της Μαριάννας Αποστόλου
Όταν ο ήλιος γείρει
στης θάλασσας τα βάθη
Γοργά η σκέψη φτάνει
σε ενός γιαλού την άκρη
κει ο φλοίσβος των κυμάτων
σβήνει αχνά σαν χάδι
και ηρεμεί η ψυχή μου
σαν καντηλιού το λάδι.
Η αγάπη πλημμυρίζει
τα βάθη της ψυχής μου
του δειλινού την ώρα
ονείρου το αδράχτι
γυρίζει σαν τη σβούρα
τυλίγει την αγάπη
για να έρθει ο χειμώνας
να ‘χει να ξετυλίγει.
Nα υφάνει το στημόνι
με χίλιες δυο εικόνες
λουλούδια, πεταλούδες,
ρυάκια και ποτάμια
τον ζωοδότη ήλιο που πάει
κι έρχεται με χάρη
του Αυγούστου το φεγγάρι
που φέγγει την αγάπη.
Έτσι ίσως θε να βρει
το δρόμο της Αγάπης
μα και το μονοπάτι
εκείνο της γαλήνης
μετά από ανηφόρες
ξενύχτια κι αγωνίες
θα βρεθεί στην κορυφή
που λέγεται ευτυχία.