επίπεδο της γλώσσας καταρχήν ο Ηράκλειτος με τα λογοπαίγνιά του υποδεικνύει τη δισημαντότητά της. «Του τόξου το όνομα είναι «βίος»», λέει, «το έργο όμως είναι θάνατος».

Λόγος είναι η ίδια η αντιθετική σχέση των πραγμάτων, είναι και η συνοχή τους.

Λόγος είναι το μέτρο, ο κοσμικός ρυθμός, η τάξη του όντος, ο θεϊκός νόμος.

Είναι το κοινό, η καθολική γνώση, αίρει τις αντιθέσεις και αποκαλύπτει την αρμονία, και είναι βαθύτερος και από το πιο ύψιστο ον, το Δία, γιατί είναι η αιώνια σχέση των πραγμάτων. Είναι φορέας της αλήθειας, είναι διαρκώς γύρω στον άνθρωπο και μαζί του πρέπει αυτός να σκέφτεται και αυτόν να πραγματώνει για να είναι ευτυχισμένος.

Αυτός είναι ο κόσμος του Ηράκλειτου. Ένας πύρινος κόσμος που διαρκώς ρέει πάνω στην περιφέρεια ενός κύκλου, που συγκρατείται από την ίδια του την πολικότητα, τις αντιθέσεις. Γι’ αυτόν, όμως, που βρίσκεται στο βάθος, στο κέντρο όλα τα σημεία του κύκλου είναι ίδια, οι αντιθέσεις αίρονται και κατ’ επέκταση όλα είναι ήρεμα και αμετάβλητα.

Αυτόν το Λόγο, το «σοφόν», που είναι η ίδια η αιώνια σχέση των πραγμάτων, η Εστία τους, το κεντρικό πυρ δεν μπορεί να τον βρει και να τον γνωρίσει κανείς με τον ανθρώπινο νου, αυτό που μπορεί να κάνει είναι να αφεθεί να τον πιστέψει, να τον ακολουθήσει και να σκεφτεί μαζί του τη δική του σκέψη. Όταν ο άνθρωπος το κάνει βγαίνει από τον ύπνο και την περιφέρεια των αντιθέσεων και τότε ο κόσμος που ανοίγεται μπροστά του είναι κάτι πέρα απ’ ό,τι έλπισε ή νόμισε ποτέ.

Απήχηση της Ηρακλείτειας φιλοσοφίας βρίσκουμε στον Ιπποκράτη και άλλους γιατρούς της αρχαιότητας. Γι’ αυτούς η υγεία είναι η αρμονία όλων των αντιθέτων δυνάμεων και ιδιαίτερα της κινητήριας φωτιάς και του θρεπτικού υγρού.

Η φιλοσοφία του Ηράκλειτου είναι εμπνευσμένη και αληθινή, λέει σήμερα η επιστήμη, μιας και αυτός με την απόκοσμη διόρασή του είδε τη θερμική ενέργεια στα όντα και ότι τα πράγματα είναι διαδικασίες.

Στη φιλοσοφία του αίρεται ο δυϊσμός. Η θεότητά του είναι ενδοκοσμική και παράγει από μέσα της τα πάντα γινόμενη ταυτόχρονα τα πάντα. Οι τρεις βασικές έννοιες αυτού του πανθεϊσμού είναι η ενότητα, η αιώνια αλλαγή και η αδιάσπαστη νομοτέλεια της φύσης.

Βιβλιογραφία

Τσέλλερ – Νεστλέ: Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, εκδ. Βιβλιοπωλείον της

«ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα1990

G. S. KIRK – J. E. RAVEN – M. SCHOFIELD: Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι,

Εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2001

ΚARL POPPER – OLOF GIGON – Κ.Π. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: ΟΙ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ

Κείμενο και μετάφραση, εκδ. IMAGO, Αθήνα 1984

W. WINDELBAND – H. HEIMSOETH: Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας

α΄ τόμος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1991

Ευαγγέλου Σ. Σταμάτη: ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟI ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ,

Εφημ. «Η  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 1963 και 1965

Κατηγορίες: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *